ΓΙΑΤΙ Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΝΤΑΞΗ
ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΣΤΗΝ Ε.Ε. ΕΙΝΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΗ
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ Ε.Ε.

Η Τουρκία στην ΕΕ.
Από όλα τα μεγάλα ζητήματα στην ιστορία της οικοδόμησης της ΕΕ αυτό κατάφερε να γίνει το πιο κεντρικό. Η διαμάχη για την Τουρκία είναι εκείνη με την οποία οι μάζες των ευρωπαίων πολιτών μπήκαν στο πρόβλημα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης και στο μέλλον θα μπούνε ακόμα περισσότερο. Κατά κάποιο τρόπο η Τουρκία γεννάει την πολιτική Ευρώπη πράγμα που δεν έκανε κανένα άλλο μεγάλο διεθνές γεγονός και καμιά σχέση της ΕΕ με άλλα κράτη, όπως με τη Ρωσία στην εποχή του παλιού ψυχρού πολέμου ή με τις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια.

Με την Τουρκία μπήκε για πρώτη φορά με τόση ενάργεια και με τόσο ακραίο τρόπο το ζήτημα ως που φτάνει η Ευρώπη γεωγραφικά και πιο πολύ ποιοτικά, δηλαδή πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά. Αυτό συμβαίνει γιατί όλες οι ως τα τώρα διευρύνσεις της ήταν με χώρες που είτε ήταν μεγάλες αλλά σαφώς ευρωπαϊκές, όπως ήταν αρχικά η Αγγλία η Γαλλία και μετά η Ισπανία, ή ήταν αμφισβητούμενες ως προς τον ευρωπαϊσμό τους, αλλά μικρές, όπως είναι τα περισσότερα νέα μέλη της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων.
Με τη Τουρκία η Ευρώπη κάνει ένα μεγάλο άλμα προς την Ανατολή και προς τον Τρίτο Κόσμο αφού η Τουρκία είναι ένα τυπικό σύνορο Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου. Το ερώτημα που βάζουν γενικά είναι αν αυτό το άλμα θα εξευρωπαΐσει την Τουρκία ή θα κάνει πιο ανατολική και πιο τριτοκοσμική την Ενωμένη Ευρώπη. Κατά την άποψή μας το ερώτημα είναι: Η διαδικασία εισόδου της Τουρκίας στην Ενωμένη Ευρώπη θα συνεισφέρει στο να δυναμώσουν ή να αδυνατίσουν οι δημοκρατικές και προοδευτικές πλευρές της Τουρκίας, και τελικά θα φέρουν πιο κοντά στην ΕΕ την Τουρκία ή θα την απομακρύνουν; Παραπέρα αυτή η διαδικασία θα ενώσει παραπέρα την Ευρώπη γύρω από τις δημοκρατικές και διεθνιστικές πλευρές της ή θα συνεισφέρει στο να την αποσαθρώσει επιτείνοντας τις πιο αντιδημοκρατικές πλευρές της που κινούνται παράλληλα με την αναβίωση των εθνικισμών και των νεοαποικιακών ιμπεριαλιστικών πολιτικών στο εσωτερικών της;

Ούτε η ΕΕ ούτε η Τουρκία είναι έτοιμες για αυτή τη διαδικασία ένταξης

Είμαστε της άποψης ότι κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, τόσο τις διεθνείς όσο και τις εσωτερικές που επικρατούν στην ΕΕ και στην Τουρκία, αυτή η διαδικασία θα καταλήξει στο να εντάξει τη χειρότερη δυνατή Τουρκία στη χειρότερη δυνατή Ευρώπη
Στηρίζουμε αυτή μας τη θέση στο γεγονός ότι ούτε η ΕΕ, ούτε η Τουρκία είναι έτοιμες γι αυτή την Ένωση. Η ΕΕ έχει προχωρήσει τα 10 τελευταία χρόνια σε μια τρελή κούρσα διεύρυνσης, δηλαδή ποσοτικής επέκτασης και έχει καθυστερήσει σε καταπληκτικό βαθμό την πολιτική της ενοποίηση. Αυτή είναι σήμερα η κύρια εσωτερική της αντίφαση. Έτσι οι φυγόκεντρες και διαλυτικές της τάσεις έχουν προχωρήσει αφού αυτή δεν είναι σε θέση να πάρει μια οποιαδήποτε σημαντική απόφαση σε ζητήματα διεθνούς πολιτικής και πολιτικής κοινής άμυνας, αλλά ακόμα περισσότερο δεν είναι σε θέση να πάρει οποιαδήποτε δημοκρατική απόφαση, δηλαδή να εφαρμόσει την αρχή της πλειοψηφίας, σε τόσο πελώριας σημασίας εσωτερικά ζητήματα όσο είναι η διεύρυνσή της και το σύνταγμά της που αποφασίζονται με την αρχή της ομοφωνίας. Αυτή η αρχή έχει σαν αποτέλεσμα να επιβάλουν τη θέλησή τους στην πορεία της ΕΕ λίγες, συνεννοούμενες μεταξύ τους κυβερνήσεις με ηγεμονιστικές προθέσεις.
Η ενδεχόμενη προσχώρηση της Τουρκίας θα οδηγήσει αυτή την αντίφαση στην άκρη της γιατί η χώρα αυτή είναι σε άλλο στάδιο υλικής ανάπτυξης και κυρίως ανάπτυξης της ταξικής πάλης, με ισχυρές εσωτερικές αντιθέσεις, πολύ μεγάλη πληθυσμιακά, και με καίρια στρατηγική θέση για να μη βαρύνει ασύλληπτα πάνω στο εύθραυστο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Από όλα τα παραπάνω το καθοριστικό είναι το πρώτο: Το άλλο στάδιο ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Εννοούμε με αυτό ότι υπάρχουν μπροστά στην τούρκικη κοινωνία μια σειρά άλυτα αστοδημοκρατικά καθήκοντα και η σημερινή ΕΕ είναι αδύνατο να τη βοηθήσει να τα λύσει αν δεν βαθύνει τον δικό της εκδημοκρατισμό και αν δεν αναπτύξει τη δικιά της ενότητα στη βάση αυτού του δημοκρατισμού τσακίζοντας τις πιο αντιδραστικές αστικές τάσεις και πολιτικές μέσα της. Για παράδειγμα η Τουρκία δίνει μια πάλη ενάντια στην ισλαμοφασιστική αντίδραση. Η ΕΕ θα μπορούσε να τη βοηθήσει σε αυτή την πάλη αν είχε νικήσει μέσα της τον ορθοδοξοφασισμό. Όμως όχι μόνο δεν δίνει πάλη ενάντια στον ορθοδοξοφασισμό, αλλά τον έχει βάλει σαν επίσημη Ελλάδα και σαν Κύπρο να ελέγχει τον …εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω. Αντί δηλαδή η Ευρώπη να συμμαχεί ανοιχτά με την κοσμική κεμαλική, αντικληρικαλιστική Τουρκία ενάντια στον ισλαμοφασισμό κάνει, μέσω Καραμανλή, κουμπαριά με τον ισλαμοφασισμό ενάντια στους κεμαλιστές. Ταυτόχρονα ανάμεσα στους όρους της ένταξης προβάλει σαν πρώτο τη μείωση της πολιτικής δύναμης των κεμαλιστών του στρατού που αποτελούν τον κύριο πολιτικό πόλο της αντιισλαμοφασιστικής πάλης μέσα στην αστική τάξη.
Για μας τα επιχειρήματα περί τούρκικου «μουσουλμανικού πολιτισμού» ή τα περί καθυστέρησης της Τουρκίας στα ζητήματα της πολιτικής δημοκρατίας, επιχειρήματα που καμιά φορά προβάλουν και προοδευτικοί φιλελεύθεροι αστοί που είναι κατά της ένταξης, είναι διαποτισμένα από μεταφυσική, ενώ από καθαρά πολιτική άποψη είναι τέτοια που να παρακάμπτουν το κεντρικό πολιτικό ζήτημα που είναι ότι η σημερινή ΕΕ δεν είναι σε θέση να σταθεί στο πλευρό της Τουρκίας στην πρωτοπόρα πάλη που δίνει αυτή για την υπεράσπιση του κοσμικού κράτους μέσα σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο. Αν υπάρχει για παράδειγμα μια χώρα που να είναι σε τόσο οξεία πάλη με τον «μουσουλμανικό πολιτισμό» και την ισλαμική πολιτική δικτατορία είναι η σημερινή Τουρκία που θα μπορούσε γι αυτό ακριβώς το λόγο να είναι η πρωτοπορία αυτής της πάλης για όλη την Ευρώπη.
Μπορεί κανείς ύστερα από τα παραπάνω να καταλάβει σε ένα πρώτο επίπεδο ποια είναι η διαφορά μας με όλους εκείνους τους αντιδραστικούς, τους εθνικιστές, ξενοφοβικούς ακόμα και ρατσιστές που είναι αντίθετοι με την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ. Γι αυτούς η Ευρώπη είναι πολύ πολιτισμένη για να δεχτεί στους κόλπους της μια καθυστερημένη Τουρκία. Η θέση μας είναι ότι οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις δεν είναι όσο πρέπει δημοκρατικά ανεπτυγμένες και «πολιτισμένες» για να αντιπαλέψουν την τουρκική αντίδραση όσο το έχουν κάνει οι πιο προοδευτικές πλευρές της τούρκικης αστικής τάξης, ούτε τόσο διορατικές για να προφυλάξουν με οικονομικές ενισχύσεις τη φτωχολογιά της τουρκικής υπαίθρου από την ισλαμοφασιστική κοινωνική δημαγωγία όσο κρατάει η διαδικασία προσαρμογής της τούρκικης οικονομίας στην ευρωπαϊκή. Τέτοιας φύσης είναι και η διαφορά μας με τους σκληρούς σοσιαλφασίστες τύπου ψευτοΚΚΕ που επίσης είναι αντίθετοι σε αυτήν τη ένταξη. Αυτοί λένε ότι η ιμπεριαλιστική ΕΕ θα καταβροχθίσει οικονομικά και εθνικά την Τουρκία. Ισχύει κατά τη γνώμη μας το αντίθετο. Η ΕΕ, επειδή δεν έχει πολιτική ενότητα δεν θα λειτουργήσει σα συνασπισμός καπιταλιστικά ανεπτυγμένων κρατών, αλλά θα δώσει τη δυνατότητα στην τουρκική ανατολικού αντιευρωπαϊκού τύπου αντίδραση να αξιοποιήσει τα ευρωπαϊκά κεφάλαια για να ισχυροποιήσει και να σταθεροποιήσει τις θέσεις της. Αυτό διδάσκει το ελληνικό παράδειγμα.

Δεν είναι τυχαίο ύστερα από αυτά ότι τα πιο ουσιαστικά επιχειρήματα και η πιο σκληρή πραγματική πάλη ενάντια στην είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ ήρθαν από την πιο δημοκρατική τάση της ευρωπαϊκής αστικής τάξης, κυρίως από τη γαλλική και όχι από τους φασίστες κάθε είδους. Η θέση του ευρωπαϊστή Ζισκάρ Ντ Εστέν και κυρίως του βαθιά δημοκράτη Μπαντεντέρ (τον θυμόμαστε από τις εξαιρετικές του θέσεις στο γιουγκοσλαβικό και το μακεδονικό) ενάντια στη ένταξη είναι χαρακτηριστικές αυτής της τάσης. Αντίστροφα είναι χαρακτηριστική η μαχητική υπεράσπιση της τούρκικης ένταξης από όλους τους ισλαμοφασίστες ή και τους σοσιαλφασίστες που εμφανίζονται με διεθνιστικό πρόσωπο τύπου ΣΥΝ, τροτσκιστών κλπ. Επίσης χαρακτηριστική είναι η υπεράσπιση κλειδί, εκείνη που έκανε πρακτικά δυνατή την προενταξιακή διαδικασία για την Τουρκία, από το μέτωπο των ηγετών των πιο αντιδραστικών ιμπεριαλιστών μέσα στη ΕΕ, το ρωσόφιλο μέτωπο των Σρέντερ, Μπλερ και Σιράκ. Στην πραγματικότητα οι αντιδραστικοί αντίπαλοι της τουρκικής ένταξης δεν ενδιαφέρονται στ αλήθεια ούτε πάλεψαν για να μην μπει στην ΕΕ η Τουρκία, αλλά κάνανε ότι κάνουν και με τη μετανάστευση. Καταγγέλλουν τη μετανάστευση για να απομονώσουν τους μετανάστες, να τους γκετοποιήσουν, να τους εξαθλιώσουν και έτσι να μειώσουν την αμοιβή της συνολικής εργατικής τάξης και τελικά να διασπάσουν και να φασιστικοποιήσουν το λαό. Όπως δεν εμποδίζουν ποτέ την παράνομη μετανάστευση και είναι οι πρώτοι που σαν αφεντικά χρησιμοποιούν σα δουλοχτήτες τους μετανάστες και την κακοπληρωμένη δουλειά τους, έτσι θα κάνουν και ενάντια στην Τουρκία. Θα την καταγγέλλουν, θα τη στριμώχνουν και θα προσπαθούν να αποσπάσουν το μάξιμουμ από αυτήν. Έτσι θα αναδεικνύουν ότι χειρότερο έχει μέσα της και θα κάνουν την είσοδό της πιο επώδυνη για την ίδια και πιο διασπαστική για την ΕΕ.

Η διαδικασία της ένταξης στα χέρια της ρώσικης διπλωματίας

Ας έρθουμε λοιπόν στην ουσία της θέσης μας και συγκεκριμένα τι εννοούμε όταν λέμε ότι η ένταξη κάτω από τις δοσμένες συνθήκες και όρους θα κάνει κακό και στην Τουρκία και στην ΕΕ;
Εννοούμε το εξής: Ότι αυτή η ένταξη τόσο στην Τουρκία όσο και στην ΕΕ ηγεμονεύεται και στις δυο πλευρές της από τις πιο αντιδραστικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, δυνάμεις που σαν διεθνές κέντρο τους έχουν τη Ρωσία του Πούτιν και τον νεοναζιστικό άξονα Μόσχας-Πεκίνου-Τεχεράνης. Στην Τουρκία η διαδικασία ένταξης ηγεμονεύεται κύρια από τους ρωσόφιλους ισλαμοφασίστες και δευτερευόντως από τους κούρδους σοσιαλφασίστες του ΡΚΚ που θα δυναμώσουν παραπέρα ακριβώς εξ αιτίας αυτής της τόσο καίριας για το μέλλον της χώρας τους διαδικασίας ένταξης. Στην ΕΕ η ίδια διαδικασία ηγεμονεύεται πάλι από τις ρωσόφιλες δυνάμεις που τον κύριο όγκο τους τον προσφέρει το μέτωπο Σρέντερ-Μπλερ-Σιράκ, αλλά την κατεύθυνση την προσφέρει ο αποφασισμένος και προικισμένος με το διπλό δικαίωμα του βέτο ρωσόδουλος πυρήνας Ελλάδας και Κύπρου.
Πραγματικά το μεγάλο πρόβλημα με την ένταξη της Τουρκίας είναι ότι το διαβατήριο της σε κάθε φάση της μακρόχρονης διαδικασίας θα το κρατάει η Μόσχα, είτε σαν Ελλάδα και Κύπρος, είτε σαν Ερντογάν και σαν μεταμορφωμένο ΡΚΚ. Αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία ένταξης θα είναι μια διαρκής σειρά εγχειρήσεων στις οποίες θα υποβάλλεται η Τουρκία προκειμένου να ικανοποιήσει τα λεγόμενα κριτήρια της ένταξης. Αυτές τις εγχειρήσεις θα τις εισηγείται η Ελλάδα και η Κύπρος, θα τις υιοθετεί ο ρωσόφιλος άξονας των ισχυρών της ΕΕ και θα τις πραγματοποιεί ο ισλαμοφασισμός και οι σοσιαλφασίστες στην Τουρκία.
Αυτό το είδαμε και στην πρόσφατη συνάντηση κορυφής που αποφάσισε την έναρξη της διαδικασίας της ένταξης. Η κορυφαία στιγμή της διαπραγμάτευσης ήταν εκείνη της τελευταίας μέρας όταν σε μια αίθουσα συναντήθηκαν με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας και με διαιτητή τον προεδρεύοντα Ολλανδό πρωθυπουργό μακριά από όλους τους άλλους ηγέτες της ΕΕ οι πρωθυπουργοί της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Γερμανίας και της Ελλάδας. Το αντικείμενο αυτής της έσχατης διαπραγμάτευσης πριν από την υπογραφή της συμφωνίας δεν ήταν τίποτα άλλο από το κυπριακό. Αυτό που ζητήθηκε από την Τουρκία σε αυτή τη συνάντηση ήταν να δεσμευτεί ότι πριν από την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στις 3 του Οκτώβρη του 2005 θα υπογράψει το πρωτόκολλο της τελωνειακής ένωσης που είναι μια έμμεση μορφή αναγνώρισης της Κύπρου από τη Τουρκία. Όμως η μορφή αυτού του πρωτοκόλλου δεν είναι ακριβώς προσδιορισμένη. Θα προσδιοριστεί λίγο πριν τις 3 Οκτώβρη και θα είναι και αυτός ο προσδιορισμός αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Από εκεί μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι ως την τελευταία στιγμή της ένταξης της Τουρκίας, δηλαδή επί 10 ή 15 χρόνια θα σέρνεται πάνω από το κεφάλι της η δαμόκλεια σπάθη του ελληνικού και κυπριακού βέτο που βεβαίως θα προσαρμόζεται κάθε φορά στις ανάγκες της ρώσικης διπλωματίας. Στην προκειμένη περίπτωση η ανάγκη της ρώσικης διπλωματίας ήταν η Τουρκία να γίνει οπωσδήποτε δεκτή στην προενταξιακή διαδικασία ακριβώς για να κάτσει η Τουρκία στο χειρουργείο και να υποστεί τις αλλεπάλληλες εγχειρήσεις που θα πραγματοποιηθούν πάνω της. Γι αυτό η Ελλάδα και η Κύπρος δεν ζήτησαν καν από την Τουρκία να υπογράψει την αναγνώριση της Κύπρου τώρα ή έστω να υπογράψει το πρωτόκολλο της τελωνειακής ένωσης τώρα ή έστω να προσδιοριστεί από τώρα τι ακριβώς θα υπογράψει η Τουρκία στις 3 του Οκτώβρη του 2005. Ο ελληνο-κυπριακός πυρήνας τα άφησε επίτηδες όλα αυτά ανοικτά. Αν το ελληνο-κυπριακό βέτο εφαρμοζόταν αυτή τη στιγμή τότε η Τουρκία θα έμενε οριστικά έξω από την ΕΕ γιατί ο Ερντογάν δεν θα τόλμαγε να υπογράψει κάτι για το οποίο οι κεμαλιστές στρατηγοί θα τον κατηγορούσαν για προδότη. Σε αυτήν την περίπτωση ο Ερντογάν και γενικότερα οι ισλαμοφασίστες θα είχαν δεχτεί μια πελώρια διπλωματική ήττα και θα ήταν αδύνατο να παίξουν στη συνέχεια καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία. Μερικοί λένε ότι η Ελλάδα και η Τουρκία δεν άσκησαν βέτο φοβούμενες την απομόνωση τους στην ΕΕ και την αντίδραση των ΗΠΑ. Μα ένα ελληνικό βέτο ήταν εκείνο που θα χαροποιούσε πιο πολύ τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αυτές περίμεναν να κρύψουν την αντίθεσή τους στην τουρκική ένταξη ακριβώς πίσω από αυτό το βέτο, όπως έκαναν για πάρα πολλά χρόνια προηγούμενα. Γιατί αυτό το βέτο το ασκούσε ασταμάτητα και ατιμώρητα η Ελλάδα απέναντι και στην ΕΕ και στις ΗΠΑ επί 25 ολόκληρα χρόνια. Και το ασκούσε επί 25 ολόκληρα χρόνια γιατί τότε οι ανάγκες της ρώσικης διπλωματίας επέβαλαν την ρήξη Τουρκίας Ελλάδας και την απομόνωση της Τουρκίας από την Ευρώπη και όσο γινόταν από τις ΗΠΑ. Αυτή η πολιτική ήταν απαραίτητη στη Ρωσία στη διάρκεια αυτής της ψυχροπολεμικής περιόδου γιατί κάθε ρωσόφιλη τάση μέσα στην Τουρκία, αρχικά οι ψευτοκομμουνιστές και μετά οι ισλαμοφασίστες αποδείχτηκε αδύναμη να αντιπαρατεθεί στους κεμαλιστές στρατηγούς και στις ΗΠΑ που τότε είχαν την πολιτική ηγεμονία στην Τουρκία. Ταυτόχρονα με το πραξικόπημα των στρατηγών το 1980 είχε αποτύχει και κάθε προσπάθεια της Ρωσίας να πλησιάσει απευθείας τους κεμαλιστές και το «βαθύ τούρκικο κράτος» και να συμπήξει μια στρατηγική συμμαχία μαζί τους στηριγμένη στην ανάμνηση της συμμαχίας Λένιν-Ατατούρκ.
Αν σήμερα ήταν το 1980 και δεν ήταν ο Ερντογάν αλλά ο Ντεμιρέλ πρωθυπουργός της Τουρκίας, τότε ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου και το «βαθύ ελληνικό κράτος» δεν θα είχαν προτάξει σαν όρο για την υπογραφή της ενταξιακής συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας το φτωχό και μισοφαγωμένο πρωτόκολλο της τελωνειακής ένωσης, αλλά την κανονική διπλωματική αναγνώριση της Κύπρου, την απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων και μαζί με αυτά μια χούφτα από δήθεν «ζωτικά» και «ιερά» κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο, που σήμερα τα έχουν αφήσει στην αποθήκη. Τα ελληνικά δικαιώματα που αρχίζουν από το όνομα Μακεδονία και φτάνουν ως τα βάθη της Τουρκίας είναι το πιο μακρύ και εύκαμπτο λάστιχο της παγκόσμιας διπλωματίας. Σήμερα επιλέγονται σε ένα τέτοιο ιδανικό ύψος από τους ρωσόδουλους έλληνες ηγέτες ώστε να είναι αρκετά χαμηλά για να τα ικανοποιεί ο Ερντογάν και ταυτόχρονα αρκετά ψηλά ώστε να ταπεινώνονται και να αποδυναμώνονται οι τούρκοι εθνικιστές που κάθε φορά υποκύπτουν στον Ερντογάν. Οι έλληνες σοβινιστές που πήραν μέρος στη λεηλασία του κράτους για κοντά μισό αιώνα χάρη σε αυτά τα «ιερά» δικαιώματα, αφού φώναξαν λίγο στην αρχή και κανείς δεν τους ακολούθησε τώρα πελαγωμένοι και αμήχανοι παρακολουθούν τις ασύλληπτες αυτές προσθαφαιρέσεις δικαιωμάτων της νέας εποχής. Θέλουν κάτι να πουν, κάτι να διαμαρτυρηθούν, αλλά τα σαΐνια της νέας «ευέλικτης» διπλωματίας τους δείχνουν όχι τι κερδίζει η Ελλάδα από αυτή, αλλά το πόσο χάνουν οι Τούρκοι στρατηγοί. Έτσι αυτοί αναγκάζονται να συμφωνήσουν μαζί τους αφού ότι είναι κακό για τον εξ ορισμού εχθρό τους, τους τούρκους εθνικιστές θα πρέπει να είναι καλό για τους ίδιους.
Πραγματικά είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι ο βασικός νόμος που διέπει την τουρκική πολιτική της ελληνικής διπλωματίας είναι η απορρόφηση της γειτονικής χώρας από το νεοναζιστικό άξονα Μόσχας-Πεκίνου-Τεχεράνης στον οποίο ήδη ανήκει η ίδια η Ελλάδα. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να καταλάβει κανείς ότι αυτός ο στόχος θα επιτευχθεί καλύτερα μέσω της διαδικασίας ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ παρά μέσω της ανοιχτής σύγκρουσης και της απομόνωσης της Τουρκίας από την ΕΕ.
Είναι φυσικό να αντιτείνει κανείς στους συλλογισμούς μας ότι δεν είναι δυνατό ο εσωτερικός δημοκρατισμός της Τουρκίας να προσδέσει την Τουρκία όχι στη δημοκρατική Ευρώπη, αλλά στη φασιστική Ρωσία. Ένας πραγματικός δημοκρατισμός ασφαλώς θα έφερνε την Τουρκία πιο κοντά στην ΕΕ. Πραγματικά χρειάζεται μια ολόκληρη δημοκρατική μεταρρύθμιση ίσως μια μεγάλη δημοκρατική εξέγερση για να συντριβούν στην Τουρκία πρακτικές βασανιστηριών και πολιτικών διωγμών που είναι καταργημένες από δεκαετίες στη δυτική Ευρώπη. Όμως εδώ δεν μιλάμε για πραγματικό δημοκρατισμό, αλλά για δημοκρατισμό στον τύπο, στη φόρμα.

Το μεγαλύτερο παράδειγμα του τι σημαίνει ευρωπαϊκός εκδημοκρατισμός στη φόρμα και ανατολικού τύπου εκφασισμός στο περιεχόμενο

Η Ελλάδα μας δίνει το καλύτερο παράδειγμα της διαφοράς ανάμεσα στον ουσιαστικό δημοκρατισμό και τον δημοκρατισμό στη φόρμα σχετικά με την ένταξη στην ΕΕ. Τι απέγινε με την ένταξή της Ελλάδας στην ΕΕ πριν 25 χρόνια; Δυνάμωσε ή αδυνάτισε ο δημοκρατισμός της που κατακτήθηκε μέσα από την αντιδικτατορική πάλη; Στη φόρμα δυνάμωσε, στην ουσία αδυνάτισε. Στη φόρμα η Ελλάδα πλησίασε την Ευρώπη. Στην ουσία απομακρύνθηκε από αυτήν και πλησίασε τη Ρωσία. Τυπικά σήμερα η Ελλάδα είναι πιο αστοδημοκρατική από ότι το 1980, στην ουσία βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο φασισμό από ποτέ.
Τυπικά στην Ελλάδα λέει κανείς ότι θέλει και οργανώνεται πολιτικά και συνδικαλιστικά όπως θέλει. Έχουμε επίσης ελεύθερες εκλογές για όλα τα κομμάτια της αστικής τάξης και το κράτος είναι στα χέρια των κυβερνήσεων που βγαίνουν από αυτές τις εκλογές. Τυπικά έχουμε επίσης μια δυτικού τύπου ελεύθερη αγορά όπου οι μεγάλοι καπιταλιστές ανταγωνίζονται με λίγο-πολύ ίσους πολιτικούς όρους. Στην πράξη αυτά δεν ισχύουν.
Η πολιτική εξουσία έχει έρθει στα χέρια μιας μικρής ομάδας που αποτελείται από μια χούφτα πράκτορες μιας υπερδύναμης διακτινισμένους σε 4 κόμματα και σε 3, 4 μεγάλες κρατικοδίαιτες εταιρείες. Αυτή η ομάδα διοικεί τη χώρα ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο και στηρίζει την εξουσία της σε ένα μικρό πολιτικό στρατό δύο μειοψηφικών κομμάτων, το ψευτοΚΚΕ και τον ΣΥΝ και σε έναν πολύ ευρύτερο κοινωνικό στρατό. Αυτός αποτελείται από τα πιο διεφθαρμένα και πιο τεμπέλικα στελέχη της απέραντης κρατικοκομματικής γραφειοκρατίας και από τα πιο δεμένα με την κρατική εύνοια στοιχεία της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης στην πόλη και στην ύπαιθρο. Αυτό το συγκρότημα εξουσίας ασκεί σήμερα τη δικτατορία του πάνω σε όλα τα άλλα τμήματα της αστικής τάξης και βέβαια στο λαό. Για παράδειγμα ο πολιτικός στρατός των δύο μικρών κομμάτων επιβάλει το νόμο του στενού μπλοκ εξουσίας κλείνοντας δρόμους, εισβάλλοντας σε πρυτανείες και υπουργεία, και καταφεύγοντας σε ένα διαβρωμένο δικαστήριο που λέγεται 5ο τμήμα του Συμβούλιου της Επικρατείας. Για να ανεβεί στην πολιτική εξουσία το συγκρότημα αυτό χρησιμοποίησε και ένα δολοφονικό στρατιωτικό απόσπασμα. Με την οικονομική βία και διακομματικά όργανα σαν το ΕΡΣ το στενό συγκρότημα εξουσίας ελέγχει την γενική πολιτική και εθνική γραμμή της τηλεόρασης, οπότε χειραγωγεί και την εξωτερική πολιτική της χώρας και το αποτέλεσμα των εκλογών. Πάλι μέσω της πολιτικής εξουσίας και της βίας έχει εξασφαλίσει για τους 3, 4 ολιγάρχες του τη μονοπωλιακή διαχείριση των προμηθειών ενός υπερδιογκωμένου κράτους, τύπου υπαρκτού σοσιαλισμού, και έχει ταυτόχρονα τσακίσει ή περιορίσει τις πιο σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις που εκπροσωπεί το δυτικόφιλο ιδιωτικό κεφάλαιο. Σε ότι αφορά την ιδεολογία που έχει διαμορφώσει αυτό το συγκρότημα για τις μάζες, αυτή δεν είναι ο αστικός μισοδημοκρατισμός του «φιλελεύθερου» ιμπεριαλισμού, αλλά ο καλυμμένος ναζισμός νέου ανατολικού τύπου. Κυρίαρχη ιδεολογία γίνεται σήμερα όλο και περισσότερο ο αντισημιτισμός, η κομπλεξική βεβαιότητα περί ενός καταπιεσμένου και αδικημένου αλλά τάχα ανώτερου ελληνικού έθνους, και πάνω απ’ όλα ο αντικαπιταλισμός και ο αντιδυτικισμός ορθόδοξου θρησκευτικού ή σοσιαλφασιστικού τύπου. Δεν είναι καθόλου άσχετες με αυτή την σταδιακή ιδεολογική κατρακύλα όλου του έθνους οι ολοένα και συχνότερες φασιστικές πρακτικές της ελληνικής αστυνομίας που τώρα γυμνάζει τους μελλοντικούς βασανιστές της πάνω στα ανυπεράσπιστα κορμιά των μεταναστών. Όσο για τις πολιτικές ιδέες των μαζών αυτές έχουν συμπυκνωθεί σε μία: Κύριος εχθρός ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός οπότε άγιες οι συμμαχίες με όλους τους ναζιστές και φασίστες του πλανήτη που συμβαίνει σήμερα να είναι αντιαμερικάνοι.
Όλα αυτά έχουν γίνει κάτω από το καθεστώς της πλήρους συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ. Η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι η συμμετοχή στην ΕΕ όχι μόνο είναι κάτι το εξωτερικό σε σχέση με τη βαθιά εσωτερική εξέλιξη μιας χώρας μέλους και σε σχέση με τον αληθινό διεθνή της προσανατολισμό, αλλά μπορεί αυτή η συμμετοχή να γίνει θαυμάσιο εργαλείο για μια αντίστροφη, ακριβώς αντιευρωπαϊκή, πορεία αυτής της χώρας. Για παράδειγμα τα ευρωπαϊκά κονδύλια όχι μόνο δεν πήγαν στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού ή και την άνοδο του βιοτικού επίπέδου του λαού, αλλά χρησιμοποιήθηκαν από το ολιγαρχικό συγκρότημα για να ανεβεί το ίδιο στην εξουσία. Μιλάμε για τις αγροτικές επιδοτήσεις που καταβροχθίστηκαν και πάχυναν τις βδέλλες της υπαίθρου ενώ καθυστέρησαν ή και ματαίωσαν τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας. Μιλάμε για τα κοινωνικά προγράμματα που εξαγόρασαν και καθησύχασαν ανέργους και διέφθειραν κόσμο προσφέροντας στρατούς παρασίτων στο καθεστώς. Μιλάμε για τις ευρωπαϊκές συμμετοχές στα μεγάλα έργα που εξέθρεψα την νέα ολιγαρχία του Κρεμλίνου. Οι ρωσόδουλοι χρησιμοποίησαν επίσης την ΕΕ για καταστροφικές αντιαναπτυξιακές επεμβάσεις όπως τις οικολογικές στον Αχελώο, την Πετρόλα και αλλού. Σε όλα αυτά μπορεί να προσθέσει κανείς σαν επιστέγασμα τον αυτοθυσιακό τρόπο με τον οποίο η ΕΕ πρόσφερε στην Ελλάδα την αντιευρωπαϊκή πολιτική της μη αναγνώρισης της εύθραυστης και εκρηκτικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, το κράτημα για δεκαετίες μακριά από την ΕΕ μιας δυτικόφιλης Τουρκίας, την αποδοχή τελικά της εισόδου εντός της ΕΕ μιας ρωσόφιλης και αφερέγγυας ελληνοκυπριακής ηγεσίας.

Η παπανδρεϊκή συνταγή εφαρμοσμένη στην περίπτωση της τουρκικής ένταξης

Αυτές τις τεράστιες δυνατότητες αντίθετης κίνησης ουσίας και μορφής που της πρόσφερε το ελληνικό παράδειγμα χρησιμοποιεί ήδη η ρώσικη διπλωματία και στην περίπτωση της Τουρκίας όπως και σε άλλα σημεία του πλανήτη (Βραζιλία, Αργεντινή, Νότια Αφρική). Αφού η εισοδιστική τακτική του πράκτορά της Α. Παπανδρέου θριάμβευσε παραμορφώνοντας τη δυτικόφιλη Ελλάδα για να τη μετατρέψει σταδιακά σε ρώσικο εξάρτημα και μετά σε ένα ολόκληρο κράτος εισοδιστή μέσα στην ΕΕ, γιατί να μην ακολουθήσει το παράδειγμα της Ελλάδας και το κράτος εισοδιστής που λέγεται Κύπρος παραμορφωμένο αυτό από τον συλλογικό πράκτορα που λέγεται ΑΚΕΛ; Και τελικά γιατί η Ρωσία να μη διαθέσει έναν τούρκο Παπανδρέου, τον Ερντογάν για να εγχειρήσει τον φύλακα των Στενών με τη βοήθεια της Ελλάδας και της Κύπρου, των δύο αυτών ήδη εγχειρισμένων και τηλερυθμιζόμενων ποντικών που οδηγούν στο γκρεμό τον τυφλό ελέφαντα που λέγεται Ευρώπη;
Είναι γεγονός ότι εμείς που γράφουμε αυτές τις γραμμές ξέρουμε λίγο το εσωτερικό της Τουρκίας για να μπορούμε να αναλύσουμε με ποιο ακριβώς τρόπο ο Ερντογάν και οι τούρκοι σοσιαλφασίστες θα χρησιμοποιήσουν τα βήματα του ελέφαντα πάνω από την Τουρκία για να την παραμορφώσουν. Μπορούμε όμως να δώσουμε μερικά γενικά στοιχεία για την ενέργεια, το εργαλείο και τη μέθοδο που έχουν στα χέρια τους.
Η ενέργεια είναι η τεράστια δυνατότητα που έχει η ΕΕ να απαιτεί από την Τουρκία και να της επιβάλλει «όρους ένταξης» δηλαδή τις κατάλληλες εγχειρήσεις μέσα στο κράτος. Το εργαλείο είναι ακριβώς αυτοί οι «όροι ένταξης». Η μέθοδος είναι όλη η διαδικασία επιβολής και ελέγχου αυτών των όρων.
Νομίζουμε ότι το κλειδί και ο κεντρικός στόχος όλων αυτών των εγχειρήσεων θα είναι για τη ρώσικη διπλωματία η απομόνωση από την ΕΕ και τελικά η διάσπαση του σκληρού ηγεμονικού πυρήνα της τούρκικης αστικής τάξης που είναι η στρατιωτική μεγαλοαστική τάξη που σε πολλά της σημεία ταυτίζεται με την ανώτατη κρατική γραφειοκρατία. Το ότι ο πιο βασικός από τους όρους της τούρκικης ένταξης είναι ακριβώς αυτό το κομμάτι να πάψει να είναι πολιτικά ηγεμονικό είναι χαρακτηριστικό της ταύτισης των ευρωπαϊκών προθέσεων με τις προθέσεις του τούρκικου πολιτικού Ισλάμ.
Βεβαίως μια πολιτική ηγεμονία του στρατού είναι αδιανόητη σε σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατική χώρα. Εδώ η στρατιωτική ιεραρχία είναι το κορυφαίο πολιτικά κομμάτι της κρατικής γραφειοκρατίας υποταγμένο απόλυτα στην πολιτική και οικονομική κυριαρχία των μονοπωλίων. Στην Τουρκία όμως αυτή η θέση του στρατού είναι δεμένη με την ιστορική ανάπτυξη της τούρκικης αστικής τάξης. Είναι κάτι που συμβαίνει και σε άλλες χώρες στον τρίτο κόσμο επειδή στις πρώτες φάσεις των αντιιμπεριαλιστικών επαναστάσεων όταν η βιομηχανική αστική τάξη είναι αδύναμη, ο στρατός διεκπεραιώνει βασικά καθήκοντα της πρώτης αστικής εξουσίας. Στην Τουρκία ο στρατός έγινε ο θεματοφύλακας του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους δηλαδή της πάλης ενάντια στην πολιτική επιστροφή του ισλάμ. Όμως το ότι ο στρατός συνεχίζει μετά από 80 χρόνια να παίζει ηγεμονικό πολιτικό ρόλο δείχνει την πολιτική αδυναμία της αστικής τάξης να διαχειριστεί καθαρά πολιτικά τις κρατικές υποθέσεις της, δηλαδή να διοικεί χωρίς να χρησιμοποιεί ανοιχτή βία ή να απειλεί ότι θα τη χρησιμοποιήσει. Δείχνει βασικά ότι υπάρχουν άλυτα αστοδημοκρατικά προβλήματα. Πρόκειται στο βάθος για το ότι κανένα κομμάτι της αστικής τάξης δεν είναι τόσο ισχυρό οικονομικά και πολιτικά ώστε να κυριαρχήσει με καθαρά πολιτικά μέσα. Αυτό σημαίνει ότι η αστική τάξη είναι τόσο διασπασμένη εσωτερικά και τόσο αδύναμη για να συγκρατήσει τις εκρηκτικές ταξικές, εθνικές, θρησκευτικές ή φυλετικές αντιθέσεις μέσα στο ίδιο ενιαίο κράτος, ώστε αναζητεί διαρκώς έναν ισχυρό παράγοντα που θα παίζει ταυτόχρονα το ρόλο του διαιτητή και του δυνάστη. Πρόκειται όχι μόνο για ένα δυνάστη πάνω σε όλες τις «παρεκλίνουσες» από την κεντρική εθνική γραμμή μερίδες των εκμεταλλευτριών τάξεων, αλλά και ενός σκληρού καταπιεστή του λαϊκού επαναστατικού και δημοκρατικού κινήματος στις πιο κρίσιμες στιγμές της ταξικής πάλης. Το γεγονός ότι ειδικά στην Τουρκία η στρατιωτική αστική τάξη έγινε και οικονομικά ισχυρή, έγινε δηλαδή και ένας σύγχρονος καπιταλιστής-μονοπωλιστής σε πολλούς κλάδους κλειδιά πχ. στις τράπεζες, τη βαριά βιομηχανία, τη στρατιωτική βιομηχανία, την αυτοκινητοβιομηχανία, δείχνει το πόσο παρατεταμένη και αθεράπευτη είναι η αδυναμία της τουρκικής αστικής τάξης να κυβερνήσει με πολιτικά μέσα. Γιατί μόνο έτσι εξηγείται πως ένα ειδικό σώμα της αστικής τάξης, αυτό που ασκεί την εσωτερική και εξωτερική βία, έγινε τελικά τόσο ισχυρό ώστε να καταχτήσει και έναν αυτόνομο και για πολλούς ρυθμιστικό οικονομικό ρόλο.
Είναι γεγονός λοιπόν ότι η ηγεμονία του στρατού είναι μια από τις πηγές της αντιδημοκρατίας στην τούρκικη κοινωνία. Αλλά αυτή η ηγεμονία μπορεί να νικηθεί είτε από την πλευρά ενός ισχυρού δημοκρατικού μπλοκ από τα πιο προοδευτικά οικονομικά και πολιτικά κομμάτια της αστικής τάξης και από το τουρκικό δημοκρατικό και επαναστατικό προλεταριάτο, είτε από ένα μπλοκ που θα αποτελείται από τις πιο αντιδραστικές τάξεις και από τις πιο αντιδραστικές ιμπεριαλιστικές χώρες. Ποιο είναι λοιπόν το «αντικεμαλικό αντιστρατιωτικό» μπλοκ που σχηματίζεται σήμερα με αυτήν την ένταξη, και ποιο ηγεμονεύει τη διαδικασία της ένταξης εσωτερικά και σε διεθνές επίπεδο; Από πού με δυο λόγια θα χτυπηθούν οι στρατηγοί, από τα αριστερά ή από τα δεξιά; Ασφαλώς τα πράγματα δεν είναι απλά γιατί ποτέ τα πολιτικά μπλοκ δεν είναι «τέλεια» με την έννοια ότι ποτέ δεν χάνει η αντίδραση την ευκαιρία να συμπεριλαμβάνει στις συμμαχίες της και παραπλανημένα τμήματα της προόδου ενάντια στον κύριο εχθρό. Στην προκειμένη περίπτωση οι ισλαμοφασίστες δεν διστάζουν να συμμαχούν με τους τούρκους ευρωπαϊστές φιλελεύθερους ενάντια στους εθνικιστές στρατηγούς καθώς και με τους πιο παραπλανημένους φιλελεύθερους μέσα στην ΕΕ. Όμως ένα μπλοκ δεν κρίνεται από τις περιστασιακές δυνάμεις που σέρνονται πίσω από αυτό, αλλά από τις δυνάμεις που το καθοδηγούν και αυτές στην περίπτωση του αντικεμαλικού μπλοκ είναι οι ισλαμοφασίστες στο εσωτερικό και οι σοσιαλιμπεριαλιστές στο εξωτερικό.

Τι μπορεί να σημαίνει ο εκδημοκρατισμός στα ζητήματα των εθνοτήτων

Ας εξετάσουμε λοιπόν μέσα από αυτό το πρίσμα τον γενικότερο όρο της ένταξης που μόλις προχθές υπογράφτηκε και που είναι ο εκδημοκρατισμός της Τουρκίας. Ο όρος αυτός είναι από μόνος του υπέροχος και έτσι κι αλλιώς έχει και μερικά εξαιρετικά αποτελέσματα όπως είναι η κατάργηση των συστηματικών βασανιστηρίων. Ας τον δούμε όμως να εφαρμόζεται συγκεκριμένα στην περίπτωση των εθνικομειονοτικών δικαιωμάτων των κούρδων και των θρησκευτικών δικαιωμάτων των μουσουλμάνων. Εδώ το ζήτημα είναι ποιος καθοδηγεί τη διαδικασία εφαρμογής τους, ποια τάξη και ποιες πολιτικές δυνάμεις από κάθε πλευρά. Ποιος για παράδειγμα καθοδηγεί τη διαδικασία εκδημοκρατισμού στο κουρδικό από την πλευρά του καταπιεστικού έθνους του τουρκικού, και ποιος από την πλευρά του καταπιεζόμενου, του κουρδικού. Σήμερα τη διαδικασία από την πλευρά του πρώτου την καθοδηγούν οι ισλαμιστές και πιο ειδικά οι ρωσόφιλοι της τάσης Ερντογάν και από την κουρδική οι σοσιαλφασίστες του ΡΚΚ που σήμερα δουλεύουν με μετωπικό τρόπο μέσα σε ευρύτερα σχήματα, όπως είναι το κόμμα Χαντέπ.

Μια δημοκρατική ηγεσία επικεφαλής μιας καταπιεσμένης εθνότητας που έχει διαχυθεί μέσα σε ολόκληρο κράτος θα ζητούσε τα γλωσσικά της δικαιώματα και κάθε αυτοδιοικητικό της δικαίωμα στις κύρια κουρδικές περιοχές σε ενότητα με τον τούρκικο λαό και πιο πολύ με τους τούρκους δημοκράτες. Όμως μια αποδειγμένα εθνοφασιστική ηγεσία σαν και εκείνη του ΡΚΚ θα χρησιμοποιήσει την ευρωπαϊκή κάλυψη για να μετατρέψει κάθε δημοκρατική διεκδίκηση σε πολιτική διαμελισμού του τουρκικού κράτους και για τη δημιουργία ενός εθνικά καθαρού Κουρδιστάν, δηλαδή θα επιδιώξει εδαφική αυτονομία και σταδιακή απόσχιση ασκώντας όπως ως τώρα καλυμμένη ή ανοιχτή εθνοκάθαρση σε βάρος του τουρκικού πληθυσμού που θα βρίσκεται στις κουρδικές περιοχές. Αυτή την κίνηση είναι αδύνατο να την ανατρέψει μια ΕΕ που απόδειξε ότι υποκύπτει στο φασισμό. Αυτό έκανε στη Βοσνία απέναντι στους σέρβους εθνοεκκαθαριστές, αυτό και στη Δημοκρατία της Μακεδονίας απέναντι στους αλβανούς εθνικοφασίστες. Η ΕΕ δεν εφαρμόζει βέβαια την ίδια φιλο-διαμελιστική πολιτική απέναντι στους εθνοφασίστες της ΕΤΑ στην Ισπανία, αλλά αυτό γιατί απέναντι σε αυτούς τους τελευταίους από τη μεριά της ισπανικής αστικής τάξης στάθηκε ως τα σήμερα ένα ισχυρό, αρκετά δημοκρατικό και φιλοευρωπαϊκό πολιτικό μπλοκ. Όμως τι θα βρίσκεται απέναντι στους κούρδους από τη μεριά της τούρκικης αστικής τάξης; Θα βρίσκεται ο Ερντογάν και οι τούρκοι εθνικιστές-κεμαλιστές. Οι δεύτεροι θα γίνονται έξαλλοι με τα ευρωπαϊκά δημοκρατικά μέτρα που στην πράξη θα βοηθάνε τους κούρδους σοβινιστές και η άρνηση τους θα παίρνει τη μορφή αυτής της ταλαντευόμενης στάσης στην οποία εθνικιστική σκληρότητα και ένοχη ηπιότητα θα εναλλάσσονται με αμηχανία. Τότε ο Ερντογάν θα κρατάει τη γνωστή ενδιάμεση θέση. Από τη μια θα συμμαχεί με την ΕΕ και τους τούρκους φιλοευρωπαϊστές αστούς για να απομονώνει τους εθνικιστές, να τους διασπάσει και να περιορίσει την εξουσία τους. Από την άλλη θα χρησιμοποιεί τους αδυνατισμένους εθνικιστές, αλλά και τους δικούς του ισλαμιστές για να υπονομεύει τις πραγματικά ευρωπαϊκές δημοκρατικές εκσυγχρονιστικές αλλαγές στην τούρκικη κοινωνία και οικονομία.
Πιο καθαρά φαίνονται αυτές οι δυνατότητες στην περίπτωση των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Τουρκίας καθώς και των Αρμενίων. Αυτοί οι «όροι» θα βάλουν για τα καλά την Ελλάδα στο παιχνίδι των πιέσεων στο πλευρό του Ερντογάν, αλλά και την Αρμενία, δηλαδή την ίδια τη Ρωσία στο πλευρό των ισλαμιστών και των κούρδων εθνοφασιστών. Το ότι η ΕΕ βάζει ζήτημα αναγνώρισης της εθνοκάθαρσης των Αρμενίων και αναγνώρισης των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας είναι δείγμα αυτών των κατά παραγγελία και επιλεκτικών ευαισθησιών. Είναι πραγματικά εκπληκτικό πως κανείς δεν έβαλε σαν όρο στην Ελλάδα, όταν ήταν να ενταχθεί στην ΕΕ, την άρση της άγριας τότε καταπίεσης της τούρκικης μειονότητας ή ακόμα περισσότερο της μακεδονικής εθνικής μειονότητας που μάλιστα εθνοκαθάρθηκε στην Ελλάδα πολύ μεταγενέστερα από ότι η αρμενική στην Τουρκία. Ακόμα και τώρα που είναι κεντρικό το ζήτημα της διδασκαλίας της κουρδικής γλώσσας δεν έχει σκεφτεί κανείς να βάλει ζήτημα όχι απλά διδασκαλίας της μακεδονικής γλώσσας στα ελληνικά σχολεία, αλλά ζήτημα αναγνώρισης της ύπαρξης αυτής της μειονότητας. Αλλά μήπως υπάρχει πιο ιδανικό παράδειγμα κατά παραγγελία και επιλεκτικής ευαισθησίας από εκείνη για τα δικαιώματα του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης; Γιατί θέλουν δικαιώματα για το Πατριαρχείο, για παράδειγμα γιατί τους ενδιαφέρει να λειτουργήσει η θεολογική σχολή της Χάλκης; Τους ενδιαφέρει για να χτυπήσουν τους κεμαλιστές που την αρνούνται. Οι κεμαλιστές την αρνούνται κυρίως για να μη θεμελιώσουν σε αυτήν οι ισλαμιστές το δικό τους δικαίωμα να ιδρύσουν ανώτατες θεολογικές σχολές. Ενώ όμως η Ελλάδα και ο Ερντογάν είναι υπέρ αυτού του θεμελιακού αιτήματος του Πατριαρχείου χτυπάνε το ίδιο το Πατριαρχείο. Στη μεν Ελλάδα του αφαιρούν την εξουσία και το κύρος για χάρη του Πατριαρχείου Μόσχας, στη δε Τουρκία ο Ερντογάν επιτρέπει στους τούρκους φασίστες να επιτεθούν στο Πατριαρχείο την ώρα που αυτό συμμαχεί με τις ΗΠΑ και βέβαια την ΕΕ. Στόχος του είναι επίσης να το αναγκάσει να υποκύψει στην προστασία της Μόσχας.

Τι μπορεί να σημαίνει ο εκδημοκρατισμός στα ζητήματα της θρησκείας

Μπορούμε να διακρίνουμε την ίδια δυνατότητα «επιλεκτικού εκδημοκρατισμού» και στο ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας. Σήμερα η μουσουλμανική λατρεία είναι ελεύθερη στην Τουρκία. Όμως δεν είναι ελεύθεροι οι χοτζάδες να λένε ότι θέλουν στις εκκλησίες, όπως δεν είναι ελεύθερες οι θρησκευτικές μέσες σχολές να στέλνουν φοιτητές στα πανεπιστήμια ή να ιδρύουν πανεπιστήμια, όπως δεν είναι ελεύθερες οι γυναίκες να φοράνε την ισλαμική μαντήλα στους δημόσιους χώρους. Όμως όλες αυτές οι ελευθερίες υπάρχουν στη δυτική Ευρώπη (με εξαίρεση τη μαντήλα που απαγορεύεται μόνο στα σχολεία και μόνο στη Γαλλία). Αν η ΕΕ πιέσει την Τουρκία να εφαρμόσει αυτές τις ελευθερίες το αποτέλεσμα δεν θα είναι μια θρησκευτική ελευθερία δυτικού τύπου, αλλά μια θρησκευτική δικτατορία ανατολικού ισλαμικού τύπου. Γιατί η δυτική Ευρώπη έχει ολοκληρώσει εδώ και 200 χρόνια την αντικληρικαλιστική της αστική επανάσταση. Όμως η Τουρκία δεν έχει ολοκληρώσει αυτή της την επανάσταση γιατί η πάλη της ενάντια στον επίμονο, βαθύ και στηριγμένο στην καθυστέρηση των αγροτικών μαζών μουσουλμανικό κληρικαλισμό δεν έχει ολοκληρωθεί. Έτσι η αστική δημοκρατία στην Τουρκία είναι υποχρεωμένη επί ποινή θανάτου να συνεχίσει την πολιτική της δικτατορία, δηλαδή τον στενό κρατικό έλεγχο και τις απαγορεύσεις στην κοσμική εξουσία του ισλαμικού και νέο-ισλαμικού ιερατείου. Αυτή η δικτατορία εξακολουθεί να είναι ένα δημοκρατικό μέτρο για τη δοσμένη χώρα, ιδιαίτερα τη δοσμένη εποχή. Οι τούρκοι ισλαμοφασίστες του κόμματος του Ερντογάν για να καθησυχάσουν την ΕΕ και να τη διευκολύνουν να επιβάλλει μέτρα «μη ελέγχου» της εκκλησίας από το κράτος ισχυρίζονται ότι δεν είναι περισσότερο πολιτικοί ισλαμιστές από όσο είναι πολιτικοί καθολικοί ή πολιτικοί διαμαρτυρόμενοι οι ιταλοί και οι γερμανοί χριστιανοδημοκράτες. Ονομάζουν μάλιστα τελευταία τον εαυτό τους «μουσουλμανο – δημοκράτη». Οι ευρωπαίοι φιλελεύθεροι τους πιστεύουν και μάλιστα έχουν με μεγάλη ανακούφιση υιοθετήσει τον ισχυρισμό τους ότι με αυτό τους τον ισλαμισμό - λάϊτ θα μπολιάσουν με πραότητα και δυτικό κοινοβουλευτικό πνεύμα τον επιθετικό αραβικό ισλαμισμό και έτσι θα τον εξουδετερώσουν σώνοντας τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες από την τρομοκρατία. Πραγματικά μόνο αστοί φιλελεύθεροι σε παρακμή θα μπορούσαν να πιστέψουν τέτοιες βλακείες. Η διαφορά της δυτικοευρωπαϊκής χριστιανοδημοκρατίας από την τούρκικη «μουσουλμανο-δημοκρατία» είναι η εξής: Η επιστροφή της θρησκείας στο σύγχρονο δυτικοευρωπαϊκό κράτος έγινε κάτω από την απόλυτη ηγεμονία της κυρίαρχης αστικής τάξης που θέλησε με αυτό τον τρόπο να ελέγξει τις μάζες που κινήθηκαν από τις αρχές του περασμένου αιώνα προς τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ειδικά όμως η δυτικοευρωπαϊκή πολιτική χριστιανοδημοκρατία γεννήθηκε μέσα από την αντιφασιστική πτέρυγα της θρησκευόμενης αστικής τάξης στην Ιταλία και στη Γερμανία που ήρθε σε σύγκρουση με τον φασισμό και το ναζισμό όταν αυτοί επεχείρησαν να ελέγξουν πολιτικά τις δύο εκκλησίες. Ειδικά ο δεύτερος προκάλεσε τις μεγαλύτερες αντιστάσεις όταν επεχείρησε όχι μόνο να ελέγξει την επίσημη εκκλησία αλλά και να αλλάξει το λουθηρανικό δόγμα της με τον ιδιότυπο ρατσιστικό παγανισμό του. Ποια σχέση λοιπόν μπορεί να έχει με την ευρωπαϊκή χριστιανοδημοκρατία το τούρκικο πολιτικό ισλάμ που έρχεται στην πολιτική σκηνή ακριβώς αντίθετα από αυτήν σαν επιστροφή της κοινωνικής καθυστέρησης και της πολιτικής αντίδρασης για να αμφισβητήσει το κοσμικό κράτος και να δέσει την Τουρκία με το διεθνή ισλαμοφασισμό;
Μπορεί να μη θέλουν οι δυτικοί και οι δυτικόφιλοι αστοί στην Τουρκία να το θυμούνται, αλλά ο Ερντογάν ήταν το δεξί χέρι του ισλαμοφασίστα Ερμπακάν που έπεσε από τη θέση του πρωθυπουργού στην κυβέρνηση το 1988 όταν ανοιχτά επεχείρησε να κατευθύνει σε συμμαχία με το Ιράν και τη Λιβύη την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Ο Ερντογάν διδάχτηκε από αυτό το πάθημα και φόρεσε από τότε την προβιά του δυτικόφιλου εκσυγχρονιστή. Μένοντας πιστός στη φιλοϊρανική γραμμή και στη γραμμή της προσέγγισης με τη Ρωσία άλλαξε απλά τις συνήθειες του και την ταχτική του. Όπως γράφει η Μοντ της 15 του Δεκέμβρη από το 1998 αυτός ο αυστηρός ισλαμιστής σαν δήμαρχος Κωνσταντινούπολης επέτρεψε στον εαυτό του τις χειραψίες με τις γυναίκες, άρχισε να κάθεται σε τραπέζια όπου πίνανε αλκοόλ και να ανέχεται καπνιστές στο χώρο του.
Είναι φανερή για μας η τακτική του τώρα στο θρησκευτικό ζήτημα: Συμμαχία με την ΕΕ για να επιβάλει μέτρα υποτιθέμενης ανεξιθρησκίας που θα φέρουν σε σύγκρουση την ΕΕ και τους δυτικόφιλους τούρκους αστούς με τους κοσμικούς κεμαλιστές, δηλαδή πάλι με τον κύριο εχθρό των ισλαμοφασιστών, τους στρατηγούς. Αυτά τα μέτρα θα είχαν προχωρήσει περισσότερο αν δεν υπήρχε η Γαλλία στην ΕΕ να παρατάσσεται με τους κεμαλιστές στο ζήτημα της μαντήλας. Όμως η σύγκρουση και σ’ αυτό το ζήτημα δεν θα αργήσει γιατί οι ΗΠΑ και η Αγγλία είναι μαχητικά αντίθετες στην απαγόρευση της μαντήλας και στις άλλες κατασταλτικές πολιτικές του τουρκικού κράτους ενάντια στην είσοδο της ισλαμικής αντίδρασης σε αυτό.
Περιγράψαμε μόνο δυο τρεις από τις συγκρούσεις που προμηνύονται μέσα από τους όρους που επέβαλε η ΕΕ στην Τουρκία προκειμένου κάποτε να αποδεχτεί την ένταξή της και αποδείξαμε ότι σε κάθε περίπτωση αυτές θα έχουν ένα πολιτικό περιεχόμενο: την αποδυνάμωση και τη διάσπαση της τούρκικης κεμαλικής μεγαλοαστικής τάξης που έχει σαν τελικό πολιτικό της εκφραστή και σαν σκληρό κοινωνικοοικονομικό πυρήνα της το σώμα των ανώτερων και ανώτατων τούρκων αξιωματικών. Είναι πολύ γνωστός ο ηγεμονικός ρόλος που παίζει πολιτικά και κοινωνικά αυτό το σώμα, αλλά πολύ λίγοι ξέρουν πόσο μεγάλη είναι η οικονομική του δύναμη στη βιομηχανία και τις τράπεζες.
Είναι αδύνατο ο νεοναζιστικός άξονας να αποσπάσει την Τουρκία από τα χέρια της Δύσης αν δεν αποδυναμώσει και δεν διασπάσει αυτόν τον πυρήνα.

Ο αντιευρωπαϊσμός μέσα από τη διαδικασία της ένταξης

Το πιο μεγάλο κακό με αυτές τις συγκρούσεις δεν είναι ότι θα αποδυναμώσουν τον αληθινό τουρκικό ευρωπαϊσμό μέσα στην τουρκική αστική τάξη, είναι ότι είναι πολύ πιθανό να στρέψουν τελικά όλο το τουρκικό έθνος ενάντια στην Ευρώπη. Γιατί κάθε νέα απαίτηση της ΕΕ και κάθε νέο εμπόδιο που θα βάζει στην ένταξη της Τουρκίας θα γεννάνε μέσα στο λαό το αίσθημα της αδικίας και της ταπείνωσης. Κι αυτό γιατί μόνο στην περίπτωση της Τουρκίας και καμιάς άλλης χώρας που μέχρι τώρα μπήκε στην ΕΕ, δεν υπήρξε διαδικασία ένταξης που να μην έχει ορισμένη ημερομηνία κλεισίματος, που να μπορεί να διακοπεί κάθε στιγμή με το 1/3 των ψήφων του Συμβουλίου, που να περιλαμβάνει ρητά τόσο πολλούς όρους και τόσο στενή παρακολούθηση της εφαρμογής τους σε κάθε ένα από τα πολλά βήματα αυτής της διαδικασίας, και που τέλος θα χρειαστεί μια ομόφωνη αποδοχή από όλες τις χώρες από τις οποίες ήδη δύο ανακοίνωσαν ότι θα προχωρήσουν σε δημοψήφισμα για να εγκρίνουν αυτήν την ένταξη. Είναι δυνατόν αυτή η ειδική, γεμάτη εμπόδια και χωρίς σαφείς ευρωπαϊκές δεσμεύσεις διαδικασία να μη γεννήσει αισθήματα αδικίας και ταπείνωσης στον τουρκικό λαό;
Και αυτά τα αισθήματα δεν θα τα αξιοποιεί μόνο ο εγχειριζόμενος κεμαλισμός αλλά θα τα αξιοποιεί ακόμα περισσότερο ο εγχειρίζων ισλαμοφασισμός για να κατηγορεί τη «χριστιανική Ευρώπη» όσο αυτή θα αργεί να δίνει το πολυπόθητο διαβατήριο εισόδου στην Τουρκία. Ήδη όλη η εκστρατεία του Ερντογάν υπέρ της ένταξης στηρίχθηκε όχι στα πρακτικά επιχειρήματα υπέρ της ένταξης αλλά στο ισλαμοφασιστικό επιχείρημα- που το ενισχύουν με τη δικιά τους δημαγωγία περί χριστιανικής πολιτιστικής «υπεροχής» και οι ευρωπαίοι χριστιανοδημοκράτες - ότι η «χριστιανική Δύση κρατάει κλειστή τη λέσχη της στη μουσουλμανική Ανατολή». Έτσι ο Ερντογάν παρουσιάζει την τουρκική ένταξη στην ΕΕ σαν πολιτιστική και τελικά σαν πολιτική εισβολή της Ανατολής στη Δύση. Είναι πολύ εύγλωττο από αυτήν την άποψη το κεντρικό σύνθημα στη συγκέντρωση θριάμβου που το κόμμα του διοργάνωσε για να χαιρετίσει την επιστροφή του από τις Βρυξέλλες: «Ζήτω ο κατακτητής της Ευρώπης».
Μπορεί κάποιος εδώ να προβάλλει την ένσταση ότι δεν είναι υποχρεωτικό να υπάρχει πάντα κάποιος Ερντογάν στην εξουσία για να διαχειρίζεται την πολιτική της Ευρώπης υπέρ της Μόσχας και ότι δεν είναι δυνατόν αιώνια η εξωτερική πολιτική της ΕΕ να είναι όμηρος της Ελλάδας και της Κύπρου, όπως δεν είναι σίγουρο ότι θα υπάρχει πάντα μια φιλορώσικη τριάδα σαν εκείνη των Μπλερ-Σρέντερ και Σιράκ να αποδέχεται αυτήν την ομηρία. Αναντίρρητα οι λαοί, τα έθνη και τα κράτη της Ευρώπης θα αντιστέκονται και μάλιστα θα αντιστέκονται όλο και περισσότερο στη ρώσικη επέμβαση και χειραγώγηση, ιδιαίτερα όσο θα διαπιστώνουν ότι η Ρωσία είναι πολύ λιγότερο πεθαμένη και πολύ περισσότερο φασιστική από όσο φαντάζονταν. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια δεν έχουμε λόγο να μην πιστεύουμε ότι κάποιες ατσάλινες ίνες μέσα στο συρματόσχοινο του ρωσικού εισοδισμού θα σπάσουν, για παράδειγμα θα μπορεί να πέσει από την εξουσία κάποιος στενός πρακτόρικος πυρήνας σαν εκείνος του Σρέντερ-Φίσερ ή του Μπλερ ή να αλλάξει στρατηγική η Γαλλία του Σιράκ. Το ερώτημα όμως είναι: Μπορεί κάποιες ενδεχόμενες ευνοϊκές αλλαγές να οδηγήσουν κάποια στιγμή τη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στα χέρια φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων, οπότε η ένταξη θα μετατραπεί σε κάτι θετικό για την Τουρκία και την Ευρώπη; Μήπως κάτω από ένα τέτοιο ενδεχόμενο πρέπει να κρατήσουμε επιφυλάξεις για τον συνολικά αρνητικό χαρακτήρα αυτής της διαδικασίας;

Το σύμπλεγμα των αλληλο-υποστηριζομένων πρακτόρων και η ρώσικη διπλωματία

Δεν το πιστεύουμε καθόλου. Μπορεί πραγματικά κάποια στιγμή να σπάσει μια ίνα της ρώσικης διπλωματίας στην Ευρώπη όχι όμως η ρώσικη διπλωματία στην περιοχή των Στενών δίχως μια μεγάλη πολιτική πανευρωπαϊκή ανατροπή. Το λέμε αυτό γιατί η ρωσική διπλωματία δεν είναι ένα άθροισμα από μεμονωμένους Καραμανλήδες, Παπαδόπουλους, Ερντογάν, Μπλερ και Σρέντερ. Είναι ένα αλληλουποστηριζόμενο σύστημα ηγετικών τάσεων των αστικών τάξεων που ο συντονισμός τους και προ παντός η κάλυψή τους από την παγκόσμια διπλωματική μηχανή του Κρεμλίνου τις κάνει πανίσχυρες. Κανένας εισοδιστής πράκτορας δεν μπορεί να δουλέψει χωρίς να σύρει πίσω του μια ολόκληρη τάση της αστικής τάξης που να ’χει πολιτικούς, ιδεολογικούς και κυρίως οικονομικούς λόγους για να συμπλεύσει με τη Ρωσία και να δει με συμπάθεια τον καγκεμπίτη αρχηγό της. Από την άλλη στην περίπτωση της αλληλο-υποστήριξης κάθε εισοδιστής γίνεται πανίσχυρος μέσα στην ευρύτερη τάση του, στο κόμμα του και στη χώρα του τελικά.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολιτική νίκη του Ερντογάν και της ρώσικης διπλωματίας στο κυπριακό. Οι τούρκοι στρατηγοί υπεράσπιζαν τον Ντενκτάς στην Κύπρο. Όταν εμφανίστηκε το σχέδιο Ανάν, ο Ντενκτάς και οι στρατηγοί υποστήριξαν την πάγια θέση τους ότι έπρεπε το σχέδιο να καταψηφιστεί από τους Τούρκους αφού χτύπαγε την πολιτική των δύο κρατών που ακολουθούσε ο τούρκικος σοβινισμός. Ήταν μάλιστα απόλυτη η πεποίθησή τους ότι θα το ψήφιζε η ελληνοκυπριακή πλευρά αφού το είχε υποσχεθεί στην ΕΕ προκειμένου να ενταχθεί και μάλιστα επειδή νόμιζαν ότι τη συνέφερε. Αντίθετα η γραμμή του ρωσόφιλου Ερντογάν στην Τουρκία και του συμμάχου του Ταλάτ στην Κύπρο ήταν ότι οι ελληνοκύπριοι δεν θα ψήφιζαν το σχέδιο και ότι γι αυτό το λόγο συνέφερε την Τουρκία να το ψηφίσει. Σε μια τέτοια περίπτωση και το σχέδιο δεν θα πέρναγε και θα έβγαινε διπλωματικά ενισχυμένη η τούρκικη διπλωματία στα μάτια της ΕΕ και των ΗΠΑ που ήθελαν την ψήφισή του, ενώ θα έβγαινε αδυνατισμένη η ελληνοκυπριακή πλευρά.
Το απροσδόκητο ελληνοκυπριακό «όχι» δικαίωσε θριαμβευτικά τον Ερντογάν που εμφανίστηκε σαν πολιτική ιδιοφυία στα μάτια των στρατηγών και όλης της τούρκικης αστικής τάξης, ενώ ο Ντενκτάς που υποστήριζε ως το τέλος εκείνο που πίστευε όλη η Δύση και όλος ο κόσμος ότι δηλαδή οι ελληνοκύπριοι θα έλεγαν «ναι» στο σχέδιο Ανάν, γελοιοποιήθηκε. Αυτή η πολιτική νίκη του Ερντογάν δεν ήταν αποτέλεσμα βέβαια κάποιας ξεχωριστής ευφυίας του, αλλά του γεγονότος ότι η ρώσικη διπλωματία ήξερε ότι και ο Παπαδόπουλος και το ΑΚΕΛ και βέβαια η ίδια η Ρωσία στο Συμβούλιο Ασφαλείας θα έλεγαν «όχι» στο σχέδιο Ανάν. Ήξεραν δηλαδή και το είχαν προσεκτικά ετοιμάσει πρώτα να μπει η Κύπρος στην ΕΕ και να πει γι αυτό το σκοπό ένα πρώτο ψεύτικο «ναι» και μετά επί του ασφαλούς να πει ένα «όχι». Μια υπερδύναμη μπορεί να μετατρέψει και τον πιο ηλίθιο πράκτορά της σε μεγαλοφυΐα αφού μπορεί να του επαληθεύσει τις πιο τρελές προφητείες και να μετατρέψει τα πιο «ριψοκίνδυνα» άλματά του σε ασφαλείς περιπάτους. Πως έγινε και οι λεονταρισμοί του Ερντογάν στις Βρυξέλλες δεν συνάντησαν την οργισμένη αντίδραση των 25; Πόσα γιαούρτια θα έτρωγε ο «καταχτητής της Ευρώπης» στην Άγκυρα αν δεν είχε δίπλα του τον Μπλερ και το Σρέντερ να ανέχονται την έπαρσή του, και πιο πολύ τον Καραμανλή και τον Παπαδόπουλο να χαμηλώνουν τόσο στοργικά τις παλιές τρελές απαιτήσεις του ελληνικού σοβινισμού για να μπορέσει αυτός να πηδήξει τον πήχυ;
Με έναν ανάλογο τρόπο μπορεί να βγει σοφός ο Γ. Παπανδρέου όταν κηρύσσει την ειρήνη στο Αιγαίο, επιδέξιος και ώριμος ο Καραμανλής όταν δεν τον ενοχλεί κανείς καθώς εκκαθαρίζει το στρατό και τους υπουργούς του, σοβαρός ο Σημίτης όταν εξαπατά όλη την Ευρώπη για να βάλει την καταχρεωμένη Ελλάδα στο ευρώ. Είναι γεγονός ότι με τον ίδιο ξαφνικό και ανεξήγητο τρόπο χάνονται και βυθίζονται στην ανυποληψία όλα αυτά τα ταλέντα όταν έρθει η ώρα να τα πετάξει στα σκουπίδια το αφεντικό τους για χάρη μιας επόμενης μεταμφίεσης της πολιτικής του. Και αυτή η στιγμή θα έρθει και για τους Καραμανλή και Ερντογάν και για τους Σρέντερ και Μπλερ. Όμως αυτό που είναι πολύ δύσκολο να ανατραπεί είναι μια διεθνής στρατηγική που σε μερικές χώρες της δυτικοερωπαϊκής περιφέρειας, σαν την Ελλάδα και την Κύπρο, έχει ριζώσει σαπίζοντας και βασανίζοντας τα θύματά της. Αν είμαστε αντίθετοι με τη διαδικασία εισόδου της Τουρκίας στην ΕΕ είναι γιατί αυτή για να μπει στη μεγάλη Ευρώπη πρέπει να περάσει μέσα από το στενό στόμιο που λέγεται ελληνική και κυπριακή διπλωματία ή καλύτερα ρώσικη διπλωματία. Αυτό το στόμιο είναι κάτι σαν ηλεκτρικός νεροχύτης. Δεν θα αφήσει ποτέ την Τουρκία να περάσει πριν την αλέσει. Από αυτή την άποψη η καλύτερη εκδοχή για μας θα είναι να μην περάσει η Τουρκία στην ΕΕ.

Τι θα σημαίνει μια παραμορφωμένη Τουρκία για την ΕΕ

Αν αυτό συμβεί κάτω από τις συνθήκες που περιγράψαμε μπορεί κανείς να καταλάβει πόσο κακό θα είναι αυτό για την Ευρώπη.
Κατ αρχήν μια φιλο-ιρανική και ρωσόφιλη Τουρκία θα συμπληρώνει μαζί με μια Ελλάδα και μια Κύπρο του «ορθόδοξου τόξου» ένα ανατολικό τείχος για την ΕΕ και προς τη Μέση Ανατολή και προς το χώρο της Κασπίας και του Καυκάσου. Στην περίπτωση αυτή δεν θα υπάρχει η δυνατότητα καμιάς ανατολικής πολιτικής για την ΕΕ χωρίς την έγκριση της Ρωσίας. Από την άλλη το ίδιο τείχος θα απομονώνει από την Ευρώπη κάθε δημοκρατικό κίνημα στον αραβικό κόσμο και θα κάνει αφόρητη τη θέση των αραβικών και μουσουλμανικών κρατών που θα θελήσουν να αντισταθούν στον άξονα του Ιράν με τη Ρωσία και με την Κίνα. Το αποτέλεσμα αυτών των δύο αποκλεισμών θα είναι να βρεθεί η ΕΕ να εκλιπαρεί αγωνιωδώς τον κλειδοκράτορα του ορθοδοξο-ισλαμικού τείχους για κάθε βαρέλι πετρελαίου και κάθε κυβικό φυσικού αέριου που χρειάζεται για να υπάρξει.
Πως είναι δυνατό λοιπόν ένα τέτοιο τείχος να μη διασπάει και να μη συντηρητικοποιεί και εσωτερικά την Ευρώπη όχι μόνο αν ολοκληρωθεί αλλά και στη διάρκεια του σχηματισμού του; Μα μόνο οι ελληνικοί εκβιασμοί στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας υπόσκαψαν βαθιά όλη τη βαλκανική πολιτική της ΕΕ. Τι θα γίνει αν σε αυτούς προστεθούν μετά τους κυπριακούς και οι τουρκικοί; Τι θα γίνει αν μια ρωσόφιλη τριάδα Ελλάδας-Τουρκίας-Κύπρου χωρίζει την Ευρώπη από τη Μέση Ανατολή και τον Εύξεινο; Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία. Μια εικόνα της νέας εποχής είναι εδώ μπροστά μας με το κυπριακό.
Μια ΕΕ που επιδιώκει την είσοδο της Τουρκίας δεν μπορεί να έχει εσωτερική συνοχή αν δεν λύσει το κυπριακό. Γιατί αν δε λύσει το κυπριακό θα έχει μέσα της μια υποψήφια χώρα που θα κατέχει μια άλλη μέλος. Αλλά το κυπριακό μπορεί να λυθεί μόνο με μια έγκριση της Ρωσίας που ελέγχει τη νότια Κύπρο. Αλλά η Ρωσία δεν έχει κανένα λόγο να λύνει το κυπριακό όσο η Τουρκία δεν έχει μια φιλική της κυβέρνηση και όσο ταυτόχρονα η Ευρώπη δεν έχει υιοθετήσει μια πολιτική υποταγής απέναντι της, αν δηλαδή η Ευρώπη δεν δεχτεί ορισμένους όρους που θα της υποβάλει σε άλλο επίπεδο κάθε φορά η ρώσικη διπλωματία, πχ μια μετριοπαθή στάση στην Ουκρανία και στις Βαλτικές. Αυτοί οι διαρκείς εκβιασμοί δεν είναι δυνατό να μη διασπούν την ΕΕ. Είδαμε τις δυο διαφορετικές γραμμές μέσα στην ΕΕ σε σχέση με τη στάση που έπρεπε αυτή να κρατήσει απέναντι στην Κύπρο μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν. Και είδαμε τελικά πόσο ανήμπορη στάθηκε η ΕΕ μετά από αυτή τη μεγαλειώδη εξαπάτηση της από το πιο καινούργιο και πιο μικρό από όλα τα μέλη της. Τώρα βλέπουμε τη Ρωσία να επιδιώκει την επαναφορά ενός άλλου πιο «φιλοκυπριακού», στην πραγματικότητα ενός δικού της σχέδιου Ανάν. Βλέπουμε ήδη τις ΗΠΑ να το αρνούνται, αλλά τον Ερντογάν με τρόπο να το υιοθετεί. Θα είναι μεγάλη έκπληξη για μας αν η ΕΕ δεν υιοθετήσει τελικά τη ρώσικη θέση και επιμείνει στο αρχικό σχέδιο Ανάν. Αν δεχτεί κάτι τέτοιο θα σημαίνει ότι η ρώσικη διπλωματία θα τη σέρνει από τη μύτη για πολλά χρόνια ακόμα.
Το συμπέρασμα μας λοιπόν είναι ότι εκείνο που θα βγει από αυτή την διαδικασία ένταξης, είτε θα είναι μια ρωσόφιλη Τουρκία, είτε μια εσωτερικά σπαρασσόμενη Τουρκία, πράγμα που θα είναι και το πιθανότερο. Από την άλλη μεριά μια Ευρώπη που θα ελέγχει ασταμάτητα μια τέτοια εγχειριζόμενη και εσωτερικά σπαρασσόμενη Τουρκία θα σπαράσσεται και η ίδια προκειμένου να αποφασίσει για κάθε βήμα της απέναντι στην Τουρκία. Άλλωστε αυτό το είδαμε ήδη σε αυτή τη φάση της διαπραγμάτευσης. Οι υπέρ και οι κατά της Τουρκίας είναι τα πρώτα στρατόπεδα που σχηματίστηκαν και δυστυχώς δεν είναι τέτοια που να ξεκαθαρίζουν την πρόοδο από την αντίδραση, είναι στρατόπεδα που διασπούν τους λαούς.