Ο ΤΣΑΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟ 19Ο ΑΙΩΝΑ
(β΄ μέρος)
του Λύσανδρου Παπανικολάου
Το ανατολικό ζήτημα μετά τη γαλλική επανάσταση
Στο προηγούμενο άρθρο μνημονεύσαμε τους χρησμούς του Αγαθάγγελου,
του καλόγερου που προφήτευε δήθεν ότι η «αγία Ρωσία» θα απελευθέρωνε τους χριστιανούς
ραγιάδες του σουλτάνου από τον τουρκικό ζυγό. Στην πραγματικότητα ο ρώσικος
τσαρισμός θα χρησιμοποιούσε την απελευθέρωση των ραγιάδων σαν πρόσχημα για να
πλευροκοπήσει όχι μόνο την οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και την ευρωπαϊκή επανάσταση
του 19ου αιώνα, που την αφετηρία της αποτελούσε η μεγάλη γαλλική ανατροπή. Γιατί
πραγματικά η γαλλική επανάσταση άλλαξε άρδην τους όρους του ανατολικού ζητήματος.
Το 1853 σ΄ ένα άρθρο του για την Τουρκία ο Ένγκελς φώτισε άπλετα
την εσωτερική αιτιακή σχέση της ευρωπαϊκής επανάστασης με το ανατολικό ζήτημα.
Αφιερώνουμε την κυριότερη παράγραφο του άρθρου αυτού, που έχει μεθοδολογική
σημασία για τη μελέτη και την έρευνα όλου του προβλήματος, στους «εκ δεξιών»
και «εξ ευωνύμων» ρωσόδουλους υμνητές του τσαρισμού:
«Όποτε καταλαγιάζει για μια στιγμή ο επαναστατικός σίφουνας, είναι σίγουρο
ότι θα προβάλει ξανά ένα ζήτημα που αδιάκοπα επανέρχεται: το αιώνιο «ανατολικό
ζήτημα». Έτσι, όταν είχαν περάσει οι καταιγίδες της πρώτης γαλλικής
επανάστασης κι ο Ναπολέοντας με τον Αλέξανδρο της Ρωσίας είχαν μοιράσει ανάμεσα
τους ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη μετά την ειρήνη του Τιλσίτ, ο Αλέξανδρος
επωφελήθηκε από τη στιγμιαία γαλήνη για να στείλει μια στρατιά να προελάσει
μέσα στην Τουρκία και να «δώσει ένα χεράκι» στις δυνάμεις που αποδιοργανώνουν
από τα μέσα τούτη την παρακμάζουσα αυτοκρατορία. Και πάλι, ακόμα δεν είχαν καλά-καλά
καταπνιγεί τα επαναστατικά κινήματα της δυτικής Ευρώπης από τα συνέδρια του
Λάιμπαχ και της Βερόνας, όταν ο διάδοχος του Αλέξανδρου, ο Νικόλαος, κατάφερε
κι άλλο χτύπημα στην Τουρκία. Όταν, λίγα χρόνια αργότερα, η επανάσταση του Ιούλη,
με τις συνακόλουθες εξεγέρσεις στην Πολωνία, στην Ιταλία και στο Βέλγιο, είχε
πια καμφθεί, ενώ η Ευρώπη, όπως αναδιαρθρώθηκε στα 1831, φαινόταν πια να μην
αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο εσωτερικών θυελλών, το ανατολικό ζήτημα κόντεψε
στα 1840 να εμπλέξει τις «Μεγάλες Δυνάμεις» σε γενικό πόλεμο. Και τώρα που η
μυωπία των κυρίαρχων πυγμαίων καυχιέται ότι απελευθέρωσε καλότυχα την Ευρώπη
από τους κινδύνους της αναρχίας και της επανάστασης, ξεπροβάλλει και πάλι το
αιώνιο θέμα, η αδιάλειπτη δυσκολία: τι θα κάνουμε με την Τουρκία;»
Είναι αλήθεια, για να παρακολουθήσουμε από την αρχή την αλληλουχία των γεγονότων,
ότι η υπερπόντια εκστρατεία του Βοναπάρτη στην Αίγυπτο, που αποτελούσε σουλτανική
κτήση, οδήγησε την Τουρκία στους κόλπους του δεύτερου αντιγαλλικού συνασπισμού,
στο πλευρό του προαιώνιου εχθρού της, της Ρωσίας, και ο ενωμένος ρωσοτουρκικός
στόλος έδιωξε, όπως ξέρουμε, τους «άθεους Γάλλους» από τα Εφτάνησα. Η διαταραχή
όμως των γαλλοτουρκικών σχέσεων αποδείχτηκε παροδική και ακριβώς κάτω από την
επίδραση της γαλλικής επανάστασης εγκαινιάστηκαν στην Τουρκία οι στρατιωτικοδιοικητικές
μεταρρυθμίσεις, που έτειναν να τη μετατρέψουν σε κοσμικό συγκεντρωτικό κράτος.
Η ρωσοτουρκική συμμαχία ωστόσο, πεθαίνοντας, άφησε πίσω της το φαρμακερό της
κεντρί: τη μετατροπή των Ιόνιων νησιών, που τυπικά είχαν περάσει κάτω από την
επικυριαρχία του σουλτάνου, σε ρώσικο προτεκτοράτο – πράγμα που, ας ειπωθεί
σε παρένθεση, όξυνε προσωρινά τις αντιθέσεις της Ρωσίας με την Αγγλία
στη Μεσόγειο και με την Αυστρία στην Αδριατική.
Στο μεταξύ οι «αιμοδιψείς μεταρρυθμίσεις της Πύλης», όπως θα τις χαρακτήριζε
με αποτροπιασμό ο ρώσος πρεσβευτής στο Παρίσι, που αμφισβητούσαν έμπρακτα το
πατροπαράδοτο δικαίωμα των τσάρων να επεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις του
τουρκικού κράτους, σκόνταψαν στη λυσσαλέα αντίδραση της Ρωσίας. Γιατί φυσικά
η μετατροπή της θεοκρατικής οθωμανικής αυτοκρατορίας σε κοσμικό
κράτος θα αφαιρούσε από τον τσαρισμό το δικαίωμα προστασίας των ορθόδοξων χριστιανών
της Ανατολής, που το είχε σφετεριστεί παρερμηνεύοντας τη συνθήκη του Κιουτσούκ
Καϊναρτσίκ. Για να ανακόψει λοιπόν τις προοδευτικές γραφειοκρατικές μεταρρυθμίσεις
των σουλτάνων η Ρωσία εκμεταλλευόταν τον αναβρασμό των τάξεων του χριστιανικού
πληθυσμού, που θίγονταν περισσότερο απ΄ αυτές, όπως ήταν ο κλήρος, οι άρχοντες
και οι στρατιωτικοί αρχηγοί. Πολλά χρόνια αργότερα ο Ένγκελς θα γράψει για το
ζήτημα αυτό: «Η σέρβικη εξέγερση του 1804 και η ελληνική ανταρσία του 1821
υποκινήθηκαν λίγο-πολύ άμεσα από το ρώσικο χρυσάφι και τη ρώσικη επιρροή, κι
όποτε κάποιος τούρκος πασάς σήκωνε το λάβαρο της ανταρσίας ενάντια στην κεντρική
κυβέρνηση, πάλι ποτέ δεν έλειπαν οι ρωσικές μηχανοραφίες και τα ρώσικα χρήματα».
Αυτός πάντως ήταν ο λόγος που το 1805, όταν σχηματιζόταν από την Αγγλία, τη
Ρωσία και την Αυστρία ο τρίτος αντιγαλλικός συνασπισμός, ο γάλλος υπουργός εξωτερικών
πρίγκιπας Ταλεϋράνδος με εντολή του Ναπολέοντα συνιστούσε στον Αλή Πασά: «Πρέπει
να καταβληθή πάσα προσπάθεια όπως υποταχθώσιν οι Σέρβοι και συγκρατηθώσιν εν
υποταγή οι Έλληνες, οίτινες είναι ο αληθής επικουρικός στρατός της Ρωσίας».
Και πραγματικά, μολονότι η σέρβικη εξέγερση του Καραγεώργη προκλήθηκε άμεσα
από τις αυθαιρεσίες των γενιτσάρων στο σαντζάκι του Βελιγραδίου και σαν τέτοια
είχε αρχικά την υποστήριξη του σουλτάνου, στη συνέχεια στράφηκε απευθείας εναντίον
του και αντίστοιχα προσανατολίστηκε εξωτερικά από την Αυστρία,
που συγκέντρωνε τις προτιμήσεις των πιο αστικοποιημένων στοιχείων του σέρβικου
πληθυσμού, προς την «ομόδοξη Ρωσία».
Η τελευταία βρισκόταν από το 1806 σε πόλεμο με την Τουρκία, με αφορμή την καθαίρεση
του ρωσόφιλου ηγεμόνα της Βλαχίας Κ. Υψηλάντη, που υπόθαλπε την ανταρσία των
Σέρβων, από το σουλτανικό Ντιβάνι. Αλλά μόνο μετά τη γαλλορωσική συνθήκη του
1807 ο τσάρος απόκτησε πλήρη ελευθερία κινήσεων απέναντι στην Τουρκία. Γιατί
ο Ναπολέων κατάστρωνε μαζί με τον Αλέξανδρο της Ρωσίας σχέδια διαμελισμού της
οθωμανικής αυτοκρατορίας, που δε συμμετείχε στο λεγόμενο ηπειρωτικό
σύστημα, δηλ. στον αποκλεισμό των αγγλικών εμπορευμάτων από ην ευρωπαϊκή
αγορά, που έχει επιβάλει ο γάλλος αυτοκράτορας. Τελικά όμως εκείνη που διαμελίστηκε
τότε δεν ήταν η Τουρκία, αλλά η Σουηδία, που έδειχνε επίσης τάσεις ανεξαρτητοποίησης
από τη ναπολεόντεια Γαλλία. Γιατί, όπως συνήθως, ο πόλεμος κατά της Τουρκίας
συνδυαζόταν με πόλεμο και κατά της Σουηδίας. Στο τέλος του ρωσοσουηδικού αυτού
πολέμου ολόκληρη η Φινλανδία αποσπάστηκε από τη Σουηδία και
ενσωματώθηκε στη Ρωσία σαν «ανεξάρτητο συνταγματικό βασίλειο», που όμως βρισκόταν
σε «προσωπική ένωση» με τη Ρωσία: δηλαδή ο αυτοκράτορας της Ρωσίας ήταν ταυτόχρονα
«συνταγματικός μονάρχης» της «ανεξάρτητης» Φινλανδίας κι αυτό αρκούσε φυσικά
για να μετατραπεί η Φινλανδία σε ρώσικη σατραπεία.
Έτσι η Φινλανδία ήταν η Μολδοβλαχία του βορρά και η Μολδοβλαχία ήταν η Φινλανδία
του νότου. Μόνο που η εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία το 1812 εμπόδισε τον
τσαρισμό να δοκιμάσει τη φινλανδική συνταγή του και στη Μολδοβλαχία. Το πρόβλημα
του Ναπολέοντα με τη Ρωσία ήταν ότι οι φιλελεύθεροι ρώσοι ευγενείς, που ερωτοτροπούσαν
με τις «γαλλικές ιδέες», είχαν οικονομικές συναλλαγές κυρίως με την Αγγλία και
συνεπώς ζημιώνονταν σοβαρά από τον ευρωπαϊκό αποκλεισμό, ενώ οι αντιδραστικοί,
που εύχονταν να βουλιάξει το «καταραμένο νησί», όπως αποκαλούσε ο στρατάρχης
Κουτούζοφ την Αγγλία, μισούσαν θανάσιμα τα ιδανικά της γαλλικής επανάστασης
και έβλεπαν το στρατιωτικό δικτάτορα της Γαλλίας σαν «έφιππο Ροβεσπιέρο»!
Οπωσδήποτε η εισβολή του Ναπολέοντα ανάγκασε τη Ρωσία να υπογράψει εσπευσμένα
τη συνθήκη του Βουκουρεστίου με την Τουρκία, εγκαταλείποντας τους Σέρβους προστατευομένους
της στα αντίποινα των Τούρκων. Στο μεταξύ όμως για 5 ολόκληρα χρόνια ο «ορθόδοξος
στρατός» είχε επιβάλει στις παραδουνάβιες χώρες καθεστώς στυγνής στρατιωτικής
κατοχής, που αποτελεί «λευκή σελίδα» της ρωσικής και μια από τις πιο μελανές
σελίδες της ρουμανικής ιστορίας. Ακόμα και ο συνένοχος των Ρώσων Κων. Υψηλάντης,
που ονειρευότανε να ενώσει τη Μολδαβία και τη Βλαχία κάτω από το σκήπτρο του,
εκτοπίστηκε στα ενδότερα της Ρωσίας. Από τότε ο «Μοσχοβίτης», ο Μουσκάλ,
έγινε πολύ πιο μισητός από τους Τούρκους στο ρουμανικό λαό, που το ιστορικό
του παρελθόν και τα υλικά του συμφέροντα τον συνέδεαν μάλλον με την Ουγγαρία
και την Αυστρία παρά με την «ομόδοξη» Ρωσία.
Ήδη όμως η πτώση του Ναπολέοντα ανύψωσε τον τσάρο σε «βασιλιά των βασιλιάδων»,
όπως τον εξυμνούσαν οι οπαδοί της παλινόρθωσης των Βουρβόνων στη Γαλλία. «Η
Ρωσία-θα έγραφε ο ρώσος διανοητής Β.Γ. Μπελίνσκι-αποφάσισε για τις τύχες του
σημερινού κόσμου, «γκρεμίζοντας στο βάραθρο το είδωλο που βάραινε πάνω στα βασίλεια»,
κι αφού πήρε τη θέση που της ανήκει δικαιωματικά στην Ευρώπη, ανάμεσα στα κράτη
πρώτης γραμμής, κρατάει σήμερα τη μοίρα του κόσμου μετέωρη μέσα στους δίσκους
της ζυγαριάς». Πραγματικά, ο ρώσος αυτοκράτορας, που πέτυχε να εφαρμόσει
στην Πολωνία του συνεδρίου της Βιέννης τη συνταγή της Φινλανδίας, φιλοδοξούσε
να λύσει και το «απεχθές ανατολικό ζήτημα» κυριεύοντας το Τσάριγκραντ,
δηλ. την Κωνσταντινούπολη, το «κλειδί του σπιτιού μας», όπως του άρεσε να την
αποκαλεί. Πριν απ΄ όλα λοιπόν ο τσαρισμός βοήθησε τους Σέρβους να αποσπάσουν
κάποια ημιαυτονομία από την Πύλη, με τη διανομή της εξουσίας ανάμεσα στον πασά
του Βελιγραδίου και στο σέρβο ομπορκνιέζ («επιτηρητή») Μιλός Ομπρένοβιτς που
ήταν ο ευνοούμενος της Ρωσίας. Ο αμέσως επόμενος στόχος της τσαρικής διπλωματίας
ήταν η αναθεώρηση της συνθήκης του Βουκουρεστίου και η ενίσχυση του ρόλου της
Ρωσίας στο διορισμό των οσποδάρων, ως την επιβολή ρωσοτουρκικής συγκυριαρχίας
στις υποτελείς του σουλτάνου παραδουνάβιες ηγεμονίες. Και για να πιέσει την
τούρκικη πλευρά, που αντιδρούσε στις σχετικές διαπραγματεύσεις, η μοσχοβίτικη
πολιτική απεργαζόταν ένα πραξικόπημα στη Μολδοβλαχία, που θα έδινε την ευκαιρία
στον τσαρισμό να επέμβει για την αποκατάσταση της τάξης που ο ίδιος θα είχε
διασαλεύσει! Η ραδιουργία όμως αυτή δεν μπορούσε ποτέ να βασιστεί στον εγχώριο
πληθυσμό, που έπνεε μένεα, όπως είπαμε, κατά της Ρωσίας, αλλά μοναδικά στους
Ελληνοφαναριώτες του τόπου, που τους εχθρεύονταν όλες οι τάξεις. Έτσι για το
δόλιο αυτό εγχείρημα αξιοποιήθηκε μι μυστική ελληνική οργάνωση, που είχε επωαστεί
σε ρωσικό έδαφος κάτω από τη φτερούγα του τσάρου – η Φιλική Εταιρεία.
Το ανατολικό ζήτημα στις παραμονές της ελληνικής επανάστασης
Εκείνο λοιπόν που είχε τη μεγαλύτερη σημασία για τη Ρωσία,
μετά την αποκατάσταση της ευρωπαϊκής ειρήνης, ήταν να επωφεληθεί από τη νεοαποκτημένη
επικυριαρχία της στην ηπειρωτική Ευρώπη για να προωθήσει τις θέσεις της προς
την «πόλη των τσάρων», την Κωνσταντινούπολη, «που κάθε μουζίκος τη θεωρούσε
σαν πραγματική μητρόπολη της θρησκείας του και του έθνους του» (Ένγκελς). «Για
το σκοπό αυτό-θα γράψει ο Ένγκελς-είχε τη δυνατότητα να βάλει σ΄ ενέργεια τρεις
μοχλούς: τους Ρουμάνους, τους Σέρβους και τους Έλληνες. Οι Έλληνες ήσαν το ευχρηστότερο
στοιχείο. Ήσαν εμπορικός λαός, και οι έμποροι υπέφεραν περισσότερο από την καταπίεση
των Τούρκων πασάδων».
Και πραγματικά η μυστική οργάνωση, που θα προετοίμαζε την ελληνική εξέγερση,
ιδρύθηκε, όπως έγραφε ένας λόγιος της εποχής από «πραγματευτάκια και δασκαλάκια».
Ο κυριότερος ιστορικός της Φιλικής Εταιρίας, ο ρωσόφιλος Ι. Φιλήμων, επιβεβαιώνοντας
ουσιαστικά την άποψη του Ένγκελς, αναφέρει: «Η γενναία σύλληψις και η γενναιοτέρα
έναρξις της εφαρμογής της ελληνικής ενότητος απέκειτο τη μέση τάξει, τη εμπορική
ιδίως. Νικόλαος Σκουφάς, Αθανάσιος Τσακάλωφ, Αθανάσιος Σέκερης, Εμμανουήλ Ν.
Ξάνθος, Παναγιώτης Α. Αναγνωστόπουλος, Παναγιώτης Σέκερης, Αντώνιος Κομιζόπουλος
και οι τοιούτοι, έμποροι ήσαν και γραμματείς εμπόρων. Έμποροι εν Μόσχα εκυοφόρησαν
την προς επανάστασιν εθνικήν ενότητα¨ έμποροι εν Οδησσώ εμαιεύσαντο και έμποροι
εν Κωνσταντινούπολει εθήλασαν ταύτην».
Οι αστοί έμποροι και λόγιοι ωστόσο, που πρωτοστάτησαν στην ίδρυση της Φιλικής
Εταιρίας, ανήκαν στα πιο συντηρητικά και ανεξέλικτα στοιχεία της ελληνικής «τρίτης
τάξης», που συνδέονταν οικονομικά με το πατριαρχείο, με τις συντεχνίες και με
τη Ρωσία. Τέτοιοι ήταν, για παράδειγμα, οι πιστωτές του πατριάρχη και των αρχιερέων,
οι οφειλέτες των μοναστηριών, οι ενοικιαστές των εκκλησιαστικών εισοδημάτων,
οι δανειστές των Φαναριωτών, οι προμηθευτές της πατριαρχικής αυλής, της αριστοκρατίας
και του ανώτερου κλήρου, οι προαγοραστές των φόρων και αγοραστές δημόσιων θέσεων
στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, οι εξαγωγείς σιτηρών και γουναρικών από τη Ρωσία,
οι κάτοχοι εμπορικών μονοπωλίων και γενικά οι προστατευόμενοι (μπερατλήδες)
της Ρωσίας και tutti quanti.
Οι εμποροτοκογλυφικοί αυτοί κύκλοι ήταν «πιο ρωσόφιλοι από τους ρωσόφιλους».
Γιατί ο ελληνικός κλήρος, ανεξάρτητα από τους παραδοσιακούς δεσμούς του με τη
«μεγάλη ομόδοξη δύναμη του βορρά», δε ζήλευε καθόλου την τύχη της ρώσικης ορθόδοξης
εκκλησίας, που, αφού υποβιβάστηκε από πατριαρχείο σε μητρόπολη, υποτάχθηκε στην
κοσμική εξουσία των τσάρων¨ και του προξενούσε ξεχωριστή απέχθεια η σκέψη ότι
ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης θα μπορούσε να διορίζεται, όπως ο μητροπολίτης
της Μόσχας, από τον αυτοκράτορα της Ρωσίας! Αργότερα για το ζήτημα αυτό η ημιεπίσημη
γαλλική εφημερίδα Constitutionell διαπίστωνε: «Γενικά ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός
επιθυμεί την υποστήριξη της Ρωσίας, όμως υπό τον όρο ότι δε θα υπάγεται στην
άμεση κυριαρχία της. Του δημιουργεί απέχθεια η σκέψη ότι η Ανατολική Εκκλησία,
που ΄ναι η μητέρα της Ρώσικης Εκκλησίας, θα μπορούσε ποτέ να υποταχθεί στην
τελευταία, πράγμα που θα γινόταν οπωσδήποτε, αν γίνονταν δεκτά τα σχέδια του
υπουργικού συμβουλίου της Πετρούπολης».
Τα ίδια πάνω-κάτω ισχύουν και για τους Φαναριώτες, πολύ περισσότερο που ανάμεσα
τους, δίπλα στο «ρώσικο» ή ορθόδοξο κόμμα, αναπτύχθηκε κι ένα
γαλλικό «εθνικό» κόμμα. Ήταν μάλιστα το ίδιο το ρώσικο κόμμα
των Υψηλάντηδων που πέτυχε με τη βοήθεια, όπως λέγεται, της Προτεσταντικής Πρωσίας
να καταργηθούν το 1766 τα λεγόμενα «σλάβικα πατριαρχεία» της Αχρίδας και του
Ιπέκ και να υπαχθούν αυτές οι δύο αυτοκέφαλες αρχιεπισκοπές απευθείας στο ελληνικό
πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ώστε να προλάβει την υπαγωγή τους στην εκκλησία
της Ρωσίας! Πράγματι, το προληπτικό αυτό μέτρο πάρθηκε στις παραμονές του πρώτου
ρωσοτουρκικού (1768-1774) της Αικατερίνης της Β΄, που έμελλε να τερματιστεί
με τη μοιραία συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και με την de facto επιβολή της
τσαρικής προστασίας στους ορθόδοξους χριστιανούς της Ανατολής.
Σύμφωνα όμως με το Μαρξ, οι εμπορευόμενοι και διανοούμενοι αστοί, που δημιούργησαν
τη Φιλική Εταιρία, ενεργούσαν απλούστατα σαν «ασυνείδητοι πράκτορες της
αυλής της Πετρούπολης». Στους κόλπους ωστόσο της συνωμοτικής αυτής οργάνωσης
διασταυρώνονται διαφορετικές τάσεις και ρεύματα. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε
ότι η Φιλική Εταιρία ξεπήδησε τόσο από το «Φοίνικα», μια μυστική εταιρία που
είχαν ιδρύσει Φαναριώτες φυγάδες στη Ρωσία, όσο κι από το «Ελληνόγλωσον Ξενοδοχείον»
του Παρισιού, περνώντας και από τη «Φιλόμουσο Εταιρία», που ιδρύθηκε στη Βιέννη
με πρωτοβουλία του Καποδίστρια. Έτσι ένας από τους «ιστορικούς» αρχηγούς της
Φιλικής Εταιρίας, ο Α. Τσακάλωφ, γιος έλληνα μεγαλέμπορου γουναρικών της Μόσχας,
ήταν ιδρυτικό μέλος της παρισινής οργάνωσης, ενώ ο Ε.Ξάνθος ήταν «φραμασόνος».
Ο φοίνικας εξάλλου, που θα γινόταν το έμβλημα των Υψηλάντηδων,
αποτελεί αλχημιστικό σύμβολο και, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες,
οι Φιλικοί αναζητούσαν τη μυστηριώδη «φιλοσοφική λίθο», που είχε την ιδιότητα
να μετουσιώνει τα πρόστυχα μέταλλα σε πολύτιμα!
Σιγά-σιγά λοιπόν στα πλαίσια της Φ.Ε. διαμορφώθηκαν «θολά και συγχυσμένα»
δύο βασικές γραμμές. Η μια, η μετριοπαθής ρωσόφιλη, κατά κάποιο τρόπο, με χαρακτηριστικό
εκπρόσωπο τον Ξάνθο, υποστήριξε την απελευθέρωση των Ελλήνων με τις δικές τους
κυρίως δυνάμεις και επιζητούσε την είσοδο των προεστών, των κοτζαμπάσηδων
στην οργάνωση, αφού χωρίς αυτούς η επικείμενη εξέγερση ήταν αδύνατο να αποκτήσει
την απαιτούμενη μαζικότητα, ιδίως στην Πελοπόννησο. Οι κοτζαμπάσηδες όμως ήταν
κάθε άλλο παρά «ρωσολάτρες»: «Είναι αληθινόν-ισχυρίζεται ένας απ΄ αυτούς,
ο Κανέλλος Δεληγιάννης-ότι οι προύχοντες και οι αρχιερείς της Πελοπονήσσου παρεδέχθημεν
και ησπάσθημεν και εγινήκαμεν μέλη της Εταιρίας αυτής, διά τον λόγον να πείθωμεν
τους απλουστέρους της δευτέρας τάξεως ανθρώπους ή και της τρίτης ότι υπάρχει
μία Υπέρτατη μυστηριώδης Αρχή και άγνωστος, εις την οποίαν πρέπει να πειθώμεθα
όλοι, δια να τους πείσωμεν ότι αυτή σύγκειται από Ελληνας επισήμους άνδρας,
και δεν είναι η Ρωσία, η οποία μας ηπάτησε πολλάκις και μας κατέστρεψε, καθότι
τότε, αν εγνώριζαν ότι ήτο δάκτυλος ρωσικός, ουδείς ελάμβανε μέρος».
Γι΄ αυτό η πιο επιθετική φατρία στους κόλπους της Φ.Ε., η φανατικά ρωσόφιλη,
που τυπικός της εκπρόσωπος ήταν ο Π. Αναγνωστόπουλος, «αμείλικτος πολέμιος
του συστήματος των προκρίτων», όπως τον χαρακτηρίζει ο Φιλήμων, και ιδιαίτερα
«αδυσώπητος πολέμιος του συστήματος των πολιτικών Πελοποννησίων» απηχώντας αντιλήψεις
του «καπετανίστικου παρτίδου», υπολόγιζε περισσότερο σε ρωσοτουρκικό πόλεμο.
Και για να τον προκαλέσει μια ώρα αρχήτερα, προσπαθούσε να επιβάλει στην ηγεσία
της οργάνωσης τον υπουργό Εξωτερικών του τσάρου κόμη Ι. Α. Καποδίστρια. «Οι
άλλοι- μας πληροφορούν τα ανώνυμα απομνημονεύματα του πρίγκηπα Ν. Υψηλάντη-
επέμεναν για τους Υψηλάντες, σαν περισσότερο τολμηρούς για την επιχείρηση και
περισσότερο στην εκτίμηση του έθνους. Έλεγαν ότι η διπλωματία των βαρβάρων είναι
η σπάθη. Ότι τους εχρειάζοντο πρώτα πολεμισταί, δύναμις και η πένα κατόπιν».
Η Ρωσία όμως δεν επιθυμούσε καθόλου εκείνη τη στιγμή ένα ρωσοτουρκικό πόλεμο,
που θα υπονόμευε το αριστούργημα της τσαρικής διπλωματίας, τη νεοσύστατη Ιερή
Συμμαχία. Ακόμα λιγότερο βέβαια ευνοούσε η Ρωσία μια ανεξάρτητη ελληνική εξέγερση,
που απειλούσε, κοντά στ΄ άλλα, να περιπλέξει τα ρώσικα σχέδια στη Μολδοβλαχία.
Εφαρμόζοντας πιστά τη ρώσικη πολιτική ο Ι. Καποδίστριας δήλωνε στους σουλιώτες
και τους άλλους οπλαρχηγούς, που είχαν καταφύγει στα Εφτάνησα, όπως αφηγείται
ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του: «Συνομιλών με τους άνδρες τούτους, τους
τόσον δυστυχείς όσον και σεβαστούς, μετεχειρίσθην την γλώσσαν ην μοι είχεν ορίσει
ο Αυτοκράτωρ, γλώσσαν άλλωστε, υπό τας τότε συνθήκας, σύμφωνον και προς τας
ιδικάς μας πεποιθήσεις. Προσεπάθησα να αποδείξω εις αυτούς ότι ο Αυτοκράτωρ
της Ρωσίας ουδόλως ήτο διαθετειμένος να προκαλέση πόλεμον κατά των Τούρκων ή
να περιπλέξη τας σχέσεις του μετά της Αγγλίας¨ ότι παν ό,τι ήτο κατορθωτόν να
γίνη υπέρ αυτών άνευ κινδύνου προκλήσεως πολέμου θα εγίνετο, αλλά προς τούτο
έπρεπε αυτοί να οπλισθούν με υπομονήν και καρτερίαν προσπαθούντες εν τω μεταξύ
να αναθρέψουν καλώς και εθνικώς τα τέκνα των, επαφιέμενοι δε, ως προς τα λοιπά,
εις τον χρόνον και την Θείαν Πρόνοιαν».
Ώστε ο τσαρισμός απόβλεπε τότε πρωταρχικά στην Μολδοβλαχία και προτιμούσε να
αναβάλει την εξέγερση στην Ελλάδα, ώσπου να ωριμάσει στους υπολογισμούς του
ο επόμενος ρωσοτουρκικός πόλεμος. Εννοείται ότι και τις παραδουνάβιες χώρες
η Ρωσία τις εποφθαλμιούσε για λογαριασμό της και ο Καποδίστριας προειδοποιούσε
ορθά-κοφτά τους απεσταλμένους των οσποδάρων της Μολδαβίας και της Βλαχίας ότι
ο ρώσικος στρατός ποτέ δε θα διάβαινε τον Προύθο μόνο και μόνο για να ανυψώσει
τους κυρίους τους «εις το αξίωμα ανεξάρτητων ηγεμόνων»! Οπωσδήποτε
ο τσάρος δεν ενδιαφερόταν άμεσα για το minimum πρόγραμμα των Φιλικών να δημιουργήσουν
τουλάχιστον ένα μισοανεξάρτητο πριγκιπάτο στο Μοριά, που αποτελούσε επίσης ρώσικο
και φαναριώτικο ήδη από τον 18ο αιώνα, όπως αποκαλύπτει ο Παπαρρηγόπουλος: «λόγος
μάλιστα πολύς εγένετο να ανατεθή και η Πελοπόννησος εις Χριστιανούς ηγεμόνας.
Και τούτο μεν δεν εξετελέσθη, επετράπη όμως η της Μάνης διοίκησις εις εγχώριον
άρχοντα».
Έτσι, όταν ο Ξάνθος πρότεινε την αρχηγία της Εταιρίας στον Καποδίστρια, εκείνος
φυσικά αρνήθηκε, ταυτόχρονα όμως του είπε «ότι αν οι Αρχηγοί γνωρίζουν άλλα
μέσα προς κατόρθωσιν του σκοπού των, ας τα μεταχειρισθώσιν, και ηύχετο να τους
βοηθήσει ο Θεός». Κατόπιν αυτού ο Ξάνθος πρόσφερε την αρχηγία στον υπασπιστή
του τσάρου Α. Υψηλάντη, γιο και εγγονό οσποδάρων της Βλαχίας, που ήταν ο καταλληλότερος
για να ηγηθεί μιας ελληνικής εξέγερσης στις ηγεμονίες. «Ο κόμης Καποδίστριας,
ον συνεβουλεύθην-βεβαίωνε ο Υψηλάντης-συνεφώνησε προς την γνώμην μου, εύρε τα
σχέδια και τας παρασκευάς μου καλάς και καταλλήλους, και μοι συνεβούλευσεν,
ίνα ενεργήσω κα επιχειρήσω την έναρξιν τούτων, μη δεικνύων δισταγμόν τινα περί
της επιτυχίας». Ο αδελφός του μάλιστα Ν. Υψηλάντης ισχυρίζεται ότι ο Καποδίστριας,
για να τον ενθαρρύνει, τον διαβεβαίωσε «ότι θα αρκούσε ένας πυρήνας από
μερικές χιλιάδες ελεύθερων τουφεκιών στην Ελλάδα, για να μη διστάσει καθόλου
η Ρωσία να τους υποστηρίξει με σταθερότητα, ακόμα και με σημαντικές αποστολές
σε χρηματική βοήθεια, πυρομαχικά, πλοία κ.λ.π.».
Φαίνεται όμως ότι στην πραγματικότητα ο Καποδίστριας, διεκπεραιώνοντας πειθήνια
τη ρώσικη πολιτική, προσπάθησε, όπως διηγείται ο ίδιος, να τον αποτρέψει από
κάθε κίνημα στην Ελλάδα, που ετοίμαζαν οι Φιλικοί: «Ακριβώς-του είπε-οι
καταστρώνοντες τοιαύτα σχέδια είναι οι περισσότερον ένοχοι και αυτοί ωθούν την
Ελλάδα εις τον όλεθρον. Είναι ελεεινοί εμποροϋπάλληλοι καταστραφέντες λόγω της
κακής των διαγωγής και αφαιρούντες νυν το χρήμα των αφελών ψυχών εν ονόματι
μιας πατρίδος ην αυτοί δεν έχουν. Θέλουν να σας έχουν εις την συνομωσία των
διά να εμπνεύσουν πίστιν εις τα εγχειρήματα των. Σας επαναλαμβάνω, προφυλαχθήτε
από τοιούτους άνδρας». Γιατί προς το παρόν η Ρωσία, που εξωθούσε τον Υψηλάντη
στην «ελεεινή εκείνη ιστορία», όπως θα χαρακτηρίσει ο Παπαρρηγόπουλος τον τυχοδιωκτισμό
της Μολδοβλαχίας, επιχειρούσε ταυτόχρονα να αποφύγει μια πρόωρη για τα σχέδια
της εξέγερση στην Ελλάδα. Και γι΄ αυτό ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών του τσάρου
παράγγελνε στον απεσταλμένο των προκρίτων και αρχιερέων του Μοριά: «Πρέπει να
τους ειπής αυτών των απονενοημένων να εβγάλουν πάσαν ιδέαν επαναστάσεως από
τον εγκέφαλόν τους και να μην έχουν ουδεμίαν ελπίδα υπερασπίσεως από την Ρωσίαν,
μήτε υλικήν μήτε ηθικήν, αλλά μάλλον καταδρομήν…το Ελληνικόν Έθνος πρέπει πρώτον
να φωτισθή διά συστάσεως σχολείων και μετά δέκα πέντε και είκοσι χρόνους εάν
ευρεθή αρμοδία περίστασις και συμπέση κήρυξις πολέμου της Ρωσίας κατά της Τουρκίας,
τότε θέλει φροντίσωμεν».
Αυτή ήταν, σε συντομία, η διπρόσωπη πολιτική της τσαρικής Ρωσίας στο ελληνικό
ζήτημα πριν από την επανάσταση του 1821. Θα δείξουμε στο επόμενο άρθρο πως η
ελληνική επανάσταση, παρ΄ όλα όσα πιστεύει η ρηχότητα των υποκειμενικών και
ιδεαλιστών ιστορικών, ήταν τελικά, όπως συμβαίνει συνήθως στην ιστορία, «κάτι
που κανείς δεν το θέλησε και κανείς δεν το πρόβλεψε».