Το εργατικό και δημοκρατικό κίνημα της Γαλλίας συντρίβει το νόμο που διευκολύνει τις απολύσεις
H Γαλλία είναι
πάντα η πιο τυπική χώρα της ανεπτυγμένης Ευρώπης στα πολιτικά κινήματα. Είναι
η χώρα των μεγάλων λαϊκών εξεγέρσεων και των δημοκρατικών επαναστάσεων και ταυτόχρονα
μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές χώρες των πολιτικών πραξικοπημάτων, του φασισμού
και της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης. Στην πραγματικότητα αυτά τα δύο πάνε μαζί.
Πρόκειται για τους δύο πόλους μιας πάντα οξυμμένης και συνολικής ταξικής πάλης
και για αυτό αντιπροσωπευτικής όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Όπως δεν μπορεί κανείς να βρει τυπικότερη αστική επανάσταση από τη γαλλική,
έτσι δεν θα βρει πουθενά μια τόσο σάπια και ώριμη για συντριβή απολυταρχία σαν
τη γαλλική του 18ου αιώνα. Δεν θα βρει κανένας πιο προωθημένα προλεταριακά κινήματα
από τα γαλλικά του 19ου αιώνα με αποκορύφωμα την εξέγερση της κομμούνας ακριβώς
όπως είναι δύσκολο την ίδια εποχή να βρει κανείς πιο σκληρό απέναντι στους εργάτες,
πιο τυχοδιωκτικό και πιο πολύ βυθισμένο στη χρηματιστηριακή σπέκουλα κεφάλαιο
από το γαλλικό.
Στον 20ο αιώνα το κέντρο βάρους της παγκόσμιας επανάστασης μετατοπίστηκε από
την ευρωπαϊκή ήπειρο στην Ανατολή, αρχικά στη Ρωσία, αργότερα στη Κίνα. Όμως
και τότε μέσα στον πιο βιομηχανικά ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο, πάντα οι πιο ανοιχτές
ταξικές πολιτικές συγκρούσεις εκδηλώθηκαν στη Γαλλία. Είναι γεγονός ότι η Γαλλία
δεν ήταν τυπική χώρα του φασιστικού κινήματος, όπως η Γερμανία και η Ιταλία,
αλλά αυτό οφείλεται στο ότι ήταν μια από τις ιμπεριαλιστικές χώρες που ήταν
στο νικηφόρο μπλοκ του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Όμως ανάμεσα στις αντίστοιχες
μη φασιστικές χώρες, η Γαλλία ήταν η χώρα του πιο ισχυρού φασιστικού πόλου μέσα
στην αστική τάξη και γι αυτό η χώρα του πιο πλατιού αντιφασισμού που έφτασε
ως το σχηματισμό της κυβέρνησης του λαϊκού μετώπου. Μετά τον πόλεμο πάλι είναι
η Γαλλία χαρακτηριστική των μεγάλων λαϊκών πρωτοπόρων κινημάτων, του αντιαποικιοκρατικού
δημοκρατικού στα 60 που ολοκληρώνεται με το αντιαυταρχικό κίνημα του Μάη του
68 (του πιο Μάη από όλους τους δυτικούς αντίστοιχους), και του αντιρατσιστικού
αντι-Λεπέν πιο τελευταία. Και πάλι όχι τυχαία. Γιατί δύσκολα μπορεί κανείς να
βρει στην ανεπτυγμένη και δημοκρατική μεταπολεμική Ευρώπη πιο σκληρή σοβινιστική
και πιο αποικιοκρατική ως το τέλος αστική τάξη, πιο σιχαμερούς ρατσιστές, πιο
κτηνώδεις αντισημίτες από τους Γάλλους.
Αυτοί προκαλούν ασταμάτητα τα μεγάλα λαϊκά γαλλικά κινήματα. Το μόνο καινούργιο στη νέα ιστορική φάση είναι ότι στα κινήματα αυτά συμμετέχει με κάποιο τρόπο και ο σοσιαλφασισμός, δηλαδή οι τροτσκιστές και οι ψευτοκομμουνιστές που προσπαθούν να τα μετατρέψουν στο αντίθετό τους και να τα στρέψουν ενάντια στην Ευρώπη και στην πολιτική δημοκρατία. Αλλά και από την άποψη του σοσιαλφασισμού οι Γάλλοι είναι οι πιο τυπικοί. Τα σοσιαλφασιστικά κόμματα διαθέτουν σε αυτή τη χώρα το 20% του εκλογικού σώματος (που όμως δεν είναι συνειδητοί σοσιαλφασίστες) πράγμα που δεν συμβαίνει πουθενά αλλού στην Ευρώπη και που κάνει την ταξική πάλη εκεί όχι μόνο την πιο πολιτική αλλά και την πιο περίπλοκη από παντού αλλού. Δεν είναι τυχαίο που μόνο στη Γαλλία ο σοσιαλφασισμός σε συμμαχία με τους κλασσικούς φασίστες που διαθέτουν ένα ακόμα 20% κατάφερε να δώσει ένα βαθύ χτύπημα στη δημοκρατική ευρωπαϊκή ενοποίηση καταψηφίζοντας και ουσιαστικά αχρηστεύοντας το νέο ευρωπαϊκό σύνταγμα.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει σήμερα με το κίνημα ενάντια στο νόμο για τη σύμβαση
CPE (Contrat Premiere Embauche, που σημαίνει Σύμβαση εργασίας Πρώτης Πρόσληψης)
που είναι αντίθετα ένα προοδευτικό πολιτικό κίνημα παρά τη δραστήρια συμμετοχή
των σοσιαλφασιστών σε αυτό. Η σύμβαση αυτή που θα τη γράφουμε από δω και μπρος
με τα ελληνικά αρχικά της σαν ΣΠΠ, από μόνη της δεν είναι κάτι το πρωτοφανώς
αντιδραστικό ούτε καν για τη Γαλλία, αλλά είναι η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι
για να εκδηλωθεί ένα κίνημα βαθύτερο που σε καμιά άλλη χώρα της Ευρώπης δεν
έχει εκδηλωθεί με τόσο ανοιχτό, μαζικό και προπαντός με τόσο πολιτικό τρόπο.
Η ΣΠΠ είναι η αφορμή για να εκδηλωθεί ένα δημοκρατικό και εργατικό κίνημα ενάντια
στη χειροτέρευση των όρων δουλειάς, αμοιβής και ασφάλισης για τους εργαζόμενους
σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες κάτω από το γενικό σύνθημα της ευλυγισίας.
Λέμε ότι ο νόμος ΣΠΠ δεν είναι κάτι το πρωτοφανές ούτε καν για τη Γαλλία γιατί
μια άλλη έκδοση αυτού του νόμου πέρασε σχεδόν χωρίς καμιά αντίσταση και εφαρμόζεται
στη Γαλλία εδώ και μερικούς μήνες. Ο νόμος αυτός καθιερώνει τη Σύμβαση Νέας
Πρόσληψης (Θα τη γράφουμε ΣΝΠ. Εδώ αντί για τη λέξη «Πρώτη» της ΣΠΠ έχουμε τη
λέξη «Νέα»).
Η σύμβαση ΣΝΠ είναι ο πρώτος νόμος που πέρασε ο Βιλλπέν στα πλαίσια της μεταρρύθμισής
του για τα εργασιακά και λέει το εξής: ότι μπορεί κάθε επιχείρηση με λιγότερους
από 20 εργαζόμενους να προσλάβει έναν εργαζόμενο οποιασδήποτε ηλικίας και να
τον απολύσει μέσα σε δύο χρόνια χωρίς να δικαιολογήσει την απόλυσή του. Το συμβόλαιο
ΣΠΠ που τώρα επιχειρείται να περάσει είναι ακριβώς ίδιο με το ΣΝΠ με τη διαφορά
ότι ισχύει για επιχείρηση οποιουδήποτε μεγέθους, αλλά μόνο για εργαζόμενους
κάτω από 26 χρονών.
Μια παρένθεση για το θρασύ «η Ελλάδα δεν θα γίνει Γαλλία»!
Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα από τη δημαγωγία μερικών εδώ υποκριτών και φαρισαίων που βγήκαν να πουν ότι θα εμποδίσουν η Ελλάδα να γίνει Γαλλία, δηλαδή ότι η Γαλλία έχει μπει στη βαρβαρότητα αλλά η Ελλάδα τάχα «κρατάει ακόμα», πρέπει να διευκρινίσουμε ότι σύμφωνα και με τους δύο γαλλικούς νόμους ο απολυόμενος μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια για να βγάλει καταχρηστική την απόλυσή του και εκεί ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να δικαιολογήσει την απόλυση. Επίσης και στις δυο περιπτώσεις υπάρχει αποζημίωση και μετά επιδότηση ανεργίας και μάλιστα στην ΣΠΠ υπάρχει μεγαλύτερη αποζημίωση από όση για την απόλυση -για τον ίδιο χρόνο δουλειάς- μετά από μια σύμβαση αορίστου χρόνου. Ταυτόχρονα το κράτος αναλαμβάνει να εγγυάται για το νοίκι του σπιτιού των συμβασιούχων αυτού του είδους ώστε να καθησυχάζονται οι αντίστοιχοι ιδιοκτήτες εκμισθωτές, ενώ οι γαλλικές τράπεζες έχουν δεσμευτεί να δανειοδοτούν τους κατόχους αυτών των δύο συμβολαίων για να στήσουν το νοικοκυριό τους. Αυτές είναι ρυθμίσεις που ισχύουν στη Γαλλία υποχρεωτικά για τους κατόχους σύμβασης αορίστου χρόνου. Επίσης αν στα τρία χρόνια ο εργαζόμενος δεν απολυθεί η σύμβασή του ΣΝΠ ή ΣΠΠ ανανεώνεται αυτόματα και συνεχίζεται σαν κανονική σύμβαση αορίστου χρόνου. Πρέπει ακόμα να ξεκαθαρίσουμε ότι στη Γαλλία μια πελώρια μάζα εργαζομένων νεαρής ηλικίας δουλεύει ήδη με ολιγόμηνες αλλεπάλληλες συμβάσεις ορισμένου χρόνου και ακόμα περισσότεροι με συμβάσεις μαθητείας (Stagiaires) με εντελώς άθλιες συνθήκες πληρωμής. Με λίγα λόγια η προσωρινότητα, αυτή η πιο επαχθής πλευρά της ευλυγισίας λειτουργεί ήδη στο φουλ.
Βεβαίως όλα τα παραπάνω επαχθή για τη Γαλλία και κάθε άλλη ανεπτυγμένη χώρα
θα αποτελούσαν τεράστια πρόοδο για τη δικιά μας χώρα στην οποία οι νεολαίοι
που πρωτομπαίνουν σήμερα στην αγορά εργασίας, όταν δεν είναι οι ελάχιστοι που
έχουν γερά διπλώματα σε ειδικότητες κάποιας ζήτησης, δουλεύουν στη μαύρη αγορά
εργασίας, χωρίς ασφάλιση, χωρίς αποζημιώσεις, χωρίς χρονικά όρια και σχεδόν
χωρίς λεφτά. Και όχι μόνο, αυτοί αλλά όποιος εργαζόμενος οποιασδήποτε ηλικίας
έχει την ατυχία να απολυθεί, και απολύεται χωρίς καμιά απολύτως εξήγηση στις
μικροεπιχειρήσεις που στην Ελλάδα δίνουν την πλειοψηφία της απασχόλησης, θα
δουλέψει με συνθήκες μαύρης εργασίας ή μισομαύρης (απλήρωτες υπερωρίες, συχνά
άθλιες συνθήκες δουλειάς, κομμένες άδειες κλπ).
Η Γαλλία δεν είναι ευτυχώς Ελλάδα. Στη Γαλλία δεν υπάρχει ούτε μια συνδικαλιστική
παράταξη που θα επέτρεπε να σπάσει σε οποιονδήποτε κλάδο θεσμοποιημένα, πόσο
μάλλον σε όλους τους κλάδους, το εργατικό μεροκάματο με μια επίσης θεσμοποιημένη
πλέον μαύρη εργασία, που ξεκίνησε με τη δουλοκτητική εκμετάλλευση των μεταναστών
και τώρα έχει μετατρέψει σε μετανάστες τους περισσότερους εργαζόμενους. Ούτε
θα επέτρεπε και το πιο διεφθαρμένο γαλλικό συνδικάτο να υπάρχει μια τόσο ανύπαρκτη
και διεφθαρμένη επιθεώρηση εργασίας. Η Ελλάδα έχει γίνει ένα ευρωπαϊκό εργατικό
κάτεργο που στους δρόμους και στα διεθνή φόρα φωνάζει: ναι στους μετανάστες
τα αδέλφια μας, αλλά από κάτω έχει ετοιμάσει όλες τις προϋποθέσεις για να ακονίζει
το φριχτό μαχαίρι του ρατσισμού, θεριεύοντας το εθνικό μίσος ενάντιά τους, δέρνοντάς
τους στα τμήματα, αλλά κυρίως τσακίζοντας παραπέρα και στην πράξη κάθε εργατική
κατάκτηση. Τέτοια εγκληματικά, τέτοια φασιστικά, τέτοια πουλημένα στα αντεργατικά
κομματικά αφεντικά τους συνδικάτα σαν τα ελληνικά που να έχουν ρίξει στη βαρβαρότητα
και να έχουν διασπάσει τόσο βαθιά την εργατική τάξη δεν υπάρχουν πουθενά στην
ΕΕ.
Γιατί λοιπόν εξεγέρθηκαν οι Γάλλοι
Οι Γάλλοι εξεγέρθηκαν όταν ο Βιλλπέν πέρασε από τη ΣΝΠ στην ΣΠΠ. Κανείς δεν περίμενε την έκρηξη γιατί αν και τα γαλλικά συνδικάτα σύσσωμα είχαν αντιδράσει στη ΣΝΠ κανένα κίνημα δεν είχε προκύψει μέσα στους εργαζόμενους τότε, και ακόμα λιγότερο μέσα στους φοιτητές. Η έκρηξη έγινε ενάντια στη ΣΠΠ γιατί αυτή άγγιξε τη νεολαία, με το όριο των 26 χρόνων που έβαζε σαν προϋπόθεση για μια τέτοια πρόσληψη. Στην πραγματικότητα η μη αντίδραση στη ΣΝΠ οφείλεται στο ότι η γαλλική εργατική τάξη έχει σε μεγάλο βαθμό εγκαταλείψει τα αστοποιημένα πλέον συνδικάτα, που έχουν τη βάση τους κυρίως στην κρατική υπαλληλία, και είναι αδύνατο να κινητοποιηθούν στον ιδιωτικό τομέα. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που δεν κινήθηκε φύλλο στη ΣΝΠ επειδή αυτή αφορούσε αποκλειστικά τους εργαζόμενους στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, ενώ η όποια συνδικαλιστική οργάνωση στη Γαλλία υπάρχει σήμερα μόνο στις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις και μάλιστα στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα (ενέργεια, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες). Μόνο οι φοιτητές, που ακριβώς δεν είναι εργαζόμενοι αλλά είναι σήμερα εν δυνάμει άνεργοι, δηλαδή με την ιδιότητά τους των υποψήφιων μελλοντικών άνεργων και μισοάνεργων αποτελούν έναν κοινωνικό στρατό που θα μπορούσε να εξεγερθεί με όρους κινήματος και όχι απεργίας, δηλαδή περνώντας απευθείας στην πολιτική πάλη. Και αυτή η εξέγερση θα μπορούσε μόνο να γίνει με στοιχεία του νόμου δεμένα με την ηλικία. Τα 26 χρόνια της ΣΠΠ οι φοιτητές τα διαβάσανε, και σωστά, σα μια διάκριση σε βάρος τους και σε βάρος της νεολαίας και σαν αρχή για μια ολοκλήρωση της επισημοποίησης της προσωρινότητας στην αγορά εργασίας. Είναι ενάντια σε αυτή την προσωρινότητα που εξεγέρθηκαν και ακόμα βαθύτερα ενάντια στους νέους, πολύ κατώτερους εργασιακούς όρους από εκείνους των γονιών τους με τους οποίους τώρα δουλεύει η νέα εργατική τάξη στη Γαλλία και σε όλη την Ευρώπη. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που τη ζουν πολύ τραυματικά και οι φοιτητές γιατί οι εργαζόμενοι γονείς τους θυσιάστηκαν για να τους σπουδάσουν ώστε να τους δώσουν τη δυνατότητα να ζήσουν καλύτερα από τους ίδιους. Αυτοί οι γονείς στην πλειοψηφία τους είναι λίγο πολύ ειδικευμένοι εργάτες της προηγούμενης εποχής της μεγάλης μεταπολεμικής βιομηχανίας. Αυτόν τον υποβιβασμό, υλικό και κοινωνικό, αυτήν την αυξημένη ανεργία, αυτά τα προσωρινά συμβόλαια, αυτά τα ωρομίσθια μεροκάματα και τα επαναλαμβανόμενα stages οι γάλλοι σπουδαγμένοι νεολαίοι δεν μπορούν να τα δεχτούν, ιδιαίτερα οι νεολαίοι της εργατικής και μικροαστικής τάξης με τα μέτρια πτυχία. Αυτό που ιδιαίτερα τους εξόργισε, γιατί τους πρόσβαλε και ηθικά ήταν η διάταξη του νόμου που έλεγε ότι οι απολύσεις στα δύο χρόνια μπορούν να γίνονται αναιτιολόγητα, διάταξη που δεν τους άγγιξε όταν πρωτοεμφανίστηκε στη ΣΝΠ. Αυτή η αναιτιολόγητη απόλυση ήταν η καταπάτηση μιας πολύ ριζωμένης κατάκτησης των γάλλων εργαζομένων που είχε ενσωματωθεί από το 1973 στον γαλλικό κώδικα εργασίας.
Έτσι λοιπόν οι φοιτητές εξεγέρθηκαν και μπήκαν σαν κοινωνικό στρώμα επικεφαλής
ενός πελώριου πολιτικού κινήματος καταλαμβάνοντας σταδιακά τις περισσότερες
από τις σχολές τους. Πραγματικά για πολλούς και το να χάσουν τη χρονιά τους
δεν ήταν τόσο τρομερό σε σχέση με το ότι κινδυνεύουν όλο και περισσότερο να
χάσουν το μέλλον τους. Έτσι περίπου ένοιωθε όλη η εργαζόμενη μάζα της Γαλλίας,
για αυτό συμπάθησε τον αγώνα τους ακόμα και όταν δεν συμμετείχε σ αυτόν. Όταν
οι καταληψίες των πανεπιστημίων βγήκαν στους δρόμους είχαν μαζί τους πολιτικά
τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων και την πλειοψηφία της κοινωνίας.
Στην αρχή είναι αλήθεια είχανε δίπλα τους ή και μπροστά τους αλλά από καιροσκοπισμό
τα τακτικά και στρατηγικά αντίπαλα προς την κλασική δεξιά τμήματα της αστικής
τάξης: το σοσιαλιστικό κόμμα, τους ψευτοκομμουνιστές, τους τροτσκιστές και τα
συνδικάτα στα οποία οι προηγούμενοι σε γενικές γραμμές ηγεμονεύουν. Έτσι έγινε
η πολιτική έκρηξη αν και τα όρια αυτής της έκρηξης έμειναν όπως θα δούμε παρακάτω
περιορισμένα γιατί ποτέ όλο αυτό το μέτωπο παρόλη την τεράστια μαζικότητα του
στους δρόμους δεν κατάφερε να κάνει μια απεργία, δηλαδή να κινητοποιήσει απεργιακά
την εν ενεργεία εργατική τάξη του ιδιωτικού τομέα. Αυτό το κίνημα πέτυχε να
ρίξει σε απεργία μιας μέρας μόνο ένα κομμάτι της κρατικής υπαλληλίας και μια
μειοψηφία εργαζομένων στις κάποτε πανίσχυρες «ΔΕΚΟ».
(Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι και αυτή η μαζικότητα είναι μικρότερη από
όσο την παρουσιάζει η μισο-σοσιαλφασιστική CGT που συχνά τριπλασιάζει ή και
πενταπλασιάζει τα νούμερα των διαδηλωτών. Οι διαδηλωτές δεν πρέπει ποτέ να ξεπέρασαν
το 1,5 εκατομμύριο στις 28 του Μάρτη σε όλη τη Γαλλία ).
Το βάθος και τα όρια της γαλλικής έκρηξης
Για να αναλύσουμε το βάθος και τα όρια αυτής της έκρηξης πρέπει να κατανοήσουμε
ότι στην πρόθεση του Βιλλπέν δεν ήταν να κατασκευάσει ένα νόμο που έχει σαν
συνειδητό στόχο την υπερεκμετάλλευση της εργαζόμενης νεολαίας όπως ισχυρίζονται
οι μαρξίζοντες οικονομιστές και οι αντιδραστικοί αντιπαγκοσμιοποιητές στη Γαλλία
και αλλού. Αυτό το διαισθάνονται οι πλατιές μάζες του γαλλικού λαού που ζητάνε
πιο πειστικές πολιτικές απαντήσεις από τους ηγέτες αυτού του κινήματος και πιο
πειστικές διεξόδους και όχι μόνο μια καταγγελία ενός πραγματικά αντιδραστικού
νόμου. Στην πραγματικότητα ο Βιλλπέν έφτιαξε ένα νόμο για να γίνει δημοφιλής
ώστε να καταφέρει να βγει πρόεδρος και θα μπορούσε να γίνει δημοφιλής κυρίως
αν κατάφερνε να μειώσει την ιδιαίτερα ψηλή ανεργία των νέων (Στη Γαλλία είναι
23%. Στην Ελλάδα είναι 40% και κανείς δεν ασχολείται μ αυτό). Αυτό το φαινόμενο
είναι ο μεγαλύτερος πολιτικός βραχνάς σήμερα για τη γαλλική αστική τάξη στο
σύνολό της. Μέχρι τώρα αυτή επιχειρούσε να λύσει το πρόβλημα με «αριστερό» τρόπο,
για την ακρίβεια με αποδεκτό από τους εργαζόμενους τρόπο. Έτσι επί κυβερνήσεων
του σοσιαλιστικού κόμματος πήρε δύο μέτρα: Το ένα ήταν να μειώσει το χρόνο εργασίας
στις 35 ώρες για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και το δεύτερο ήταν να
δημιουργήσει νέες θέσεις και νέες υπηρεσίες στο δημόσιο τομέα, πχ κοινωνικές
υπηρεσίες στις γκετοποιημένες περιοχές.
Η πρώτη από αυτές τις μέθοδες σήμαινε αύξηση του συνολικού όγκου των μισθών
που εξασφαλίζει η εργατική τάξη από το συλλογικό καπιταλιστή που είναι το γαλλικό
κράτος, ή δε δεύτερη σήμαινε μείωση του συνολικού όγκου εργασίας που προσφέρει
η εργατική τάξη στο γαλλικό κεφάλαιο με το συνολικό μισθολογικό όγκο να μένει
σταθερός. Και τα δύο αυτά μέτρα απέτυχαν εντελώς για τον ίδιο λόγο: γιατί σήμαιναν
σχετική μείωση των κερδών του κεφάλαιου που παρήγαγε μέσα στη Γαλλία σε σχέση
με το γαλλικό και διεθνές κεφάλαιο που μετατόπιζε και μετατοπίζει δραστήρια
όλα αυτά τα χρόνια την παραγωγή του προς τις νέες βιομηχανικές χώρες του άθλιου,
μέχρι και δουλοκτητικού, μεροκάματου. Όσο υπάρχει αυτή η ελευθερία στη μετακίνηση
του παραγωγικού και ακόμα περισσότερο του χρηματικού κεφάλαιου προς τις χώρες
του χαμηλότερου μεροκάματου, η μείωση του μέσου ποσοστού του κέρδους σε μια
χώρα σχετικά ψηλού μεροκάματου θα σημαίνει μείωση του ρυθμού συσσώρευσης του
παραγωγικού κεφάλαιου στη χώρα αυτή και αύξηση του δημόσιου χρέους. Είναι αλήθεια
ότι οι καπιταλιστές χρησιμοποιούσαν και στην προμονοπωλιακή εποχή το επιχείρημα
ότι δεν μπορούν να αυξήσουν τους μισθούς και να μειώσουν τα κέρδη τους σε μια
σφαίρα παραγωγής ή σε μια χώρα γιατί τότε τα κεφάλαια θα πάνε σε άλλη σφαίρα
παραγωγής και σε άλλες χώρες όπου τα μεροκάματα είναι φτηνά, οπότε οι εργάτες
που θα θελήσουν αυξήσεις θα πέσουν στην ανεργία. Ο Μαρξ τους απαντούσε ότι σε
αυτήν την περίπτωση η μετατόπιση κεφαλαίων σε σφαίρες και περιοχές όπου τα κέρδη
θα είναι προσωρινά περισσότερα θα οδηγήσουν σε μετατόπιση των κεφαλαίων οπότε
και σε μεγαλύτερη ζήτηση εργατικών χεριών σε αυτές τις περιοχές και σε αυτούς
τους κλάδους. Το αποτέλεσμα θα είναι οι μισθοί εκεί να ανεβούν οπότε όλοι οι
μισθοί θα εξισωθούν παντού στο νέο ανώτερο επίπεδο που κατάχτησαν οι εργάτες.
Αυτό είναι σωστό για περίπου ισοδύναμες, σχετικά ελεύθερες αγορές εργασίας,
και ο Μαρξ μιλάει για τις συνθήκες της εποχής του και για μια γενική τάση που
ισχύει σε τελική ανάλυση. Όμως σήμερα, στην εποχή του ιμπεριαλισμού και του
σοσιαλιμπεριαλισμού, υπάρχει μια στρατηγική ανισότητα που κάνει τη διαδικασία
της γενικής εξίσωσης του μεροκάματου μακρόχρονη και δύσκολη. Γιατί σήμερα υπάρχουν
οι αγορές των παλιών βιομηχανικών χωρών στις οποίες πουλιέται ελεύθερη εργατική
δύναμη, και αγορές των νέων βιομηχανικών χωρών στις οποίες στην κύρια πλευρά
(Κίνα) πουλιέται σκλαβωμένη εργατική δύναμη και στις οποίες επιπλέον υπάρχει
ταυτόχρονα ένας εξαθλιωμένος και απέραντος εφεδρικός στρατός ανέργων αγροτών
που κάνει τις διαφορές των μισθών στις δύο αυτές αγορές αβυσσαλέες. Σε τέτοιες
περιστάσεις η παγκόσμια εξίσωση των μισθών θα αργήσει πολύ εφόσον η διαδικασία
της εξίσωσης των μισθών αφεθεί στον οικονομικό αυτοματισμό. Αν δηλαδή το προλεταριάτο
των χωρών των ψηλών μισθών δεν κάνει πρακτικό πολιτικό κίνημα για να επιβάλει
πολιτικά και οικονομικά μέτρα ενάντια σε αυτή την ανισότητα θα επιστρέψει σε
μια προηγούμενη και αφόρητη γι αυτό εποχή εξαθλίωσης. Αυτό γίνεται σήμερα στην
πρωτόγνωρη αυτή εποχή του ιμπεριαλισμού και του σοσιαλιμπεριαλισμού που διανύουμε.
Σε πιο περιορισμένη κλίμακα τέτοια φαινόμενα είχαμε και στην εποχή του προμονοπωλιακού
καπιταλισμού με την εργασία των σκλάβων της αμερικανικής ηπείρου και κυρίως
με τη μαζική εισαγωγή απλήρωτων εργατών από τις πιο βιομηχανικά καθυστερημένες
χώρες για να σπάνε τους μισθούς και τα απεργιακά κινήματα των πιο ανεπτυγμένων
βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης, ειδικά της Αγγλίας. Αυτόν τον ενδοεργατικό ανταγωνισμό
οι συνειδητοί εργάτες και τα πραγματικά εργατικά κινήματα εκείνης της εποχής
με επικεφαλής τους μαρξιστές τον πολεμούσαν με όλη τους τη δύναμη. Άλλωστε ενάντια
σε αυτόν τον ανταγωνισμό στήθηκε αρχικά η Α΄ Διεθνής.
Το ότι η εξίσωση των μεροκάματων δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσα σε έναν
εύλογο χρόνο μετά από αυτά τα δύο σχετικά φιλεργατικά μέτρα της γαλλικής αστικής
τάξης που προαναφέραμε είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο αυτά απέτυχαν. Έτσι
μέσα στις δοσμένες παγκόσμιες και ευρωπαϊκές συνθήκες το πρώτο μέτρο κατέρρευσε
από την αυξανόμενη διόγκωση των γαλλικών κρατικών δαπανών και την εκτόξευση
στα ύψη του γαλλικού δημόσιου χρέους. (Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι τα κρατικά
χρέη δεν αυξήθηκαν ειδικά από αυτό το περιορισμένο μέτρο των προσλήψεων νέου
προσωπικού σε κάποιες κρατικές κοινωνικές υπηρεσίες, αλλά κυρίως από τις υπόλοιπες
έμμεσες μισθολογικές δαπάνες που αυξάνονται με την άνοδο του επιπέδου πολιτισμού
των μαζών και τις προόδους της ιατρικής επιστήμης. Μιλάμε για τις δαπάνες της
κοινωνικής ασφάλισης και περίθαλψης σε έναν εργαζόμενο πληθυσμό που συνεχίζει
να ζει με όρους εργατικών κατακτήσεων της μεταπολεμικής εποχής). Από την άλλη
το δεύτερο μέτρο επιβάρυνε σχετικά τη γαλλική βιομηχανική αστική τάξη σε σχέση
με τις ανταγωνίστριές της μέσα και έξω από την Ευρώπη και είτε εξουδετερώθηκε
από την ελαστικοποίηση της εργασίας στα εργοστάσια και την κατάργηση των υπερωριών,
είτε επιτάχυνε πιο άμεσα την διαδικασία μετεγκατάστασης της βιομηχανικής παραγωγής
ή παραγωγής υπηρεσιών σε χώρες του χαμηλού μεροκάματου. Και στις δυο περιπτώσεις
το αποτέλεσμα ήταν αύξηση της σχετικής ανεργίας και σχετική μείωση του συνολικού
μισθού και των όρων δουλειάς της γαλλικής εργατικής τάξης, δηλαδή πλησίασμα
των αμοιβών και των όρων δουλειάς της γαλλικής αστικής τάξης προς τις αμοιβές
και τους όρους δουλειάς των εργαζομένων στις χώρες του χαμηλού και του άθλιου
μεροκάματου.
Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνουμε μια πολύ σημαντική επισήμανση. Το κομμάτι
της γαλλικής αστικής τάξης που ήθελε έντονα τη ΣΠΠ και στήριξε τον Βιλλπέν ως
το τέλος ήταν η μεσαία και η μικρή αστική τάξη. Αντίθετα η μονοπωλιακή αστική
τάξη ελάχιστα ενδιαφέρθηκε για την ΣΠΠ, όπως και προηγούμενα βεβαίως για τη
ΣΝΠ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρόεδρος του γαλλικού ΣΕΒ, της MEDEF, ζήτησε
από τον Βιλλπέν μετά τις πρώτες αντιδράσεις να αποσύρει τον νόμο και παρατάχθηκε
μαζί με τον Σαρκοζύ που πέρα από τους δικούς του προσωπικούς πολιτικούς λόγους
ήθελε την απόσυρη του νόμου και από την άποψη της πιο μονοπωλιακής παγκοσμιοποιητικής
γραμμής του (Μοντ, 30 Μάρτη). Αυτή η διαφορά στη συμπεριφορά της μεσαίας αστικής
τάξης (που στη Γαλλία σημαίνει εργοστάσια μέχρι 500 εργαζόμενους) από εκείνη
της μονοπωλιακής οφείλεται στο εξής: Η μονοπωλιακή αστική τάξη ήδη έχει μεταφέρει
στις χώρες χαμηλού μεροκάματου την παραγωγή της εργασίας ψηλής έντασης και πέρα
από αυτό ζει από τη χρηματιστηριακή σπέκουλα σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτός είναι
ο λόγος που ενώ τα κέρδη του γαλλικού μονοπώλιου είναι τεράστια (αυτό εκδηλώνεται
πολύ στο χρηματιστήριο στο οποίο συμμετέχει συντριπτικά το μονοπωλιακό κεφάλαιο)
η Γαλλία αποβιομηχανοποιείται όλο και περισότερο και η μεσαία βιομηχανία διαρκώς
συντρίβεται.
Μήπως εννοούμε με τα παραπάνω ότι η εργατική τάξη στις ανεπτυγμένες χώρες είναι
καταδικασμένη στην εξαθλίωση και ότι δεν πρέπει να διεκδικεί τέτοια προοδευτικά
αστικά μέτρα ενάντια στην ανεργία για να μην δυσκολέψει τη μη μονοπωλιακή αστική
τάξη; Ή μήπως εννοούμε ότι δεν πρέπει να ζητάει την κατάργηση συμβάσεων σαν
και εκείνη της ΣΠΠ και ΣΝΠ;
Μόνο μια συνολική εργατική διεθνική απάντηση, καταρχήν σε ευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί να είναι πειστική και αποδοτική
Όχι. Εκείνο που λέμε είναι
ότι τέτοια προοδευτικά μέτρα μπορούν να είναι αποδοτικά και τέτοια εργατικά
κινήματα μπορούν να είναι τελικά νικηφόρα μόνο όταν ταυτόχρονα απαιτούν μια
ευρύτερη παγκοσμιοποιημένη αλλά και προστατευμένη καπιταλιστική αγορά του ψηλού
μεροκάματου, πχ την ευρωπαϊκή. Μια τέτοια αγορά θα έπαιρνε ένα από τα δύο ή
και τα δύο ταυτόχρονα μέτρα προστασίας του εμπορεύματος «εργατική δύναμη». Το
ένα μέτρο θα ήταν η κλιμακωτή δασμολόγηση των εμπορευμάτων που έρχονται από
τις χώρες του άθλιου μεροκάματου, με έμφαση στις φασιστικές χώρες του δουλοκτητικού
μεροκάματου, και το άλλο θα ήταν η ψηλή φορολόγηση και γενικότερα τα οικονομικά
αντικίνητρα για τις εταιρείες που θα κάνανε μετεγκατάσταση στις χώρες του χαμηλού
και του πολύ χαμηλότερου μεροκάματου. Αυτά είναι στην ουσία αντιμονοπωλιακά
μέτρα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον σοσιαλιμπεριαλισμό.
Αυτά τα μέτρα προστατευτισμού όχι μόνο για την Ενωμένη Ευρώπη αλλά για όλο τον
υπερανεπτυγμένο βιομηχανικό βορρά θα μπορούσε να τα επιβάλει τελικά στην ευρωπαϊκή
και παγκόσμια μονοπωλιακή αστική τάξη μόνο μια καταρχήν πανευρωπαϊκά και στη
συνέχεια παγκόσμια οργανωμένη εργατική τάξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρώτα πρέπει
να φτιαχτεί ένα διεθνικά και διευρωπαϊκά οργανωμένο εργατικό κίνημα και μετά
τα συνδικάτα σε κάθε χώρα να αρχίσουν να διαμαρτύρονται για νόμους τύπου Βιλλπέν.
Ίσα-ίσα είναι σωστό τα συνδικάτα από σήμερα κιόλας να αρχίσουν ακόμα πιο έντονα
να αντιστέκονται σε τέτοιους νόμους και τέτοιες αντεργατικές ρυθμίσεις σε κάθε
μεγάλο κλάδο σε κάθε χώρα. Είναι σωστό να επαναστατούν και να ακυρώνουν αντεργατικούς
νόμους και είναι εξαιρετικό που στη Γαλλία ήδη στην κύρια πλευρά έχουν ακυρώσει
το νόμο του Βιλλπέν και έχουν συντρίψει τη λογική του (όπως θα δούμε στο τέλος).
Εκείνο που λέμε είναι ότι τέτοιου είδους κινήματα δεν θα είναι ούτε πειστικά,
ούτε αποτελεσματικά σε βάθος χρόνου αν δεν συνοδεύουν από τώρα την άρνηση των
αντεργατικών ρυθμίσεων με μια σειρά διευρωπαϊκά και διεθνή πολιτικά και οικονομικά
αιτήματα με ρεαλιστικό και άμεσο περιεχόμενο και με μια δραστήρια διευρωπαϊκή
καταρχήν και διεθνή στη συνέχεια οργάνωση. Μια τέτοια διεθνής εργατική οργάνωση
και μια τέτοια διεθνής εργατική πολιτική δεν υπάρχουν σήμερα επειδή το σύνολο
σχεδόν των μεγάλων συνδικάτων του Βορά έχουν γίνει εξαρτήματα του κάθε κρατικομονοπωλιακού
κεφάλαιου αλλά κυρίως επειδή είναι διαβρωμένα από τους σοσιαλφασίστες και τους
φασίστες, δηλαδή από το παγκόσμιο φαιοκόκκινο μέτωπο. Αυτό το τελευταίο επειδή
είναι πιο ισχυρό από παντού αλλού στη Γαλλία, είναι ακριβώς από τη Γαλλία που
έδωσε το στρατηγικό χτύπημα στην πολιτική, εθελοντική και γι αυτό δημοκρατική
ενοποίηση όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταψηφίζοντας το γενικά πιο προοδευτικό
από τις περισσότερες εθνικές νομοθεσίες ευρωπαϊκό σύνταγμα.
Το βασικό επιχείρημα αυτού του συνδικαλιστικού μεσαίωνα, που το σώμα του βρίσκεται
στους διψασμένους για κοινωνική άνοδο μικροαστούς διεκδικητές της κρατικής εξουσίας
σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, ενώ το κεφάλι του βρίσκεται στο Κρεμλίνο, είναι το εξής:
Ότι ευρωπαϊκή ενοποίηση σημαίνει ενοποίηση και ταξική σκλήρυνση του ευρωπαϊκού
κεφαλαίου. Μα ποιος προοδευτικός άνθρωπος και ακόμα περισσότερο ποιος μαρξιστής
θα αντιδρούσε ποτέ σε κάθε ένωση του κεφάλαιου που δεν γίνεται με τη βία και
που έχει σαν αποτέλεσμα να ενώνει τις παραγωγικές δυνάμεις σε αφάνταστα ευρύτερη
κλίμακα, να τσακίζει τα εθνικιστικά βαρίδια στους λαούς και πάνω από όλα να
ενώνει τις εθνικά διασπασμένες εργατικές τάξεις σε μια ενιαία ευρωπαϊκή στην
αρχή, παγκόσμια αργότερα εργατική τάξη; Ποιος θα αμφισβητούσε το γεγονός ότι
μια τέτοια εργατική τάξη υποχρεωτικά διεθνιστική θα βρίσκει ασταμάτητα και θα
αναπτύσσει ασταμάτητα την πολιτική, ιδεολογική και τελικά την επαναστατική της
ενότητα ενάντια ακριβώς σε αυτή την πολιτικά ενωμένη ευρωπαϊκή αστική τάξη;
Όσο δεν υπάρχει μια οργανωμένη εργατική τάξη που να επιβάλει μια τέτοια προστατευτική
του μισθού πολιτική σε ένα τουλάχιστον εκτεταμένο γεωγραφικό και οικονομικό
χώρο του βιομηχανικού βορρά θα συνεχίζει η κάθε μια αστική τάξη ξεχωριστά σε
κάθε χώρα να ακολουθεί ένα δρόμο για τη διατήρηση της οικονομικής της ακμής,
και της πολιτικής της κυριαρχίας: Το δρόμο της μείωσης του συνολικού μισθού
και της αύξησης του συνολικού χρόνου εργασίας, δηλαδή το δρόμο της αύξησης του
συνολικού όγκου της απόλυτης υπεραξίας σε κάθε χώρα. Βέβαια, ταυτόχρονα η αστική
τάξη στις πλούσιες χώρες προσπαθεί να αντέξει στον ανταγωνισμό των χωρών και
με το χαμηλό και με το ψηλό μεροκάματο αυξάνοντας και τη σχετική υπεραξία, επαναστατικοποιώντας
δηλαδή διαρκώς τις παραγωγικές δυνάμεις και τις μέθοδες οργάνωσης της παραγωγής,
αναπτύσσοντας την έρευνα σε διαρκώς ανώτερη κλίμακα, και πλαταίνοντας και βαθαίνοντας
την εκπαιδευτική βιομηχανία για την παραγωγή μαζικού και όλο και ανώτερου επίπεδου
ειδικών και επιστημόνων. Όμως σήμερα που μπαίνουν στην παγκόσμια παραγωγική
μηχανή τα δισεκατομμύρια του αρκετά μορφωμένου εφεδρικού στρατού των νέων βιομηχανικών
χωρών (ιδιαίτερα της Κίνας και της Ινδίας) είναι αναπόφευκτο η μεγάλη μάχη του
ανταγωνισμού για το γρηγορότερο ρυθμό συσσώρευσης του κεφάλαιου να δίνεται για
το πλεονέκτημα στην απόσπαση της απόλυτης υπεραξίας, δηλαδή στη μάχη για την
εξαγωγή του κεφάλαιου στις χώρες του χαμηλού μεροκάματου και στη μάχη για τη
μείωση του μεροκάματου στις χώρες του ψηλού μεροκάματου.
Στη μάχη για τη συνολική μείωση του μισθού στις χώρες του ψηλού μεροκάματου
συμπεριλαμβάνονται μέτρα όπως η μείωση ή το πάγωμα των αυξήσεων, η κατάργηση
της πληρωμής των υπερωριών με την ελαστικοποίηση, δηλαδή την επιμήκυνση του
σταθερού χρόνου εργασίας σε ορισμένες μέρες, η πρόσληψη εξωτερικών συνεργείων
που χρησιμοποιούν κακοπληρωμένη ή μαύρη εργασία, η μείωση των αποζημιώσεων για
τις απολύσεις με την επέκταση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, η μείωση των επιδομάτων
ανεργίας και η μείωση του χρόνου αποζημίωσης, η μείωση των συντάξεων, η μείωση
των δαπανών για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.ά. Στη συνολική αύξηση του
χρόνου εργασίας συμπεριλαμβάνονται μέτρα όπως η εντατικοποίηση της εργασίας,
η επιμήκυνση του χρόνου εργασίας πάλι με την ελαστικοποίηση, η διευκόλυνση των
απολύσεων με τη γενίκευση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και των ωρομίσθιων
συμβάσεων, η μείωση των ημερών νοσηλείας, η δυσκολότερη δικαιολόγηση της ασθένειας
και τα περισσότερα ιατρικά δικαιολογητικά, η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης
κ.ά. Αυτά είναι μέτρα που παίρνονται παντού σε όλο το Βορά στον ένα ή στον άλλο
βαθμό, στη μια ή στην άλλη χώρα και σε κάθε χώρα συναντάνε μικρές ή μεγάλες
αντιστάσεις. Παντού το επιχείρημα που προβάλει η αστική τάξη για να πάρει αυτά
τα μέτρα είναι ένα: η μείωση της ανεργίας. Πιο ωμά το διατυπώνουν ως εξής: μειώστε
τις αμοιβές σας και δουλέψτε περισσότερο για να βρείτε δουλειά. Και αυτό δεν
είναι ψέμα μέσα στα πλαίσια της πολιτικής του μονοπώλιου να αναζητάει ελεύθερα
την αύξηση του ποσοστού του κέρδους στις χώρες του χαμηλού μεροκάματου. Αν η
κυρίαρχη τάξη δεν εφαρμόσει αυτή την πολιτική της πτώσης του μεροκάματου, η
διατήρηση ενός αριθμητικά χαμηλού, σχετικά εξασφαλισμένου για την επιβίωση των
μελών του, εφεδρικού στρατού ανέργων είναι αδύνατη. Με αυτή την έννοια αυτό
που κάνει ο Βιλλπέν είναι η μόνη αστική απάντηση στην ανεργία των νέων. Η λογική
της είναι: «νέοι για να βρείτε δουλειά εσείς που υποφέρετε πιο πολύ από την
ανεργία πρέπει να γίνετε πιο φτηνοί από τους μεγαλύτερους συναδέλφους σας».
Πρόκειται για μια ειδική εφαρμογή της γενικής προτροπής «δουλέψτε όλοι φτηνότερα
και περισσότερο για να σταθείτε στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, δηλαδή για να νικήσουμε
εμείς τους μονοπωλιστές ανταγωνιστές μας και σεις τους εργάτες ανταγωνιστές
σας.». Μόνο που αυτή η προτροπή έχει κάτι το ποιοτικά χειρότερο από κάθε άλλη:
διασπάει τους εργαζόμενους στο εσωτερικό κάθε κλάδου και κάθε επιχείρησης αλλά
και στο εσωτερικό της χώρας διαμορφώνοντας μισθωτούς που εκτός από τον εαυτό
τους στρέφονται ενάντια και στους άλλους συναδέλφους τους.
Αυτό το γενικό φτήναιμα και η διάσπαση των εργαζομένων είναι μια παραγωγική
και κοινωνική απάντηση που έχει δώσει παντού στο Βορά η αστική τάξη, και η κλασσική
συντήρηση και η σοσιαλδημοκρατία και ο σοσιαλφασισμός παρά την ταξικίστικη δημαγωγία
του.
Σήμερα για παράδειγμα είναι επικεφαλής του κινήματος κατά της ΣΠΠ το σοσιαλδημοκρατικό
συνδικάτο της CFDT, το ίδιο που πριν λίγα χρόνια έκανε μεγάλης κλίμακας υποχωρήσεις
στο συνταξιοδοτικό και έχασε γι αυτό πολλές χιλιάδες από τα μέλη του. Αυτό γίνεται
σε όλες τις πλούσιες χώρες με το όλο και πιο φτωχό προλεταριάτο. Δεν υπάρχει
πουθενά από όσο γνωρίζουμε μεγάλο βιομηχανικό συνδικάτο που να μη διαπραγματεύτηκε
σε κάποια στιγμή πτώση των απολαβών με τον ίδιο χρόνο εργασίας, ή την αύξηση
του χρόνου εργασίας χωρίς αύξηση στους μισθούς, ή εκατόμβες απολύσεων με κάποια
μικρά ή μεγαλύτερα πακέτα επιχειρησιακής ή κρατικής αποζημίωσης ή ακόμα και
τη μείωση των συντάξεων (πρόσφατα G. Motors στις ΗΠΑ). Το φαινόμενο έχει απίστευτη
έκταση. Οι ρεφορμιστές συνδικαλιστές που υπογράφουν τέτοιες επαχθείς συμβάσεις
δεν είναι πάντα προσωπικά και συνειδητά πουλημένοι στα αφεντικά τους επειδή
τις υπογράφουν σε μια πρώτη φάση όταν πραγματικά απειλεί τους εργαζόμενους η
επιχείρηση με μεταφορά ή κλείσιμο. Είναι ταξικά δηλαδή αντικειμενικά πουλημένοι
επειδή δεν αντιδρούν τελικά σε εθνικό και κυρίως σε διεθνές επίπεδο σε μια τέτοια
πολιτική. Είναι πουλημένοι επειδή υποτάσσονται στη λογική της άμεσης επιβίωσης
της «δικιάς τους» επιχείρησης, «της δικιάς τους» εθνικής βιομηχανίας, των «δικών
τους» ομοεθνών εργατών. Είναι, τελικά στη λογική του ανταγωνισμού του «δικού
τους» μονοπώλιου που υιοθετούν τη λογική του παγκόσμιου μονοπωλιακού ανταγωνισμού.
Αντίθετα ακριβώς από τους ρεφορμιστές εργατοπατέρες των συνδικάτων οι σοσιαλφασίστες
εργατοπατέρες αρνούνται συνήθως κάθε μέτρο προσωρινής μείωσης των εργατικών
απολαβών ακόμα και αν η επιχείρηση τους βυθίζεται πραγματικά από τον ανταγωνισμό.
Αυτοί δεν είναι απλά μαρξιστικά αμόρφωτοι αριστεριστές που θα κάναν το ίδιο
από δογματισμό. Αυτοί θέλουν τη συντριβή οποιουδήποτε κεφάλαιου δεν μπορεί να
ελεγχθεί από το κράτος και τελικά από την πολιτική κρατική εξουσία στην οποία
οι ίδιοι θέλουν να ανέβουν πατώντας στην πλάτη των εργατών.
Για τους συνειδητούς ταξικούς εργάτες και για τους οξυδερκείς εργάτες με ταξική
συνείδηση η πολιτική της γενικής μείωσης του μισθού στο Βορά μπορεί να ανατραπεί
σε τελική ανάλυση έξω από τα πλαίσια της πολιτικής του απόλυτα ελεύθερου ανταγωνισμού
των μονοπωλίων και κυρίως σε σύγκρουση με τις φασιστικές σοσιαλιμπεριαλιστικές
χώρες του μεροκάματου των σκλάβων με τις οποίες το δυτικό οικονομικό μονοπώλιο
συμμαχεί για να αποσπάσει το μέγιστο της υπεραξίας σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό
το τελευταίο αίτημα δεν το βάζει ποτέ το αντιδραστικό κίνημα της «αντιπαγκοσμιοποίησης»,
το οποίο ποτέ δεν είναι διεθνιστικό όσο και να ταξιδεύει μακρυά για να διαδηλώνει.
Κι αυτό γιατί στην κάθε ξεχωριστή χώρα ενώνεται με τους ακροδεξιούς και τους
σοβινιστές για την κάθε «εθνική άμυνα» απέναντι στη διεθνή κεφαλαιοκρατική ισοπέδωση,
και για την υπεράσπιση της κάθε «ανώτερης» ντόπιας κουλτούρας και της κάθε καθυστερημένης
«παρεξηγημένης» παράδοσης .
Όπως είπαμε αυτό το «έξω» σήμερα σημαίνει, όχι τον εθνικό-κρατικό περιορισμό
της ταξικής πάλης, αλλά την όλο και πιο πλατιά διεθνική ενότητα των εργατών.
Αυτή η ενότητα ήταν πολύ δύσκολη στον προηγούμενο αιώνα αλλά είναι πολύ πιο
εύκολη σήμερα, είναι ρεαλιστική γιατί βγαίνει μέσα από την ενότητα της ίδιας
της παραγωγικής βάσης του σύγχρονου μονοπώλιου, βγαίνει από το όλο και πιο παγκόσμιο
συνολικό εργοστάσιο, από τα όλο και πιο παγκόσμια δίκτυα και εργαστήρια έρευνας,
από τη
στιγμιαία ηλεκτρονική επικοινωνία και τη στιγμιαία πλούσια ενημέρωση που μπορεί
να χρησιμοποιηθεί από μια όλο και πιο μορφωμένη εργατική τάξη, από την ασταμάτητη
επανάσταση στα μέσα μεταφοράς. Ποτέ δεν μπορούσε να είναι τόσο εύκολη η πολιτική
επαναστατική ενότητα της παγκόσμιας εργατικής τάξης.
Μια τέτοια εργατική τάξη πρέπει να γράφει σήμερα στη σημαία της σαν κεντρικό
διεθνιστικό πολιτικό σύνθημα ένα και πριν από κάθε άλλο: την αλληλλεγγύη στον
επαναστατικό αγώνα του κινέζικου προλεταριάτου και της φτωχής λεηλατημένης αγροτιάς
ενάντια στην νεοχιτλερική κινέζικη φασιστική κλίκα, για δημοκρατικά δικαιώματα
και για ανθρώπινη ζωή. Η υλική επιβίωση του προλεταριάτου του Βορά και της Δύσης
με όρους ανθρώπινους εξαρτάται σήμερα από την έκβαση της ταξικής πάλης στο Νότο
και στην Ανατολή. Το κέντρο του κάθε Παρισιού βρίσκεται σήμερα στο Πεκίνο. Αν
το Πεκίνο ελευθερωθεί από τους μονοπωλιστές φασίστες θα απελευθερωθεί και το
Παρίσι από τους ψευτοδημοκράτες δικούς του. Η σοσιαλιστική αντιιμπεριαλιστική
επανάσταση είναι λιγότερο μακρυά από όσο φαίνεται.
Πώς συμπεριφέρεται ο οπορτουνισμός και ο σοσιαλφασισμός μέσα στο γαλλικό κίνημα
Ενώ λοιπόν η εξεγερμένη νεολαία της Γαλλίας δίνει σήμερα το σωστό άμεσο σύνθημα
για να εμποδιστεί ένας αντιδραστικός νόμος, δεν έχει ηγεσία που θα μπορεί να
προτείνει παράλληλα μια άλλη οικονομική πολιτική, ούτε μια άλλη δημοκρατική
πολιτική μέσα στην οποία η συντριβή αυτού του νόμου θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Έτσι αναπόφευκτα οδηγεί αυτόν τον αγώνα στο αδιέξοδο και ίσως στην ενίσχυση
ακόμα πιο αντιδραστικών τάσεων μέσα στην κοινωνία. Είτε το κίνημα αυτό, που
ζητάει στην ουσία να καταργηθούν τα πιο αντιδραστικά στοιχεία της «ευλυγισίας»
της εργασίας, γίνεται ένα κίνημα διεθνές στη γραμμή του και απαιτεί ταυτόχρονα
από τη γαλλική κυβέρνηση τον προστατευτισμό στο μεροκάματο απέναντι στους κάθε
λογής δουλοκτήτες, και το απαιτεί αυτό από όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και ζητάει
γι αυτό συμπαράσταση από όλους του εργαζόμενους του βιομηχανικού Βορρά και παλεύει
για την κοινή τους οργάνωση, είτε ζητάει ένα ψηλό μεροκάματο και κρατικο-υπαλληλική
προστασία των εργαζομένων ειδικά για τη Γαλλία που σημαίνει στην καλύτερη περίπτωση
μια ουτοπία και στη χειρότερη την παρακμή της γαλλικής βιομηχανίας και την πολιτική
κυριαρχία του σοσιαλφασισμού.
Αυτός ο τελευταίος κίνδυνος είναι υπαρκτός γιατί στην καθοδήγηση του γαλλικού
κινήματος είναι ισχυρό το σοσιαλφασιστικό ρεύμα αν και δεν είναι ηγεμονικό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ανάμεσα στους φοιτητές η πιο ισχυρή πολιτική παράταξη
είναι εκείνη του φιλοευρωπαϊκού γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος, ενώ η μεγάλη
μάζα των ακτιβιστών αυτού του κινήματος είναι ανεξάρτητοι και φροντίζουν πολύ
για την πολιτική ανεξαρτησία του κινήματος από τα ρεφορμιστικά και από τα σοσιαλφασιστικά
κόμματα. Σε ότι αφορά τα συνδικάτα, τα οποία είναι επικεφαλής της εργατικής
πτέρυγας αυτού του κινήματος, τα ένα από τα δύο μεγαλύτερα από αυτά είναι η
CFDT που έχει αναφανδόν δώσει την πάλη για την υπερψήφιση του ευρωπαϊκού συντάγματος
στις περυσινές εκλογές και είναι ένα ρεφορμιστικό μεν αλλά μεγάλου κύρους αντισοσιαλφασιστικό
συνδικάτο που παίζει κεντρικό πολιτικό ρόλο στο κίνημα αυτό. Το άλλο μεγάλο
συνδικάτο είναι η CGT, ιστορικά δεμένη με το σοσιαλφασιστικό ΚΚΓ αλλά με μια
σημερινή ηγεσία που δεν θα μπορούσε να την πει κανείς σοσιαλφασιστική, καθώς
υποστήριξε, κόντρα στην πλειοψηφία των περισσοτέρων στελεχών του συνδικάτου
την υπερψήφιση του ευρωπαϊκού συντάγματος στις περυσινές εκλογές.
Ο σοσιαλφασισμός μέσα στο κίνημα αυτό εκπροσωπείται πολιτικά από την πλειοψηφία
των στελεχών του ΚΚΓ και πιο πολύ από τους τροτσκιστές (της LCR). Οι τελευταίοι
έχουν αρκετά ισχυρή επιρροή στην πιο ριζοσπαστική τάση του κινήματος των φοιτητών
και πολλαπλασιάζουν τη δύναμή τους καθώς αξιοποιούν τους ριζοσπάστες μικροαστούς,
όπως τους πράσινους και εκείνους του κινήματος της «αντιπαγκοσμιοποίησης» για
τον αντιδραστικό αντικαπιταλισμό τους. Συνδικαλιστικά ο σοσιαλφασισμός είναι
ισχυρός σε μια πλευρά της CGT καθώς και μέσα στο τρίτο συνδικάτο, την FO που
είναι σήμερα σε σημαντικό βαθμό διαβρωμένο στην ηγεσία του από τους τροτσκιστές,
και σε άλλα μικρότερα κυρίως κρατικο-υπαλληλικά συνδικάτα. Ο σοσιαλφασισμός
βρίσκει τη μαζική ταξική βάση του στη μάζα της κρατικής υπαλληλίας και των εργατών
του ευρύτερου δημόσιου που επιδιώκουν τη μονιμότητα και επιζητούν να διατηρήσουν
ξεχωριστά προνόμια για τον εαυτό τους σε σχέση με την υπόλοιπη εργατική τάξη
του ιδιωτικού τομέα που συντρίβεται από τον ανταγωνισμό και η οποία γι αυτό
το λόγο δεν τους ακολουθεί πια. Οι πολιτικοί συσχετισμοί μέσα στο κίνημα αντι-ΣΠΠ
δεν επιτρέπουν στους σοσιαλφασίστες να γράψουν στην κεντρική σημαία του ούτε
τον αντιδραστικό αντικαπιταλισμό τους και τον αντιευρωπαϊσμό, ούτε την αντιπαγκοσμιοποίησή
τους παρά τις επίμονες προσπάθειες τους. Οι μάζες που κάνουν τον αγώνα διαισθάνονται
ότι κάτι σάπιο συμβαίνει μ’ αυτά.
Πράγματι τους σοσιαλφασίστες στη Γαλλία και παντού αλλού δεν τους ενδιαφέρει
στην ουσία αν οι εργαζόμενοι θα αποσπάσουν μεγαλύτερες αμοιβές και μικρότερη
διάρκεια εργασίας, οπότε αν από αυτήν την άποψη θα καταργήσουν τη συγκεκριμένη
ΣΠΠ. Τους ενδιαφέρει να υποχρεωθεί το ιδιωτικό κεφάλαιο να υποκύψει στην πολιτική
εξουσία και να το υποχρεώσουν από αυτήν την πλευρά να δεχτεί όσο γίνεται περισσότερο
τη μονιμότητα του προσωπικού ή την απαγόρευση των απολύσεων. Το θέλουν αυτό
για να μπορούν τους όλο και πιο μόνιμους εργαζόμενους να τους χρησιμοποιούν
σα συνδικαλιστικό και τελικά σαν πολιτικό εργαλείο για να ελέγχουν τις επιχειρήσεις,
δηλαδή είτε να τις συνδιαχειρίζονται μαζί με την κλασσική μονοπωλιακή αστική
τάξη, είτε με ένα σοσιαλφασιστικό πραξικόπημα στο όνομα της εργατικής τάξης
να αποκτήσουν το μονοπώλιο της πολιτικής οπότε και της οικονομικής εξουσίας
πάνω σε αυτές. Οι σοσιαλφασίστες είναι συνήθως οικονομικά και κοινωνικά μικροαστοί
που θέλουν μέσα από την απόσπαση της πολιτικής κρατικής εξουσίας, να γίνουν
κυρίαρχη οικονομικά τάξη και μάλιστα κρατικομονοπωλιακή αστική τάξη. Η πηγή
της έμπνευσής τους είναι πάντα οι παλινορθωτές του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ. Οι
τροτσκιστές της LCR που μιλάνε πιο ωμά από τους πιο «ρεφορμιστές» σοσιαλφασίστες
του ΚΚΓ απαιτούν ανοιχτά στην εργατική τους πλατφόρμα (δες την ηλεκτρονική σελίδα
τους www.lcr-rouge.org): «να απαγορευτούν οι απολύσεις» και ζητούν να διώκονται
οι επιχειρήσεις που κάνουν μαζικές απολύσεις ακόμα και όταν κλείνουν. Το επιχείρημα
τους είναι ότι «οι μισθωτοί δεν είναι εμπορεύματα». Στον καπιταλισμό ως γνωστό
δεν είναι εμπορεύματα οι ίδιοι οι μισθωτοί, αλλά είναι πράγματι εμπόρευμα η
εργατική τους δύναμη. Για να μην απολύονται οι μισθωτοί πρέπει να μην είναι
εμπόρευμα η εργατική τους δύναμη. Αλλά αυτό γίνεται μόνο όταν οι εργαζόμενοι
είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, πράγμα για το οποίο χρειάζεται να μεσολαβήσει
μια σοσιαλιστική επανάσταση. Αν και, ακόμα και η ρώσικη επανάσταση, στην περίοδο
της ΝΕΠ επέτρεπε τις μαζικές απολύσεις για να μη βουλιάξουν από χρέη τα κρατικοποιημένα
εργοστάσια. Ο μόνος δρόμος για τη μονιμότητα των εργατών σε συνθήκες καπιταλισμού
είναι οι ιδιωτικές εταιρείες να κρατικοποιηθούν και οι εργάτες σε αυτές να μετατραπούν
σε μόνιμους δημόσιους υπάλληλους. Αυτό σημαίνει στην πραγματικότητα ότι είτε
οι εργάτες στην πλειοψηφία τους θα μετατραπούν σε δουλοπάροικους ενός κρατικοπολεμικού
μονοπώλιου (υπαρκτός «σοσιαλισμός» της ΕΣΣΔ) είτε κάποιοι από αυτούς σαν εργατική
πολιτικοσυνδικαλιστική αριστοκρατία θα γίνουν οι ίδιοι καταπιεστές της τάξης
τους και όλου του λαού.
Ποτέ λοιπόν ένας μαρξιστής δεν θα απαιτούσε σήμερα την απαγόρευση των απολύσεων,
αλλά θα ζητούσε να μην είναι ολότελα αυθαίρετες και να εξασφαλίζονται μεγαλύτερες
αποζημιώσεις για τους απολυμένους από τον επιχειρηματία ή από το σύνολο της
αστικής τάξης, δηλαδή από το κράτος. Κυρίως όμως θα απαιτούσε από το συλλογικό
καπιταλιστή μεγαλύτερο ποσό και χρόνο επιδότησης του ανέργου. Και όταν λέμε
από το συλλογικό καπιταλιστή επαναλαμβάνουμε ότι αυτόν τον καπιταλιστή δεν θα
πρέπει να τον δούμε μόνο σε εθνικό αλλά και σε διεθνικό επίπεδο. Επίσης σε επίπεδο
διεθνούς ταξικής πάλης θα πρέπει να βλέπουμε κάθε φορά και τους ταξικούς συσχετισμούς
σε ένα κίνημα και το ύψος και το είδος των αιτημάτων που αυτό διατυπώνει μέσα
σε κάθε χώρα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα όποια προοδευτικά μέτρα υποχρεώθηκε
να πάρει η αστική τάξη στις ευρωπαϊκές χώρες μεταπολεμικά ήταν κάτω από την
πίεση των σχεδόν ταυτόχρονων μεγάλων ταξικών κινημάτων, την πίεση των νικών
της ρώσικης επανάστασης, και κάτω από την οδυνηρή και για την ίδια εμπειρία
της πολεμικής φασιστικής δικτατορίας σε δυο μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν είναι
τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα για να αντιμετωπίσουν το διεθνή ανταγωνισμό στο
ύψος του μεροκάματου, δηλαδή τον ανταγωνισμό στο επίπεδο της απόλυτης υπεραξίας,
οι σκανδιναβοί αστοί που είναι οι πιο διορατικοί στα εργατικά ζητήματα ανάμεσα
σε όλους τους δυτικούς, συνδύασαν την ευλυγισία, δηλαδή την ευκολία στην απόλυση
ενός εργαζόμενου στην κάθε επιχείρηση ξεχωριστά, με την καλύτερη ασφαλιστική
κάλυψη του από το κράτος.
Οι δύο γραμμές στην ηγεσία του κινήματος και η ουσιαστική απόσυρση της ΣΠΠ από τους Σιράκ-Βιλλπέν
Μέσα λοιπόν σε αυτήν την πραγματικότητα της ταξικής πάλης συγκρούονται και
δύο αντίθετες αστικές γραμμές μέσα στην ηγεσία του αντιΣΠΠ κινήματος. Η ηγεμονική
προς το παρόν ρεφορμιστική φιλοευρωπαϊκή και η κρατικίστικη σοσιαλφασιστική
γραμμή. Μέχρι στιγμής αυτές ισορροπούν σε μια κοινή πλατφόρμα που είχε ως τώρα
υιοθετήσει ένα κοινό απλό σύνθημα: την απόσυρση της ΣΠΠ του Βιλλπέν. Από τη
φύση του αυτό το μέτωπο δεν μπορεί να υιοθετήσει κανένα άλλο γενικότερο πολιτικό
στόχο.
Στην πραγματικότητα αυτό το μεγάλο κίνημα ήδη έχει νικήσει. Ο Σιράκ κάτω από
την αφόρητη, σχεδόν παλλαϊκή πίεση, υποχρεώθηκε να καταργήσει το νόμο του Βιλλπέν
και να προαναγγείλει έναν άλλο που θα περιέχει τροποποιήσεις στον υπάρχοντα.
Δύο από τις τροποποιήσεις αυτές, που ήδη τις πρότεινε προς το Κοινοβούλιο με
το ίδιο διάγγελμα ο Σιράκ, στην ουσία καταργούν τον υπάρχοντα νόμο. Τον καταργούν
σε δυο ζητήματα από τα οποία το ένα είναι θεμελιακό και για την ΣΠΠ αλλά και
για την ΣΝΠ και σημαίνει την ήττα του Βιλλπέν, γιατί σε αυτό ακριβώς το σημείο,
αυτός ήταν ανυποχώρητος. Το θεμελιακό στους δύο νόμους είναι ότι ο εργοδότης
δεν πρέπει να δικαιολογεί την απόλυση. Με το νέο τροποποιητικό νόμο που πρότεινε
ο Σιράκ ο εργοδότης πρέπει να δικαιολογήσει την απόλυση που κάνει. Σε αυτό το
σημείο έχει επίσης στηριχθεί όλη η βασική επιχειρηματολογία του αντιΣΠΠ κινήματος.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι ενώ με τον παλιό νόμο η απόλυση μπορούσε να γίνει
μέσα στα δύο χρόνια της λεγόμενης δοκιμαστικής περιόδου από τη στιγμή της πρόσληψης,
τώρα πρέπει να γίνει (εννοούμε με ειδικούς ευνοϊκούς όρους για τον εργοδότη)
μέσα σε ένα χρόνο, αφού μετά το χρόνο η ΣΠΠ μετατρέπεται σε κανονική σύμβαση
αορίστου χρόνου. Δηλαδή εκείνο που έχει μείνει από το νόμο είναι μια ποσοτική
διαφορά σε σχέση με τους 3 μήνες δοκιμαστικό χρόνο που ισχύει και για τις συμβάσεις
αορίστου χρόνου.
Νομίζουμε ότι από δω και μπρος θα εκδηλωθούν πιο έντονες οι εσωτερικές αντιθέσεις
στο στρατόπεδο της πολιτικής ηγεσίας ενός κινήματος που στον κοινωνικό πυρήνα
της ηγεσίας του έχει μείνει φοιτητικό, αλλά που όλο και περισσότερο στην ηγεσία
του έχει γίνει ένα άθροισμα από συνδικάτα και ένα άθροισμα από κόμματα της «αριστεράς».
Μέχρι τώρα αυτά τα κόμματα, που τελευταία πραγματοποιούν κοινές συνεδριάσεις,
είχαν μια κοινή μίνιμουμ πολιτική πλατφόρμα και των ρεφορμιστών και των σοσιαλφασιστών,
που είναι ανομολόγητη γιατί δεν την προβάλλει το ίδιο το κίνημα,, η οποία είναι
να νικηθεί και η κυβέρνηση Βιλλπέν και ο Σαρκοζύ. Το σοσιαλιστικό κόμμα θέλει
από αυτήν την αναμέτρηση μια ήττα και των δύο παραπάνω για να πάρει την προεδρία
στις επερχόμενες εκλογές. Όμως το βασικό γι αυτό το κόμμα που είναι συνολικά
η φθορά της κυβέρνησης έχει επιτευχθεί. Από την πλευρά τους και οι σοσιαλφασίστες
θέλουν τη συνολική φθορά της κυβέρνησης για να συγκροτήσουν αργότερα μαζί με
τους σοσιαλιστές ένα πλατύ μέτωπο διακυβέρνησης της «αριστεράς», όμως θέλουν
πάνω απ’ όλα την ήττα του Σαρκοζύ μέσα στο κόμμα του, και όχι τη σχετική του
ισχυροποίηση απέναντι στον Βιλλπέν. Θα ήταν μάλιστα πολιτική καταστροφή γι αυτούς
αν το κίνημα που εν μέρει καθοδήγησαν πάρει την προεδρία από το αρκετά αντιαμερικανικό
και ρωσόφιλο δίδυμο Σιράκ-Βιλλπέν και τη δώσει στο δηλωμένο αμερικανόφιλο Σαρκοζύ.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που σε όλη τη διάρκεια αυτού του αγώνα οι τροτσκιστές
φώναζαν συνθήματα που περιείχαν πάντα και τον Σαρκοζύ μαζί με τον Βιλλπέν, ενώ
μόνο ο Βιλλπέν υπεράσπιζε με πάθος τον νόμο του και σε ένα βαθμό ο πάντα σύμμαχός
του Σιράκ. Ο Σαρκοζύ αντίθετα ζητούσε προσωρινή απόσυρση του και διαπραγματεύσεις
με σκοπό την τροποποίησή του. Τελικά αυτή τη στιγμή είναι ακριβώς η γραμμή Σαρκοζύ
που υπερίσχυσε μέσα στο κυβερνητικό κόμμα και πάνω σε αυτήν κινείται η υποχώρηση
Σιράκ. Αυτό σημαίνει μέχρι στιγμής στρατηγική ήττα του Βιλλπέν και τακτική νίκη
του Σαρκοζύ. Για να πέσει ο Σαρκοζύ πρέπει το σημερινό κίνημα να συνεχιστεί
και να συντρίψει οποιεσδήποτε τροποποιήσεις προτείνει ο Σαρκοζύ ο οποίος μιλάει
αυτή τη στιγμή για ένα νέο ευρύτερο νόμο για την ανεργία των νέων, πέρα από
τις δύο αλλαγές στη ΣΠΠ που πρότεινε ο Σιράκ. Ήδη ο Σαρκοζύ ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις
με τα φοιτητικά και εργατικά συνδικάτα
Η πρόθεσή τους να ταπεινώσουν τον Σαρκοζύ είναι ο λόγος για τον οποίο ούτε το
σοσιαλιστικό κόμμα, ούτε το ΚΚΓ και η LCR δεν φώναξαν «νίκη» μετά την ανακοίνωση
της ουσιαστικής απόσυρσης του νόμου από το Σιράκ, αλλά κατήγγειλαν τον Σιράκ
σαν να μην έκανε καμιά υποχώρηση και ζήτησαν συνέχιση του αγώνα για την πλήρη
απόσυρση της ΣΠΠ με την πραγματοποίηση της προαποφασισμένης κινητοποίησης για
γενική απεργία στις 4 του Απρίλη και μάλιστα σε μεγαλύτερη κλίμακα από εκείνη
της 28 του μήνα. Επίσης κάλεσαν σε αποκλεισμούς των οδικών και σιδηροδρομικών
μεταφορικών δικτύων. Αυτή τη γραμμή την πέρασαν στο συντονιστικό των εργατικών-φοιτητικών-μαθητικών
οργανώσεων. Η ολοκληρωτική απόσυρση του νόμου είναι κάτι καλό αλλά μια κλιμάκωση
πριν τις διαπραγματεύσεις που ανοίγουν μετά από μια νίκη δεν φαίνεται να αντιστοιχεί
στις πλατειές διαθέσεις των μαζών που τουλάχιστον κατά 35% δεν θέλουν να δουν
την κυβέρνησή τους να ταπεινώνεται.
Στο σημείο αυτό σημειώθηκε η πρώτη διαφοροποίηση στα πλαίσια του αντικυβερνητικού
μετώπου. Το σοσιαλιστικό κόμμα και η CFDT συμφώνησαν για την πραγματοποίηση
αυτής της κινητοποίησης αλλά η δεύτερη μίλησε για διακοπή των κινητοποιήσεων
για τις διακοπές του Πάσχα και έδωσε έμφαση στις διαπραγματεύσεις που ξεκινάνε,
ενώ και το σοσιαλιστικό κόμμα έδωσε την έμφασή του στις διαπραγματεύσεις. Το
σοσιαλιστικό κόμμα δεν θέλει απλά να απογοητεύσει τη βάση αυτού του αγώνα για
να μη χάσει τα πολιτικά κέρδη του στη νεολαία. Γι αυτό ακολουθεί σε αυτή τη
φάση το ΚΚΓ και τη LCR ώστε να μην κατηγορηθεί για προδοσία. Όμως από την άλλη
δεν είναι διατεθειμένο να πάει σε μια τυχοδιωκτική σύγκρουση που θα το απομονώσει
από την πλατειά μάζα για να συντρίψει σώνει και καλά τον Σαρκοζύ. Αντίθετα οι
σοσιαλφασίστες είναι διατεθειμένοι για τα πάντα και έχουν δείξει πόσο δεν λογαριάζουν
τις μάζες. Είναι χαρακτηριστικό πόσο πολύ επεδίωξαν σε αυτές τις κινητοποιήσεις
να χρησιμοποιήσουν την καθόλου δημοφιλή μέθοδο της μαζικής ομηρείας των πολιτών
κλείνοντας δρόμους και σιδηροδρομικές γραμμές. Το πλατύ κίνημα απέδειξε τη δημοκρατική
του φυσιογνωμία και άφησε μόνους τους λίγους σοσιαλφασίστες να κλείσουν τις
συγκοινωνίες σε μερικά σημεία. Αυτοί θέλανε μαζικούς αποκλεισμούς για να υποχρεώσουν
τον Σαρκοζύ, σαν υπουργό εσωτερικών (που στη Γαλλία είναι και δημόσιας τάξης),
να χύσει αίμα φοιτητών. Δεν χρειάστηκε. Οι τραμπούκοι, απομονωμένοι από το μαζικό
κίνημα και από το λαό, διαλύονταν από την αστυνομία στους σταθμούς των τρένων
και στους εθνικούς δρόμους χωρίς καμιά συμπαράσταση και τελικά χωρίς αντίσταση.
Οι αποκλεισμοί απέτυχαν παταγωδώς. Τη νίκη την κέρδισε το πλατύ, δημοκρατικό
και φιλειρηνικό ποτάμι των διαδηλώσεων.
Μπορούμε στο σημείο αυτό να παρατηρήσουμε ότι μια σπουδαία κατάκτηση αυτού του
κινήματος ήταν ότι ξεκαθάρισε για πρώτη φορά σαν ορκισμένους εχθρούς του τους
ψευτοαναρχικούς, που στη Γαλλία τους λένε casseurs (σπάστες). Αυτοί είναι συνήθως
το λούμπεν των προαστίων που έχει φτάσει πια στο έγκλημα. Δεν συγκρούεται δηλαδή
μόνο με την αστυνομία, ούτε μόνο σπάει βιτρίνες και καίει αμάξια. Τώρα σε πολλές
περιπτώσεις κλέβει κινητά και δέρνει ακόμα και διαδηλωτές. Το χειρότερο που
κάνει είναι ο προβοκατόρικος ρόλος του σε βάρος του κινήματος. Στη συγκεκριμένη
περίπτωση οι προβοκάτορες δούλευαν αντικειμενικά για τον Βιλλπέν. Το κίνημα
δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια. Τους αντιμετώπισε σαν ταξικούς εχθρούς, τους
κατήγγειλε πολιτικά με δύναμη και επέτρεψε στην αστυνομία να μπει μέσα στον
κορμό των διαδηλώσεων, στις οποίες αυτοί οι θρασύδειλοι κρύβονταν, και να τους
συλλάβει κατά εκατοντάδες. Αποδεικνύεται ότι ο γαλλικός λαός δεν δέχεται θεσμικούς
προβοκάτορες γιατί τα κινήματά του δεν είναι υποδουλωμένα στους σοσιαλφασίστες.
Ξέρει ότι είναι άλλο πράγμα η βία που ασκεί ο λαός όταν απαντάει στη βία της
αστικής τάξης και είναι άλλο πράγμα η απρόκλητη βία, η βία που θέλει σώνει και
καλά να προκαλέσει θύματα για να δικαιώσει μέσα στο αίμα μια άδικη και απομονωμένη
στο λαό φασιστική πολιτική γραμμή.
Η νίκη της γαλλικής εργατικής τάξης ενάντια στην ΣΠΠ δεν είναι καθόλου μα καθόλου
τυχαία. Αποδεικνύεται ότι η γαλλική εργατική τάξη και η δημοκρατική νεολαία
παρά τις ισχυρές αρνητικές δυνάμεις μέσα στα κινήματά τους μπορούν ακόμα να
κατακτούν μεγάλης σημασίας ταξικές νίκες για όλη την Ευρώπη και όλο τον καπιταλιστικό
Βορά. Ας περιμένουμε ωστόσο και την επόμενη φάση αυτού του κινήματος για να
δούμε πώς θα σταθεί απέναντι στη νέα πολύ πιο πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που
έχει προκύψει.