Ο ΚΙΝΕΖΙΚΟΣ ΣΟΣΙΑΛΦΑΣΙΣΜΟΣ ΕΠΙ ΤΟ ΕΡΓΟΝ…
Η πρόσφατη δολοφονία
δεκάδων αγροτών που διαδήλωναν στο Ντονγκζού της επαρχίας Γκουαντόνγκ της νότιας
Κίνας ενάντια στην υλοποίηση ενεργειακών προγραμμάτων της κινεζικής κυβέρνησης
σε βάρος των περιουσιών τους έκανε το γύρο του κόσμου και ανέδειξε το ζήτημα
της βάναυσης καταπίεσης που υφίσταται ο κινέζικος λαός από μια ολιγάριθμη κλίκα
σοσιαλφασιστών. Ο φόβος μιας παγκόσμιας κατακραυγής ήταν αυτός που ανάγκασε
τις αρχές να προσαγάγουν, με αρκετή ωστόσο καθυστέρηση, τους φυσικούς δράστες
στη δικαιοσύνη.
Τα γεγονότα έχουν ως εξής: Η κυβέρνηση είχε σχεδιάσει την κατασκευή ενός εργοστασίου
άνθρακα στο Ντονγκζού. Η τοπική κοινωνία πρόβαλε τις ενστάσεις της. Από τη μια
θα επιβαρυνόταν το περιβάλλον και θα χτυπιόταν η αλιεία με τα έργα στην παραλία
του χωριού, ενώ από την άλλη οι αγρότες της περιοχής έβλεπαν τη γη τους να απαλλοτριώνεται
από την ηγετική σοσιαλφασιστική συμμορία με αντάλλαγμα μια συμβολική αποζημίωση.
Γι’ αυτό οι κάτοικοι εξέλεξαν μέσα στον Αύγουστο μια μικρή αντιπροσωπεία, για
να εκφράσει τις ανησυχίες τους προς τις αρχές, η οποία όμως συνελήφθη. Έτσι,
τελευταία, στις αρχές του μήνα, αποφάσισαν να διαδηλώσουν ενάντια στην κατασκευή
του εργοστασίου, όπως και έκαναν. Σύντομα οι πάνοπλες αστυνομικές δυνάμεις είχαν
περικυκλώσει την περιοχή και γύρω στις 7 μ.μ. άρχισαν να ρίχνουν δακρυγόνα στο
πλήθος, χωρίς όμως να καταφέρουν να το τρομάξουν. Στη συνέχεια ακούστηκαν πάνω
από δέκα εκρήξεις κροτίδων. «Κατά τις 8 μ.μ. άρχισαν να χρησιμοποιούν όπλα,
πυροβολώντας στο έδαφος, αλλά χωρίς να σκοπεύουν πραγματικά. Τελικά, γύρω στις
10 μ.μ. άρχισαν να σκοτώνουν κόσμο», ανέφερε ένας αυτόπτης μάρτυρας. Ο
απολογισμός ήταν τουλάχιστον 20 νεκροί διαδηλωτές και άλλοι 40 αγνοούμενοι.
Η αστυνομία χρησιμοποίησε για την καταστολή της κινητοποίησης και γνωστά μέλη
ποινικών εγκληματικών συμμοριών εξοπλισμένα με μαχαίρια και ρόπαλα. Κατόπιν
άφησε για μέρες τα πτώματα στο έδαφος κι απαγόρευσε στους κατοίκους να βγουν
απ’ τα σπίτια τους, ακόμη και για να αγοράσουν τρόφιμα. Στο μεταξύ έφτασε ένας
κομματικός αξιωματούχος από το γειτονικό Σανβέι κι άρχισε να φωνάζει με μια
ντουντούκα: «Το Σανβέι και το Ντονγκζού είναι ακόμα καλοί φίλοι. Δεν είμαστε
εδώ εναντίον σας. Είμαστε για να καλυτερεύσουμε την κατασκευή του κόλπου». Όμως
για τους κατοίκους που έχασαν τους δικούς τους αυτές οι φράσεις ηχούν σχεδόν
ειρωνικές στ’ αυτιά τους. Τρεις μέρες αργότερα κατέλαβαν τη γέφυρα που οδηγεί
στην πόλη τους με ένα πανώ που έγραφε «Οι νεκροί υπέφεραν ένα λάθος. Υποστηρίξτε
τη δικαιοσύνη» (ΝΥΤ, 10/12).
Πέρα από τον αιματηρό χειρισμό της λαϊκής κινητοποίησης, χαρακτηριστική της
φασιστικής νοοτροπίας του καθεστώτος είναι και η μέριμνά του να εμποδίσει τη
μετάδοση κάθε πληροφορίας σχετικά με αυτό το περιστατικό. Έτσι, απαγόρευσε σε
όλα τα ειδησεογραφικά δελτία και τις μη τοπικές εφημερίδες να καλύψουν το συμβάν,
ενώ μπλόκαρε από τους σημαντικότερους κόμβους αναζήτησης στο Ίντερνετ τις λέξεις-κλειδιά
που παραπέμπουν σ’ αυτό. Μόνο τέσσερις μέρες αργότερα, και ενώ η είδηση ταξίδευε
στο εξωτερικό, το επίσημο ειδησεογραφικό πρακτορείο «Νέα Κίνα» έκανε έναν πρώτο
απολογισμό της σφαγής ισχυριζόμενο τρεις νεκρούς και οκτώ τραυματίες, αλλά ακόμη
κι αυτή η εκδοχή, όπως και η ανακοίνωση της προσαγωγής του επικεφαλής της επιχείρησης
στη Δικαιοσύνη, μεταδόθηκε μόνο σε εφημερίδες της επαρχίας Γκουαντόνγκ, σύμφωνα
με τις υποδείξεις του Κεντρικού Τμήματος Προπαγάνδας. Ο διευθυντής ειδήσεων
του Netease.com Φανγκ Σανβέν δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι δεν έχει αυτό το νέο
στην ιστοσελίδα του, προσθέτοντας με νόημα: «Δεν μπορώ να μιλήσω. Ελπίζω
ότι καταλαβαίνετε» (ΝΥΤ, 14/12). Εντωμεταξύ, πάνω από 50 διανοούμενοι έχουν
συνυπογράψει ένα υπόμνημα καταγγελίας της σκληρής λογοκρισίας από τα κινέζικα
ΜΜΕ των γεγονότων στο Ντονγκζού.
Εξίσου καταγγελτικό είναι και το πόρισμα του ειδικού απεσταλμένου της Επιτροπής
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ Μάνφρεντ Νόβακ σχετικά με τα βασανιστήρια στην
Κίνα. Η έκθεση διαπιστώνει ότι, παρά τις προόδους που έχουν επιτευχθεί, τα βασανιστήρια
των κρατουμένων στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτελούν σύνηθες
φαινόμενο στη σημερινή Κίνα. Έτσι η αστυνομία συχνά βασανίζει για να αποσπάσει
ομολογίες, ενώ η χρήση ηλεκτροσόκ, η στέρηση του ύπνου και η έκθεση στο νερό
και σε περιττώματα σπάνια τιμωρούνται. Οι θανατοποινίτες δένονται με χειροπέδες
για ολόκληρα 24ωρα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες
τους χωρίς τη βοήθεια των συγκρατουμένων τους. Ένας πολιτικός κρατούμενος, ο
Χε Ντεπού, αποκάλυψε ότι είχε υποχρεωθεί να παραμείνει για 85 ημέρες ξαπλωμένος
στο κρεβάτι με τα χέρια ψηλά στο κεφάλι. Εάν τα χέρια του έπεφταν ενώ κοιμόταν,
θα τον ξυπνούσαν για να πάρει την ενδεδειγμένη θέση. Η έκθεση έδειξε ότι, παρά
την εξάλειψη των βασανιστηρίων που αφήνουν σημάδια ή προκαλούν ανικανότητα,
χρησιμοποιούνται πλατιά άλλοι φυσικοί και ψυχολογικοί βασανισμοί, όπως είναι
«το κουκούλωμα και το δέσιμο των ματιών, ο ξυλοδαρμός από συγκρατούμενους,
η χρήση χειροπέδων και αλυσίδων για μεγάλες περιόδους, έκθεση σε υπερβολική
ζέστη και ψύχος, ο εξαναγκασμός σε περίεργες στάσεις για μεγάλο διάστημα και
η στέρηση ιατρικής περίθαλψης» (ΝΥΤ, 3/12). Ο Νόβακ στην έκθεσή του ζητάει
μεγαλύτερη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου,
έτσι ώστε να κατοχυρώνονται ορισμένα δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα των
υπόπτων να παραμένουν σιωπηλοί κτλ.
Η εξέγερση στο Ντονγκζού ήταν μία από τις πάμπολλες που έχουν να αντιμετωπίσουν
οι κινέζοι σοσιαλφασίστες κάθε χρόνο. Με τη διάδοση του κινητού τηλεφώνου αυτές
μαθαίνονται όλο και πιο εύκολα. Έτσι, μόνο μέσα στο 2004 τα επίσημα στοιχεία
μιλούν για τουλάχιστον 74.000 τοπικές εξεγέρσεις. Οι λαϊκές κινητοποιήσεις αναγκάζουν
τους ναζί να αφήνουν τα προσχήματα και να δείχνουν παντού το αποκρουστικό τους
πρόσωπο. Ένα παρόμοιο περιστατικό που γνωστοποιήθηκε στα μέσα Οκτώβρη ήταν ο
άγριος ξυλοδαρμός του δημοκράτη ακτιβιστή και εκπροσώπου των πολιτών του χωριού
Ταϊσί Λου Μπανγκλί από 30-50 τραμπούκους: «Επί 10 λεπτά ο άτυχος ακτιβιστής
κειτόταν αιμόφυρτος και χωρίς αισθήσεις στο χώμα και συνεχώς περνούσαν από εκεί
άλλοι τραμπούκοι οι οποίοι (…) τον έφτυναν, φυσούσαν τη μύτη τους επάνω του,
τον κατουρούσαν και συνέχιζαν να τον κλωτσάνε». Ο βρετανός δημοσιογράφος που
ήταν μαζί του «οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα του χωριού, όπου του συνέστησαν
να μην ανακατεύεται “στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας” και τον έστειλαν πακετο
πίσω στο Πεκίνο. Ακόμα μέχρι τώρα δεν κατάφερε να μάθει αν ο κ. Λου ζει ή πέθανε»
(Ελευθεροτυπία, 11/10).
Οι κινέζοι σοσιαλναζί ήδη αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα από την αντίσταση του
ηρωικού κινεζικού λαού και το τέλος τους δε θα αργήσει να έρθει.