Πολύ καλά τα κατάφεραν τελικά οι εθνικοφασίστες. Στον Εχίνο της Ξάνθης στο πιο καταπιεσμένο και πιο αποκλεισμένο από όλα τα χωριά της τούρκικης μειονότητας, σύμβολο και κέντρο της πολύχρονης αντίστασής της στην εθνοκρατική καταπίεση του κυρίαρχου έθνους είχαμε πριν από λίγες μέρες μια εξέγερση. Τη μόνη που έμαθε ποτέ και είδε ο πληθυσμός του κυρίαρχου έθνους. Κι αυτή ήταν μια εξέγερση αντιδραστική. Οι καταπιεσμένοι πήραν τη μορφή που προόριζε γι αυτούς ο καταπιεστής. Εμφανίστηκαν σαν εκείνο ακριβώς για το οποίο τους κατηγορούσε. Εμφανίστηκαν σα βάρβαροι. Και μόλις εμφανίστηκαν σαν τέτοιοι ο καταπιεστής στάθηκε στο πλευρό τους.
Όλοι είδαν στις οθόνες τους τη μαζική εκστρατεία των κατοίκων του Εχίνου ενάντια σε ηθοποιούς που γύριζαν ένα σήριαλ που είχε να κάνει με πολιτιστική προσέγγιση των λαών. Οι ηθοποιοί αυτοί δέχτηκαν βία και εξευτελισμό από ένα έξαλλο πλήθος γιατί σε κάποιον κάτοικο φάνηκε, ή κάποιος κάτοικος επίτηδες έριξε τη συκοφαντία, ότι μια από τις γυναίκες του θίασου ήταν άσεμνα ντυμένη μέσα σε ένα τζαμί. Πιστεύουμε ότι αυτή η κατηγορία δεν ανταποκρινόταν στα πράγματα γιατί ενώ οι ηθοποιοί μίλησαν σαν αυτόπτες μάρτυρες του επεισοδίου και υπεράσπισαν τον εαυτό τους μπροστά στο κοινό, δεν υπήρξαν καθόλου αυτόπτες μάρτυρες για να κατηγορήσουν τους προηγούμενους για προσβολή των ηθών και της θρησκείας τους. Θα μπορούσε κάποιος βέβαια να ισχυριστεί ότι οι μειονοτικοί αυτόπτες μάρτυρες δεν τόλμησαν να μιλήσουν για να μην δεχτούν δικαστική και αστυνομική δίωξη. Όμως αυτό δεν ισχύει όταν κυβέρνηση και αντιπολίτευση καταδίκασαν την “πρόκληση” από τη μεριά των ηθοποιών.
Οι φίλοι μας στη μειονότητα μας διαβεβαίωσαν ότι το θρησκευτικό
στοιχείο καθώς και το ίδιο το ζήτημα των ηθών ήταν δευτερεύον στοιχείο στην
έκρηξη αυτή μιας και ο πληθυσμός αυτός δεν πάσχει από θρησκευτικό φανατισμό,
ούτε από κάποια ιδιαίτερη αρρωστημένη σεμνοτυφία. Αυτά σύμφωνα με τους ίδιους
αποτελούν απλά μορφές και προσχήματα για να εκδηλωθεί η οξύτατη βασική αντίθεση,
η αντίθεση του γκέτο ενάντια στην κοινωνία των κυρίαρχων. Σε τέτοιες περιπτώσεις
όταν τα μέλη του κυρίαρχου έθνους βρεθούν στο χώρο του γκέτο είναι απλά απροστάτευτοι
παρείσακτοι που πρέπει να υποταχθούν στους νόμους του, δηλαδή να υποταχτούν
στην τοπική κυριαρχία των καταπιεσμένων, που σημαίνει ότι πρέπει η συμπεριφορά
τους να αποπνέει φόβο και υποταγή στον τοπικό κυρίαρχο.
Συμπεραίνουμε από τα στοιχεία που μας έδωσε η συστηματική παρακολούθηση των
τηλεοπτικών ρεπορτάζ των ημερών ότι η εξέγερση ξεκίνησε από τη στιγμή που το
τηλεοπτικό συνεργείο δεν μίλησε με το σεβασμό και το φόβο που πρέπει να δείξει
ο οποιοσδήποτε “ξένος” σε οποιοδήποτε μέλος ενός γκέτο. Αυτό έγινε όταν ένας
τούρκος μειονοτικός έκανε κάποια παρατήρηση σε οξύ ύφος στο συνεργείο και τα
μέλη του αντιδράσανε όπως θα αντιδρούσαν άνθρωποι σε οποιοδήποτε σημείο της
χώρας απέναντι σε κάποιον που είχε έλλειψη τακτ, δηλαδή απάντησαν απαξιωτικά.
Φαίνεται ότι τότε αυτός τότε ξεσήκωσε τους συγχωριανούς του διαδίδοντας ότι
μια από τις ηθοποιούς ήταν γυμνή κάτω από το παλτό της. Στην πραγματικότητα
το ζήτημα δεν ήταν αν αυτή ήταν ή δεν ήταν ντυμένη έτσι, αλλά το πώς μια αδιασταύρωτη
πληροφορία μπόρεσε να οδηγήσει σε εκδικητική παράκρουση ένα ολόκληρο χωριό.
Η εξήγηση του πληγωμένου γκέτο είναι η μόνη που μπορεί να σταθεί. Δεν μπορεί το μέλος του κυρίαρχου κόσμου να απαιτεί τακτ από έναν πληθυσμό που έχει ποδοπατηθεί από αυτόν τον κόσμο χωρίς κανένα τακτ. Ο Εχίνος είναι το κέντρο του μειονοτικού γκέτο και μάλιστα το πιο περήφανο σημείο αυτού του γκέτο. Και είναι αλήθεια επίσης ότι για τη δημιουργία του γκέτο τη βασική ευθύνη έχει ο καταπιεστής. Στην προκειμένη περίπτωση είναι το ελληνικό κράτος που είχε για δεκαετίες κλείσει με φυλασσόμενη από το στρατό μπάρα το δρόμο προς τον Εχίνο κάνοντας τον έδαφος κατεχόμενης χώρας. Αυτό το κράτος εμπόδισε την ανάπτυξη της παραγωγής για όλη τη τούρκικη μειονότητα σαμποτάροντας ιδιαίτερα την ανάδυση μιας σύγχρονης αστικής τάξης από τους κόλπους της, γι αυτό χτύπησε τις μεταβιβάσεις εργαλείων και ακινήτων που αποτολμούσαν οι μειονοτικοί φτάνοντας μέχρι την απαλλοτρίωση περιουσιών τους με διάφορα προσχήματα. Κυρίως είναι αυτό το κράτος που εμπόδισε την κοσμική εκπαίδευση της μειονότητας όχι μόνο για να μην έρθει αυτή σε επαφή με το τούρκικο έθνος, αλλά για να είναι σίγουρο ότι δεν θα αναπτύξει ποτέ τους ορίζοντές της και δεν θα έρθει ποτέ σε επαφή ούτε με την ελληνική ούτε με την τούρκικη δημοκρατική παράδοση. Έτσι παρέδωσε τη μειονότητα από τη μια στα ιεροδιδασκαλεία και στο μουφτή και από την άλλη στο τούρκικο προξενείο. Από ιδεολογική άποψη αυτό σημαίνει παράδοση σε ότι πιο καθυστερημένο, πατριαρχικό και εθνικιστικό έχει αυτή η μειονότητα.
Η εκδίκηση της ιστορίας και πως ο ηθικός αυτουργός ρίχνει βενζίνη στη φωτιά
Είναι λοιπόν το ελληνικό κράτος και το ελληνικό πολιτικό σύστημα
που κατασκεύασε τον όχλο του Εχίνου. Με αυτό το μηχανισμό βγήκε στο προσκήνιο
ξαφνικά αυτό το βασανισμένο πλήθος για να τρομάξει τον έλληνα μικροαστό, ακόμα
και τον έλληνα δημοκράτη, πιο αποτελεσματικά, πιο βαθιά και πιο παραστατικά
από την οποιαδήποτε ως τα τώρα αντιτούρκικη αντιμειονοτική προπαγάνδα. Είναι
σαν να πήγαν χαμένες μέσα σε λίγες ώρες όλες οι προσπάθειες που έκαναν οι έλληνες
διεθνιστές και πιο πολύ οι τούρκοι για να πείσουν τον τουρκόφοβο έλληνα πολίτη
ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από τη μειονότητα της Θράκης. Αυτό το διακρίνει
κανείς και στην αντίδραση των ηθοποιών που ενώ δεν ήταν το τυπικό εθνικιστικό
αλλά μάλλον το πιο καλοπροαίρετο στοιχείο στον κόσμο του θεάματος μέσα από την
τραυματική εμπειρία του υιοθέτησε ένα μέρος του εθνικιστικού στερεότυπου.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια σκληρή εκδίκηση της ιστορίας. Αφού δεν
είδαμε ποτέ μια διαδήλωση τούρκων μειονοτικών αγκαλιά με τους έλληνες δημοκράτες
και κάτω από τη προστασία τους να καταγγέλλουν τους έλληνες φασίστες και σοσιαλφασίστες,
εφόσον δηλαδή δεν υπήρξε ποτέ αληθινό ισχυρό ελληνικό δημοκρατικό κίνημα ήταν
υποχρεωτικό τελικά να δούμε τους καταραμένους να βρίζουν σαν πόρνες και να λιθοβολούν
τις “ξετσίπωτες γυμνές” που ποδοπάτησαν το ιερό τέμενος, τα πατροπαράδοτά ήθη
και τα έθιμα, τελικά τον δειλό και όψιμα εκφρασμένο δημοκρατισμό των αφελών
φιλελεύθερων της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Αυτό είναι το τίμημα της επανάστασης
και της δημοκρατίας που δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους τη στιγμή που έπρεπε.
Παρατημένη από όλες τις προοδευτικές τάξεις, αφημένη στη μοίρα της η τούρκικη
μειονότητα έκανε ένα μεγάλο βήμα προς την κοινωνική και πολιτική αντίδραση.
Για το ελληνικό καθεστώς αυτό το βήμα δεν ήταν καθόλου αδιάφορο.
Με μια ασύλληπτη ετοιμότητα και οξυδέρκεια ανέλαβε να σταθεί σύσσωμο δίπλα του
και να το ενθαρρύνει. Πέρα από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο δεν υπήρξε σταμπαρισμένος
σοβινιστής, φασίστας, σοσιαλφασίστας που να μη σταθεί δίπλα στο ιδεολογικό και
παρά λίγο φυσικό λιντσάρισμα των ανθρώπων του συνεργείου. Δεν είναι τυχαίο ότι
μίλησαν ανοιχτά ενάντια στους τελευταίους και οι δύο τυπικές συνιστώσες του
φαιοκόκκινου, δηλαδή και ο Χριστόδουλος με τον εκπρόσωπό του και ο Αλαβάνος
απευθείας. Είναι ολότελα φυσικό. Στον Εχίνο συγκρούστηκε μια πλευρά της ανατολικής
Ελλάδας με τη δυτική. Δεν ήταν δυνατό η ορθοδοξοφασιστική εκκλησία να μη σταθεί
δίπλα στο ισλαμοφασιστικό τζαμί ενάντια στη δυτικού τύπου “κατάπτωση των ηθών”
και γενικά ενάντια στην έκλυτη και άθεη Δύση. Ούτε ήταν δυνατό οι σοσιαλφασίστες
να μη σταθούν δίπλα σε ένα κίνημα που πετροβολούσε τους φιλελεύθερους της “χυδαίας
εμπορευματοποίησης” των ΜΜΕ.
Αλλά η συμπαράσταση του ελληνικού πολιτικού καθεστώτος στην αντιδραστική έκρηξη
του Εχίνου είχε νομίζουμε βαθύτερους, ακόμα πιο πολιτικούς στόχους. Ήταν ένα
μήνυμα στους καταπιεσμένους της μειονότητας ότι από δω και μπρος θα μπορούσαν
να είναι ελεύθεροι αρκεί να είναι αντιδραστικοί. Θα μπορούσαν δηλαδή ακόμα και
να ασκούν ατιμώρητη βία σε έλληνες, αρκεί να την ασκούν στους κατάλληλους ανθρώπους
και κάτω από την κατάλληλη ιδεολογική γραμμή. Ήταν με λίγα λόγια ένα μήνυμα
ότι η τούρκικη μειονότητα θα μπορούσε να είναι ελεύθερη αρκεί να είναι ισλαμική
και αντιδυτική. Μια τέτοια μειονότητα θα μπορεί να είναι επιτέλους η πολυπόθητη
“γέφυρα φιλίας” ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Αλλά προσοχή όχι σε όποια-όποια
Ελλάδα και σε όποια-όποια Τουρκία, αλλά σε μια ορθοδοξοφασιστική Ελλάδα και
σε μια ισλαμοφασιστική Τουρκία, συγκεκριμένα ανάμεσα στη ρωσόφιλη Ελλάδα του
τετρακομματισμού και στη ρωσόφιλη Τουρκία του Ερντογάν.
Αυτό είναι το μήνυμα του καθεστώτος προς τον Εχίνο. Βέβαια είναι ένα μήνυμα
απατηλό. Δεν θα μπορεί ποτέ να είναι ελεύθερη μια τούρκικη μειονότητα που θα
έχει διαχωρίσει για τα καλά τον εαυτό της και από τον ελληνικό και από τον τούρκικο
δημοκρατισμό και που σαν τέτοια θα έχει απομακρυνθεί και από τον ευρωπαϊκό δημοκρατισμό.
Στην πραγματικότητα θα μπει σε ακόμα πιο βαθιά καταπίεση γιατί σε αυτή την περίπτωση
δίπλα στην καταπίεση του έλληνα σοβινιστή - που ποτέ δεν θα σταματήσει να βλέπει
πίσω από τον ισλαμιστή τον τούρκο- θα γιγαντωθεί και η καταπίεση από τα χειρότερα,
τα πιο αντιδραστικά στοιχεία της μειονότητας. Τώρα τουλάχιστον η μειονότητα
είναι ελεύθερη μέσα στο γκέτο της. Αν επικρατήσουν οι ισλαμοφασίστες η μειονότητα
θα υποδουλωθεί και μέσα στο γκέτο της. Άλλωστε μια πρόγευση αυτής της καταπίεσης
είχαν οι δημοκράτες της μειονότητας που τόλμησαν να τα βάλουν με τον ηγεμονικό
στο εσωτερικό της μειονότητας τούρκικο εθνικισμό που εκφράζεται από το τούρκικο
προξενείο. Φαντάζεται κανείς τι θα συμβεί με ένα προξενείο και μια μουφτεία
στα χέρια του ισλαμοφασισμού, και μια νομαρχία και μια μητρόπολη στα χέρια του
ορθοδοξοφασισμού.
Το επεισόδιο του Εχίνου πρέπει να βάλει σε μεγάλες σκέψεις τους δημοκράτες έξω και μέσα στη μειονότητα. Είναι μια μεγάλη προειδοποίηση. Δεν πρέπει να αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους γιατί τότε θα σημαίνει να αφήσουμε τους καταστροφείς να κάνουν απερίσπαστοι τη δουλειά τους. Έχουμε λόγους να υποπτευόμαστε ότι η έκρηξη του Εχίνου όσο και να κυριαρχήθηκε από το αυθόρμητο είχε μέσα της και κάποιο συνειδητό. Κάποιοι πρέπει να έριξαν λάδι στη φωτιά, και κάποιοι πρέπει να την προετοίμασαν μέσα από τη μειονότητα. Επίσης μετά το επεισόδιο ήταν το συνειδητό της ελληνικής αντίδρασης που έριξε όχι λάδι, αλλά τόνους βενζίνη στη φωτιά με το να σταθεί δίπλα στους θύτες ενάντια στα θύματα. Απέναντι λοιπόν σε αυτό το συνειδητό της αντίδρασης πρέπει να οικοδομηθεί το συνειδητό της δημοκρατίας. Και όσο γίνεται πιο γρήγορα. Η πλασματική ελληνοτουρκική προσέγγιση δεν είναι μόνο ένα εργαλείο για τους φαιοκόκκινους είναι και μια ευκαιρία για τους δημοκράτες.