Με την ευκαιρία του Μουντιάλ
ΟΧΙ ΣΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ-ΠΟΛΕΜΟ
"Πρώτα η φιλία μετά ο συναγωνισμός"
Το ποδόσφαιρο μπορεί να
είναι και παιχνίδι. Έχει ξεκινήσει σαν παιχνίδι. Όμως στο βαθμό που το έχει
αδράξει το κεφάλαιο παύει να είναι παιχνίδι και γίνεται πόλεμος.
Παιχνίδι μπορεί να είναι ακόμα κάτω στις γειτονιές, στις παρέες και στις αυλές
των σχολείων. Όμως ψηλά στις κατηγορίες και τις εθνικές ομάδες έχει γίνει πόλεμος.
Εδώ κάτω μπορεί να είναι παιχνίδι γιατί η φιλία, δηλαδή η ενότητα των αντίπαλων
ομάδων υπερισχύει πάνω στον ανταγωνισμό, δηλαδή πάνω στη σύγκρουσή τους. Εδώ
το λάθος τιμωρείται, αλλά όχι ο παίχτης. Εδώ ο παίχτης εύκολα αλλάζει θέση και
εύκολα αλλάζει ομάδα.
Όμως πάνω ο ανταγωνισμός, η σύγκρουση, η εξόντωση και συντριβή του αντίπαλου
έχει επικρατήσει απόλυτα. Εδώ πάνω ο παίχτης έχει πάψει να είναι παίχτης. Είναι
ένας άνθρωπος που δουλεύει και μάλιστα δουλεύει σκληρά. Είναι απόλυτα ειδικευμένος,
και με την απόδοσή του κρίνει αν θα ανεβάσει στα ύψη ή θα γκρεμίσει στα τάρταρα
μια ποδοσφαιρική επιχείρηση ή ένα έθνος. Από αυτή την απόδοση θα κριθεί αν ο
ίδιος ζήσει μέσα στον πλούτο και τη δόξα, ή στη φτώχεια και στη λησμονιά.
Τώρα στο Μουντιάλ ο πόλεμος είναι στην κορύφωσή του.
Ο πόλεμος των εταιριών
και ο πόλεμος των “φιλάθλων” στρατών μέσα σε κάθε χώρα στα εθνικά πρωταθλήματα
έχει δώσει τη θέση του στο παγκόσμιο πρωτάθλημα δηλαδή στον πόλεμο των εθνών
και των κρατών, στον πόλεμο του κάθε κράτους ενάντια σε όλα τα άλλα για την
απόλυτη υπεροχή.
Όποιος παίζει στο Μουντιάλ, τότε παίζει με το εθνικό και κρατικό συμφέρον και
ακόμα περισσότερο με το εθνικό γόητρο και την εθνική τιμή. Όποιος παίζει στο
Μουντιάλ και δεν πολεμά είναι ένας χοντρόπετσος εθνοπροδότης. Οι λεγόμενοι παίχτες,
ο προπονητής και ο εθνικός μηχανισμός υποστήριξης της κάθε εθνικής ομάδας (προπονητές,
γυμναστές, γιατροί, διοικητικοί, δημοσιογράφοι, οργανωμένοι πυρήνες φιλάθλων)
αποτελούν ένα μαχητικό πολεμικό απόσπασμα που από την έκβαση της μάχης που θα
δώσει θα κριθεί η ιδεολογική κατάσταση ενός ολόκληρου έθνους και ότι συνεπάγεται
αυτό σε υλικά συμφέροντα.
Είναι γεγονός ότι ένα Μουντιάλ όπως κάθε άλλη αθλητική διοργάνωση δεν είναι
ένας πλήρης πόλεμος με την έννοια ότι δεν συνεπάγεται και την φυσική εξόντωση
των αντιπάλων. Όμως είναι ένας πλήρης πολιτικός και πιο πλήρης ιδεολογικός πόλεμος.
Εδώ οι εθνικοί παίχτες και οι λαοί που βρίσκονται πίσω τους περιμένοντας από
αυτούς τη νίκη δεν εξοντώνονται φυσικά όταν νικιούνται, αλλά συντρίβονται ηθικά,
ψυχικά, ιδεολογικά. Αυτό ακριβώς γίνεται και στην πολιτική.
Ούτε εδώ οι αντίπαλοι εξοντώνονται φυσικά. Όμως το βαθύτερο περιεχόμενο του
πολιτικού ανταγωνισμού είναι η εξόντωση.
Στο Μουντιάλ, όπως και σε κάθε πολιτικό ανταγωνισμό η φυσική εξόντωση απαγορεύεται,
όμως όλο και δυναμώνει αυθόρμητα η βίαιη επίλυση των διαφορών στη διεκδίκηση
της μπάλας μέσα στον ανταγωνιστικό χώρο. Γι’ αυτό η διαιτησία αναγκάζεται να
θεσπίζει όλο και πιο αυστηρές ποινές για τις βιαιότητες. Αυτό οφείλεται στο
ότι οι βιαιότητες, δηλαδή η καθαρά πολεμική πλευρά των αγώνων έχουν την τάση
να δυναμώνουν όσο περνάνε τα χρόνια. Αλλά και η άλλη πλευρά του πολέμου δυναμώνει.
Αυτή που λέγεται εξαπάτηση του αντίπαλου. Το ψεύτικο πέναλτυ, το ροκάνισμα του
χρόνου, το δήθεν ακούσιο φάουλ, έχουν γίνει μέρος της ποδοσφαιρικής τέχνης.
Ο καπιταλιστικός πόλεμος αποτυπώνει στο ποδόσφαιρο το ίδιο τους νόμους του.
Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στο ζήτημα της βίας και της εξαπάτησης.
Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ
Οι λάτρεις της ποδοσφαιρικής
τέχνης και οι ειδικοί διαπιστώνουν ότι το ποδόσφαιρο γίνεται σταδιακά λιγότερο
θεαματικό, σχετικά πιο αμυντικό, με σχετικά περισσότερη έμφαση στη δύναμη και
σχετικά λιγότερη έμφαση στο ατομικό δημιουργικό ρίσκο.
Αυτή είναι μια φυσική συνέπεια της υποταγής του ποδόσφαιρου στον καπιταλιστικό
και μάλιστα στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Στον ανταγωνισμό αυτό το βασικό
δεν είναι τόσο η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του κάθε μονοπώλιου, ή του
κάθε κράτους ξεχωριστά, όσο η υπονόμευση της ανάπτυξης του άλλου. Αυτή η έννοια
της υπονόμευσης μεταφράζεται στο λεγόμενο καταστροφικό ποδόσφαιρο. Το ζήτημα
εδώ είναι να εμποδιστεί η ανάπτυξη του αντίπαλου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να
δίνεται η κύρια μάχη για την κατοχή του κέντρου του γηπέδου με μια σκληρή αναμέτρηση
παίχτη με παίχτη, αναμέτρηση που κάνει όλο και πιο δύσκολη, πιο ασφυκτική την
εξαπόλυση και την εξέλιξη των επιθέσεων που αποτελούν την ομορφιά του ποδοσφαίρου.
Ταυτόχρονα αυτός ο ανταγωνισμός δίνει στο ποδόσφαιρο όλο και πιο αμυντικό χαρακτήρα.
Το πρώτο ζητούμενο σήμερα είναι για μια ομάδα το να μη νικηθεί και όχι το να
νικήσει. Η ήττα τώρα ισοδυναμεί συχνά με καταστροφή αφού, όταν συμβεί, οξύνονται
στο έπακρο όλες οι αντιθέσεις μέσα στην ομάδα , αντιθέσεις ανάμεσα στους παίχτες
και τους οπαδούς, ανάμεσα στους παίχτες και τη διοίκηση, ανάμεσα στους ίδιους
τους παίχτες κ.λπ. Αυτός είναι ο λόγος που οι ποδοσφαιρικοί νομοθέτες αναζητούν
τρόπους να εμποδίσουν αυτή την αυθόρμητη τάση για αμυντική αναδίπλωση (βαθμολόγηση
της ισοπαλίας με βαθμούς πιο κοντά στην ήττα παρά στη νίκη, απόπειρες κατάργησης
του οφσάϊντ, για να αντιμετωπιστεί ο τεχνητός αμυντικός ελιγμός που λέγεται
τεχνητό οφσάϊντ).
Η ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΧΤΗ
Αυτού του είδους η αναμέτρηση
και γενικά η ένταση του ανταγωνισμού που εκφράζεται με την επέκταση του παιχνιδιού
σε όλες τις γωνιές του γηπέδου, και με το διαρκές ανεβοκατέβασμα των παιχτών
σε όλες τις γραμμές, έχει αυξήσει παράλληλα τις απαιτήσεις για μια τρομαχτικά
ανεπτυγμένη φυσική κατάσταση του παίχτη. Ο επαγγελματίας παίχτης έχει γίνει
έτσι ένας υπεραθλούμενος άνθρωπος, πολύ κουρασμένος και υποταγμένος σε αντικοινωνικούς
κανονισμούς διαβίωσης. Αυτό οδηγεί σταδιακά σε ένα φυσικό και ψυχικό υποβιβασμό
της γενικής του κατάστασης.
Αυτή η κατάσταση επιδεινώνεται από την τεράστια ψυχολογική πίεση που ασκούν
στον παίχτη οι προσδοκίες, συχνά υστερικές, των χιλιάδων και των εκατομμυρίων
οπαδών, που περιμένουν από την ομάδα να αποκαταστήσει την ατομική τους αυτοεκτίμηση
ή την χαμένη κοινωνική συλλογικότητα που μάταια αναζητούν στο ποδόσφαιρο. Έτσι
ο παίχτης έχει γίνει ένας εξαιρετικά εύθραυστος άνθρωπος τόσο σωματικά όσο και
ψυχικά. Η περίπτωση Μαραντόνα λέει πολλά για τις αβύσσους στις οποίες μπορεί
να κατέβει ένας θεός της μπάλας.
Η ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΟΥ ΟΠΑΔΟΥ
Βέβαια το αληθινό κοινωνικό
πρόβλημα δεν βρίσκεται τόσο στην καταστροφή του ποδοσφαίρου, ούτε καν στην καταστροφή
του παίχτη. Το αληθινό πρόβλημα βρίσκεται στην καταστροφή του οπαδού και στην
ιδεολογική αλλοτρίωση των εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων θεατών του ποδοσφαίρου.
Από τη σωματική άποψη το ανταγωνιστικό καπιταλιστικό ποδόσφαιρο δίπλα στην καταστροφική
υπεργύμναση του επαγγελματία παίχτη φτιάχνει την αγυμνασιά του οπαδού. Ισχύει
εδώ ότι σε όλο τον αστικό αθλητισμό. Εκατομμύρια άνθρωποι άρρωστοι από αγυμνασιά
αποθεώνουν ή βρίζουν μια χούφτα ανθρώπους άρρωστους από υπεργύμναση. Είναι φυσικό
ότι όσο το ποδόσφαιρο γίνεται καπιταλιστική επιχείρηση στην κορυφή (ατομική,
μονοπωλιακή, δημοτική ή κρατική δεν έχει και πολύ σημασία) τόσο περισσότερο
αλλάζει και προς τα κάτω, προς τη βάση του. Η επαγγελματική Α΄ κατηγορία, γίνεται
επαγγελματική και στη Β΄ κ.λπ μέχρις ότου παντού εγκατασταθεί ένα δίκτυο καπιταλιστικού
ποδοσφαιρικού ανταγωνισμού που αφορά μια μειοψηφία παιχτών και πετάει απ’ έξω
του ή υποτάσσει κάθε μαζική, επιμέρους και αυθόρμητη μη ανταγωνιστική ποδοσφαιρική
δραστηριότητα, δηλαδή την τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού που αγαπάει τη μπάλα.
Σταδιακά όλο και περισσότερο η ποδοσφαιρική δραστηριότητα φεύγει από τα χέρια
του λαού. Από τα σπλάχνα του λαϊκού ποδοσφαίρου γίνεται μόνο η επιλογή των ταλέντων.
Έτσι το ποδόσφαιρο γίνεται μια υπόθεση λίγων δημιουργών και άπειρων θεατών.
Όμως η ουσία των αθλητικών παιχνιδιών είναι οι μάζες που το διεξάγουν οι ίδιες,
και όχι οι μάζες που το κοιτάνε. Το ποδόσφαιρο γίνεται όλο και περισσότερο μια
υπόθεση απαιτητικών ηδονοβλεψιών που με θράσος και συχνά, αχάριστη κτηνωδία
ζητάνε όλο και περισσότερα από τους πλούσιους, αλλά και ταλαίπωρους εξ αιτίας
αυτού του πάθους των οπαδών τους, παίχτες.
Η άλλη λοιπόν πλευρά της αλλοτρίωσης, η βαθύτερη, είναι η ιδεολογική αλλοτρίωση
του οπαδού και του θεατή. Αυτή η αλλοτρίωση κορυφώνεται στην περίπτωση της εθνικής
ομάδας. Πολλοί γλύτωσαν για παράδειγμα από το να είναι οπαδοί του Ολυμπιακού
ή του Παναθηναϊκού, δηλαδή οπαδοί μιας καπιταλιστικής επιχείρησης στο εσωτερικό
της χώρας, αλλά πολλοί λίγοι γλυτώνουν από το να είναι ταπεινοί και περήφανοι
συγχρόνως οπαδοί της εθνικής ομάδας, δηλαδή της ομάδας του συλλογικού εθνικού
καπιταλισμού και ακόμα χειρότερα του σοβινισμού του ανώτερου έθνους.
Από αυτή την άποψη το Μουντιάλ είναι πολύ πιο αλλοτριωτική διαδικασία από ότι
το κύπελλο Πρωταθλητριών. Τα κύπελλα πρωταθλητριών αφορούν τους οπαδούς των
ξεχωριστών ομάδων και είναι πολύ λιγότερο δεμένα με τον εθνικισμό, αυτό το ματωβαμένο
όπιο των λαών. Απόδειξη ότι οι ξεχωριστές ποδοσφαιρικές ομάδες σε κάθε χώρα
αποτελούνται όλο και περισσότερο από ξένους παίχτες. Η διεθνής κίνηση του κεφαλαίου
υπονομεύει και τσακίζει σταδιακά τον τοπικισμό και τον εθνικισμό στο επίπεδο
των ποδοσφαιρικών εταιριών. Αντίθετα, από την εθνική ομάδα εξοστρακίζονται όλοι
οι ξένοι παίχτες που δουλεύουν στις ομάδες της δοσμένης χώρας, ενώ γίνεται κάλεσμα
για συμμετοχή σε αυτή σε όλους τους παίχτες του “έθνους” οι οποίοι δουλεύουν
σε ομάδες άλλων χωρών. Με την εθνική ομάδα πετυχαίνεται μέσω της εθνικής εκκαθάρισης
η εθνική ομογενοποίηση, δηλαδή η επανένωση του έθνους, που το έχει “διαλύσει”
στο βάθος, όχι η καταραμένη για τους εθνικιστές ή για τους μικροαστούς, παγκοσμιοποίηση
του κεφάλαιου, αλλά η αναπόφευκτη ιστορικά επέκταση και το βάθεμα της επικοινωνίας
και των ανταλλαγών ανάμεσα στους ανθρώπους.
Όμως πέρα από τις διαφορές τους τόσο η εθνική ομάδα όσο και ο ξεχωριστός σύλλογος
πετυχαίνουν έναν ιδεολογικό και πολιτικό άθλο στη σημερινή εποχή της οξυμένης
ταξικής πάλης που διανύουμε. Πετυχαίνουν την πιο ισχυρή ταξική ενότητα ανάμεσα
σε ανταγωνιστικές τάξεις που είναι σήμερα δυνατή. Πιο δυνατή και από εκείνη
που πετυχαίνει η θρησκεία. Εδώ ο πλούσιος και ο φτωχός είναι ενωμένοι στην κοινή
πίστη, στον ίδιο θεό, όμως πουθενά περισσότερο από όσο στο ποδόσφαιρο ο φτωχός
δεν θα αγκαλιάσει τον πλούσιο και δεν θα κλάψουν μαζί με γνήσια και ανυπόκριτη
συγκίνηση για τη νίκη ή για την ήττα της κοινής ομάδας τους, εθνικής ή όχι.
Ταυτόχρονα και αυτό είναι το σπουδαιότερο, οι αντιδραστικοί στη βάση του ίδιου
μηχανισμού πετυχαίνουν και την πιο ανεπτυγμένη και θεσμοθετημένη ταξική διάσπαση
στους κόλπους των ίδιων των καταπιεσμένων τάξεων, ή και των καταπιεσμένων εθνών.
Στην πραγματικότητα εδώ οι οπαδοί παρακολουθούν τη διάσπαση των αρχουσών τάξεων,
δηλαδή τους δικούς τους ανταγωνισμούς, αλλά με έναν φανατισμό συχνά πολύ πιο
μεγάλο από εκείνο των ηγετών τους. Είναι πραγματικά φοβερή υποκρισία από την
πλευρά των αστικών τάξεων να καταγγέλουν τον χουλιγκανισμό των γηπέδων, όταν
αυτός είναι το πιο φυσιολογικό παιδί του γενικού ανταγωνιστικού χαρακτήρα που
οι ίδιες οι κυρίαρχες τάξεις έδωσαν σ’ αυτό το παιχνίδι.
Ο χουλιγκανισμός είναι το καταστροφικό ποδόσφαιρο στο επίπεδο της εξέδρας. Ο
χούλιγκαν δεν βλέπει ποδόσφαιρο όπως δεν βλέπει ποδόσφαιρο ούτε ο ιδιοκτήτης
επιχειρηματίας, ούτε ο ιδιοκτήτης κράτος. Στον καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό
ανταγωνισμό δεν μετράει η παραγωγή η ίδια, αλλά το κέρδος που φέρνει. Στο ποδόσφαιρο
δεν μετράει η δημιουργική ποδοσφαιρική τέχνη, αλλά η νίκη (ή όπως είπαμε πριν
η μη ήττα). Ο χούλιγκαν και ο αστός ενδιαφέρονται μόνο να βιάσουν τα δίχτυα
της αντίπαλης ομάδας και να μη βιαστούν τα δικά τους. Συχνά οι ίδιοι οι παίχτες
μιμούνται μετά την επιτυχία του γκολ τον σεξουαλικό βιασμό και αυτή είναι μια
συνηθισμένη χειρονομία ταπείνωσης που χρησιμοποιούν οι οπαδοί της νικήτριας
ομάδας σε βάρος της νικημένης.
Διαμαρτύρονται συχνά για την αγριότητα του χούλιγκαν, αλλά υπάρχει πραγματικά
τίποτα πιο βάρβαρο από την αγριότητα ενός γηπέδου λίγο μετά το γκολ, ή ακόμα
στο τέλος ενός ματς; Έχουμε όλοι μας συνηθίσει να παρακολουθούμε αυτές τις στιγμές
σαν κάτι το ολότελα φυσιολογικό, όμως υπάρχει εδώ κάτι το τερατώδες. Είναι τερατώδες
ότι χιλιάδες οπαδοί ζητωκραυγάζουν υστερικά μέχρι δακρύων ενώ οι παίχτες της
νίκης επιτρέπουν στον εαυτό τους τις πιο πρωτόγονες εκδηλώσεις χαράς, και την
ίδια στιγμή στον ίδιο χώρο δίπλα σ’ αυτούς χιλιάδες άλλοι άνθρωποι και άλλοι
παίχτες είναι κεραυνοβολημένοι από θλίψη, και απαρηγόρητοι σαν να τους χτύπησε
ο θάνατος. Εδώ η λύπη των μεν είναι η προϋπόθεση της χαράς των άλλων.
Αυτό είναι το : “ο θάνατός σου, η ζωή μου”. Αυτός είναι ο νόμος της ζούγκλας.
Αυτός είναι ο νόμος των γηπέδων. Η ομάδα που χάνει κατασπαράσσεται. Ο προπονητής
της απολύεται, οι παίχτες συγκρούονται ανάμεσά τους, η αξία τους πέφτει, οι
οπαδοί εξαγριώνονται. Ο χουλιγκανισμός είναι η αλήθεια του σύγχρονου καπιταλιστικού
ποδοσφαίρου. Ο εθνικιστικός χουλιγκανισμός που για πρώτη φορά τον παρακολουθούμε
σε τόση ένταση και έκταση στο Μουντιάλ του Παρισιού, είναι η κοινωνική έκφραση
της ποδοσφαιρικής βαρβαρότητας. Όμως οι μουλάδες του Ιράν που καμάρωσαν ότι
νίκησαν το μεγάλο Σατανά και οι σοβινιστές της Αργεντινής που για μια ακόμα
φορά πήραν εκδίκηση για τα Φώκλαντ νικώντας τους Άγγλους, δίνουν δείγματα του
αληθινού πολεμικού χαρακτήρα που κρύβεται πίσω από τις φαινομενικά ειρηνικές
ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις.
Όχι, δεν είναι η ειρήνη και η φιλία που χαρακτηρίζουν τα Μουντιάλ, αλλά ο εθνικός
ανταγωνισμός και το οικονομικό συμφέρον.
Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ
Με αυτά που έχουμε πει
ως εδώ υπάρχει ένα ερώτημα: και αυτό είναι το γιατί η γιγαντιαία ποδοσφαιρική
εκδήλωση γοητεύει σε τέτοιο βαθμό ώστε εκατοντάδες εκατομμύρια και δισεκατομμύρια
άνθρωποι να στέκονται μπροστά στις τηλεοράσεις τους και να συζητάνε και να σχολιάζουν
ασταμάτητα τις ομηρικές μάχες που διεξάγονται μπροστά στα μάτια τους, ακόμα
και όταν δεν παίζει η δικιά τους εθνική ομάδα; Αφού εδώ δεν τους κινεί ο εθνικισμός
γιατί παρακολουθούν και παθιάζονται ;
Η μια πλευρά του ζητήματος έχει να κάνει με το ότι οι θεατές διαλέγουν στρατόπεδο
σ’ αυτές τις αναμετρήσεις συχνά σε εθνική ή γενικά πολιτική βάση, ταυτίζονται
δηλαδή με τη μια ομάδα και παθιάζονται με τη νίκη της. Είναι π.χ εδώ στην Ελλάδα
ενάντια στη Γερμανία επειδή θυμούνται την κατοχή, ή υπέρ της Σερβίας επειδή
έχουν δουλευτεί στο ότι είναι σύμμαχη χώρα. Η είναι υπέρ των χωρών του τρίτου
κόσμου από υγιή αντιϊμπεριαλιστική ή αντιαποικιοκρατική διάθεση, ή είναι υπέρ
των μικρών χωρών ενάντια στις μεγάλες πάλι από την καλή πλευρά, ή γενικά υπέρ
του αουτσάϊντερ εναντίον του φαβορί στη βάση ενός ακατανίκητου ψυχολογικού μηχανισμού
που διακατέχει τις ευγενικές ψυχές.
Όμως κάτω και πίσω από όλη αυτή τη σύγκρουση ζει και η αληθινή ομορφιά του παιχνιδιού
και η αληθινή επικοινωνία των λαών. Οι λαοί δεν είναι διεστραμμένοι, για να
αγαπούν τον πόλεμο ή τα φαντάσματα.
Όπως χαίρονται τα προϊόντα της παραγωγής τους που τα καταναλώνουν δίχως να αγαπούν
τον καπιταλισμό που στα πλαίσιά του αυτά παράγονται, έτσι χαίρονται το περιεχόμενο
της ποδοσφαιρικής αναμέτρησης παρ’ όλη την ανταγωνιστική μορφή του, που συχνά
είτε αγνοούν, είτε δεν αποδέχονται.
Για παράδειγμα το πολύ πλατύ κοινό μισεί την ανοιχτή βία στο ποδόσφαιρο από
παίχτες ή φιλάθλους, απεχθάνεται την απάτη και τη διαιτητική αδικία, αισθάνεται
όμορφα όταν οι αντίπαλοι παίχτες αγκαλιάζονται ή αλληλοβοηθούνται μετά από έναν
τραυματισμό.
Οι πλατειές μάζες αγαπάνε το fair -play.
Στο βάθος το κοινό καταναλώνει με βουλιμία το όμορφο ποδόσφαιρο, ακόμα και με
τη μοναδική μορφή που σήμερα μπορεί να του δοθεί, την καπιταλιστική ανταγωνιστική.
Είπαμε ότι αυτός ο ανταγωνισμός καταστρέφει το ποδόσφαιρο. Αλλά αυτή είναι μια
διαλεκτική διαδικασία. Το καταστρέφει καθώς το αναπτύσσει. Αυτό γίνεται γενικότερα
με τις παραγωγικές δυνάμεις στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Αναπτύσσονται την
ίδια ώρα που αυτή η ανάπτυξή τους εμποδίζεται. Είναι σαν ένα σώμα που μεγαλώνει
μέσα σε ένα σφιχτό κορσέ. Όσο πιο πολύ μεγαλώνει τόσο πιο πολύ πιέζεται. Αυτό
συνεχίζεται μέχρι τη ρήξη.
Όταν λέμε ότι το ποδόσφαιρο χάνει σε ομορφιά ή σε τέχνη αυτό γίνεται μόνο σχετικά.
Γιατί ο ίδιος ανταγωνισμός που το σκοτώνει αποτελεί σήμερα και την κινητήρια
δύναμη της εξέλιξής του. Τα ποδοσφαιρικά συστήματα, οι σχολές, η τεχνική εκπαίδευση
και κατάρτιση, η ταχύτητα και η ατομική δεξιοτεχνία των παιχτών έχουν φτάσει
σε ασύλληπτα επίπεδα. Η καταστροφή έγκειται στο ότι όλες αυτές οι πελώριες ατομικές
δεξιότητες και η επιστήμη του ποδοσφαίρου σπαταλιούνται, εμποδίζονται ή και
καταστρέφονται αδιάκοπα από τον πολεμικό ανταγωνισμό τη βία, την απάτη, τη διαφθορά
και τον μεσαιωνικό φανατισμό όπου μέσα τους κινείται η σύγχρονη ποδοσφαιρική
ομάδα.
Όταν οι λαοί αγαπάνε το ποδόσφαιρο, αγαπάνε στο βάθος την δημιουργική την διαρκώς
αναπτυσσόμενη, την επαναστατική του πλευρά. Σε αυτό διαφέρουν οι λαοί από τους
κοινωνιολόγους της δεκάρας που είτε το περιφρονούν σαν τέτοιο είτε εκθειάζουν
και τη βαρβαρότητά του. Η εικονογράφηση αυτής της αληθινά προοδευτικής στάσης
των μαζών απέναντι στο ποδόσφαιρο είναι ότι, ανεξάρτητα από εθνότητα, φυλή και
θρησκεία, αγαπάνε την εθνική Βραζιλίας, δηλαδή το κατ’ εξοχήν ποδόσφαιρο της
ομορφιάς και της ατομικής και συλλογικής δημιουργικότητας.
ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Για το επαναστατικό προλεταριάτο
το ποδόσφαιρο μπορεί να αναπτυχθεί στα αλήθεια όταν απελευθερωθεί όπως κάθε
ανθρώπινη δραστηριότητα από τα καπιταλιστικά και ιμπεριαλιστικά του δεσμά. Στ’
αλήθεια ωραίο και πολιτισμένο ποδόσφαιρο σημαίνει συντριβή της καπιταλιστικής
ποδοσφαιρικής επιχείρησης του μονοπώλιου ή του κράτους, συντριβή της ομάδας
του κέρδους και του εθνικισμού, συντριβή της ομάδας που αντέχει μόνο τη νίκη.
Όλες οι τεχνικές καταχτήσεις του σημερινού ποδοσφαίρου, πρέπει να αξιοποιηθούν
για το νέο λαϊκό ποδόσφαιρο που δεν θα σκοτώνει τους παίχτες και δεν θα αλλοτριώνει
τους θεατές. Το ποδόσφαιρο πρέπει να ξαναγίνει πρώτα από όλα παιχνίδι, και μάλιστα
πάνω από όλα παιχνίδι των μαζών. Η ποδοσφαιρική ανώτατη τέχνη των ταλέντων πρέπει
να χρησιμεύει όχι σαν αυτοσκοπός αλλά σαν κίνητρο και σαν έμπνευση του μαζικού
ποδοσφαίρου που κατά εκατομμύρια θα παίζουν οι ίδιοι οι λαοί.
Η Κίνα του Μάο Τσε Τούνγκ, η Κίνα της Πολιτιστικής Επανάστασης ήταν αυτή που
πρώτη έριξε τόσο συστηματικά τη σωστή γραμμή του σύγχρονου συλλογικού αθλητικού
παιχνιδιού και γενικότερα του αθλητικού συναγωνισμού: “Πρώτα η φιλία, ύστερα
η διαπάλη”. Αυτή η σοσιαλιστική Κίνα αποφάσισε να απέχει από όλο αυτό το καλοοργανωμένο
πεδίο μάχης που λέγεται παγκόσμιος πρωταθλητισμός σε όλα τα σπορ. Δεν θα ξεχάσουμε
ποτέ εκείνη την κινέζικη ποδοσφαιρική ομάδα που συναντήθηκε με ελληνικές ομάδες
στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και δίδαξε στους έλληνες φιλάθλους το ποδόσφαιρο
της φιλίας, το ποδόσφαιρο της γενναιοδωρίας και της ευγενικής άμιλλας. Αυτό
το ποδόσφαιρο θεωρεί πολύ ταπεινωτικό πράγμα τόσο την υστερική θριαμβολογία
του νικητή, όσο και την κατάθλιψη του νικημένου. Αυτό το ποδόσφαιρο δεν θα ήθελε
ποτέ να αναθέτει σε τρίτους, τους διαιτητές, μια κρατική ή διεθνική εξουσία
έξω από το ίδιο το παιχνίδι, να χωρίζουν τους παίχτες από τη σύρραξη και να
τους τιμωρούν σαν μικρά παιδιά. Αυτό το ποδόσφαιρο δεν θα έφτιαχνε στίφη διασπασμένου
λαού, αλλά ήρεμους αναλυτές μιας μάχης και κυρίως παίχτες τους ίδιους τους αθλητές.
Αυτό το ποδόσφαιρο μετά τη μάχη θα κατέληγε σε ένα καλό κοινό γλέντι νικητών
και νικημένων. Όλα τα άλλα είναι βαρβαρότητα.