Στις 10 Ιανουαρίου,
έναν ακριβώς μήνα μετά από την επίσκεψη Καραμανλή στη Μόσχα, άρχισε τη δική
του επίσκεψη ο Ερντογάν. Και, όπως πολύ σωστά παρατηρεί η Ελευθεροτυπία
της ίδιας ημέρας, ο Ερντογάν το κάνει αυτό “προσθέτοντας άλλη μια ένδειξη
της ταχύτατης ανάπτυξης της ρωσοτουρκικής συνερ γασίας, κατ’ αρχάς στο οικονομικό
πεδίο”. Στο ίδιο φύλλο και σε άλλο άρθρο-ανταπόκριση από τη Λευκωσία τονιζόταν
ότι “τόσο ο τουρκικός όσο και ο τουρκοκυπριακός Τύπος δίνουν ευρεία δημοσιότητα
στην επίσκεψη Ερντογάν στη Μόσχα και αφήνουν να εννοηθεί ότι η Άγκυρα αναμένει
κάτι το θετικό υπέρ των τουρκικών θέσεων από την επίσκεψη”. Στον αντίποδα,
τώρα, “Η Λευκωσία επανατονίζει ότι έχει διαβεβαιώσεις πως η ρωσική στάση
στο Κυπριακό είναι αμετάβλητη και ότι η Μόσχα δεν προτίθεται να πράξει οτιδήποτε
που να προκαλέσει δυσαρέσκεια ή ζημιά στην ελληνοκυπριακή πλευρά”.
Τέλος, στο ίδιο άρθρο τονίζεται πως η τουρκική πλευρά θα επιχειρήσει να προκαλέσει
κινητικότητα στο Κυπριακό “χάριν εντυπώσεων” και πως στα τέλη Ιανουαρίου θα
ζητήσει από τον Ανάν να αναπτύξει νέα πρωτοβουλία στο Κυπριακό με βάση το σχέδιό
του.
Οι επισκέψεις Πούτιν στην Άγκυρα, Καραμανλή στη Μόσχα και, κυρίως, Ερντογάν
στη Μόσχα επισημοποίησαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο αυτό που η ΟΑΚΚΕ εδώ
και χρόνια υποστήριζε: Ο πραγματικός ρυθμιστής στο Κυπριακό δεν είναι εκείνος
που φαίνεται, οι Αμερικάνοι και γενικά η Δύση που δρουν εξωτερικά, αλλά η Ρωσία
που δρα εσωτερικά, δηλαδή μέσω πρακτόρων. Ιδιαίτερα η Μόσχα κρυβόταν καλά πίσω
από τον μόνο πράκτορά της στο τρίγωνο Αθήνα - Άγκυρα -Λευκωσία που είχε εξουσία,
τον Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτός, όποτε η Δύση και ο τότε ΟΗΕ εμφάνιζε και υποστήριζε
κάποιο σχέδιο για μια αξιοπρεπή λύση στη βάση της ομοσπονδίας (και όχι της ασαφούς
συνομοσπονδίας, όπως το τωρινό σχέδιο Ανάν), πάντα αυτή τη λύση τη σαμποτάριζε
φωνασκώντας για προδοσία και τα τοιαύτα.
Τώρα όμως το πεδίο είναι ανοιχτό για τη Μόσχα και στις τρεις χώρες. Στην Ελλάδα
και τα τέσσερα κόμματα έχουν δικούς τους ηγέτες, στην Κύπρο το ΑΚΕΛ είναι πρώτο
κόμμα και κατέχει την προεδρία της Βουλής με το Χριστόφια, ενώ στην Τουρκία
κυριαρχεί πολιτικά ο κρυμμένος ρωσόφιλος, ο ισλαμοφασίστας Ερντογάν και οι φιλοευρωπαϊκές
πολιτικές δυνάμεις είναι αδύναμες και διασπασμένες. Τώρα, λοιπόν, είναι η ώρα
της Μόσχας για την περιοχή.
ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΤΟΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ
Η νέα φάση του Κυπριακού τυπικά άνοιξε όταν η Τουρκία πήρε από την ΕΕ ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων, δηλαδή στις 17 Δεκεμβρίου 2004. Εκεί που πολλοί, κυρίως εθνικιστές τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, περίμεναν να προβάλει μία από τις δύο χώρες βέτο σ’ αυτό, αν δεν έπαιρνε η Κύπρος κάτι χειροπιαστό από την Τουρκία, όπως την υπογραφή του Ερντογάν στην επέκταση της τελωνειακής ένωσης με τις νέες χώρες-μέλη της ΕΕ (κάτι που θα σήμαινε την de facto, τουλάχιστον, αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κρατικής οντότητας), κάτι τέτοιο δεν έγινε. Και δεν έγινε ούτε από την ελληνική ούτε από την κυπριακή κυβέρνηση, γιατί α) προείχε η στήριξη στον Ερντογάν έναντι των εθνικιστών και των φιλοευρωπαίων και κεμαλιστών της δικής του χώρας, και β) μόνο αν έμενε ανοιχτό το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να παρέμβει η Ρωσία, όπως κι έγινε ένα μήνα αργότερα, ως “μεσάζοντας” και υψηλός εποπτεύων στο τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Τουρκία.
Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ
Όπως είναι γνωστό, οι Αμερικάνοι επιθυμούσαν διακαώς την επίλυση
του Κυπριακού με την υπερψήφιση του σχεδίου Ανάν, κάτι που επιτεύχθηκε μόνο
από την πλευρά των Τουρκοκύπριων. Αυτά πριν από τη Διάσκεψη Κορυφής του Δεκεμβρίου,
για την οποία μόλις κάναμε λόγο.
Στο Βήμα της 19ης Δεκεμβρίου διαβάζουμε: “Ο εκπρόσωπος
του Λευκού Οίκου Σκοτ Μακλίλαν, απαντώντας σε ερώτηση του “Βήματος” για την
τύχη του Κυπριακού μετά τις εξελίξεις με την Τουρκία στην ΕΕ, σημείωσε: “Στηρίζουμε
πλήρως τις προσπάθειες του ΓΓ του ΟΗΕ για τη διαμόρφωση μιας διευθέτησης στο
Κυπριακό και συμπλέουμε με την εκτίμησή του ότι το Σχέδιο επίλυσης που υπέβαλε
τον περασμένο Μάρτιο και το οποίο ενεκρίθη από τους Τουρκοκυπρίους παραμένει
στο τραπέζι, απαράλλακτο. Αυτή είναι η άποψή μας””.
Προσέξτε τη λέξη απαράλλακτο. Αυτή η λέξη είναι το κλειδί για
την κατανόηση της νέας φάσης. Και έχει μια λογική αυτό, από την πλευρά της Δύσης
(και όχι μόνο των Αμερικανών). Γιατί είδαν κι έπαθαν να βάλουν στο τραπέζι των
διαπραγματεύσεων αυτό το Σχέδιο μετά από αποτυχίες δεκαετιών και ατέλειωτες
αντιρρήσεις τρικλοποδιές από τη μία ή την άλλη πλευρά του νησιού. Και βέβαια,
το Σχέδιο αυτό ήταν διατυπωμένο με τέτοιο ασαφή τρόπο, που πρώτοι οι Ελληνοκύπριοι
το σαμποτάρισαν και το καταψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία για τους λόγους
που έχουμε ήδη εξηγήσει σε προηγούμενα φύλλα της Νέας Ανατολής.
Τη στιγμή λοιπόν που το Σχέδιο Ανάν έχει πρακτικά καταρρεύσει (να θυμηθούμε
εδώ το βέτο που πρόβαλαν οι Ρώσοι -πρώτη φορά μετά από μια ολόκληρη δεκαετία-,
όταν το Σχέδιο συζητιόταν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ), οι Αμερικανοί λένε:
Αν θέλετε επίλυση του Κυπριακού, τότε ελάτε ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων,
αλλά με το Σχέδιο απαράλλακτο. Γιατί αν αρχίσει η κάθε πλευρά να το αλλάζει
κατά πώς τη συμφέρει και η άλλη να αντιδρά, τότε οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν
απ’ την αρχή και δεν πρόκειται υπάρξει τέλος.
Την ίδια αντίληψη εκφράζει και ένα άλλο άρθρο της ίδιας εφημερίδας στις 21 Δεκεμβρίου
με τον εύγλωττο τίτλο: Η Ουάσιγκτον θέλει ανυποχώρητη στις θέσεις της την
Άγκυρα. Οι Αμερικανοί αισθάνθηκαν την ανάγκη να ερμηνεύσουν με δικό τους τρόπο
μια δήλωση του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Αμπντουλάχ Γκιουλ ότι “το σχέδιο
του Κόφι Ανάν παραμένει επίκαιρο για την Τουρκία, η οποία επιθυμεί μια λύση
πριν από την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων”(στο ίδιο). Οι Αμερικάνοι,
λοιπόν, δίνουν στη δήλωση αυτή την ερμηνεία ότι “δεν υπάρχει οποιαδήποτε
ουσιαστική αλλαγή πορείας από την πλευρά της Τουρκίας” (στο ίδιο).
Αυτό που δεν εννοούν να καταλάβουν οι Αμερικάνοι είναι πως ο Ερντογάν
τους έχει ήδη “πουλήσει”.
Και πραγματικά, τι λόγο θα είχε ο Ερντογάν να ξαναμπεί το σχέδιο Ανάν στο τραπέζι
των διαπραγματεύσεων για “ευρείες αλλαγές”, όπως ισχυρίζεται πως θέλει η ελληνοκυπριακή
πλευρά, τη στιγμή που οι Τουρκοκύπριοι το έχουν υπερψηφίσει, οπότε σ’ αυτό το
ζήτημα η Τουρκία είναι διπλωματικά πανίσχυρη απέναντι στους Ελληνοκύπριους;
Απλά για να τους κάνει τη χάρη; Τέτοιες “χάρες” δε γίνονται στην εξωτερική πολιτική...
Στο μεταξύ οι Αμερικάνοι κάνουν και το άλλο μέγα λάθος: “Όπως σχολιάζουν
αμερικανοί αξιωματούχοι, στη σκιά της απόφασης των Βρυξελλών, εκείνο που προέχει
αυτή τη στιγμή είναι να ενισχυθεί ο τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν στο
εσωτερικό της Τουρκίας, έτσι ώστε να καταφέρει, όπως λένε, να πουλήσει την απόφαση
των Βρυξελλών και να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις εκείνες που επιθυμούν να ανατρέψουν
την πορεία της Τουρκίας προς τη Δύση” (Το Βήμα, 19 Δεκεμβρίου
2004).
Πρόκειται για το γνωστό σκηνικό: Στην προσπάθειά τους να χτυπήσουν τον τριτοκοσμικό
εθνικισμό, εδώ τους κεμαλιστές, οι Αμερικάνοι στηρίζουν ακόμη και το διάολο,
στην προκείμενη περίπτωση τον ρωσόφιλο και επίσης ανοιχτά φιλοϊρανό Ερντογάν.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ
Ας επιστρέψουμε τώρα εκεί απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει, στην επίσκεψη
του Ερντογάν στη Μόσχα το πρώτο 15ήμερο του Γενάρη.
Εκεί λοιπόν που οι Ελληνοκύπριοι πίστευαν ότι “η ρωσική στάση στο Κυπριακό
είναι αμετάβλητη και ότι η Μόσχα δεν προτίθεται να πράξει οτιδήποτε που να προκαλέσει
δυσαρέσκεια ή ζημιά στην ελληνοκυπριακή πλευρά”, τους ήρθε η κεραμίδα στο
κεφάλι: Ο Πούτιν μίλησε ανοιχτά και χωρίς περιστροφές λέγοντας ότι “η
απομόνωση των Τουρκοκυπρίων είναι άδικη” και πως ο ίδιος θα εργαστεί
για την αναβίωση των συνομιλιών για το Κυπριακό.
Και πώς δικαιολόγησε ο Πούτιν το ρώσικο βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας που στρεφόταν
όχι μόνο ενάντια στη Δύση, αλλά και ενάντια στο τουρκικό “ναι” στο σχέδιο Ανάν;
“Το βέτο του Απριλίου ασκήθηκε για να αποκλεισθεί κάθε έξωθεν πίεση κατά
τη διάρκεια του δημοψηφίσματος, καθώς η ρωσική πολιτική σταθερά και επίμονα
υποστηρίζει ότι η επίλυση αυτής και κάθε παρόμοιας διαμάχης πρέπει να διευθετούνται
από τους κατοίκους της εν λόγω περιοχής... Όμως τώρα υποστηρίζουμε το Σχέδιο
Ανάν” (Απογευματινή, 15 Ιανουαρίου 2005). Όταν μιλάει για “έξωθεν πίεση”
ο Πούτιν εννοεί τις αμερικανοευρωπαϊκές πιέσεις στους ελληνοκύπριους να πούνε
το “ναι” στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν. Η θέση της Ρωσίας δηλαδή είναι
“Είμαστε δηλαδή υπέρ του σχεδίου Ανάν αλλά βάλαμε βέτο γιατί δεν θέλαμε το σχέδιο
Ανάν να περάσει χωρίς ελεύθερη συγκατάθεση των Κυπρίων”. Τι ευαισθησία για την
κυριαρχία των κρατών από τον γενοκτόνο δυνάστη όλων των κρατών της πρώην ΕΕΣΔ;
Στην πραγματικότητα η Ρωσία λέει “ναι” στο σχέδιο από τη μια για να σύρει τις
ΗΠΑ στη γραμμή της “μερικής” αλλαγής του σχέδιου Ανάν, από την άλλη για να καθησυχάσει
τους τούρκους εθνικιστές, που έχουν γραπωθεί στο “ναι” τους σε αυτό το σχέδιο,
για να αποφύγουν μελλοντικές νέες υποχωρήσεις.
Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται πως η τουρκική εφημερίδα Μιλιέτ υποστήριξε ότι ο πρώην πρωθυπουργός της Ρωσίας και πρόεδρος της Ένωσης Ρωσικών Επιμελητηρίων Γεβγκένι Πριμακόφ πρόκειται σύντομα να επισκεφθεί τη Βόρεια Κύπρο για να εξετάσει τις δυνατότητες ρωσικών επενδύσεων εκεί, ενώ η Χουριέτ έγραψε ότι ο Πριμακόφ έχει ήδη επισκεφθεί τη Βόρεια Κύπρο από πέρσι μυστικά.
ΟΙ ΑΝΥΠΑΡΚΤΕΣ... ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Στο σημείο αυτό αξίζει να σταθεί κανείς στις αντιδράσεις τόσο
της ελληνικής όσο και της ελληνοκυπριακής πλευράς, για να καταλάβει με τίνος
το μέρος είναι η πολιτική ηγεσία και των δύο χωρών. Αν αυτά που είπε ο Πούτιν
δημόσια για άδικη απομόνωση των τουρκοκύπριων τα είχε πει ο Μπους, τότε όλοι
θα καταγγέλανε τον “πλανητάρχη” με όλο τους το εθνικό πάθος.
Άλλα όμως τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας: Καμία ανησυχία δεν
προκαλούν οι δηλώσεις Πούτιν, δήλωσε ο κύπριος υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Ιακώβου,
να τις δούμε στα συμφραζόμενά τους μας προέτρεψε ο πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος”
(στο ίδιο). Εμ βέβαια, Πούτιν είναι αυτός, εδώ μετράνε τα “συμφραζόμενα”.
Βέβαια μερικοί οξυδερκείς έλληνες αναλυτές βλέπουν ότι κάτι δεν πάει καλά. Σε
άρθρο του Μιχάλη Μορώνη στην Ελευθεροτυπία (17 Ιανουαρίου) διαβάζουμε: “Η
ψυχραιμία με την οποία έγιναν δεκτές οι θέσεις του προέδρου της Ρωσίας Βλαντιμίρ
Πούτιν υπέρ του σχεδίου Ανάν για το Κυπριακό και της άρσης του αποκλεισμού των
Τουρκοκυπρίων εντυπωσιάζει”. Στο ίδιο άρθρο κάνει λόγο για “διολίσθηση της ρωσικής
εξωτερικής πολιτικής σε φιλοτουρκικές θέσεις”, για “ουσιαστική αποσιώπηση στην
Ελλάδα των δηλώσεων Πούτιν” και τα ερμηνεύει αυτά -όχι λαθεμένα θα λέγαμε- ως
“εκλεκτική συγγένεια, κυρίως θρησκευτική και για ορισμένους και παλαιο-ιδεολογική,
με την Ορθόδοξη Ρωσία. Μένει έτσι ζωντανός ο μύθος της καθ’ ημάς Ανατολής και
του προστάτη Μόσχοβου, που γαλούχησε γενιές και γενιές. Πώς οι ευσεβείς μας
πόθοι να μη μετατρέπονται, έτσι, σε πραγματικότητα;” Ο Μορώνης προχωράει
ακόμα περισσότερο και υπενθυμίζει ότι στο παρελθόν “το Κυπριακό υπήρξε ίσως
η βασικότερη αιτία της θεαματικής επαναπροσέγγισης της Τουρκίας με τη Μόσχα”,
φέρνοντας στη μνήμη την επίσκεψη του προέδρου του Ανώτατου Σοβιέτ Ποτγκόρνι
στην Άγκυρα τον Ιανουάριο του 1965, κατά την οποία “σε ομιλία του στην τουρκική
εθνοσυνέλευση απολογήθηκε για τις μη προσήκουσες και λανθασμένες απόψεις της
ΕΣΣΔ για την Τουρκία, οι οποίες θα πρέπει να αποτελούν παρελθόν”. Υπόψη
ότι αυτή η στροφή της ρωσικής πολιτικής είχε γίνει έξι μόλις μήνες μετά την
επιστολή (Ιούλιος 1964) του αμερικανού προέδρου Λίντον Τζόνσον προς τον Ινονού,
με την οποία τον προειδοποιούσε να μην επέμβει στην Κύπρο, μετά την σε συνεργασία
με τους Βρετανούς απόφαση του Μακάριου να αναθεωρήσει 13 σημεία του κυπριακού
Συντάγματος.
Και ο αρθρογράφος υπενθυμίζει στους αμνήμονες ή καλύτερα στους πάντα αδαείς
έλληνες εθνικιστές: “Κατά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 η
Μόσχα ουσιαστικά σιώπησε”. Όχι μόνο σιώπησε λέμε εμείς, αλλά με ανακοίνωση
του πρακτορείου Ταςς, μόνη αυτή την είχε έμμεσα πλην σαφώς υποστηρίξει.
Και παρακάτω προχωράει στο συμπέρασμά του: “Ποια άλλη απόδειξη χρειάζεται
για να πεισθεί κανείς ότι οι ρωσοκυπριακές σχέσεις δεν προσδιορίζονται από αρχές,
αλλά από την ταύτιση ή όχι συμφερόντων μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας; Και σήμερα
η ταύτιση των συμφερόντων τους είναι κάτι παραπάνω από πασιφανής. Αρκεί να δει
κάποιος ότι και οι δύο αντιμετωπίζουν προβλήματα στις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ
(...) Η μεταξύ τους συνεργασία επιβάλλεται, επομένως, προκειμένου να αντισταθμίσουν
τις αμερικανικές πιέσεις” (στο ίδιο).
Ταύτιση Ρωσίας-Τουρκίας στη βάση του αντιαμερικανισμού λοιπόν. Αυτό λέμε και
μεις μόνο που εμείς λέμε επιπλέον ότι ο Ερντογάν οδήγησε ηθελημένα
τα πράγματα προς τα εκεί, στην όξυνση δηλαδή των σχέσεων με τις ΗΠΑ και στη
δημιουργία και ενδυνάμωση ενός πρωτόγνωρου για τη γείτονα αντιαμερικανισμού
ν. Δηλαδή δεν είναι ο αντιαμερικανισμός που έφερε την προσέγγιση της Τουρκίας
με τη Ρωσία, αλλά είναι η προσπάθεια των ισλαμοφασιστών να σύρουν την Τουρκία
στο ρώσικο άρμα που τους κάνει απαραίτητο το δυνάμωμα του αντιαμερικανισμού.
Η σύμπλευση με τη Μόσχα είναι στρατηγική επιλογή του Ερντογάν, και σ’ αυτή τη
στρατηγική επιλογή πάει να συμπαρασύρει όλη την τούρκικη αστική τάξη και το
λαό εκμεταλλευόμενος την τύφλα του παρακμασμένου ηγεμονισμού και τις αδέξιες
κινήσεις της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή (βλέπε Ιράκ).
Η μη αντίδραση λοιπόν της πολιτικής ηγεσίας σε Ελλάδα και Κύπρο στις δηλώσεις
Πούτιν είναι πολιτικά ύποπτη ακόμη και για έναν που δεν είναι “μυημένος” στη
γραμμή της ΟΑΚΚΕ.
Στην Ελευθεροτυπία επίσης (20/1/2005) διαβάζουμε ότι η από καιρό προγραμματισμένη
επίσκεψη του προέδρου Παπαδόπουλου στη Μόσχα επισπεύδεται και θα πραγματοποιηθεί
το πρώτο εξάμηνο του χρόνου: “Η Λευκωσία επιθυμεί να πραγματοποιηθεί το
συντομότερο δυνατό (...) Για τη Λευκωσία δεν υπάρχει θέμα ρωσικής στάσης στο
Κυπριακό. Μετά τις διευκρινίσεις που δόθηκαν από μέρους της Μόσχας προς την
κυπριακή κυβέρνηση, το θέμα θεωρείται οριστικά κλειστόν”.
Αθώος ο ένοχος λοιπόν! Και το λέει αυτό ο υποτιθέμενος παθών, το κατ επάγγελμα
θύμα όλων των συνωμοσιών των “μεγάλων”. Τι να πει κανείς πέρα από το να διαπιστώσει
για μια ακόμα φορά τον ξενόδουλο, σιχαμερό, δίχως ίχνος αξιοπρέπειας χαρακτήρα
της ελληνικής και κυπριακής αστικής τάξης. Είναι τώρα τόσο δουλική με τη Ρωσία
όσο ήταν με την Αμερική στο απόγειο της κυριαρχίας της στον κόσμο και στην Ελλάδα.
Στο ίδιο διαβάζουμε: “Ο ρώσος πρέσβης στη Λευκωσία μετέφερε προχθές μήνυμα
της Μόσχας στον πρόεδρο Παπαδόπουλο, στο οποίο τονίζεται ότι το Κυπριακό δεν
ήταν από τα κύρια θέματα συζήτησης στις συνομιλίες Πούτιν-Ερντογάν, αλλά το
θέμα συζητήθηκε ακροθιγώς. Ο πρόεδρος Πούτιν είπε μεταξύ άλλων στον Ερντογάν,
όπως διαμηνύθηκε στη Λευκωσία: 1. (...) 2. Το σχέδιο Ανάν αποτελεί βάση για
συνέχιση των διαπραγματεύσεων”.
Τότε προς τι το ρώσικο βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας; Το μυστικό βρίσκεται σ’
αυτό που είχε πει ο Χριστόφιας δικαιολογώντας τη θέση του ΑΚΕΛ για το “όχι”
στο δημοψήφισμα. Δεν είχε πει ακριβώς όχι στο ίδιο το Σχέδιο Ανάν, αλλά στο
ότι σ’ αυτό δεν προβλέπονταν “επαρκείς διασφαλίσεις”. Είναι η γνωστή ρώσικη
θεωρία ότι τέτοιες διασφαλίσεις μπορεί να παράσχει μόνο το ίδιο το Συμβούλιο
Ασφαλείας, όπου η Ρωσία μπλοκάρει ό,τι θέλει με το βέτο της. Μέσω του Συμβουλίου
Ασφαλείας η Ρωσία θα αναγορευτεί και “με τη βούλα” του ΟΗΕ πια σε πρωταρχικό
παίχτη του Κυπριακού.
Στο μεταξύ το φως της δημοσιότητας βλέπουν ολοένα και πιο συχνά πληροφορίες
ότι “η Τουρκία επιδεικνύει μια ιδιαίτερα έντονη διπλωματική δραστηριότητα,
με στόχο να εκδηλωθεί το συντομότερο δυνατόν μια νέα πρωτοβουλία επίλυσης του
Κυπριακού” και ότι αυτό θα συμβεί μετά την 1η Ιουλίου, οπότε την προεδρία
της ΕΕ αναλαμβάνει η Αγγλία (Το Βήμα, 23/1/2005).
ΜΙΑ ΗΓΕΤΙΚΗ ΣΟΒΙΝΙΣΤΙΚΗ ΦΩΝΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ
Οι έλληνες σοβινιστές έχουν δείξει επανειλημμένα την τάση τους
να “χαϊδεύουν” τη Ρωσία, προκειμένου, υποτίθεται, να εξυπηρετηθούν τα κατ’ αυτούς
εννοούμενα ελληνικά συμφέροντα. Η λογική τους, όταν βλέπουν τη Ρωσία να χαριεντίζεται
με την Τουρκία, δεν είναι να την καταγγείλουν στον ελληνικό λαό, όπως χωρίς
κανέναν ενδοιασμό και με απέραντη ευκολία κάνουν σε ανάλογη περίπτωση με τους
Αμερικάνους, αλλά να καλούν την ελληνική πολιτική ηγεσία να “πείσει” τη Ρωσία
ότι έχει συμφέρον να εξυπηρετήσει τα ελληνοκυπριακά συμφέροντα...
Σ’ ένα άρθρο του στο Βήμα (23/1/2005) ο πατριάρχης του ελληνικού σοβινισμού
Παπαθεμελής γράφει τα εξής: “Οι δηλώσεις Πούτιν για το Κυπριακό, αν και
ασαφείς, προκαλούν ανησυχίες για πιθανολογούμενη στροφή της ρωσικής πολιτικής,
η οποία επί σειρά δεκαετιών ως τώρα υπήρξε σταθερά υποστηρικτική της Κύπρου”.
Και κάνει νταντά τον Πούτιν: “Ο κ. Πούτιν ως ευφυής ηγέτης οφείλει εκτός
των άλλων να διερευνήσει αν δύναται κανείς να δουλεύει όχι μόνο “δυσίν κυρίοις”,
που λέει η Γραφή, αλλά “τρισίν”, με τρίτον εκείνον. Αλήθεια, ο κ. Ερντογάν,
χαϊδεμένο παιδί της Ουάσιγκτον και επίσης των μεγαλοευρωπαίων, τώρα χαϊδεμένο
και των Ρώσων; Κάτι δεν βγαίνει στο τέλος...”
Κάτι δεν του βγαίνει του σοβινιστή μας. Και πού καταλήγει; “(...) χρειάζεται
ένα ελληνικό λόμπι και στη Μόσχα. Αν το είχαμε, θα καταφέρναμε να αποδείξουμε
με ρωσικούς όρους ότι τα μεσομακροπρόθεσμα συμφέροντα της μεγάλης αυτής χώρας,
ενώ δεν συμπορεύονται με τα τουρκικά, συμπίπτουν με τα ελληνικά (...) Η ρωσική
ηγεσία πρέπει να αντιληφθεί ότι η Τουρκία είναι εξ ορισμού ανταγωνιστής της
και όχι εταίρος της. Φυσικά δεν τρέφουμε αυταπάτες όπως εκείνες που έτρεφαν
κάποτε οι προ του 1821 πρόγονοί μας (“Ελπίζομεν και εις τα ξανθά γένη να μας
γλιτώσουν / να ‘ρθούν από το Μόσχοβο να μας ελευθερώσουν!”). Η ελληνική πλευρά
όμως πρέπει τώρα να κινηθεί υπερδραστήρια προς Ρωσία”.
Υπάρχει καλύτερη πασούλα προς τους κάθε λογής ρώσους πράκτορες και ρωσόφιλους
της ελληνικής πολιτικής σκηνής να στραφούν ανοιχτά πια προς τη Ρωσία, έχοντας
και τη συγκατάθεση των πιο ακραιφνών, υποτίθεται, υποστηρικτών των εθνικών συμφερόντων;
Αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει ο κάθε Παπαθεμελής είναι η νέα φάση που διερχόμαστε
αυτή την εποχή, φάση που χαρακτηρίζεται από την άνοδο και τη σταθεροποίηση στην
εξουσία του Ερντογάν στην Τουρκία, από τη μια, και από την άλλη από την πολιτική
κυριαρχία των ρωσόδουλων στην ελληνική πολιτική σκηνή και στα τέσσερα κόμματα.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ
Στο μεταξύ η Ρωσία κινείται, ως γνήσιος επιδιαιτητής, και παίζει
και στα δύο ταμπλό. Ανακοινώνεται επίσκεψη του ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι
Λαβρόφ στην Κύπρο στις 2 Μαρτίου. Ο κύπριος ομόλογός του Γ. Ιακώβου τον χαρακτηρίζει
“πολύ καλό φίλο της Κύπρου” (Ελευθεροτυπία, 14/2/2005). Οι συνομιλίες
θα επικεντρωθούν στο Κυπριακό: “(...) γίνονται κάποιες προεργασίες για μια νέα
πρωτοβουλία” (στο ίδιο).
Με όλα όσα προαναφέραμε γίνεται φανερό πως η Μόσχα μπαίνει πια στο παιχνίδι
όχι ως φτωχός συγγενής (έτσι εμφανιζόταν ως τώρα ο ρόλος της στο Κυπριακό),
αλλά ως κυρίαρχος παίκτης και επιδιαιτητής ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.
Και αυτό τίποτα καλό δεν προοιωνίζεται για τους λαούς της περιοχής και τα συμφέροντά
τους.