ΛΕΥΚΟΡΩΣΙΑ

Η ΗΡΩΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΩΝ ΣΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΛΟΥΚΑΣΕΝΚΟ ΑΦΥΠΝΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Το βασικό πεδίο των μεγάλων αντισοσιαλφασιστικών δημοκρατικών εξεγέρσεων έχει μεταφερθεί σήμερα στη Λευκορωσία. Εκεί ο δικτάτορας της χώρας Αλεξάντρ Λουκασένκο βρίσκεται στα μαχαίρια με το δημοκρατικό κίνημα της χώρας του, που τον κατηγορεί για νοθεία και για την επιβολή κλίματος τρομοκρατίας κατά τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές της 19ης Μάρτη. Μάλιστα, ακόμα και η συνήθως αδιάφορη στους φασισμούς κάτω από ρώσικη προστασία Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να λάβει περιοριστικά μέτρα εναντίον του δικτάτορα, όπως και κατά άλλων αξιωματούχων του καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης έκδοσης βίζας για την είσοδό του στο έδαφός της.
Οι ενστάσεις των Ευρωπαίων, αλλά και των ΗΠΑ, δεν είναι καθόλου αδικαιολόγητες, αφού και οι εκπρόσωποι του ΟΑΣΕ που συμμετείχαν στις εκλογές ως παρατηρητές χαρακτήρισαν «αντιδημοκρατική» την όλη διαδικασία, διαπιστώνοντας μεταξύ άλλων παρενόχληση των ψηφοφόρων, συλλήψεις των υποψηφίων της αντιπολίτευσης και εκτεταμένη νόθευση των εκλογικών αποτελεσμάτων, που επέτρεψαν στο Λουκασένκο να βγει νικητής από τον πρώτο κιόλας γύρο. Προσπαθώντας να διασκεδάσει τις κατηγορίες, ο τελευταίος κάλεσε τους πρεσβευτές πέντε ευρωπαϊκών κρατών, για να τους ανακοινώσει ότι η χώρα του παρέχει εγγυήσεις για την ασφάλεια των συλληφθέντων «συμμορφούμενη με το διεθνές δίκαιο». Όταν όμως εκείνοι θέλησαν να επισκεφτούν τους κρατούμενους, ο δικτάτορας τους απάντησε ότι κάτι τέτοιο «δεν ανήκει στην αρμοδιότητά τους» (Μοντ, 26-3). Προηγουμένως είχε απαγορεύσει τη διανομή της μεγαλύτερης αντιπολιτευτικής εφημερίδας, που στη συνέχεια έκλεισε, κι απείλησε ότι «θα στρίψει τα λαρύγγια» όσων τολμήσουν να βγουν στους δρόμους τη νύχτα των εκλογών για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στο αποτέλεσμα, ενώ ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών –που φέρουν ακόμη την παλιά ονομασία KGB– απείλησε με θανατική ποινή αυτούς τους «τρομοκράτες» (19-3). Όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο, εάν σκοπεύει να εξασφαλίσει την ασφάλεια των αντιπάλων του, ο σοσιαλφασίστας Λουκασένκο απάντησε σαρκαστικά: «Βλέπω, ο λαιμός σας είναι στη θέση του. Γιατί ανησυχείτε τόσο;» (Νιου Γιορκ Τάιμς, 21-3). Όλα αυτά εξαγρίωσαν την Ευρώπη, που αποφάσισε τελικά να προβεί σε κυρώσεις.
Κανονικά οι ευρωπαίοι μονοπωλιστές δε θα ενδιαφέρονταν καθόλου για το τι συμβαίνει στη Λευκορωσία και δε θα είχαν και κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα να συγκατοικήσουν με ένα Λουκασένκο, εάν δε συνέτρεχαν δύο σοβαροί λόγοι. Ο ένας ήταν το ενεργειακό πάθημα της Πρωτοχρονιάς, που κατέδειξε την αδυναμία της Ευρώπης απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Η διακοπή της παροχής φυσικού αερίου από τη Μόσχα προς την Ευρώπη, μια στην ουσία πολεμική ενέργεια, φανέρωσε τις επεκτατικές προθέσεις του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού και διέψευσε τις ελπίδες πολλών ευρωπαϊκών μονοπωλίων ότι, κρατώντας υποχωρητική στάση απέναντί του, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μακροχρόνια ειρήνη για τις αγορές τους. Έτσι λοιπόν, με αφορμή τις πρόσφατες εκλογές, αποφάσισαν ότι δεν έχει πλέον νόημα να συγκαλύπτουν τόσο ξεδιάντροπα τις βρομιές ενός σοσιαλφασιστικού καθεστώτος που διατηρεί τόσο στενούς ιδεολογικούς και πολιτικούς δεσμούς με το Κρεμλίνο.
Το καθεστώς Λουκασένκο είναι ένα αστυνομικό καθεστώς που διατηρείται στην εξουσία εφαρμόζοντας τις πιο σκληρές τρομοκρατικές μεθόδους: φυλακίσεις και βασανιστήρια αντιφρονούντων, φίμωμα του Τύπου, έλεγχο και απαγόρευση κάθε ανεξάρτητης οργάνωσης κτλ. Ο δικτάτορας Λουκασένκο, πρώην ιστορικός και γοητευμένος με το Χίτλερ, υπήρξε διευθυντής κολχόζ πριν τη «διάλυση» της ΕΣΣΔ. Είναι δηλαδή γέννημα-θρέμμα της αστικής τάξης νέου τύπου, η οποία αναδύθηκε μέσα από τις τάξεις του κομμουνιστικού κόμματος και η οποία στα μέσα της δεκαετίας του ’50 υφάρπαξε την εξουσία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, για να ασκήσει τη φασιστική της δικτατορία. Λαϊκιστής, όπως όλοι οι ναζί, συσπειρώνει την πολιτική του βάση –κυρίως τους αγρότες και τους συνταξιούχους, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά «πατερούλη»– με διάφορες παροχές που μπορεί ακόμα να δίνει (συντάξεις, διορισμούς στο Δημόσιο), στο βαθμό που η οικονομία δεν έχει ακόμη καταστραφεί ολοσχερώς και η Ρωσία του παρέχει ακόμη φτηνά καύσιμα, τα οποία το καθεστώς πουλάει ακριβά στο εξωτερικό. Ελέγχει πολιτικά όλους τους δημοσίους υπαλλήλους βάζοντάς τους να δουλεύουν υπό το καθεστώς ετήσιων συμβολαίων, ενώ στη συνείδηση του λαού το όνομά του έχει γίνει συνώνυμο της διαφθοράς. Ένα τέτοιο φασιστικό καθεστώς είναι φυσικό να αναπτύσσει ισχυρούς πολιτικούς δεσμούς με τη γειτονική του υπερδύναμη –το κέντρο αυτή τη στιγμή του παγκόσμιου φασισμού.
Η Ρωσία ήταν η μόνη μεγάλη κρατική δύναμη στο εξωτερικό που βγήκε, μετά τη φάρσα των προεδρικών εκλογών, να υπερασπιστεί ανοιχτά το λευκορώσο δικτάτορα μαζί με τους απανταχού μπρεζνιεφικούς σοσιαλφασίστες. Ο ίδιος ο Πούτιν συνεχάρη το Λουκασένκο κι ευχήθηκε «στον αδερφό λαό της Λευκορωσίας ειρήνη κι ευημερία», ενώ δεν παρέλειψε να εντοπίσει στο αποτέλεσμα την «απόδειξη της εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων στην κατεύθυνση» που ακολουθείται. Οι ηγεσίες των δύο κρατών δεν κρύβουν το όνειρό τους για πλήρη πολιτική και οικονομική ένωση των χωρών τους. Ενδεικτικό των ισχυρών δεσμών εξάρτησης που συνδέουν τη Λευκορωσία με τη Ρωσία αποτελεί εξάλλου η προμήθεια της πρώτης με αέριο σε τιμές πολύ χαμηλότερες εκείνων που επικρατούν διεθνώς. Έτσι, λοιπόν, οι Ρώσοι εφαρμόζουν στη Λευκορωσία την ίδια τακτική που ο Λουκασένκο χρησιμοποιεί στο εσωτερικό της χώρας του: της προσφέρουν διάφορες διευκολύνσεις με αντάλλαγμα την ακόμα μεγαλύτερη πρόσδεσή της στο ρωσικό άρμα. Και βέβαια, ο μεγαλύτερος ενεργειακός δρόμος των πετρελαίων και του φυσικού αερίου προς τη δυτική Ευρώπη περνάει μέσα από τις πεδιάδες της Λευκορωσίας.
Πάντως, πέρα από τα οικονομικά στρατηγικά τους συμφέροντά που απειλούνται από μια φασιστική Λευκορωσία, οι δυτικοευρωπαίοι αστοί πιέστηκαν και από την ανάπτυξη στο εσωτερικό της Λευκορωσίας ενός όχι πολύ μαζικού, αλλά πολύ ηρωικού δημοκρατικού κινήματος, που αψήφησε τη σκληρή καθεστωτική βία και συγκίνησε γι’ αυτό όλη την ευρωπαϊκή δημοκρατική κοινή γνώμη πλην της ελληνικής, που δεν έμαθε σχεδόν τίποτα γι’ αυτήν από τα πολιτικά ελεγχόμενα ΜΜΕ.
Τη νύχτα λοιπόν της Κυριακής των εκλογών γύρω στα 10.000 άτομα κατέβηκαν στο δρόμο, ύστερα από κάλεσμα του ηγέτη της δημοκρατικής αντιπολίτευσης Αλεξάντρ Μιλινκέβιτς, ανεμίζοντας την απαγορευμένη εθνική σημαία της Λευκορωσίας, την οποία το καθεστώς έχει αντικαταστήσει με την πρώην σοβιετική, αλλά και σημαίες της Ε.Ε., για να διαδηλώσουν ειρηνικά ενάντια στο εκλογικό πραξικόπημα. Το επόμενο βράδυ ένα μέρος απ’ αυτούς συγκεντρώθηκαν ξανά στην κεντρική πλατεία Οκτώβρη του Μινσκ, στην πλειοψηφία τους νεολαίοι, κι έστησαν αντίσκηνα. Από τότε και για αρκετές ημέρες η παγωμένη πλατεία ήταν διαρκώς κατειλημμένη από εκατοντάδες διαδηλωτές. Τα απογεύματα ο αριθμός τους μεγάλωνε και διοργανώνονταν αυθόρμητοι χοροί, ενώ το βράδυ σχημάτιζαν δύο σειρές, έτσι ώστε αφενός να ελέγχουν τις κινήσεις των δυνάμεων καταστολής και αφετέρου να αποτρέπουν την είσοδο προβοκατόρων στις τάξεις τους. Την Τετάρτη η ομάδα των έντεκα ευρωπαίων πρεσβευτών που, όπως προαναφέραμε, είχε γίνει δεκτή από το δικτάτορα στήριξε έμπρακτα τον ηρωικό αγώνα του λευκορωσικού λαού με το να καθίσει μαζί με τους διαδηλωτές στην πλατεία Οκτώβρη, συγκεντρώνοντας έτσι την οργή του Λουκασένκο. Ο τελευταίος βρήκε την ευκαιρία να τους απειλήσει χρίζοντάς τους «υπεύθυνους σε περίπτωση που χυθεί αίμα». Προηγουμένως είχε κατηγορήσει τους εξεγερμένους, τους οποίους αποκάλεσε «14χρονα και 15χρονα παιδιά», και για χρηματισμό από τη Δύση, πράγμα που απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα. Άνθρωποι και μη κυβερνητικές οργανώσεις χρηματοδοτούνται σήμερα από τη Δύση, και μάλιστα με ανοιχτό και επίσημο τρόπο, όπως χρηματοδοτούνται και στη χώρα μας από την ΕΕ, αλλά και από το κράτος, αμέτρητες οργανώσεις και όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Όμως και εδώ και στη Λευκορωσία και παντού αλλού μαζικά, και μάλιστα ηρωικά, αντιφασιστικά κινήματα δε δημιουργούνται επί πληρωμή.

Το καθεστώς συνέχισε την τρομοκρατική του δράση ακόμη και όταν τα φώτα της δημοσιότητας ήταν στραμμένα επάνω του. Έτσι προχώρησε σε συλλήψεις αρκετών διαδηλωτών, αλλά και συγγενών των εξεγερμένων, που προσπαθούσαν να τους προμηθεύσουν με τρόφιμα –οι συλλήψεις υπολογίζονται σε 1.000. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η μεγάλη αποφασιστικότητα των εξεγερμένων, οι οποίοι, αψηφώντας το ψύχος και τη βία των αρχών, αρνήθηκαν να υποταχτούν στο κάλεσμα του έτερου ηγέτη της αντιπολίτευσης Καζούλιν, του επονομαζόμενου Ζιρινόφσκι της Λευκορωσίας, και να διαλυθούν. Όσοι μάλιστα διανυχτέρευσαν στην πλατεία δε δίστασαν, υπογράφοντας, να δώσουν το όνομά τους στη δημοσιότητα έχοντας πλήρη γνώση των συνεπειών που κάτι τέτοιο συνεπάγεται: «Ζούμε σε μια χώρα του απόλυτου φόβου και πολύ λίγοι άνθρωποι είναι αρκετά γενναίοι για να βγουν έτσι έξω», λέει ένας δημοκράτης αγωνιστής στους δημοσιογράφους. «Αυτή η δράση καταστρέφει το φόβο μέσα στη χώρα, γιατί λέει στον κόσμο ότι μπορείς να παλέψεις για τη δική σου μοίρα» (Νιου Γιορκ Τάιμς, 23-3).
Η έκκληση του Καζούλιν βοήθησε το καθεστώς να αποδυναμώσει το κίνημα και τελικά να διαλύσει τους συγκεντρωμένους την Παρασκευή, έκτη ημέρα των κινητοποιήσεων, συλλαμβάνοντας αρκετές εκατοντάδες. Τότε ήταν που η Ε.Ε. αποφάσισε να επιβάλει τις κυρώσεις. Στη συνέχεια, ο προβοκάτορας (σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις) Καζούλιν βγήκε από τα «αριστερά» επιχειρώντας μπούκα στις φυλακές της πρωτεύουσας, δήθεν για να απελευθερώσει τους κρατούμενους, συνελήφθη από το καθεστώς ως πραξικοπηματίας και κατάφερε έτσι να ρίξει πάνω στο αδύναμο ακόμη για μια ανοιχτή ένοπλη αντιπαράθεση δημοκρατικό κίνημα της χώρας τη ρετσινιά του «εξτρεμιστή». Ταυτόχρονα με τη σύλληψη του Καζούλιν το καθεστώς δείχνει στους λευκορώσους δημοκράτες ότι δεν είναι ηγέτης του δημοκρατικού κινήματος ο πατριώτης Μιλινκέβιτς, που στήριξε τους διαδηλωτές στην πλατεία, αφού δεν είναι αυτός στη φυλακή, αλλά ο «γενναίος» Καζούλιν.
Πάντως, παρά τη δράση των οποιοδήποτε προβοκατόρων, το αντισοσιαλφασιστικό κίνημα της Λευκορωσίας μαζικοποιείται μέρα με τη μέρα και η ηρωική του δράση σφυρηλατεί τη συνείδηση των μαζών και αίρει τις αναστολές όσων αισθάνονται ακόμα αδύναμοι να αντιμετωπίσουν τη σκληρή τρομοκρατία του σοσιαλφασιστικού καθεστώτος. Η μέρα του τέλους του δε θα αργήσει να φανεί.