Στις 11 του Ιούλη δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία υπογραμμένο
από 163 πανεπιστημιακούς, πολιτικούς, δημοσιογράφους και πολίτες το εξής κείμενο:
<<Δέκα χρόνια από τη μεγάλη σφαγή της Σρεμπρένιτσα
Συμπληρώνονται στις 11 Ιουλίου δέκα χρόνια από τη μαζική σφαγή 8.000 αμάχων
την οποία οργάνωσαν στη Σρεμπρένιτσα το καθεστώς Mιλόσεβιτς και οι εγκάθετοί
του στη Bοσνία, Mλάντιτς και Kάρατζιτς. H σφαγή αυτή δεν ήταν η μόνη, προηγήθηκαν
άλλες (Bούκοβαρ, Γκόραζντε κ.τ.λ.) καθώς και η πολύχρονη πολιορκία του Σαράγεβο
που κόστισε 11.000 νεκρούς. Kροάτες και Mουσουλμάνοι διέπραξαν επίσης εγκλήματα
πολέμου και δίνουν τώρα λόγο στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Xάγης.
Όμως η σφαγή των αμάχων της Σρεμπρένιτσα, η μεγαλύτερη στην Eυρώπη μετά από
τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οργανωμένη εν ψυχρώ με στόχο την εθνοκάθαρση,
την οποία η διεθνής κοινότητα δεν απέτρεψε παρά την ανειλημμένη υπόσχεσή της
να προστατεύσει τον πληθυσμό, συμβολίζει την απόλυτη φρίκη και χαρακτηρίζει
το καθεστώς που την διέπραξε.
«Η τραγωδία της Σρεμπρένιτσα θα μας στοιχειώνει για πάντα. Οι ευθύνες μας είναι
τεράστιες [...] Με τα τεράστια σφάλματά μας και την ανικανότητά μας να κατανοήσουμε
το εύρος του κακού αποτύχαμε να προστατέψουμε τους κατοίκους της Σρεμπρένιτσα
που αντιμετώπιζαν την οργανωμένη σφαγή τους από τις σερβικές δυνάμεις» εδήλωσε
ο Γ.Γ. του ΟΗΕ Kόφι Aνάν. «Ό,τι συνέβη στην Σρεμπένιτσα είναι ντροπή. Ντροπή
που πρέπει να μείνει στην μνήμη όλων των Ευρωπαίων» είχε πει ο τότε πρόεδρος
της Κομισιόν Zακ Nτελόρ. Η Ολλανδική Κυβέρνηση αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της
διότι οι ειρηνευτικές στρατιωτικές δυνάμεις της άφησαν απροστάτευτους στα χέρια
των δημίων τους αμάχους της Σρεμπρένιτσα παραιτήθηκε το 2002.
Aλλά σε αντίθεση με αυτούς, με τον υπόλοιπο κόσμο, σε αντίθεση με όλη την Eυρώπη,
εδώ μας παραπληροφόρησαν και μας ενέταξαν άκριτα σε ένα κοινό ψυχολογικό μέτωπο
με το εγκληματικό καθεστώς Mιλόσεβιτς. Mε πρόσχημα την Oρθοδοξία, την πατροπαράδοτη
ελληνοσερβική φιλία και τον δήθεν «αντιιμπεριαλισμό». Kαι όχι μόνον αυτό. Έλληνες
«εθελοντές» (οι επώνυμες μαρτυρίες τους έχουν δημοσιευθεί) πολέμησαν στη Bοσνία
με τον Kάρατζιτς και τον Mλάντιτς και -ατιμάζοντάς την- ύψωσαν την ελληνική
σημαία στη Σρεμπρένιτσα, την ώρα της μεγάλης σφαγής.
H Eλληνική Πολιτεία έχει συνεπώς την υποχρέωση, και συγγνώμη να ζητήσει δημοσίως
από τις οικογένειες των 8.000 σφαγιασθέντων και να απαιτήσει να λογοδοτήσουν
όσοι έλληνες «εθελοντές» συνέπραξαν στο μεγάλο έγκλημα και οι γνωστοί-άγνωστοι
που τους ενέπλεξαν. Tο απαιτούμε».
Ακολουθούν οι υπογραφές :
Τάσος Αβραντίνης, Γιώργος Αγγελόπουλος, Παύλος Αθανασόπουλος, Σία Αναγνωστοπούλου,
Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Σπύρος Απέργης, Μιχάλης Αρτεμάκης, Γρηγόρης Βαλλιανάτος,
Τάσος Βάμβουκας, Δήμητρα Βασιλάκη, Μανώλης Βασιλάκης, Άρης Βασιλειάδης, Γιώργος
Βερυκάκης, Παύλος Βοσκόπουλος, Ευτυχία Βουτυρά, Σίσυ Βωβού, Θεμιστοκλής Γάτης,
Θανάσης Γεωργακόπουλος, Βασιλική Γεωργιάδου, Μαρία Γεωργίου, Ήλιος Γιαννακάκης,
Όλγα Γιαννακοπούλου, Γιάννης Γιανουλόπουλος, Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Αριάδνη
Γκαζή, Μανώλης Γκαζής, Μαίρη Γκαζή, Μελίττα Γκουρτσογιάννη, Διονύσης Γουσέτης,
Νικόλαος Δαμηλάκης, Άννα Δαμιανίδη, Παντελής Δαμιανού, Σπύρος Δανέλλης, Νίκος
Δεμερτζής, Παναγιώτης Δημητράς, Κορίνα Δημητρίου, Περικλής Δημητρολόπουλος,
Νίκος Δήμου, Δημήτρης Δουλγερίδης, Κώστας Ζέπος, Πέρσα Ζέρη, Μυρσίνη Ζορμπά,
Αλέξης Ηρακλείδης, Σταύρος Θεοδωράκης, Μαριλένα Θεοδωράκου, Νάσος Θεοδωρίδης,
Θωμάς Ιακώβη, Χρυσάφης Ιορδάνογλου, Σταύρος Ιωαννίδης, Βούλα Καλογερή, Νίκος
Καλογερής, Ηλίας Κανέλλης, Γκασμέντ Καπλάνι, Μαρία Καποδίστρια, Άκης Καπράνος,
Άννα Καραμάνου, Ξανθούλα Καρανίκα, Χάρης Καρανίκας, Αντύπας Καρίπογλου, Τάκης
Κατσαρός, Tριαντάφυλλος Κατσαρέλης, Ηλίας Κατσούλης, Ιωάννα Κεραμετσή, Ζαν Κοέν,
Μαρία Κόντη, Ελπίδα Κοντσάκη, Ιωσήφ Κόβρας, Βασίλης Κοζωνάκης, Κλιφ Κουκ, Κυριάκος
Κουκλάκης, Πέτρος Κουναλάκης, Ελένη Κουντούρη, Αγγελική Κουρούνη, Μιχάλης Κυριακίδης,
Αλέκα Κυφιώτη, Σταύρος Κωσνταντακόπουλος, Γιάννης Κωνσταντίνου, Σιμόνη Λαζίδη,
Ζωή Λιάκα, Αντώνης Λιάκος, Νικήτας Λιοναράκης, Θάνος Λίποβατς, Μπάμπης Λίτος,
Λίνα Λούβη, Στάθης Λουκάς, Πάσχος Μανδραβέλης, Στέφανος Μάνος, Νίκος Μαραντζίδης,
Φιλίτσα Ματζιορίνη-Μπένμπεργκ, Μάνος Ματσαγγάνης, Νίκος Μεγγρέλης, Τάκης Μίχας,
Ηρακλής Μήλλας, Μιχάλης Μητσός, Μπερίν Μυισλή, Ρένα Μόλχο, Στρατής Μπαλάσκας,
Παντελής Μπασάκος, Νίκος Μπίστης, Νέναντ Μπογκντάνοβιτς, Νίκος Μυλωνάς, Γεώργιος
Νακρατζάς, Θεόφιλος Νικολαΐδης, Σωτήρης Ντάλης, Μαρία Νταλιάνη, Αμπντουλαχίμ
Ντεντέ, Κίττυ Ξενάκη, Βάσος Οικονόμου, Δημήτρης Οικονόμου, Μάγδα Οικονόμου,
Χριστιάνα Οικονόμου, Άουντ Ούμιρ, Αποστόλης Κ. Παπαγεωργίου, Στέφανος Παπαγεωργίου,
Μιχάλης Παπαγιαννάκης, Γιάννης Παπαδημητρίου, Δέσποινα Παπαδημητρίου, Τέτα Παπαδοπούλου,
Κωστής Παπαϊωάννου, Θανάσης Παπανδρόπουλος, Ναυσικά Παπανικολάτου, Προκόπης
Παπαστράτης, Ρένα Πατρικίου, Φώτης Περλικός, Στέφανος Πεσματζόγλου, Πετρολέκας
Σταύρος, Μαρία Πινίου-Καλλή, Αντώνης Πιταριδάκης, Δημήτρης Ραυτόπουλος, Ευτέρπη
Ραγκούση, Άλκης Ρήγος, Βασίλης Σακελλαρίου, Μάκης Σεφεριάδης, Γιώργος Σιακαντάρης,
Ιακώβ Σιμπή, Δημήτρης Σκάλκος, Δημήτρης Σκουρέλλος, Ριχάρδος Σωμερίτης, Αμαλία
Τζανάκη, Χρήστος Σταύρου, Mάνος Σταυρουλάκης, Ντίνος Στεργίδης, Κωνσταντίνα
Τζίνη, Χ.Ν. Τζιτζιλέρης, Βικτωρία Τζούμα, Κώστας Τζωρτζάκης, Μαρία Τοπάλη, Μιχάλης
Τρεμόπουλος, Κική Τριανταφύλλη, Θανάσης Τριαρίδης, Σταύρος Τσακυράκης, Ευκλείδης
Τσακαλώτος, Θόδωρος Τσίκας, Καίτη Τσίχλη, Αλεξία Τσούνη, Γιώργος Φαράκλας, Θεοδοσία
Φραντσεσκάκη, Χαμπής Κιατίπης, Έλενα Χάρη, Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης, Τάκης
Χατζόπουλος, Άιλιν Χόγκαν.
Οι υπογραφές δεν δημοσιεύτηκαν στην Ελευθεροτυπία.
Υπήρχαν όμως στην ιστοσελίδα του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι (www.greekhelsinki.gr)
από όπου και τις αντιγράψαμε.
Αυτό το κείμενο δεν ήρθε σε γνώση της ΟΑΚΚΕ πριν δημοσιευτεί και κανένας από
τους υπογράφοντες δεν ενημέρωσε και δεν πρότεινε σε κανένα μέλος της ΟΑΚΚΕ να
το υπογράψει. Το κείμενο πρωτοεμφανίστηκε στην πιο πάνω ιστοσελίδα, που λίγοι
άνθρωποι επισκέπτονται σε καθημερινή βάση, λίγες μόνο μέρες πριν τη δημοσίευση
του στην Ελευθεροτυπία. Είναι γεγονός ότι και να ερχόταν σε γνώση μας δεν θα
το υπογράφαμε, ωστόσο αυτή η «παράκαμψη» της ΟΑΚΚΕ που είναι γνωστή για τον
πρωτοπόρο ρόλο της στην καταγγελία του σέρβικου φασισμού και στην υποστήριξη
του βοσνιακού αγώνα δεν είναι άσχετη με τον βαθύτερο πολιτικό σκοπό που υπηρετεί
αυτό το κείμενο.
Από μια πρώτη ματιά το κείμενο φαίνεται καλό. Γιατί η φυσική τάση του κάθε δημοκράτη
είναι να το συγκρίνει με τον οχετό που έχει γραφτεί και ειπωθεί στη χώρα μας
για τον πόλεμο στη Βοσνία. Πρέπει να είναι κανείς πολύ «ψιλιασμένος» πολιτικά
για να το διαβάσει προσεκτικά και να καταλάβει ότι κάτι το πολύ σάπιο υπάρχει
μ’ αυτό το κείμενο και πιο συγκεκριμένα ότι υπηρετεί από πάνω ως κάτω ειδικά
τη στρατηγική του Γ. Παπανδρέου και γενικότερα του σοσιαλιμπεριαλισμού.
Τα πονηρά του σημεία σε επίπεδο πολιτικής είναι τρία.
Το πρώτο σημείο είναι ότι ενώ θεωρεί σαφώς το έγκλημα πολέμου που λέγεται σφαγή
αμάχων σαν πιο χαρακτηριστική δράση του σέρβικου καθεστώτος, την αναφέρει και
σα στοιχείο του πολέμου που διεξήγαγαν οι Βόσνιοι και οι Κροάτες κατά των σέρβων
εθνοεκκαθαριστών. Οι συντάχτες του άρθρου πιάνονται από το ειδικό ζήτημα των
εγκλημάτων κατά αμάχων που διέπραξαν μέσα στον γενικά δίκαιο πόλεμο τους μερικοί
Βόσνιοι και Κροάτες στρατιωτικοί, για να σκορπίσουν τη σύγχυση σχετικά με το
αν υπάρχει και ποια είναι η δίκαιη πλευρά σε αυτόν τον πόλεμο. Αν αρκεστεί κανείς
σε αυτό το κείμενο δεν θα μάθει ποτέ ότι υπήρξε ένας δίκαιος και ένας άδικος
πόλεμος που διεξήχθη στην πρώην Γιουγκοσλαβία από κάθε μια από τις δυο πλευρές
του. Αντίθετα εκείνο που θα μάθει είναι αυτό που επαναλαμβάνει από την πρώτη
στιγμή του πολέμου η έξυπνη σέρβικη προπαγάνδα, δηλαδή ότι όλες οι πλευρές έχουν
τις δικές τους ευθύνες σε αυτόν τον πόλεμο. Ιδιαίτερα αυτή είναι η κύρια γραμμή
του σέρβικου καθεστώτος σήμερα και του ρωσόφιλου Τάντιτς που είναι στην εξουσία.
Αυτή η γραμμή εξασφαλίζει στους ρωσόφιλους στη Σερβία από τη μια να κρατάνε
στο περιθώριο τους σέρβους σοβινιστές και να εισοδίζουν χώνοντας τη Σερβία στην
ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, και από την άλλη να μην έρχονται σε ρήξη με τους σοβινιστές
για να μπορούν να κρατάνε τη Σερβία ιδεολογικά και πολιτικά στο ανατολικό ορθοδοξο-φασιστικό
στρατόπεδο.
Το δεύτερο σημείο είναι εκείνο το εξαιρετικά εκτεταμένο που αρχίζει με το ότι «η διεθνής κοινότητα δεν απέτρεψε παρά την ανειλημμένη υπόσχεσή της να προστατεύσει τον πληθυσμό (της Σρεμπρένιτσα)…», συνεχίζει με τα λόγια του Κόφυ Ανάν ότι η «Η τραγωδία της Σρεμπρένιτσα θα μας στοιχειώνει για πάντα. Οι ευθύνες μας είναι τεράστιες [...] Με τα τεράστια σφάλματά μας και την ανικανότητά μας να κατανοήσουμε το εύρος του κακού αποτύχαμε να προστατέψουμε τους κατοίκους της Σρεμπρένιτσα που αντιμετώπιζαν την οργανωμένη σφαγή τους από τις σερβικές δυνάμεις» και τα λόγια του Ντελόρ ότι «..ό,τι συνέβη στην Σρεμπρένιτσα είναι ντροπή. Ντροπή που πρέπει να μείνει στην μνήμη όλων των Ευρωπαίων» και τελειώνει με την υπενθύμιση ότι «Η Ολλανδική Κυβέρνηση αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της διότι οι ειρηνευτικές στρατιωτικές δυνάμεις της άφησαν απροστάτευτους στα χέρια των δημίων τους αμάχους της Σρεμπρένιτσα παραιτήθηκε το 2002».
Αν κανείς έχει την ατυχία να θέλει να μάθει από αυτά τα αποσπάσματα ποιος φταίει, εκτός από τους Σέρβους, για τη γενοκτονία στη Βοσνία και μάλιστα για το ποιος φταίει σε διεθνές επίπεδο θα μάθει ότι είναι η διεθνής κοινότητα γενικά, και μάλιστα οι ευρωπαίοι ειδικότερα και πιο πολύ απ’ όλους οι Ολλανδοί που «απέτυχαν να προστατέψουν (τους κατοίκους της Σρεμπρένιτσα) ενώ είχαν την υποχρέωση» και που πρέπει να νιώθουν «ντροπή» για πάντα. Και σε ποιον καλό άνθρωπο αναθέτουν οι συντάκτες της διαμαρτυρίας να μας κάνει αυτό το μάθημα; Βάζουν τον αξιότιμο Κόφυ Ανάν, τον άνθρωπο που φρόντισε να ξεπλύνει τους γενοκτόνους της Ρουάντα και τους γενοκτόνους του Νταρφούρ, τον άνθρωπο που σε κάθε ίνα της πολιτικής του υπηρετεί τη ρώσικη διπλωματία η οποία με τη σειρά της λυσσαλέα τον στήριξε ενάντια στις ΗΠΑ για τη δεύτερη θητεία του. Αν το κείμενο καταγγελίας δεν έκανε καμιά αναφορά στο διεθνή παράγοντα που επέτρεψε τη σέρβικη εθνοκάθαρση θα ήταν απλά ένα ελλειμματικό κείμενο. Όμως το να κάνει αναφορά αποκλειστικά στη Δύση και μάλιστα στη δημοκρατική Ολλανδία, και καθόλου στη μόνη παγκόσμια δύναμη που ενθάρρυνε, εξόπλισε, στήριξε και στηρίζει ακόμα προπαγανδιστικά, στρατιωτικά και πολιτικά το σέρβικο φασισμό, δηλαδή στη Ρωσία των Γέλτσιν και Πούτιν, ε, αυτό δεν είναι παράλειψη. Αυτό είναι στημένη δουλειά. Πραγματικά δεν υπάρχει άλλο βρωμερότερο πολιτικό τέχνασμα σήμερα, για όσους ρωσόφιλους δεν θέλουν να εκτεθούν σαν φίλοι της Σερβίας μετά τη μπόχα που έβγαλε η Σρεμπρένιτσα, από εκείνο που λέει ότι φταίει για τη σφαγή η Δύση που εγκατέλειψε τους Βόσνιους, και όχι η «ορθόδοξη» αδελφή Ρωσία που έσπρωξε και στήριξε ολόπλευρα τους σφαγείς. Πράγματι αν κοίταζε κανείς το σοσιαλφασιστικό site Ιντυμίντια (του ΣΥΝ και του δικού του «Δίκτυου») προχθές στην 10η επέτειο της Σρεμπρένιτσα θα έβλεπε ακριβώς καταγγελίες ενάντια στη Σερβία και …στην Ευρώπη. Θυμόμαστε πως οι ψευτοδιεθνιστές του Δίκτυου καμώνονταν από το 1993 (σαν ΑΑΣ από την οποία αποχώρησε τότε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η ΟΑΚΚΕ) ότι στήριζαν τους Βόσνιους ενώ διαδήλωναν κυρίως ενάντια στον μόνο παράγοντα που οι ίδιοι οι Βόσνιοι θεωρούσαν θετικό εκείνη τη στιγμή, τον μόνο που μπορούσε να τους σώσει με δοσμένο το εμπάργκο όπλων που είχε επιβάλει ο ΟΗΕ, δηλαδή ενάντια στη δυτική στρατιωτική επέμβαση και στο οικονομικό εμπάργκο στη Σερβία.
Το τρίτο σημείο είναι στην πραγματικότητα μια δέσμη υπο-σημείων
στις δύο τελευταίες παραγράφους του κειμένου που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό:
Αθωώνουν τον ελληνικό πολιτικό κόσμο, δηλαδή τα πολιτικά κόμματα, και ρίχνουν
έμμεσα την ευθύνη της ελληνικής φιλοσέρβικης πολιτικής στον Τύπο. Έτσι σύμφωνα
με αυτό το κείμενο δεν υπήρχε ένα υλικότατο πολιτικοστρατιωτικό μέτωπο όλων
ανεξαίρετα των ελληνικών κοινοβουλευτικών κομμάτων με τον σέρβικο γενοκτονικό
φασισμό και δεν πρωτοστατούσε σε αυτό το μέτωπο το ΠΑΣΟΚ και η κυβέρνηση του
Ανδρέα Παπανδρέου που στήριζε τη Σερβία στην ΕΕ, της έστελνε όπλα σπάζοντας
το διεθνές εμπάργκο, και μάλιστα ειδοποιούσε το Βελιγράδι για τα αεροπορικά
χτυπήματα του ΝΑΤΟ στη Βοσνία (δες το βιβλίο του Τάκη Μίχα, «Η Ανίερη Συμμαχία»),
αλλά υπήρχε μόνο ένα «ψυχολογικό» μέτωπο, για το οποίο φταίνε όσοι μας «παραπληροφόρησαν».
Γι’ αυτό το λόγο το κείμενο δεν ζητάει να ζητήσουν συγνώμη οι τότε κυβερνήτες
και όλα τα κόμματα, αλλά η αόριστη «πολιτεία» δηλαδή το αόριστο, αιώνιο και
ανεύθυνο κράτος που φταίει σύμφωνα με τους νεοέλληνες για όλα τα κακά.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η παραπληροφόρηση μπορεί να υπονοεί και τα κόμματα
και όχι απλά τον Τύπο, ότι τέλος πάντων υπήρχε εκτός από το πολιτικοστρατιωτικό
και ένα ψυχολογικό μέτωπο Ελλάδας-Σερβίας και ότι στο κάτω-κάτω καλό είναι να
ζητήσει έστω και μόνο η πολιτεία συγνώμη για τη Σρεμπρένιτσα και όχι και τα
κόμματα. Δεν μπορούμε όμως να μην παρατηρήσουμε την παράξενη σύμπτωση το κείμενο
των 163 να δημοσιεύεται την ίδια μέρα ακριβώς και δίπλα σε εκείνο του ΠΑΣΟΚ
που καταγγέλει επίσης τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα καταφερόμενο ενάντια στον σέρβικο
«εθνικισμό», ενάντια στον Τύπο που «προώθησε τον φανατισμό»
και ενάντια στην «απάθεια» της διεθνούς κοινότητας στη σφαγή, δηλαδή
να βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος με το κείμενο των 163. Το μόνο που
δεν κάνει το κείμενο του ΠΑΣΟΚ και κάνει το κείμενο των 163 είναι να ζητάει
τη λογοδοσία -και όχι την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης- των ελλήνων
εθελοντών καθώς και των «γνωστών–αγνώστων» που τάχα τους «ενέπλεξαν».
Φαίνεται ότι το ζουμί όλου του κειμένου βρίσκεται σε αυτήν την
τελευταία φρασούλα. Ώστε οι «κακόμοιροι» χρυσαυγίτες και τα άλλα καθάρματα που
πρωτοστάτησαν στην κτηνώδη ορδή του Κάρατζιτς δεν ήξεραν τι έκαναν, αλλά κάποιοι
τους «ενέπλεξαν», κάποιοι «γνωστοί-άγνωστοι» που προφανώς έχουν μεγαλύτερες
ευθύνες από τους ανοιχτούς ναζιστές. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τίποτα άλλο
γι’ αυτούς τους «γνωστούς-αγνώστους» πέρα από το ότι είναι μια κλίκα σοβινιστών
που οι ρωσόδουλοι άνθρωποι του Γ. Παπανδρέου τους ξέρουν πολύ καλά αφού τους
χρησιμοποίησαν για τη βρωμοδουλειά στη Βοσνία, και τώρα θέλουν να τους εκκαθαρίσουν
για να χωθούν ακόμα πιο βαθιά μέσα στην ΚΥΠ, στα κόμματα, στην εκκλησία και
σε όλο το κράτος.
Οι φιλελεύθεροι δημοκράτες που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των υπογραφόντων
εννοείται δεν φαντάζονται τίποτα απ’ όλα αυτά που γράφουμε. Είναι σίγουροι ότι
ο Γιώργος Παπανδρέου είναι ο άνθρωπός τους, όπως ακριβώς πίστευαν μαζί με όλη
τη Δύση ότι ήταν άνθρωπός τους ο Γκορμπατσόφ. Είναι πιθανά τόσο σίγουροι για
το ότι είναι θετικό το κείμενο που υπέγραψαν, όσο είχαν δίκιο τότε που ακολουθώντας
τον Γ. Παπανδρέου υποστήριξαν την «επανάσταση» του Βελιγραδιού που έφερε στην
εξουσία τους χειρότερους και από τον Μιλόσεβιτς θεωρητικούς και βάρδους της
εθνοκάθαρσης Κοστουνίτσα και Ντράσκοβιτς.
Δεν έχουμε την απαίτηση από τους πιο δημοκράτες ανάμεσα στους 163 να υιοθετήσουν
την ανάλυση της ΟΑΚΚΕ που αρκετοί γνωρίζουν, ούτε να αναγνωρίσουν ότι μια μικρή
οργάνωση που επιδιώκει τη δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί να αναλύει πειστικά
τα γεγονότα και να προβλέπει τις εξελίξεις στηριγμένη σε αυτήν την ανάλυση.
Επίσης μπορούμε να εξηγήσουμε την κριτική μερικών από αυτούς ότι οι θέσεις μας
διαπνέονται από μια συνωμοτική, δηλαδή καθόλου προοδευτική αντίληψη για την
πολιτική. Πραγματικά οι φιλελεύθεροι σαν λάτρεις του αυθόρμητου είναι οι τελευταίοι
που μπορούν να αναγνωρίσουν ότι εκτός από τις συνομωσιολογικές αντιλήψεις της
ιστορίας που πράγματι υπάρχουν και μάλιστα αποτελούν ένα γνώρισμα του φασισμού,
υπάρχουν και αληθινές συνομωσίες που ακόμα περισσότερο αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό
γνώρισμα του φασισμού, όπως απέδειξε η ναζιστική εμπειρία.
Εκείνο που δεν αποδεχόμαστε και νομίζουμε δεν θα συγχωρήσει ποτέ η πολιτική
δημοκρατία στους φιλελεύθερους δημοκράτες είναι η ελαφρότητα, το ταξικό πείσμα
και κυρίως η έλλειψη χαρακτήρα που τους έκανε να στρέφονται πάντα για προστασία
στον εχθρό της επόμενης φάσης. Αρχικά αντίπαλοι με τον δήθεν τριτοκοσμικό εθνικισμό
του Α. Παπανδρέου κούρνιασαν πίσω από τον Συνασπισμό και τα «Μέτωπα της Λογικής»
του. Μετά ένιωσαν για λίγο δυνατοί πιστεύοντας στον «εκσυγχρονιστή» Σημίτη,
ενώ μετά την ξαφνική ελληνοτουρκική «φιλία» ποντάρουν τα πάντα στον Γ. Παπανδρέου.
Επιμένουν δηλαδή κάθε φορά να ζητάνε τη σωτήρια λύση από τα πάνω, δηλαδή από
τους κόλπους ενός όλο και πιο σάπιου καθεστώτος που περιμένουν να αναμορφωθεί
εσωτερικά. Δεν σκέφτονται ότι δεν είναι δυνατό να εκλεγεί ομόφωνα από το ΠΑΣΟΚ
και να παραμένει αρχηγός του ένας δημοκράτης, όταν αυτός πρέπει να είναι αποδεκτός
από τις πιο εγκληματικές, πιο σοβινιστικές, πιο τουρκοφάγες και πιο αντιδυτικές
του φράξιες. Είναι δυνατό ένας τέτοιος αγαπημένος γόνος της σαπίλας και του
φασισμού να φέρει μια καθαρτήρια δημοκρατική άνοιξη στο κόμμα αυτό; Είναι δυνατό
να είναι ενάντια στη γενοκτονία της Σρεμπρένιτσα ένας άνθρωπος που δεν είπε
λέξη τότε για να εμποδίσει τον πατέρα του να την υποστηρίξει; Τι είπε και τι
έκανε ο Γ. Παπανδρέου από το 1992 έως το 1995; Τίποτα που να μη βοήθησε τους
γενοκτόνους.Η αληθινή αιτία αυτής της τύφλωσης, αυτής που τους κάνει επιρρεπείς
στο να έχουν πάντα εσωτερικούς τους συνδέσμους με την εξουσία κάποιους πρώην
κνίτες, όπως παλιότερα μια Δαμανάκη ή τώρα έναν Μπίστη, δηλαδή ανθρώπους που
τους σέρνουν σε υπογραφές γλυκερών αντιδραστικών κειμένων, είναι η εξής: Δεν
πιστεύουν στο λαό και γι’ αυτό δεν έχουν ριζοσπαστικές απαιτήσεις. Έτσι αρκούνται
και στα πιο λίγα, αρκούνται σε μια συνεργασία με μια εξουσία που απλά θα κρατάει
τα προσχήματα. Αυτό κάνουν και τώρα με τη Σρεμπρένιτσα. Ασφαλώς δεν αγνοούν
τα πολλά ελαττώματα του χαρτιού που υπέγραψαν, αλλά είναι ευγνώμονες για τα
λίγα θετικά του. Δεν φαντάζονται ότι δεν υπηρετεί αυτούς το χαρτί που υπέγραψαν,
αλλά η υπογραφή τους υπηρετεί μια στρατηγική που έχει σαν κύριο εχθρό τελικά
αυτούς τους ίδιους. Με το χαρτί που υπογράφουν οι δυτικόφιλοι αντικειμενικά
ξεπλένουν την ελληνική διπλωματία που σκοπεύει να παίξει μεγάλο ρόλο στα Βαλκάνια,
κάνουν ακόμα πιο πιστευτό τον Γ. Παπανδρέου στη Δύση και βοηθούν το ρωσόφιλο
καθεστώς στην εξόντωση ορισμένων εθνικιστών. Όμως ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου και
άλλα δήθεν «φιλελεύθερα» στελέχη του ΠΑΣΟΚ δεν κάνουν τέτοιες δηλώσεις για να
τα έχουν καλά με όλους τους εθνικιστές με τους οποίους κάποια στιγμή θα εξοντώσουν
τους αναλώσιμους δυτικόφιλους ευκαιριακούς συμμάχους τους. Το κακό είναι ότι
μαζί μ’ αυτούς θα εξοντώσουν κάθε δημοκρατισμό σε αυτή τη χώρα. Γι αυτό είναι
μεγάλες οι ευθύνες των φιλελεύθερων όταν υπογράφουν τέτοια χαρτιά.