ΝΕΑ ΑΝΑΤΟΛΗ αρ.φ. 231, 12 Μάη 1995

O TΣΑΡΙΣΜΟΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ '21

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΣΤΟ '21

Στη Νέα Ανατολή αρ. 229 είχαμε υποσχεθεί στους αναγνώστες μας μια σχετικά διεξοδική απάντηση στα άρθρα του φίλου και συνεργάτη Λύσανδρου Παπανικολάου για το 1821 και το Ανατολικό Ζήτημα. Την υπόσχεση αυτή τη δώσαμε όταν διαπιστώσαμε ριζική αντίθεση ανάμεσα στη δική μας αντίληψη για το παραπάνω ζήτημα και στην αντίληψη του Λ. Π. Αυτό ισχύει συνολικά για τη σειρά των 4 άρθρων του, αλλά κυρίως για το 3ο και το 4ο. Αν έχει μια ιδιαίτερη αξία η αντίκρουση απόμερους μας της αντίληψης που ενυπάρχει στα άρθρα αυτά, αυτό συμβαίνει γιατί, όπως γράφαμε στο φ. 229, <<(στο ζήτημα του ’21) βρίσκεται η ρίζα όλης της νεοελληνικής κακοδαιμονίας, και ταυτόχρονα το μεγάλο ιδεολογικό βαρίδι κάθε επαναστατικής πρωτοπορίας>>. Ακόμα γιατί <<μας κατέπληξε η συγγένεια της σημερινής με την τοτινή σχέση Ελλάδας-Ρωσίας, και πιο πολύ η ομοιότητα της τοτινής με τη σημερινή ρώσικη διπλωματία>>.
Ας κάνουμε όμως μια καταρχήν τοποθέτηση, η οποία πιστεύουμε πως θα βοηθήσει να κατανοήσουν οι αναγνώστες μας την ουσία της διαφοράς μας με το Λ. Π. στο ζήτημα της σχέσης του ’21 με τη Ρωσία.
Ο συγγραφέας πιστεύει χοντρικά ότι το ’21 ήταν μια πραγματική επανάσταση που ξέσπασε παρά και ενάντια στις προσπάθειες της Ρωσίας να την αποτρέψει, με λίγα λόγια ότι η Ρωσία χτύπησε “από τα έξω” ένα γενικά θετικό ’21.
Η δική μας θέση είναι ότι το ’21 ήταν μια αντιδραστική εξέγερση που οργανώθηκε και καθοδηγήθηκε, σε γενικές γραμμές, από τη Ρωσία και υπηρέτησε τα δικά της διεθνή και τοπικά σχέδια. Η συμφωνία μας με το συγγραφέα βρίσκεται στο ότι η Ρωσία ήταν η κύρια αντιδραστική δύναμη της εποχής και ότι οι φιλορώσικες δυνάμεις στην Ελλάδα ήταν οι δεξιότερες κοινωνικές δυνάμεις της εποχής του ’21.
΄Ομως το σπουδαίο ζήτημα για τότε και για σήμερα, το σπουδαιότερο ζήτημα για τον ελληνικό λαό τότε και σήμερα είναι πώς δρα στο ελληνικό πολιτικό ξετύλιγμα η Ρωσία σαν αντιδραστική δύναμη: Δρα εξωτερικά ή εσωτερικά, δρα εξωτερικά ενάντια στο έθνος ή δρα εσωτερικά ενάντια σ’ αυτό;
Εμείς λέμε ότι το ’21 η Ρωσία έδρασε κύρια εσωτερικά ενάντια στο έθνος, και μάλιστα οργανώνοντας η ίδια την πλασματική εθνική του στρατηγική και την πλασματική εθνική του απελευθέρωση. Το πρόβλημα με τη Ρωσία ήταν τότε και είναι και σήμερα ότι εμφανίζεται σαν να ταυτίζεται με το ελληνικό έθνος, ενώ όταν στρέφεται ανοιχτά ενάντια στο έθνος είναι μόνο για να καλυφθεί, μόνο υποκριτικά, για να διεκπεραιώσει την αντιτούρκικη και αντιδυτική στρατηγική της δίχως να ανησυχήσει τους ανταγωνιστές της.
΄Οταν γίνεται αυτή η ταύτιση τότε το ελληνικό έθνος αποχτά αντιδραστικά χαρακτηριστικά, ότι η ρωσόδουλη “εθνική” του στρατηγική γίνεται στην πραγματικότητα μια αντεθνική, μια ενάντια στα πραγματικά συμφέροντα της Ελλάδας στρατηγική. Μια τέτοια ταύτιση σημαίνει ότι η Ρωσία γίνεται υπονομευτής και, κυρίως, διαφθορέας της Ελλάδας.
Η Ρωσία ήταν διαφθορέας της Ελλάδας το ’21. Το ’21 ήταν κατάρα για την Ελλάδα. Η σημερινή ελληνική αντιτούρκικη στρατηγική είναι ακόμα μεγαλύτερη κατάρα.
Αυτές είναι οι συνέπειες του ερωτήματος αν η Ρωσία χτυπούσε από τα έξω ή από τα μέσα το ’21.

O πυρήνας του λάθους

Η βασική αντίφαση των 4 άρθρων βρίσκεται, από τη μια, στη γενικά σωστή τοποθέτησή τους για το Ανατολικό Ζήτημα και την επιθετική θέση και συμπεριφορά της Ρωσίας πάνω σ’ αυτό και, από την άλλη, στο λαθεμένο τρόπο εξειδίκευσης του γενικού αυτού ζητήματος στο συγκεκριμένο θέμα της ελληνικής εξέγερσης του 1821 στη Μολδοβλαχία και την Ελλάδα.
Ενώ δηλαδή σωστά χαρακτηρίζεται η ρώσικη πολιτική στο ανατολικό ζήτημα ως πολιτική “αχαλίνωτου επεκτατισμού”, ενώ σωστά διαπιστώνεται ότι <<η κάθοδος του ρωσικού κολοσσού στο Αιγαίο προϋπόθετε τη διάλυση της Τουρκίας>> και τσιτάρεται ταυτόχρονα χαρακτηρισμός του ΄Ενγκελς για τη Ρωσία ως “κατακτητικό έθνος” και χωρίο του Μαρξ για το πόσο παραδοσιακή ήταν η αντιτούρκικη πολιτική της Ρωσίας, ενώ σωστά, τέλος, χαρακτηρίζεται η τσαρική Ρωσία ως σοβαρότερη κι από τον παλιότερο τουρκικό κίνδυνο απειλή για όλη την ευρωπαϊκή εξέλιξη (όλα αυτά στο φύλλο αρ. 227), ωστόσο, όταν έρχεται η στιγμή να ιδωθεί η συγκεκριμενοποίηση και η συνέπεια αυτής της γραμμής στο ζήτημα του ’21, η επιθετικότητα της Ρωσίας χάνεται από τον ορίζοντα των 4 άρθρων: Η Ρωσία τώρα παρουσιάζεται ως αγόμενη και φερόμενη από τη Δύση (ενώ ο μαρξισμός υποστηρίζει το ακριβώς αντίθετο), ως αδύναμη να επιβάλει τη θέλησή της στην ψυχορραγούσα Τουρκία και στο εσωτερικό της Ελλάδας, οι έλληνες πράχτορές της θεωρούνται, μπροστά στους αγγλόφιλους και τους γαλλόφιλους ΄Ελληνες, περίπου ανύπαρκτοι και αδύναμοι να προωθήσουν την πολιτική της, ο τσάρος Αλέξανδρος και ο Καποδίστριας εμφανίζονται εραστές της νομιμότητας της Ιερής Συμμαχίας και σχεδόν οπαδοί της θεωρίας του status quo, θεωρίας που αυτομάτως παρέπεμπε σε διατήρηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και όχι σε διάλυσή της, όπως ήθελε η Ρωσία: “Προς Θεού, όχι σύγκρουση με τη Δύση. Δεν κάνουμε τίποτα αν δεν τη ρωτήσουμε πρώτα”, εμφανίζεται να πιστεύει ο τσάρος στην Αυτοβιογραφία του Καποδίστρια.
Και εμείς αναρωτιόμαστε: Είναι δυνατόν να δίνει εμπιστοσύνη στα λόγια αυτά τής, κατά το μαρξισμό, διπρόσωπης ρωσικής διπλωματίας κάποιος που ίσα-ίσα μεταχειρίζεται το μαρξισμό ως σταθερό σημείο αναφοράς; Είναι δυνατόν να υποστηρίζεται ότι η τσαρική Ρωσία δεν ήθελε πλήρη ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Τουρκία (εννοείται απ’ αυτήν μόνο και όχι, φυσικά, από τη Ρωσία), αλλά μόνο ένα ημιανεξάρτητο κράτος υποτελές ουσιαστικά στο σουλτάνο; Τελικά, η Ρωσία δούλευε για την Τουρκία ή για τον εαυτό της; Τελικά, η ρώσικη πολιτική στο ’21 σερνόταν πίσω από την αγγλική (που, στην αρχή τουλάχιστον, ήθελε διατήρηση του status quo -και, αντικειμενικά, αυτό τη συνέφερε απέναντι στη ρώσικη επιθετικότητα), ή το αντίθετο; Τελικά, τόσο από την άποψη του πανευρωπαϊκού συσχετισμού δυνάμεων στην Ευρώπη όσο και από την εσωτερική της πλευρά, η εξέγερση του ’21 ήταν ένα θετικό για την ευρωπαϊκή επανάσταση γεγονός ή το αντίθετο; Συνεισέφερε δηλαδή στο αδυνάτισμα ή στην ισχυροποίηση του πιο αντιδραστικού-αντεπαναστατικού παράγοντα, του προπύργιου της ευρωπαϊκής αντίδρασης, της Ρωσίας;
Η τσαρική πολιτική από τον ίδιο τον επιθετικό της χαρακτήρα ήταν υποχρεωμένη να βγαίνει με δύο πρόσωπα: το ψεύτικο και το αληθινό. Εξωτερικά φιλοδυτικό-μισοκακόμοιρο, εσωτερικά επιθετικό-πανίσχυρο. Κι αυτό γιατί, αν έκανε ανοιχτά επιθετική πολιτική, τότε το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να υποψιαστεί η Δύση τους πραγματικούς της σκοπούς και να συμπήξει μέτωπο με τα θύματα της Ρωσίας, και πρώτ’ απ’ όλα με το “μεγάλο ασθενή”, την Τουρκία. Και τότε πάει περίπατο όλη η ανατολική πολιτική της Ρωσίας. Εκτός απ’ αυτό, αν η Δύση πίστευε ότι η Ρωσία ήταν πολιτικά και στρατιωτικά “νεκρή”, τότε θα έρχονταν στην επιφάνεια οι ενδοδυτικές αντιθέσεις, και έτσι θα δινόταν στη Ρωσία η ευκαιρία να τις εκμεταλλευθεί και να “παίξει” μ’ αυτές. Επομένως, αυτή τη διπροσωπία έπρεπε να επιδείξει και στην εξέγερση του ’21: Εξωτερικά να φαίνεται ότι δεν την επιδιώκει και προσπαθεί μάλιστα να την αποτρέψει, αλλά εσωτερικά να αποτελεί τον κρυφό και συνωμοτικό καθοδηγητή της μέσω των ανθρώπων της στη Φιλική Εταιρεία, με τελικό στόχο την πλήρη ανεξαρτησία από την Τουρκία ενός κατά τα άλλα ρωσόδουλου κράτους. Πρόκειται για μια κατ’ επίφαση ανεξαρτησία, αφού στην ουσία σήμαινε υποδούλωση στη Ρωσία (κάτι που συντελέστηκε επί Καποδίστρια ως κυβερνήτη). Η συνωμοσία και η διπροσωπία, λοιπόν, αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα επιτυχίας της ρώσικης πολιτικής. ΄Αλλωστε, το ίδιο δεν κάνει σήμερα όταν καμώνεται τη φιλοδυτική;
Πριν προχωρήσουμε στα συγκεκριμένα ζητήματα που θέτει ο Λ. Π., είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε θέση σ’ ένα θέμα, στο οποίο ο συγγραφέας δε φαίνεται να δίνει βαρύτητα, ενώ αυτό είναι που ανατρέπει το κέντρο της συλλογιστικής του.

Ποιος είχε το πάνω χέρι στο Ανατολικό Ζήτημα;

Η απάντηση που δίνει κανείς στο παραπάνω ζήτημα, ποιος δηλαδή είχε το πάνω χέρι στο Ανατολικό Ζήτημα, είναι κεφαλαιώδους σημασίας, γιατί είναι τελείως διαφορετικό να υποστηριχτεί ότι κυριαρχούσε η εξωτερική πολιτική της Δύσης και τελείως διαφορετικό ότι κυριαρχούσε η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας. Ακόμα πιο σημαντικό είναι να ξεδιαλύνει κανείς αν οι πράξεις και οι παραλείψεις της μιας ή της άλλης πολιτικής βοήθησαν ή έβλαψαν τον αντίπαλο. ΄Οπως είπαμε και πιο πάνω, ποιος τελικά έσερνε από τη μύτη τον άλλο στο ζήτημα αυτό; Η Δύση (και κυρίως η Αγγλία) τη Ρωσία ή η Ρωσία τη Δύση; Γιατί, αν ισχύει το δεύτερο, τότε είναι εξωπραγματικό να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό που συνέβαινε γενικά στην Ευρώπη δε συνέβη ειδικά στην περίπτωση της ελληνικής εξέγερσης, εκτός κι αν πιστεύει κανείς ότι εδώ πρόκειται για φωτεινή εξαίρεση. Το ερώτημα είναι: Η πρακτική της Δύσης ήταν υπέρ της διατήρησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή μήπως ευνοούσε, αντικειμενικά έστω, τα διαμελιστικά σχέδια της Ρωσίας;
Εδώ ο μαρξισμός είναι καταπέλτης. Γράφει ο Μαρξ στη New York Daily Tribune στις 4/10/1853: <<Οι Δυτικές Δυνάμεις στην αρχή ενθαρρύνουν το σουλτάνο ν’ αντιταχθεί στον τσάρο, του οποίου τις υπερβάσεις φοβούνται, για να τον εξαναγκάσουν στο τέλος να υποχωρήσει, φοβούμενες ένα γενικό πόλεμο, που θα οδηγούσε σε γενική επανάσταση (...) Ποιος θα δικάσει τους τέσσερις προδότες; (σσ: Πρόκειται για τους άγγλους υπουργούς Εξωτερικών και πρωθυπουργούς Aberdeen, Clarendon, Palmerston και Russel) Το Κοινοβούλιο. Ποιος αποτελεί το Κοινοβούλιο; Οι εκπρόσωποι των χρηματιστών, των εκατομμυριούχων και των αριστοκρατών. Και ποια εξωτερική πολιτική εκπροσωπούν αυτοί οι εκπρόσωποι; Εκείνη του “ειρήνη παντού και πάντα”. Και ποιος εκτελεί τις ιδέες τους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής; Ακριβώς οι τέσσερις εκείνοι, που κατά την αντίληψη της απλοϊκής Morning Advertiser θα έπρεπε να καταδικαστούν ως προδότες. ΄Ενα πράγμα θα έπρεπε νάχει γίνει ξεκάθαρο, ότι δηλ. οι αετονύχηδες του χρηματιστηρίου κι οι ειρηνοκάπηλοι αστοί, που εκπροσωπούνται στην κυβέρνηση από την ολιγαρχία, παραδίνουν την Ευρώπη στη Ρωσία κι ότι εμείς, για ν’ αντισταθούμε στις υπερβάσεις του τσάρου, πρέπει προπαντός ν’ ανατρέψουμε την αισχρή βασιλεία αυτών των χαμερπών, δουλοπρεπών και αχρείων προσκυνητών του χρυσού μόσχου>> (σελ. 201, 206 -σσ: όλες τις παραπομπές στα κείμενα των Μαρξ-΄Ενγκελς τις έχουμε αντλήσει από το βιβλίο Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. “Γνώση”, 1985).
Και αλλού: <<Ολόκληρη η αγγλική διπλωματία των ετών 1830-1854 ανάγεται, λοιπόν, σε μια και μόνη αρχή: ν’ αποφύγει με κάθε αντίτιμο τον πόλεμο με τη Ρωσία. Σ’ αυτό οφείλονται οι συνεχείς παραχωρήσεις, που έγιναν προς την πλευρά της Ρωσίας στην Τουρκία, στην Περσία, στο Αφγανιστάν, στη Δανία, σε κάθε σημείο της γης εδώ και 24 χρόνια>> (σελ. 374). Και ο ΄Ενγκελς: <<Σ’ όλα τα ουσιώδη σημεία η Ρωσία πέτυχε, τον ένα μετά τον άλλο, τους σκοπούς της, χάρη στην άγνοια, αδράνεια και συνεχή ασυνέπεια και δειλία των Δυτικών κυβερνήσεων. Από τη ναυμαχία του Ναβαρίνου ίσαμε τη σημερινή ανατολική κρίση, η δράση των δυτικών Δυνάμεων ή εξουδετερώθηκε από προστριβές ανάμεσά τους ή εξυπηρέτησε μονάχα τα ρωσικά συμφέροντα>> (σελ. 114).

Ο χαρακτήρας της Φιλικής Εταιρείας

Είναι γνωστό ότι την ελληνική εξέγερση τόσο στη Μολδοβλαχία όσο και στην Ελλάδα την προετοίμασε η Φιλική Εταιρεία. Μπαίνει λοιπόν το ερώτημα: Ποιος ήταν ακριβώς ο προσανατολισμός της Φιλικής; Κατά το Λ. Π., <<είχε επωαστεί σε ρωσικό έδαφος κάτω από τη φτερούγα του τσάρου>> (φ. 228). Γράφει ακόμα πως, σύμφωνα με το Μαρξ, <<οι εμπορευόμενοι και διανοούμενοι αστοί, που δημιούργησαν τη Φιλική Εταιρία, ενεργούσαν απλούστατα σαν “ασυνείδητοι πράκτορες της αυλής της Πετρούπολης”>>.
Ας δούμε όμως τα ίδια τα λόγια του Μαρξ: <<Ο σύνδεσμος της Φιλικής Εταιρείας. Απελευθέρωση των Ελλήνων με κοινή δράση του σλαβικού και του ελληνικού πληθυσμού. Η Ρωσσία έχει μέσα το χεράκι της. Οι ηγέτες ονόμαζαν την καθοδηγήτρια δύναμη αρχή (η ψυχή του συνδέσμου). Οι ηγέτες μυστικοί. Οι προσήλυτοι όλων των χωρών ασυνείδητοι πράκτορες της αυλής της Πετρούπολης. Η Ρωσία -μετά την άνδρωση του συνδέσμου- κρατούσε όλα του τα νήματα και κινούσε όλα του τα ελατήρια, τοποθετημένη στο κέντρο των ενεργειών, πίσω από διακριτικούς πράκτορες, αρκετά κρυμμένη για ν’ αποκηρύξει σε περίπτωση αποτυχίας κι αρκετά στρατευμένη για να κερδίσει από την επιτυχία. Μπορούσε να διακινδυνεύσει μερικά κεφάλια σαν πειραματικά μπαλλόνια (...) Στις διασκέψεις η αρχή σύντομα αντικαταστάθηκε από την αναφορά στον τσάρο. Για την πλειοψηφία των προσηλύτων αυτό σήμαινε πρόσθετες ελπίδες>> (σελ. 414). ΄Οπως μπορεί να δει κανείς, ο Μαρξ χαρακτηρίζει “ασυνείδητους πράκτορες” όχι αυτούς που δημιούργησαν τη Φιλική, όπως λέει ο Λ. Π., αλλά τους “προσήλυτους όλων των χωρών”, αυτούς δηλ. που αργότερα έγιναν απλά μέλη. ΄Οτι έτσι είναι φαίνεται κι από το ότι παρακάτω μιλάει για “διακριτικούς πράκτορες”: Δεν μπορεί οι “ασυνείδητοι πράκτορες” να είναι ταυτόχρονα και “διακριτικοί”. Άλλωστε ο Μαρξ είναι σαφής όταν λέει ότι “η Ρωσία είναι τοποθετημένη στο κέντρο των ενεργειών”.
Πέρα όμως απ’ αυτά, ο Μαρξ προσθέτει: <<Ο Αλέξανδρος Α΄ δεν ήταν ο μυστικός ηγέτης της Φιλικής Εταιρείας; Αυτός δεν έστειλε τον Υψηλάντη στη Βλαχία ως “Αρχηγό του Ιερού Λόχου” κι αυτός δεν πρόδωσε το ίδιον αυτό Λόχο διαμέσου του Υψηλάντη και δεν έβαλε να δολοφονήσουν τον Βλαδιμηρέσκου, το Βλάχο επαναστάτη ηγέτη;>> (σελ. 422).
Ακόμη, στο φύλλο αρ. 228 γίνεται λόγος για δύο βασικές γραμμές μέσα στη Φιλική: αυτή των “μετριοπαθών ρωσόφιλων”, οι οποίοι υποστηρίζεται ότι ήθελαν στην ηγεσία της Φιλικής τους Υψηλάντες, και αυτή των “φανατικών ρωσόφιλων”, οι οποίοι ήθελαν τον Καποδίστρια. Η αναφορά σ’ αυτές τις τάσεις μπορεί να έχει αξία μόνο αν πρόκειται για κάποια ουσιαστική σύγκρουση, η οποία έτσι θα μπορούσε να προσδώσει στην εξέγερση τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Αλλιώτικα θα μπορούσε να θεωρηθεί τριτεύον στοιχείο, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι πράγματι υπήρχαν τάσεις. Κι απ’ ό,τι φαίνεται ο συγγραφέας πιστεύει πως η αντίθεση αυτή ήταν κυρίαρχη. Γι’ αυτό και η αναφορά του σε κείμενο του πρόκριτου Κανέλλου Δεληγιάννη, ο οποίος υποστηρίζει ότι <<οι προύχοντες και οι αρχιερείς της Πελοποννήσου εγινήκαμεν μέλη της Εταιρίας αυτής δια τον λόγον να πείθωμεν τους απλουστέρους τη δευτέρας τάξεως ανθρώπους ή και της τρίτης ότι υπάρχει μία Υπερτάτη μυστηριώδης Αρχή και άγνωστος, εις την οποίαν πρέπει να πειθώμεθα όλοι, δια να τους πείσωμεν ότι αυτή σύγκειται από ΄Ελληνας επισήμους άνδρας και δεν είναι η Ρωσία, η οποία μας ηπάτησε πολλάκις και μας κατέστρεψε, καθότι τότε, αν εγνώριζαν ότι ήτο δάκτυλος ρωσικός, ουδείς θα ελάμβανε μέρος>>. Κι αυτά υποστηρίζονται παρά τη θέση του Μαρξ που είδαμε πριν (ότι η αναφορά του τσάρου στις διασκέψεις της Φιλικής σήμαινε για την πλειοψηφία των προσήλυτων πρόσθετες ελπίδες), όσο και πάρα πολλών ιστορικών που διαβεβαιώνουν για το ίδιο.
΄Ομως η θεωρία των δύο γραμμών στη Φιλική και, κατά συνέπεια, η αντίθεση Υψηλάντηδων-Καποδίστρια δεν ισχύει, για τον απλούστατο λόγο ότι ο δεύτερος, λόγω της θέσης του ως υπουργού Εξωτερικών του τσάρου, δεν μπορούσε να πάρει τη θέση του επίσημου αρχηγού της Φιλικής, γιατί έτσι θα φανερωνόταν στα μάτια της Δύσης όλο το “μεγαλείο” της ρώσικης στρατηγικής.

΄Ηθελε ή όχι η Ρωσία την εξέγερση στην Ελλάδα;

Η θεωρία των δύο γραμμών μέσα στη Φιλική διατυπώνεται για να υποστηρίξει μια ακόμα πιο “τραβηγμένη” θεωρία.
Ο Λ. Π. δέχεται (στο φύλλο αρ. 228) τη θέση του ΄Ενγκελς ότι <<η σερβική εξέγερση του 1804 και η ελληνική ανταρσία του 1821 υποκινήθηκαν λίγο-πολύ άμεσα από το ρωσικό χρυσάφι και τη ρωσική επιρροή>> και ότι για να προωθηθεί προς την Κωνσταντινούπολη η Ρωσία <<είχε τη δυνατότητα να βάλει σ’ ενέργεια τρεις μοχλούς: Ρουμάνους, Σέρβους και τους ΄Ελληνες. Οι ΄Ελληνες ήταν το ευχρηστότερο στοιχείο>>, καθώς και την παρόμοια του γάλλου υπουργού Εξωτερικών Ταλεϊράνδου ότι <<οι ΄Ελληνες είναι ο αληθής επικουρικός στρατός της Ρωσίας>>.
Και ενώ τα δέχεται αυτά, προχωρεί σε μια τελείως “εγκεφαλική” διάκριση της ελληνικής εξέγερσης στα δύο: άλλο πράγμα η εξέγερση στη Μολδοβλαχία, λέει, και άλλο στην Ελλάδα, εξηγώντας ότι την πρώτη την ήθελε διακαώς η Ρωσία, ενώ τη δεύτερη όχι, τουλάχιστον το χρόνο που αυτή ξέσπασε. Για την ακρίβεια, ισχυρίζεται ότι η Ρωσία προετοίμαζε στη Μολδοβλαχία ένα πραξικόπημα, ώστε έτσι να της δοθεί αφορμή επέμβασης, κατά τη γνωστή συνήθειά της, και να την κάνει δική της, ενώ δεν ήθελε εκείνη τη στιγμή ρωσοτουρκικό πόλεμο γιατί έτσι θα υπονόμευε το δημιούργημά της, την Ιερή Συμμαχία. Αυτό που ήθελε για την Ελλάδα, λέει, ήταν αναβολή της εξέγερσης μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες που θα επέτρεπαν έναν τέτοιο πόλεμο.
Μα είχε πρόβλημα η Ρωσία να υπονομεύσει την Ιερή Συμμαχία; ΄Ισα-ίσα, αν δέχεται κανείς ότι η στρατηγική της στο ανατολικό ζήτημα είχε πρωταρχικό σκοπό τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τότε αυτό μπορούσε να επιτευχθεί ακριβώς με την υπονόμευση της Ιερής Συμμαχίας, δύο από τα θεμέλια της οποίας ήταν το status quo και η διατήρηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Για να στηριχτεί η θέση αυτή, θεωρείται ειλικρινής η θέση του Καποδίστρια στην Αυτοβιογραφία του ότι προσπάθησε να αποτρέψει τον Υψηλάντη από κάθε κίνημα στην Ελλάδα, κίνημα που ετοίμαζαν οι Φιλικοί. Την ίδια άποψη προβάλλει ο Καποδίστριας και στη συνάντησή του με πρόκριτους κα αρχιερείς της Πελοποννήσου: πρώτα φωτιστείτε φτιάχνοντας σχολεία και μετά από 15-20 χρόνια βλέπουμε. Ακόμα, οι Φιλικοί παρουσιάζονται να επιδιώκουν να δημιουργήσουν <<τουλάχιστον ένα ημιανεξάρατητο πριγκιπάτο στο Μοριά>>, για το οποίο ο τσάρος <<δεν ενδιαφερόταν άμεσα>>. Απο δω όμως προκύπτει ουσιαστικά σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στους Φιλικούς και την τσαρική πολιτική, και αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει μεγάλο βαθμό αυτονομίας των Φιλικών από την τσαρική πολιτική. Νομίζουμε πως κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ξεκινώντας απ’ αυτά χαρακτηρίζεται διπρόσωπη η πολιτική της Ρωσίας στο ελληνικό ζήτημα πριν το ’21. Μα αυτό εννοεί ο μαρξισμός όταν αναφέρεται στη διπροσωπία της ρωσικής πολιτικής; ΄Οτι στη Μολδοβλαχία ήθελε εξέγερση ενώ στην Ελλάδα όχι; ΄Οχι βέβαια. Ο μαρξισμός εννοεί τη συνωμοσία της Ρωσίας απέναντι στη Δύση, δηλ. μπροστά της να εμφανίζεται οπαδός της νομιμότητας, ενώ πίσω της να υποκινεί αντιτούρκικα κινήματα και να κουρελιάζει το status quo.
Γράφει σχετικά ο Μαρξ με αρκετή δόση ειρωνείας: <<Η καινούρια εγκύκλιος του κόμη Νέσελροντ δηλώνει ότι (...) “βασική αρχή της πολιτικής του σεπτού αυθέντη μας ήταν πάντοτε η διατήρηση του status quo στην Ανατολή όσο γίνεται περισσότερο”. Ακριβώς. Διατήρησε προσεκτικά την αποσύνθεση του τουρκικού κράτους κάτω από την αποκλειστική φύλαξη της Ρωσίας. Πρέπει να ναγνωρίσουμε ότι ποτέ η Ανατολή δεν τόλμησε να πετάξει ειρωνικότερο έγγραφο στο πρόσωπο της Δύσης (...) Και πράγματι, πρόκειται για έγγραφο που τεκμηριώνει τον εξευτελισμό της Ευρώπης κάτω από το ραβδί της αντεπανάστασης. Οι επαναστάτες μπορούν να συγχαρούν τον τσάρο για το αριστούργημά του>> (σελ. 152-153).
΄Οσο για την “ειλικρίνεια” του Καποδίστρια στην Αυτοβιογραφία του, αρκεί η παράθεση ενός μόνο χωρίου για να καταλάβει ο κάθε καλόπιστος άνθρωπος τη διπροσωπία της ρώσικης διπλωματίας: <<Η Ρωσία ουδεμίαν ήσκει εξουσίαν επί των ανδρών των αποτελούντων την μυστική ταύτην εταιρείαν και δεν ηδύνατο συνεπώς ούτε να τους συλλάβη ούτε να τους θέση υπό επιτήρησιν (σσ: Αλήθεια, ποιος την εμπόδιζε;) ΄Ο,τι ηδύνατο να πράξη, συμφώνως προς τους νομικούς τύπους, θα ήτο να επιστήση την προσοχήν της Πύλης επί των σκευωριών των. Αλλά, γνωρίζων εκ θλιβεράς πείρας τα φοβερά και αιμοβόρα μέτρα δι’ ων η Πύλη θα απήντα εις τοιαύτην προειδοποίησιν, και πεπεισμένος ότι οι εντιμότεροι, οι πλουσιώτεροι και ίσως οι μάλλον ξένοι προς την εταιρείαν ΄Ελληνες θα ήσαν τα πρώτα θύματα της τουρκικής μανίας, ο Αυτοκράτωρ απεφάσισε να μη πράξη τίποτε. “Εις το ζήτημα τούτο ουδέν δυνάμεθα. Ας μείνωμεν αγνοί>> (σελ. 65). Μα τι καλός άνθρωπος αυτός ο Αλέξανδρος! ΄Ηθελε να τους καρφώσει στην Τουρκία, αλλά τους λυπήθηκε τους φουκαράδες και δεν έκανε τίποτα!
Ο Λ. Π. καταλήγει: <<Η ελληνική επανάσταση, παρ’ όλα όσα πιστεύει η ρηχότητα των υποκειμενικών και ιδεαλιστών ιστορικών, ήταν τελικά “κάτι που κανείς δεν το θέλησε και κανείς δεν το πρόβλεψε>>.
Πάντως, ο Καποδίστριας και ο τσάρος και το ήξεραν και το πρόβλεψαν. Το παραπάνω παράθεμα ήταν πολύ χαρακτηριστικό. Αν, για παράδειγμα, ο πρώτος ήθελε να αποτρέψει τους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου από την επανάσταση, όταν πήγε στην Κέρκυρα το 1819 κι αυτοί τον επισκέφθηκαν εκεί, τότε γιατί τους έδωσε “χρηματικάς ενισχύσεις”, αφού υποτίθεται ότι τους είχε πει προηγουμένως <<να μη γεννηθούν στους ομόδοξους εσφαλμένες ιδέες και επικίνδυνες ελπίδες>>
(σελ. 86-87, στο ίδιο); Τα χρήματα είναι υλική στήριξη, δεν είναι λόγια.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και με δύο Σουλιώτες και τον έμπιστο του Πετρόμπεη Καμαρηνό, οι οποίοι τον επισκέφθηκαν στην Πετρούπολη: <<Οι δύο Σουλιώται οι ελθόντες να ζητήσουν χρηματικήν τινα ενίσχυσιν προς συντήρησιν των οικογενειών των συμπατριωτών των, επέτυχον το ζητούμενον υπό τον όρον ότι θα παρέμενον ήσυχοι εκεί όπου ευρίσκοντο (...) Ο κ. Στρόγανωφ, όστις επρόκειτο να παράσχη το χορηγηθέν ποσόν, ενετάλη να προσέξη και βεβαιωθή ότι του βοηθήματος τούτου, ως και του δοθέντος εις τους Σουλιώτας, δεν θα εγίνετο κακή χρήσις, ουδέ θα εκρίνετο τούτο ως μέσον προς ενθάρρυνσιν των Ελλήνων να λάβουν τα όπλα εναντίον της Πύλης. Εγκρίνων τα μέτρα ταύτα ο Αυτοκράτωρ δεν ηγνόει ότι οι ταραξίαι θα προσεπάθουν να τα διαστρέψουν διαδίδοντες ότι η Ρωσσία εμμέσως ηυνόει τα σχέδια της μυστικής Εταιρείας>> (Αυτοβιογραφία, σελ. 96).
Στη σελ. 92 ο Καποδίστριας βγαίνει προφήτης της ελληνικής εξέγερσης σε συνομιλίες του με άγγλους υπουργούς, και μάλιστα αιτία της θεωρεί την αγγλική πολιτική στα Ιόνια: <<Ο στρατηγός Μαίτλαντ μεταχειρίζεται τους συμπατριώτας μου ως Ινδούς. Αλλά ούτοι θα αντιδράσουν και θα έχετε λίαν σοβαράς δυσχερείας εις ην στιγμήν δεν θα το περιμένετε (...) Αι αλήθειαι αύται μικράν προυκάλεσαν εντύπωσιν τότε. Βραδύτερον, ότε τα γεγονότα κατέδειξαν το ορθόν των παρατηρήσεών μου και την ευθύτητα των λόγων μου, εν εκ των μελών της Αγγλικής Κυβερνήσεως είπεν, ότι εγώ είχον προείπει τω 1819 τα γεγονότα του 1821, διότι ταύτα ήσαν έργον ιδικόν μου>> (σσ: Σώπα καημένε!).
Ο Μαρξ γράφει γι’ αυτή την “άγνοια”: <<1819: Οι περισσότεροι προύχοντες του Μοριά Φιλικοί• την ίδια χρονιά ενώνονται μαζί τους οι προύχοντες των νησιών, καλούν πίσω τα πλοία τους και περιμένοντας μιαν προσεχή αναταραχή αναστέλλουν τις εμπορικές τους επιχειρήσεις. Ο κόμης Καποδίστριας, που έμενε στην Κέρκυρα, γνώριζε το μυστικό της Ρωσσίας>> (σελ. 414).

Η εξέγερση στην Ελλάδα

Στο φύλλο 229 υποστηρίζεται η άποψη πως η Φιλική ενδιαφερόταν γενικά για μια εξέγερση στην Ελλάδα κι έβλεπε το πραξικόπημα της Μολδοβλαχίας σαν απλά χρήσιμο αντιπερισπασμό. Τονίζεται ότι ιδιαίτερα η “μετριοπαθής ρωσόφιλη” μερίδα απέβλεπε σε μαζική ελληνική εξέγερση. Γι’ αυτό παρακάτω υποστηρίζεται ότι η επίσημη ρωσική πολιτική συνήργησε στον παραγκωνισμό της Φιλικής από τα πρώτα βήματα της εξέγερσης στην Ελλάδα.
Ακόμη λέγεται πως ο Υψηλάντης, στέλνοντας ταυτόχρονα τον αδελφό του Δημήτριο στην Πελοπόννησο, έδωσε στο κίνημά του χαρακτήρα πανελλήνιας εξέγερσης, κι αυτό οδηγούσε τα ρώσικα σχέδια σε ναυάγιο. Από δω προκύπτει, κατά το συγγραφέα, το ότι ο τσάρος συγκατατέθηκε στη φυλάκισή του από τοους Αυστριακούς, για να τον εμποδίσει να κατέβει στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Είναι φανερό πως η ελληνική εξέγερση θεωρείται σαφώς αντιρώσικη, άρα θετική. Αυτό όμως δεν προκύπτει τόσο από τα ίδια τα γεγονότα όσο και από τις τοποθετήσεις των Μαρξ-΄Ενγκελς. Και, βέβαια, έχει κανείς το δικαίωμα να προβάλλει μια τέτοια άποψη, αλλά δεν είναι σωστό να θεωρείται ότι αυτή η άποψη προκύπτει με βάση τη μαρξιστική θέση για το ανατολικό ζήτημα και το ‘21.
΄Ετσι, η Ιερή Συμμαχία στο συνέδριο του Λάιμπαχ κήρυξε ουδετερότητα απέναντι στην ελληνική εξέγερση, ενώ σ’ όλες τις άλλες επαναστάσεις (Νεάπολης και Πεδεμόντιου στην Ιταλία) πήρε σαφή καταδικαστική θέση, και μάλιστα έστειλε στρατεύματα για να τις καταπνίξει. Στην προσπάθειά του να εξηγήσει ο Λ. Π. πώς έγινε αυτό, αφού ήταν αντιρώσικη η ελληνική εξέγερση, υποστηρίζει ότι αυτό έγινε για να αποφύγουν οι Δυτικοί ρωσική ανάμιξη. Μα, εδώ ακριβώς είναι το ζήτημα: Η ουδετερότητα δε στήριζε, έστω αντικειμενικά, και αποδεχόταν ως νόμιμη την ελληνική εξέγερση; Αν είναι έτσι, τότε δεν πάει περίπατο το περίφημο status quo; Και είναι και το άλλο: Η ουδετερότητα ήταν μέσα στις ρωσικές επιδιώξεις ή ήταν κάτι ενάντια στη θέληση της Ρωσίας; Εδώ πρέπει να πάρει κανείς καθαρή θέση.
Το κύριο δεν ήταν ότι η Δύση προσπάθησε να αποφύγει την ανάμιξη της Ρωσίας, αλλά το ότι η Ρωσία έπρεπε να εμποδίσει την ανάμιξη της Δύσης ενάντια στην ελληνική εξέγερση, ακριβώς γιατί ήταν δική της δουλειά.
Γράφει σχετικά ο ΄Ενγκελς στα 1889: <<Η ελληνική εξέγερση πρόσφερε λοιπόν τη χειρολαβή για να μπορέσει όμως η ρωσσική διπλωματία να την πιέσει με δύναμη, έπρεπε να εμποδιστεί η ανάμιξη της Δύσης, έπρεπε δηλαδή να παραμείνει απασχολημένη με τα εσωτερικά της προβλήματα. Για το σκοπό αυτό είχε προσφέρει λαμπρή προεργασία ο κούφιος λόγος για τη “νομιμότητα”. Οι νόμιμοι κύριοι είχαν γίνει παντού μισητοί πέρα για πέρα (...) Η τσαρική διπλωματία (...) προστάτευε άμεσα τα επαναστατικά στοιχεία της Δύσης μόλις αυτά εμφανίζονταν με το προσωπείο του φιλελληνισμού -και ποιοι άλλοι ήσαν οι Φιλέλληνες, που μάζεβαν χρήματα κι έστελναν ολόκληρα ένοπλα επικουρικά σώματα στην Ελλάδα, αν όχι οι Καρμπονάροι και άλλοι φιλελεύθεροι της Δύσης;
>>΄Ολα αυτά δεν εμπόδισαν τον πεφωτισμένο τσάρο Αλέξανδρο να καλέσει τους νόμιμους συναδέλφους του στα συνέδρια του ΄Ααχεν, του Τρόππαου, του Λάιμπαχ και της Βερόνας, να πάρουν τα πιο ενεργά μέτρα εναντίον των εξεγερμένων υπηκόων τους και να στείλει στα 1821 τους Αυστριακούς στην Ιταλία και στα 1823 τους Γάλλους στην Ισπανία για να καταστείλουν την επανάσταση -κι ακόμα να καταδικάσει φαινομενικά την εξέγερση των Ελλήνων, ενώ ταυτόχρονα την υποκινούσε ο ίδιος κι έβαζε ανθρώπους του να ενθαρρύνουν τους Φιλέλληνες της Δύσης ώστε να διπλασιάσουν τη δραστηριότητά τους. Και πάλι η ηλίθια Ευρώπη πιάστηκε κορόιδο με τρόπο απίστευτο στους ηγεμόνες και στους αντιδραστικούς ο τσάρος κήρυσσε τη νομιμότητα, στους φιλελεύθερους φιλισταίους απελευθέρωση των λαών και διαφωτισμό, και τον πίστευαν κι οι δυο>> (
σελ. 474).
Εξάλλου, το ότι το περίφημο status quo πήγε περίπατο το δηλώνει κι ο ίδιος ο Καποδίστριας στους υπουργούς Εξωτερικών της Συμμαχίας στο Λάιμπαχ: <<Οι συνάδελφοί μας υπουργοί των συμμάχων Δυνάμεων (...) εφαντάζοντο ότι μετ’ ολίγας ημέρας δεν θα εγίνετο πλέον λόγος ούτε περί Τούρκων ούτε περί Ελλήνων και ότι τα πράγματα θα επανήρχοντο εις το status quo ante. “Πολύ θα επεθύμουν κύριοι, τοις απήντησα, να συμμερισθώ την γνώμην σας. Εάν όμως θέλετε την ιδικήν μου, θα σας είπω ότι μόνον μετά εικοσιπενταετίαν θα έχετε την ικανοποίησιν του να μην ακούετε πλέον να γίνεται λόγος περί Ελλήνων και περί Τούρκων• όσον δ’ αφορά εις το status quo, τούτο παρήλθεν ανεπιστρεπτί>> (σελ. 105). Να λοιπόν που ο Καποδίστριας γίνεται προφήτης για δεύτερη φορά! Και πώς να πιστέψει κανείς ότι η Ρωσία, που θεωρούσε τελειωμένο το status quο, που ήταν η πιο αντιδραστική δύναμη απ’ όλες στην Ευρώπη, δεν είχε συμβάλει αποφασιστικά στο να ξεσπάσει η εξέγερση στην Ελλάδα!
Ας αναφερθούμε πάλι στον ΄Ενγκελς: <<Σε πείσμα της διπλωματικής παράδοσης, τούτες οι συνεχείς κι επιτυχείς ρωσικές παρεμβάσεις επιτέλους ξύπνησαν στα υπουργικά συμβούλια της δυτικής Ευρώπης μια πολύ θολή και μακρινή συναίσθηση του επαπειλούμένους κινδύνου. Η συναίσθηση τούτη απέληξε στο μεγάλο διπλωματικό γιατροσόφι ότι η διατήρηση του status quο στην Τουρκία είναι απαραίτητος όρος για την ειρήνη στον κόσμο. Η μεγαλόστομη ανικανότητα μερικών σύγχρονων πολιτικών δε θα μπορούσε να εξομολογηθεί την άγνοια και την ανημπόρια της πιο ξεκάθαρα απ’ ό,τι σε τούτο το αξίωμα, το οποίο, παραμένοντας πάντοτε νεκρό γράμμα, καθαγιάστηκε μέσα σε είκοσι χρόνια από την παράδοση (...) Να διατηρηθεί το status quο! ΄Ομως ακριβώς για να διατηρηθεί το status quο η Ρωσσία υποκίνησε τη Σερβία να επαναστατήσει, έκαμε την Ελλάδα ανεξάρτητη, έκαμε αυτόβουλα τη Μολδαβία και τη Βλαχία προτεκτοράτα της και κατακράτησε ένα μέρος της Αρμενίας! Η Αγγλία και η Γαλλία δεν κινήθηκαν διόλου όταν έγιναν όλα αυτά>> (σελ. 115).

Για τη ναυμαχία του Ναβαρίνου

΄Ομως, όπως λέει ο ΄Ενγκελς στο ίδιο άρθρο, <<παρ’ όλα αυτά η φιλάνθρωπη πολιτική του τσάρου, η οποία με πρόσχημα την απελευθέρωση των χριστιανών Ελλήνων από το μωαμεθανικό ζυγό προσπαθούσε να πάρει η ίδια τη θέση των Μωαμεθανών, δεν έκανε τις επιθυμητές προόδους (...) Ο πόλεμος στην Ελλάδα παρατεινόταν με εναλλασσόμενες επιτυχίες, ενώ απέτυχαν όλες οι προσπάθειες της Ρωσσίας να εισβάλει με υψηλή ευρωπαϊκή συναίνεση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες κι έτσι να εξαναγκάσει τους Τούρκους σε συνθηκολόγηση. Τότε, στα 1825, οι Τούρκοι πήραν αιγυπτιακή βοήθεια οι ΄Ελληνες νικήθηκαν παντού κι η εξέγερση σχεδόν καταπνίγηκε. Η ρωσσική πολιτική στεκόταν μπροστά ή σε μιαν ήττα ή σε μιαν τολμηρή απόφαση>> (σελ. 475).
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ τη θέση του Λ. Π. ότι η Ρωσία είχε συμφέρον από την άγονη παράταση του ελληνικού αγώνα μέχρι που η διάλυση του σώματος των γενιτσάρων από το σουλτάνο να της προσφέρει την ευκαιρία ρωσοτουρκικού πολέμου -θέση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την παραπάνω άποψη του ΄Ενγκελς).
Ας αφήσουμε όμως τον ΄Ενγκελς να συνεχίσει: <<Με το Νικόλαο ανέβηκε στο θρόνο ο καλύτερος τσάρος που θα μπορούσε να ευχηθεί η διπλωματία (...) Τώρα ακολουθήθηκε πολιτική πιο αποφασιστική κι έγινε ο πόλεμος εναντίον της Τουρκίας χωρίς ν’ αναμιχθεί η Ευρώπη. ΄Ετσι, η Αγγλία με φιλελεύθερες κενολογίες και η Γαλλία με τις παραπάνω υποσχέσεις εξωθήθηκαν καταμεσίς σε περίοδο ειρήνης να χτυπήσουν με τους στόλους τους, ενωμένους με το ρωσσικό, και να καταστρέψουν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο Ναβαρίνο στις 20 Οκτωβρίου 1827>> (σελ. 476).
Τι υποστηρίζει ο Λ. Π. στο σημείο αυτό; Δέχεται την άποψη του Γ. Ασπρέα, ο οποίος έχει γράψει ότι <<Εις την Ρωσσικήν πολιτικήν δεν συνέφερε γεγονός της εκτάσεως του Ναυαρίνου. Η εξασφάλισις της πολιτικής ελευθερίας των Ελλήνων ώφειλε να απορρεύση από των Ρωσσικών όπλων, διότι ούτω μόνον ήθελε θεμελιωθή εις τας αντιλήψεις των Ελλήνων ρωσσική επιρροή>> (φύλλο αρ. 229). Παράλληλα, στο φύλλο αρ. 230 υποστηρίζεται, πάλι με βάση τον Ασπρέα, ότι ο Καποδίστριας <<δεν είχεν ιδή με ευμενές όμμα την ναυμαχίαν του Ναυαρίνου>>. Δηλαδή, το Ναβαρίνο ήταν αντιρώσικο; Μια σύγκριση με τα παραπάνω νομίζουμε πως είναι συντριπτική.
Ακόμα υποστηρίζεται πως ο Καποδίστριας έβλεπα ύποπτα την εκστρατεία των Γάλλων στην Πελοπόννησο, ενώ ο ΄Ενγκελς γράφει πως <<αν η Αγγλία γρήγορα αποτραβήχτηκε (σσ: μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου), η Γαλλία των Βουρβώνων έμεινε πιστή. Ενώ ο τσάρος κήρυσσε τον πόλεμο στους Τούρκους και τα στρατεύματά του περνούσαν τον Προύθο στις 6 Μαΐου 1828, 15000 Γάλλοι στρατιώτες ετοιμάζονταν να μπουν στα πλοία για την Ελλάδα, όπου και αποβιβάστηκαν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο. Αυτή ήταν αρκετή προειδοποίηση για την Αυστρία να μην πλευροκοπήσει τη ρωσική προέλαση προς την Κωνσταντινούπολη: η συνέπεια θα ήταν πόλεμος με τη Γαλλία τότε άρχισε να ισχύει η ρωσσογαλλική συμμαχία που, για τον ένα, στόχο είχε την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, ενώ, για τον άλλο, την αριστερή όχθη του Ρήνου>> (σελ. 476).
Η ναυμαχία του Ναβαρίνου, λοιπόν, αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία της ρώσικης διπλωματίας: αυτή το επιδίωξε κι αυτή το οργάνωσε και παρέσυρε και τις άλλες δύο Δυνάμεις στη γραμμή της. Στις οδηγίες του ρώσου υπουργού Εξωτερικών Νέσελροντ προς τον πρεσβευτή του στην Αγγλία Λίβεν (29-9-1826) έγραφε: <<Θα ήταν απαραίτητο, από τη μια μεριά, να συνεργαστούμε στέλνοντας προξενικές αρχές στην Ελλάδα για την οργάνωση αυτής της χώρας (...), να αυξήσουμε τα μέσα και τις πιθανότητες επιτυχίας του αγώνος της, (...) και να επιμείνουμε στο σχηματισμό πραγματικά ισχυρής κυβερνήσεως (ειρήσθω εδώ εν παρόδω ότι ο Λ. Π. συνεχώς αναφέρεται σε αντίθεση της Ρωσίας στο να σχηματιστεί ισχυρή κεντρική εξουσία στην Ελλάδα, γιατί αυτό θα οδηγούσε σε πλήρη ανεξαρτησία από την Πύλη, κάτι που δεν το ήθελε, κατά τη γνώμη του, η Ρωσία). Από την άλλη μεριά, το κύριο μέλημά μας θα έπρεπε να είναι να παραλύσουμε την υποστήριξη που ο πασάς της Αιγύπτου προσφέρει στην Πύλη>>. Και του δίνει την εντολή να πιέσει τον Κάνινγκ για την αποστολή κοινού στόλου ώστε να αποκλειστεί ο στρατός του Ιμπραήμ. Και καταλήγει: <<Η ιδέα αυτή εξάλλου είναι πρακτικώς εύκολα πραγματοποιήσιμη, σίγουρα θα είναι αποτελεσματική και μπορεί να εφαρμοστεί με μια κοινή επιχείρηση των στόλων όλων των Δυνάμεων που συνεργάζονται για την ειρήνευση της Ελλάδας>> (από την Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, τόμος ΙΒ΄, σελ. 437). Και σε οδηγίες του ίδιου προς τον πρεσβευτή (9-1-1827): <<Τα πραγματικά εξαναγκαστικά μέτρα στα οποία αποδίδουμε σημασία είναι να ενωθούν οι ναυτικές μοίρες με σκοπό την παρεμπόδιση εισόδου τουρκικών ή αιγυπτιακών ενισχύσεων ανδρών, όπλων, πλοίων και πολεμοφοδίων στην Πελοπόννησο ή στο Αρχιπέλαγος (...) Αν ο κύριος Κάνινγκ (σσ: υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας) αρνηθεί μια συνθήκη σύμφωνη με τις επιθυμίες μας, (...) να επιστήσετε την προσοχήν του στο τρίτο άρθρο του πρωτοκόλλου της 4ης Απριλίου (πρόκειται για το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, υπαγορευμένο από τη Ρωσία στην Αγγλία), υποδεικνύοντάς του ότι σύμφωνα με αυτό τα συμβαλλόμενα μέρη διατηρούν το δικαίωμα (...)να εκμεταλλεύονται κάθε ευνοϊκή ευκαιρία, για να παρακινήσουν το Διβάνι να αποδεχτεί τις συμφωνίες για την αποκατάσταση της ειρήνης στην Ελλάδα>> (στο ίδιο, σελ. 461).
Και μετά όμως την αγγλική υποχώρηση στις ρώσικες απαιτήσεις, οι οδηγίες της αγγλικής κυβέρνησης στον άγγλο ναύαρχο Κόδριγκτον ήταν σαφείς: <<Πρέπει να μεταχειρισθήτε εξαιρετική προσοχή, ώστε τα μέτρα που θα λάβετε κατά του οθωμανικού ναυτικού να μην καταλήξουν σε εχθροπραξίες. Η ακριβής επιδίωξη των τριών Δυνάμεων είναι να παρεμβληθούν σαν ειρηνοποιοί (...) Κάθε εχθρική διαδικασία θα αντέβαινε στον ειρηνικό ρόλο που επιθυμούν να διατηρήσουν>> (στο ίδιο, σελ.642). Γι’ αυτό ο άγγλος βασιλιάς Γεώργιος Δ΄ σε σχετικό λόγο του καταδικάζει (κατόπιν εορτής βέβαια) τη ναυμαχία: <<Η Αυτού Μεγαλειότης θρηνεί διότι η εν λόγω σύγκρουσις εγένετο με τα ναυτικάς δυνάμεις παλαιού συμμάχου. Εν τούτοις ακόμη διατηρεί μετ’ εμπιστοσύνης την ελπίδα ότι το δυσάρεστον τούτο γεγονός δεν θα το ακολουθήσουν άλλαι εχθροπραξίαι>>. Και ο υπουργός ναυτικών της Γαλλίας Σαβρόλ προς το Γάλλο ναύαρχο Δεριγνί: <<Ημείς δ’ αυτοί ηθελήσαμεν ν’ αποφύγωμεν την διάλυσιν της οθωμανικής αυτοκρατορίας και ίσως ίσως την επεσπεύσαμεν>>.
Πιο χαρακτηριστική όμως απ’ όλες είναι η επιστολή του τσάρου Νικόλαου Α΄ προς τον Κόδριγκτον: <<Κατηγάγατε μίαν νίκην, Κύριε Αντιναύαρχε, δια την οποίαν η πεπολιτισμένη Ευρώπη σας οφείλει διπλήν ευγνωμοσύνην (...) Εφεξής, το όνομά σας ανήκει εις την ιστορίαν (...) Θεωρώ εν τούτοις εμαυτόν υποχρεωμένον να σας παράσχω λαμπρόν δείγμα της ευγνωμοσύνης και της εκτιμήσεως ην ενεπνεύσατε εν Ρωσία και επί τοιούτω τέλει σας αποστέλλω το παράσημον του στρατιωτικού τάγματος του Αγίου Γεωργίου>>! Γι’ αυτό και στη Ρωσία έγινε ενθουσιώδης υποδοχή του γεγονότος, ενώ στην Αγγλία ο Κόδριγκτον παύτηκε από την αρχηγία του στόλου της Μεσογείου! Τόσο πολύ ήθελε η Ρωσία το Ναβαρίνο και τόσο πολύ ήταν ενάντια στα συμφέροντα της Αγγλίας.

Ανεξαρτησία από την Τουρκία ή υποτέλεια στο σουλτάνο;

Στα 4 άρθρα, και ιδιαίτερα στα δύο τελευταία, είναι διάχυτη η αντίληψη του συγγραφέα ότι η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ήταν αποτέλεσμα τόσο της μακρόχρονης πάλης του ελληνικού λαού όσο και αγγλικών πιέσεων προς τη Ρωσία, η οποία, δήθεν, δεν ήθελε πλήρη ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους από την Τουρκία, αλλά απλή αυτονομία από το σουλτάνο. ΄Αρα το νεοελληνικό κράτος, λογικά, πρέπει να ήταν αντιρώσικης κατεύθυνσης. Γι’ αυτό γίνεται λόγος για ήττα της ρωσική πολιτικής στο συγκεκριμένο ζήτημα (φύλλο αρ. 230, σελ. 5).
Αυτή η άποψη ωστόσο δεν ακολουθείται με συνέπεια. Κι αυτό φαίνεται όταν αμέσως παρακάτω υποστηρίζεται ότι <<η ήττα όμως της τσαρικής Ρωσίας στο ελληνικό ζήτημα ήταν μονάχα τακτική. Γιατί και η ανεξαρτησία επίσης αποδείχτηκε πως εξυπηρετούσε, σε τελευταία ανάλυση, τα ρωσικά σχέδια προσάρτησης στην Ανατολή, αν και, εννοείται, όχι τόσο ικανοποιητικά όσο η απλή αυτονομία και η εξάρτηση από την Πύλη>>.
Νομίζουμε πως εδώ επιχειρείται μια σύγχυση: Δεν είναι δυνατόν να είναι ταυτόχρονα και ήττα και νίκη. ΄Η το ένα ή το άλλο. Γιατί, αν, “σε τελευταία ανάλυση”, και με την ανεξαρτησία η Ρωσία καταφέρνει να φτάσει, έστω και μακροπρόθεσμα, στον ποθητό σκοπό του διαμελισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τότε προς τι <<ο τσαρισμός είχε καταπολεμήσει αδιάλλακτα κάθε τι το φιλοδυτικό, το προοδευτικό και αληθινά επαναστατικό στην ανταρσία, στη στάση του ’21>>, όπως γράφεται; Δηλαδή πάλεψε με λύσσα για ένα δευτερεύον ζήτημα, για μια διαφορά ποσότητας και όχι ποιότητας; Γιατί αυτό υπαινίσσεται η τοποθέτηση περί τακτικής, και μόνο, νίκης: ΄Οτι είτε έτσι είτε αλλιώς η Ρωσία θα έβγαινε κερδισμένη. ΄Ετσι όμως αντικρούεται όλη η ανάλυση του ίδιου του συγγραφέα, που και στα 4 άρθρα πασχίζει να πείσει ότι η ανεξαρτησία ήταν φιλοδυτικού προσανατολισμού, άρα αντικειμενικά αντιρώσικη και, κατά συνέπεια, θετική για την ευρωπαϊκή επανάσταση.
Και είναι να αναρωτιέται κανείς: Τόσος κόπος από τη ρώσικη διπλωματία, τόσες μηχανορραφίες, τέτοιο παιχνίδι με τις εσωτερικές ανάμεσα στις δυτικές Δυνάμεις αντιθέσεις, κι όλ’ αυτά για να πετύχει κάτι που, σε τελευταία ανάλυση, θα το πετύχαινε έτσι κι αλλιώς; Τότε γιατί ετοίμαζε ως μελλοντικό κυβερνήτη τον Καποδίστρια τόσα χρόνια και του έδωσε εκείνη την περιβόητη “άδεια άνευ αποδοχών” μακράς διαρκείας, όπως δέχονται άλλωστε τα 4 άρθρα; Για ένα δευτερεύον ζήτημα;
Νομίζουμε, λοιπόν, πως εδώ πρέπει να πάρει κανείς ξεκάθαρη θέση: η ανεξαρτησία (εννοείται μόνο από την Τουρκία) ή ήταν χοντρή ήττα της Ρωσίας και έξω από τους σχεδιασμούς και τη θέλησή της ή ήταν χοντρή νίκη της Ρωσίας και την επιδίωξε από την πρώτη στιγμή. Ας μην πατάμε σε δυο βάρκες.
Εμείς θα καταφύγουμε για μια ακόμα φορά στο μαρξισμό. Γράφει λοιπόν ο ΄Ενγκελς στα 1853: <<Ποιος έκρινε τον αγώνα , όταν εξεγέρθηκαν οι ΄Ελληνες; ΄Οχι βέβαια οι συνωμοσίες κι οι ξεσηκωμοί του Αλή πασά στα Γιάννενα, όχι βέβαια η ναυμαχία του Ναβαρίνου, όχι βέβαια η παρουσία του γαλλικού στρατού στο Μοριά ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, παρά ο Ντίμπιτς, που προέλασε με το ρωσσικό στρατό ίσαμε την κοιλάδα της Μαρίτσας, περνώντας τον Αίμο. Κι ενώ η Ρωσσία άρχιζε, έτσι, άφοβα το διαμελισμό της Τουρκίας, οι Δυτικοί διπλωμάτες συνέχιζαν να εγγυούνται και να θεωρούν ιερό το status quo και το απαραβίαστο του οθωμανικού εδάφους!>> (σελ. 120).
Και ο Μαρξ: <<Χάρη στις περιπλοκές, οι οποίες πρόκυψαν απ’ όλες αυτές τις απάτες και τα ψέματα, η Ρωσσία βρήκε τελικά την πρόφαση ν’ αρχίσει τον πόλεμο του 1828 και 1829. Ο πόλεμος αυτός τελείωσε με τη συνθήκη της Αδριανούπολης, το περιεχόμενο της οποίας συνοψίστηκε στις παρακάτω περικοπές (...): “Αφού με τη συνθήκη αυτή (ο τσάρος) επέβαλε στην Τουρκία την αποδοχή του πρωτοκόλλου της 22ας Μαρτίου, που όριζε ότι (ο σουλτάνος θα είχε)την επικυριαρχία πάνω στην Ελλάδα και (θα έπαιρνε) έναν ετήσιο φόρο υποτελείας από τη χώρα αυτή, η Ρωσία χρησιμοποίησε όλη της την επιρροή για να πετύχει την ανεξαρτησία της Ελλάδας αυτή έγινε ανεξάρτητο κράτος με κυβερνήτη τον Καποδίστρια, πρώην Ρώσσο υπουργό”. Αυτά είναι τα γεγονότα>> (σελ. 217-218).

Αντί για επίλογο
Δε μας έφτασε ο χώρος αυτού του φύλλου για να παραθέσουμε και άλλες πηγές, πιο ειδικές και άλλα πιο ειδικά γεγονότα της εποχής του ‘21, που αποδείχνουν τον ολοκληρωτικά πλαστό πολιτικό χαρακτήρα των ισχυρισμών του Καποδίστρια στο “μνημόνιό του” ότι η Ρωσία ήταν δήθεν αντίθετη με την επανάσταση του ’21.
Περισσότερο όμως λείπει από αυτήν εδώ την απάντησή μας η εσωτερική πλευρά του ‘21 και η αναφορά στις πολιτικές και στις στρατιωτικές δυνάμεις, καθώς και στις μεθόδους που χρησιμοποίησε ο τσαρισμός για την εξέγερση και την κυριαρχία του στην Ελλάδα. Τέλος, ο ισχυρισμός του συγγραφέα στο τέλος του τέταρτου άρθρου ότι το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια δεν μπορούσε ποτέ να λυθεί από το “αστικό εθνικό κράτος”, αλλά μόνο από μία “βαλκανική ομοσπονδιακή δημοκρατία”, θα χρειαστεί μία πρώτη απάντηση.
Πιστεύουμε ότι θα μας δοθεί η ευκαιρία να καλύψουμε αυτές μας τις ελλείψεις στα πλαίσια αυτής της συζήτησης που ξεκίνησε μ’ αυτά τα άρθρα πάνω στο ’21 στη Νέα Ανατολή.
Μ’ αυτή την παρατήρηση του Μαρξ, ότι η ανεξαρτησία της Ελλάδας είναι μία επιτυχία της ρώσικης διπλωματίας, τελειώνουμε αυτό μας το άρθρο κριτικής στην ανάλυση που έκανε από τα φύλλα της ΝΑ ο Λύσανδρος Παπανικολάου για το ρόλο της Ρωσίας το ’21.

Σε γενικές γραμμές, η κριτική μας στηρίχθηκε στη θέση των Μαρξ-΄Ενγκελς για το ’21 και την ανάλυσή τους για το Ανατολικό Ζήτημα και απόδειξε, πιστεύουμε, ότι η θέση του συγγραφέα βρίσκεται σε μετωπική διάσταση με αυτή τη θέση και αυτή την ανάλυση.