Ο 17νοεμβριτισμός και η δημαγωγία του περί «πολιτικής δίκης»
Ο ισχυρισμός που
συγκεντρώνει μέσα του ολόκληρη την επιχειρηματολογία του σοσιαλφασισμού, για
να αρνηθεί τη νομιμότητα της δίκης της «17Ν», είναι ότι αυτή είναι μια πολιτική
δίκη, που όμως δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια από το δικαστήριο. Αυτό ήταν το γενικό
μοτίβο της υπεράσπισης στην πρώτη δίκη, αυτό και στη δεύτερη.
Η βασικότερη νομική συνέπεια μιας τέτοιας αναγνώρισης θα ήταν η εξής: οι κατηγορούμενοι
θα δικάζονταν από ένα μικτό ορκωτό δικαστήριο, δηλαδή από ένα δικαστήριο που
θα περιείχε στη σύνθεσή του, εκτός από τακτικούς δικαστές, και ορκωτούς δικαστές,
δηλαδή απλούς πολίτες. Σύμφωνα με την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, αν στην
έδρα του δικαστηρίου συμμετείχαν και πολίτες μη επαγγελματίες δικαστές, τότε
οι αποφάσεις θα είχαν ένα σημαντικό ποσοστό λαϊκής κρίσης, οπότε θα ήταν πιο
ευνοϊκές για τους κατηγορούμενους. Γιατί οι κατηγορούμενοι είναι λαϊκοί επαναστάτες
που οι κρατικοί δικαστές θέλουν να τους εκδικηθούν, αφού αυτοί έχουν με λόγια
και με πράξεις αμφισβητήσει το κράτος και την καθεστηκυία τάξη.
Αν το δικαστήριο έκανε δεκτή αυτή τη θέση, τότε οι «λαϊκοί επαναστάτες» θα είχαν
αρκετούς περισσότερους λόγους να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης όχι γιατί οι μη
επαγγελματίες δικαστές θα τους συμπαθούσαν περισσότερο, αλλά γιατί θα ήταν πιο
εύκολο να τρομοκρατηθούν απ’ όσο οι επαγγελματίες δικαστές-δημόσιοι υπάλληλοι.
Γιατί δεν είναι δυνατό σε άμαθους ανθρώπους, που δε χρωστάνε τίποτα ούτε στην
καριέρα τους, ούτε στη νομοθεσία, ούτε στους δικαστικούς και πολιτικούς προϊσταμένους
τους, να βρεθούν ξαφνικά μόνοι τους απέναντι στα μέλη μιας ομάδας έμπειρων δολοφόνων
και να αποφασίσουν να τους κλείσουν στη φυλακή, ιδιαίτερα την ώρα που οι δολοφόνοι
αυτοί έχουν τουλάχιστον σημαντική πολιτική στήριξη, δραστήριους οπαδούς και
συνακόλουθα στήριξη μηχανισμών βίας έξω από το δικαστήριο. Το μάθημα αυτό το
πήρε η αστική τάξη, που έγινε θύμα των επιθέσεων από προηγούμενες δίκες υπόπτων
για συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες, όπου βασικοί μάρτυρες, αλλά και ένορκοι,
δέχτηκαν αλλεπάλληλες απειλές για τη ζωή τους και για τις οικογένειές τους και
άλλαξαν τις αρχικές καταθέσεις τους ή αθώωσαν τους κατηγορούμενους.
Η κύρια χρησιμότητα του συνθήματος για μια «πολιτική δίκη» είναι πολιτική
Aλλά δεν είναι βασικά δικονομικός ο λόγος για τον οποίο η υπεράσπιση
της «17Ν» προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η δίκη είναι πολιτική. Γιατί αυτή η υπεράσπιση,
όπως και ο κάθε 17νοεμβρίτης, ξέρουν ότι η απόφαση να συλληφθούν και να συρθούν
στο δικαστήριο κάποιοι από αυτούς δεν είναι μια επιμέρους πολιτική απόφαση κάποιας
κυβέρνησης, ούτε -ακόμα περισσότερο- προϊόν μιας αστυνομικής συγκυρίας. Ξέρουν
ή έστω διαισθάνονται όλοι αυτοί ότι οι 17νοεμβρίτες δικάζονται για να καταδικαστούν
και καταδικάζονται γιατί αυτό απαιτούν τα στρατηγικά συμφέροντα των καθεστωτικών
δυνάμεων, που χρησιμοποιούσαν για χρόνια ολόκληρα τη συμμορία αυτή για να εκκαθαρίζει
και να τρομοκρατεί τα αντίπαλα τμήματα της αστικής τάξης.
Ο βασικός λόγος προβολής αυτού του ισχυρισμού περί πολιτικής δίκης είναι πολιτικός.
Το καθεστώς δεν ενοχλείται καθόλου από την απόσυρση-φυλάκιση λίγων δολοφονικών
στελεχών του. Τώρα διαθέτει εντελώς δικούς του ηγέτες όλων των κομμάτων, έχει
αρκετά εκκαθαρισμένο το ένα από τα δυο μεγάλα κόμματα, διαθέτει μια δικιά του
οικονομική ολιγαρχία, δικούς του δημοσιογράφους εκκαθαριστές, δικούς του εκκαθαριστές
δικαστές, δικούς του εκκαθαριστικούς φορολογικούς μηχανισμούς, δικές του αρχές
λογοκρισίας σαν το ΕΣΡ και δική του αρχή «προστασίας» προσωπικών δεδομένων κτλ.
Αυτό που χρειάζεται μ’ αυτή τη δίκη το καθεστώς είναι ένα πράγμα: να αποκαταστήσει
το κύρος της σοσιαλφασιστικής γραμμής, να σταθεροποιήσει και να πλατύνει το
κόμμα της «17Ν», που γεννήθηκε ακριβώς μέσα από τη σύλληψη και από τη δίκη της
μικρής ομάδας των δολοφόνων που αποσύρθηκαν. Το κόμμα αυτό έχει ήδη έναν ηγέτη,
τον Κουφοντίνα, που είναι ο μοναδικός από τους συλληφθέντες που εμφανίστηκε
ως πραγματικός φασίστας και όχι ως ένας απλός λούμπεν των σοσιαλφασιστικών ταγμάτων
εφόδου. Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια ιδεολογική του συνέπεια σε σχέση με τους
υπόλοιπους. Απλά είναι ο μόνος έμπιστός του που το βαθύ καθεστώς προστάτεψε
και έκρυψε ωσότου όλοι οι υπόλοιποι αιφνιδιαστούν και, παράλυτοι από την ξαφνική
απόσυρση, είτε καρφώσουν όσους τους υπέδειξαν οι ανακριτικές αρχές με όση προθυμία
καρφώθηκαν και οι ίδιοι, είτε προσποιηθούν τον άσχετο. Η παράδοση του Κουφοντίνα
ήταν υποχρεωτική για το καθεστώς, μιας και αυτός ήταν ο κοινός σύνδεσμος και
παρονομαστής όλων των καταθέσεων, οπότε η διαφυγή του θα σήμαινε κατάρρευση
όλης της διαδικασίας της απόσυρσης. Από την ώρα αυτή και πέρα ο ρόλος αυτού
του πιο κυνικού απ’ όλους τους δολοφόνους ήταν βασικά να σταθεροποιήσει όλους
τους άλλους σε μια κάπως αξιοπρεπή υπερασπιστική γραμμή, να μην τους αφήσει
να καταρρεύσουν και δώσουν αχρείαστες λεπτομέρειες στη δίκη και, κυρίως, να
τους ξεπλύνει για την παντελή έλλειψη συνέπειας που έδειξαν. Δηλαδή ο ρόλος
του ήταν να μετατρέψει όλο αυτό το σαστισμένο σκυλολόι σε «επαναστάτες με αδυναμίες»
και τη «17Ν» σε επαναστατικό ρεύμα και τελικά σε επαναστατικό πολιτικό κόμμα,
του οποίου ο Κουφοντίνας πρόβαλε και την πλατφόρμα. Από αυτή την άποψη η φυλάκιση
μερικών 17νοεμβριτών δεν ήταν ένα μειονέκτημα, αλλά ένα καθαρό πολιτικό πλεονέκτημα
για το σοσιαλφασισμό. Γιατί, πριν τη σύλληψη, αυτοί στα μάτια του «ταξικού»
σοσιαλφασισμού και του αναρχοφασισμού ήταν μέρος του καθεστώτος, της ΚΥΠ, των
αμερικανών κτλ. Η σύλληψη, και κυρίως η φυλάκιση τους, τους μετέτρεψε αυτόματα
στα ίδια αυτά μάτια σε πραγματικούς εχθρούς του καθεστώτος τόσο πολύ, ώστε να
τους συγχωρεθούν όλες οι χαμέρπειες και να αναγνωριστούν σαν κάτι σημαντικό
από εκείνο τον καθυστερημένο όχλο που νιώθει άβολα και ένοχα εδώ και χρόνια,
καθώς σπάει και καίει ό,τι βρει στην πόλη, δίχως κατά κανόνα να έχει την τιμή
να συλληφθεί και να φυλακιστεί, και μάλιστα τόσο βαριά όπως οι 17νοεμβρίτες.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο σοσιαλφασισμός παρέταξε στην πρώτη δίκη
-και το δίχως άλλο θα παρατάξει και στο εφετείο- αυτό το πλήθος από «αριστερούς»,
«επαναστάτες» και « αμφισβητίες» μάρτυρες υπεράσπισης, που δε θα υπερασπίσουν
ανοιχτά τις δολοφονίες της «17Ν», αλλά τη θέση ότι οι δολοφόνοι είναι πολιτικοί
κρατούμενοι, ότι σκότωσαν για τις ιδέες τους, ότι οι ιδέες αυτές στρέφονται
ενάντια στο καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό σύστημα και ότι αυτό το σύστημα
τους εκδικείται με το να μην αναγνωρίζει τον πολιτικό χαρακτήρα της δίκης και
της καταδίκης τους. Για όλους αυτούς τους μάρτυρες υπεράσπισης, που όλοι τους
αξίζουν το χαρακτηρισμό του σοσιαλφασίστα, οι δολοφόνοι δεν έπραξαν ούτε σωστά
ούτε, ενδεχόμενα, δίκαια, αλλά πάντως έπραξαν σύμφωνα με τις ιδέες κάποιας «αριστεράς»
και κάποιας «επανάστασης». Μπορεί, κατ’ αυτούς, να έκαναν και πολιτικά κακό
δυναμώνοντας έμμεσα τις ιδέες και τις κατασταλτικές πρακτικές της αντίδρασης,
αλλά υποκειμενικά ήθελαν το επαναστατικό καλό. Η σύνοψη αυτής της θέσης περιέχεται
στο παρακάτω απόσπασμα από την πιο προωθημένη καθεστωτική 17νοεμβρίτικη φωνή,
εκείνη της δικηγόρου του Κουφοντίνα Ι. Κούρτοβικ, που λέει στην αγόρευσή της
για το ζήτημα της πολιτικής δίκης: «Δικάζετε τη δράση μιας οργάνωσης ένοπλης
πολιτικής αμφισβήτησης, που εξελίχθηκε σε μία διάρκεια 27 χρόνων. Που πυρήνας
της ιδεολογίας της ήταν η αμφισβήτηση της καθεστηκυΐας τάξης, όπως λέει και
η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, του πολιτικού συστήματος, των οικονομικών
και πολιτικών δομών λειτουργίας του συστήματος αυτού και των δομών εξάρτησής
του, όπως εκφράζονται μέχρι και σήμερα με τον κ. Ρις. Μία Οργάνωση που ανάπτυξε
τη δράση της κατά συμβολικών στόχων, που ως απώτερο πολιτικό της στόχο είχε
την ενεργοποίηση, κατά τα κείμενά της, των λαϊκών μαζών, για να εξεγερθούν ενάντια
στο ισχύον πολιτικό σύστημα, για την εγκαθίδρυση ενός άλλου πολιτικού μοντέλου.
Του μοντέλου του σχεδίου το οποίο οι προκηρύξεις ορίζουν σαν αυτοδιαχειριζόμενο
σοσιαλισμό και με άμεση Δημοκρατία».
Το βασικό νόημα του ισχυρισμού περί πολιτικής δίκης είναι να δώσει σ’ αυτό το ρεύμα, που είναι στην ουσία του 17νοεμβρίτικο (αλλά ακόμα φοβάται και την αστική τάξη και πιο πολύ το λαό για να το ομολογήσει ανοιχτά), το δικαίωμα να υπερασπίσει τη «17Ν». Πρόκειται στην ουσία για το ίδιο ρεύμα που υπεράσπισε το «δικαίωμα» της «17Ν» να κάνει έκθεση ζωγραφικής μέσα στο Πολυτεχνείο στην επέτειο της εξέγερσης και που δεν είναι άλλο από το διακομματικό πολιτικό καθεστώς. Αυτό είναι με τα 4 κόμματα, τη ΓΣΕΕ του, το ΕΚΑ του και το Συνδικάτο Οικοδόμων του, που αποτέλεσε την Επιτροπή γιορτασμού της επετείου, η οποία ομόφωνα έκανε αυτή τη μοναδική προσφορά σε δολοφόνους που είναι σε τόσο βαθιά σύγκρουση με ό,τι αντιπροσώπευε το Πολυτεχνείο. Η δίκη της «17Ν» είναι στην ουσία η πολιτική δίκη που κάνει το καθεστώς στα θύματα. Είναι η πολιτική καταδίκη των θυμάτων μετά τη φυσική εξόντωσή τους.
Ποινική δίκη από νομική άποψη, πολιτική δίκη από πολιτική άποψη
Έχουμε γράψει στη διάρκεια της πρωτόδικης δίκης ότι από νομική
άποψη η δίκη της «17Ν» είναι μια ποινική δίκη στην οποία δικάζονται κατά συρροή
δολοφόνοι. Απ’ αυτήν την άποψη οι δικαστές και τα θύματα έχουν δίκιο όταν αρνούνται
στους κατηγορούμενους την ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου-κατηγορούμενου.
Γιατί, πραγματικά, αυτοί καθόλου δε δικάζονται για τις ιδέες τους, αλλά αποκλειστικά
για τους φόνους τους. Κάποιοι μάλιστα από τους δικαστές έχουν απαντήσει και
στο επιχείρημα ότι οι κατηγορούμενοι υπεράσπισαν το λαϊκό συμφέρον λέγοντας
ότι ο λαός ποτέ δεν υποστήριξε και στη μεγάλη του πλειοψηφία δεν είδε με συμπάθεια
την αιματηρή δράση τους τόσα χρόνια αφότου την ξεκίνησαν.
Είναι ωστόσο επίσης αλήθεια ότι από πολιτική άποψη αυτή η δίκη είναι εξόχως
πολιτική. Η αστική τάξη, που είναι θύμα της «17Ν» και γενικότερα του σοσιαλφασισμού,
αρνείται αυτήν την πραγματικότητα και επιμένει ότι οι δράστες είναι συνηθισμένοι
ποινικοί εγκληματίες. Νομίζει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο τους επιβαρύνει ηθικά.
Το ίδιο πιστεύουν και οι περισσότεροι δικαστές που είναι ενάντια στην «17Ν».
Λέμε οι περισσότεροι, γιατί στην προηγούμενη δίκη ο πρόεδρος του δικαστηρίου
Μαργαρίτης ήταν ηθικά υπέρ της «17Ν». Άλλωστε η παράγραφος της απόφασης που
επικαλέστηκε η Κούρτοβικ, ότι δηλαδή οι κατηγορούμενοι «αμφισβήτησαν την καθεστηκυία
τάξη», σ’ αυτή τη λογική κινείται. Στην πραγματικότητα αυτοί που λένε ότι η
δίκη αυτή και από πολιτική άποψη είναι ποινική δίκη ελαφρώνουν τους κατηγορούμενους.
Γιατί αυτοί δεν είναι απλοί ποινικοί εγκληματίες, είναι πολιτικοί εγκληματίες,
αφού είναι φασίστες εγκληματίες. Σαν κρατούμενοι έχουν συγγενική ποιότητα με
τους ναζί εγκληματίες που καταδικάστηκαν και εκείνοι σαν ποινικοί εγκληματίες,
αλλά ήταν πάνω απ’ όλα μαζικοί εγκληματίες κατά της ανθρωπότητας, και σαν τέτοιοι
δε διέπραξαν απλά ποινικά εγκλήματα, αλλά εγκλήματα κρατικού, δηλαδή πολιτικού
τύπου. Άλλωστε, μαζικά εγκλήματα μόνο πολιτικοί-κρατικοί εγκληματίες μπορούν
να διαπράξουν, όπως και εντελώς ασύλληπτους κατά συρροή φόνους επί 20 χρόνια.
Έχουμε ξαναπεί, και το λέμε και εδώ, ότι ο βαθύτερος λόγος, για τον οποίο η αστική τάξη που υπερασπίζεται τα θύματα, θύμα η ίδια, δεν αναγνωρίζει την πολιτική διάσταση της δίκης, είναι πολιτικός. Πρόκειται για το ότι η αστική τάξη δεν μπορεί να δώσει την πολιτική μάχη ενάντια στη «17Ν», δηλαδή να τη συντρίψει πολιτικά μέσα στο λαό. Γι’ αυτό δεν ήθελε τις κάμερες μέσα στο δικαστήριο, γι’ αυτό δεν κάλεσε το κοινό στο δικαστήριο, γι’ αυτό έδωσε στους 17νοεμβρίτες το προνόμιο να μιλήσουν μόνο αυτοί πολιτικά, και μάλιστα να δημαγωγήσουν ότι τάχα ήθελαν τις κάμερες μέσα στο δικαστήριο, δηλαδή να εμφανιστούν σαν υπερασπιστές της πολιτικής δημοκρατίας. Η πιο χτυπητή εκδήλωση της αδυναμίας των υπερασπιστών των θυμάτων να δώσουν την πολιτική πάλη ενάντια στα θύματα βρίσκεται στο επιχείρημα που χρησιμοποιούν, όταν θέλουν να αποδείξουν ότι οι δολοφόνοι είναι απλοί ποινικοί εγκληματίες. Τους κατηγορούν ότι είναι ληστές τραπεζών, δηλαδή κατηγορούν κατά συρροή ψυχρούς δολοφόνους ότι είναι απλά κλέφτες, καθώς μόνο στην κλοπή αναζητούν την ιδιοτέλειά τους και όχι στους φόνους τους. Αλλά οι ληστείες γίνονται εξίσου στο όνομα του λαού, όπως γίνονται και οι φόνοι. Επίσης, αντίστροφα, αν οι 17νοεμβρίτες ήταν κυρίως ληστές, τι τους χρειάζονταν τους φόνους ανθρώπων άσχετων προς τις ληστείες; Αν λοιπόν κάποιος δεν αποδείξει ότι οι φόνοι αποτελούν μέρος μιας ιδιοτελούς διαδικασίας, δηλαδή μιας ευρύτερης διαδικασίας ωμής βίας και αρπαγής, όπως είναι η φασιστική πολιτική, στην οποία οι δολοφόνοι έπαιζαν το ρόλο του παραγγελιοδόχου εκτελεστή, δεν μπορεί να αποδείξει ότι και οι κλοπές τους είναι ιδιοτελείς, δηλαδή να αποδείξει ότι δεν αποτελούν «επαναστατική απαλλοτρίωση». Τη διαδικασία αυτή, σε ό,τι αφορά τη φασιστική φύση της «17Ν», η Νέα Ανατολή την έχει πολύ διεξοδικά αναλύσει σε πολλά άρθρα της, αλλά πιο συμπυκνωμένα σε μια σειρά άρθρα του 2002 και 2003, ιδιαίτερα στο μεγάλο άρθρο της του φύλλου 384 του Αυγούστου του 2002, και γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος να επανέλθουμε εδώ αναλυτικά. Το μόνο που θα πούμε επιγραμματικά είναι ότι η δολοφονία ανθρώπων μόνο και μόνο επειδή είναι μέλη μιας τάξης στο επίπεδο των οικονομικών σχέσεων, χωρίς να έχει εκδηλωθεί ανοιχτή αιματηρή πολιτική ταξική σύγκρουση, χωρίς τα θύματα να έχουν οποιαδήποτε συμμετοχή σε άσκηση πολιτικής ή ανοιχτής οικονομικής βίας στο λαό, κυρίως χωρίς ο λαός να τους μισεί και κυρίως χωρίς να τους μισούν οι εργάτες τους, έχει μέσα της όλη τη λογική της ναζιστικής εξόντωσης, όπου κάποιοι άνθρωποι πρέπει να πεθάνουν όχι για το έγκλημα που έκαναν, αλλά γιατί υπάρχουν. Εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους η δικαστική μάχη δόθηκε (και μάλλον θα δοθεί και τώρα) στο πολιτικό επίπεδο, που είναι και το πιο ουσιαστικό από στρατηγική άποψη, μόνο από την πλευρά των δολοφόνων-φασιστών και όχι από την πλευρά των θυμάτων.
Οι αιτίες της πολιτικής αδυναμίας της αστικής τάξης-θύματος της σοσιαλφασιστικής τρομοκρατίας
Η αδυναμία της αστικής τάξης, που είναι το θύμα της σοσιαλφασιστικής
τρομοκρατίας, να εξηγήσει πολιτικά τα κίνητρα των δολοφόνων δεν οφείλεται στο
ότι της λείπουν τα στοιχεία. Ο καθένας από τους δημοσιολόγους αυτής της τάξης
έχει σ’ αυτή τη χώρα την ανάλυση της ΟΑΚΚΕ, που βήμα–βήμα παρακολούθησε για
20 ολόκληρα χρόνια, αποκάλυπτε μεθοδικά και ανοιχτά κατήγγελλε την πολιτική
που υπηρετούσαν οι δολοφόνοι. Αυτό που λείπει από αυτό το κομμάτι της αστικής
τάξης είναι η διάθεση να υιοθετήσει αυτή την ανάλυση, γιατί κάτι τέτοιο θα απαιτούσε
από αυτή να πραγματοποιήσει στην πράξη τόσες πολλές ρήξεις, που στη συγκεκριμένη
χώρα και στη συγκεκριμένη περίοδο θα τη μετέτρεπαν σε επαναστατική τάξη. Θα
όφειλε δηλαδή να έρθει σε μετωπική σύγκρουση όχι μόνο με την πηγή της 17νοεμβρίτικης
πολιτικής, που είναι το δίδυμο ψευτοΚΚΕ-ΣΥΝ, όχι μόνο με τους μηχανισμούς εξουσίας
που διαθέτουν αυτά τα δύο κόμματα - κλειδιά μέσα στο κυρίως κράτος, μέσα στα
δυο μεγάλα κόμματα και μέσα στην οικονομία (συνδικαλιστικοί μηχανισμοί ελέγχου),
αλλά κυρίως να έρθει σε μετωπική σύγκρουση με τη διεθνή πολιτική του κράτους,
που σημαίνει σε σύγκρουση όχι μόνο με την κυρίαρχη ανατολική κρατική πολιτική,
αλλά και με την ιμπεριαλιστική πολιτική των δυτικών ιμπεριαλιστών. Αυτοί οι
τελευταίοι, όσα θύματα και να έχουν από τη σοσιαλφασιστική τρομοκρατία, δεν
τολμάνε να τα βάλουν με το κέντρο της, τη Ρωσία και το ρωσοκινεζικό άξονα, γιατί
με αυτόν συνεργάζονται και οικονομικά και πολιτικά ενάντια στους λαούς τους
και ενάντια στον Τρίτο Κόσμο. Όπως έχει διαπιστώσει και ο Λένιν, είναι αδύνατο
στους αστοφιλελεύθερους να έρθουν σε σύγκρουση με μια αυταρχική κρατική εξουσία,
αφού τα οικονομικά τους συμφέροντα είναι δεμένα με το κράτος που αυτή εξουσιάζει.
Το ανάλογο ισχύει και σε διεθνή κλίμακα. Είναι δυνατό η δίχως χαραχτήρα ελληνική
αστική τάξη να τολμήσει να κάνει ένα τέτοιο βήμα; Η στάση της στη δίκη της «17Ν»
αποδεικνύει ακριβώς αυτό.
Έτσι μπορούν οι 17νοεμβρίτες να χορεύουν μόνοι τους σ’ αυτή τη δίκη. Μπορούν
όχι επειδή είναι πολύ επαναστάτες, όπως θέλουν να δείχνουν στο επίσης δίχως
χαρακτήρα και ευνουχισμένο μικροαστικό κοινό τους, αλλά επειδή είναι πολύ πιο
καθεστωτικοί από τα θύματά τους, όχι δηλαδή επειδή τα θύματά τους είναι πολύ
κυρίαρχα, αλλά επειδή είναι πολύ ακυρίαρχα, και είναι τέτοια όλο και περισσότερο
στο βαθμό που οι πράκτορες της ανατολικής υπερδύναμης δυναμώνουν διαρκώς τις
θέσεις τους στη χώρα αυτή. Το ότι σε καμιά άλλη χώρα της Δύσης δεν υπήρξε «17Ν»
δεν είναι τυχαίο. Σε καμιά άλλη η βιομηχανική αστική τάξη δεν έπαιξε ιστορικά
τόσο μικρό πολιτικό και ιδεολογικό ρόλο και δεν ήταν τόσο πολύ εξαρτημένη από
τον ιμπεριαλισμό και το κράτος του.
Αυτοί είναι οι ειδικοί, «ελληνικοί» λόγοι για τους οποίους η
δίκη της «17Ν» είναι πολιτική μόνο από τη μεριά των θυτών και καθόλου από τη
μεριά των θυμάτων. Όμως υπάρχει και κάτι άλλο, ακόμα πιο βαθύ και πιο παγκόσμιο
στην ουσία του. Πρόκειται για το ότι η πολιτική μάχη ενάντια στη «17Ν» και γενικότερα
ενάντια στη σοσιαλφασιστική τρομοκρατία δεν μπορεί να δοθεί ως το τέλος και
νικηφόρα παρά μόνο από εκείνη την τάξη στο όνομα της οποίας αυτή δολοφονεί.
Σε τελική ανάλυση, μόνο το επαναστατικό προλεταριάτο μπορεί να αποκαλύψει και
να νικήσει τη σοσιαλφασιστική τρομοκρατία μέσα στο λαό, γιατί μόνο εκείνο μπορεί
να διακρίνει ανάμεσα στον αντιδραστικό αντικαπιταλισμό και αντιιμπεριαλισμό
της και τον προλεταριακό αντικαπιταλισμό και αντιιμπεριαλισμό. Μόνο αυτή η τάξη
μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποκαλύψει πόσο γελοίες είναι οι φράσεις
της «17Ν» για «αμφισβήτηση της καθεστηκυΐας τάξης» και «του πολιτικού συστήματος,
των οικονομικών και πολιτικών δομών λειτουργίας του και των δομών εξάρτησής
του», ή ότι «ως απώτερο πολιτικό της στόχο είχε την ενεργοποίηση των λαϊκών
μαζών, για να εξεγερθούν ενάντια στο ισχύον πολιτικό σύστημα, για την εγκαθίδρυση
του αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμού με άμεση Δημοκρατία»!!! Μόνο μαρξιστές επαναστάτες
μπορούν να αποδείξουν πόσο αντιλαϊκή, υπερκαπιταλιστική και ακραία ιμπεριαλιστική
είναι η πράξη και η «θεωρία» της 17Ν. Γιατί τελικά μόνο αυτοί μπορούν να ξεσκεπάσουν
την πολιτική πλατφόρμα και πράξη του «εργατικού και λαϊκού» κόμματος, που είναι
ο πολιτικός προστάτης και δημιουργός της πολιτικής πλατφόρμας της «17Ν», δηλαδή
του ψευτοΚΚΕ-ΣΥΝ (κυρίως μάλιστα του ψευτοΚΚΕ, αν και ο ΣΥΝ έχει αναλάβει πιο
ανοιχτά την υπεράσπιση της «17Ν» ακριβώς για να μην τραυματιστεί πολιτικά το
στρατηγικότερο από τα δυο κόμματα του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού στην Ελλάδα,
που είναι το πρώτο).
Αν η «17Ν» μπορεί ανενόχλητα να παριστάνει τη λαϊκή επανάσταση στο δικαστήριο,
αν μπορεί να συγκροτεί έναν τραμπούκικο στρατό έξω από αυτό από στοιχεία της
ευνουχισμένης μικροαστικής τάξης, των νέων ανέργων και του λούμπεν, είναι επειδή
τα ψευτοΚΚΕ - ΣΥΝ χορεύουν ανενόχλητα μέσα στα τσακισμένα εργατικά συνδικάτα,
τα οποία τα έχουν μετατρέψει ή σε διοικητικές τους σφραγίδες ή, σε μερικές περιπτώσεις,
σε εργαλεία της πολιτικής τους βίας. Από αυτή την άποψη, η ελληνική αστική τάξη
και γενικότερα ο δυτικός ιμπεριαλισμός πληρώνουν το ενστιχτώδικο ταξικό τους
έγκλημα, σε στενή συνεργασία με το σοσιαλφασισμό, να τσακίσουν αρχικά το κομμουνιστικό
κίνημα και αργότερα το νεαρό δημοκρατικό μεταπολιτευτικό εργατικό κίνημα.
Όλες οι παραπάνω παρατηρήσεις μας οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: Η αποτελεσματική
πάλη ενάντια στη «17Ν» και τη σοσιαλφασιστική τρομοκρατία γενικότερα έχει μια
βασική προϋπόθεση: τη συγκρότηση της επαναστατικής πρωτοπορίας σε πολιτικό κόμμα
και την οργάνωση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και των πιο ριζοσπαστικών
στοιχείων του λαού μέσα σε αυτό και γύρω από αυτό το κόμμα. Βρισκόμαστε στο
ιστορικό σημείο όπου η φιλελεύθερη αστική τάξη είναι πια τόσο πολύ απομονωμένη
από τη βάση της κοινωνίας, ώστε τα μέλη της δεν μπορούν πια να υπερασπίσουν
πολιτικά τον εαυτό τους σαν τάξη και σαν τέτοια να σωθούν από τη φυσική βία
του προελαύνοντος σοσιαλφασισμού. Στην ουσία αυτό το τελευταίο καθήκον πέφτει
στα χέρια του ίδιου του επαναστατικού προλεταριάτου. Όμως, ενώ αυτό είναι υποχρεωμένο
να υπερασπίσει ως το τέλος τους κυνηγημένους από το σοσιαλφασισμό αστούς σα
θύματα του φασισμού, σαν εκπροσώπους παραγωγικών δυνάμεων (όσο είναι τέτοιοι)
και βέβαια σαν άτομα, δεν είναι διατεθειμένο να τους δώσει παράταση ζωής σαν
κυρίαρχη τάξη. Αυτό το ρόλο τον θέλει για τον εαυτό του και τον αξίζει. Αυτό
σημαίνει ότι η εποχή του ιμπεριαλισμού και του σοσιαλιμπεριαλισμού έχει κάνει
αναγκαία περισσότερο από ποτέ την προλεταριακή. Ασφαλώς μένει ακόμα μακρύς δρόμος,
κυρίως στο υποκειμενικό επίπεδο και ειδικά σε ό,τι αφορά τη συνειδητοποίηση
από τις μάζες του σοσιαλφασιστικού φαινόμενου. Αλλά τα πρώτα μεγάλα βήματα έχουν
γίνει, και από αυτά το πιο βασικό είναι η ίδια η ΟΑΚΚΕ, που σε πολύ μεγάλο βαθμό
προέκυψε μέσα από την αντίσταση πρωτοπόρων επαναστατών στη σοσιαλφασιστική βία.
Ο σοσιαλφασισμός ήδη έχει γεννήσει τους νεκροθάφτες του. Είναι αυτοί που από
καιρό έχουν απαντήσει στην πρόκληση της «17Ν» για μια «πολιτική δίκη».