Η αλλαγή της Οδηγίας Μπολκεστάιν μεγάλη νίκη του διεθνικού δημοκρατικού κινήματος των ευρωπαίων εργαζομένων
Η Οδηγία Μπολκεστάιν
ξεσήκωσε μεγάλη θύελλα διαμαρτυριών από τα ευρωπαϊκά εργατικά συνδικάτα και
πολλές αντιπαραθέσεις και στο εσωτερικό της ΕΕ, και τελικά άλλαξε μέσα από μια
παρατεταμένη πάλη στο εσωτερικό της ΕΕ. Έμεινε, βέβαια, μια Οδηγία που σωστά
υπερασπίζει την ελευθερία εγκατάστασης των υπηρεσιών στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά
αυτή η Οδηγία δεν έχει καμιά σχέση στο πιο ουσιαστικό της σημείο με τις αρνητικές
προτάσεις του εισηγητή της ολλανδού επιτρόπου Μπολκεστάιν.
Ωστόσο αυτό το γεγονός δεν εμποδίζει την ψευτοαριστερά στη χώρα μας, με επικεφαλής
το ΠΑΜΕ, να συνεχίζει να δημαγωγεί ασύστολα ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταγγέλλοντάς
την ότι τάχα υιοθέτησε την ουσιαστικά ανύπαρκτη πλέον Οδηγία Μπολκεστάιν.
Tο αρχικό σχέδιο Οδηγίας για την ελεύθερη διακίνηση των υπηρεσιών στην εσωτερική
αγορά καθιέρωνε την αρχή «της χώρας καταγωγής». Bάσει αυτής της αρχής, οι υπηρεσίες
που παρέχει μια εταιρεία ή ένα πρόσωπο θα υπάγονται στη νομοθεσία της χώρας
από την οποία προέρχεται ή της χώρας την οποία χρησιμοποιεί νομικά ως βάση για
τις δραστηριότητές της και όχι στους νόμους της χώρας υποδοχής. Mε αυτόν τον
τρόπο μια επιχείρηση η οποία δραστηριοποιείται στην Eλλάδα, αλλά δηλώνει ως
χώρα εγκατάστασης την Πολωνία ή τη Bουλγαρία, από το 2007 θα υπαγόταν -σε ό,τι
αφορά τους μισθούς των εργαζομένων της- στους εργατικούς νόμους αυτών των χωρών
και όχι στην ελληνική νομοθεσία. Tο ζήτημα της ελεύθερης διακίνησης των υπηρεσιών
έχει τεθεί ήδη από το 2000, όταν τα 140 μέλη του Παγκόσμιου Oργανισμού Eμπορίου
δεσμεύτηκαν να διαπραγματευτούν με τα όργανα της EE τη δημιουργία ενός νομικού
πλαισίου για «την εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών» και την ελεύθερη διακίνησή
τους στην ευρωπαϊκή αγορά. Ξεκινώντας από το αίτημα του ΠOE, ο Mπολκεστάιν εισηγήθηκε
την πρόταση Οδηγίας για την ελεύθερη διακίνηση.
Η ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών είναι μια προοδευτική εξέλιξη, είχε προβλεφθεί
από τη Συνθήκη της Ρώμης (1957) και μπορούσε να πραγματοποιηθεί: είτε με εναρμόνιση
των νομοθεσιών για τις υπηρεσίες στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, είτε με την «αρχή
της χώρας προέλευσης», σύμφωνα με την άποψη που διατύπωσε το 1985 ο Ζακ Ντελόρ,
πρόεδρος τότε της Κομισιόν. Ο αρμόδιος επίτροπος Μπολκεστάιν, υπερασπιστής του
μονοπωλιακού οικονομικού φιλελευθερισμού, εισηγήθηκε τη δεύτερη «λύση». Στο
πρακτικό επίπεδο αυτό σήμαινε ότι στο εσωτερικό μιας χώρας θα υπήρχαν δύο διαφορετικά
δίκαια: αυτό της χώρας προορισμού και αυτό της χώρας προέλευσης.
Το βασικό σημείο για το οποίο ξεσηκώθηκε η θύελλα των αντιδράσεων, όχι μόνο
από τους αντιπάλους κάθε εθελοντικής ένωσης κρατών, που δημαγωγούν ενάντια στην
ΕΕ σε κάθε ευκαιρία, αλλά κυρίως από τα εργατικά συνδικάτα που υπερασπίζονται
την ΕΕ, ήταν το σημείο που αφορούσε στους μισθούς και τις αμοιβές των παρεχόμενων
υπηρεσιών, που θα έπρεπε -σύμφωνα με την Οδηγία- να είναι ίδιες με τις χώρες
προέλευσής τους. Κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια να υπάρχουν δύο μισθοί και
δύο μεροκάματα για τις ίδιες υπηρεσίες και για την ίδια δουλειά στην ΕΕ. Αυτή
η κατάσταση θα δημιουργούσε στις χώρες υποδοχής με υψηλούς μισθούς και μεροκάματα
εισαγωγή εργαζομένων που θα απασχολούνταν με χαμηλά μεροκάματα, πράγμα που με
τη σειρά του θα προκαλούσε μια συνολική πτώση των μέσων μισθών και του μέσου
μεροκάματου, με σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες για τους εργαζόμενους
και γενικότερα για το λαό της δοσμένης χώρας. Ενώ λοιπόν η Οδηγία -σε ό,τι αφορούσε
την ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση- ήταν θετική, μετατρεπόταν συνολικά σε αρνητική,
καθώς διασπούσε την εργατική τάξη και δυνάμωνε την ξενοφοβία και τελικά τον
αντιευρωπαϊσμό στους λαούς των πιο πλούσιων χωρών.
Έτσι διαμορφώθηκαν δύο στρατόπεδα μέσα στην ΕΕ. Από τη μια οι αστικές τάξεις
των φτωχών χωρών και οι υπερεθνικές εταιρείες υπερασπίζονταν την Οδηγία όπως
την κατέβαζε ο Μπολκεστάιν. Από την άλλη ορισμένα τμήματα, κυρίως τα λιγότερα
διεθνοποιημένα, των αστικών τάξεων στις πλούσιες χώρες που είχαν επιχειρήσεις
υπηρεσιών «εθνικά προστατευμένες», και κυρίως η εργατική τάξη αυτών των χωρών,
ήταν αντίθετα στην αρχή της «χώρας προέλευσης» που υιοθετούσε ο Μπολκεστάιν.
Κυρίως κάτω από την πίεση των εργατικών συνδικάτων δημιουργήθηκε στο Ευρωκοινοβούλιο
μια πολιτική πλειοψηφία που τροποποίησε ουσιαστικά την Οδηγία, όταν αυτή μπήκε
για συζήτηση και ψηφοφορία στις 16 Φλεβάρη. Λίγο μετά και οι κυβερνήσεις στη
Σύνοδο Κορυφής του Μάρτη υιοθέτησαν τη θέση του Ευρωκοινοβουλίου.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο άλλαξε την επίμαχη Οδηγία Μπολκεστάιν καταργώντας την
αρχή της «χώρας προέλευσης» με 391 ψήφους υπέρ, 213 κατά και 34 αποχές. Από
ελληνικής πλευράς, υπέρ ψήφισαν οι ευρωβουλευτές της ΝΔ, ενώ απείχαν οι ευρωβουλευτές
του ΠΑΣΟΚ, «παρά τη συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και σοσιαλιστών
την προηγούμενη εβδομάδα, που επέτρεψε να δημιουργηθεί η κατάλληλη πλειοψηφία
για την ψήφιση της τροποποιημένης Οδηγίας» (Ελευθεροτυπία, 17-2).
Σύμφωνα με το νέο -ψηφισμένο πλέον- κείμενο, οι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες
σε οποιαδήποτε χώρα-μέλος θα πρέπει να σέβονται τους νόμους όσον αφορά το εργατικό
δίκαιο, την υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον του κράτους υποδοχής. Η νέα
θέση πέρασε μετά από πολύχρονη διαπραγματευτική μάχη στο εσωτερικό της ΕΕ, παρά
την έντονη αντίθεση μιας σειράς κρατών και βέβαια του ίδιου του Μπολκεστάιν.
Μετά από όλ’ αυτά μόνο ένας απατεώνας θα μπορούσε να ισχυρίζεται ότι συνεχίζει
να υπάρχει η Οδηγία ως Οδηγία Μπολκεστάιν.
Η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συνδικάτων, την πρώτη ημέρα της συζήτησης της Οδηγίας
στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατέβασε 30.000 εργαζομένους στους δρόμους του Στρασβούργου.
Μετά το αποτέλεσμα ανακοίνωσε: «Η ομοσπονδία θεωρεί το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας
πραγματική νίκη των Ευρωπαίων εργαζομένων. Ο συμβιβασμός επιτρέπει το άνοιγμα
της αγοράς υπηρεσιών, αλλά την ίδια στιγμή προστατεύει το ευρωπαϊκό κοινωνικό
μοντέλο...» (Ελευθεροτυπία, 17-2). Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι μονοπωλιστές δεν ικανοποιήθηκαν
από την τροποποιημένη μορφή της επίμαχης Οδηγίας: «Το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
αποδυνάμωσε την Οδηγία από τη δυνατότητα να δημιουργήσει ανάπτυξη και θέσεις
εργασίας στην Ευρώπη. Αφήνει υπερβολική εξουσία στα κράτη-μέλη να περιορίζουν
την παροχή υπηρεσιών για πάρα πολλούς λόγους (…) και μπορεί να οδηγήσει στον
προστατευτισμό», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Βιομηχάνων
UNICE. Έντονη δυσαρέσκεια εξέφρασε και η Ευρωπαϊκή Ένωση Εταιρειών Στοιχημάτων»
(στο ίδιο).
Οι ευρωβουλευτές του ΣΥΝ και του ψευτοΚΚΕ ψήφισαν επίσης κατά. Σε ανακοίνωσή
του στις 10 Φλεβάρη πριν την κρίσιμη ψηφοφορία το ψευτοΚΚΕ ανέφερε: «Τα
παζάρια που εξελίσσονται αυτές τις μέρες για τη δήθεν τροποποίηση της Οδηγίας
σε καμιά περίπτωση δεν στοχεύουν στην αλλαγή του αντιλαϊκού αντεργατικού της
πυρήνα (…) ζητώντας ανώδυνες για το κεφάλαιο τροποποιήσεις. Οι εργαζόμενοι σε
καμιά περίπτωση δεν πρέπει να αποπροσανατολιστούν από τη μεθοδευμένη προσπάθεια
εξωραϊσμού της Οδηγίας. Όποια μορφή και αν πάρει στην τελική της έκδοση, η εφαρμογή
της Οδηγίας θα έχει τους ίδιους κερδισμένους και χαμένους, αντίστοιχα: το κεφάλαιο
και την κερδοφορία του από τη μια, τους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους
από την άλλη… Το ΚΚΕ απαιτώντας την κατάργηση της Οδηγίας Μπολκεστάιν (…) συγκεντρώνει
την προσοχή του στο καθήκον που το εργατικό κίνημα της κάθε χώρας έχει (…) να
αποσπάσει κατακτήσεις σε εθνικό επίπεδο». Αποδεικνύεται ότι οι σοσιαλφασίστες
δε δίνουν δεκάρα για τα εργατικά δικαιώματα. Αυτοί θα προτιμούσαν να περάσει
η Οδηγία με το αρχικό της περιεχόμενο, για να μπορούν μετά να κατηγορούν την
ΕΕ για αντεργατική, για να μπορούν να κατηγορούν τα μη σοσιαλφασιστικά συνδικάτα
σαν πουλημένα και κυρίως για να δυναμώνει το όχημα του σοσιαλφασισμού μέσα στις
μάζες, δηλαδή ο ρατσισμός και η ξενοφοβία. Έτσι δε δίστασαν να ψηφίσουν ουσιαστικά
κατά της αλλαγμένης Οδηγίας μαζί με τους ευρωπαίους μονοπωλιστές.
Τίποτα δεν ενοχλεί τους σοσιαλφασίστες εθνοκομμουνιστές περισσότερο από την
ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ενάντια σε κάθε μαρξισμό και διεθνισμό την αρνούνται και
γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τον Λένιν, που ξεκαθαρίζει τη θέση του επαναστατικού
προλεταριάτου απέναντι στην εθελοντική ενοποίηση των χωρών: «Το προλεταριάτο
όχι μόνο δεν αναλαβαίνει την υποχρέωση να υπερασπίζει την εθνική ανάπτυξη κάθε
έθνους, μα αντίθετα προειδοποιεί τις μάζες για τον κίνδυνο που κλείνουν μέσα
τους τέτοιες αυταπάτες, υποστηρίζει την πιο πλέρια ελευθερία της καπιταλιστικής
κυκλοφορίας και χαιρετίζει κάθε αφομοίωση των εθνών, εκτός από εκείνη που γίνεται
με τη βία ή στηρίζεται σε προνόμια» (Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό
ζήτημα).