ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΡΩΣΟ-ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ
ΣΤΟ ΝΤΑΡΦΟΥΡ
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ
ΣΤΗΝ ΟΥΓΚΑΝΤΑ

Το τελευταίο διάστημα, η στάση της γαλλικής κυβέρνησης απέναντι σε μια σειρά διεθνή ζητήματα δείχνει να είναι διαφοροποιημένη σε σχέση με εκείνη του ρωσο-κινέζικου νεοχιτλερικού άξονα. Αυτό φάνηκε για πρώτη φορά όταν η Γαλλία εναντιώθηκε στην επεμβατική για τα εσωτερικά του Λιβάνου άρνηση της Συρίας να επιτρέψει τη διενέργεια εκλογών στη μικρή γειτονική χώρα. Για δεύτερη φορά έγινε φανερό στην περίπτωση του Σουδάν, όπου η Γαλλία μαζί με τις ΗΠΑ ζήτησαν την επιβολή κυρώσεων προς το ισλαμοφασιστικό καθεστώς Μπασίρ για τη γενοκτονία του μαύρου πληθυσμού της περιοχής Νταρφούρ.
Η στάση αυτή της Γαλλίας εκδηλώθηκε μέσα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κατά την επαναφορά του επίμαχου ζητήματος στα μέσα Σεπτέμβρη. Είχε προηγηθεί η διαπίστωση του ειδικού απεσταλμένου του Κόφι Ανάν για το Σουδάν, Γιαν Προνκ, ότι, παρά τις προόδους που έχουν επιτευχθεί σε ό,τι αφορά την ασφάλεια στην περιοχή, τον αφοπλισμό των παραστρατιωτικών και το καθεστώς εισόδου της ανθρωπιστικής βοήθειας, η "κυβέρνηση του Σουδάν δεν ήταν ικανή να επιλύσει την κρίση στο Νταρφούρ και δεν έφερε εις πέρας ορισμένες από τις ουσιαστικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει (...) Οι επιθέσεις σε βάρος του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται και η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτοφυλακών δεν έχει αφοπλιστεί" (βλ. Μοντ, 3-9) Τότε ο αμερικανός υπουργός εξωτερικών χαρακτήρισε την κατάσταση στην περιοχή ως γενοκτονία, όπως πραγματικά είναι, προσθέτοντας ωστόσο ότι κάτι τέτοιο δεν υποχρεώνει κανέναν να επέμβει στρατιωτικά για την προστασία της διωκόμενης εθνότητας. Η πρόταση των Αμερικανών να επιβληθούν κυρώσεις στην κυβέρνηση του Σουδάν, μεταξύ των οποίων και εμπάργκο στο πετρέλαιο, εάν η τελευταία δε φροντίσει να αφοπλίσει τις παραστρατιωτικές συμμορίες των Τζαντζαουίντ υιοθετήθηκε τελικά από το Συμβούλιο Ασφαλείας στις 18-9, ύστερα από τρεις τροποποιήσεις. Υπέρ ψήφισαν 11 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας ενώ Ρωσία, Κίνα, Πακιστάν και Αλγερία απείχαν από την ψηφοφορία για να μην αναγκαστούν να πάρουν μια απόφαση που θα στρίμωχνε τη φιλική προς τη Ρωσία και την Κίνα φασιστική κυβέρνηση Μπασίρ (στο ίδιο, 21-9). Το σκεπτικό της Ρωσίας ήταν ότι έχει σημειωθεί πρόοδος και θα ήταν προτιμότερη η απειλή κυρώσεων παρά οι ίδιες οι κυρώσεις, ενώ η Κίνα ισχυρίστηκε ότι οι κυρώσεις δε θα βοηθήσουν στην πραγματοποίηση πολιτικών στόχων. Η απόφαση κάλεσε επίσης τον ΟΗΕ να αποφανθεί για το εάν τα εγκλήματα του καθεστώτος στο μαρτυρικό Νταρφούρ συνιστούν γενοκτονία, ενώ προβλέπει τη "σημαντική αύξηση" των αφρικανών παρατηρητών που όμως έχουν σταλεί στο Νταρφούρ περισσότερο για να αφοπλίσουν τα δύο προοδευτικά αντάρτικα κινήματα αλλά και για να κατοχυρώσουν την πολιτική επικυριαρχία της Νότιας Αφρικής στο Σουδάν παρά για να αναχαιτίσουν τους γενοκτόνους. Η τελευταία διάταξη αντιρροπίζει σε σημαντικό βαθμό τα θετικά πολιτικά στοιχεία της απόφασης και αποτελεί επιτυχία του ρωσο-κινέζικου άξονα που έσυρε στο σημείο αυτό πίσω του την ΕΕ. Επίσης αποτελεί και προσωπική επιτυχία του Κόφι Ανάν, αυτού του ανθρώπου του ρωσοκινεζικού άξονα που είχε υποστηρίξει την παρουσία μόνο αφρικανικής και όχι άλλης διεθνούς δύναμης στο Νταρφούρ λέγοντας ότι το "σχέδιο που παρουσίασαν τα Ηνωμένα Έθνη στην Αφρικανική Ένωση (ΑΕ) αποτελεί ένα πλαίσιο για μια τέτοια παρουσία που θα μπορούσε να βελτιώσει την κατάσταση σε βασικούς τομείς, μειώνοντας τη βία και αναλαμβάνοντας την προστασία του άμαχου πληθυσμού". (3-9)
Με τη μερική συστράτευσή της στο αντισουδανικό μπλοκ, παρ' όλες τις υποχωρήσεις της, η Γαλλία απέδειξε τη στρατηγική απόσταση που τη χωρίζει ακόμα από τη Ρωσία. Μπορεί τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντά των γαλλικών μονοπωλίων να οδηγούν τη Γαλλία σε συνεργασία με τους Ρώσους, αλλά μόλις η Ρωσία ελέγξει όλες τις ενεργειακές διόδους της Δύσης κι αρχίσει την επίθεση στην Ευρώπη θα βρει τη χώρα αυτή αντιμέτωπη. Το ίδιο ισχύει και για την Ισπανία η νέα κυβέρνηση της οποίας σπεύδει να αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις με το Σουδάν. Την ίδια στιγμή, οι έφιππες συμμορίες των Τζαντζαουίντ, που απαρτίζονται από αντιδραστικούς άραβες νομάδες που έχουν στρατολογηθεί από το καθεστώς του Χαρτούμ για να εκκαθαρίσουν το Νταρφούρ από όλους τους μη άραβες, αγρότες στην πλειοψηφία τους, έχουν δολοφονήσει πάνω από 50.000 μαύρους, έχουν διώξει από τα σπίτια τους 1,2 εκατομμύρια κόσμου, ενώ σκοτώνουν αδιακρίτως, βιάζουν γυναίκες και αναγκάζουν τους αιχμαλώτους να γίνουν σκλάβοι τους. Αναιρώντας πολλές πλευρές του ανθρώπινου πολιτισμού, αυτοί οι απόγονοι των αράβων δουλοκτητών του 15ου αιώνα (που πολύ πριν από τους ευρωπαίους αποικιοκράτες εγκαινίασαν το δουλεμπόριο των μαύρων της αφρικανικής ηπείρου), επιδεικνύουν απίστευτη αγριότητα καίγοντας τα πάντα στο διάβα τους για λογαριασμό της φασιστικής κυβέρνησης Μπασίρ.

Η γενοκτονία στην Ουγκάντα
Οι γενοκτονίες στην Τσετσενία και στο Νταρφούρ δεν αποτελούν τα μοναδικά ούτε καν τα πιο ακραία φαινόμενα βίας στον πλανήτη. Στη γειτονική Ουγκάντα, εδώ και δύο δεκαετίες δρα ο "Στρατός Αντίστασης του Κυρίου" (LRA), που ευθύνεται για την εξόντωση περισσότερων αμάχων από όσους έχουν βρει το θάνατο στο Νταρφούρ καθώς και για την ύπαρξη σχεδόν διπλάσιου αριθμού προσφύγων, μακριά από τα βλέμματα της ανθρωπότητας. Ο LRA, που βγήκε μέσα από την οργάνωση "λαϊκός δημοκρατικός χριστιανικός στρατός της Ουγκάντα" είναι ένας στρατός που αποτελείται βασικά από απαχθέντες ανήλικους της φυλής Ατσόλι και καθοδηγείται από κάποιον Τζόζεφ Κόνυ. Το δε κήρυγμά του ένα κράμα χριστιανικού φονταμενταλισμού και ανιμισμού. Ονειρεύεται μια Ουγκάντα που θα ζει σύμφωνα με τις δέκα εντολές ενώ υποστηρίζει ότι ο ίδιος καθοδηγείται από πνεύματα που του λένε ποιον πρέπει να σκοτώσει. Ο στρατός του αναπτύσσεται σε ανθρώπινο δυναμικό με απαγωγές παιδιών τα οποία στη συνέχεια τα μετατρέπει σε κανίβαλους και τα αναγκάζει με την απειλή όπλου να απαγάγουν άλλα παιδιά, πράγμα που κάνει την κυβέρνηση της χώρας ιδιαίτερα δισταχτική στην καταπολέμησή του, ενώ η λεία του πλιάτσικου πλουτίζει τις οικογένειες των ανταρτών. Η δράση τους έχει ως επί το πλείστον θύματα αμάχους. Γι' αυτό και το 95% του πληθυσμού της περιοχής, τρομοκρατημένο απ' τις απαγωγές, έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει τα σπίτια του και διαμένει σε στρατόπεδα προσφύγων υπό άθλιες συνθήκες.
Από μαρτυρίες, έτσι όπως καταγράφηκαν από τον Τιμ Τζούντα στο "The New Yorker Review" (23-6), μαθαίνουμε ότι "η Πάμελα Άμπερ, 18 ετών, απήχθηκε από τους αντάρτες το Φλεβάρη και κρατήθηκε αιχμάλωτη για πέντε μήνες προτού δραπετεύσει. Η δουλειά της ήταν να μαγειρεύει και να μαζεύει ξύλα για τους αντάρτες και, όπως λεπτά το έθεσε, "δόθηκε" επίσης "στο διοικητή ως μία απ' τις γυναίκες του". Παρόλο που δεν το είπε τόσο η ίδια, στην πραγματικότητα ήταν σεξουαλική του σκλάβα. Αυτή είναι η μοίρα των περισσότερων απαχθέντων από τους αντάρτες νεαρών γυναικών και κοριτσιών, πολλές εκ των οποίων έχουν αποκτήσει παιδιά από τους απαγωγείς τους. Η Πάμελα στη συνέχεια μου είπε πώς, αφότου απήχθηκε, έπρεπε να συμμετάσχει στη δολοφονία ενός δεκατετράχρονου κοριτσιού που λεγόταν Άντοκ, το οποίο συνελήφθη στην προσπάθειά του να ξεφύγει. Καταρχάς, σε όλους τους άλλους νέους αιχμαλώτους στην ομάδα, δέκα στον αριθμό, τους είπαν "να δαγκώσουν αυτό το κορίτσι μέχρι θανάτου". Έτσι, είπε, "αρχίσαμε να τη δαγκώνουμε αλλά δεν πέθαινε. Όταν τη δαγκώναμε εκλιπαρούσε τους αντάρτες να τη συγχωρέσουν λέγοντας ότι δε θα ξαναδραπέτευε. Είχε ματώσει παντού αλλά ακόμη δεν είχε πεθάνει. Τότε μας είπαν να την τσιμπήσουμε αλλά δεν πέθανε. Αργότερα μας είπαν όλους να τη χτυπήσουμε με ένα κούτσουρο, ο ένας μετά τον άλλο, ώσπου πέθανε". Η Πάμελα εξήγησε ότι ο μόνος τρόπος να σώσει τη ζωή της ήταν να σκοτώσει.
Ο δωδεκάχρονος Ρίτσαρντ Αμπόνγκα, έμεινε πέντε ημέρες με τους αντάρτες κουβαλώντας βαριά φορτία κλεμμένων τροφίμων. Όταν ένα εντεκάχρονο αγόρι παραπονέθηκε ότι είχε κουραστεί, του είπαν να αφήσει το φορτίο και διέταξαν τα υπόλοιπα παιδιά να συγκεντρωθούν γύρω του. "Άρχισαν να του κόβουν τα πόδια με μια αξίνα, ένα πόδι ο κάθε αντάρτης και μετά τα χέρια και μετά του έκοψαν τα βλέφαρα με ξυράφια και μετά του έδεσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη. Δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του. Τότε, το κρέμασαν σ' ένα δέντρο, με το κεφάλι κάτω και μας είπαν να γρονθοκοπούμε το κεφάλι του μέχρι να πεθάνει. Είμαστε δεκαεννιά".
"Ο Νασσάν Οπίγιο, επίσης δώδεκα, πέρασε ακριβώς ένα χρόνο στην αιχμαλωσία. Μου είπε ότι τον διέταξαν να σκοτώσει ένα άλλο αγόρι, ηλικίας δέκα ή έντεκα ετών, που προσπάθησε να δραπετεύσει. "Αφού σκότωσα το αγόρι με διέταξαν να αφήσω το αίμα να τρέξει και να το πιω κι εγώ το έκανα. Μου είπαν ότι εάν δεν το έκανα θα σκοτωνόμουν." Οι αντάρτες πήραν το αίμα μ' ένα μεγάλο φύλλο και άλλοι αιχμάλωτοι αναγκάστηκαν επίσης να το πιουν. "Είπαν, αν προσπαθήσεις να ξεφύγεις το πνεύμα αυτού του αγοριού θα σε ακολουθεί όπου κι αν πας και θα σε σκοτώσει
". Ο Νασσάν μου είπε ότι δεν το πιστεύει αλλά πολλοί άλλοι πιστεύουν σε τέτοια πνεύματα, κι είναι ένας λόγος γιατί ο LRA μπορεί να κρατά τόσο κόσμο στη σκλαβιά".
Ένας πρώην πολέμαρχος των ανταρτών, ο Τόμας Κοπκούλου, που επωφελήθηκε από το νόμο περί αμνηστίας για να παραδοθεί, είπε ότι έχει σκοτώσει εκατοντάδες. "Όταν τον ρώτησα γιατί έκανε ό,τι έκανε απάντησε: "Δε μπορούσαμε να ρωτήσουμε γιατί. Απλώς ακολουθούσαμε τις υποδείξεις των πνευμάτων μέσω του Κόνυ" (…) Όταν εντάχθηκε στον LRA ο Κοπκούλου μου είπε ότι είχε αιχμαλωτίσει έναν άντρα και μια γυναίκα και, σε μια τελετή που περιλάμβανε τριάντα εννιά άλλους άντρες, ογδόντα θύματα είχαν ξαπλώσει στο χώμα κατά σειρές. Στον Κοπκούλου είπαν να σκοτώσει το ζευγάρι που είχε αιχμαλωτίσει και να φάει τα μυαλά τους. Κι οι άλλοι άντρες έκαναν το ίδιο."
Η απόλυτη φρίκη, ο πιο κτηνώδης σαδισμός, ο πιο ασύλληπτος παραλογισμός σε βάρος της ηθικής, η κυριαρχία των πιο ταπεινών ενστίκτων κι η τέλεια έλλειψη λογοκρατίας που κάνουν το Μεσαίωνα να φαντάζει ως μια ευτυχισμένη εποχή του μακρινού μέλλοντος. Από ένα τέτοιο όργιο κανιβαλισμού στην εποχή μας δε θα μπορούσε να απέχει ο ρωσο-κινέζικος χιτλερικός άξονας. Και πραγματικά, πίσω από την κανιβαλική δράση του "στρατού του Κυρίου" κρύβεται το προστατευόμενο από τη Ρωσία και την Κίνα διεφθαρμένο ισλαμοφασιστικό καθεστώς του Σουδάν, που τον στήριξε και τον εξόπλισε για να καταπολεμήσει το υποστηριζόμενο από τη φιλοδυτική κυβέρνηση της Ουγκάντας αντάρτικο στο νότιο Σουδάν. Οι αντάρτες του Κόνυ εισέβαλαν σε χωριά του νότιου Σουδάν κι ανάγκαζαν τον κόσμο να τεμαχίζει τους νεκρούς, να τους βράζει και να τους τρώει. Η δράση ενός τέτοιου στρατού κανιβάλων είναι ίσως το αποκορύφωμα της διαστροφής και της οπισθοδρόμησης στην εποχή του ιμπεριαλισμού κι αποδεικνύει περίτρανα ότι ο σοσιαλιμπεριαλισμός, κινητοποιώντας ό,τι πιο καθυστερημένο και σάπιο υπάρχει μέσα στην κοινωνία, φτάνει ως την τέλεια βαρβαρότητα.