Με την ευκαιρία της επετείου της 28 Οκτώβρη δημοσιεύουμε την ομιλία που εκφώνησε στους μαθητές και τους καθηγητές ενός λυκείου που συγκεντρώθηκαν για το γιορτασμό της επετείου ο σύντροφός μας, καθηγητής Παντελής Σοφτζόγλου. Είναι πολύ παρήγορο ότι στο τέλος της ομιλίας οι μαθητές ξέσπασαν σε ένα θυελλώδες χειροκρότημα και οι περισσότεροι καθηγητές συγχάρηκαν τον ομιλητή. Το συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει καιρός για ένα πλατύ και αποτελεσματικό δημοκρατικό κίνημα αφού ο φασισμός δεν έχει ακόμα καταφέρει να δηλητηριάσει τη νεολαία παρά τις δραστήριες και πολύχρονες προσπάθειές του.
<<Κύριε Διευθυντή, αγαπητοί συνάδελφοι, αγαπητοί μας μαθητές, κυρίες
και κύριοι,
Στο βιβλίο της Ιστορίας κάθε τόπου μερικές της σελίδες είναι γραμμένες με χρυσά
γράμματα. Γράμματα που δηλώνουν αγώνες για την ελευθερία, την εθνική και κοινωνική
απελευθέρωση.
Δε θα μπορούσε η πατρίδα μας να λείψει από το λαμπρό αυτό κατάλογο. Η χώρα με
το γαλανό ουρανό και την ξάστερη λαϊκή ψυχή, μια ψυχή που δεν άφησε τις φασιστικές
ορδές να βεβηλώσουν τα ιερά χώματά της.
Δεν ήταν μόνο η Ελλάδα που πολεμούσε κείνη τη στιγμή, κι ούτε πολεμούσε για
να υπερασπιστεί μόνο τη δική της τιμή. Συνάμα υπερασπιζόταν και όλους τους ελεύθερους,
και τους σκλαβωμένους ακόμα, λαούς του κόσμου. Η ηπειρώτισσα μάνα δεν κουβαλούσε
τα πολεμοφόδια μόνη της στα κακοτράχαλα βουνά. Δίπλα της στέκονταν οι άγγλοι
εργάτες των ανθρακωρυχείων, οι αμερικάνοι αχθοφόροι των λιμανιών, οι πολυπληθείς
εθνότητες των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, καθώς και σύσσωμη η πολιτική
ηγεσία της δημοκρατικής Δύσης.
Ο αγώνας δεν ήταν μόνο ενάντια σε κάποιους παράφρονες ξένους ηγέτες και, πολύ
περισσότερο, ενάντια σε κάποιες τυφλωμένες από έπαρση ανθρώπινες μάζες που ακολουθούσαν
σαν πιστά σκυλάκια τον “αρχηγό”. Ήταν πρώτ’ απ’ όλα αγώνας ενάντια στο φασισμό,
στο πιο απάνθρωπο πολιτειακό σύστημα που έχει εμφανιστεί ποτέ στην ανθρωπότητα.
Σε παρόμοιες επετείους συνηθίζεται να εκφωνούνται λόγοι βαρυφορτωμένοι με ρητορικές
εξάρσεις. Νομίζω όμως πως θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο και παραγωγικό να μη μείνουμε
στο γράμμα, αλλά στο πνεύμα της ημέρας αυτής. Ο εορτασμός μιας τέτοιας επετείου
μπορεί να αποκτήσει ένα πραγματικά βαθύ νόημα μόνο αν αποτελέσει αφορμή για
περίσκεψη και γόνιμο προβληματισμό. Κι αυτό γιατί η Ιστορία μπορεί, αν οι λαοί
δεν πάρουν μαθήματα απ' αυτήν, να επαναληφθεί. Και είναι τραγωδία να επαναλαμβάνονται
στις μέρες μας παρόμοια φαινόμενα μ' αυτά που έζησε η ανθρωπότητα μισό αιώνα
πριν.
Ο ναζισμός δεν ήταν ένα καπρίτσιο της Ιστορίας, ούτε βέβαια δημιούργημα απλά
και μόνο ενός τρελού, όπως θέλουν μερικοί να παρουσιάζουν το Χίτλερ. Ο Χίτλερ
ήταν αιμοβόρος, αλλά όχι τρελός. Μια τέτοια άποψη ουσιαστικά θα τον αθώωνε.
Ο Χίτλερ ήταν ένα πρόσωπο που παρουσιάστηκε μια καίρια ιστορική στιγμή στην
τσακισμένη οικονομικά και σε αδιέξοδο πολιτικά Γερμανία του μεσοπολέμου παριστάνοντας
το σωτήρα του λαού, το Μεσσία που θα έδινε στο γερμανικό λαό την πολυπόθητη
διέξοδο από τα προβλήματα που τον συνέθλιβαν.
Με ποια συνθήματα ο Χίτλερ συγκίνησε και κατάφερε να πείσει το λαό να του δώσει
την εξουσία; Θα άξιζε τον κόπο και το χρόνο να ψάξουμε λίγο αυτή την πλευρά,
τη συνήθως αδιόρατη, του φασισμού, πώς δηλαδή προσπαθεί να εξεγείρει τις λαϊκές
μάζες και να τις βάλει στην υπηρεσία του.
Ο Χίτλερ το πρώτο που έκανε ήταν να τα βάλει με τη Δύση γενικά, με την Αγγλία
και την Αμερική ιδιαίτερα. Ιμπεριαλιστικές τις ανέβαζε, ιμπεριαλιστικές τις
κατέβαζε, λες και δεν ήταν ο ίδιος του πολιτικός εκπρόσωπος των πιο αντιδραστικών
ιμπεριαλιστικών κεφαλαιοκρατικών κύκλων της τότε Γερμανίας. “Κάτω το κεφάλαιο»,
βροντοφώναζε για να κερδίσει τους εργάτες. Μέχρι και τη σημαία του, τη σβάστικα
με τον αγκυλωτό σταυρό στη μέση, τη χρωμάτισε κόκκινη για να τους πάρει με το
μέρος του. Μήπως όμως και το κόμμα του εθνικοσοσιαλιστικό δεν το ονόμασε, για
να θυμίζει συνειρμικά στους εργαζομένους τα σοσιαλιστικά ιδεώδη; Τα ράσα όμως
δεν κάνουν τον παπά, λέει μια σοφή παροιμία. Κι όπως τα ράσα δεν κάνουν τον
παπά, έτσι και η επίκληση του Χίτλερ σε συνθήματα που παρέπεμπαν στην πρόοδο
ήταν κάλπικη. Όσο κι αν καμώθηκε το σφοδρό πολέμιο του καπιταλισμού, όσο κι
αν έκανε τον αντικαπιταλιστή, δεν έπαυε να είναι ο πιο μαύρος εκπρόσωπος του
μεγάλου κεφαλαίου στη χώρα του.
Δεν ήταν όμως μόνο αντιδυτικός, δε χτύπησε μόνο τους δυτικούς ηγέτες και τις
δυτικές κυβερνήσεις. Έκανε κάτι πολύ χειρότερο: Καλλιέργησε στα μυαλά των συμπολιτών
του το μίσος και την απέχθεια για τους άλλους λαούς μέσω της δήθεν ανωτερότητας
της γερμανικής φυλής. Ήταν δηλαδή ένας κλασικός ρατσιστής. Πρόβαλλε συνεχώς
τη ρατσιστική θεωρία του "ζωτικού χώρου", ότι δηλαδή τα σύνορα της
χώρας του ήταν μικρά για έναν τόσο σπουδαίο λαό όπως ο δικός του, και την αντίληψη
πως ο δικός τους πολιτισμός είναι ανώτερος από τον πολιτισμό όλων των άλλων
εθνών, και επομένως θα έπρεπε αυτό να το αναγνωρίζουν όλα τα έθνη και να υποκλίνονται
όλοι μπροστά στο γερμανικό μεγαλείο, όπως έλεγε. Με αρωγό την γκεμπελίστικη
προπαγάνδα έκανε το λαό να πιστέψει πως στα πολιτικά παρασκήνια του εξωτερικού,
εννοώντας και πάλι τη Δύση, εξυφαίνεται μια παγκόσμια απειλητική συνωμοσία εναντίον
του περιούσιου, δήθεν, γερμανικού λαού, τον οποίο τάχατες όλοι ζηλεύουν και
όλοι αδικούν και εποφθαλμιούν για το μεγαλείο του. Κατά τη δική του άποψη, όλοι
οι άλλοι λαοί "χρωστούσαν" στη Γερμανία πολιτισμό και παγκόσμια αναγνώριση.
Και καθόρισε ως κέντρο της κατά φαντα-σίαν αυτής συνωμοσίας τους Εβραίους, συνήθεις
φταίχτες σε περιόδους πολιτικής και οικονομικής κρίσης, κατά την αντίληψη πολλών.
Και σήμερα μήπως αρκετοί -και στη χώρα μας και παγκοσμίως- δεν επαναλαμβάνουν
τα ίδια χιτλερικά στερεότυπα, δηλαδή ότι για όλα φταίνε οι μοχθηροί Εβραίοι;
Και σήμερα δε λένε αρκετοί “όλοι οι λαοί χρωστάνε σ' εμάς, γιατί εμείς τους
δώσαμε τον πολιτισμό που σήμερα αυτοί έχουν"; Δε λένε ακόμα και σήμερα
ότι “πρέπει η Δύση να αναγνωρίσει την ανωτερότητα του δικού μας πολιτισμού”;
Δεν υποστηρίζουν και σήμερα ότι για την οικονομική εξαθλίωση, τη φτώχεια και
τους πολέμους φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από αυτούς τους ίδιους;
Έχουμε κάτσει ποτέ να σκεφτούμε σοβαρά ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα; Ο ρατσισμός
και ο φασισμός δεν είναι μια μακρινή ιστορία. Ας μην έχουμε την αυταπάτη ότι
ξεμπερδέψαμε μια και καλή μ’ αυτόν όταν τελειώσαμε με το Χίτλερ. Με το Χίτλερ
τελειώσαμε, όχι όμως και με το χιτλερισμό. Ο φασισμός, αν οι λαοί δεν έχουν
τα μάτια τους ανοιχτά, μεταμορφώνεται συνεχώς προσπαθώντας να τους εξαπατήσει
και να τους παρασύρει στο παιχνίδι του πολέμου και της αλληλοεξόντωσης. Ο λύκος
αλλάζει συνεχώς προβιές, προβάροντας κάθε φορά την πιο φανταχτερή για την περίσταση.
Δεν είναι και πολύ δύσκολο για ένα λαό τσακισμένο από την ανέχεια και απογοητευμένο
από την πολιτική και τους πολιτικούς να πέσει στα νύχια ενός επιτήδειου φασίστα.
Ο φασισμός αυτή τη στιγμή που μιλάμε μπορεί να είναι δίπλα μας και να μας χτυπάει
την πόρτα. Δεν είναι κάτι που εκδηλώνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Προετοιμάζει
τις συνειδήσεις με μεθοδικό τρόπο, έτσι που χωρίς να το καταλάβει ένας λαός
βρίσκεται να παλεύει με λύσσα για να εξοντώσει το γείτονά του.
Ας μη νομίσουμε ότι αυτά αφορούν μόνο σε κάποιους άλλους και όχι σ’ εμάς. Ας
κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Ας ψάξουμε βαθιά μέσα μας να δούμε τι συμβαίνει το
τελευταίο, ιδιαίτερα, διάστημα στην ίδια μας τη χώρα. Πώς φτάσαμε, λόγου χάρη,
στο σημείο να μην επιτρέπουμε στους ξένους μετανάστες που ζουν και εργάζονται
στη χώρα μας να μην πανηγυρίσουν τη νίκη της εθνικής τους ομάδας ποδοσφαίρου
απλά και μόνο επειδή κέρδισε τη δική μας; Δεν μπορούμε άραγε να ανεχθούμε και
να παραδεχθούμε ότι δεν μπορούμε πάντα και σε όλα να είμαστε ανώτεροι όλων των
άλλων; Πώς φτάσαμε στο σημείο τα όργανα τα εντεταλμένα για την τήρηση της τάξης
να επιτίθενται αγρίως στους ξένους, που στο κάτω-κάτω εκδήλωναν ειρηνικά την
αγάπη τους για την ομάδα τους, και όχι στα φασιστοειδή που είχαν παραταχθεί
ακριβώς απέναντί τους και ήταν δασκαλεμένοι να προκαλέσουν επεισόδια; Δεν ήταν
σαν να δίνεται έτσι ένα ιδιότυπο σύνθημα για γενικευμένο πογκρόμ, κάτι που κατέληξε
στην τραγική δολοφονία ενός συνανθρώπου μας;
Δε δόθηκε έτσι το σύνθημα να εμφανιστεί -σε μαζική κλίμακα αυτή τη φορά- το
θλιβερό και άθλιο φαινόμενο γονείς να στρέφουν τα παιδιά τους και μαθητές τους
συμμαθητές τους εναντίον μαθητών που το μόνο τους “αμάρτημα” ήταν η ξένη τους
καταγωγή και η άριστη επίδοσή τους στα μαθήματα;
Και αναρωτιέται κανείς: Έτσι θα πάει μπροστά η χώρα μας; Με διακρίσεις εθνικού
χαρακτήρα, που παραπέμπουν σε ρατσιστική συμπεριφορά; Είναι αυτή συμπεριφορά
δημοκρατικών ανθρώπων; Πού πήγε όλο αυτό το αίμα που έχυσαν οι λαοί στο διάβα
της Ιστορίας, για να κατακτηθεί η ισότητα και να καταργηθούν οι διακρίσεις φυλετικού,
θρησκευτικού και εθνικού χαρακτήρα; Τι σχέση έχει αυτή η συμπεριφορά με τις
βασικές αρχές του Χριστιανισμού για την ισότητα, ιδίως μ’ αυτήν που διδάσκει
μην κάνεις στους άλλους αυτό που δε θα ήθελες να σου κάνουν εσένα;
Αν θέλουμε να σβηστεί για πάντα από τη μνήμη της ανθρωπότητας η ναζιστική θηριωδία,
δεν αρκεί να την καταδικάζουμε σε εκδηλώσεις επετειακού χαρακτήρα σαν τη σημερινή.
Πρέπει να επαγρυπνούμε και να πολεμάμε το φασισμό όπου και αν αυτός εκδηλώνεται:
Στη δουλειά, στην πολιτική, στην οικονομία, στις εθνικές μειονότητες, στις διακρατικές
σχέσεις, στην επικοινωνία μας με τους άλλους λαούς, ιδιαίτερα τους γειτονικούς,
ακόμα και μέσα στην ίδια μας την οικογένεια. Μόνο έτσι θα μπορούμε να κοιμόμαστε
ήσυχοι και να είμαστε αγαπημένοι. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να επιδοθούμε σε μια
ευγενική άμιλλα με τους άλλους λαούς και να πάρουμε απ’ αυτούς ό,τι καλύτερο
έχουν, όπως κι αυτοί από το δικό μας λαό. Μόνο έτσι θα μπορέσει να βαδίσει ολόκληρη
η ανθρωπότητα χέρι-χέρι στο δρόμο της προόδου και της προκοπής.
Γι’ αυτά τα ιδανικά έχυσαν το αίμα τους οι πρόγονοί μας το ’40 στα βουνά της
Ηπείρου και της Αλβανίας.
Το 1941 οι δυνάμεις του ξένου φασισμού, στηριγμένες στα υπέρτερα τεχνικά μέσα
και στην αριθμητική τους δύναμη, κατάφεραν να κατακτήσουν την Ελλάδα. Τι, στην
ουσία, κατάκτησαν όμως; Μπόρεσαν να κερδίσουν τη λαϊκή ψυχή με τη, δήθεν, “νέα
τάξη πραγμάτων” που υπόσχονταν; Σίγουρα όχι. Κι αυτό φάνηκε περίτρανα στα χρόνια
‘41-’44, στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης. Ήταν τότε που σύσσωμος ο ελληνικός
λαός και η πολιτική του ηγεσία, εκτός από μερικές θλιβερές εξαιρέσεις δοσίλογων
φασιστών, έδωσε ένα γερό χαστούκι στο πρόσωπο των κατακτητών. Έδωσε ένα μάθημα
σ’ όλους αυτούς που νομίζουν πως ένας μικρός, αριθμητικά, λαός είναι μοιραίο
να υποταχτεί σ’ έναν ισχυρότερο.
Το δίκιο είναι αυτό που κάνει το μικρό λαό να γιγαντώνεται και να αντιστέκεται,
να κουρελιάζει και να εξευτελίζει το μεγάλο στρατό στο πεδίο της μάχης.
Τη Ρωμηοσύνη, λοιπόν, δεν πρέπει να την κλαίμε. Εκεί που πάει να σκύψει, με
το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο, να τη! Να τη, πετιέται. Πετιέται
από 'ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει.
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940!
Ζήτω η αδούλωτη ψυχή του ελληνικού λαού!>>