Σχετικά με το διπλωματικό
επεισόδιο Παπούλια στην Αλβανία τα γεγονότα έχουν ως εξής: Επί προεδρίας Στεφανόπουλου
είχε γίνει στα Γιάννενα συνάντηση με τον αλβανό ομόλογό του Μοϊσίου. Από τότε
κανονίστηκε μια ανταποδοτική επίσκεψη του έλληνα πρόεδρου της δημοκρατίας στους
Άγιους Σαράντα για συνομιλίες με τον ομόλογό του. Τότε πρωθυπουργός της Αλβανίας
ήταν ο Φάτος Νάνο. Αυτή τη φορά έλληνας πρόεδρος ήταν ο Παπούλιας και πρωθυπουργός
της Αλβανίας ο Μπερίσα. Την προγραμματισμένη ημέρα έξω από το χώρο της της συνάντησης
είχαν μαζευτεί καμιά κατοσταριά τσάμηδες, δηλαδή μέλη της αλβανικής εθνικής
μειονότητας που ζούσε ως το τέλος του πόλεμου στην Θεσπρωτία, ζητώντας ουσιαστικά
επιστροφή των περιουσιών τους ή αποζημιώσεις από το ελληνικό κράτος.
Ο Παπούλιας παρέμεινε επί δύο ώρες στο ελληνικό προξενείο στο Αργυρόκαστρο,
και, αφού επικοινώνησε με τον υπουργό Εξωτερικών, αποφάσισε τη ματαίωση της
συνάντησης αυτής. Σύμφωνα με την Ελευθεροτυπία της 2 του Νοέμβρη: «Πηγές της
Προεδρίας ανέφεραν ότι «δημιουργήθηκε μια διλημματική κατάσταση», καθώς θα επλήγετο
το κύρος της χώρας στο σύνολό της αν ο πρόεδρος δεχόταν τους διαδηλωτές επί
ανυπάρκτου θέματους, κυριολεκτικώς «κάτω από τη μύτη του». Από την πλευρά της
η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε αμέσως σε έντονο διάβημα διαμαρτυρίας προς τα
Τίρανα, διότι: «Δεν έλαβαν τα αναγκαία μέτρα για να αποθαρρύνουν γνωστά ακραία
στοιχεία, τα οποία, στην προσπάθειά τους να παρεμποδίσουν την ομαλή εξέλιξη
των σχέσεων των δύο χωρών, εμμένουν στην προβολή απαράδεκτων μη υπαρχόντων ζητημάτων,
τη στιγμή μάλιστα που η Αλβανία προσπαθεί να κάνει βήματα εκπλήρωσης των ευρωπαϊκών
της προσδοκιών».
Είναι ένα ζήτημα αν οι διεκδικήσεις των Τσάμηδων είναι δίκαιες ή άδικες και
είναι ένα άλλο αν έχουν δικαίωμα να διαδηλώνουν γι αυτές ειρηνικά στη διάρκεια
της επίσκεψης του εκπροσώπου ενός άλλου κράτους. Για το ειδικό ζήτημα των οικονομικών
αποζημιώσεων και επιστροφής περιουσιών δεν τοποθετιόμαστε προς το παρόν ολοκληρωμένα
γιατί δεν έχουμε μελετήσει σε βάθος αυτό το ζήτημα. Εκείνο που ξέρουμε είναι
ότι η εθνική μειονότητα των αλβανών τσάμηδων έκανε το ιστορικό λάθος-έγκλημα
να παραταχθεί δραστήρια με τον κατοχικό στρατό των ναζί στην Ελλάδα και δοκίμασε
γι αυτό το λόγο τη συνέπεια του μαζικού εκτοπισμού που δοκίμασαν από τους λαούς
όλες οι εθνικές μειονότητες στην Ευρώπη που φέρθηκαν με ανάλογο τρόπο. Άρα για
μας δεν μπαίνει θέμα αυτοδίκαιης και μαζικής επιστροφής των Τσάμηδων όπως μπαίνει
για τους Μακεδόνες που εντελώς άδικα και αντίστροφα σα δημοκράτες εκτοπίστηκαν
από τον ελληνικό φασισμό. Ούτε μπαίνει ζήτημα μαζικών αποζημιώσεων. Με αυτή
την έννοια πιστεύουμε ότι η επιστροφή των Τσάμηδων είναι ένα ακόμα αντιδραστικό
αίτημα του αλβανικού σοβινισμού. Όμως πρέπει να διερευνηθεί πως έδρασαν επί
γερμανικής κατοχής όλες οι τάξεις και μερίδες της αλβανικής αυτής μειονότητας
και σε ποιο βαθμό η γενικά αρνητική στάση της είχε σχέση με το γεγονός ότι το
ελληνικό κράτος είχε φερθεί προηγούμενα βάναυσα και σε αυτή τη μειονότητα όπως
συνήθιζε να φέρεται και στις υπόλοιπες. Επίσης πρέπει να μελετήσουμε τι γίνεται
με το ζήτημα της επιστροφής περιουσιών σε άλλες δημοκρατικές χώρες πχ οι Τσέχοι
απέναντι στους εκτοπισμένους Σουδήτες.
Όμως σε κάθε περίπτωση η συμπεριφορά του Παπούλια δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.
Και όταν ακόμα είναι άδικο και αντιδραστικό ένα αίτημα πολιτών μιας χώρας απέναντι
σε μια άλλη, δεν μπορεί να απαιτείται από αυτή την άλλη χώρα να επιβληθεί απαγόρευση
στους πολίτες της πρώτης να το προβάλουν. Ακόμα και αν είναι γεγονός ότι οι
ίδιες οι αρχές συμφωνούν με αυτήν την προβολή και πλάγια την ενθαρρύνουν. Είναι
σαν ο Κλίντον να απαιτεί από την ελληνική κυβέρνηση να απαγορεύσει κάθε διαδήλωση
εναντίον του την ώρα της επίσκεψής του στην Αθήνα, αν και μπορούσε να διαμαρτυρηθεί
που οι χιλιάδες «υποδοχείς του» προκάλεσαν ατμόσφαιρα σύρραξης εναντίον του.
Αλλά ούτε αυτό έκανε ένας υποτιθέμενος πλανητάρχης. Γιατί λοιπόν ο μικρομεσαίος
Παπούλιας δεν ήθελε «κάτω από τη μύτη του» 100 ανθρώπους, που δεν είχαν καμιά
διάθεση, ούτε άλλωστε τους κατηγόρησε γι αυτό, βίαιης αναμέτρησης; Και γιατί
η ελληνική κυβέρνηση απαιτούσε από την αλβανική να τους «αποθαρρύνει», δηλαδή
να τους επιβάλει απαγόρευση επειδή «εμμένουν στην προβολή απαράδεκτων μη υπαρχόντων
ζητημάτων». Πρόκειται περί αυτοκρατορικού αυταρχικού τύπου επέμβασης στα εσωτερικά
μιας ξένης χώρας.
Ακόμα περισσότερο κατά τη γνώμη μας η πράξη αυτή του Παπούλια και του Καραμανλή
αποτελεί μια προβοκάτσια και έναν εκβιασμό από την ελληνική πλευρά και μάλιστα
με διακομματική στήριξη. Νομίζουμε ότι ο Παπούλιας προετοίμασε μια σύγκρουση
με τον Μπερίσα επειδή αυτός ακολουθεί δυτικόφιλη πολιτική. Γιατί μετά την επίσκεψη
Παπούλια σχεδιαζόταν επίσκεψη Καραμανλή στον Μπερίσα στα Τίρανα και αυτή η συνάντηση
θα ισχυροποιούσε τη θέση του Μπερίσα στο ζήτημα της ευρωπαϊκής πορείας της Αλβανίας.
Επί πρωθυπουργίας του ρωσόφιλου Φάτος Νάνο δεν είχε γίνει ποτέ ένα τέτοιο ελληνοαλβανικό
επεισόδιο. Έχουμε λοιπόν και την εντύπωση ότι και ο Μοϊσίου συνεισέφερε σε αυτήν
την προβοκάτσια κατά Μπερίσα ενθαρρύνοντας πράγματι τους διαδηλωτές γιατί είναι
και αυτός με τον Φάτος Νάνο και το σοσιαλιστικό κόμμα. Είναι χαρακτηριστικό
ότι ο Μπερίσα κοίταξε να αποκλιμακώσει την αντιπαράθεση με την Ελλάδα και να
καταπιεί την πρόκληση του Παπούλια, ενώ ο Μοϊσίου την όξυνε παραπέρα προσπαθώντας
να παρασύρει τον Μπερίσα στο δίλημμα ή να βγει εθνικός μειοδότης ή να πέσει
στην προβοκάτσια, να συγκρουστεί με τη Ελλάδα και να απομονωθεί στην Ευρώπη.
Ήδη πάντως και ξαφνικά το ζήτημα των Τσάμηδων έγινε το κεντρικό ζήτημα στις
ελληνοαλβανικές σχέσεις. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι αυτό γίνεται μόλις έρχεται
ο Μπερίσα στην εξουσία. Κάτι πολύ βρώμικο υπάρχει στην υπόθεση και πρέπει προσεκτικά
να το παρακολουθήσουμε.