Τον τελευταίο καιρό διεξάγεται
από κύκλους του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου μια εκστρατεία πολιτιστικής εθνοκάθαρσης
και ναζιστικού τύπου αντικαπιταλιστικής διαπαιδαγώγησης του ελληνικού λαού.
Η εκστρατεία περιλαμβάνει τη διενέργεια νομικών διώξεων σε βάρος όσων αρνούνται
να συμμορφωθούν πλήρως με τις ιδεολογικές επιταγές του αρχιεπισκόπου, αρχής
γενομένης από την πρόσφατη μηνυτήρια αναφορά ενός πρωτοψάλτη σε βάρος της Δόμνας
Σαμίου.
Μόνο ως ρατσιστική μπορεί να χαρακτηριστεί η επιχείρηση αυτή του Χριστόδουλου
για τον “καθαρισμό” της ελληνικής λαϊκής παράδοσης από ξένες επιρροές. Τέτοιου
είδους ήταν η επίθεση που εξαπέλυσε ο αρχιεπίσκοπος σε συνέδριο της χριστιανικής
ένωσης εκπαιδευτικών (3/1/05) ενάντια στην εκκοσμίκευση της γιορτής των Χριστουγέννων
με τη λατρεία του χριστουγεννιάτικου δέντρου και των δώρων καθώς κι ενάντια
στην καθιέρωση του “ξενόφερτου” Άι-Βασίλη “των δυτικοευρωπαίων”, όπως χαρακτηριστικά
είπε, ως συστατικού στοιχείου της λαϊκής μας παράδοσης. Και για να ενισχύσει
το συλλογισμό του καταφέρθηκε ενάντια στην εμπορευματοποίηση του εθίμου σημειώνοντας
ότι τα κόκκινα ρούχα του Άι-Βασίλη σχετίζονται με διαφημιστικούς σκοπούς της
κόκα-κόλα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο αρχιεπίσκοπος καταφέρεται ενάντια στο σύγχρονο
αστικό κόσμο από την πλευρά του φεουδαρχικού μεσαίωνα, και κυρίως του φασισμού
που αιμοδοτείται από την ιδεολογία του μικρού κεφαλαίου και της μικροαστικής
καθυστέρησης. Στις 6-12 ξεσπάθωσε ενάντια στην παγκοσμιοποίηση που “απειλεί
να εξαλείψει κάθε δύναμη που της αντιτίθεται” και κάνει τους ανθρώπους “υποχείρια
των μεγάλων δυνάμεων που σκέπτονται και αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς”,
ενώ σε ένα άλλο παραλήρημα αντιδυτικισμού καταφέρθηκε ενάντια στον καθολικισμό:
“Οι χριστιανοί της Δύσης πρόδωσαν το χριστιανισμό, προκειμένου να εξυπηρετήσουν
και να προωθήσουν ιδεολογικούς και πολιτικούς σκοπούς. Σήμερα έχουμε παραχάραξη
και δυσφήμιση του χριστιανισμού από τις επιδιώξεις μιας συγκεκριμένης Εκκλησίας,
που θέλει να ασκεί εξουσία και να βρίσκεται στις αγκαλιές της πλουτοκρατίας”
(15/10). Με λίγα λόγια, κατηγόρησε τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία για τον πολιτικό
της ρόλο (λες και η ελληνορθόδοξη δεν ασκεί εξουσία ως τμήμα του κρατικού μηχανισμού)
και για υποταγή στο μεγάλο κεφάλαιο.
Σύμφωνα με την ίδια λογική, ο καθολικισμός, η δυτική χριστιανική παράδοση, ακόμα
και οι ίδιοι οι ευρωπαϊκοί λαοί βρίσκονται αναμεμειγμένοι σε μια συνομωσία του
μεγάλου κεφαλαίου ενάντια στο “αγνό” ελληνικό έθνος. Σ’ αυτό το σημείο η ιδεολογία
του Χριστόδουλου ενώνεται με τον αντιδραστικό αντικαπιταλισμό της “17Ν” κι έτσι
εξηγείται η επίσκεψη που έκανε ο αρχιεπισκόπος στους φυλακισμένους δολοφόνους
(16-12), ενώ απέχει ένα μόλις βήμα από τον ανοιχτό αντισημιτισμό που ανακαλύπτει
παντού προεκτάσεις μιας παγκόσμιας σιωνιστικής συνομωσίας. Εδώ και ένα χρόνο
το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την Ξενοφοβία και το Ρατσισμό έχει καταγγείλει
την ελλαδική εκκλησία για αντισημιτισμό. Όπως αναφέρει η σχετική έκθεση: “Η
ορθόδοξη εκκλησία συνεχίζει να περιλαμβάνει στο λειτουργικό τυπικό της Μεγάλης
Παρασκευής αντιεβραϊκές αναφορές – παρόμοιες αναφορές απαλείφθηκαν από τη ρωμαιοκαθολική
λειτουργία υπό τον Πάπα Ιωάννη ΧΧΙΙΙ.”.
Σε μια άλλη παρέμβασή του είχε κάνει λόγο για “αιώνια σύζευξη” ελληνισμού και
χριστιανισμού, υπονοώντας την ύπαρξη κάποιας “ανώτερης” ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας.
Μ’ αυτό τον τρόπο πρόσφερε στην εκκλησία το δικαίωμα άσκησης λογοκρισίας σε
βάρος οποιουδήποτε επιχειρεί να “αμαυρώσει” την “υψηλή” αυτή παράδοση, κατηγορώντας
τον ως προδότη του έθνους.
Εκεί βασίστηκε ο πρωτοψάλτης Θεόδωρος Ακρίδας όταν υπέβαλε μια φασιστικής έμπνευσης
μηνυτήρια αναφορά στην εισαγγελία πλημμελειοδικών Μεσολογγίου κατά της Δόμνας
Σαμίου, η οποία είχε παρουσιάσει σε τηλεοπτική εκπομπή παραδοσιακά αποκριάτικα
τραγούδια “τολμηρού” περιεχομένου. Στη συνέχεια ο εισαγγελέας κάλεσε τη Σαμίου
να απολογηθεί στον ανακριτή. Όπως υποστηρίζει ο πρωτοψάλτης στην αναφορά, χρειάζεται
να επιβληθεί λογοκρισία στα παραδοσιακά τραγούδια που περιέχουν βωμολοχίες ενώ
το σκεπτικό του κειμένου συμπυκνώνεται στο εξής ρητορικό ερώτημα: “Μα είναι
αυτά προβολή του μουσικού και λογοτεχνικού μας πολιτισμού ή χυδαιοποίηση και
ο έσχατος διασυρμός τους;” Στο πλευρό του πρωτοψάλτη στάθηκε ο αρχιεπίσκοπος,
ο οποίος σε επιστολή του δήλωνε: “Έχετε απόλυτο δίκαιο. Η χυδαιότητα ξεχειλίζει
και χωρίς καμιά αιδώ παρουσιάζεται στην ελληνική κοινωνία. Όλα αυτά είναι νόσος
του πνεύματος, σκότος, μωρία και αφροσύνη, είναι πώρωσις συνειδήσεως. (…) Θα
πρέπει να καταλάβουν όσοι θέλουν να μολύνουν την πατρίδα μας με τέτοιου είδους
χυδαιότητες, ανηθικότητες, βωμολοχίες και ανομίες ότι θα βρουν μπροστά τους
τούς υγιώς σκεπτόμενους συνανθρώπους μας” (Ελευθεροτυπία, 8-1).
Ώστε, λοιπόν, χαρακτηρίζονται “εθνοπροδότες”, “τρελοί” και “διεστραμμένοι” όσοι
τολμούν με οποιοδήποτε τρόπο να αμφισβητήσουν την ανωτερότητα του ελληνοχριστιανικού
πολιτισμού, την αγνότητα και καθαρότητά του, και θα πρέπει να τιμωρούνται γι’
αυτό. Και το χειρότερο είναι ότι ο επίσημος πολιτικός κόσμος αρνήθηκε να δώσει
στην σκανδαλώδη αυτή επίθεση το φοβερό βάρος που έχει σαν πράξη φασισμού και
πολιτικής δικτατορίας. Βρισκόμαστε στα χνάρια μιας πορείας προς ένα φασισμό
που θα συνδυάζει τα ιρανικά θεοκρατικά με τα κλασσικά εθνικιστικά χαρακτηριστικά
και στον οποίο μια πολιτικο-εκκλησιαστική συμμορία θα μπορεί να αποφασίζει για
την ψυχική υγεία και ισορροπία των πολιτών και να επιβάλει τις ανάλογες ποινές.
Τελευταίο κρούσμα η διαμαρτυρία του Χριστόδουλου, που με επιστολή του εγκαλούσε
τον πρόεδρο του παιδαγωγικού ινστιτούτου, επειδή το ίδρυμα προχώρησε στη συγγραφή
του σχολικού βιβλίου των θρησκευτικών χωρίς να συμβουλευτεί την εκκλησία.