Μια ξαφνική επανάσταση, ένας αριστερισμός ή ένα πραξικόπημα;
Ξαφνικά και από το πουθενά βγήκε το κίνημα ενάντια στις παρελάσεις. Βγήκε τόσο
ξαφνικά όσο το κίνημα ενάντια στην αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες,
τόσο ξαφνικά όσο η ελληνοτουρκική ειρήνη. Αυτές οι απότομες στροφές ενάντια
σε εκείνο που ως τα χθες φαινόταν προφανές (εθνική γιορτή, ορθόδοξη Ελλάδα,
αιώνιος κύριος εχθρός η Τουρκία) μοιάζουν πραγματικά με ξαφνικές επαναστάσεις.
Αλλά ξαφνικές επαναστάσεις υπάρχουν μόνο για όσους πιστεύουν στα θαύματα. Μόνο
άνθρωποι με μεταφυσικό πνεύμα, απολίτικοι σαν τους φιλελεύθερους και τους αναρχικούς,
πνιγμένοι στη λατρεία της ιερής ατομικής τους ελευθερίας και γι αυτό ανίκανοι
να κατανοήσουν τις βαθύτερες κοινωνικές κινήσεις και τις διαθέσεις των μαζών,
μόνο τέτοιοι άνθρωποι μπορούν να πιστέψουν στα θαύματα και να συμμετέχουν στις
τελετουργίες των θαυματοποιών.
Οι επαναστάσεις είναι καρπός βαθιών και πολύχρονων διεργασιών. Είναι αποτέλεσμα
εκατομμυρίων μικρών και μεγαλύτερων συγκρούσεων που οι μάζες για χρόνια δίνουν
εκεί κάτω, στη βάση της κοινωνίας, ενάντια στις καταπιεστικές δυνάμεις και στις
ιδέες τους. Αυτές οι συγκρούσεις γεμίζουν τις μάζες με πείρα που οι επαναστατικές
πρωτοπορίες τη μετατρέπουν σε συστηματική γνώση και οργάνωση. Μόνο τα πραξικοπήματα
κηρύσσονται ξαφνικά γιατί κηρύσσονται από πάνω και συνήθως έξω και ενάντια στις
συνειδήσεις και τις διαθέσεις των μαζών.
Πότε δεν θα ήταν πραξικόπημα αλλά μέρος μιας επαναστατικής διαδικασίας μια
εντυπωσιακή αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της χώρας ή στις σχέσεις του κράτους
με τον εθνικισμό και τη θρησκεία και πότε δεν θα ήταν πραξικοπηματικό ένα κίνημα
που αποβλέπει σε αυτές τις αλλαγές;
Δεν θα ήταν, αν καθημερινά, στα συγκεκριμένα μικρά και στα μεγάλα ζητήματα,
στα συγκεκριμένα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και στα συγκεκριμένα ζητήματα
της σχέσης θρησκείας και πολιτικής δυνάμωνε ένα λαϊκό πολιτικό και ιδεολογικό
ρεύμα κόντρα στις κυρίαρχες πολιτικές γραμμές και ιδέες. Αν αυτό το ρεύμα γινόταν
πολύ ισχυρό πολιτικά τότε και μόνο τότε θα έβαζε στην ημερήσια διάταξη την αλλαγή
της κρατικής πολιτικής σε αυτά τα ζητήματα.
Εδώ τι έχουμε; Εδώ έχουμε ξαφνικά στη Θεσσαλονίκη, στο κέντρο του ελληνικού
σοβινισμού να πετάγονται 100 άτομα και μέσα στην κρατική παρέλαση να διαδηλώνουν
ενάντια στο έθνος – κράτος, με συνθήματα που σχεδόν κανένας πλατύς άνθρωπος
σε αυτή την πόλη και σ’ αυτή τη χώρα δεν έχει ξανακούσει, για να καταδικάζουν
με αυτά μια παρέλαση στην οποία η νεολαία συμμετέχει σύσσωμη κάτω από τα χειροκροτήματα
του πλήθους. Και σε ποια περίοδο το κάνουν αυτό; Το κάνουν στην περίοδο του
πιο αρρωστημένου εθνικισμού, την περίοδο που ο απομονωμένος, δίχως πυξίδα και
δίχως αυτοεκτίμηση, τσακισμένος ηθικά και οικονομικά έλληνας μικροαστός και
μισοπρολετάριος, άνεργος και μισοάνεργος αναζητά όλα αυτά που του λείπουν στο
φανταστικό υπερέθνος του. Το κάνουν την ώρα που αυτός βγαίνει υστερικά στους
δρόμους να λατρέψει την εθνική του ομάδα, την εθνική του σημαία, να γιουχάρει
τους εχθρούς του αθλητές στα στάδια, ή να ακολουθήσει τον κάθε απατεώνα πολιτικό
και παπά και το κάθε δελτίο ειδήσεων σε μια διαδήλωση για το χαμένο του όνομα
και τη χαμένη του τιμή, την ώρα δηλαδή που όλα αυτά μπορούν ανά πάσα στιγμή
να φτιάξουν ένα ναζιστικό στίφος.
Σε τι βοηθάει λοιπόν αυτό τον άνθρωπο να του χτυπήσεις το σύμβολο του πάθους
του πριν του μιλήσεις για την αρρώστια και τις αιτίες της; Πριν επιχειρήσεις
να απευθυνθείς στη λογική και την πραχτική του εμπειρία, πριν μιλήσεις για τα
απτά και πραγματικά στοιχεία της εθνικής πολιτικής και τον διαφωτίσεις για τις
αλήθειες της; Τι συμβαίνει όταν δεν τα κάνει κανείς αυτά και ξαφνικά καταγγέλλει
το έθνος – κράτος στην εθνική παρέλαση; Αυτό είναι στην καλύτερη περίπτωση αριστερισμός
και στη χειρότερη περίπτωση πραξικοπηματισμός και προβοκάτσια. Εδώ έχουμε τη
χειρότερη περίπτωση.
Θα ήταν αριστερισμός αν οι διαδηλωτές είχαν μια πραγματικά προοδευτική εθνική πλατφόρμα στα συγκεκριμένα εθνικά ζητήματα και αυτή την πλατφόρμα την πρόβαλαν και σε αυτή τη διαδήλωση μαζί με την απαίτηση τους για την κατάργηση των παρελάσεων. Οι διαδηλωτές θα ήταν μόνο αριστεριστές σε αυτή την περίπτωση γιατί τη θετική τους πλατφόρμα θα την πρόβαλαν με λαθεμένο τρόπο, με τρόπο που τους αποξένωνε από τις μάζες. Αν θέλεις να μιλήσεις ενάντια στις παρελάσεις και ενάντια στην εθνική γραμμή δεν αρχίζεις μέσα από τις παρελάσεις στις εθνικές γιορτές. Αρχίζεις από ζύμωση της αντιεθνικιστικής πλατφόρμας μέσα στις μάζες στα συνδικάτα και σε χώρους καθημερινής κοινωνικής ζωής, και μάλιστα αφού τις έχεις ζυμώσει μέσα στην ίδια τη δημοκρατική πρωτοπορία. Δεν ξεκινάς από το χώρο του εχθρού, από το έδαφος της μαζικής προκατάληψης και δεν θα συμπεριφερθείς έτσι που να φαίνεσαι ότι στρέφεσαι ενάντια στις μάζες και μάλιστα ότι προκαλείς τις πιο καθυστερημένες πολιτικά από αυτές που είναι όσες παρακολουθούν τις παρελάσεις. Όμως οι 100 δεν πρόβαλαν καμιά τέτοια πλατφόρμα. Δεν φώναξαν δηλαδή το μόνο αντιεθνικιστικό σύνθημα που συμπυκνώνει την πιο συγκεκριμένη διεθνιστική διεκδίκηση ενάντια στην ελληνική και ιδιαίτερα ενάντια στην θεσσαλονικιώτικη αντίδραση: το σύνθημα να αναγνωριστεί η Δημοκρατία της Μακεδονίας. Και δεν το φώναξαν ούτε καν περιφραστικά όπως ας πούμε ότι δεν «μπορεί μια χώρα να επιβάλει σε μια άλλη το όνομα που αυτή θέλει» ή απλά «όχι στον πόλεμο του ονόματος». Πραγματικά δεν χτύπησαν σε οποιοδήποτε επίπεδο την εθνική γραμμή που περιέβαλε αυτήν την παρέλαση. Γιατί η εθνική παρέλαση είναι μόνο μια φόρμα. Το περιεχόμενό της είναι η κάθε φορά εθνική πολιτική και αυτή την πολιτική, με τακτική αιχμή το μακεδονικό και το κυπριακό, την τόνισε με την ευκαιρία της επετείου σε κάθε δευτερόλεπτο όλο το καθεστώς με πρώτο τον πρώτο σοσιαλφασίστα πρόεδρο Δημοκρατίας στην Ελλάδα, τον ρωσόδουλο Κ. Παπούλια. Ο μόνος που χτύπησε τη συγκεκριμένη εθνική γραμμή πάνω σε αυτή την επέτειο ήταν ένας αστός, ένας βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας ο Ν. Γεωργιάδης που δήλωσε ότι η γειτονική χώρα πρέπει να αναγνωριστεί με το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Ένα κίνημα του ΣΥΝ και των ψευτοαναρχικών εργαλείων του τύπου Α/Κ
Αν μελετήσει λίγο περισσότερο κανείς τους διοργανωτές της διαδήλωσης της Θεσσαλονίκης
στις 27 του Οκτώβρη, τη μέρα της μαθητικής παρέλασης θα διαπιστώσει πιο καθαρά
ότι δεν έχουν καμιά σχέση με αριστερισμό. Πρόκειται στην ουσία για τον ΣΥΝ που
όπως σε όλες τις μη καθωσπρέπει αποστολές του βγάζει μπροστά τους εξωκοινοβουλευτικούς
του μετωπικούς του σχηματισμούς, αφού ο ίδιος προετοιμάσει πολιτικά το έδαφος.
Τη συγκεκριμένη διαδήλωση την είχε προετοιμάσει η Αντιρατσιστική Κίνηση, ένα
αρκετά ευπρόσωπο εργαλείο του ΣΥΝ, μαζί με τη δημοτική του παράταξη, τη «Δημοτική
Κίνηση Θεσσαλονίκη των Πολιτών και της Οικολογίας», με μια διημερίδα στη Θεσσ/νίκη
στις 20 και 21 Οκτώβρη, στην οποία είχαν μιλήσει μια σειρά καθεστωτικοί «αντιεθνικιστές»
του απροσδιόριστου ακαδημαϊκού νεφελώματος του ΣΥΝ, όπως οι Ρήγος, Τσιτσελίκης,
Τρεμόπουλος, Χριστόπουλος, Μαργαρίτης, που καθαρίσανε «θεωρητικά» την αντιεθνικιστική
γραμμή και το «κάτω οι παρελάσεις». Επίσης είναι ο ΣΥΝ που μέσα στην ΟΛΜΕ έχει
βάλει εδώ και καιρό το ζήτημα των παρελάσεων και των εθνικών επετείων στα σχολεία,
αλλά το έχει αφήσει να σέρνεται σε ηγετικό επίπεδο.
Όμως όπως συμβαίνει συνήθως ο ΣΥΝ αναθέτει τη διοργάνωση, την επάνδρωση και
κυρίως τους πολιτικούς κινδύνους των «πρωτοπόρων διερευνητικών του» κινημάτων
σε υπεργολάβους του όπως είναι το Δίκτυο ή τελευταία για ακόμα πιο σκληρές και
σίγουρες αποστολές η Αντιεξουσιαστική Κίνηση (Α/Κ). Τη διαδήλωση κατά των παρελάσεων
την ανέλαβαν από κοινού η Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία και η Α/Κ αλλά αυτή η τελευταία
έδωσε τον τόνο και στα πανώ και στα συνθήματα και στον όγκο και πρέπει να ασχοληθούμε
ξεχωριστά μαζί της γιατί ο δικός της ρόλος θα είναι καίριος από δω και πέρα
στον «αντιεθνικισμό, αντιρατσισμό, και αντιφασισμό» σοσιαλφασιστικού τύπου.
Η Α/Κ έχει αναλάβει να οργανώσει σε ένα σοσιαλφασιστικό αντικαπιταλιστικό κίνημα
την μισοαναρχική μικροαστική μάζα που μένει διαρκώς ορφανή εξ αιτίας της έμφυτης
και δηλωμένης αδυναμίας του αναρχισμού να συγκροτήσει ένα οποιοδήποτε δικό του
πολιτικό κίνημα. Η Α/Κ είναι η πρώτη καθαρά αναρχοφασιστική οργάνωση. Αυτή,
με βασικό της στέλεχος έναν ανοιχτό φιλο17νοεμβρίτη πρώην κατηγορούμενο για
μέλος της «17Ν» (που σώθηκε από το τότε καθεστωτικό κίνημα συμπαράστασης με
επικεφαλής τον ΣΥΝ), τον Σκυφτούλη, γεννήθηκε μετά την απόσυρση της «17Ν» και
τη σύλληψη ορισμένων μελών της. Η «17Ν» δεν έπειθε για δεκαετίες τον αναρχισμό
καθώς αυτή του φαινόταν μιλιταριστική, εθνικιστική και κυρίως -και σωστά- ύποπτη
για εργαλείο του παρακράτους. Αυτό το τελευταίο όμως το διέκρινε ο αναρχισμός
μόνο για όσο διάστημα η «17Ν» έμενε, και επειδή έμενε, ασύλληπτη. Μόλις όμως
φάνηκε πως αυτή εξαρθρώθηκε, ο παρακρατικός της χαρακτήρας αμφισβητήθηκε στα
μάτια πολλών αναρχικών που δεν είχαν τα πολιτικά κριτήρια για να καταλάβουν
ότι η «17Ν» απλώς αποσύρθηκε. Δεν κατάλαβαν δηλαδή ότι αποσύρθηκε όταν δεν ήταν
τόσο απαραίτητη στο σοσιαλφασιστικό παρακράτος στο βαθμό που αυτό είχε ήδη γίνει
κράτος. Έτσι κάτω από την ηγεσία ενός στελέχους της, του Κουφοντίνα, που ανέλαβε
να παίξει το ρόλο του μάρτυρα και να διασώσει το κύρος όλου αυτού του φλύαρου
συρφετού των δολοφόνων, αυτών των λούμπεν υπαλλήλων που ξέρασαν τα πάντα και
κάρφωσαν τους πάντες χωρίς ιδιαίτερες πιέσεις, δημιουργήθηκε το πλατύ κόμμα
των φίλων της «17Ν». Η ένωση της «17Ν» με το πιο αντιδραστικό κομμάτι του αναρχισμού
έγινε μέσα από το κίνημα συμπαράστασης στους «πολιτικούς κρατούμενους». Η Α/Κ
είναι το πιο τυπικό απόσπασμα αυτού του κόμματος μέσα στον αναρχισμό, ένας μινώταυρος
με αναρχικό σώμα και κεφάλι κνίτη. Για να επιβάλει την πολιτική ηγεμονία μέσα
στον χώρο αυτό η Α/Κ δεν διστάζει από ότι φαίνεται να χρησιμοποιήσει και βία.
Ήδη έχουν εμφανιστεί κατηγορίες για αιματηρές επιθέσεις με ρόπαλα στη Θεσσ/νικη
μελών της Α/Κ ενάντια σε μια αναρχική συσπείρωση ονόματι Ναδίρ.
Η σχέση της Α/Κ με τον ΣΥΝ είναι σχέση κόμματος με μετωπική οργάνωση. Ήδη στη
φετινή πρωτομαγιά ο ΣΥΝ οργάνωσε πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση στη Ζώνη του Περάματος
στην οποία συμμετείχε δραστήρια σαν συνδιοργανωτής η Α/Κ. Αυτή η τελευταία προσπαθεί
με συγκεντρώσεις να αποκτήσει βάση στη Ζώνη σε συνεργασία με την ΑΣΕΚ, τη συνδικαλιστική
παράταξη του ΣΥΝ.
Η σοσιαλφασιστική ουσία της «αντιεθνικιστικής» πλατφόρμας της «Αντιεξουσιαστικής Κίνησης»
Στο «κίνημα της παρέλασης» στη Θεσ/νίκη η Α/Κ έδωσε τον βασικό τόνο με το ψευτοαναρχικό
πανώ και την ανάλογη συνθηματολογία. Και όχι μόνο στη Θεσσ/νίκη, αλλά και στην
Κομοτηνή, όπου μάλιστα ήταν ο μόνος διοργανωτής. Μια ανάλογη διαδήλωση με σχετικά
πιο καλή πλατφόρμα έγινε από αναρχικούς στα Χανιά.
Ας δούμε λοιπόν πιο προσεκτικά την κεντρική εκδήλωση των «αντιεθνικιστών» μας,
εκείνη της Θεσσ/νίκης.
Τα περισσότερα φωναχτά συνθήματά τους ήταν αντικαπιταλιστικά και αναρχικά στη
μορφή: «Σε Ελλάδα, Τουρκία, Αλβανία - Ο εχθρός είναι στις τράπεζες και στα
υπουργεία!», «Προσοχή, ανάπαυση και βηματισμός - Μέσα στην παρέλαση γεννιέται
ο φασισμός!», «Φαντάρος στο σχολειό! Φαντάρος στο στρατό! Φαντάρος κάθε μέρα
για τ' αφεντικό!». Όμως η βαθιά πλατφόρμα ήταν κνίτικη. Αυτήν μπορεί να
τη βρει κανείς στο ανυπόληπτο και αντιδημοκρατικό Ιντυμίντια, που είναι ωστόσο
έγκυρο σε ότι αφορά τις διακηρύξεις του χώρου αυτού. Πρόκειται για μια ανακοίνωση
της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης της Θεσσ/νίκης (Α/Κ Θεσσ/νίκης) που δημοσιεύτηκε
εκεί στις 28 Οκτώβρη μαζί με φωτογραφίες από την εκδήλωση που επίσης φιλοξενούνται
στην ιστοσελίδα της Α/Κ. Εκεί οι διοργανωτές γράφουν στο μόνο καθαρά πολιτικό
και συγκεκριμένο απόσπασμα μιας μακροσκελούς και αφηρημένης τοποθέτησης για
την καταστροφική σημασία των παρελάσεων γενικά τα εξής:
«Η σημαία και οι παρελάσεις είναι ο συμβολισμός και η πανηγυρική προβολή
των εγκλημάτων του έθνους-κράτους. Διότι αυτά που είδαμε τα τελευταία δεκαπέντε
χρόνια στη Γιουγκοσλαβία και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, με προεξέχουσα
την πρώην Σοβιετική Ένωση, επιβεβαίωσαν με τον πιο τραγικό τρόπο πως η θρησκεία
και το έθνος με τη δύναμη του κράτους, όταν σηκώνουν τα λάβαρά τους ετοιμάζονται
για ανθρωποθυσίες. Μαζί με το αναμάσημα των εθνικών ιδεολογιών μπήκε σε ημερήσια
διάταξη η επιστράτευση όλων των παλιών και ξεφτισμένων εθνικιστικών μύθων που
αφορούσαν στη συνέχιση και στην ομοιογένεια ή ακόμα και στην καθαρότητα του
έθνους, προκειμένου να διασφαλιστεί ένα κομμάτι γης, έστω μικρό κι αδύναμο,
πάνω στο οποίο θα στέριωνε όχι η περηφάνια αλλά ο αφέντης και ο δούλος, ο κυρίαρχος
και ο κυριαρχούμενος. Οι σημαίες ξανασηκώθηκαν και βγήκαν από τα μπαούλα προκειμένου
να συμβολίσουν για άλλη μια φορά την αιματοβαμμένη κοινωνική διαίρεση. Είναι
πολύ πρόσφατα αυτά τα εγκλήματα για να αγνοήσουμε το ρόλο και τη σημασία των
εθνικών ιδεολογιών πριν αυτές καταλήξουν σε γιορτές».
Νάτος ο καθαρόαιμος κνίτης που κρύβεται τελευταία όλο και πιο έντονα πίσω από
τον αναρχικό. Σύμφωνα με αυτόν οι «ανθρωποθυσίες» δεν άρχισαν στην πρώην ΕΣΣΔ
και στην πρώην Γιουγκοσλαβία επειδή η Ρωσία και η Σερβία αντίστοιχα αρνήθηκαν
και αρνούνται να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία των κρατών που αποτελούσαν αυτά
τα δύο ομοσπονδιακά κράτη και γι αυτό επεμβήκανε ωμά στα εσωτερικά τους ή και
κατέσφαξαν τους πολίτες τους. Σύμφωνα με αυτούς τους «αντιεξουσιαστές», οι «ανθρωποθυσίες»
άρχισαν τάχα επειδή αυτά τα κράτη επιχείρησαν να διασφαλίσουν «ένα κομμάτι γης,
έστω μικρό και αδύναμο», δηλαδή να εφαρμόσουν στην πράξη το δικαίωμα του αποχωρισμού
τους από μια εθελοντική ένωση κρατών την οποία δυνάστευε ένα κράτος – δυνάστης.
Ακόμα χειρότερα σύμφωνα με αυτούς είναι όταν οι εθνικές σημαίες αυτών των καταπιεσμένων
εθνών-κρατών ξανασηκώθηκαν και «βγήκαν από τα μπαούλα» που άρχισε η «αιματοβαμμένη
κοινωνική διαίρεση στην πρώην ΕΣΣΔ». Δηλαδή υπονοούν ότι η κόκκινη σημαία της
μπρεζνιεφικής ΕΣΣΔ ήταν μια σημαία που συμβόλιζε την απουσία κοινωνικών διαιρέσεων
και όχι τη μεγαλύτερη ταξική διαίρεση, δηλαδή τη φασιστική δικτατορία της κρατικομονοπωλιακής
αστικής τάξης νέου τύπου που βγήκε μέσα από την παλινόρθωση του καπιταλισμού
στην πρώτη σοσιαλιστική χώρα του κόσμου. Ώστε αυτού του είδους η «κόκκινη» σημαία
δεν μέτραγε για σημαία εθνική ενώ ήταν πρώτα από όλα σημαία του μεγαλορώσικου
σοβινισμού και σοσιαλιμπεριαλισμού, τόσο πολύ ώστε σήμερα αυτή να παραμένει
η σημαία και το σύμβολο του ρωσικού στρατού.
Να λοιπόν τι ενοχλεί τους «αντιεθνικιστές» μας της Θεσσαλονίκης στις εθνικές
γιορτές και τις παρελάσεις. Τους ενοχλούν τα «πρόσφατα αυτά εγκλήματα» που προκάλεσαν
όχι οι σοσιαλναζί της ΚαΓκεΜπε, αλλά οι «εθνικές ιδεολογίες» των καταπιεσμένων
λαών στην πάλη τους ενάντιά στους προηγούμενους. Αυτό εννοεί το κεντρικό τους
σύνθημα πάνω στο πανό που δέσποζε στη διαμαρτυρία τους: «Πίσω από τις παρελάσεις
κρύβονται τα εγκλήματα του έθνους – κράτους». Τους ενοχλεί το έθνος κράτος
που θέλει να είναι ανεξάρτητο από τον κάθε ιμπεριαλισμό και πιο συγκεκριμένα
από τον ρώσικο. Αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς γενικότερα μελετώντας την
πολιτική της πρακτόρικης οργάνωσης που υπερασπίζει πολιτικά η Α/Κ, της «17Ν»
(δες άρθρα του 2002 της ΟΑΚΚΕ), και την ίδια την κλασσική κνίτικη αντιαμερικάνικη,
αντικαπιταλιστική γραμμή της Α/Κ. Όμως στη συγκεκριμένη μάχη της σημαίας και
της παρέλασης είναι πολύ χαρακτηριστικά καταρχήν μια πονηρή φρασούλα, που εντελώς
αναπάντεχα εμφανίζεται μέσα στην ίδια πλατφόρμα και στη συνέχεια ένα πονηρό
σύνθημα. Η φρασούλα είναι: «Έτσι για παράδειγμα εφευρέθηκε ο εθνικός χαρακτήρας
του ’21, η «άσβεστη φλόγα της ελληνορθόδοξης παράδοσης», και το λάβαρο της αγίας
Λαύρας τη στιγμή που οι ανυπότακτοι κλέφτες γυρνούσαν τα βουνά αφορισμένοι ενώ
ο κλήρος πλούτιζε στα σπλάχνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας», ενώ το πονηρό
σύνθημα είναι: «Στις νάρκες του Έβρου - Στον πάτο του Αιγαίου - χτίζεται
η ασφάλεια του κάθε ευρωπαίου!».
Σε ότι αφορά την πονηρή φρασούλα. Μόνο όσοι διαβάζουν επίσημη κρατική ιστορία
δεν ξέρουν ότι οι «ανυπότακτοι κλέφτες» με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, ήταν
το πολεμικό και πολιτικό σώμα του ρώσικου κόμματος, δηλαδή το πιο πιστό εργαλείο
της τσαρικής πολιτικής στη διάρκεια του ’21 και γι’ αυτό ήρθαν σε σύγκρουση
όχι μόνο με την εμβρυακή αστική τάξη που εκφράστηκε από το αγγλικό κόμμα, αλλά
ακόμα και με τον ελληνορθόδοξο κλήρο που στο τέλος παρατάχθηκε με την υποτυπώδη
εθνική ζωή και συγκρούστηκε με τον τσαρισμό. Ασφαλώς το ’21 δεν ήταν μια εθνική
επανάσταση. Ήταν κυρίως μια καθοδηγημένη από τον τσαρισμό θρησκευτικοφυλετική
εξέγερση, αλλά όσο είχε μέσα της περιορισμένα και αυθόρμητα εθνικά στοιχεία,
αυτά βρισκόταν σε αντίθεση με τον τσαρισμό. Είναι αυτός που πραγματικά ποτέ
δεν ήθελε ένα εθνικό ’21 και μια εθνικά ανεξάρτητη Ελλάδα και γι αυτό δεν ήθελε
στη συνέχεια μια κρατική ορθόδοξη εκκλησία. Αν τώρα η Α/Κ καταγγέλλει σαν εφεύρεση
τον εθνικό χαρακτήρα του ’21 δεν είναι από τα αριστερά, όπως το κάνει η ΟΑΚΚΕ,
αλλά από τα δεξιά, από την πλευρά των κλεφτών και του τσάρου. Αν η Α/Κ καταγγέλλει
σήμερα τον αντεθνικό ρόλο της ορθόδοξης εκκλησίας είναι από την ίδια πλευρά
από την οποία το ρωσόδουλο κόμμα μάνα της Α/Κ, ο ΣΥΝ, διεξάγει εγχείρηση της
εθνοκρατικής ορθόδοξης εκκλησίας. Πρόκειται για την επανάληψη σε νέες συνθήκες
της πάλης που είχε δώσει το ρώσικο κόμμα το 1834 ενάντια στην ίδρυση της αυτοκέφαλης
ελληνικής εκκλησίας.
Την ίδια ανατολική και καθόλου αντιεθνικιστική πηγή έχει και το μοναδικό πολιτικό
σύνθημα που προβάλει η Α/Κ από όσα φώναξε στις 27 του Οκτώβρη. Πολιτικό με την
έννοια ότι δεν είναι αφηρημένο οπότε δεν είναι εντελώς ανώδυνο όπως είναι συνήθως
όλα τα σύγχρονα αναρχικά συνθήματα που απαιτούν μια αταξική κοινωνία σε ώρες
που δεν υπάρχει ούτε στοιχειωδώς επαναστατική κατάσταση. Είναι πολιτικό γιατί
είναι το μόνο που περιγράφει και καταγγέλλει συγκεκριμένο εχθρό. Ο εχθρός στο
σύνθημα: «Στις νάρκες του Έβρου - Στον πάτο του Αιγαίου - χτίζεται η ασφάλεια
του κάθε ευρωπαίου!» είναι η ΕΕ που είναι ο εχθρός του κάθε αληθινού κνίτη.
Δηλαδή πάλι με το ζόρι εφευρίσκεται ένας εχθρός από τους δήθεν αντιεθνικιστές,
που είναι η μόνη διακρατική μη εθνική και μάλιστα αντιεθνικιστική από τη φύση
της οντότητα στο σύγχρονο κόσμο. Όχι αντιεθνικιστική με την έννοια που είναι
«αντιεθνικιστική» η Ρωσία που θέλει την ανασύσταση της ΕΣΣΔ για να μπορεί μέσα
σε μια δήθεν πολυεθνική οντότητα να πνίξει με την απόλυτη βία όλα τα άλλα έθνη,
πλην του ενός και κυρίαρχου ρώσικου, αλλά αντιεθνικιστική με την έννοια της
όσο γίνεται πιο εθελοντικής και γι αυτό δημοκρατικής ένωσης κρατών μέσα στον
καπιταλισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι οι χώρες που αποσπώνται από την αναγκαστική
ενότητά τους με τη Ρωσία θέλουν διακαώς να προσχωρήσουν στην εθελοντική τους
ενότητα με την ΕΕ.
Επειδή η Ρωσία και οι ρωσόφιλοι σοσιαλφασίστες μέσα και έξω από την ΕΕ δεν μπορούν
να αμφισβητήσουν τον ευρωπαϊκό δημοκρατισμό και δεν μπορούν να κατηγορήσουν
την ΕΕ για φασιστική και εθνορατσιστική βία και μάλιστα για δολοφονική βία έχουν
εφεύρει ένα επιχείρημα με το οποίο προσπαθούν να κάνουν την ΕΕ μισητή στους
λαούς του τρίτου κόσμου και στους μετανάστες που κατοικούν εντός της. Ισχυρίζονται
λοιπόν ότι είναι η ΕΕ που δολοφονεί τους μετανάστες που προσπαθούν να μπουν
παράνομα μέσα της και πνίγονται σε θάλασσες ή σκοτώνονται σε ναρκοπέδια, γιατί
δεν επιτρέπει την ελεύθερη είσοδό τους στο ευρωπαϊκό έδαφος. Αυτή την Ευρώπη
που αρνείται να ανοίξει στους πάντες το έδαφός της οι ευρωπαίοι σοσιαλφασίστες
και πίσω τους οι φιλελεύθεροι και οι αναρχικοί την ονομάζουν «Ευρώπη Φρούριο»
και την κατηγορούν για ρατσισμό. Γιατί σε ρατσισμό αποδίδουν την άρνησή της
να δεχτεί και άλλους μετανάστες από τον τρίτο κόσμο ή από τις χώρες του νεοχιτλερικού
άξονα και σε ρατσισμό την αντίληψη ότι πρέπει να εμποδίζεται με αυστηρά αστυνομικά
μέτρα η πρόσβαση των ισλαμοφασιστών και άλλων φασιστών τρομοκρατών στις ευρωπαϊκές
δημοκρατικές χώρες.
Πρόκειται για όργιο δημαγωγίας και θράσους. Οι άνθρωποι που πνίγονται προσπαθώντας
να μπουν στην Ευρώπη δεν θεωρούν ότι η ΕΕ τους σκοτώνει. Πώς τους σκοτώνει η
ΕΕ αφού οι ίδιοι είναι πολιτικοί ή κοινωνικοί δραπέτες από χώρες που τις ρημάζει
η κάθε σοσιαλκρατική και κομπραδόρικη κλεπτοκρατία ή τις έχει ρίξει στον πόλεμο
και στην πιο σκληρή δικτατορία η κάθε είδους εσωτερική στο κράτος τους ή εξωτερική
ως προς αυτό σοσιαλφασιστική συμμορία; Από την άλλη δεν υπήρξε ποτέ προοδευτική
χώρα στον κόσμο, ούτε, ακόμα περισσότερο σοσιαλιστική που να έχει ανοίξει στους
πάντες τα σύνορά της. Δεν ήταν ρατσιστικά φρούρια ούτε η σοσιαλιστική ΕΣΣΔ ούτε
και η κόκκινη Κίνα. Άλλωστε από τότε που το σύγχρονο εθνικό ή πολυεθνικό κράτος
υποχρεώθηκε από την ταξική πίεση του προλεταριάτου να νομοθετήσει τους μίνιμουμ
εργατικούς μισθούς και συνθήκες δουλειάς και αφότου ανέλαβε να διαχειρίζεται
ένα τεράστιο μέρος από τα έξοδα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης με το λεγόμενο
κοινωνικό κράτος, δεν υπήρξε ούτε προοδευτική αστική τάξη, ούτε ακόμα περισσότερο
αληθινά ταξικό εργατικό κίνημα σε καμιά ανεπτυγμένη χώρα που να ζήτησε ανοιχτά
σύνορα για την ελεύθερη εγκατάσταση πληθυσμών από άλλες φτωχές χώρες. Γιατί
μόνο κρυφορατσιστές προβοκάτορες, όπως είναι οι σοσιαλφασίστες, ή σκληρά αφεντικά
σαν τους ιμπεριαλιστές φιλελεύθερους θέλουν να προστεθεί στον εφεδρικό στρατό
των ανέργων μιας χώρας με ψηλά μεροκάματα και καλές κρατικές κοινωνικές παροχές
ένας άπειρος εφεδρικός στρατός από όλους τους δραπέτες της πείνας του τρίτου
κόσμου ο οποίος θα τσακίσει το μεροκάματο και τις συνθήκες δουλειάς της παλιάς
εργατικής τάξης.
Στο βάθος ο καθένας θα συλλάμβανε το αντιδραστικό νόημα αυτής της «αριστερής»
δημαγωγίας αν αυτή δεν εμφανιζόταν σαν αντίβαρο στην αντίθετη δημαγωγία των
κλασσικών ακροδεξιών και των ανοιχτών ρατσιστών που μιλάνε για κλειστά σύνορα.
Αλλά εκείνο που επιδιώκουν με αυτή τη συνθηματολογία οι ακροδεξιοί και οι ανοιχτοί
ρατσιστές είναι να ενοχοποιούν τους μετανάστες ώστε να μην τους αναγνωρίζεται
ποτέ το δικαίωμα του πολίτη της δοσμένης χώρας. Γιατί η πρώτη λογική των ρατσιστών
είναι ότι δεν πρέπει να νοθευτεί τάχα η κουλτούρα ή το αίμα του κυρίαρχου έθνους.
Όμως οι μετανάστες υπόδουλοι δεν τους ενοχλούν. Αντίθετα τους θέλουν γιατί η
βαθύτερη λογική τους είναι η ταξικά ακίνδυνη και οικονομικά δίχως περιορισμούς
εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Το μόνο που θέλουν οι ρατσιστές από τους
μετανάστες είναι να μην έχουν πολιτικά οπότε και ουσιαστικά δικαιώματα, και
έτσι και να πουλάνε πιο φτηνά την εργατική τους δύναμη και να είναι μισητοί
από το υπόλοιπο προλεταριάτο και ποτέ να μην υπάρξει ενιαίο, οπότε και επικίνδυνο
εργατικό και δημοκρατικό κίνημα. Για τους δημοκράτες αντίθετα η μετανάστευση
μπορεί να είναι ελεύθερη αρκεί να μη χτυπιέται και μόνο με τον όρο να μη χτυπιέται
η εργατική ενότητα στο εσωτερικό της χώρας, όσο δηλαδή θα μπορούν να ισχύουν
και να περιφρουρούνται οι αρχές: ίση εργασία για ίση δουλειά, όχι στη μαύρη
εργασία, πολιτικά δικαιώματα των μεταναστών και πρώτα από όλα δικαίωμα στη μόνιμη
παραμονή. Τα ανοιχτά σύνορα που σημαίνουν ελεύθερο παράνομο δουλεμπόριο είναι
η γραμμή των κρυφορατσιστών που έχουν λανσάρει τη θεωρία ότι οι «μετανάστες
κάνουν δουλειές που δεν κάνουν οι ντόπιοι». Πρόκειται για θεωρία κυρίως της
φιλελεύθερης αστικής τάξης, αλλά και των σοσιαλφασιστών που με αυτόν τον τρόπο
θέλουν να δικαιολογήσουν την πολιτική «των ανοιχτών συνόρων» και του σπασμένου
μεροκάματου. Πραγματικά τι υποκρισία πίσω από το φαινομενικά ουμανιστικό σύνθημα
«δεν υπάρχουν λαθραίοι άνθρωποι», βασικό σύνθημα της Α/Κ. Λαθραίοι άνθρωποι
δεν υπάρχουν αλλά υπάρχουν λαθραία εμπορεύματα και ένα από αυτά είναι η φτηνή
εργατική δύναμη, μόλις λιγότερο επικίνδυνη για το προλεταριάτο από τον λαθραίο
μαρξισμό. Γιατί κανείς άλλος από όσο ο Μαρξ δεν έχει επιμείνει στο ότι ο οικονομικός
ανταγωνισμός ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες, που κατεβάζει ασταμάτητα τον εργατικό
μισθό δεν είναι λιγότερο ανελέητος από τον οικονομικό ανταγωνισμό ανάμεσα στους
προλετάριους. Τόσο ανελέητος που η Α΄ Διεθνής στήθηκε από το Μαρξ πάνω σε ένα
άμεσο πολιτικό αίτημα: να εμποδιστεί η είσοδος στην Αγγλία των γάλλων, βέλγων
και άλλων εργατών της ηπειρωτικής Ευρώπης, που η αγγλική αστική τάξη ήθελε να
εισάγει για να χρησιμοποιήσει για το σπάσιμο του κινήματος για αυξήσεις των
άγγλων κλωστοϋφαντουργών. Η λαθραία εισαγωγή διαρκώς φτηνότερης εργατικής δύναμης
σε κάθε νομοθετικά προστατευμένη αγορά εργασίας είναι η πιο ωμή από όλες τις
μεθόδους με τις οποίες η παγκόσμια αστική τάξη οξύνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα
στους εργάτες. Αυτός είναι ο λόγος που την προστασία του μίνιμουμ μισθού που
υπάρχει σήμερα στα πλαίσια του πολυεθνικού ή εθνικού κράτους δεν τη θέλουν ούτε
οι φασίστες σοσιαλιμπεριαλιστές, ούτε οι φιλελεύθεροι του ιμπεριαλισμού. Αυτού
του είδους η κατάργηση του εθνικού κράτους είναι η από τα δεξιά του κατάργηση
στα ταξικά ζητήματα, όπως η υποταγή του στο σοσιαλιμπεριαλισμό είναι η κατάργησή
του από τα δεξιά στο ζήτημα της πολιτικής ανεξαρτησίας. Αυτό είναι το νόημα
του «αντιεθνικισμού» τύπου ΣΥΝ και τελικά τύπου Δίκτυου και Αντιεξουσιαστικής
Κίνησης.
Διεθνισμός και όχι αντιεθνικισμός. Η στάση των διεθνιστών απέναντι στον ιμπεριαλισμό
Η ΟΑΚΚΕ έχει πάντα πολεμήσει αυτού του είδους τον «αντιεθνικισμό». Μάλιστα
όλο και λιγότερο χρησιμοποιούμε τον όρο αντιεθνικισμός και προτιμούμε τον παλιό
δοκιμασμένο όρο διεθνισμός. Γιατί ο διεθνισμός υποτάσσει την πάλη ενάντια στον
εθνικισμό στην παγκόσμια ταξική πάλη, δηλαδή στην αντιιμπεριαλιστική πάλη. Διακρίνει
δηλαδή αν σε κάθε εκδήλωση εθνικισμού έχουμε να κάνουμε με εθνικισμό καταπιεσμένου
ή εθνικισμό καταπιεστικού έθνους. Οι διεθνιστές είναι σε τελική ανάλυση ενάντια
σε κάθε εθνικισμό οπότε και στον εθνικισμό του καταπιεσμένου έθνους, όμως μόνο
σε τελική ανάλυση. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι τελικά θέλουν και από σήμερα
προπαγανδίζουν την κατάργηση του εθνικού κράτους και την ενσωμάτωσή του μέσα
στην παγκόσμια εθελοντική και δίχως σύνορα ενότητα όλων των κρατών, ότι τελικά
θέλουν και από σήμερα προπαγανδίζουν την κατάργηση κάθε εθνικής αποκλειστικότητας
δηλαδή του πνεύματος ότι το συμφέρον του δικού μας έθνους προηγείται από το
συνολικό συμφέρον όλων των εθνών και όλης της ανθρωπότητας. Αλλά αυτή η κατάργηση
των συνόρων, των πατρίδων, και της εθνικής αποκλειστικότητας που θα οδηγήσει
στη συγχώνευση όλων των εθνών μέσα σε μια πανανθρώπινη ενότητα και σε έναν πανανθρώπινο
πολιτισμό, μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την κατάργηση των ίδιων των κρατών,
που σημαίνει μέσα από την κατάργηση των τάξεων και των ταξικών αντιθέσεων. Αλλά
όσο αυτές οι αντιθέσεις θα υπάρχουν και μάλιστα όσο θα οξύνονται επειδή υπάρχει
ιμπεριαλισμός, θα πρέπει να υποστηρίζουμε άμεσα και δίχως επιφυλάξεις την αντίσταση
του καταπιεσμένου έθνους και του καταπιεσμένου κράτους στον ιμπεριαλισμό και
μάλιστα ακόμα περισσότερο στον ιμπεριαλισμό χιτλερικού τύπου, τον ιμπεριαλισμό
που θέλει τη βίαιη προσάρτηση του κάθε κράτους, και την υποδούλωση του κάθε
έθνους στη μια και μοναδική μονοπωλιακή αστική τάξη ενός κράτους. Αυτή η προσάρτηση
και αυτή η υποδούλωση είναι στο βάθος τόσο αντίθετες στην ίδια την έννοια του
έθνους, που αναγκαστικά στηρίζονται σε επιχειρήματα φυσικής υπεροχής για να
αρνηθούν το έθνος, δηλαδή σε ρατσιστικά επιχειρήματα. Γι αυτό στην τελική του
εξέλιξη και ο ίδιος ο χιλερικός ιμπεριαλισμός καταργούσε και τον δικό του γερμανικό
εθνικισμό. Η εθνικιστική προπαγάνδα του ναζιστικού κόμματος ήταν καθαρή δημαγωγία
για να αποσπάσει την κρατική εξουσία της Γερμανίας και γι αυτό σταδιακά αντικαταστάθηκε
από την προπαγάνδα της φυλετικής άρειας κυριαρχίας που ξεπερνούσε τη Γερμανία
και έτεμνε φυλετικά όλα τα έθνη και κράτη. Αυτός είναι ο «αντιεθνικισμός» της
άρειας φυλής και της άρειας Ενωμένης Ευρώπης. Σήμερα βλέπουμε και τους νεοτσαρικούς
σοσιαλιμπεριαλιστές να προπαγανδίζουν τη δικιά τους Ενωμένη Ευρώπη από τα Ουράλια
ως τον Ατλαντικό. Ασφαλώς δεν τολμάνε ακόμα να μιλήσουν ανοιχτά για μια Ευρώπη
κάτω από ρώσικη κυριαρχία αλλά αυτό εννοούν. Δεν μιλάνε ακόμα τη ρατσιστική
φυλετική γλώσσα, αν και η σλαβοφιλία έχει αυτή την πλευρά, αλλά τη μιλάνε αρνητικά
με την έννοια του γενικευμένου πλέον και χιτλερικού τύπου αντισημιτισμού. Πίσω
από την υποτιθέμενη φυσικά απόλυτα κατώτατη εβραϊκή φυλή και ενάντια σε αυτή
θα γεννηθεί αργά η γρήγορα το θετικό αντίβαρό της η ανώτερη φυλή που θα διεκδικήσει
παγκόσμια ηγεμονία.
Να λοιπόν γιατί πρέπει κάθε διεθνιστής να είναι εξαιρετικά καχύποπτος απέναντι
στον σημερινό αντιεθνικισμό. Υπάρχει σήμερα πια παγιωμένος ένας παγκόσμιος σοσιαλφασιστικός
«αντιεθνικισμός» που εμφανίζεται με φουλ ταξικά και αντιρατσιστικά συνθήματα
αλλά προδίνει τη σοσιαλιμπεριαλιστική διάθεσή του από τον δαιμονολογικό αντιαμερικανισμό
του και τον μικροαστικού τύπου αντικαπιταλισμό του που τον μοιράζεται με τους
αντισημίτες.
Αυτού του τύπου είναι ο αντιεθνικισμός του ΣΥΝ και της ψευτοαναρχικής ουράς
του. Όταν μιλάνε για αντιαμερικανισμό μιλάνε όπως οι χιτλερικοί μιλούσαν αντιαγγλικά
για να σύρουν πίσω τους τις αποικίες και τους υπόλοιπους ιμπεριαλιστές. Όταν
μιλάνε για αντικαπιταλισμό είναι για να επιβάλλουν τη δικτατορία του κρατικοφασιστικού
μονοπώλιου πάνω στο σχετικά ελεύθερο ανταγωνισμό των μονοπωλίων και το δυτικού
τύπου δημοκρατισμό που του αντιστοιχεί πολιτικά. Όταν μιλάνε ενάντια στο ρατσισμό
των πρώην αποικιοκρατών είναι για να συγκροτήσουν με τους νέο-ρατσιστές κρατικοκλεπτοκράτες
του τρίτου κόσμου, αφρικανούς, κινέζους, λατινοαμερικάνους, κάτω από την ηγεσία
των σοσιαλιμπεριαλιστών ένα παγκόσμιο μέτωπο εκδίκησης και λεηλασίας ενάντια
αποκλειστικά στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες. Όταν καταφέρονται ενάντια
στο σιωνισμό είναι για να καλύψουν κάτω από αυτόν τον αναπόφευκτο αλλά επαίσχυντο
πλέον χιτλερικού τύπου αντισημιτισμό τους. Όταν μιλάνε υπέρ των μεταναστών είναι
για να συντρίψουν κάθε κατάκτηση της εργατικής τάξης στις χώρες του αστικού
μισοδημοκρατισμού, για να δυναμώσουν το εθνοτικό ρήγμα στους κόλπους της και
τελικά να την ανατινάξουν σαν τάξη και να τη ρίξουν στον ρατσισμό, το φασισμό
και τον πόλεμο.
Σε αυτό το πνεύμα της αντιστροφής μπορεί να κατανοήσει κανείς τι εννοούν οι
«αντιεθνικιστές» αυτού του είδους όταν ηγούνται του αγώνα ενάντια στην αναγραφή
του θρησκεύματος στις ταυτότητες ή τώρα του αγώνα ενάντια στις παρελάσεις και
στις σημαίες.
Με τις ταυτότητες ο ΣΥΝ, και οι Παπανδρέου-Σημίτης εμφανίστηκαν κάτω από το
δημοκρατικό σύνθημα του χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος, για να εκκαθαρίσουν
την ορθόδοξη εκκλησία από τους εθνικιστές και τελικά να την ελέγξουν αυτοί σα
φίλοι της ρώσικης ορθοδοξίας. Αυτή την εκκαθάριση δεν θα μπορούσαν να την πετύχουν
όσο η εκκλησία είχε ισχυρές θέσεις μέσα στο κράτος και αντίστροφα μέσω του κράτους
οι εθνικιστές στην εκκλησία. Άρα μόνο με την απώλεια των κρατικών ερεισμάτων
της θα μπορούσε η εκκλησία να εκκαθαριστεί. Η μη αναγραφή του θρησκεύματος σηματοδοτούσε
αυτή την απώλεια κρατικού κύρους άρα και πολιτικής κρατικής ισχύος της εκκλησίας
γενικά. Μόνο μετά από αυτή τη φάση θα μπορούσε να επακολουθήσει και η επόμενη
φάση της ανοιχτής εκκλησιαστικής κάθαρσης μέσω σκανδάλων, που οδήγησε στην εκκαθάριση
ορισμένων εθνικιστών παπάδων και κυρίως το αδυνάτισμα της θέσης άλλων, ιδιαίτερα
εκείνων της ομάδας της Χρυσοπηγής. Αν αυτή η εκκαθάριση ολοκληρωθεί, και αυτό
θέλει πολύ χρόνο, και αν μέσω αυτής οι ρωσόφιλοι αποκτήσουν ηγεμονική θέση στην
εκκλησία, τότε η εκκλησία θα έχει δικαίωμα να αποκτήσει πάλι πραγματική κρατική,
δηλαδή πολιτική ισχύ. Αυτός είναι ο λόγος που η αντιεκκλησιαστική εκστρατεία
των «αντιεθνικιστών» πρέπει να είναι τόσο περιορισμένη δηλαδή να μην είναι ούτε
αντιθρησκευτική, ούτε και γνήσια αντικληρικαλιστική. Γι’ αυτό δεν υπήρξε σε
κανένα σημείο της οποιαδήποτε κριτική στο θρησκευτικό ορθόδοξο σκοταδισμό και
καμιά προπαγάνδα υπέρ του αθεϊσμού που συνοδεύει συνήθως τις πραγματικές αντικληρικαλιστικές
εκστρατείες. Από την άλλη σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας αυτής το «αντιεθνικιστικό»
μπλοκ με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο συνέχιζε να κάνει εκκλησιαστική διπλωματία,
είτε με τον Γ. Παπανδρέου που στην κορύφωση της μάχης των ταυτοτήτων έστελνε
τον Χριστόδουλο σαν πρεσβευτή της ορθόδοξης διπλωματίας στα Βαλκάνια, είτε τελευταία
επεμβαίνοντας με τον Αλαβάνο ωμά και δραστήρια στο ζήτημα του Πατριαρχείου των
Ιεροσολύμων κατά του Ειρηναίου και υπέρ της Μόσχας. Πως άλλωστε μπορεί να ξεχάσει
κανείς τη συμμετοχή του άλλου «αντιεθνικιστή», του Κύρκου, επικεφαλής του ΣΥΝ
στα εθνικιστικά συλλαλητήρια που διοργάνωνε η εκκλησία ή τη συμμαχία όλων τότε
των αντιεθνικιστών αυτού του είδους με την εκκλησία στον κοινό εθνικό αγώνα
ενάντια στο δυτικό εμπάργκο και τις επεμβάσεις κατά της φίλης Σερβίας; Μήπως
από τότε άλλαξε ο ΣΥΝ; Όχι δεν άλλαξε. Άλλαξαν οι περιστάσεις.
Για 30 ολόκληρα χρόνια, από το 1964 ως το 1996 οι ρωσόδουλοι χρειάζονταν την
ανοικτή συμμαχία με τους εθνοσοβινιστές ενάντια στη Δύση για την επέμβαση ενάντια
στη Δημ. της Μακεδονίας, για την επέμβαση υπέρ του σέρβικου φασισμού και πάνω
απ’ όλα για την θεμελιακή γι αυτούς όξυνση στα ελληνοτουρκικά. Χάρη σε αυτή
την όξυνση οι ρωσόδουλοι σε συμμαχία με τους εθνοσοβινιστές έσυραν την Ελλάδα
σε ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση με τις ΗΠΑ και τελικά σε στρατηγική εναρμόνιση
με τη διεθνή ρώσικη πολιτική. Κυρίως όμως με αυτή την «εθνική στρατηγική» που
τόσο λεπτά καθοδήγησε ο πράκτορας Α. Παπανδρέου άλωσαν οι ρωσόφιλοι την πολιτική
ηγεσία και των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων, απόσπασαν μεγάλες θέσεις μέσα στην
κρατική γραφειοκρατία και έκαναν πολιτικούς ρυθμιστές της πολιτικής ζωής τα
δυο πιο μικρά κόμματα, το ψευτοΚΚΕ και τον ΣΥΝ. Τώρα όλοι αυτοί έχουν προχωρήσει
τόσο πολύ τις θέσεις τους στο κράτος, και έχουν -με εξαίρεση το μακεδονικό-
τόσο πολύ βοηθήσει στην προώθηση των ρώσικων θέσεων στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα
στην Τουρκία με τον Ερντογάν και από την άλλη τόσο πολύ έχει προχωρήσει ο ρώσικος
εισοδισμός μέσα στις ευρωπαϊκές καγκελαρίες, που σήμερα ήρθε στην ημερήσια διάταξη
η εποχή της εκκαθάρισης στο εσωτερικό του εθνικού κράτους των εθνικιστών που
αντιστέκονται στο νεοτσαρισμό. Στη πραγματικότητα ποτέ δεν έπαψε η εκκαθάριση
των εθνικιστών. Η περίφημη κάθαρση των αυτοδυναμικών του ΠΑΣΟΚ ήταν κυρίως πολιτική
εκκαθάριση των εθνοσοβινιστών τύπου Κουτσόγιωργα, Τσοβόλα, Τόμπρα. Όμως εκείνες
οι εκκαθαρίσεις δεν έγιναν καθόλου με τη χρήση, ούτε καν έμμεσα της αντιεθνικιστικής
πλατφόρμας. Αυτό που δεν μπορούν να καταλάβουν πολλοί έντιμοι αντιεθνικιστές
είναι ότι ακόμα και ο εξαιρετικά άθλιος ελληνικός εθνικισμός μπορεί να είναι
ο κανίβαλος της μικρασιατικής εκστρατείας στα 1920 στο πλευρό του αγγλικού ιμπεριαλισμού
ενάντια σε ένα εθνικό κίνημα, ή ο προβοκάτορας της κυπριακής εθνοκάθαρσης στα
1960-70 και της επέμβασης του ’74 όπου αθέλητα υπηρέτησε τους στόχους του ρώσικου
ιμπεριαλισμού, ή ο τραμπούκος της Μακεδονίας και της Βοσνίας στα ’90, ακόμα
πιο συνειδητός σύμμαχος του ίδιου ιμπεριαλισμού, αλλά μπορεί να είναι και αντιχιτλερικός
αντιιμπεριαλιστής το ’40 ακόμα ή ακόμα και δειλά αντιαμερικανός αντιιμπεριαλιστής
στα 1974. Ακόμα και τώρα, ακόμα και σε κάθε στιγμή, αυτή η διπλή φύση καταπιεστή
και καταπιεζόμενου χαρακτηρίζει τον εθνικισμό μιας χώρας τραμπούκου και θύματος
σαν την Ελλάδα, μιας χώρας υπο-ιμπεριαλιστικής. Αυτός είναι ο λόγος για τον
οποίο οι ρωσόδουλοι τη μια συμμαχούν και την άλλη είναι σε σύγκρουση με τους
εθνικιστές. Δεν υπάρχει από αυτή την άποψη πιο παραστατική εικόνα από εκείνη
της Κροατίας που την ώρα που προσπαθούσε να διώξει τη Σερβία που της είχε αρπάξει
ένα πλευρό στην Κράινα οπότε ήταν σε αντικειμενική σύγκρουση με το ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό,
άρπαζε η ίδια ένα κομμάτι κρέας, την Ερζεγοβίνη από τη μαρτυρική Βοσνία σε συμμαχία
και μάλιστα συνειδητή αυτή τη φορά με το σοσιαλιμπεριλισμό. Αν αυτή τη διπλή
σχέση του εθνικισμού με τον ιμπεριαλισμό ο διεθνιστής δεν την κατανοήσει τότε
γίνεται ένας δογματικός αντιεθνικιστής που όντας πάντα ενάντιος σε κάθε αίτημα
του εθνικισμού του δικού του έθνους θα είναι προοδευτικός αντιιμπεριαλιστής
τη μια στιγμή και σύμμαχος του ιμπεριαλισμού και του αντίπαλου καταπιεστικού
εθνικισμού την άλλη. Αυτό το εκμεταλλεύεται πάρα πολύ καλά ο ΣΥΝ που ξέρει πως
όποτε σαλπίσει το αντιεθνικιστικό του προσκλητήριο, αμέσως θα παραταχθούν δίπλα
του οι περισσότεροι φιλελεύθεροι και οι αναρχικοί αντιεθνικιστές που θα ξεχάσουν
όλες τις προηγούμενες και τωρινές αμαρτωλές συμμαχίες αυτού του τρομερού χαμαιλέοντα
με τους εθνικιστές. Και τότε σαν στερημένοι και αδύναμοι, διψώντας για λίγη
πολιτική δημοκρατία και δικαιοσύνη και για να ανακουφιστούν προσωρινά θα πάρουν
τη δηλητηριώδη δόση ιμπεριαλιστικού αντιεθνικισμού από τον μοναδικό αποτελεσματικό
προμηθευτή της, τον ΣΥΝ.
Ο στόχος του κινήματος ενάντια στις παρελάσεις: η είσοδος του σοσιαλφασισμού στο στρατό
Αυτό έγινε ήδη με τις ταυτότητες.
Αυτό είναι πολύ πιθανό να γίνει και με τις παρελάσεις. Στις παρελάσεις ο στόχος
ακόμα δεν φαίνεται καθαρά αλλά όλα δείχνουν ότι αυτή τη φορά πρόκειται για το
πιο μεγάλο λάφυρο, το στρατό. Πρόκειται δηλαδή για το κέντρο του εθνικισμού,
το κέντρο της κρατικής βίας, και σαν τέτοιο για το κέντρο της κρατικής εξουσίας.
Η δουλειά είναι πολύ λεπτή και γι αυτό το λόγο ο ίδιος ο ΣΥΝ αποφεύγει να βγει
μπροστά και δοκιμάζει τις αντιδράσεις των εθνοσοβινιστών με τα «ριζοσπαστικά»
του εργαλεία τύπου Α/Κ και «Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας». Από αυτά τα εργαλεία
άλλωστε μαθαίνουμε ότι το πρόβλημα είναι οι στρατιωτικές παρελάσεις γενικά και
όχι απλά οι μαθητικές. Ο ΣΥΝ βάζει τη μαζικότερη ΟΛΜΕ μπροστά για να ζυμώνει
μόνο ενάντια στις μαθητικές παρελάσεις και τις σχολικές γιορτές, αλλά στα προωθήμενα
αποσπάσματα του αναθέτει το ρίξιμο των προωθημένων συνθημάτων ενάντια στις παρελάσεις
γενικά, δηλαδή ενάντια στις στρατιωτικές που είναι οι μόνες που τον ενδιαφέρουν
πραγματικά.
Ότι έχει έρθει η στιγμή οι ρωσόδουλοι να πραγματοποιήσουν μια πιο μαζική επέμβασή
τους στα στρατιωτικά ζητήματα και βασικά να ξεκινήσουν από τα μέσα την εκστρατεία
για την εκκαθάρισή του στρατού αποδεικνύεται από το ότι την ίδια στιγμή που
κάνει τη διαδήλωσή του ο ΣΥΝ ενάντια στις παρελάσεις έχει βγει η τρομαχτικής
πολιτικής σημασίας απόφαση του Πρωτοδικείου Αθήνας που επιτρέπει τη δημιουργία
συνδικαλιστικού σωματείου αξιωματικών και των τριών όπλων, με τίτλο Πανελλήνια
Ένωση Αξιωματικών. Το σωματείο που συναντάει ακόμα την αδύναμη αντίδραση της
στρατιωτικής ηγεσίας και του υπουργού άμυνας έχει από την πρώτη στιγμή που η
υπόθεση έρχεται στο Πρωτοδικείο, το Φλεβάρη του 2005 την ανοιχτή και ολόθερμη
στήριξη του ΣΥΝ και του ψευτοΚΚΕ που μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς αφού την
υπόθεση του σωματείου έχει αναλάβει ο δικηγόρος του κνίτικου συνδικαλισμού Μητρόπουλος.
Όμως την ίδια στιγμή έχει και την πιο μετρημένη στήριξη του ΠΑΣΟΚ, και των ρωσόδουλων
(Μαντούβαλος) και των λαϊκιστών της ΝΔ -υφυπουργός άμυνας Μιχαλολιάκος- (Ελευθεροτυπία,
27 Φλεβάρη). Ασφαλώς πρόκειται για μια στρατηγική απόφαση του διακομματικού
συντονιστικού. Γιατί πως αλλιώς ένα απλό Πρωτοδικείο θα αναλάμβανε μόνο του
να πάρει μια τέτοια ιστορική απόφαση.
Ασφαλώς η μορφή του συνδικαλισμού που παίρνει η είσοδος των σοσιαλφασιστών στο
στρατό είναι δημοκρατική, και όχι μόνο δημοκρατική αλλά σε όλη την επιχειρηματολογία
της στηρίζεται στην ευρωπαϊκή πρακτική και νομοθεσία (Ελευθεροτυπία,
20 Φλεβάρη). Μάλιστα ο Ριζοσπάστης δεν διστάζει να στηρίζεται και στην
αμερικανική συνδικαλιστική πρακτική στο στρατό (Ριζοσπάστης, 22 Φλεβάρη).
Όλα θυσιάζονται στον ιερό στόχο της άλωση του κράτους.
Είναι όμως γνωστό ότι η δημοκρατική φόρμα μπορεί κάλλιστα να υπηρετεί ένα αντιδραστικό
περιεχόμενο, όπως γίνεται και με τα υπόλοιπα τέτοιου είδους αιτήματα του σοσιαλφασισμού.
Γιατί και οι μαθητικές παρελάσεις είναι καλό να καταργηθούν και οι στρατιωτικές
και οι ταυτότητες να μην αναγράφουν το θρήσκευμα και να υπάρχει ειρήνη με την
Τουρκία. Το ζήτημα είναι σε πιο ευρύτερο πλαίσιο χρησιμοποιούνται αυτά τα αιτήματα
και από ποιες δυνάμεις. Ο συνδικαλισμός στο στρατό θα μπορεί να είναι γενικά
καλό πράγμα σε μια δημοκρατική χώρα, όπως και ο συνδικαλισμός στην αστυνομία,
όπως είναι γενικότερα θετικός ο συνδικαλισμός της κρατικής υπαλληλίας. Αλλά,
όταν σε μια χώρα η κορυφή της πολιτικής εξουσίας είναι στα χέρια του σοσιαλφασισμού,
τότε και ο συνδικαλισμός της κρατικής υπαλληλίας είναι σε σημαντικό βαθμό στα
χέρια του σοσιαλφασισμού και τότε μια ισχυρή πλευρά της κρατικής γραφειοκρατίας
και από κει της κρατικής εξουσίας περνάει στα χέρια του σοσιαλφασισμού. Αυτός
είναι ο λόγος για τον οποίο το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ ρίχνουν το βάρος τους στον
υπαλληλικό συνδικαλισμό μέσα στο κράτος και έχουν επιτυχίες σε αυτόν και όχι
στον εργατικό συνδικαλισμό έξω από το κράτος. Σήμερα στην ουσία δεν υπάρχουν
πλέον εργατικά συνδικάτα αλλά μόνο υπαλληλικά συνδικάτα στο κυρίως Δημόσιο,
στις ΔΕΚΟ και στους Δήμους. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση άσκησης πολιτικής
εξουσίας μέσο των συνδικάτων είναι στην κρατική παιδεία όπου με τον έλεγχο του
στην ΟΛΜΕ, στη ΔΟΕ και στις πανεπιστημιακές ΔΕΠ, ο σοσιαλφασισμός ελέγχει την
γενική κατεύθυνση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Μπορεί κανείς να προβάλει εδώ
την ένσταση ότι αφού η ίδια η κρατική υπαλληλική μάζα έδωσε την εξουσία στο
σοσιαλφασισμό, αυτός της αξίζει. Μα δεν την αξίζει γιατί αυτός ο συνδικαλισμός
δεν είναι δημοκρατικός στο περιεχόμενό του. Πρόκειται για πραξικοπηματική δικτατορία
μιας διακομματικής συμμορίας επαγγελματιών συνδικαλιστών-παρασίτων που τσακίζουν
συστηματικά κάθε δημοκρατική έκφραση γνώμης στις διακοσμητικές πλέον συνελεύσεις,
ενώ στους περισσότερους υπαλληλικούς κλάδους έχουν απλά καταργήσει τις συνελεύσεις.
Αυτός ο έλεγχος από το σοσιαλφασισμό ήδη εκδηλώνεται σημαντικά και στην περίπτωση
της ένοπλης υπαλληλίας, δηλαδή των αστυνομικών. Και αυτός ο συνδικαλισμός στήθηκε
με πρωτοβουλία του ΣΥΝ. Ο Κουβέλης έφτιαξε το καταστατικό του στα 1988 πάνω
στην κορύφωση της κάθαρσης των αυτοδυναμικών του ΠΑΣΟΚ. Είναι εκείνη τη περίοδο
που ο σοσιαλφασισμός χτυπούσε ανελέητα τον αστυνομικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ του
Κουτσόγιωργα και του Αρκουδέα με τις βόμβες της «17Ν» στα ΜΑΤ από τη μια και
με εμπρησμούς και σπασίματα μεγάλης κλίμακας στο κέντρο της Αθήνας με τους κουκουλοφόρους
από την άλλη. Σήμερα που η αστυνομία είναι όλο και πιο βάναυση και πιο ρατσιστική
δεν υπάρχει πια καμιά «λαϊκή» βία ενάντιά της. Είναι φυσικό. Τώρα χάρη στο συνδικαλισμό
η αστυνομική φράξια του σοσιαλφασισμού είναι τόσο ισχυρή ώστε η συνδικαλιστική
ηγεσία των αστυνομικών υπαλλήλων να τοποθετείται υπέρ των κινημάτων του σοσιαλφασισμού
(πχ κνίτικοι αγροτικοί αποκλεισμοί δρόμων), και να έχει επικεφαλής της τον Σκυλλάκο
του ψευτοΚΚΕ στη μεγάλη διαδήλωση-μπούκα των αστυνομικών στο υπουργείο οικονομικών.
Αυτή είναι η χαρακτηριστική στιγμή όπου ο μπάτσος γίνεται κνίτης και σαν τέτοιος
αντιμετωπίζει τα ΜΑΤ για μια τελευταία περίοδο πριν και αυτά γίνουν επίσης κνίτικα.
Ήδη άλλωστε οι κνίτες έχουν γίνει μπάτσοι και σαν επιδόρπιο παραδίνουν στα ΜΑΤ
τους αναρχικούς, αφού για χρόνια τους χρησιμοποίησαν στις εκκαθαρίσεις τους
και τους έκαναν έτσι αντιπαθείς στο λαό.
Τι σημαίνει μια σοσιαλφασιστική φράξια στο στρατό. Το καταστατικό του σωματείου
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς
τι μπορεί να σημαίνει επίσημη φράξια του σοσιαλφασισμού στο στρατό. Μπορεί να
φανταστεί κανείς με πόση δύναμη και πόση διακομματική στήριξη κορυφής αυτή θα
προχωρήσει στον έλεγχο ζωτικών τμημάτων του στρατιωτικού μηχανισμού. Ήδη στο
καταστατικό της Πανελλήνιας Ένωσης Αξιωματικών (κατά το πρότυπο της Πανελλήνιας
Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων) παρουσιάζονται εκτός από τα οικονομικά αιτήματα
και αιτήματα του τύπου: «ζητήματα προαγωγών, τοποθετήσεων και μεταθέσεων»
ενώ στους σκοπούς αναγράφεται η «βελτίωση της θέσης των αξιωματικών, η προάσπιση
της προσωπικής ελευθερίας, της ελευθερίας της σκέψης, της αξιοκρατίας, της ελεύθερης
διακίνησης των ιδεών και των δημοκρατικών ελευθεριών, η ανάδειξη του σύγχρονου
ρόλου των αξιωματικών ως παράγοντα εγγύησης της εθνικής ανεξαρτησίας και εμπέδωσης
του δημοκρατικού πολιτεύματος». Στο τμήμα του καταστατικού που αφορά τα
μέσα για την επίτευξη αυτών των σκοπών καταγράφεται «η μέριμνα για τη βελτίωση
του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία των Ε.Δ., η παροχή νομικής
ή άλλης βοήθειας στα μέλη για την αντιμετώπιση υπηρεσιακών προβλημάτων, η συμμετοχή
σε συμβούλια ή επιτροπές στα οποία συζητούνται θέματα που έχουν σχέση με τους
αξιωματικούς των Ε.Δ» (Τα αποσπάσματα από την Ελευθεροτυπία, της 20 και
της 27 Φλεβάρη. Οι υπογραμμίσεις με μαύρα δικές μας).
Όσοι είναι έστω και ελάχιστα εξοικειωμένοι με τον υπαλληλικό συνδικαλισμό ξέρουν
τι σημαίνει συμμετοχή συνδικαλιστών σε «συμβούλια ή επιτροπές στα οποία συζητούνται
θέματα που έχουν σχέση με τους αξιωματικούς των Ε.Δ» σε συνδυασμό με τη φράση
που λέει ότι θα θέματα αυτά θα περιλαμβάνουν «ζητήματα προαγωγών, τοποθετήσεων
και μεταθέσεων» «βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία
των Ε.Δ». Σημαίνει ουσιαστική συμμετοχή των συνδικάτων στην στρατιωτική κρατική
εξουσία. Και αυτή η εξουσία θα καταχτήσει την υποστήριξη των αξιωματικών με
τη μαγική φράση με την οποία ο σοσιαλφασισμός υπνωτίζει και σκλαβώνει όλη την
κρατική υπαλληλία, η φράση «βελτίωση της θέσης των αξιωματικών» στην οποία προστίθεται
παρακάτω η «ανάδειξη του σύγχρονου ρόλου των αξιωματικών ως παράγοντα εγγύησης
της εθνικής ανεξαρτησίας και εμπέδωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος».
Εδώ δεν πρόκειται απλά για
οικονομική βελτίωση. Πρόκειται για κοινωνική και πολιτική ύψωση, για ύψωση κύρους
και εξουσίας. Τους δύστυχους τους καθηγητές ο σοσιαλφασισμός τους υπέταξε με
το σύνθημα «αξιοπρέπεια για τους καθηγητές» που υποδαύλισε το όνειρό τους να
αντιμετωπίζονται σαν αστική εξουσία, όπως οι ίδιοι και οι γονείς τους αναγνώριζαν
παλιά τους δικούς τους καθηγητές, ενώ είχαν πια γίνει ανεπιστρεπτί απλοί υπάλληλοι.
Τελικά τους μετέτρεψαν σε ακόμα πιο φτωχούς υπάλληλους και τους αφαίρεσαν κάθε
κύρος γιατί τους μετέτρεψαν σε αδιάφορους και άχρηστους μέσα στην τάξη. Τώρα
στους καταπτοημένους και επίσης αδιάφορους, απόλυτα υποταγμένους στην πολιτική
εξουσία μετά την τραγωδία τους του ’67–‘74 υπαλλήλους του στρατού υπόσχονται
«ανάδειξη του σύγχρονου ρόλου τους ως εγγυητών της εθνικής ανεξαρτησίας».
Ποιος αλήθεια θα αποφασίσει ποιος είναι αυτός ο ρόλος, αν όχι οι αιώνιοι εραστές
της στρατιωτικής εξουσίας, οι πολιτικά πανίσχυροι σοσιαλφασίστες έξω από το
στρατό σε συνεργασία με τα χειρότερα φιλόδοξα στοιχεία μέσα σε αυτόν; Είναι
ή δεν είναι αρκετά εύκολο να ξεσηκώσει κανείς παραμελημένους πληβείους όταν
τους θυμίσει πονηρά ότι διατάζουν την κίνηση τανκς, αεροπλάνων και υποβρυχίων
και ότι γι αυτό πρέπει να «αναδειχθούν σε παράγοντες εγγύησης της εθνικής
ανεξαρτησίας και εμπέδωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος». Άλλωστε και
η «βελτίωση της θέσης των αξιωματικών» έχει μια άλλη εξαιρετικά ανησυχητική
πλευρά. Απευθύνεται ειδικά στους κατώτερους νέους αξιωματικούς και κυρίως υπαξιωματικούς
που είναι καταπλακωμένοι από τη μακριά επετηρίδα και δυσανασχετούν περιμένοντας
άνοδο στην ιεραρχία. Αυτή την πλευρά την αναγνωρίζουν και τη διατυμπανίζουν
οι ίδιοι οι επικεφαλής του νέου Σωματείου λέγοντας στην Ελευθεροτυπία της 10
Οκτώβρη «ότι μετά την ανακοίνωση στον Τύπο της ίδρυσης του σωματείου, έχουν
σπάσει τα τηλέφωνα για την εγγραφή νέων μελών. Οι περισσότεροι είναι κυρίως
μεσαίου βαθμού υπαξιωματικοί, που δεν μπορούν να ανεβούν στην επετηρίδα και
εδώ και χρόνια βρίσκονται υπό την πίεση των αξιωματικών των ανωτάτων σχολών».
Μια σειρά σύγχρονα στρατιωτικά πραξικοπήματα στον τρίτο κόσμο, ειδικά στην Αφρική,
έχουν σαν πρώτη βάση συσπείρωσης την μικρομεσαία μάζα του στρατού που διψάει
για κοινωνικο-οικονομική άνοδο. Αυτή την πλευρά την είχε ισχυρό και το πραξικόπημα
του ’67 όπου οι συνταγματάρχες και οι λοχαγοί έδωσαν τον μεγαλύτερο όγκο και
πνοή στο δικό τους ριζοσπαστικό πραξικόπημα προλαβαίνοντας το συμβιβαστικό με
το παλιό πολιτικό καθεστώς πραξικόπημα των στρατηγών.
Τι άλλο λοιπόν μπορεί να σημαίνει αυτό το ξαφνικό κάλεσμα σε αξιωματικούς για
«ανάδειξη» εκτός από συμμετοχή τους στην πολιτική εξουσία την ώρα που δε ασχολούνται
με αυτήν, και τόσα παθήματα τους χρειάστηκαν για να μην ασχολούνται, για 30
ολόκληρα χρόνια; Τι σημαίνει αλήθεια «εμπέδωση του δημοκρατικού πολιτεύματος»
για τον ΣΥΝ πέρα από το δικαίωμα στις πολιτικές εκκαθαρίσεις, στη 17νοεμβρίτικη
και μασκοφόρα βία, στο δικαίωμα στην καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων μέσω
των «λαϊκών και αντικαπιταλιστικών κινημάτων-πραξικοπημάτων»; Ή το
δικαίωμα στην κρατική εξωτερική βία μέσω «δημοκρατικών διαδηλώσεων του λαού»
για την αλλαγή πχ του ονόματος μιας χώρας; Σε τι από όλα αυτά θέλει αυτό το
πιο βρώμικο και το πιο διπρόσωπο από όλα τα κόμματα την εγγύηση του στρατού;
Η ύφεση στα ελληνοτουρκικά σαν προϋπόθεση για την εγχείρηση στο στρατό
Να λοιπόν γιατί ήρθε τώρα η ώρα για να ξεκινήσει το κίνημα ενάντια στις παρελάσεις
και έμμεσα ενάντια στη σημερινή στρατιωτική ιεραρχία. Ήρθε γιατί μόνο τώρα ο
στρατός δεν έχει ένα ζωτικό στρατιωτικό εθνικό εχθρό που να του επιτρέπει να
μένει απρόσβλητος από το υπόλοιπο έθνος. Με την Τουρκία άμεσα απειλητική και
το στρατό στο πόδι κανείς δεν μπορεί να κάνει εσωτερικές εγχειρήσεις, ούτε πολιτικές
καταγγελίες ενάντια στη στρατιωτική ιεραρχία οι οποίες θα διευκολύνουν αυτές
τις εγχειρήσεις. Όμως δίχως άμεσο εθνικό εχθρό κανείς στρατιωτικός δεν είναι
εντελώς απαραίτητος και αναντικατάστατος. Το έθνος μπορεί για λίγο να αδιαφορήσει
για το στρατό σαν άμυνα και να ασχοληθεί με το στρατό σαν έξοδο και έτσι αυτός
πάλι μπορεί να στραφεί προς τα μέσα του και ενδεχόμενα να πραγματοποιήσει την
κάθαρσή του. Η φαινομενική ύφεση στο Αιγαίο και την Κύπρο επιβάλουν αυτή η στροφή
να γίνει σε αυτήν την περίοδο. Ήδη ο ΣΥΝ στη Βουλή ζητάει επίμονα τη μείωση
των στρατιωτικών δυνάμεων και των αντίστοιχων στρατιωτικών δαπανών λόγω της
ελληνοτουρκικής ύφεσης και γενικότερα της υποτιθέμενης βαλκανικής πολιτικής
ειρήνης. Αυτή η απαίτηση έρχεται σε άμεση σύγκρουση με την προσπάθεια των ανώτερων
στρατιωτικών κύκλων να διατηρήσουν τους εξοπλισμούς σε μεγάλο ύψος και μάλιστα
αγοράζοντας πάμπολλα F-16 από το μεγάλο σατανά και όχι Σουχόι από το μεγάλο
σύμμαχο ή έστω Γιουροφάιτερ από την ενδιάμεση δύναμη. Η ελληνική στρατιωτική
ηγεσία συνεχίζει να βλέπει σαν μεγάλο εχθρό την Τουρκία και σαν αναγκαίο κύριο
σύμμαχο τις ΗΠΑ και επιβάλει στις προμήθειές του αυτήν την πολιτική. Αυτού του
είδους ο δυτικόφιλος εθνικισμός, ο δυτικόφιλος από ρεαλισμό και όχι από αίσθημα
πρέπει να νικηθεί. Και για να νικηθεί πρέπει να επιστρατευτούν τα σκάνδαλα (ήδη
γίνεται μεγάλη φασαρία για τα έξοδα των F-16) και πάνω απ’ όλα να δημιουργηθεί
η ατμόσφαιρα, δηλαδή ο καιροσκοπικός «αντιεθνικισμός» και η καιροσκοπική ειρηνοφιλία.
Τώρα είναι λοιπόν η ώρα για να κηρυχθεί το κίνημα ενάντια στις εθνικές παρελάσεις
και τη σημαία τους, τώρα θα βρεθεί το ηρωικό κοριτσάκι της Θεσσ/νίκης μόνο του
μπροστά σε όλο το έθνος για να περιφρονήσει τη σημαία και ο μπαμπάς του να μην
το αποτρέψει. Γιατί ο μπαμπάς του ξέρει ότι ούτε οι καθηγητές του, ούτε το έθνος
ολόκληρο θα μαλώσουν το κοριτσάκι γιατί αυτό έχει στο πλευρό του τον αληθινό
υπουργό παιδείας, την ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ και πάνω απ’ όλα τον άτρωτο αρχηγό του
καθεστώτος, τον ΣΥΝ, που αφού όλα πήγαν καλά θα βγει το ίδιο απόγευμα της 28
Οκτώβρη να πει ότι ο αναχρονιστικός θεσμός των μαθητικών παρελάσεων θα πρέπει
να σταματήσει. Ούτε καμιά αστυνομία θα ενοχλήσει τους εχθρούς της παρέλασης
μπροστά στην παρέλαση, ούτε εκείνη τη μέρα οι Χρυσαυγίτες θα βγουν στο δρόμο
για να κάνουν την αντίστροφη διαδήλωση και έτσι να γίνουν ανεπιθύμητα επεισόδια.
Το διακομματικό συντονιστικό έχει φροντίσει γι αυτό. Αντίθετα θα παίξει και
θα ξαναπαίξει τους «αντιεξουσιαστές» η κρατική τηλεόραση χωρίς δικό της αρνητικό
σχόλιο. Όλα θα γίνουν τόσο γλυκά όσο σε κάθε άλλη κρατική τελετή. Αυτές είναι
επαναστάσεις!
Μπορεί στο σημείο αυτό να γεννηθεί στον αναγνώστη το ερώτημα: Μα μήπως με αυτόν
τον τρόπο μπαίνουμε σε μια περίοδο καθεστωτικού αντιεθνικισμού, πράγμα που παρά
τα αρνητικά που προαναφέραμε θα έχει ένα βαθύτερο ευεργετικό αποτέλεσμα, γιατί
έτσι κι αλλιώς θα μειώσει την εθνικιστική υστερία της μάζας και θα την κάνει
πιο ψύχραιμη και πιο πρόθυμη να ακούσει και να καταλάβει;
Δυστυχώς δεν είναι έτσι. Είναι γεγονός ότι μαζί με τη δηλητηριώδη ή και κούφια
αντιεθνικιστική, αντιμιλιταριστική ή και την αντιεκκλησιαστική δημαγωγία των
ρωσόφιλων θα ακουστούν και αλήθειες. Είναι επίσης γεγονός ότι το πιο πολιτικοϊδεολογικά
ανεπτυγμένο κομμάτι μιας δημοκρατικής πρωτοπορίας θα ακούσει πιο ήρεμα και με
ευνοϊκότερη διάθεση τις αναφορές για τα εγκλήματα της επίσημης εθνικής πολιτικής
τις τελευταίες δεκαετίες και παλιότερα. Έτσι οι γνήσιοι διεθνιστές θα βρουν
καλύτερο και πιο δεκτικό περιβάλλον για τις ζυμώσεις τους μέσα σε αυτό το περιορισμένο
κοινό. Αυτό άλλωστε το έχουμε διαπιστώσει από τότε που κηρύχθηκε η «διπλωματία
της ειρήνης» με τη Τουρκία στα 1999.
Όμως πάλι η εμπειρία μας διδάσκει ότι σε όλη αυτήν την περίοδο και σε ότι αφορά
τις πλατειές λαϊκές μάζες δεν έχει μειωθεί ο εθνικισμός αλλά αντίθετα όλο και
περισσότερο παίρνει τα πολύ αρρωστημένα και μάλιστα ναζιστικού τύπου χαρακτηριστικά.
Αυτή η τάση είμαστε πεισμένοι ότι θα συνεχιστεί και στο κυρίως εθνικό αλλά και
στα θρησκευτικό και στο μιλιταριστικό επίπεδο. Η «αντιεθνικιστική και αντιμιλιταριστική»
εκστρατεία αυτού του τύπου θα δυναμώσει τον εθνικισμό και το μιλιταρισμό μέσα
στις μάζες, όπως η εκστρατεία με τις ταυτότητες δυνάμωσε μέσα σε αυτές τη θρησκευτική
και εκκλησιαστική αντίδραση.
Πως η εθνικιστική συσπείρωση τρέφεται από την «αντιεθνικιστική» και είναι πάντα ισχυρότερη από αυτήν
Ο λόγος είναι απλός. Το σοσιαλφασιστικό καθεστώς κάνει την μια εκστρατεία με
τη μια του πτέρυγα, τη δευτερεύουσα ενώ με την άλλη, την κύρια, κάνει την αντίστροφη
εκστρατεία. Εννοούμε ότι την ώρα που ο ΣΥΝ επικεφαλής των αστοφιλελεύθερων και
των αναρχικών κάνει το κάθε φορά αντιεθνικιστικό του ή το αντικληρικαλιστικό
του ή αντιμιλιταριστικό του κίνημα, το ψευτοΚΚΕ στοιχίζεται με τους σοβινιστές,
τους ορθοδοξο- φασίστες σκοταδιστές και τους μιλιταριστές για να διευκολύνει
στο υπόβαθρο της κοινωνίας την αντίστροφη συσπείρωση. Αυτή η δεύτερη συσπείρωση
δεν έχει σα στόχο να εξουδετερώσει την προηγούμενη. Έχει στόχο να διατηρήσει
ισχυρούς τον αρρωστημένο εθνικισμό, τον ορθοδοξοφασισμό και τον μιλιταρισμό,
να εμποδίσει τους φορείς αυτού του εθνικισμού, την πολιτική εξουσία, το στρατό
και την εκκλησία, να αντιδράσουν άτσαλα και να δεχτούν να υποστούν την εγχείρηση
ως το τέλος από την πρώτη. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας ο σοσιαλφασισμός
σαν ψευτοΚΚΕ, σαν ευγενικός απέναντι στον εθνικισμό και σα φίλος και προστάτης
του στο τέλος θα ηγηθεί του εγχειρισμένου θεσμού. Ο «αναρχικός» ΣΥΝ έκανε το
σωματείο της αστυνομίας, αλλά το ψευτοΚΚΕ επωφελήθηκε περισσότερο από αυτό.
Ο ΣΥΝ ηγείται του αντιεκκλησιαστικού κινήματος, το ψευτοΚΚΕ βλέπουν σα φίλο
τους οι παπάδες. Το αντιεθνικιστικό και αντιμιλιταριστικό κίνημα θα το κάνει
ο ΣΥΝ το υποτίθεται «εθνικιστικό» ψευτοΚΚΕ θα γίνει πανίσχυρο στο στρατό. Αλλά
ο σκληρός σοσιαλφασισμός θα είναι τελικά νικητής όχι μόνο γιατί το πολιτικό
κράτος, ο στρατός και η εκκλησία είναι πιο εθνικιστικά αλλά γιατί αυτή η συσπείρωση,
η εθνικιστική συσπείρωση είναι συντριπτικά ισχυρότερη μέσα στις μάζες. Γιατί
αυτή είναι η πιο βαθιά δουλεμένη ιστορικά, είναι η πιο ισχυρή στα καφενεία,
στα γραφεία, και στα δελτία ειδήσεων, και κυρίως είναι η πιο βαθιά από την άποψη
της πραγματικής κατάστασης των συνειδήσεων για τους λόγους που σύντομα εκθέσαμε
στην αρχή του άρθρου μας. Γιατί το έθνος και ο στρατός από τη μια μεριά και
η θρησκεία από την άλλη είναι σήμερα τα τελευταία αποκούμπια της συλλογικής
κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης των μαζών από την ώρα που ο σοσιαλφασισμός
διέλυσε κάθε πολιτική και σχεδόν κάθε συνδικαλιστική συγκρότηση της εργατικής
τάξης αλλά και των μικροαστικών στρωμάτων και κάθε αυθόρμητο όργανο λαϊκού εθελοντισμού.
Από τη ώρα που όλοι οι καταπιεσμένοι έχουν γίνει απλά άτομα απέναντι σε κοινωνικές
δυνάμεις που ούτε καταλαβαίνουν τη λειτουργία τους, ούτε ακόμα περισσότερο τις
ελέγχουν, δεν υπάρχουν πουθενά άλλες συλλογικές μορφές κοινωνικής έκφρασης αυτών
των ατόμων εκτός από το φανταστικό «δικό τους» «έθνος», ή τη «δικιά τους» «εθνική»
εκκλησία, ή το «δικό τους» «εθνικό» στρατό ή τελικά «το δικό τους» «εθνικό»
κράτος. Τα μόνα υποκατάστατα ταξικής συνείδησης, συνείδησης δηλαδή που αντιβαίνει
και αντιμάχεται την εθνική ενότητα αυτού του είδους είναι οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι
που εκπροσωπούν στη πραγματικότητα μερίδες της αστικής τάξης. Αλλά και αυτούς
σταδιακά με χουλιγκανική βία και με μαχαιριές τους αποσπά το ρωσόδουλο κεφάλαιο
από τις υπόλοιπες μερίδες της αστικής τάξης. Όταν θα το πετύχει αυτό τότε δεν
θα υπάρχει πια <<ταξική>> σύγκρουση ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον
Παναθηναϊκό αλλά ελεγχόμενη σύγκρουση στα πλαίσια της «εθνικής ειρήνης». Αυτός
είναι ο βαθύτερος αυθόρμητος λόγος για τον οποίο σε όλες τις «αντιεθνικιστικές»
μάχες ηθικός και πολιτικός νικητής είναι το φανταστικό αυτό «έθνος».
Μπορεί λοιπόν να καταλάβει κανείς τι γίνεται όταν σ αυτόν τον αυθόρμητο συχετισμό
στη βάση προστεθεί ο συνειδητός πολιτικός παράγοντας. Το είδαμε στις ταυτότητες
που κατέληξαν στο να μετατρέψουν τους φιλήσυχους ως χθες απολίτικους πιστούς
ορθόδοξους σε πολιτικά ορθοδοξοφασίστες. Γιατί είναι μέσα στο εκκλησιαστικό
αντικίνημά ενάντια στις «άθεες ταυτότητες» που ο αρχηγός της ρώσικης τάσης της
εκκλησίας Χριστόδουλος οργάνωσε τη μαζικότατη πρώτη πολιτική ορθοδοξοφασιστική
συγκέντρωση σε ευρωπαϊκή χώρα. Είναι εκεί και περισσότερο στα εκατοντάδες από
άμβωνα συλλαλητήρια που οι πιστοί ακούσανε για πρώτη φορά ότι είναι η κοσμοπολίτικη
άθεη Ευρώπη, οι αμερικανοί, οι μασόνοι και κάπως πιο στα κρυφά οι Εβραίοι που
κήρυξαν τον πόλεμο στην ορθοδοξία μέσα από τον πόλεμο των ταυτοτήτων. Τι σημασία
έχει που ο προβοκάτορας Σημίτης και οι λίγοι πρόθυμοι για προοδευτικά πραξικοπήματα
φιλελεύθεροι βγήκαν στις τηλεοράσεις για να υμνήσουν τις δημοκρατικές ταυτότητες;
Το ζήτημα είναι ότι οι θρησκευόμενες μάζες και όλη η πολιτική καθυστέρηση είδαν
αυτή την επί μέρους πρόοδο σαν ένα βιασμό της εκκλησίας από τη δημοκρατία και
ειδικά από τη ευρωπαϊκή δημοκρατία. Βεβαίως υπέκυψαν σε αυτή τη βία γιατί αυτό
ήθελε το βαθύ καθεστώς ώστε να συντελεστεί η κατοπινή κάθαρση-εγχείρηση στο
εσωτερικό της εκκλησίας. Όμως σε βάθος χρόνου οι βιασμένοι θα ζητήσουν εκδίκηση
όχι ενάντια στους αληθινούς βιαστές, στους ρωσόδουλους προβοκάτορες που έβαλαν
πρόωρα και απροετοίμαστα το ζήτημα των ταυτοτήτων, αλλά θα επιτεθούν με επικεφαλής
αυτούς ακριβώς στους πραγματικούς δημοκράτες. Την ίδια τύχη θα έχουν και οι
φιλελεύθεροι και οι αναρχικοί εκτός από όσους θα προφυλάξει ο ΣΥΝ για να τους
χρησιμοποιήσει σε μια επόμενη «αντιεθνικιστική» εκστρατεία του. Το αντίστοιχο
θα συμβεί και στα καθ αυτό εθνικά ζητήματα. Οι ρωσόδουλοι αναθέσανε στον Σημίτη
και τον Γ. Παπανδρέου να κηρύξουν την προσωρινή από τα πάνω ελληνοτουρκική ειρήνη,
την υποστήριξη της εισόδου της Τουρκίας στη ΕΕ κλπ, για να βοηθήσουν στην άνοδο
του ισλαμοφασισμού στην Τουρκία και να συντρίψουν τους κεμαλιστές στρατιωτικούς.
Αλλά την ίδια στιγμή πάλι από τα πάνω, από την κύρια σοβινο-κομμουνιστική τους
πλευρά, δουλεύουν ακόμα πιο αποτελεσματικά τη θέση ότι αυτή ήταν μια ταπεινωτική
υποχώρηση του «έθνους» εξαιτίας των ευρωπαϊκών και αμερικάνικων πιέσεων. Όταν
θα έρθει και εκεί η ώρα της εκδίκησης για να κηρυχθεί ο πόλεμος στους κεμαλιστές
και στη βαθιά Τουρκία πάλι το πλήθος θα ξέρει ότι για την ταπείνωση και τις
παραβιάσεις έφταιξε η Δύση και οι φιλελεύθεροι, οι αναρχικοί και κυρίως οι συνεπείς
δημοκράτες και διεθνιστές τάχα υποτακτικοί της. Την ίδια μοίρα θα έχουν οι αντιμιλιταριστές
της μιας χρήσης όταν ο στρατός θα έρθει στα χέρια εκείνων που σηκώνουν τώρα
τα αντιεθνικιστικά λάβαρα. Τότε όλοι θα θυμηθούν ποιοι έκαιγαν τις σημαίες και
το μίσος γι αυτούς θα θρέψει το νέο «εθνικό στρατό», ενώ ήδη θρέφει τις ναζιστικές
συμμορίες. Τότε ξαφνικά όλοι θα δουν με μια παράξενη κανιβαλική ματιά τις εθνικές
μειονότητες, που χρησιμοποιούνται τώρα μερικά από το καθεστώς στα πλαίσια της
τάχα φιλελεύθερης διακρατικής πολιτικής «ειρήνης και συνεργασίας». Έτσι θα δουν
και τους άθεους, τους ετερόδοξους και τους εβραίους και όλους αυτούς που ακολουθώντας
τα τερτίπια του «μαλακού» σοσιαλφασισμού ξεκόβονται από τις μάζες, δεν απευθύνονται
σε αυτές και στα βαθιά υλικά τους προβλήματα γιατί έχουν την αυταπάτη ότι πάμε
σε μεγαλύτερη δημοκρατία και όχι σε πολύ, πολύ μεγάλο φασισμό.
Ένα πραγματικά διεθνιστικό κίνημα πρέπει να είναι αντισοσιαλιμπεριαλιστικό
Ένα αληθινό αντιεθνικιστικό κίνημα, δηλαδή ένα κίνημα διεθνιστικό μπορεί να
υπάρξει μόνο όσο είναι πραγματικά αντιιμπεριαλιστικό και δημοκρατικό, δηλαδή
σήμερα κύρια αντισοσιαλιμπεριαλιστικό. Δεν υπάρχει κίνημα για ειρήνη με την
Τουρκία που δεν καταδικάζει τον ισλαμοφασισμό, και δεν αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα
επεμβαίνει στα εσωτερικά της Τουρκίας όταν βάζει εκεί εθνομειονοτικά και θρησκευτικά
ζητήματα. Δεν υπάρχει δημοκρατική πολιτική στο μακεδονικό που δεν αναγνωρίζει
μακεδονικό έθνος. Δεν υπάρχει κίνημα για ειρήνη στα Βαλκάνια που δεν αποκαλύπτει
τη ρώσικη επέμβαση σε όλα τα Βαλκάνια και πρώτα απ όλα στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Δεν υπάρχει πολιτική για το διαχωρισμό εκκλησίας κράτους που δεν ξεκινάει από
την καταγγελία του ορθοδοξοφασισμού και του νεοτσαρικού κέντρου του. Δεν υπάρχει
κίνημα για τον εκδημοκρατισμό του στρατού που δεν ξεκινάει από την κριτική της
εθνικής φιλοανατολικής πολιτικής υπέρ του άξονα Ρωσίας-Κίνας-Ιράν. Δεν μπορεί
να υπάρχει δημοκρατικό κίνημα στα εθνικά ζητήματα που δεν είναι δημοκρατικό
στα εσωτερικά, δηλαδή αν δεν καταπιάνεται με την αποκάλυψη και την καταγγελία
των φασιστικών εκκαθαρίσεων στην πολιτική και στην οικονομία και που δεν καταδικάζει
το παραγωγικό σαμποτάζ που συντρίβει τις υλικές προϋποθέσεις μιας σύγχρονης
δημοκρατικής ζωής για το λαό. Το πιο βασικό: Δεν υπάρχει διεθνιστικό δημοκρατικό
κίνημα που δεν ξεκινάει από τις ανάγκες και τις διαθέσεις των μαζών. Δεν υπάρχει
από αυτή την άποψη τίποτα χειρότερο από τα προβοκατόρικα κινήματα του σοσιαλφασισμού
που στέλνουν τις μάζες στη νεοναζιστική αντίδραση.
Μένουμε μακριά και αποκαλύπτουμε αυτές τις προβοκάτσιες στη δημοκρατική πρωτοπορία.
Ζυμώνουμε με προσοχή και παράλληλα με τη μαζική συνδικαλιστική δράση τις δημοκρατικές
και αριστερές ιδέες στα εσωτερικά και στα διεθνή ζητήματα και σηκώνουμε το ηθικό
των μαζών και τη δημοκρατική και ταξική τους συνείδηση πρώτα απ’ όλα μέσα από
την αυτοοργάνωσή τους. Αυτές είναι γενικές αρχές δράσης για την αντιφασιστική
πάλη στη νέα εποχή που έχουμε μπει.