Από το Πρόγραμμα της ΟΑΚΚΕ. Απόφαση του 1ου Συνέδριου, Ιούνης 1990


Το 1821

Μένει λοιπόν τώρα να βρεθεί η ρίζα αυτής της ιδιόμορφης εξέλιξης της νεοελληνικής αστικής τάξης.
Αυτή βρίσκεται στην αρχή του σχηματισμού του νεοελληνικού κράτους και πιο ειδικά στην επανάσταση του 1821.
Η μεγάλη αντίφαση αυτής της επανάστασης βρίσκεται στο εξής γεγονός: Ότι ενώ η βάση της ήταν η φτωχή νεοελληνική αγροτιά που ξεσηκώθηκε ενάντια στην οθωμανική φεουδαρχία ζητώντας εθνική και κοινωνική απελευθέρωση, η ηγεσία της ήταν από την αρχή στα χέρια και υπηρετούσε τους σκοπούς του τσαρικού δεσποτισμού που ήταν ο χειρότερος εχθρός των δημοκρατικών κινημάτων ολόκληρης της Ευρώπης, ο κύριος παγκόσμιος πόλος της αντίδρασης για εκείνη την εποχή.
Το να πάρει την ηγεμονία αυτού του αγώνα το θέλησε ο τσαρισμός επειδή αυτό εξυπηρετούσε τα πολιτικοστρατιωτικά του σχέδια στα Βαλκάνια, το μπόρεσε όμως επειδή δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα η εθνική αστική τάξη της νέας Ελλάδας, ούτε αριθμητικά, ούτε πολιτικοιδεολογικά.
Έτσι ο τσαρισμός μέσω της «Φιλικής Εταιρείας» που τον υπηρετούσε, συγκρότησε ένα αντιδραστικό ηγετικό μπλοκ στο οποίο συμμετείχαν, εκτός από τους πράκτορες του Τσάρου και οι αντιδραστικοί γραφειοκράτες του Φαναριού και οι αντιπρόσωποι της αγγλικής και γαλλικής διπλωματίας και οι ντόπιοι συνεργάτες της οθωμανικής φεουδαρχίας (κοτζαμπάσηδες).
Η μόλις διαμορφωμένη εμπορική και πλοιοκτητική αστική τάξη καθώς και η αστική τάξη της πόλης έπαιξε έναν δευτερεύοντα πολιτικό ρόλο στο ΄21.
Αποτέλεσμα αυτής της πρόωρης και υποδαυλισμένης και καθοδηγημένης από τον ξένο παράγοντα επανάστασης ήταν:
α. Η οπισθοδρόμηση και συχνά η καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων που δειλά αναπτύσσονταν πριν το ΄21, ιδιαίτερα η καταστροφή των πόλεων και της μανιφακτούρας τους και το χτύπημα της εθνικής αστικής τάξης.
β. Ο φυλετικός χαρακτήρας τον οποίο έδωσε στην επανάσταση ο τσαρισμός στρέφοντας τη φτωχή νεοελληνική αγροτιά ενάντια στην τούρκικη φτωχή αγροτιά, εξοντώνοντας την τελευταία και εμποδίζοντας την συγκρότηση ενός ταξικού αντιφεουδαρχικού μετώπου ενάντια στον Οθωμανισμό.
γ. Επειδή ο ξένος παράγοντας πρόσφερε την εθνική απελευθέρωση μόνο στη μορφή, ενώ οι εσωτερικές δυνάμεις του έθνους θα καταχτούσαν αυτή την απελευθέρωση και στο περιεχόμενο, η εθνικοαστική ανάγκη της εθνικής ολοκλήρωσης και εθνικής ύπαρξης στηρίχθηκε πάντα στον ξένο παράγοντα και μπήκε εξαρχής στην υπηρεσία του παίρνοντας τη μορφή του επεκτατισμού. Για την ελληνική αστική τάξη ο σωβινισμός της δέθηκε με τον επεκτατισμό και την ξενοδουλεία όσο σε καμιά άλλη βαλκανική χώρα. Αυτός ο παράγοντας ήταν ο αποφασιστικός στο να ηγεμονεύουν στο αστικό μπλοκ τα ξενόδουλα τμήματα του και να συντρίβουν, να διαλύουν και να σέρνουν πάντα πίσω τους την εθνική αστική τάξη. Οι βίαιες αντιθέσεις στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης της χώρας ήταν πάντα το αποτέλεσμα της διαφορετικής απάντησης στο ερώτημα: «σε ποια ξένη δύναμη, σε ποιο ιμπεριαλιστή ή μέτωπο ιμπεριαλιστών πρέπει να υπαχθούμε προκειμένου να ικανοποιήσουμε το κύριο «εθνικό» αίτημα της εποχής».
δ. Η δημιουργία ενός νεοελληνικού κράτους «φαντάσματος», όπως το χαρακτηρίζει ο Μαρξ, μετά το 1821.
Πρόκειται για το καποδιστριακό και οθωνικό κράτος που πάνω του οικοδομήθηκε το κατοπινό, μέχρι και σήμερα νεοελληνικό κράτος.