Η θύελλα τρομοκρατικών επιθέσεων τις τελευταίες μέρες στη Ρωσία και η απαγωγή
των γάλλων δημοσιογράφων στο Ιράκ δένει θαυμάσια με τις τακτικές της ρώσικης
διπλωματίας.
Το κλειδί νομίζουμε είναι η ομηρία των μαθητών στη Β. Οσσετία. Αυτή δείχνει
ότι το Κρεμλίνο κάνει μια επίμονη προσπάθεια να εμφανίσει την Αλ Κάϊντα σαν
εχθρό της δικιάς της επίθεσης στον Καύκασο. Έχουμε γράψει ότι πέρα από τον γενικό
και επίμονο στόχο της υποδούλωσης της Τσετσενίας, η Μόσχα προετοιμάζει τώρα
τους όρους μιας επίθεσης στη Γεωργία για να ελέγξει τον τελευταίο ανοιχτό προς
τη Δύση δρόμο των πετρελαίων της Κασπίας, το δρόμο Μπακού-Τσεϊχάν. Η σύγκρουση
με τη Γεωργία μεθοδεύεται μέσω της προσάρτησης και της ρώσικης κατοχής της Νότιας
Οσσετίας που ήταν μια αυτόνομη επαρχία της Γεωργίας πριν περάσει ουσιαστικά
στον έλεγχο της Βόρειας Οσσετίας που είναι τμήμα της ρώσικης ομοσπονδίας. Την
προσπάθεια για την προσάρτηση της Νότιας Οσσετίας η Ρωσία τη μεθοδεύει σαν εδαφική-εθνική
ολοκλήρωση του συνόλου της Οσσετίας.
Η μαζική ομηρία λοιπόν των μαθητών γίνεται στη Βόρεια Οσσετία από ισλαμιστές
που εμφανίζονται να έχουν σχέση με την Αλ Κάιντα και ταυτόχρονα με την τσετσένικη
αντίσταση. Η σύνδεση λοιπόν είναι εύκολη. Το σχήμα που υποβάλλεται από το Κρεμλίνο
είναι το εξής: Η αντίσταση της Γεωργίας ενάντια στην προσάρτηση της Νότιας Οσσετίας
από τη Ρωσία, συμπλέει με το αντιρώσικο απελευθερωτικό κίνημα της Τσετσενίας
και τα δύο αυτά κινήματα συνεργάζονται με την Αλ Κάιντα. Άρα αφού η Αλ Κάιντα
είναι ο κύριος εχθρός της Δύσης τότε ο γεωργιανός και ο τσετσένικος αντιρώσικος
αγώνας είναι αντικειμενικά εχθρικός και προς τη Δύση. Όπερ έδει δείξαι.
Για να κάνει πειστική αυτήν την εξίσωση η ΚαΓκεΜπε οφείλει να πείσει προηγούμενα
ότι η Αλ Κάιντα είναι επίσης μεγάλος εχθρός της Ρωσίας. Σε αυτό βοήθησαν πολύ
τα δυο ρώσικα αεροπλάνα που έπεσαν ταυτόχρονα στη Μόσχα αποδίδοντας συνολικά
80 νεκρούς στις 24 του Αυγούστου καθώς και η ανατίναξη της γυναίκας καμικάζι
με 10 νεκρούς και 50 τραυματίες στο μετρό της Μόσχας. Την ευθύνη και για τις
δύο ανέλαβε μια πρωτοεμφανιζόμενη οργάνωση με το όνομα «Οι ταξιαρχίες Ισλαμπούλι»
που ανακοίνωσαν ότι η «ηρωϊκή επιχείρησή τους έγινε για υποστήριξη στους τσετσένους
μουσουλμάνους». Να σημειώσουμε ότι εδώ και χρόνια η νόμιμη τσετσένικη κυβέρνηση
Μασκάντοφ καταδικάζει σταθερά σαν προβοκατόρικες και υποκινούμενες από την ΚαΓκεΜπε
όλες αυτές τις επιθέσεις που γίνονται στο όνομα της τσετσένικης αντίστασης ενάντια
σε αμάχους. Αλλά η φωνή της Τσετσενίας δύσκολα σπάει την ανατολική προπαγάνδα
και τη δυτική σιωπή. Έτσι ο προβοκάτορας Πούτιν εμφανίζεται στο Σότσι στις 31
Αυγούστου και λέει (λίγο πριν από την έκρηξη του Μετρό): «Το γεγονός ότι στο
εσωτερικό των δύο αεροπλάνων υπήρξαν εκρήξεις μέσα στις καμπίνες και αυτές τις
εκρήξεις τις ανέλαβε μία από τις τρομοκρατικές οργανώσεις που συνδέονται με
την Αλ Κάιντα, αυτό επιβεβαιώνει ότι ορισμένες δυνάμεις που δρουν στην Τσετσενία
συνδέονται με την διεθνή τρομοκρατία». (Μοντ, 1η Αυγούστου).
Αυτή την σύντομη «απόδειξη» ο Πούτιν τη διατύπωσε δυο μέρες μετά από την εκλογή
φάρσα του νέου πρόεδρου μαριονέτας του Κρεμλίνου στην Τσετσενία και μπροστά
στο αμαρτωλό δίδυμο Σιράκ- Σρέντερ που την ίδια μέρα συναντήθηκαν μαζί του και
συζήτησαν τις διεθνείς εξελίξεις σύμφωνα με τη συνήθεια αυτής της νεόκοπης αντιαμερικάνικης
Αντάντ που πρωτοσυγκροτήθηκε στο Λένινγκραντ.
Μετά λοιπόν τις δύο εκρήξεις που προκάλεσαν υποτίθεται οι «Αλ Κάιντα –Τσετσένοι»
οι δύο αξιοπρεπείς κύριοι είχαν κάθε δικαίωμα να εμφανιστούν μπροστά στην ανθρωπότητα
δίπλα στο νέο τους φίλο και να δηλώσουν ότι αναγνωρίζουν την εκλογή φάρσα και
τον νέο πρόεδρο της Τσετσενίας που βγήκε από αυτήν, και ότι αναγνωρίζουν στον
Πούτιν ότι θέλει πραγματικά μια πολιτική λύση στην Τσετσενία, αλλά ότι όρος
μιας οποιασδήποτε λύσης είναι η αναγνώριση της εδαφικής ακεραιότητας της Ρώσικης
Ομοσπονδίας! Αυτή η τοποθέτηση είναι σε ανοιχτή σύγκρουση με την επίσημη θέση
της ΕΕ που αρνήθηκε ακόμα και να στείλει παρατηρητές στην εκλογή-φάρσα γιατί
δεν αναγνωρίζει ότι υπάρχουν οι στοιχειώδεις δημοκρατικοί όροι για μια τέτοια
εκλογή.
Πραγματικά ούτε η Παπαρρήγα δεν θα τόλμαγε να κάνει τέτοιες δηλώσεις, δηλώσεις
που προκάλεσαν κατακραυγή από τη δημοκρατική κοινή γνώμη των δύο χωρών, αλλά
δεν άλλαξαν σε τίποτα την απόφαση των δύο ηγετών να προχωρήσουν από κοινού στο
πλευρό της Μόσχας ενάντια στον ανεξαρτησιακό αγώνα των χωρών του Καυκάσου. Ασφαλώς
στο Σότσι θα καθορίστηκε η στάση του γαλλογερμανικού άξονα στο ζήτημα της Γεωργίας.
Παρ όλα αυτά το Κρεμλίνο είχε ένα λόγο να μην είναι ικανοποιημένο από τις δύο
νέες καθώς πρέπει κατακτήσεις του, ιδιαίτερα από τον κύριο Σιράκ. Ο λόγος αυτός
είναι ο Λίβανος.
Η διένεξη Γαλλίας-Συρίας για το Λίβανο
Στο Λίβανο η Συρία λειτουργώντας σαν ακραία κατοχική δύναμη επέβαλε πρόσφατα
την παραμονή στην προεδρία της χώρας του ανθρώπου της Λαχούντ. Ο Λαχούντ έπρεπε
ύστερα από μια δεκαετή θητεία να παραιτηθεί και να μην είναι ξανά υποψήφιος
γιατί αυτό επιβάλει το σύνταγμα της χώρας. Μόλις όμως έληξε η θητεία του Λαχούντ
και πριν γίνουν οι νέες προεδρικές εκλογές η Συρία υποχρέωσε το κοινοβούλιο
του Λιβάνου, και παρά τη γενική κατακραυγή, να αλλάξει το σύνταγμα της χώρας
για να δοθεί η δυνατότητα για επανεκλογή του Λαχούντ για μια νέα δεκαετή περίοδο.
Οι πολιτικές δυνάμεις του Λιβάνου αντίθετες με αυτό το πραξικόπημα και την ωμή
συριακή επέμβαση κατέφυγαν στην παλιά προστάτιδα δύναμη τη Γαλλία, που ακόμα
έχει ισχυρές πολιτικές θέσεις στη χώρα, ιδιαίτερα στον χριστιανικό γαλλόφωνο
πληθυσμό, και της ζήτησαν να επέμβει. Η Γαλλία διαμαρτυρήθηκε στη Συρία, η Συρία
την έγραψε στα παλιά της παπούτσια και τότε ο Σιράκ εξοργισμένος ανέλαβε να
συνεννοηθεί με τις ΗΠΑ και από κοινού να φέρουν το ζήτημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας
του ΟΗΕ απαιτώντας από τη Συρία να σεβαστεί την κυριαρχία του Λιβάνου. Και δεν
του έφτανε αυτό του Σιράκ, ξεσήκωσε εναντίον της Συρίας και τη Γερμανία του
Σρέντερ και την Αγγλία του Μπλέρ.
Τέλος απείλησε τη Συρία ότι θα θέσει το ζήτημα στον Πούτιν στη συνάντηση του
Σότσι.
Αυτό όμως σήμαινε ότι αν ο Πούτιν αρνιόταν να πάρει θέση υπέρ της Γαλλίας στη
διένεξή της με τη Συρία το ρωσογαλλικό μέτωπο στον ΟΗΕ θα ανατρεπόταν και στη
θέση του θα ξαναερχόταν το παλιό κλασσικό ευρωαμερικανικό αντιρώσικο μέτωπο.
Τότε ακριβώς πιάστηκαν όμηροι από τους ισλαμοφασίστες του Ιράκ οι δύο γάλλοι
δημοσιογράφοι. Από κείνη τη στιγμή και πέρα η γαλλική διπλωματία ασχολήθηκε
αποκλειστικά και εντατικά με ένα ζήτημα: την απελευθέρωση τους. Την υπόθεση
ανέλαβε προσωπικά ο Σιράκ που σύμφωνα με τη Μοντ πήγε στην προγραμματισμένη
επίσκεψη στο Σότσι «με τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά του από την κούραση».
Η κούραση οφείλεται στο ότι όλη η γαλλική διπλωματική μηχανή - με επικεφαλής
τον υπουργό εξωτερικών Μπαρνιέ - ξαμολύθηκε στη Μέση Ανατολή και σε όλο τον
μουσουλμανικό κόσμο για να πείσει τις ισλαμοφασιστικές οργανώσεις να πιέσουν
τους ιρακινούς συναδέλφους τους να αφήσουν ελεύθερους τους δύο Γάλλους. Η διπλωματική
γραμμή αυτής της φάσης και όλη η επιχειρηματολογία του Σιράκ ήταν η εξής:
«Εμείς έχουμε εναντιωθεί στις ΗΠΑ στο Ιράκ αλλά και στο Ισραήλ και είναι προς
το συμφέρον των ΗΠΑ και όχι των ισλαμιστών, η επίθεση που γίνεται τώρα ενάντιά
μας με την απαγωγή των ομήρων».
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η γαλλική διπλωματία ήρθε σε επαφή και με την Χεζμπολάχ
που είναι ανοιχτό όργανο της εξωτερικής πολιτικής του συριακού κράτους και στο
Λίβανο και στο Ισραήλ.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Χεζμπολάχ και όλες οι ισλαμοφασιστικές οργανώσεις και
δίκτυα που έχουν δεσμούς με τη Συρία και το Ιράν, καταδίκασαν την απαγωγή, υποστήριξαν
τη Γαλλία σαν φίλο των αραβικών λαών και ζήτησαν την απελευθέρωσή τους από τους
ιρακινούς ομοϊδεάτες τους.
Τώρα που γράφουμε αυτές τις γραμμές δεν υπάρχουν νέα από τους απαγωγείς. Αλλά
όποια και να είναι η κατάληξη της υπόθεσης, το σίγουρο είναι ένα: η γαλλική
διπλωματία αναγκάστηκε να κάνει στροφή στην αντισυριακή της πολιτική και να
γλύψει εκεί ακριβώς που μέχρι πριν λίγα εικοσιτετράωρα έφτυνε. Ακόμα αναρωτιούνται
στη Γαλλία τι έφταιξε και ενώ τους αγαπάνε τόσο πολύ οι ισλαμοφασίστες στο Ιράκ
εκείνοι συμπεριφέρθηκαν με τόσο εχθρικό τρόπο. Εννοείται ότι ήδη οι ρωσόδουλοι
ισλαμοφασίστες αρχίζουν να διαδίδουν την κατάλληλη για την περίσταση θεωρία:
είναι οι ΗΠΑ που συνέλαβαν τους δημοσιογράφους για να σύρουν στο πλευρό τους
τη Γαλλία. Σε αυτόν τον ισχυρισμό βοηθάει και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν ταχθεί
με πείσμα ενάντια στον γαλλικό νόμο για την ισλαμική μαντήλα, έτσι προβοκάρονται
και από το αίτημα που προβάλανε οι απαγωγείς. Αυτή είναι η μόνη ανάλυση που
τελικά θα μπορέσει να συμβιβάσει τη γαλλική εξωτερική πολιτική με τον εαυτό
της. Η άλλη εκδοχή, ότι δηλαδή είναι η Ρωσία του Πούτιν που έστησε τη δουλειά
δεν έχει λόγο να εμφανιστεί στα μυαλά των γάλλων ιμπεριαλιστών. Άλλωστε αυτός
είναι και ένας βασικός λόγος για τον οποίο ο καγκεμπίτης φρόντισε να γίνει η
Ρωσία πολλαπλάσιο θύμα της ισλαμικής τρομοκρατίας σε σχέση με τη Γαλλία: δύο
πιθανά θύματα η Γαλλία, πάνω από 100, μαζί με το σχολείο της Οσσετίας, η Ρωσία.
Δεν αλλάζει κανείς εύκολα εξωτερική πολιτική και μάλιστα γεωπολιτική με τόσο
συντριπτικά νούμερα. Εκτός αν έχει μελετήσει την ιστορία όλων των σφαγών τέτοιου
είδους στο ρώσικο έδαφος και έχει ανακαλύψει ότι ποτέ η ΚαΓκεΜπε δεν διαλεύκανε
κανένα, δεν συνέλαβε κανέναν και δεν άνοιξε κανένα δρόμο έρευνας. Αντίθετα είναι
σκανδαλώδης ο τρόπος με τον οποίο έχει εξασφαλίσει τη διαφυγή του τσετσένου
προβοκάτορα Μπασάγιεφ μετά από κάθε χτύπημά του στο ρώσικο έδαφος και είναι
ακόμα πιο σκανδαλώδικός ο συγχρονισμός των τρομοκρατικών χτυπημάτων στο ρώσικο
έδαφος με τις άμεσες ανάγκες της ρώσικης εξωτερικής πολιτικής. Αλλά τι να καταλάβει
ένας σύμμαχος αυτής της πολιτικής; Τι μπορεί να καταλάβει μια ξεπεσμένη ιμπεριαλιστική
δύναμη σαν τη Γαλλία που στα γεράματά της αναζητεί τα περασμένα μεγαλεία συνεργαζόμενη
με τον παγκόσμιο υπόκοσμο;