Όσο θα προχωρά η ένταξη της χώρας μας στον «ορθόδοξο» φασιστικό
άξονα, που είναι το εργαλείο επίθεσης του ρώσικου ιμπεριαλισμού στην ευρύτερη
περιοχή, τόσο η πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή σ’ αυτή τη χώρα θα στρέφεται
προς την κατεύθυνση του πολέμου.
Δείγμα αυτής της κίνησης είναι και η νέα πολιτική “εθνικής άμυνας” που υιοθέτησαν
τελευταία οι ένοπλες δυνάμεις, η οποία αντικαθιστά το μέχρι πρότινος εν ισχύ
αμυντικό δόγμα από ένα νέο «αποτρεπτικό-αμυντικό». Πιο συγκεκριμένα αντικαθίσταται
το δόγμα της «άμεσης ευέλικτης ανταπόδοσης», που προέβλεπε ότι η ανταπόδοση
σε μια επιθετική ενέργεια του αντιπάλου θα ήταν ισότιμη των διεκδικήσεών του,
από το δόγμα της «ικανότητας άμεσης αντίδρασης», που «επιτρέπει στη στρατιωτική
ιεραρχία να σχεδιάζει χωρίς περιορισμούς την άμεση αντίδρασή της, το μέγεθος
της οποίας επιβάλλεται να είναι πολλαπλάσιο της επιχειρούμενης αμφισβήτησης
των όποιων κυριαρχικών δικαιωμάτων» (Επενδυτής, 25-26/6). Με άλλα λόγια,
«ο κάθε υποψήφιος επιβουλέας του εθνικού χώρου θα καταβάλλει πολλαπλάσιο
κόστος της αξίας αυτού που διεκδικεί» είτε πρόκειται για ανθρώπινο δυναμικό,
είτε για υλικό ή ακόμη και εδάφη. Αυτή η διάταξη δίνει τη δυνατότητα στον ελληνικό
στρατό, με το πρόσχημα διασυνοριακών επεισοδίων τύπου Ιμίων, ή ακόμα και χάρη
σε προβοκάτσιες να επιτίθεται σε γειτονικές χώρες στα πλαίσια ενός τοπικού ή
ευρύτερου κατακτητικού πολέμου.
Μια απλή ανάγνωση των επιδιωκόμενων στόχων της νέας στρατιωτικής πολιτικής αρκεί
για να καταδείξει τον επιθετικό της προσανατολισμό. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται
η «σταθερότητα στη ζώνη γεωπολιτικού ενδιαφέροντος της χώρας, η εκτόνωση
και η ειρηνική διευθέτηση των περιφερειακών συγκρούσεων και η διασφάλιση της
ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή», «η ανάδειξη των Ενόπλων Δυνάμεων σε θεμελιώδη
παράγοντα της συνολικής εθνικής ισχύος, ικανών να διασφαλίσουν (…) επιτυχή ανταπόκριση
και λειτουργία σε ειρηνευτικές αποστολές στο πλαίσιο των διεθνών Οργανισμών
και Συμμαχιών που συμμετέχει η χώρα», «η ασφάλεια και η ευημερία των ελληνικών
μειονοτήτων και εκτός συνόρων κοινοτήτων», «η ασφάλεια και η ευημερία του Κυπριακού
Ελληνισμού» κ.ά.
Οι παράγοντες που επέτρεψαν την προς το χειρότερο μετατροπή της στρατιωτικής
πολιτικής της χώρας είναι από τη μια ο φόβος της Δύσης για τις λεγόμενες ασύμμετρες
απειλές (ραδιο-βιοχημική προσβολή, προσβολή σε εγκαταστάσεις κοινής ωφελείας
κ.ά.) αλλά κυρίως η ένταξη της (νότιας) Κύπρου στην ΕΕ που χρησιμοποιείται ως
ένας ισχυρός μοχλός πίεσης ενάντια στο κεμαλικό και δυτικόφιλο κομμάτι της τουρκικής
αστικής τάξης και που στόχο έχει την ισλαμοποίηση της γειτονικής χώρας και την
ένταξή της (μέσω Ευρώπης) στον αντιδυτικό άξονα. Όπως επισημαίνουν κύκλοι του
Πενταγώνου, «η ένταξη στην Ε.Ε. συνεπάγεται την αναβάθμιση της διαπραγματευτικής
θέσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποβάθμιση της τουρκικής απειλής για
τον Κυπριακό Ελληνισμό, συνεπώς, η όποια μελλοντική έκφραση απειλής από πλευράς
Τουρκίας κατά της Κύπρου θα στρέφεται κατά χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης
με ό,τι αυτό συνεπάγεται».
Το νέο δόγμα είναι απόλυτα εναρμονισμένο με τη στρατηγική του ρώσικου ιμπεριαλισμού για την κατάκτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας με στρατιωτικά μέσα και η υιοθέτησή του από τη χώρα μας, αντίθετα απ’ όσα ισχυρίζονται οι εμπνευστές του, εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους για την ασφάλεια και την ευημερία των Βαλκανίων.