Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΣΤΟ ΝΤΑΡΦΟΥΡ ΚΑΙ Η ΒΡΩΜΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΡΩΣΟ-ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΑΞΟΝΑ


Καθώς η κτηνωδία του σουδανικού ισλαμοφασιστικού καθεστώτος απέναντι στον μαύρο πληθυσμό του Νταρφούρ συνεχίζεται η ανθρωπότητα καλείται να πάρει θέση απέναντι στο έγκλημα. Δύο κύρια παγκόσμια στρατόπεδα έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται: το φιλικό προς το διωκόμενο λαό της περιοχής και το φιλικό προς το καθεστώς του Χαρτούμ. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Ρωσία και οι κάθε είδους δικτατορίες συγκροτούν σε γενικές γραμμές το δεύτερο στρατόπεδο.
Είναι γεγονός ότι οι ιδεολογικοί και υλικοί δεσμοί αυτών των δυνάμεων με το απάνθρωπο καθεστώς του Σουδάν εμπόδισαν την ενημέρωση της παγκόσμιας κοινής γνώμης για τα τεκταινόμενα, καταδικάζοντας έτσι το δύστυχο λαό του Νταρφούρ στην πιο σκληρή απομόνωση. Κι αν σήμερα έχει γίνει κάπως πλατύτερα γνωστό πως στην περιοχή Νταρφούρ του Σουδάν, διεξάγεται μια γενοκτονία αυτό οφείλεται στο ότι τελικά ο ΟΗΕ, αφού έκλεισε τα μάτια για έναν ολάκερο χρόνο στο δράμα του καταβασανισμένου λαού, υποχρεώνεται κάτω από την πίεση των δημοκρατικών μη κυβερνητικών οργανώσεων και μιας μερίδας του δυτικού τύπου να αποστείλει στα τέλη Απρίλη δύο αποστολές για να διερευνήσουν τα εγκλήματα του σουδανικού καθεστώτος απέναντι στον πληθυσμό της περιοχής. Τότε συντάχθηκε μια έκθεση του ΟΗΕ η οποία χαρακτήριζε “πιθανή” τη διάπραξη μεγάλης κλίμακας εγκλημάτων πολέμου ή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας από τις δυνάμεις του καθεστώτος. Ο Κόφι Ανάν προειδοποιεί για την ανάγκη λήψης δραστικών μέτρων, πιθανώς και στρατιωτικών, ενώ η επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων του οργανισμού αρνείται να πάρει την ευθύνη μιας απόφασης που θα κατήγγειλε ευθέως την κυβέρνηση του Χαρτούμ για γενοκτονία ή έστω για εθνοκάθαρση. Ωστόσο το θέμα είχε πλέον τεθεί στην ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και δεν μπορούσε άλλο να αποκρυφτεί.
Να πώς εξηγείται η πληθώρα των δημοσιευμάτων που άρχισαν ξαφνικά να έρχονται στη δημοσιότητα και να μας διαφωτίζουν για τα πραγματικά αποτρόπαια εγκλήματα των παραστρατιωτικών συμμοριών ‘’Τζαντζαουίντ’’ σε βάρος των μη αράβων αγροτών του Νταρφούρ, για την απορρόφηση από τον κρατικό μηχανισμό της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τους πληγέντες, για τις μαζικές δολοφονίες και τους βιασμούς (10-30.000 νεκροί), για το διώξιμο από τις εστίες τους ενός εκατομμυρίου ανθρώπων και για την ολοκληρωτική καταστροφή 400 χωριών. Η παγκόσμια εκστρατεία ενημέρωσης για τα εγκλήματα του σουδανικού φασισμού βρήκε τελικά ανταπόκριση μέσα στο αμερικάνικο επιτελείο με τον Κ. Πάουελ να κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του προκειμένου να ασκηθούν συλλογικές πιέσεις στην κυβέρνηση του Χαρτούμ και τον Ανάν πάντα από πίσω του προσπαθώντας να αμβλύνει αυτή την πίεση.
Έτσι φτάσαμε σε μια πρώτη συμφωνία της σουδανικής ηγεσίας με τον ΟΗΕ στις 3 Ιούλη. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να συμφωνήσει στην ουδετεροποίηση των παραστρατιωτικών συμμοριών, δηλαδή τον αφοπλισμό τους και την αποστολή στρατού και αστυνομίας για την τήρηση της τάξης. Συστάθηκε ένας μηχανισμός για την επίβλεψη των δεσμεύσεων αυτών υπό τη δικαιοδοσία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η κυβέρνηση της χώρας αποδέχτηκε επίσης τη χωρίς περιορισμούς πρόσβαση των ανθρωπιστικών οργανισμών και δεσμεύτηκε να συμμετάσχει σε διαπραγματεύσεις με τα δύο αντάρτικα κινήματα του Νταρφούρ. Στο μεταξύ, πήρε κάποια υποτυπώδη μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση: κινητοποίησε το στρατό για τη σύλληψη, όπως ισχυρίζεται, των ηγετών των παραστρατιωτικών συμμοριών ‘’Τζαντζαουίντ’’, συνέλαβε καμιά εκατοστή και τιμώρησε 10 από δαύτους με πενταετή φυλάκιση και ακρωτηριασμό στο ένα χέρι και το ένα πόδι, απλοποίησε τη διαδικασία έκδοσης βίζας για τις ανθρωπιστικές οργανώσεις και άρχισε να εξετάζει ένα σχέδιο ‘’ομαλοποίησης’’. Το παραπάνω σχέδιο καταχωνιάστηκε ύστερα από την αντίδραση των ανθρωπιστικών οργανώσεων οι οποίες κατηγόρησαν εμμέσως την κυβέρνηση της χώρας για ανειλικρίνεια διαβλέποντας την προσπάθειά της περισσότερο να κουκουλώσει παρά να βοηθήσει στην επίλυση του προβλήματος. Πώς είναι άλλωστε δυνατό να σωθεί ο λαός του Νταρφούρ από τη δυστυχία του στηριζόμενος στην ‘’καλή θέληση’’ ενός δυνάστη που επί χρόνια τον καταπιέζει και τώρα τον εξολοθρεύει; Απ’ αυτή την άποψη οι αξιώσεις του Πάουελ και του ΟΗΕ ήταν από μόνες τους ανεδαφικές. Τόσο η Διεθνής Αμνηστία όσο και το Human Rights Watch κατήγγειλαν, λοιπόν, τους στενούς δεσμούς των ιθυνόντων με τις πολιτοφυλακές, την ενσωμάτωση των ‘’Τζαντζαουίντ’’ στις δυνάμεις ασφαλείας αλλά και τη συνέχιση των διώξεων σε βάρος του μαύρου πληθυσμού. Ένα εξίσου ανησυχητικό φαινόμενο είναι η βίαιη επιστροφή των προσφύγων στα χωριά τους όπου κανείς δεν τους εγγυάται ότι θα πάψουν να δέχονται επιθέσεις από ένοπλους παραστρατιωτικούς. Ένας απεσταλμένος ανθρωπιστικής οργάνωσης αποκαλύπτει ότι στην Καμπκαλίγια “υπάρχει στρατόπεδο όπου οι εξόριστοι είναι κυριολεκτικά φυλακισμένοι από τους Τζαντζαουίντ. Επίσης υπάρχουν ζώνες όπου κανείς δεν έχει ακόμη πρόσβαση. Δε γνωρίζουμε τι συμβαίνει εκεί” (Μοντ, 29-7). Δεκάδες μάρτυρες που μίλησαν σε δυτικούς για τα τεκταινόμενα φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν από τις αρχές.
Πραγματικά, η κατάσταση στο Νταρφούρ συγκεντρώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν μια γενοκτονία και νομιμοποιείται μία ξένη δύναμη τόσο νομικά όσο και ηθικά να επέμβει στρατιωτικά για να προστατέψει την εθνότητα που διώκεται. O πρώτος επίσημος κρατικός φορέας που κινήθηκε ενάντιά της ήταν το αμερικανικό κογκρέσο που και με τις ψήφους της πλειονότητας των Δημοκρατικών βουλευτών, κάλεσε την κυβέρνηση Μπους να εξετάσει το ενδεχόμενο μονομερούς ή πολυμερούς επέμβασης σε περίπτωση απραξίας του ΟΗΕ, και ζήτησε να επιβληθούν κυρώσεις στους ιθύνοντες του Σουδάν, αλλά και σε επιχειρηματικούς κύκλους που συνδέονται μ’ αυτούς. Είχε προηγηθεί η διαπίστωση από τον απεσταλμένο του γ.γ. των Ηνωμένων Εθνών στο Σουδάν, Γιαν Προνκ, (21-7) ότι “καμία πρόοδος” δεν έχει επιτευχθεί σε ό,τι αφορά το ζήτημα του αφοπλισμού των Tζαντζαουίντ και της ασφάλειας στην περιοχή, ενώ την επομένη ο Πάουελ εισηγήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας ένα σχέδιο επιβολής κυρώσεων που μπορεί να περιλαμβάνουν την απαγόρευση εισόδου σε Tζαντζαουίντ, το πάγωμα των περιουσιακών τους στοιχείων αλλά και εμπάργκο όπλων προς το Σουδάν.
Μπροστά στον κίνδυνο λοιπόν, του χαμού ενός πολύτιμου πολιτικού κεφαλαίου, που αντιπροσωπεύει για το ρωσο-κινέζικο άξονα ο σουδανικός ισλαμοφασισμός, και των ελπίδων αναβίωσης του αποικιοκρατικού “μεγαλείου”, που υπόσχεται ο άξονας στις ιμπεριαλιστικές χώρες δευτέρας διαλογής, όπως είναι η πολύ πρόθυμη για αυτές τις συμμαχίες Γαλλία, οι δυνάμεις αυτές συντονίζουν τις προσπάθειές τους προκειμένου να αμβλυνθεί η σχετική αμερικάνικη αποφασιστικότητα και να υιοθετηθούν όσο γίνεται πιο ανώδυνα μέτρα για το καθεστώς του Σουδάν. Ρωσία και Κίνα μόλις κατατέθηκε προς συζήτηση το σχέδιο κυρώσεων του Πάουελ, ζήτησαν να δοθεί περισσότερος χρόνος στην κυβέρνηση Μπασίρ, ενώ οι γάλλοι διπλωμάτες διατυμπάνιζαν την ανάγκη οι όποιες κυρώσεις να επιβληθούν με περίσκεψη από φόβο μήπως τάχα “σημαδευτεί ανεπανόρθωτα” η τριτοκοσμική χώρα και ζητούσαν το λογαριασμό από τους αντάρτες. Όπως το έθεσε ο γάλλος υπουργός εξωτερικών Μπαρνιέ: “η επίλυση της κρίσης δε θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς το Σουδάν, ή ακόμα λιγότερο ενάντια στο Σουδάν, αλλά θα έπρεπε να γίνει μαζί με το Σουδάν” (Μοντ, 29-7).
Έτσι, μέσα από τη διαπάλη των δύο αυτών στρατοπέδων προέκυψε τελικά η απόφαση 1556 του συμβουλίου ασφαλείας που αξιώνει από την κυβέρνηση του Σουδάν τον αφοπλισμό των Tζαντζαουίντ, τη σύλληψη και την προσαγωγή στη δικαιοσύνη των αρχηγών καθώς και των συνεργατών τους. ‘’Το άρθρο 41 προβλέπει οικονομικές και διπλωματικές κυρώσεις που περιλαμβάνουν το πάγωμα περιουσιών και απαγορεύσεις ταξιδιών, αλλά δεν επιτρέπουν τη χρήση ένοπλης βίας. Επιπλέον, η απόφαση επιβάλει άμεσο εμπάργκο όπλων στις τρεις επαρχίες του Νταρφούρ, στοχεύοντας πρώτιστα στους πολιτοφύλακες Tζαντζαουίντ αλλά και αφορώντας εξίσου τις ανταρτικές δυνάμεις’’ (Μοντ, 1-8). Κάθε 30 ημέρες θα εξετάζεται η πορεία εφαρμογής των παραπάνω όρων, ενώ σε περίπτωση που παρουσιαστεί αργοπορία τότε θα ληφθούν “άλλα μέτρα” χωρίς να διευκρινίζεται η φύση τους. Σκληρή μάχη έγινε προκειμένου να αντικατασταθεί η λέξη “κυρώσεις” με τον ανώδυνο όρο “μέτρα”, όπως επιθυμούσαν και πέτυχαν οι Ρωσία, Κίνα, Βραζιλία, Αγκόλα, Πακιστάν, Αλγερία, Φιλιππίνες ενώ η Γαλλία προσπάθησε να πείσει τις ΗΠΑ ότι η αλλαγή ορολογίας δε σημαίνει αναγκαστικά αλλαγή νοήματος κι ότι θα συμβάλει στην ευρύτερη αποδοχή της πρότασής της.
Αντίθετα από μια ανοιχτή επέμβαση του ΟΗΕ, οι παραπάνω δυνάμεις επιδιώκουν την “αφρικανοποίηση” του σουδανικού προβλήματος. Θα προτιμούσαν δηλαδή την ευθύνη του αφοπλισμού των αντιπάλων και της ασφάλειας στο Νταρφούρ να έχει η Αφρικανική Ένωση που θα λειτουργεί πλέον ως ειρηνευτική δύναμη και όχι ως δύναμη προστασίας των διεθνών παρατηρητών. Σ’ αυτήν όμως ηγεμονικό ρόλο τα τελευταία χρόνια παίζει η Ν. Αφρική και ο ρωσόδουλος ηγέτης της Τ. Μπέκι. Έτσι παρατηρείται η ολοένα και μεγαλύτερη διεύρυνση του ρόλου αυτού του οργανισμού, ο οποίος ξεκινώντας από την εξασφάλιση της εκεχειρίας στο Νταρφούρ και την αποστολή 300 αφρικανών παρατηρητών, αποφάσισε κατόπιν να ενισχύσει τη δύναμή του σε 2.000, κυρίως από τη Νιγηρία και τη Ρουάντα, για να αφοπλίσουν βασικά τους αντάρτες του Νταρφούρ ενώ στη συνέχεια εξετάζει το ενδεχόμενο μετεξέλιξής της σε ειρηνευτική δύναμη, δηλαδή σε δύναμη άμεσου πολιτικού ελέγχου προς όφελος του ρωσο-κινέζικου άξονα.