Η πραγματικότητα
της υπόθεσης με τις γελοιογραφίες του Μωάμεθ ξεπερνάει κατά πολύ τη γενική φιλολογία
περί «διαφορετικών αντιλήψεων» για τα δημοκρατικά δικαιώματα ή ακόμα τα περί
«σύγκρουσης πολιτισμών» με τα οποία η δυτική διανόηση καταπιάνεται για να εξηγήσει
το φαινόμενο.
Κατά τη γνώμη μας η επίθεση στις δυτικές πρεσβείες σε μια σειρά χώρες από ένα
αγριεμένο πλήθος, η απαίτηση αυτού του πλήθους να τιμωρηθούν με θάνατο οι γελοιογράφοι,
η απαίτηση όλων σχεδόν των μουσουλμανικών κρατών να ζητήσουν οι κυβερνήσεις
μιας σειράς δυτικών χωρών συγνώμη και, τελικά η συγγνώμη, που με τον ένα ή τον
άλλο τρόπο αναγκάστηκαν να ζητήσουν αυτές οι κυβερνήσεις αυτοί οι εκδότες και
αυτοί οι γελοιογράφοι, σημαίνουν κάτι χειρότερο από καταπάτηση δημοκρατικών
δικαιωμάτων και κάτι πολύ διαφορετικό από σύγκρουση πολιτισμών: Σημαίνουν φασισμό
και μάλιστα φασισμό που ετοιμάζεται για πόλεμο.
Θα χρειαστεί να αναπτύξουμε αυτή μας τη θέση ανασκευάζοντας τo βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιείται σήμερα για να ερμηνεύσει τη σύγκρουση και ουσιαστικά να δικαιολογήσει τους ισλαμοφασίστες. Αυτό το επιχείρημα στην πιο ωμή του εκδοχή είναι ότι οι δυτικοί δεν παίρνουν υπόψη τους τα αισθήματα των λαών με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές που ζουν στις δικές τους ή άλλες χώρες και τους πληγώνουν ποδοπατώντας τις ιδέες και τα σύμβολά τους. Αυτοί που επιχειρηματολογούν έτσι χρησιμοποιούν όρους δημοκρατίας λέγοντας ότι στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης κάποιοι αποικιοκράτες και ρατσιστές, παραβιάζουν τάχα την προσωπική, εθνική και θρησκευτική αξιοπρέπεια, οπότε και την ελευθερία άλλων συνανθρώπων τους και άλλων λαών οι οποίοι μοιραία εξοργίζονται. H κλασσική κριτική αυτού του είδους ονομάζει όσους κάνουν κριτική στο φασιστικό ισλαμισμό, ισλαμόφοβους. Μια παραλλαγή αυτού του επιχειρήματος που εμφανίζεται σαν πιο ισορροπημένη και ουδέτερη, είναι ότι τέτοια φαινόμενα αποτελούν εκδήλωση αντιθέσεων ανάμεσα στο χριστιανικό ή και ορθολογικό πολιτισμό των κρατών της Δύσης και στους θρησκευτικούς πολιτισμούς πολλών άλλων κρατών στην Ανατολή και στο Νότο, και ότι τέτοιες αντιθέσεις πρέπει και μπορούν να λυθούν ειρηνικά με ένα «διάλογο πολιτισμών». Σύμφωνα με αυτούς αν δεν λυθούν έτσι θα οδηγηθούμε σε έναν πόλεμο από τον οποίο κερδισμένοι θα είναι οι ιμπεριαλιστές και οι σκοταδιστές, οι οποίοι επίτηδες υποθάλπουν τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις ένθεν και ένθεν, δηλαδή είτε γελοιογραφώντας ιερά σύμβολα, είτε καίγοντας πρεσβείες. Στην ουσία αυτό σημαίνει ότι ώσπου να τελεσφορήσει αυτός ο «διάλογος των πολιτισμών» δεν θα πρέπει να υπάρχουν γελοιογραφίες του Μωάμεθ και γενικά οτιδήποτε μπορεί να ενοχλήσει τους «άλλους πολιτισμούς». Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος να πει κανείς ότι χωρίς γελοιογραφίες δεν υπάρχουν οι εχθροπραξίες ή αλλιώς ότι οι αρχικοί φταίχτες είναι οι γελοιογράφοι.
Πολιτικές συγκρούσεις με πολιτιστική μορφή. Η φύση της πολιτιστικής - πολιτικής σύγκρουσης με τον ισλαμοφασισμό στην Ευρώπη
Καταρχήν για τους μαρξιστές
δεν υπάρχουν σήμερα διαφορετικοί στο περιεχόμενό τους εθνικοί
και ακόμα λιγότερο θρησκευτικοί πολιτισμοί. Αυτό οφείλεται στο ότι ο καπιταλισμός,
ιδιαίτερα στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο έχει ενοποιήσει σε πρωτοφανή βαθμό την
παγκόσμια αγορά η οποία με τη σειρά της έχει περιορίσει όλες τις εθνικές συμπεριφορές,
έθιμα, και θρησκευτικές αντιλήψεις στο επίπεδο της δευτερεύουσας τοπικής ιδιομορφίας.
Αυτές οι ιδιομορφίες είναι πιο έντονες σ’ εκείνους τους θύλακες κοινωνικής ζωής
σε κάποιες χώρες που ακόμα δεν έχουν τραβηχτεί στη σύγχρονη διαδικασία παραγωγής
και κατανάλωσης εμπορευμάτων. Εκείνο που υπάρχει στην πραγματικότητα είναι μόνο
διαφορετικοί ταξικοί πολιτισμοί που παίρνουν σε κάθε χώρα, και μάλιστα σε όλο
και μικρότερο βαθμό, ξεχωριστή εθνική ή και κρυφοεθνική θρησκευτική μορφή.
Στην πραγματικότητα υπάρχουν σήμερα στον κόσμο σε γενικές γραμμές δύο πολιτισμοί,
ο κυρίαρχος αστικός ιμπεριαλιστικός πολιτισμός και ο προλεταριακός πολιτισμός
που έχει κληρονομήσει και αναπτύξει τον αστικό δημοκρατικό πολιτισμό. Μέσα στις
κοινωνίες συνεχίζουν ακόμα να υπάρχουν και υπολείμματα από ιστορικά περασμένους
πολιτισμούς όπως του φεουδαρχικού, του δουλοκτητικού πολιτισμού, ακόμα και υπολείμματα
της βαρβαρότητας. Όμως αυτό που φαίνεται σαν υπόλειμμα περασμένων εποχών είναι
τις περισσότερες φορές μια επιστροφή σε περασμένες μορφές ταξικών πολιτισμών.
Αυτή η επιστροφή οφείλεται με τη σειρά της στο ότι ο αστικός ιμπεριαλιστικός
πολιτισμός έχει έρθει πλέον σε σύγκρουση με τον αστικό δημοκρατικό πολιτισμό,
ιδιαίτερα στη φασιστική και στη σοσιαλφασιστική του μορφή, οπότε επαναφέρει
πλευρές του φεουδαρχικού πολιτισμού ή ακόμα πλευρές της βαρβαρότητας και της
αγριότητας, δηλαδή δανείζεται μορφές πολιτισμού από τις παλιότερες εποχές της
ανθρώπινης κοινωνικής ανάπτυξης.
Όσο οι τάξεις συγκρούονται μέσα σε κάθε χώρα και ανάμεσα σε χώρες τόσο συγκρούονται
και οι πολιτισμοί αυτών των τάξεων μέσα σε κάθε χώρα και ανάμεσα σε χώρες.
Στην πραγματικότητα ωστόσο η σύγκρουση στο επίπεδο του πολιτισμού είναι μια
σύγκρουση δευτερεύουσα καθώς ξετυλίγεται βασικά στο επίπεδο του εποικοδομήματος.
Αυτό που φαίνεται σαν ταξική σύγκρουση πολιτισμών, ιδιαίτερα όταν οι συγκρούσεις
εκδηλώνονται με ανοιχτό και βίαιο τρόπο, είναι τις περισσότερες φορές κανονική
πολιτική ταξική σύγκρουση. Ο πολιτισμός είναι ένα μερικό κομμάτι του εποικοδομήματος
ενώ η πολιτική συμπυκνώνει και εκφράζει συνολικά και το εποικοδόμημα και τη
βάση, δηλαδή και τις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις μιας δοσμένης
κοινωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση των γελοιογραφιών έχουμε καθαρή πολιτική
σύγκρουση που απλά παίρνει πολιτιστική μορφή.
Αυτό φαίνεται αν μελετήσει κανείς την ιστορία και το γεωγραφικό χώρο αυτής
της σύγκρουσης.
Η σύγκρουση αυτή δεν ξεκίνησε με τις γελοιογραφίες του Μωάμεθ, αλλά είχε δύο
μεγάλους ως τώρα σταθμούς. Ο πρώτος, πριν από μια δεκαπενταετία ήταν ο φετφάς
(θρησκευτική εντολή) από τους μουλάδες του Ιράν να δολοφονηθεί ο συγγραφέας
Ρούσντι για ένα βιβλίο που αυτοί θεώρησαν βλάσφημο. Επρόκειτο για μια κριτική
του θρησκευτικού ισλαμικού συντηρητισμού με λογοτεχνική μορφή. Ο δεύτερος σταθμός,
ακόμα πιο σημαντικός και πιο πρόσφατος, ήταν η δολοφονία του ολλανδού σκηνοθέτη
Βαν Γκογκ από ένα ισλαμιστικό δίκτυο για μια ταινία του που καυτηρίαζε την καταπίεση
των γυναικών στο μουσουλμανικό κόσμο. Η συγγραφέας του σεναρίου αυτής της ταινίας
είναι μια ολλανδή βουλευτίνα σομαλικής καταγωγής και πρώην μουσουλμάνα η Ayaan
Hirsi Ali. (Μοντ, 16 Φλεβάρη) Και για αυτήν υπάρχει μη κρατική ισλαμική εντολή
για τη δολοφονία της πράγμα που την υποχρεώνει να ζει κρυμμένη στην ίδια της
τη χώρα κάτω από διαρκή αστυνομική προστασία.
Στις δύο παραπάνω περιπτώσεις δεν υπήρχε εικαστική αναπαράσταση του Μωάμεθ.
Ειδικά στην περίπτωση Βαν Γκογκ-Ayaan Hirsi Ali υπήρχε κριτική στην επαχθέστερη
πλευρά των σημερινών μουσουλμανικών κοινωνιών που είναι η στάση τους απέναντι
στη γυναίκα. Ακόμα και η υπόθεση των γελοιογραφιών δεν ξεκίνησε σα μια «πρόκληση»
στο Ισλάμ από μέρους κάποιων ακροδεξιών και ιμπεριαλιστών ξενοφοβικών. Ξεκίνησε
όταν ένας προοδευτικός δανός διανοούμενος και μάλιστα τριτοκοσμιστής, ο Kare
Bluitgen, έγραψε ένα εικονογραφημένο βιβλίο για παιδιά για τη ζωή του Μωάμεθ
όχι υβριστικό ή καταγγελτικό γι αυτόν. Στα μέσα του περασμένου χρόνου δήλωσε
σε μια τηλεοπτική εκπομπή ότι δεν βρήκε ούτε ένα σκιτσογράφο που να δεχτεί να
υπογράψει με το όνομά του τα σκίτσα γιατί η μουσουλμανική θρησκεία δεν επιτρέπει
παράσταση των προφητών της. Έτσι το βιβλίο κυκλοφόρησε με ανώνυμη εικονογράφηση
στις 24 του Γενάρη του 2006. Σαν απάντηση σε αυτή την αυτολογοκρισία η δανέζικη
Jyllands-Posten κάλεσε 30 δανούς να κάνουν γελοιογραφίες με θέμα το Μωάμεθ.
Από αυτές τόλμησαν μόνο 12 να στείλουν σκίτσα. Αυτή η «αναίδεια» απέναντι σε
μια κατοχυρωμένη πλέον διεθνή λογοκρισία ήταν που ερέθισε κάποιους ισλαμιστές
για να ξεκινήσουν μια παγκόσμια πολιτική κρίση που επεκτάθηκε σε πολλές χώρες
του κόσμου.
Αυτά τα περιστατικά αποτέλεσαν σταθμούς γιατί το βασικό σε αυτά είναι η βία
η οποία πάντα φανερώνει με το πιο δραματικό τρόπο την ένταση και το βάθος των
αντιθέσεων ιδιαίτερα όταν παίρνει διεθνείς διαστάσεις. Όμως στο ενδιάμεσο υπάρχει
μια σειρά από λιγότερο διάσημες ιστορίες λογοκρισίας σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις
που περιείχαν κριτικές του ισλάμ. Μια από αυτές φωτίζει περισσότερο την ποιότητα
αυτού του είδους της λογοκρισίας και ήρθε τελευταία στο φως με αφορμή την υπόθεση
των γελοιογραφιών.
Το 1993 ένα θέατρο της Γενεύης αποφάσισε να ανεβάσει το περίφημο θεατρικό έργο
του Βολταίρου: «Ο Φανατισμός ή ο προφήτης Μωάμεθ» στα πλαίσια των 300 χρόνων
από τη γέννηση του μεγάλου διαφωτιστή. Οι επικεφαλής της μουσουλμανικής κοινότητας
της Γενεύης αντέδρασαν, οπότε οι τοπικές αρχές της Γενεύης ματαίωσαν την παράσταση.
Φέτος 12 χρόνια μετά οι ίδιοι απαίτησαν αυτό το έργο να μη διαβαστεί ούτε μέσα
σε αίθουσες όπως συμβαίνει συχνά στις χώρες με πλατιά λογοτεχνική καλλιέργεια.
Αξίωσαν δηλαδή να ματαιωθεί η ανάγνωση του έργου του Βολταίρου σε δυο αίθουσες
της Γενεύης στις 8 και 10 Δεκέμβρη του 2005. Αυτή τη φορά δεν πέτυχαν το στόχο
τους. Η ανάγνωση έγινε μπροστά σε μεγάλο πλήθος κόσμου, αλλά με μεγάλη αστυνομική
προστασία (Μοντ, 15 Φλεβάρη 2006).
Στην τελευταία περίπτωση, αλλά και στις προηγούμενες μπορεί να διαπιστώσει κανείς
ότι η επίθεση σε κείμενα, συγγραφείς και σκηνοθέτες είναι ανεξάρτητη από οποιαδήποτε
εσκεμμένη θρησκευτική προσβολή και αποτελεί μια απόπειρα ενός είδους Ισλάμ,
του λεγόμενου πολιτικού Ισλάμ, να γυρίσει προς τα πίσω την κοινωνική και πολιτική
εξέλιξη στις πιο δημοκρατικές χώρες. Η κριτική στην παπαδοκρατία που φτάνει
ακόμα και με τη μορφή του λίβελου στην κριτική και της ίδιας της κυρίαρχης θρησκείας,
υπήρξε βασικό συστατικό της αστικοδημοκρατικής επανάστασης όπου έγινε, σε όλες
τις χώρες, ιδιαίτερα στις δυτικές. Η αντιθρησκευτική κριτική κορυφώθηκε το 19ο
αιώνα στην πιο ώριμη στιγμή της αστικής δημοκρατικής επανάστασης, στη γαλλική
επανάσταση όταν αυτή προσπάθησε να συντρίψει τα πιο ισχυρά κοινωνικά στηρίγματα
της φεουδαρχίας και την πιο αντιδραστική ιδεολογική μορφή που αυτή η κυριαρχία
έπαιρνε, την κληρικαλιστική-θρησκευτική. Μετά από τη σταθεροποίησή της εξουσίας
της η αστική τάξη αντιμετωπίζοντας το νέο της εχθρό, το προλεταριάτο, ξαναγύρισε
σταδιακά στην υπεράσπιση της θρησκείας αλλά μετά από πολλές περιπέτειες και
πισωγυρίσματα κατέληξε στην πιο σταθερή αστική μορφή χειρισμού των θρησκευτικών
αντιθέσεων που είναι ο διαχωρισμός των θρησκευτικών υποθέσεων από τις κρατικές.
Η θρησκευτική πίστη παρέμεινε ισχυρή σα μια ατομική υπόθεση αλλά έπαψε να είναι
μια υπόθεση της πολιτικής κοινωνίας. Ο καθένας μπορούσε να έχει το θεό του και
να τον υπερασπίζει, αλλά και ο καθένας είχε το δικαίωμα να προπαγανδίζει τον
αθεϊσμό και να κάνει όποια κριτική ήθελε σε όποια θρησκεία ήθελε.
Αυτό το τελευταίο δικαίωμα άρχισε να περικόπτεται από την ιμπεριαλιστική αστική τάξη όταν αυτή σε Δύση και Ανατολή άρχισε να φοβάται ακόμα και το δικό της αστικό δημοκρατισμό και να αντιλαμβάνεται ότι δεν διαθέτει πιο αποτελεσματικό εργαλείο ιδεολογικής χειραγώγησης και συντηρητικοποίησης των μαζών από τη θρησκεία και πιο σταθερό πόλο κοινωνικής και πολιτικής αντίδρασης από την εκκλησία. Έτσι άρχισε στα συντάγματα των δημοκρατικών χωρών να προστίθεται η δηλητηριώδης διάταξη, στην οποία τώρα πατάει το πολιτικό Ισλάμ, για την ανάγκη περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης όταν αυτή έρχεται σε σύγκρουση με το σεβασμό των θρησκευτικών συμβόλων και δοξασιών των πολιτών. Για να καταλάβει κανείς πόσο αντιδημοκρατική είναι μια τέτοια διάταξη είναι αρκετό να σκεφτεί πόσο κάνει διάκριση υπέρ της θρησκείας σε σχέση με άλλες κοσμοαντιλήψεις, ιδεολογικά και πολιτικά σύμβολα κλπ. Για παράδειγμα σήμερα μπορεί κανείς άνετα στη Δύση και άφοβα να γελοιογραφήσει και να γράψει όσους λίβελους θέλει ενάντια στο διαφωτισμό και τους διαφωτιστές, ενάντια στον αναρχισμό και τους αναρχικούς, ενάντια στο Μαρξ, στους μαρξιστές και τα σφυροδρέπανα χωρίς να κινδυνεύει από κανένα.
Ισλαμοφασισμός και σοσιαλφασισμός
Ασφαλώς αυτό το τελευταίο δεν μπορεί να το κάνει κανείς στην Κίνα, στη βόρεια
Κορέα και στην Κούβα, όπως δεν μπορούσε πριν λίγα χρόνια να το κάνει στη Ρωσία.
Αλλά αυτό οφείλεται στο ότι σε τέτοιες χώρες ο μαρξισμός, έχει μετατραπεί στο
αντίθετό του για να μεταβληθεί από άρνηση κάθε θρησκείας σε ένα είδος κρατικής
και ιμπεριαλιστικής θρησκείας και το μαρξιστικό «κομμουνιστικό» κόμμα σε ένα
είδος φεουδαρχικής εκκλησίας. Άλλωστε ακριβώς ανάλογο ρόλο με εκείνον της κρατικής
μαρξιστικής «θρησκείας» παίζει για τις μουσουλμανικές χώρες το φασιστικό πολιτικό
ισλάμ. Και εκεί τα κόμματα των μουλάδων είναι πολιτικά κόμματα που επιδιώκουν
κρατική εξουσία και μάλιστα ακριβώς όπως τα ψευτοκομμουνιστικά κόμματα επιδιώκουν
το μονοπώλιο της κρατικής εξουσίας. Η διαφορά είναι ότι οι ψευτοκομμουνιστές
δικτάτορες επιδιώκουν το μονοπώλιο της εξουσίας, δηλαδή την πολιτική δικτατορία
του «κομμουνιστικού» κόμματος στο όνομα της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή
των «πιστών του κόμματος», ενώ οι ισλαμοφασίστες επιδιώκουν την πολιτική δικτατορία
πάνω σε όλους τους «άπιστους» και «αποστάτες του Ισλάμ» στο όνομα της Ούμμα,
δηλαδή στο όνομα της κοινότητας των πιστών της δικής τους εκδοχής του ισλάμ.
Ότι ο ισλαμοφασισμός είναι μια μορφή σοσιαλφασιστικής εξουσίας φανερώνεται σε
μια σειρά περιπτώσεις στελεχών του ισλαμικού κινήματος που πριν γίνουν στελέχη
του «κόμματος του Ισλάμ» ήταν στελέχη τέτοιου είδους κάλπικων κομμουνιστικών
κομμάτων. Η πιο κραυγαλέα τέτοια περίπτωση είναι ο αρχηγός των φιλο-Αλ Κάιντα
ισλαμοναζί του Αφγανιστάν Γκουλμπουντίν Χεκματιάρ που κάποτε υπήρξε «μαοϊκός».
Ωστόσο υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα από τη μια μεριά στη δικτατορία
των ψευτοκομμουνιστών και των ισλαμοφασιστών πάνω στους «άπιστους» που προσβάλουν
την κάθε φορά κυρίαρχη κρατική-κομματική θρησκεία και από την άλλη μεριά από
τις απαγορεύσεις που υπάρχουν στις δυτικές χώρες για την προσβολή του «θρησκευτικού
αισθήματος των πολιτών». Η διαφορά είναι ότι στην πρώτη περίπτωση η προσβολή
είναι προσβολή στο κράτος, στο έθνος και τελικά προσβολή στο μονοπώλιο της πολιτικής
εξουσίας που ασκεί η φασιστική και σοσιαλφασιστική αστική τάξη νέου τύπου πάνω
στο κράτος και στο έθνος. Αντίθετα στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για μια προσβολή
στο θρησκευόμενο πολίτη ή το πολύ στην εκκλησιαστική ηγεσία που αισθάνονται
θιγμένοι και γι αυτό καταφεύγουν σα θιγόμενοι πολίτες στη δικαιοσύνη. Είναι
χαρακτηριστικό ότι στις δημοκρατικές χώρες, δηλαδή εκείνες που έχουν κάνει εδώ
και μερικούς αιώνες την αστική δημοκρατική τους επανάσταση, σπάνια οι πιστοί
σαν άτομα και ακόμα περισσότερο οι εκκλησίες καταφεύγουν στα δικαστήρια ενάντια
σε τέτοιες προσβολές και αυτό μόνο όταν αυτές ξεπεράσουν τα όρια του σεξουαλικά
χυδαίου και του άσεμνου που προσβάλει όχι τον πιστό σαν πιστό, αλλά τον πιστό
σαν πολίτη γενικά. Αλλά και όταν οι τέτοιου είδους «βέβηλοι» καταδικαστούν,
καταδικάζονται με μικρές ποινές στα πλαίσια της παραβίασης του νόμου. Όμως το
έγκλημα της προσβολής του «ιερού» είναι πολιτικό κρατικό και εθνικό έγκλημα
στις σοσιαλ- και ισλαμο– φασιστικές χώρες. Επειδή λοιπόν στην ουσία του στρέφεται
ενάντια σε μια ωμή πολιτική δικτατορία γι αυτό όχι μόνο τιμωρείται από το ίδιο
το κράτος αλλά τιμωρείται και με τον πιο σκληρό τρόπο, ακόμα και με την αφαίρεση
της ζωής εκείνου που τόλμησε να κάνει την προσβολή.
Ο ισλαμοφασισμός σα μια μορφή και μια συνιστώσα του σοσιαλιμπεριαλισμού
Αλλά η διαφορά με τις χώρες του αστικού δημοκρατισμού στο ζήτημα του σεβασμού του «ιερού» δεν σταματά εδώ. Γιατί εδώ δεν έχουμε μια θανατική ποινή που η ισλαμική δικτατορία θέλει να επιβάλει στους αμφισβητίες της στο εσωτερικό της επικράτειάς της, αλλά στους αμφισβητίες της σε μια άλλη χώρα, σε κάθε «βλάσφημο» σε κάθε χώρα του κόσμου. Αυτό δεν το τόλμησε ποτέ καμιά ψευτοκομμουνιστική δικτατορία. Το μεγάλο πρόβλημα δηλαδή σήμερα με την ισλαμική μορφή του φασισμού είναι ότι μέσω αυτού η πολιτική εξουσία στο Ιράν, στη Συρία, καθώς και τα ισλαμοφασιστικά κινήματα σε όλες τις μουσουλμανικές χώρες θέλουν να επιβάλουν τη θέληση τους σε άλλες χώρες. Το μεγάλο πρόβλημα δηλαδή με τους φετφάδες τους είναι ότι αρνούνται όχι μόνο τις επαναστατικές δημοκρατικές καταχτήσεις αυτών των λαών, αλλά ακόμα και το δικαίωμά τους να ασκούν ελεύθερα την κρατική κυριαρχία τους στο εσωτερικό τους και να κανονίζουν και να διευθετούν όπως αυτοί νομίζουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις. Αυτό το τελευταίο οι ισλαμοφασίστες και οι όχι τυχαία πιο πιστοί τους σύμμαχοί σε αυτή τη κρίση, οι ψευτοκομμουνιστές, το δικαιολογούν λέγοντας ότι όσο υπάρχουν μουσουλμάνοι που θίγονται στις δυτικές δημοκρατικές χώρες από τους «βλάσφημους» ή τους «λευκούς ρατσιστές και ισλαμοφοβικούς» και δεν έχουν πολιτική δύναμη να γίνουν σεβαστοί από το κράτος που τους φιλοξενεί, θα τους κάνει σεβαστούς το διεθνές κρατικό Ισλάμ. Έτσι οι μουσουλμάνοι στις δυτικές δημοκρατικές χώρες μετατρέπονται σε ότι υπήρξαν για τους χιτλερικούς ιμπεριαλιστές οι γερμανικές εθνικές μειονότητες, μετατρέπονται δηλαδή σε ένα είδος πέμπτης φάλαγγας στα χέρια μιας ξένης μεγαλοκρατικής επέμβασης.
Αντίθετα από τον ισχυρισμό της μόδας, που συνήθως προβάλλεται από τους συμμάχους του δήθεν αριστερούς «αντιιμπεριαλιστές», ότι το φανατικό πολιτικό Ισλάμ είναι μια κάπως καθυστερημένη μορφή αντιαποικιακής και αντιιμπεριαλιστικής αντίστασης, αυτό, ακριβώς αντίθετα, αποτελεί μια εντελώς σύγχρονη μορφή ιμπεριαλισμού που κρύβεται πίσω από την αντιαποικιακή και αντιιμπεριαλιστική φρασεολογία. Πρόκειται για μια επιθετική μορφή ιμπεριαλισμού, μορφή γερμανικού χιτλερικού τύπου που δεν κρύβει τα ακραία αντισημιτικά, δηλαδή τα γενοκτονικά κανιβαλικά χαρακτηριστικά της. Αυτή η μορφή αντιστοιχεί σε ιμπεριαλισμούς που έχουν έρθει τελευταίοι στον ανταγωνισμό για τη μοιρασιά του κόσμου και γι αυτό μπορούν να επικρατήσουν μόνο με τη βία. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε χώρα του πολιτικού φασιστικού Ισλάμ μπορεί από μόνη της να διεκδικήσει την παγκόσμια κυριαρχία αλλά ότι μπορεί να τη διεκδικήσει στα πλαίσια ενός ευρύτερου, ενός παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού μετώπου. Αυτό το μέτωπο ήδη υπάρχει. Είναι ο νεοχιτλερικός σοσιαλιμπεριαλιστικός άξονας Ρωσίας-Κίνας-Ιράν. Σε αυτό το μέτωπο ενώνονται τρεις συνιστώσες: 1ο το μείγμα ορθοδοξοφασισμού και «σοβιετικού» μπρεζνιεφικού φασισμού που είναι η πουτινική Ρωσία, 2ο ο φασιστικός εθνικοκομμουνισμός της σημερινής Κίνας και 3ο η ισλαμοναζιστική δικτατορία του Ιράν. Σε αυτόν τον άξονα το Ιράν παίζει ένα διπλό ρόλο: Πρώτον έναν καίριο γεωπολιτικό ρόλο σαν κλειδοκράτορας των πετρελαίων του Κόλπου μετά την κατάχτηση και της πολιτικής εξουσίας στο Ιράκ από τους σιίτες πράκτορές του, και δεύτερον ένα καίριο πολιτικό ρόλο σαν διεθνές ιδεολογικό κέντρο του ισλμοφασισμού. Ονομάζουμε αυτόν τον παγκόσμιο άξονα σοσιαλιμπεριαλιστικό γιατί η βασική ιδεολογικοπολιτική μορφή με την οποία εμφανίζεται ο ιμπεριαλισμός του είναι ο αντικαπιταλισμός και ο αντιιμπεριαλισμός με δήθεν λαϊκά επαναστατικά στην εμφάνιση χαρακτηριστικά. Πραγματικά η ενοποιητική ιδεολογική δύναμη αυτού του μετώπου είναι ο αντικαπιταλισμός του κρατικού πολεμικού καπιταλισμού και η φασιστικού τύπου καταγγελία του φιλελεύθερου οικονομικού ιμπεριαλισμού. Η ενοποιητική σημαία αυτού του σοσιαλιμπεριαλισμού είναι ο γενοκτονικός αντισημιτισμός ο οποίος σήμερα εμφανίζεται κυρίως σαν αντισιωνισμός για να ισχυριστεί για μια ακόμα φορά ανοιχτά ή καλυμμένα ότι ο βαθύς εχθρός των λαών που κινεί τάχα συνωμοτικά ολόκληρο το δυτικό ιμπεριαλισμό είναι ο διεθνής εβραϊσμός με κέντρο του αυτή τη φορά το κράτος του Ισραήλ. Αν για τους ναζιστές του β΄ παγκόσμιου πόλεμου το βαθύ ιδεολογικό σύνθημα ήταν η εξόντωση των εβραιών για τους χιτλερικούς που ετοιμάζουν τον τρίτο παγκόσμιο το σύνθημα θα είναι η καταστροφή του κράτους του Ισραήλ.
Η ταύτιση του φανατικού
πολιτικού Ισλάμ με το σοσιαλιμπεριαλισμό είναι μέχρι τώρα προσεκτικά κρυμμένη
από τους ίδιους τους σοσιαλιμπεριαλιστές, κυρίως τους Ρώσους που σε
τελευταία ανάλυση βρίσκονται στο κέντρο του παγκόσμιου άξονα που προαναφέραμε.
Μόλις πρόσφατα άφωνοι οι δυτικοί είδαν τον Πούτιν να δίνει χέρι βοήθειας και
να σπάει την απομόνωση των ισλαμοναζιστών της Χαμάς στη Δύση καλώντας τους στη
Μόσχα, ενώ όλοι διακρίνουν τον προστατευτικό ρόλο που η Ρωσία και η Κίνα έχουν
αναλάβει απέναντι στο πυρηνικό Ιράν.
Λέγοντας ότι ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός είναι σε τελευταία ανάλυση
στο κέντρο του ισλαμοφασισμού δεν εννοούμε ότι κάθε εκδήλωση και κάθε πολιτικό
ρεύμα του ισλαμοφασισμού είναι γέννημα της ρώσικης πολιτικής, ούτε ότι βρίσκεται
κάτω από την άμεση καθοδήγηση αυτού του κέντρου, αλλά ότι η πουτινική Ρωσία
σαν κέντρο της παγκόσμιας αντίδρασης είναι ο τελικός διεθνής προστάτης
κάθε ισλαμοφασισμού. Πάντως και πιο ειδικά από την πολιτική ανάλυση των συνεπειών
της δράσης τους μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η ρώσικη διπλωματία είναι ο
καθοδηγητής ορισμένων διεθνών οργανωμένων δυνάμεων του ισλαμοφασισμού, όπως
είναι η Αλ Κάιντα.
Ο ισλαμοφασισμός είναι η μορφή που παίρνει η κυριαρχία της νέας φασιστικής αστικής
τάξης στις μουσουλμανικές χώρες για να σύρει πίσω της τις μάζες, ιδιαίτερα τις
μάζες της φτωχολογιάς, ενάντια στα αντίπαλα κομμάτια της αστικής τάξης στο εσωτερικό
και ενάντια στις δυτικές και δυτικόφιλες χώρες στο εξωτερικό. Η τυπική αστική
τάξη του ισλαμοφασισμού είναι η ιρανική. Αυτή η «θεοσεβούμενη ραντιέρικη μεγαλοαστική
τάξη του πετρελαίου» με πολιτικό ηγέτη τον Χομεϊνί με αλλεπάλληλα πραξικοπήματα
από το 1979 και μετά σύντριψε τον έναν μετά τον άλλον τους τακτικούς συμμάχους
της στο αντισαχικό αντιαμερικάνικο μέτωπο –τη μεσαία εμπορική αστική τάξη, το
συντηρητικό ιερατείο, τους φιλελεύθερους και αριστερούς διανοοούμενους- και
απέσπασε το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας. Για να το πετύχει αυτό χρησιμοποίησε
όλο το πολιτικο-ιδεολογικό οπλοστάσιο του χιτλερισμού και του σοσιαλιμπεριαλισμού:
τον αντιδραστικό μικροαστισμό αντικαπιταλισμό (εννοούμε μικροαστικό στη μορφή
του γιατί στο περιεχόμενο είναι κρατικίστικος φασιστικός), τον σοβινιστικό αντιιμπεριαλισμό,
τον αντισημιτισμό που ξεκίνησε σαν αντισιωνισμός και πάνω απ’ όλα το «διεθνισμό»
του «καταπιεσμένου ισλάμ» ενάντια στον «κοσμοπολιτισμό του δυτικού κεφάλαιου».
Δεν θα πρέπει κανείς να μη σημειώσει ότι σε μια προηγούμενη ιστορική φάση το
ιρανικό χομεϊνικό Ισλάμ είχε σταθεί στο πλευρό των δυτικών ιμπεριαλιστών για
τη συντριβή της δημοκρατικής επανάστασης του 1953 με επικεφαλής τον αστοδημοκράτη
αντιιμπεριαλιστή Μοσαντέκ. Ο δυτικός ιμπεριαλισμός πληρώνει σήμερα από ιστορική
άποψη τη συμμαχία του με το αντιδραστικό Ισλάμ για να πολεμήσει την αστικοδημοκρατική
αντιιμπεριαλιστική επανάσταση στον μουσουλμανικό κόσμο στα χρόνια της αντιαποικιακής
επανάστασης που ακολούθησαν τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Έτσι έκανε στην Αίγυπτο
ενάντια στη νασερική επανάσταση, στο Ιράκ, έτσι έκανε στο Πακιστάν μετά τα 1970,
έτσι και στην Παλαιστίνη όπου το Ισραήλ δυνάμωσε τη Χαμάς σαν αντίβαρο στην
εθνικοαπελευθερωτική Φατάχ.
Ο ιρανικός φασισμός έχει ιμπεριαλιστικά σχέδια περιφερειακής αλλά σε σημαντικό βαθμό και παγκόσμιας εμβέλειας επιδιώκοντας σε πρώτη φάση την κατάκτηση του Κόλπου για τον ενεργειακό εκβιασμό της Δύσης. Το πολιτικό Ισλάμ είναι για το Ιράν ότι ήταν ο προλεταριακός διεθνισμός για την πρώην ΕΣΣΔ, δηλαδή ένας τρόπος για να ηγεμονεύσει πάνω στα αντιδυτικά πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα του τρίτου κόσμου. Η προσπάθεια του ιρανικού ισλαμοφασισμού να γίνει τοπικός και περιφερειακός ηγεμόνας το φέρνει σε προστριβές και με τη Μόσχα, αλλά μπροστά στον κοινό δυτικό εχθρό, που το Ιράν είναι ανίκανο διπλωματικά και στρατιωτικά να αντιμετωπίσει μόνο του, αυτό υποτάσσει την πολιτική του στις ανάγκες της παγκόσμιας σοσιαλιμπεριαλιστικής αντιδυτικής στρατηγικής. Ανάλογα ισχύουν για τον άλλο τοπικό ρωσόφιλο τραμπούκο τη Συρία καθώς και για το Σουδάν. Είτε σε συμμαχία με τους τοπικούς και περιφερειακούς τραμπούκους, είτε ανεξάρτητα από αυτούς και μέσω εισοδιστών πρακτόρων σε όλα τα ισλαμοφασιστικά ρεύματα, η πουτινική Ρωσία είναι ο παγκόσμιος πολιτικός ηγεμόνας του ισλαμοφασισμού. Ταυτόχρονα η ίδια αυτή Ρωσία είναι και το διεθνές κέντρο της ισλαμοφοβίας.
Ισλαμοφασισμός και Ισλαμοφοβία
Το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στον ισλαμοφασισμό και την ισλαμοφοβία φέρνει
πολύ σύγχυση σε πολλούς δημοκρατικούς ανθρώπους γιατί εδώ βρίσκεται και το κέντρο
όλης της «δημοκρατικής» δημαγωγίας των ισλαμοφασιστών και των ψευτοκομμουνιστών
συμμάχων τους. Η κατανόηση αυτής της σχέσης είναι καίρια για να μπορέσει να
δώσει κανείς την πάλη ενάντια στον ισλαμοφασισμό ειδικά και το σοσιαλιμπεριαλισμό
γενικότερα.
Ισλαμοφασισμός δεν είναι κάθε μουσουλμανικό και ισλαμικό πολιτικό κίνημα και
κάθε μουσουλμανικό πολιτικό ρεύμα. Σε γενικές γραμμές το Ισλάμ υπήρξε στήριγμα
του ιμπεριαλισμού ενάντια στις αστικές δημοκρατικές επαναστάσεις στο μουσουλμανικό
κόσμο. Υπήρξαν όμως και υπάρχουν από την αυγή του ιμπεριαλισμού μουσουλμανικά
κινήματα που δεν ήταν στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού και μάλιστα άλλα που υπήρξαν
και δημοκρατικά παρά τις κοινωνικά καθυστερημένες πλευρές τους. Υπήρξαν δηλαδή
πολιτικά ρεύματα με μουσουλμανική θρησκευτική μορφή που εμφανίστηκαν σαν απάντηση
των ιδεολογικά και πολιτικά καθυστερημένων μαζών στον πιο επιθετικό ιμπεριαλισμό
κάθε φάσης και σε κάθε περιοχή. Αυτό έγινε στο Αφγανιστάν και στο Σουδάν απέναντι
στην αγγλική αποικιοκρατία, αλλά κυρίως αυτό έγινε στην κεντρική Ασία ενάντια
στον τσαρισμό.
Στη σημερινή εποχή είναι πάλι στην κεντρική Ασία που έχει εμφανιστεί ένα δημοκρατικό
πολιτικό Ισλάμ ενάντια στο ρώσικο και τελευταία ενάντια και στον κινέζικο σοσιαλιμπεριαλισμό.
Τέτοιο ήταν στην πρώτη του φάση ένα θετικό ρεύμα του Αφγανικού Ισλάμ, του Τζαμιάτ
Ισλάμι του οποίου ένας μεγάλος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης ήταν ο Αχμεντ
Σαχ Μασούντ. Τέτοιο ήταν και το ρεύμα των ισλαμοδημοκρατών του Τατζισκιστάν
που εξοντώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 από το ρώσικο στρατό κατοχής.
Επίσης και στη Βοσνιακή αντίσταση του 1990-95 μπορούσε κανείς να διακρίνει ένα
δημοκρατικό και «εθνικό» βοσνιακό κοσμικό μουσουλμανικό ρεύμα, δηλαδή μη θεοκρατικό,
που συγκροτήθηκε σαν τέτοιο απέναντι στον ορθοδοξοφασισμό των ρωσόφιλων σέρβων
εθνοεκκαθαριστών. Την ίδια αυθόρμητη αναβίωση ενός μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ
μπορεί να διαπιστώσει κανείς τα τελευταία χρόνια και στην Τσετσενία (δεν εννοούμε
εκείνο του ισλαμοφασίστα προβοκάτορα Μπασάγειφ) στο βαθμό που πάλι απέναντι
σε αυτόν το μαρτυρικό λαό βρίσκεται η ένωση του ορθόδοξου σταυρού με το σφυροδρέπανο,
και στο βαθμό που η δυτική αστική τάξη έδειξε με την κτηνώδη της ανοχή στο Κρεμλίνο
τα όρια του έτσι κι αλλιώς ελάχιστου αστοδημοκρατισμού της.. Είμαστε της άποψης
ότι ακόμα και υπερσυντηρητικές μορφές του πολιτικού Ισλάμ σαν εκείνη των Ταλιμπάν
έπαιξαν έναν αντικειμενικά θετικό ρόλο από αντιιμπεριαλιστική πλευρά στο βαθμό
που ξεκαθάρισαν το Αφγανιστάν από τις καταστροφικές συμμορίες των οπλαρχηγών
και των ναρκεμπόρων και αντιστάθηκαν με πείσμα στις σκευωρίες της ρώσικης διπλωματίας
και του αφοσιωμένου της προβοκάτορα Κλίντον. Τέλος πρέπει να θεωρήσει κανείς
προοδευτικό σε γενικές γραμμές το εθνικοανεξαρτησιακό ρεύμα των Ουιγούρων μουσουλμάνων
του Σινκιάγκ ενάντια στους κινέζους σοσιαλιμπεριαλιστές
Αυτές οι μορφές του πολιτικού Ισλάμ ή έστω του κοινωνικού Ισλάμ γίνονται αντικειμενικά
προοδευτικές γιατί είναι οι τρόποι με τους οποίους οι καταπιεσμένες μάζες διεξάγουν
την πολιτική τους πάλη όταν είναι αδύναμη ή νικημένη η δημοκρατική αστική ιδεολογία
ή είναι νικημένο και σε αδυναμία το συνειδητό επαναστατικό προλεταριάτο, οπότε
οι μάζες και οι ηγεσίες τους αναζητούν κάποιες κληρονομημένες από την παράδοση
μορφές αντίστασης. Από ιστορική άποψη αυτό δεν είναι πρώτη φορά που συμβαίνει.
Όπου για παράδειγμα οι αστικές δημοκρατικές επαναστάσεις έγιναν σχετικά πρόωρα
και δεν ήταν ώριμες, όπως η γαλλική, για να έχουν σημαία τους τον αθεϊσμό είχαν
σα σημαία τους τη θρησκεία. Τέτοια ήταν η περίπτωση του χριστιανικού πουριτανικού
ρεύματος που κυριαρχούσε στον επαναστατικό, κύρια αγροτικό στρατό του Κρόμγουελ
και που αντλούσε ένα μέρος από το θρησκευτικό φανατισμό του από το γεγονός ότι
στην αγγλική αυλή άνθιζε εκείνη την εποχή ακριβώς αντίθετα ο αθεϊσμός των άγγλων
υλιστών και σκεπτικιστών φιλοσόφων (Λοκ, Χιουμ κλπ). Αλλά και αργότερα στην
εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων ο Λένιν και γενικότερα η Τρίτη Διεθνής
έχουν μιλήσει για το θετικό ρόλο που μπορούν να παίξουν αντιιμπεριαλιστικά κινήματα
που χρησιμοποιούν καθυστερημένες ιδεολογικές μορφές. Το μόνο τέτοιο ρεύμα που
με σαφήνεια είχαν καταγγείλει σαν αντιδραστικό ήταν τον «αντιιμπεριαλισμό των
μουλάδων του Ιράν».
Στις περιπτώσεις εκείνες που το Ισλάμ πολιτικό ή κοινωνικό μπορεί να παίζει ένα προοδευτικό αντιιμπεριαλιστικό ρόλο τότε αυτός ο ιμπεριαλισμός ξεσηκώνει τις μάζες ενάντια στους προοδευτικούς μουσουλμάνους με την ισλαμοφοβία, δηλαδή χρησιμοποιεί την ισλαμοφοβία σα μέσο καταπίεσης των μουσουλμανικών μαζών και κινημάτων. Μάλιστα για να δυναμώσει την ισλαμοφοβία μέσα στις μάζες χρησιμοποιεί και τους ισλαμοφασίστες σα βασικούς προβοκάτορες στην υπηρεσία του. Αυτό έκανε και στην Τσετσενία με τον ισλαμοφασίστα Μπασάγιεφ ενάντια στο μουσουλμάνο, αλλά βαθύ αστοδημοκράτη Μασκάντοφ, αυτό στη Βοσνία με εισαγόμενους άραβες ισλαμοφασίστες για να υπονομεύσει και να εκθέσει διεθνώς τη δημοκρατική κυβέρνηση Ιζετμπέκοβιτς, αυτό έκανε στο Αφγανιστάν με την Αλ Κάιντα για να προβοκάρει τους οπωσδήποτε καθυστερημένους Ταλιμπάν, αυτό κάνει και τώρα πάλι με την Αλ Κάιντα για να εξοργίσει τις σιίτικες μάζες και να προβοκάρει το σουνίτικο μη θεοκρατικό αντάρτικο στο Ιράκ που στρέφεται όχι μόνο ενάντια και στις ΗΠΑ, αλλά και ενάντια στο Ιράν. Αυτήν την προβοκάτσια την καθοδηγεί σε ολόκληρη τη μουσουλμανική Κεντρική Ασία και τον Καύκασο η πουτινική Ρωσία ενισχύοντας με τον τρόπο της το προβοκατόρικο, αντισημιτικό ρεύμα του Ισλάμ και μετά ταυτίζοντας με αυτό κάθε ισλαμικό κόμμα.
Αν μελετήσει κανείς τις
γεωγραφικές σφαίρες της πραγματικής ισλαμοφοβίας μέσα στις μάζες θα δει ότι
είναι εκείνες στις οποίες κυριαρχεί ο σοσιαλιμπεριαλισμός, είτε σα Ρωσία, είτε
σα Σερβία, είτε σαν φιλο-ιρανικός ισλαμοφασισμός σε όλες τις αραβικές χώρες.
Ισλαμοφασισμός και Ισλαμοφοβία είναι σήμερα δύο συνυπάρχουσες αντιθετικές
μορφές του ίδιου επιθετικού ιμπεριαλισμού, του σοσιαλιμπεριαλισμού.
Ο ισλαμοφασισμός είναι η κύρια μορφή βίας
που παίρνει ο σοσιαλιμπεριαλισμός στις δυτικές δημοκρατικές χώρες και στις δημοκρατικές
και μισοδημοκρατικές μουσουλμανικές χώρες για να διατηρήσει ή να αποσπάσει την
εξουσία και να τρομοκρατήσει τους λαούς. Αλλά στις χώρες αυτές χρησιμοποιείται
και η ισλαμοφοβία σα δευτερεύουσα μορφή βίας από τους αντιδυτικούς
φασίστες για να ανοίξουν βαθιά ρήγματα μέσα στους κόλπους αυτών των λαών αξιοποιώντας
τον ισλαμοφασισμό σαν προβοκάτορα.
Η ισλαμοφοβία χρησιμοποιείται ωστόσο σαν κύρια
μορφή μαζικής φασιστικής καταπίεσης κυρίως στις μουσουλμανικές χώρες που στενάζουν
κάτω από την μπότα του σοσιαλιμπεριαλισμού και όλων των μορφών αυτού του τελευταίου
όπως είναι ο ρώσικος ορθοδοξοφασισμός, ο κινέζικος σοσιαλσοβινισμός των Χαν
ακόμα και ο ισλαμοφασισμός μιας ισλαμικής σέχτας ενάντια στις άλλες.
Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα πιο λαθεμένο και λιγότερο αριστερό από το να αντιπαραθέτει κανείς την ισλαμοφοβία στον ισλαμοφασισμό γενικά. Είναι σα να θεωρεί πάλι την πολιτική ταξική σύγκρουση σα μια σύγκρουση πολιτισμών. Όπως είπαμε στην αρχή δεν υπάρχει ένας γενικός μουσουλμανικός πολιτισμός, όπως δεν υπάρχει ένας χριστιανικός πολιτισμός, δεν υπάρχει ένας ορισμένος φιλοσοσοφικός ή οποιοσδήποτε πολιτιστικός μη ταξικός πολιτισμός. Υπάρχει μόνο δημοκρατισμός με μουσουλμανική μορφή και φασισμός με μουσουλμανική μορφή, όπως υπάρχουν φασισμός και δημοκρατισμός με χριστιανική μορφή, με ινδουιστική μορφή, με ορθολογική ή μεταφυσική μορφή, με υλιστική ή με ιδεαλιστική. Ασφαλώς η προλεταριακή ταξική πάλη έχει σαν την πιο κατάλληλη φιλοσοφική μορφή της το διαλεκτικό υλισμό, αλλά εκατομμύρια μεταφυσικοί ιδεαλιστές θρησκευόμενοι υπήρξαν πιο ταξικοί προλετάριοι, πιο δημοκράτες και πιο αντιιμπεριαλιστές από πολλούς δήμιους τους που τους έσφαζαν και τους βασάνιζαν με σύνεργα βαφτισμένα διαλεκτικά υλιστικά. Σε πολλές περιπτώσεις το Ισλάμ είναι απλά η γενική κοινωνική μορφή μέσα στην οποία διεξάγεται η κύρια ταξική σύγκρουση. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι σε γενικές γραμμές το δημοκρατικό ή έστω το μη ιμπεριαλιστικό ισλάμ δίνει πολύ πιο βαθιά και πολύ πιο αιματηρή πάλη ενάντια στον ισλαμοφασισμό από όσο δίνει εναντίον του η δυτική αστοδημοκρατία μέσα στις δυτικές χώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε χώρες σαν την Ιορδανία υπήρξαν μουσουλμάνοι δημοσιογράφοι που τόλμησαν να δημοσιεύσουν τα σκίτσα του Μωάμεθ και φυλακίστηκαν ή έχασαν τη δουλειά τους γι αυτό (New York Times, 22/2). Από πολλές απόψεις οι μουσουλμανικές αντιιμπεριαλιστικές αστικές και λαϊκές τάξεις βρίσκονται στο κέντρο του παγκόσμιου αντιισλαμοφασιστικού αγώνα. Είναι χαρακτηριστικό το κίνημα των Ιρανών Μουτζαχεντίν του Λαού ενάντια στους φασίστες μουλάδες της χώρα τους. Είναι χαρακτηριστική η πολύχρονη πάλη που δίνεται ανάμεσα στον ισλαμοφασισμό και στους μουσουλμάνους δημοκράτες σε όλες σχεδόν τις μουσουλμανικές χώρες, ακόμα και ανάμεσα σε συντηρητικές ισλαμικές κυβερνήσεις και ισλαμοφασίστες, όπως στην Αλγερία και τη Σαουδική Αραβία. Δεν υπάρχει σήμερα μεγαλύτερη προδοσία σε αυτόν τον αγώνα από το να θεωρείται ότι τα έξαλλα πλήθη που διαδηλώνουν στις μουσουλμανικές χώρες είναι θιγμένοι αντιιμπεριαλιστές. Σε γενικές γραμμές είναι τερατώδη ισλαμοφασιστικά αποσπάσματα, που εξάγουν αντεπανάσταση και δικτατορία σε όλες τις χώρες του κόσμου.
Τι είναι το κύριο ανάμεσα στον ισλαμοφασισμό και την ισλαμοφοβία σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση
Για να συνοψίζουμε λοιπόν: Όταν στις δυτικές και μισοδημοκρατικές μη ισλαμοφασιστικές
χώρες οι μάζες φοβούνται τους δολοφόνους ισλαμοφασίστες αυτό δεν είναι ισλαμοφοβία,
αλλά μια λογική αντίδραση στο φασισμό. Όπως δεν μπορεί να κανείς να κατηγορεί
για γερμανόφοβους και γιαπωνεζόφοβους τους λαούς των αντιφασιστικών χωρών στον
β΄ παγκόσμιο πόλεμο, δεν μπορεί να θεωρεί κανείς ισλαμόφοβους τους λαούς που
φοβούνται τους γενοκτόνους της Αλ Κάιντα στη Νέα Υόρκη, στη Μαδρίτη, στο Λονδίνο,
στη Βαγδάτη, στο Ναϊρόμπι, στην Κωνσταντινούπολη κλπ. Ούτε είναι ισλαμόφοβοι
οι πολίτες του Ισραήλ που φοβούνται τους δολοφόνους της Χαμάς, πράκτορες του
Ιράν και της Συρίας.
Αυτή μας η παρατήρηση δεν σημαίνει ότι λείπει ολότελα η ισλαμοφοβία από τη Δύση
και από τις υπόλοιπες χώρες που χτυπιούνται από τον ισλαμοφασισμό, όπως ακριβώς
δεν λείπει ο ισλαμοφασισμός από τις χώρες και τους λαούς που αντιστέκονται στους
σοσιαλιμπεριαλιστές. Αυτό απλά που λέμε είναι ότι ο ισλαμοφασισμός και η ισλαμοφοβία
είναι ξεχωριστές μορφές βίας και φασισμού πάνω στους λαούς από φασιστικά καθεστώτα
παράλληλου περιεχόμενου που η κάθε μια είναι η κύρια και πιο επικίνδυνη σε κάθε
ξεχωριστή περιοχή και σφαίρα συγκρούσεων του κόσμου .Με αυτήν την έννοια πρέπει
κάθε φορά να αναζητούμε το βασικό κίνδυνο. Ο βασικός κίνδυνος για τη Δυτική
Ευρώπη, το Ισραήλ και τις δυτικόφιλες μισοδημοκρατικές μουσουλμανικές χώρες
είναι ο ισλαμοφασισμός. Ο βασικός κίνδυνος για τις χώρες του ορθοδοξοφασισμού,
του ινδουιστικού φασισμού, του κινέζικου σοσιαλφασιμού κλπ, είναι η ισλαμοφοβία.
Επίσης μιλώντας πάλι γενικά νομίζουμε ότι το μεγαλύτερο κίνδυνο ανάμεσα στις
δύο αυτές μορφές καταπίεσης σε παγκόσμια κλίμακα πρέπει να τον αναζητήσουμε
σήμερα περισσότερο στον ισλαμοφασισμό παρά στην ισλαμοφοβία. Γιατί μόνο ο ισλαμοφασισμός
έχει προς το παρόν από πίσω του ολόκληρα κράτη ισλαμοφασιστικά,
δηλαδή εξουσίες ανοικτά δικτατορικές που εξάγουν
καταπίεση και θάνατο σε άλλες χώρες, εξουσίες που να είναι ανοικτά και
επίσημα αντισημιτικές και γι αυτό ρατσιστικές γενοκτονικές, και τέλος
εξουσίες που επιχειρούν σε μια διεθνή κλίμακα να καθοδηγήσουν φασιστικό εμφύλιο
μεταξύ πιστών της κάθε φοράς επίσημης κρατικής θρησκευτικής ιδεολογίας και των
υπόλοιπων πολιτών, απίστων ή «αποστατών». Αυτό δεν σημαίνει ότι τα άλλα ισλαμοφοβικά
καθεστώτα δεν μπορούν να γίνουν ή δεν είναι εν δυνάμει πιο φασιστικά αλλά δεν
είναι ακόμα έτοιμα να παίξουν έναν τέτοιο ανοικτό κτηνώδη χιτλερικό ρόλο, όπως
δεν είναι έτοιμη να παίξει ακόμα ανοιχτά έναν τέτοιο ρόλο η
ορθοδοξοφασιστική Ρωσία.
Δεν είναι δυνατό λοιπόν στις δυτικές δημοκρατικές χώρες να θεωρηθεί σαν κύριο
δημοκρατικό πρόβλημα η ισλαμοφοβία γιατί τουλάχιστον σήμερα δεν υπάρχει κρατική
εξουσία κύρια ισλαμοφοβική στις χώρες αυτές, δεν υπάρχει δηλαδή πολιτική
και θρησκευτική βία που να ασκείται από τις μάζες καθ υπόδειξη των κυβερνήσεων
στους μουσουλμάνους των χωρών αυτών. Ασφαλώς υπάρχουν ισλαμόφοβοι αστοί, ιμπεριαλιστές
και ρατσιστές κλασσικού αποικιακού τύπου και από αυτούς ακριβώς πιάνονται οι
ισλαμοφασίστες για να κρώξουν τον κάλπικο αντιιμπεριαλισμό τους. Όμως αυτοί
οι αστοί ανήκουν συνήθως στο ευρύτερο φασιστικό αντιδυτικό μέτωπο και έχουν
γενικά πολύ στενές σχέσεις (πχ Λεπέν), με τους ρώσους ρατσιστές ισλαμοφοβικούς.
Δεν λειτουργούν δηλαδή σαν τμήμα του δυτικού αλλά του ανατολικού ιμπεριαλισμού.
Εννοείται ότι όποιας φύσης και να είναι αυτοί οι ισλαμόφοβοι οι δημοκράτες αυτών
των χωρών πρέπει να τους καταγγέλλουν. Αλλά πρέπει να τους καταγγέλλουν όχι
γιατί αυτή είναι η κύρια μορφή ρατσισμού από την οποία κινδυνεύουν οι χώρες
αυτές, αλλά γιατί αυτοί οι ρατσιστές λειτουργούν σαν προβοκάτορες υπέρ των ισλαμοφασιστών
και στο εσωτερικό αυτών των χωρών και στο παγκόσμιο επίπεδο. Ο προβοκατόρικος
ρόλος των ισλαμοφοβικών στη Δύση είναι αντίστροφα ισοδύναμος με τον προβοκατόρικο
ρόλο των ισλαμοφασιστών μέσα στα προοδευτικά κινήματα των μουσουλμάνων στην
Ανατολή. Μάλιστα, επειδή εκεί τέτοιοι ισλαμοφασίστες δεν μπορούσαν να προκύψουν
αυθόρμητα, τους δημιούργησαν οι ίδιοι οι σοσιαλιμπεριαλιστές που καταπιέζουν
αυτούς τους λαούς. Και σε αυτές τις χώρες η πάλη ενάντια στους ισλαμοφασίστες
είναι ζωτική προκειμένου να αντισταθούν οι λαοί τους στον ισλαμοφοβικό ρατσισμό.
Έμπρακτη πολιτική αλληλεγγύη στα αντιφασιστικά κινήματα του τρίτου κόσμου, και ενεργειακή ανεξαρτησία της Ευρώπης, προϋπόθεση για την πολιτική δημοκρατία
Με τις παραπάνω λοιπόν γενικές
αρχές μπορούμε να ξαναπλησιάσουμε το ζήτημα των γελοιογραφιών του Μωάμεθ για
να το κλείσουμε. Αυτοί που έκαναν τις συγκεκριμένες γελοιογραφίες του Μωάμεθ
ήταν πολίτες δημοκρατικών χωρών που έκαναν κυρίως πολιτική κριτική στον ισλαμοφασισμό
και μάλιστα στη γενοκτονική του πλευρά και δήλωναν ταυτόχρονα ότι δεν δέχονται
φασιστική λογοκρισία στην ίδια τους τη χώρα. Αυτές οι γελοιογραφίες δεν έπρεπε
να θίξουν και δεν θα έθιγαν ποτέ το θρησκευτικό αίσθημα των μουσουλμανικών πληθυσμών
του πλανήτη, αν δεν φρόντιζαν να διεγείρουν τους τελευταίους οι ισλαμοφασίστες
προκειμένου να τους σπρώξουν σε σύγκρουση με τη Δύση και κυρίως
με τα μη θεοκρατικά μουσουλμανικά καθεστώτα. Οι γελοιογραφίες έκαναν το μεγάλο
καλό να φανερώσουν μπροστά στους δυτικούς λαούς τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει
ο ισλαμοφασισμός και κυρίως το πόσο ανίκανη είναι η δυτική αστική δημοκρατία
να υπερασπίσει τον εαυτό της όσο την κυβερνάνε οι δυτικοί ιμπεριαλιστές. Αυτοί
στράφηκαν, με πρώτους τους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ, να καταγγείλουν τα σκίτσα
και να αμφισβητήσουν δημοκρατικά δικαιώματα αιώνων των λαών τους μόνο και μόνο
για να διεξάγουν τους άδικους πολέμους τους στο εξωτερικό και να μπορούν να
στέλνουν τα κεφάλαια τους και να πουλάνε τα εμπορεύματά τους δίχως την παραμικρή
ενόχληση. Είναι χαρακτηριστικό με πόση φροντίδα τα αντίπαλα δυτικά μονοπώλια
επεχείρησαν να γεμίσουν το κενό από το μποϋκοτάζ των δανικών προϊόντων στις
μουσουλμανικές χώρες με τα δικά τους. Η γαλλική Καρφούρ και η ελβετική Νεστλέ
πρωταγωνίστησαν σε αυτήν την αχρειότητα.
Αλλά υπήρχε και ένας άλλος περιορισμός πολύ πιο πρακτικός σε αυτή την υπόθεση,
ένας περιορισμός για τον οποίο οι ίδιοι οι ευρωπαϊκοί λαοί δεν θα μπορούσαν
να προχωρήσουν περισσότερο στο να υπερασπίσουν τη δημοκρατία τους εσωτερικά
και τις διπλωματικές τους αποστολές στο εξωτερικό. Ένας πρακτικός λόγος για
τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κάνει σκίτσα και αστειάκια με τους φασίστες στην
Ευρώπη. Οι λαοί της Ευρώπης με ευθύνη των κυβερνήσεών τους είναι ενεργειακοί
όμηροι του ισλαμοφασισμού και του σοσιαλιμπεριαλισμού γενικότερα. Οι εφημερίδες
τους, το χαρτί τους, τα κομπιούτερ τους, τα τυπογραφεία τους και τελικά η ίδια
η τροφή τους παράγεται με ένα πετρέλαιο που στο μεγαλύτερο μέρος του ανήκει
στους ισλαμοφασίστες. Όσο η Ευρώπη δεν θα έχει ενεργειακή αυτοδυναμία, δηλαδή
όσο οι ρωσόδουλοι ψευτοοικολόγοι θα την έχουν κάνει ενεργειακά ανάπηρη δεν θα
υπάρχει πραγματικό έδαφος για αληθινή πολιτική ανεξαρτησία οπότε και για δημοκρατία
στο έδαφός της.
Αλλά αποδείχτηκε και κάτι άλλο με τα σκίτσα: Ανεξάρτητα από το πετρέλαιο ο κόσμος
είναι πια μικρός πολιτικά. Δεν μπορεί κανείς να λέει αστεία στην Κοπεγχάγη αν
δεν γελάει και η Τζακάρτα. Και δεν μπορεί να γελάει η κάθε Τζακάρτα όταν η κάθε
Κοπεγχάγη, και όλη η Ευρώπη έχουν πουλήσει το αριστερό επαναστατικό κίνημα της
Ινδονησίας στα 1965 και το προλεταριακό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα κάθε άλλης
μουσουλμανικής χώρας. Δεν μπορεί το δυτικό προλεταριάτο να χαίρεται την καταχτημένη
από το ίδιο ανεξιθρησκία και τον αθεϊσμό του όταν σύσσωμος ο δυτικός ιμπεριαλισμός
στήριξε στην εποχή της αντιαποικιακής επανάστασης τους άραβες φεουδάρχες και
κάθε άλλη κοινωνική καθυστέρηση που τώρα ξανανιωμένη και «εκσυγχρονισμένη» οργιάζει.
Η δημοκρατία, η ανεξαρτησία και η ειρήνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο περνάνε σήμερα
από κάθε γωνιά του κόσμου στην οποία λαοί βασανίζονται από δικτατορίες και πεθαίνουν
κάτω από τα χτυπήματα γενοκτόνων. Οι ευρωπαϊκοί λαοί πρέπει να κάνουν δικούς
τους αυτούς τους δημοκρατικούς αγώνες, όπως και κάθε δημοκρατική διεκδίκηση
των μεταναστών αδελφών τους. Αν αυτοί οι αγώνες είναι νικηφόροι δεν θα υπάρχει
έδαφος για ισλαμοφασισμούς και άλλα τέρατα. Γιατί οι λαοί δεν έχουν καμιά όρεξη
να πιστεύουν σε θεούς και είδωλα. Το κάνουν όταν είναι σκλαβωμένοι και όταν
ο αληθινός διαφωτισμός είναι μακριά τους, και νικημένος κι αυτός. Γελοιογραφίες
του θεού χωρίς συγκεκριμένη άμεση και εν ανάγκη αιματηρή συμμαχία με τους φτωχούς
και τους καταπιεσμένους για τη συντριβή των επίγειων στηριγμάτων αυτού του θεού,
μπορεί να είναι μια πράξη αντίστασης αλλά μόνη της δεν μπορεί να είναι μια πράξη
γνωστική. Κάτω μάλιστα από ορισμένες συνθήκες μπορεί να μετατρέπεται στο αντίθετό
της πχ στα χέρια ισλαμόφοβων αντιδραστικών. Όλα κρίνονται και μετριούνται με
τα αντίθετά τους.