Η πρόθεση του ισραηλινού πρωθυπουργού για αποχώρηση από τη Λωρίδα της Γάζας
και το μέτωπο που έχει συνάψει με το Εργατικό Κόμμα πάνω σ' αυτό το ζήτημα
καταδεικνύουν ότι, σε τελική ανάλυση και παρά τις λυσσασμένες φωνές των φαιοκόκκινων
αντισημιτών, το Ισραήλ είναι μια μη φασιστική χώρα όπου καμιά ακραία ακροδεξιά
πολιτική δε μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να έρθει σε σύγκρουση με την πλειοψηφία
του πληθυσμού και των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο
ακόμα και ένας Σαρόν αναγκάζεται να αλλάξει πολιτική και να έρθει σε σύγκρουση
με το στρατόπεδο που τον ανέδειξε.
Όταν λοιπόν ο Α. Σαρόν προανήγγειλε την απόσυρση του ισραηλινού στρατού και
τη διάλυση των ισραηλινών οικισμών στη Λωρίδα της Γάζας (όπως και τεσσάρων
απομονωμένων οικισμών της Δ. Όχθης), το Φλεβάρη, προσέκρουσε πάνω στην αντίδραση
όχι μόνο των τυπικά ακροδεξιών κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού αλλά
και μιας μεγάλης μερίδας του δικού του κόμματος Λικούντ. Έτσι στις 2/5 το
κόμμα του απέρριψε το σχέδιο αποχώρησης. Το μέλλον της κυβέρνησης φαινόταν
αβέβαιο. Τότε ο Σαρόν απέσπασε πρώτα τη συγκατάθεση της κυβέρνησης κι αυτό
το κατάφερε με το να αποπέμψει δύο εθνικοφασίστες υπουργούς του, τους Λίμπερμαν
και Ελόν. Έτσι, στις 6/6 η κυβέρνηση ενέκρινε τη μελλοντική προετοιμασία της
αποχώρησης που θα διαρκέσει ως το Μάρτη του 2005, έτσι ώστε μέχρι το τέλος
του χρόνου αυτού να έχουν αποσυρθεί όλοι οι Ισραηλινοί από τους οικισμούς
της περιοχής.
Για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη θα πρέπει να δούμε ποιο από τα τρία
βασικά ρεύματα της παλαιστινιακής πολιτικής σκηνής ευνοείται από ένα τέτοιο
σχέδιο. Πρόκειται για το εθνικιστικό ρεύμα του Αραφάτ, το ισλαμοφασιστικό
και τη δήθεν μετριοπαθή φιλορώσικη φράξια της «νέας φρουράς». Η τελευταία
εκφράζεται από τον τέως πρωθυπουργό Αμπού Μαζέν αλλά βαθύτερα από τον πρώην
αρχηγό ασφαλείας Νταχλάν που εδρεύει στη Γάζα. Με την αποχώρηση των ισραηλινών
δυνάμεων από τη Γάζα, η θέση του Νταχλάν, και μαζί με αυτόν και του ρώσικου
ρεύματος, αναβαθμίζεται σε βάρος της παλιάς φρουράς των αραφατικών, η οποία
έχει ισχυρότερα ερείσματα στη Δυτική Όχθη και πιο ισχυρό άνδρα τον «εφτάψυχο»
πολιτικά Ραγιούμπ. Το κακό με τη μονομερή απόφαση του Ισραήλ να αποχωρήσει
από τη Γάζα είναι ότι δεν εμπλέκεται σε συνομιλίες με το Ισραήλ η επίσημη
παλαιστινιακή ηγεσία πράγμα που εξυπηρετεί αντικειμενικά τους στρατηγικούς
σκοπούς των ισλαμοφασιστών, η αντισημιτική λογική των οποίων τους εμποδίζει
να διαπραγματευτούν με το ισραηλινό κράτος. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η απόσυρση
του ισραηλινού στρατού από τη Λωρίδα της Γαζας, στα μάτια του μέσου Παλαιστινίου
μπορεί να φανεί ως στρατιωτική ήττα των Ισραηλινών που την προκάλεσε ο πολύχρονος
πόλεμος που έχει κηρύξει η Χαμάς και η Τζιχάντ.
Γι' αυτό άλλωστε η Χαμάς δε σταμάτησε τη δράση της μόλις ανακοινώθηκε από
το Ισραήλ η απόφαση της αποχώρησης αλλά αντίθετα στα τέλη του Ιούνη έπληξε
από τη Γάζα με ρουκέτες την πόλη Σντερότ, μέσα στο Ισραήλ, σκοτώνοντας δύο
αμάχους. Η προβοκατόρικη αυτή δράση της Χαμάς εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο
τους ισραηλινούς σοβινοφασίστες που άρχισαν να απειλούν τον Σαρόν ότι θα καταφύγουν
στη βία. Ο υπουργός ασφαλείας Τζαχί Χανεγκμπί είπε για πρώτη φορά ότι σχεδιάζουν
να δολοφονήσουν τον πρωθυπουργό, έναν υπουργό, έναν αστυνομικό ή κάποιον εκπρόσωπο
του στρατού. Στις 24/6 το συμβούλιο των ραβίνων των εποίκων έβγαλε θρησκευτική
απόφαση που απαγόρευε στο στρατό και την αστυνομία να εκκενώσει τους οικισμούς
υποστηρίζοντας ακόμη και την καταφυγή στη βία προκειμένου να αποτραπεί αυτό
το ενδεχόμενο.
Η κυβέρνηση του Αριέλ Σαρόν βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Το ακραία εθνοσοβινιστικό
κόμμα "Εθνική Ένωση" αποχώρησε από τον κυβερνητικό συνασπισμό, ενώ
το "Εθνικό Θρησκευτικό" διασπάστηκε με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να
χάσει την υποστήριξη από την πλειοψηφία των βουλευτών. Ο πρωθυπουργός έπρεπε
να αναζητήσει τη συνεννόηση με άλλες δυνάμεις. Άρχισε να προσανατολίζεται
προς το μετριοπαθές εργατικό κόμμα του Πέρες, που υποστηρίζει την αποχώρηση
σε συνεννόηση όμως με την παλαιστινιακή πλευρά, έκανε ανοίγματα προς δύο υπερορθόδοξα
κόμματα αλλά και προς το κοσμικό φιλελεύθερο "Σινούι" με το να αποπέμψει
τον υπουργό του Γ. Παρίτσκι (11/7) που είχε παλιότερα επιτεθεί στο δεύτερο
υψηλόβαθμο στέλεχός του «Σινούι». Ο μηχανισμός του Λικούντ όμως δε συναινούσε
με τα ανοίγματα του αρχηγού του προς τους εργατικούς και αντέδρασε κατηγορώντας
τον για εθνοκάθαρση σε βάρος των εβραίων εποίκων. Για να αμβλύνει την αντίδραση
των ακροδεξιών και των εποίκων, (50.000 άτομα κατέβηκαν στους δρόμους κατά
τα μέσα Σεπτέμβρη φωνάζοντας "δικτάτορα" τον Σαρόν), ο Σαρόν συντόμευσε
το σχέδιο αποχώρησης, ορίζοντάς το για το Γενάρη του 2005.
Η συνηθισμένη απάντηση της Χαμάς ήταν να ενισχύσει τους ισραηλινούς ακροδεξιούς
με μια διπλή βομβιστική επίθεση στη Μπερσμπέρα που στοίχισε τη ζωή σε 16 άτομα
και τραυμάτισε άλλα 100. Ακολούθησε η βίαιη αντίδραση του Σαρόν με το σφίξιμο
του αποκλεισμού της Χεβρώνας. Απαντώντας στις διαρκείς ρίψεις ρουκετών από
τους ισλαμοφασίστες, ο ισραηλινός στρατός πραγματοποίησε μια μεγάλης κλίμακας
επιχείρηση στη Γάζα προκαλώντας πολλούς νεκρούς. Στις 26/10 το σχέδιο αποχώρησης
τέθηκε για ψηφοφορία στο κοινοβούλιο και υπερψηφίστηκε με 67 ψήφους έναντι
45. Οι άραβες βουλευτές απείχαν από την ψηφοφορία. Ένα μεγάλο μέρος των βουλευτών
του κυβερνώντος κόμματος, όμως, τάχθηκε στο πλευρό των ακροδεξιών κομμάτων
καταψηφίζοντας το νομοσχέδιο (βλ. Μοντ, 28-10). Η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού
θεωρείται πλέον αναμενόμενη αφού το Λικούντ βρίσκεται ήδη στα πρόθυρα τα διάσπασης.