TO ANATOΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
του Λύσανδρου Παπανικολάου
Από τη δημοκρατία στο δεσποτισμό
Προτού προχωρήσουμε στην
επισκόπηση του ανατολικού ζητήματος μετά την ελληνική επανάσταση, κρίνουμε σκόπιμο
να ανακεφαλαιώσουμε συνοπτικά την εξέλιξη των γεγονότων ως το σημείο αυτό, διαλύοντας
έτσι και ενδεχόμενες ασάφειες. Αργά ή γρήγορα οι καινοτομίες των “άπιστων σουλτάνων”,
των νεωτεριστών Σελίμ Γ’ και Μαχμούτ Β’, που εγκαινιάστηκαν την επαύριο της
πρώτης γαλλικής επανάστασης, θα προκαλούσαν την εξέγερση των κάθε λογής αντιδραστικών
στοιχείων. Και είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η τσαρική Ρωσία θα υποδαύλιζε
την εξέγερση αυτή και θα επιχειρούσε να την εκμεταλλευτεί. Κανένας όμως, ούτε
ο ίδιος ο “βασιλιάς των βασιλιάδων”, δηλ. ο τσάρος, δεν μπορούσε να προκαθορίσει
με ακρίβεια πότε θα εκδηλωνόταν μια τέτοια εξέγερση.
Εκείνο που ενδιέφερε άμεσα τη Ρωσία ήταν να συμπέσει το πραξικόπημα του Υψηλάντη
στη Μολδοβλαχία με το συνέδριο του Λάιμπαχ, ώστε να πάρει αυτή, η Ρωσία, την
εντολή της Ιερής Συμμαχίας για την αποκατάσταση της τάξης. Γι’ αυτό μάλιστα
έπρεπε το κίνημα τουΥψηλάντη να εκραγεί, όπως κι έγινε, πριν
από τη λήξη των εργασιών του συνεδρίου, αφού όμως το συνέδριο θα είχε ήδη αναθέσει
στην Αυστρία την καταστολή των επαναστατικών κινημάτων στην ιταλική χερσόνησο.
΄Ετσι η Αυστρία, απασχολημένη με τις αστικοφιλελεύθερες εξεγέρσεις του Πιεμόντε
και της Νάπολης, θα άφηνε στον κυριότερο ανταγωνιστή της, τον τσαρισμό, ελεύθερο
το πεδίο δράσης στη βαλκανική χερσόνησο.
Αλλά την καθαυτό ελληνική εξέγερση ο τσαρισμός επιζητούσε να την περιορίσει
στην Πελοπόννησο και να την αναβάλει: να την αναβάλει όχι βέβαια ως την εποχή
που θα είχαν ωριμάσει οι όροι μιας αστικής ανατροπής -ως τα μέσα, ας πούμε,
του 19ου αιώνα, όπως υποστήριζε ο σοφός Α. Κοραής-, αλλά μόνο ώσπου να διαμορφωθούν
οι προϋποθέσεις του ρωσοτουρκικού πολέμου• και πιο συγκεκριμένα μόλις ο σουλτάνος
θα προχωρούσε στη διάλυση των γενιτσάρων και πριν ακόμα προλάβει να τους αντικαταστήσει
με τακτικό στρατό, όταν δηλ. η Τουρκία θα ήταν ουσιαστικά αφοπλισμένη. Η διάλυση
των γενιτσάρων, όπως είναι γνωστό, έγινε το 1826, πιθανότατα όμως χωρίς την
ελληνική επανάσταση του 1821 θα είχε πραγματοποιηθεί μερικά χρόνια νωρίτερα
και συνεπώς νωρίτερα επίσης θα είχε ξεσπάσει κι ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του
1828.
Αν, παρ’ όλα αυτά, το φερέφωνο του τσάρου, ο Καποδίστριας, συνιστούσε στους
συμπατριώτες του μια περίοδο αναμονής 15-20 χρόνων, αυτό, από τη μια μεριά,
το έκανε για να συγκαλύψει τις πραγματικές προθέσεις της Ρωσίας, επικαλούμενος,
μαζί με τους αστούς διαφωτιστές, την ανάγκη να φωτιστεί το έθνος προτού ελευθερωθεί,
ανάγκη που δεν μπορούσε φυσικά να ικανοποιηθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Από
το άλλο μέρος, η Ρωσία δεν ευχόταν καθόλου τη διάλυση των ταραχοποιών γενιτσάρων
και θα ήταν ευχαριστημένη να την αναβάλει όσο γινόταν περισσότερο. Το ζήτημα
συνεπώς για τη Ρωσία δεν ήταν αυστηρά χρονολογικό, αλλά προπάντων
ουσιαστικό. Ο τσαρισμός, μ’ άλλα λόγια, θα μπορούσε να περιμένει
και 15 και 20 χρόνια, αρκεί να μη συντελούνταν στο μεταξύ οι εσωτερικές μεταβολές,
που αυτές ίσα-ίσα πήγαινε να προλάβει εξαπολύοντας τον πόλεμο οι ίδιες εκείνες
μεταβολές, που οι φωτισμένοι αστοί αντίθετα τις θεωρούσαν απαραίτητο προκαταρκτικό
όρο κάθε σοβαρής επανάστασης, που δε θα περιοριζόταν να αντικαταστήσει τη σουλτανική
κυριαρχία στην “ελληνοσλαβική” χερσόνησο με την κοζάκικη.
Κι αν τελικά η εξέγερση στην Ελλάδα άρχισε νωρίτερα από τότε που σχεδίαζε η
Ρωσία, αυτό το χρωστούσε αποκλειστικά στην ανταρσία του Αλή Πασά. ΄Οσο κι αν
η ανταρσία αυτή υποκινήθηκε από την Αγγλία, οι Φιλικοί -που
έπαιζαν βέβαια το παιχνίδι της Ρωσίας, δεν ταυτίζονταν όμως συνειδητά μαζί της-
ήταν αδύνατο να μη δοκιμάσουν να επωφεληθούν. Από την άλλη μεριά, η ανταρσία
του Αλή πασά όχι μόνο επιτάχυνε την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης, αλλά και
ευνόησε την επέκτασή της έξω από την Πελοπόννησο, στην ηπειρωτική Ελλάδα, παραμερίζοντας
με τον τρόπο αυτό από την ηγεσία της τους “μπιστικούς του τσάρου”. Με τη σειρά
της η ελληνική επανάσταση πρόσφερε μια “ανάσα ζωής” στο στασιαστή των Ιωαννίνων
και πρόλαβε το σουλτάνο, που αμέσως μετά τη συντριβή του Αλή
πασά λογάριαζε να στραφεί εναντίον των γενιτσάρων. Γιατί πραγματικά, όσο διαρκούσε
η ελληνική επανάσταση, η διάλυση του γενιτσαρικού σώματος αναγκαστικά αναβαλλόταν.
Και μόνο όταν ο αιγυπτιακός τακτικός στρατός στρίμωξε για τα καλά τους ξεσηκωμένους
΄Ελληνες, μόνο τότε μπόρεσε ο σουλτάνος να προχωρήσει στη βίαιη κατάργηση του
γενιτσαρισμού.
΄Οπως ήταν επόμενο λοιπόν, η τσαρική Ρωσία είχε συμφέρον από την άγονη παράταση
του ελληνικού αγώνα, ώσπου η διάλυση των γενιτσάρων να της προσφέρει την ευκαιρία
νέου πολέμου κατά της Τουρκίας. Σ’ αυτόν οι ΄Ελληνες θα χρησίμευαν για “προσάναμα
της φωτιάς”, όσο η Ρωσία θα προετοίμαζε διπλωματικά τη σύρραξη, παίρνοντας με
το μέρος της μιά ή περισσότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως το 1768-1774 είχε
συνεργαστεί με την Αγγλία, το 1787-1792 είχε συμμαχήσει με την Αυστρία και το
1806-1812 είχε συννενοηθεί με τη Γαλλία. Και το ελληνικό ζήτημα θα μπορούσε
με τους κατάλληλους χειρισμούς να μετατραπεί σε μοχλό για τη διπλωματική αυτή
προεργασία του πολέμου.΄Ετσι, με το πνεύμα αυτό, η διακήρυξη της Επιδαύρου,
που παλλόταν στη διαπασών του “φυσικού δικαίου”, προοριζόταν επίσης να προσελκύσει
την Αγγλία, ενώ ο διαχωρισμός, που επιχειρούσε, της ελληνικής επανάστασης από
τις πολιτικές επαναστάσεις της Δύσης θα έπρεπε να καθησυχάσει την Αυστρία. Γιατί
η Ρωσία δεν ήταν ακόμα σίγουρη ότι θα κατάφερνε να δελεάσει την Αγγλία και τη
Γαλλία, απομονώνοντας την Αυστρία, ή αν θα χρειαζόταν να συμπράξει με τη Γαλλία
και την Αυστρία, απομονώνοντας την Αγγλία.
Κι αν ο τσάρος χαρακτήριζε τους επαναστατημένους ΄Ελληνες στασιαστές,
δεν είναι γιατί είχαν ξεσηκωθεί κατά του “νόμιμου κυρίου” τους, του σουλτάνου,
αλλά γιατί απαιτούσαν την πλήρη ανεξαρτησία τους από την Πύλη, αντί για την
απλή αυτονομία, που ήταν διαθετειμένος να τους προσφέρει ο τσαρισμός. Γι’ αυτό,
όταν ο Μέτερνιχ θέλησε να ματαιώσει την αγγλορωσική προσέγγιση στο ελληνικό
ζήτημα, του έφτανε να προτείνει την ανεξαρτησία της Ελλάδας, που ήταν ο κρυφός
πόθος της Αγγλίας, ενώ ο τσάρος δεν ήθελε ούτε να την ακούσει. Κάτω από τις
συνθήκες αυτές, ακόμα και η αναζήτηση γάλλου πρίγκιπα για τον ελληνικό θρόνο
ισοδυναμούσε, όπως σωστά επισημαίνει ο Παπαρρηγόπουλος, με de facto αναγνώριση
της ελληνικής ανεξαρτησίας. Εξάλλου αποτελούσε και μια έμπρακτη διαμαρτυρία
για τη λύση της υποτέλειας στον σουλτάνο, που προωθούσαν τότε οι ρωσόφιλοι,
με την περιβόητη “αίτηση προστασίας” τους προς την Αγγλία, μαζί με την προβολή
της υποψηφιότητας του κόμη Καποδίστρια για το ανώτατο αξίωμα μιας εξαρτημένης
από την οθωμανική Πόρτα ελληνικής ηγεμονίας.
Από το δεσποτισμό στην απολυταρχία
Στον πόλεμο που ακολούθησε
ο τσαρισμός πέτυχε περισσότερα από κάθε άλλη προηγούμενη φορά, γιατί είχε εξασφαλίσει
τη συνενοχή των “θαλασσινών δυνάμεων της Δύσης”, της Αγγλίας και της
Γαλλίας, επισείοντας μεταξύ άλλων τον κίνδυνο να ανατραπεί από τους επαναστάτες
σλαβόφιλους, τους δεκεμβριστές, αν άφηνε αβοήθητους τους ΄Ελληνες
“εν Χριστώ αδελφούς”. ΄Υστερα ωστόσο από την οριστική αναγνώριση της ελληνικής
ανεξαρτησίας, το Μάρτη του 1830, οι μέρες του καποδιστριακού καθεστώτος ήταν
πια μετρημένες. Η Αγγλία, πρώτα-πρώτα, που ανεχόταν θέλοντας και μη τον πρώην
υπουργό του τσάρου, όσο ήταν υποχρεωμένη, προκειμένου να αποσοβήσει το ρωσοτουρκικό
πόλεμο, να αποδέχεται την υποτέλεια της Ελλάδας στην Πύλη, ύστερα από τον πόλεμο,
τη συνθήκη της Ανδριανούπολης και την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας
απόσυρε κάθε υποστήριξη προς τη “ρωσική ανθυπατεία” του Καποδίστρια, που όχι
αδικαιολόγητα τη θεωρούσε συνυφασμένη με την επικυριαρχία του σουλτάνου στο
νεοσύστατο κράτος.
Αλλά τη χαριστική βολή στο καποδιστριακό καθεστώς θα την έδινε η ιουλιανή
επανάσταση: ανατρέποντας τη δυναστεία των Βουρβόνων οι παρισινοί εργάτες
στέρησαν και το “σκοτεινότατο δεσποτισμό” του κυβερνήτη της απελευθερωμένης
Ελλάδας από την εύνοια της επίσημης Γαλλίας. ΄Ετσι η πτώση του “αγαθού δεσπότη”
πρόσθεσε έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των ανατροπών, που έβαλε σε κίνηση η
παρισινή επανάσταση του 1830, όπως ήταν η ανεξαρτησία του Βελγίου την ίδια χρονιά,
η πολωνική εξέγερση του 1831, το κίνημα του Ματσίνι στην Ιταλία, η κοινοβουλευτική
μεταρρύθμιση στην Αγγλία και τέλος, το 1832, ο πρώτος τουρκοαιγυπτιακός πόλεμος.
Πριν ακόμα από τη συνθήκη της Αδριανούπολης ο Καποδίστριας, διαβλέποντας τη
μοιραία για την πολιτεία του εξέλιξη των πραγμάτων, είχε συγκαλέσει ενθοσυνέλευση.
Ο κυβερνήτης χρησιμοποίησε την εντελώς πειθήνια στα νεύματά του εθνοσυνέλευση
για να παρεμποδίσει την άνοδο ευρωπαίου ηγεμόνα στον ελληνικό θρόνο, προβάλλοντας
εδαφικές διεκδικήσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα, που ο ίδιος είχε φροντίσει προκαταβολικά
να τις υποσκάψει, υπονομεύοντας τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του αρχιστράτηγου
Ρ. Τσωρτς και του στρατάρχη Δ. Υψηλάντη. Γιατί στην πραγματικότητα ο “μπαρμπα-Γιάννης”,
όπως τον αποκαλούσε ο λαός, ευχόταν ενδόμυχα να περιοριστεί η ελληνική επικράτεια
στην Πελοπόννησο, ώστε να είναι αδύνατη από τα πράγματα η πλήρης ανεξαρτησία
της και μόνο όταν κηρύχθηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, για να προσφέρει αποκλειστικά
τις υπηρεσίες του στον τσαρισμό, εξαπέλυσε τις χιλιαρχίες των Ρουμελιωτών στη
Στερεά Ελλάδα.
΄Ετσι κατόρθωσε να ματαιώσει την άνοδο στον ελληνικό θρόνο του πρίγκιπα Λεοπόλδου,
που ήταν ανεπιθύμητος στον τσάρο. Για το σκοπό αυτό τα ανδρείκελα του κυβερνήτη
επικαλέστηκαν και το ζήτημα του θρησκεύματος, ότι δηλ. ο μελλοντικός
ηγεμόνας της Ελλάδας έπρεπε να πρεσβεύει το δόγμα των υπηκόων του -την ορθοδοξία,
μ’ άλλα λόγια-, ενώ ο Λεοπόλδος ήταν προτεστάντης. Αυτό φυσικά δεν εμπόδισε
τον Καποδίστρια να αποδεχθεί ανεπίσημα την υποψηφιότητα του καθολικού ΄Οθωνα,
που, επειδή ήταν ανήλικος, λογάριαζε ότι αυτός, ο Καποδίστριας, θα τον επιτρόπευε
ως την ενηλικίωσή του. Η τελευταία μάλιστα θα συνέπιπτε με τη λήξη της θητείας
του κυβερνήτη, που οι ρωσόφιλοι στην εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827) την
είχαν ορίσει επταετή.
Αλλά η απόσυρση της υποψηφιότητας του Λεοπόλδου ύστερα από τις μηχανορραφίες
του Καποδίστρια ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Η αντιπολίτευση,
που ανεχόταν την κατάργηση του συντάγματος όσο δεν είχε αναγνωριστεί η ανεξαρτησία,
που κάθε ελληνικό σύνταγμα όφειλε υποχρεωτικά να επικυρώνει, επανήλθε δριμύτερη
στο αίτημα αυτό μετά την ανακήρυξη της Ελλάδας σε ανεξάρτητο βασίλειο. Ο Καποδίστριας
όμως είχε αναστείλει ήδη πριν από τη συνθήκη της Ανδριανούπολης τις εργασίες
της εθνοσυνέλευσης δίχως να ψηφίσει σύνταγμα και, μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας,
υποστήριζε ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να αποκτήσει συνταγματικό χάρτη πριν από
την άφιξη του υποψήφιου μονάρχη της και χωρίς τη συνεργασία του. Οι πραγματικές
αντιλήψεις του κυβερνήτη για το ζήτημα αυτό έγιναν γνωστές από το πολύκροτο
“υπόμνημα Βούλγαρη” (΄Ελληνα διπλωμάτη στην υπηρεσία της Ρωσίας): <<Θα
ήταν μεγάλη ουτοπία αν πίστευε κανείς σοβαρά πως στην Ελλάδα υπάρχει η δυνατότητα
να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση που να βασίζεται επάνω σε συνταγματικές αρχές.
Αυτές προϋποθέτουν μια γενική διάθεση του λαού σε πολιτικά σχήματα και πολιτικά
στοιχεία που υπάρχουν μόνο σε πολύ λίγα άτομα. Ο πρόεδρος της Ελλάδας είχε την
πεποίθηση πως οι τρεις δυνάμεις όφειλαν να καταστρέψουν την ελληνική επανάσταση
και να εγκαταστήσουν μια κυβέρνηση μοναρχική, για να σταματήσουν οι σκανδαλώδεις
και αιμοσταγείς σκηνές που φέρνουν ρίγη σε ολόκληρη την ανθρωπότητα>>.
Στην επιχειρηματολογία αυτή του δεσποτισμού απαντούσε περήφανα ο Μακρυγιάννης:
<<κι αυτήνην την λευτερίαν, Κυβερνήτη μου, δεν την ηύραμεν εις το
σοκάκι και δεν θα μπούμεν εύκολα πίσου εις του αυγού το τζόφλιο ότι δεν είμαστε
πουλάκι να χωρέσουμεν πίσου, εγίναμε πουλί και δεν χωρούμεν>>.
Από την άλλη μεριά, μετά την αναγνώριση της ολοκληρωτικής ανεξαρτησίας του ελληνικού
κράτους από την Πύλη, ο Καποδίστριας δεν μπορούσε πια να παρελκύει τη λύση του
ζητήματος της λεγόμενης εθνικής γης, δηλ. των πρώην τουρκικών
κτημάτων, που δημεύονταν οριστικά χωρίς αποζημίωση του σουλτάνου ή εξαγορά από
τους προηγούμενους κατόχους τους και συνεπώς μπορούσαν να διατεθούν ελεύθερα,
να διανεμηθούν δωρεάν, να εκποιηθούν και γενικά να απαλλοτριωθούν. Το ρωσικό
κόμμα όμως, που ο αρχηγός του Α. Μεταξάς ήταν, κατά το Μαρξ, <<το
δεξί χέρι του ανυπόληπτου Καποδίστρια>> -τον οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις,
σύμφωνα πάντα με το Μαρξ, <<φόρτωσαν στην πλάτη των Ελλήνων>>-,
απόκρουε με πείσμα κάθε μεταβίβαση των εκτεταμένων εθνικών κτημάτων της Πελοποννήσου
σε Ρουμελιώτες ή σε νησιώτες, είτε με τη διανομή της γης στους αγωνιστές είτε
με την εκποίησή της σε πλειστηριασμό. Γι’ αυτό, ακόμα και μετά την ανεξαρτησία
της Ελλάδας, το ρωσικό κόμμα ήταν αντίθετο στον εθνικό συγκεντρωτισμό, που ήταν
αλληλένδετος μαζί της, υποστηρίζοντας απεναντίας τον τοπικισμό.
<<Αι εν Ευρώπη πολιτικοί γνώμαι -αναφέρει ο Ασπρέας- είχον διχασθή.
Οι μεν απέκλινον όπως και αι απελευθερωθείσαι Ελληνικαί χώραι σχηματισθώσιν
υπό οργανισμόν τινά ομοσπονδιακού πολιτεύματος κατά πρότυπο των Αμερικανικών
πολιτειών υπό ένα αιρετόν πρόεδρον, οι δε όπως ενωθή η χώρα υπό Βασιλέα κληρονομικόν,
όστις αφού ήθελε τύχη της εκλογής και της συγκαταθέσεως των Δυνάμεων, ώφειλε
να εγκαθιδρυθή εν τη χώρα κατόπιν ομοφώνου αποφάσεως των Ελλήνων. Προς το ομοσπονδιακόν
πολίτευμα απέκλινεν η Αυστρία, κατ’ αρχάς δε και η Ρωσία, αλλά την πρωτοβουλίαν
της ενώσεως της χώρας υπό ένα Ηγεμόνα ανέλαβεν η Αγγλική πολιτική και προς ταύτην
απέκλινεν η Γαλλική και εν τέλει η Ρωσική>>.
Δεν αληθεύει λοιπόν ότι ο Καποδίστριας εργάστηκε δήθεν υπέρ του εθνικού συγκεντρωτισμού.
Στην πραγματικότητα το σχέδιο του Καποδίστρια ήταν να κρατήσει στην άμεση εξουσία
του την Πελοπόννησο και να διοικεί τα υπόλοιπα τμήματα του κράτους του με έκτακτους
επιτρόπους τους αδελφούς του, τους συγγενείς του κι όλη την <<επτανησοβενετική
ψώρα>>, που έλεγε ο Κοραής. Κι αυτό στην περίπτωση που η ελληνική
επικράτεια δε θα περιοριζόταν νότια του Ισθμού, όπως αναντίρρητα προτιμούσε,
ώστε να αποτρέψει την αντικατάστασή του από ευρωπαίο μονάρχη. Κι όπως καταπολεμούσε
τον εθνικό συγκεντρωτισμό, το καποδιστριακό κόμμα, έτσι καταπολέμησε και τα
αναγκαία του επακόλουθα -την πολιτική ανεξαρτησία και τους συνταγματικούς θεσμούς.
΄Υστερα μάλιστα από την πλήρη ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, το ρωσικό κόμμα
γαντζώθηκε από την εκκλησιαστική υποτέλεια της Ελλάδας στο πατριαρχείο της Πόλης,
που ήταν εξαρτημένο άμεσα από το σουλτάνο.
΄Ωστε η ανατροπή του καποδιστριακού καθεστώτος ήταν εντελώς απαραίτητη για τη
διασφάλιση του ενιαίου ανεξάρτητου εθνικού κράτους, που είχε θεμελιώσει η ελληνική
επανάσταση. <<Οι ‘ Ελληνες δεν είναι Ρώσοι να υπακούγουν τυφλώς>>,
τόνιζε ο ρουμελιώτης αγωνιστής Ν. Κασομούλης. Και πολλά χρόνια αργότερα, το
1860, ο Μαρξ, οικτίροντας τους Γάλλους της εποχής της δεύτερης αυτοκρατορίας,
που ανέχθηκαν αδιαμαρτύρητα το δεσποτισμό του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, έγραφε:
<<Οι ΄Ελληνες όμως δεν ήταν Γάλλοι και δολοφόνησαν τον ευγενή Καποδίστρια>>.
Αλλά το αντικαποδιστριακό κίνημα στηρίχθηκε στο γαλλικό στρατό,
που από το 1828 στάθμευε στην Πελοπόννησο. Ο φιλοκαποδιστριακός ιστορικός Γ.
Ασπρέας αναγνωρίζει: <<Ο Καποδίστριας, όστις δεν είχεν ιδή με ευμενές
όμμα την ναυμαχίαν του Ναυαρίνου, έβλεπεν ήδη υπόπτως την άφιξιν των γαλλικών
στρατευμάτων εν Πελοποννήσω και αντελαμβάνετο όσον ολίγοι ‘Ελληνες την αληθή
σημασίαν της εκστρατείας εκείνης>>. Ιδιαίτερα μετά την ιουλιανή επανάσταση
στη Γαλλία, η “αστική μοναρχία” του Λουδοβίκου Φιλίππου, που μόνο η πολωνική
εξέγερση του 1831 την έσωσε από μια εισβολή των κοζάκων στην “επαναστατική Βαβέλ”
(δηλ. στο Παρίσι), αντιμετώπισε εχθρικότατα το “ρώσο ανθύπατο” στην Ελλάδα.
Από την άλλη μεριά, χάρη στην κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση του 1832, μπήκαν
στην αγγλική κυβέρνηση οι φιλελεύθεροι (ουίγοι), που ευνοούσαν περισσότερο από
τους συντηρητικούς τη διεύρυνση των ορίων του ελληνικού κράτους, την οποία ο
Καποδίστριας χρησιμοποιούσε σαν πρόσχημα για να τορπιλίζει την αποδοχή του ελληνικού
στέμματος από κάποιον ευρωπαίο πρίγκιπα. Στο μεταξύ όμως ο αγώνας της Αιγύπτου
για την ανεξαρτησία της, που υποστηριζόταν από την ιουλιανή μοναρχία, επέφερε
την αγγλορωσική προσέγγιση στο ανατολικό ζήτημα. Γιατί η Αίγυπτος αποτελούσε
τότε, κατά τη γνώμη του Μαρξ, <<το μόνο ζωτικό στοιχείο>>
της οθωμανικής αυτοκρατορίας και ο πασάς της Αιγύπτου ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο,
ο μόνος <<που θα μπορούσε να κάνει την Τουρκία ζωτικό κίνδυνο για
τη Ρωσία και να αντικαταστήσει το παραγεμισμένο τουρμπάνι με αληθινό κεφάλι>>.
Με την υποκίνηση του άγγλου και του ρώσου αντιπρέσβυ οι άτακτοι πολεμιστές διέλυσαν
την Ε’ Εθνοσυνέλευση, μόλις επικύρωσε την εκλογή του ΄Οθωνα και πριν προχωρήσει
στη διανομή της γης και στην ψήφιση του συντάγματος. Γιατί η Ρωσία δεν ήθελε
το σύνταγμα και η Αγγλία δεν ήθελε τη δωρεάν διανομή στους αγωνιστές της εθνικής
γης, που είχε υποθηκευτεί για τα αγγλικά “δάνεια της ανεξαρτησίας”. Αυτό πάντως
δεν εμπόδισε τον Πάλμερστον να δεχτεί την άρση της υποθήκης των εθνικών κτημάτων
για τα δάνεια του 1824 και την υποθήκευσή τους για το νέο δάνειο των 60.000.000
φράγκων, στο οποίο συμμετείχε και η Ρωσία. ΄Ετσι, μόνο ο γαλλικός στρατός εμπόδισε
τους “κυβερνητικούς”, δηλ. τους καποδιστριακούς, να ξαναπάρουν την εξουσία για
να υπαγορεύσουν τις θελήσεις τους στο βασιλιά, που βρισκόταν ήδη στο δρόμο προς
την Ελλάδα. Χάρη σ’ αυτούς όμως ο ΄Οθωνας εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο σαν απόλυτος
μονάρχης.
Το αδιέξοδο των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια
΄Ωστε το δίλημμα της ελληνικής
επανάστασης: ολική ανεξαρτησία από την Πύλη ή απλή αυτονομία και υποτέλεια στον
σουλτάνο, λύθηκε τελικά υπέρ της ανεξαρτησίας, πράγμα που ισοδυναμούσε από πρώτη
ματιά με ήττα της ρωσικής πολιτικής. Γιατί ο τσαρισμός είχε
καταπολεμήσει αδιάλλακτα κάθε τι το φιλοδυτικό, το προοδευτικό και αληθινά επαναστατικό
στην ανταρσία, στη στάση του 1821, τον πολιτικό φιλελευθερισμό
και τον εθνικό συγκεντρωτισμό, κοντολογής καθετί που έτεινε να την ανυψώσει
από στενή εθνικοθρησκευτική εξέγερση σε αστικοεθνική επανάσταση.
Η ήττα όμως της τσαρικής Ρωσίας στο ελληνικό ζήτημα ήταν μονάχα τακτική.
Γιατί και η ανεξαρτησία επίσης αποδείχτηκε πως εξυπηρετούσε, σε τελευταία ανάλυση,
τα ρωσικά σχέδια προσάρτησης στην Ανατολή, αν και, εννοείται, όχι τόσο ικανοποιητικά
όσο η απλή αυτονομία και η εξάρτηση από την Πύλη. Γιατί, όσο κι αν η Ελλάδα
ξέφυγε από την άμεση μετατροπή της σε ρωσική σατραπεία, όπως η Κριμαία, η Φινλανδία,
η Πολωνία, ωστόσο ο θρυματισμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε αναιμικά λιλιπούτεια
“εθνικά” κράτης, που εγκαινιάστηκε με την ελληνική επανάσταση, θα απόβαινε μακροπρόθεσμα
προς όφελος της τσαρικής Ρωσίας, αυτής της απέραντης “φυλακής των λαών”, που
χρησιμοποιούσε την αρχή των εθνοτήτων σαν δούρειο ίππο στα
Βαλκάνια. Πάντως ο τσάρος δεν έκρυβε την πρόθεσή του, όπως υπογραμμίζει ο Μαρξ,
<<σε περίπτωση κατάρρευσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, να καταπνίξει
κάθε πιθανή προσπάθεια του χριστιανικού πληθυσμού να δημιουργήσει ελεύθερα και
ανεξάρτητα κράτη>>.
Μα τι ήταν επιτέλους το ενιαίο ανεξάρτητο εθνικό κράτος, που σφυρηλατήθηκε από
την επανάσταση του 1821; Ένα <<κράτος-απόφυση>> (etat-croupion),
όπως το θεωρούσε η ευρωπαϊκή διπλωματία, ένας <<εμπαιγμός της ιστορίας>>,
όπως διακήρυξε καταμεσής στο ελληνικό κοινοβούλιο το 1907 ο Δ. Γούναρης, <<ένα
πολιτικό φάντασμα σαν τα βαγνερικά ανθρωπάρτα του Φάουστ>>, όπως
αποκάλεσε κάποτε ο Μαρξ το “συνταγματικό βασίλειο” του ΄Οθωνα, που έλληνας ιστορικός,
ο Ασπρέας, το χαρακτηρίζει επανειλημμένα <<κρατικόν νεφέλωμα>>!
Κι αυτό όχι επειδή, όπως ισχυρίζονται οι μεγαλοϊδεάτες, ασφυκτιούσε δήθεν μέσα
στα στενά όρια που του επέβαλε η ευρωπαϊκή διπλωματία: Στο κάτω-κάτω, πουθενά
πέρα από τα όρια αυτά, ούτε ο αριθμός και η πυκνότητά τους ούτε το εθνικό τους
πνεύμα δεν έδιναν στους ΄Ελληνες, όπως παρατηρούσε ο ΄Ενγκελς στα μέσα του περασμένου
αιώνα, <<κάποιο πολιτικό βάρος ως έθνος, εκτός από τη Θεσσαλία κι
ίσως και την ΄Ηπειρο>>. -Αλλά μοναδικά επειδή από τα καχεκτικά “εθνικά”
κράτη, που αναδύθηκαν ανάμεσα στα ερείπια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, έλειπε
ο πρωταρχικός όρος της διαμόρφωσης των νεώτερων αστικών εθνών: η διάλυση των
γενοφυλετικών σχέσεων της “πατριαρχικής βαρβαρότητας” μέσα
στις σχέσεις προσωπικής εξάρτησης της φεουδαρχίας. ΄Ετσι και
τα αντίστοιχα βαλκανικά κρατίδια δεν ξεπήδησαν, όπως τα ενιαία συγκεντρωτικά
κράτη της “αστικά αναπτυγμένης Δύσης”, από τα εδαφικά βασίλεια
του φεουδαρχικού μεσαίωνα, αλλά από την “πιο άξεστη μορφή κράτους”,
τον ανατολικό δηλ. δεσποτισμό, που βασιζόταν σ’ ένα θεμέλιο πρωτόγονα κομμουνιστικού
χαρακτήρα, σε μια κοινωνία γενών, που είχε την προέλευσή της
στην εποχή πριν από τον πολιτισμό.
Γι’ αυτό λοιπόν το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια δεν μπορούσε ποτέ να λυθεί από
το “αστικό εθνικό κράτος”, αλλά αποκλειστικά από μια ομοσπονδιακή ένωση των
λαών της Ανατολής, οργανωμένη σε εδαφική κι όχι σε εθνολογική
βάση. Η ανάπτυξη όμως του καπιταλισμού υπήρξε παντού συνυφασμένη με τα εθνικά
κράτη. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί βέβαια, όπως υποστήριζε ο Λένιν, οι καλύτεροι
όροι για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στα Βαλκάνια να δημιουργούνταν ίσα-ίσα
στο βαθμό που διαμορφώνονταν ανεξάρτητα εθνικά κράτη σ’ αυτή τη χερσόνησο, αλλά
ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να λύσει το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια.
Το ζήτημα αυτό μπορούσε να το λύσει μόνο η ευρωπαϊκή επανάσταση,
ιδρύοντας στη θέση της γερασμένης οθωμανικής αυτοκρατορίας μια βαλκανική ομοσπονδιακή
δημοκρατία. <<Η λύση του τουρκικού προβλήματος, όπως και άλλων μεγάλων
προβλημάτων -προέβλεπε ο ΄Ενγκελς από το 1853- επιφυλάσσεται στην ευρωπαϊκή
επανάσταση. Και δεν είναι παράτολμο να εντάξουμε τούτο το άσχετο, από πρώτη
όψη, ζήτημα στον τομέα των αρμοδιοτήτων του μεγάλου επαναστατικού κινήματος>>.Αποδείχτηκε
όμως επίσης ότι μια διεθνής κοινωνική επανάσταση, που από τη
φύση της θα έπρεπε να είναι προλεταριακή, ήταν ανέφικτη όσο
ο καπιταλισμός δεν είχε διαλύσει τις απολιθωμένες ανατολικές δεσποτείες σ’ ένα
μωσαϊκό θνησιγενών και αλληλομισούμενων “εθνικών” κρατιδίων. Τέτοια κακέκτυπα
του εθνικού κράτους ήταν και οι <<βαλκανικές μικρογραφίες κρατών>>
(Λένιν), που αν η αστική τους ανάπτυξη τις οδηγούσε νομοτελειακά σε εξάρτηση
από την καπιταλιστική Δύση, οι φυλετικοί και θρησκευτικοί παράγοντες, όπως ο
πανσλαβισμός και η ορθοδοξία, που τόσο ανασταλτικό
ρόλο διαδραμάτισαν στη διαμόρφωση της εθνολογικής τους βάσης, τις ωθούσαν μοιραία
στην τροχιά της οπισθοδρομικής και βάρβαρης Ρωσίας των τσάρων. <<Το φαινόμενον
-θα μπορούσε να πει για την περίπτωση αυτή ένας κορυφαίος αστός ιστορικός σαν
το Γ. Βεντήρη - δεν θα κριθή καθεαυτό ευτυχές ή ατυχές. ΄Ητο αναπόφευκτον>>.
Η συγκεκριμένη όμως ανάλυση της ιστορικής αυτής εξέλιξης και των συνεπειών της
ξεφεύγει ολότελα από τα πλαίσια του άρθρου αυτού κι ακόμα της σειράς αυτής άρθρων.
Θα χρειαζόταν, για να αναπτυχθεί έστω και σε πολύ αδρές γραμμές, όχι μια σειρά
από άρθρα, αλλά μάλλον μια σειρά από βιβλία. Οι στήλες μιας εφημερίδας, όσο
φιλόξενη κι αν είναι, δεν επαρκούν.