«ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΑΡΞ» ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΛΟΥΝ ΟΙ ΚΙΝΕΖΟΙ ΣΟΣΙΑΛΦΑΣΙΣΤΕΣ
Σφίγγουν τα λουριά για τον κινέζικο λαό

Το Νοέμβρη του 2005 ο κινέζος ηγέτης Χου Ζιντάο κάλεσε τα στελέχη του κόμματός του «να εντείνουν τη σπουδή του μαρξισμού» και να αναπτύξουν περαιτέρω τη θεωρία του. Το κόμμα αποφάσισε να αναθέσει σε 3.000 ειδικούς την εκ νέου μετάφραση στα κινεζικά πολλών από τα έργα του Μαρξ, καθώς και τη δημιουργία των κατάλληλων προσθηκών στα αναγνωστικά της δευτεροβάθμιας και τα συγγράμματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ένα πλάνο που εκτιμάται ότι θα κοστίσει 10 με 20 εκατομμύρια ευρώ. Λίγο αργότερα, πλάι στην Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών, ιδρύθηκε κι ένα Ινστιτούτο Μαρξισμού με στόχο να μπει «ένα μαρξιστικό περίβλημα στη θεώρηση της σημερινής πραγματικότητας» (βλ. Μοντ, 15/3).
Πρόκειται για το μαρξιστικό περίβλημα μιας κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας που κινείται πολύ έξω από τα όρια κάθε μαρξισμού και κάθε δημοκρατισμού. Δεν είναι τίποτ’ άλλο από μέτρα που στοχεύουν στην επαναβεβαίωση του δικτατορικού ρόλου της κρατικο-γραφειοκρατικής μονοπωλιακής αστικής τάξης νέου τύπου, η οποία ξεπετάχτηκε μέσα από τις γραμμές του κομμουνιστικού κόμματος, πήρε την εξουσία στα 1980 και μετέτρεψε την αχανή χώρα της Άπω Ανατολής από κόκκινη σε μαύρη.
Αλλά εάν μια άρχουσα τάξη χρειάζεται επιβεβαίωση του ρόλου της μέσα στην κοινωνία αυτό σίγουρα σημαίνει ότι αισθάνεται τη δικτατορία της να απειλείται.
Πράγματι, στη σημερινή Κίνα η εξουσία της σοσιαλφασιστικής μονοπωλιακής αστικής τάξης απειλείται σοβαρά από την ιλιγγιώδη ανάπτυξη του καπιταλισμού δυτικού τύπου που η ίδια εισήγαγε για να λειτουργήσει σα ραντιέρης και συνεταίρος του. Η εισαγωγή του ιδιωτικού καπιταλισμού πλάι στον κρατικό καπιταλισμό τα τελευταία χρόνια έχει επιφέρει μια άνευ προηγουμένου ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, όμως έρχεται σε σύγκρουση με τον περιορισμένο χαρακτήρα που προσλαμβάνει η κρατικο-φασιστική μορφή της δικτατορίας αυτής της τάξης. Έτσι, η αθρόα εισαγωγή δυτικών κεφαλαίων στην Κίνα έχει συντελέσει σε ένα σημαντικό άνοιγμα της χώρας προς τον έξω κόσμο, στη διάδοση του ίντερνετ αλλά και στην περαιτέρω ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, μία πρόοδος που αναστέλλεται από τα γραφειοκρατικά προσκόμματα, τη φασιστική λογοκρισία και τον αρτηριοσκληρωτικό τρόπο σκέψης του καθεστώτος. Η είσοδος της Κίνας στον παγκόσμιο εμπορευματικό ανταγωνισμό έχει, με τη σειρά της, συμβάλει στη μικρή αλλά σταθερή αύξηση του πανάθλιου μεροκάματου των κινέζων εργατών, οι οποίοι αρχίζουν σιγά-σιγά να διεκδικούν τα αυτονόητα αλλά βάναυσα καταπατημένα εργασιακά τους δικαιώματα, όπως εκείνα της 8ωρης ημερήσιας απασχόλησης, της απεργίας και της ελεύθερης συνδικαλιστικής οργάνωσης. Ταυτόχρονα, έχει δημιουργηθεί μία νέα δυτικού τύπου ντόπια αστική τάξη που αποτελείται από ιδιώτες καπιταλιστές που στηρίζονται στον ανταγωνισμό της αγοράς και μάλιστα της διεθνούς αγοράς και οι οποίοι μπορούν να επιβιώνουν ακόμα και δίχως τη στήριξη του κράτους. Αυτοί αργά ή γρήγορα θα επιδιώξουν την οικονομική τους ανεξαρτησία από την κρατικοκομματική σοσιαλφασιστική αστική τάξη πράγμα που σημαίνει ότι τελικά θα διεκδικήσουν την αυτόνομη πολιτική τους έκφραση που σημαίνει την πολιτική τους ανεξαρτησία έξω από το κόμμα της κρατικοφασιστικής αστικής τάξης, το ΚΚ Κίνας. Αυτή η νέα ιδιωτική αστική τάξη διεκδικεί ήδη για τον εαυτό της ένα τμήμα του πολιτικού μονοπωλίου της σοσιαλφασιστικής ηγετικής κλίκας, δηλαδή εκπροσώπηση μέσα στα κρατικά όργανα πολιτικής διακυβέρνησης.
Εάν αυτή η πορεία συνεχιστεί τότε ο πόλεμος που ετοιμάζουν οι κινέζοι σοσιαλιμπεριαλιστές για την κυριαρχία στον Ειρηνικό και τη Νοτιο-ανατολική Ασία κινδυνεύει να αποτραπεί και οι ίδιοι να χάσουν την εξουσία στην ίδια τους τη χώρα και να συντριβούν. Θα πρέπει λοιπόν με κάποιο τρόπο να περιοριστεί αυτή η «ασύδοτη» εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου οικονομικού πειράματος που έχει λανσάρει ο σοσιαλφασισμός με στόχο τον εγκλωβισμό ολόκληρης της βιομηχανικής παραγωγής του πλανήτη και τη διευκόλυνση των δικών του πολεμικών σχεδίων.
Να πώς εξηγείται η ξαφνική μανία των κινέζων σοσιαλφασιστών για επιστροφή στις «ιδεολογικές μας ρίζες», προβάλλοντας ένα «μαρξισμό» κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους. Ένα μαρξισμό που καθαγιάζει τη σκανδαλώδη ταξική αντίθεση ένδειας και χλιδής αλλά και την κτηνώδη καταπίεση που ασκεί στις μάζες μια στενή κρατικο-κομματική συμμορία, ένα μαρξισμό που αντί να προτάσσει το διεθνισμό του προλεταριάτου προβάλει την πολιτισμική περιχαράκωση και τον εθνορατσισμό των Χαν. Σ’ αυτό το πεδίο ειδικοί έχουν ήδη αναλάβει να ανακαλύψουν και να αναδείξουν τη συμβατότητα μαρξισμού και κομφουκιανικής θρησκείας.
Η καταπολέμηση του αστικού φιλελευθερισμού, που κι αυτός περιφρονεί και καταπιέζει οικονομικά το λαό, είναι ένα πολύ εύκολο εγχείρημα γι’ αυτούς τους πλαστογράφους του μαρξισμού. Το δύσκολο γι’ αυτούς είναι να αντιμετωπίσουν την οργή των πλατειών μαζών που ξεσπάει με αναρίθμητες εξεγέρσεις σε ολόκληρη την επικράτεια, να καταστείλουν την πάλη των αγροτών ενάντια στην υψηλή φορολογία και τις αυθαίρετες απαλλοτριώσεις, καθώς και τους ηρωικούς αγώνες του βιομηχανικού προλεταριάτου, το οποίο εκτιμούμε ότι δε θα αργήσει να οργανωθεί και πολιτικά, για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Όπως παραδέχτηκε ο αναπληρωτής διευθυντής του νεοϊδρυθέντος Ινστιτούτου Μαρξισμού, Τσενγκ Ενφού: «Είναι δύσκολο να δικαιολογήσεις με μαρξιστικούς όρους την ψαλίδα του πλούτου. Αλλά θα πρέπει να καθησυχάσουμε την κομματική ελίτ καθώς και τα μεσαία και ανώτερα στελέχη. Αυτός είναι ο στόχος μας και έχουμε αποκομίσει ορισμένα συμπεράσματα πάνω σ’ αυτό το ζήτημα αν και έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε» (στο ίδιο).
Όμως κανείς δε μπορεί να κοροϊδεύει για πάντα έναν ολόκληρο λαό. Κάποια στιγμή το ψέμα του θα αποκαλυφθεί. Και ο μεγάλος κινέζικος λαός με την πλούσια του επαναστατική πείρα και το οξύ πολιτικό του αισθητήριο έχει προ πολλού απορρίψει την κάλπικη δημαγωγία του σοσιαλφασισμού.