ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΗΨΕΩΝ: ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΘΕΣΤΩΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ

Ένα κίνημα στο οποίο συμμετέχουν άνθρωποι του λαού μπορεί να είναι προοδευτικό αλλά μπορεί να είναι και αντιδραστικό. Αυτός που αποφασίζει γι αυτό είναι η πολιτική γραμμή του και η φύση της ηγεσίας του και όχι η κοινωνική σύνθεση της βάσης του. Το κίνημα των φοιτητικών καταλήψεων που είναι σε εξέλιξη αποτελείται, σε αυτή τη φάση, στη βάση του από ανθρώπους του λαού, αλλά η πολιτική του γραμμή είναι αντιδραστική και η ηγεσία του φασιστική. Αυτός είναι κατά τη γνώμη μας και ο λόγος που δεν είναι μεγάλη η μαζικότητα των πιο «πολιτικών» εκδηλώσεών του όπως είναι οι πορείες, ενώ είναι αρκετά μεγάλη η συμμετοχή στις συνελεύσεις των σχολών. Μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι η γενική στάση της μεγάλης μάζας των φοιτητών είναι ευνοϊκή για το κίνημα αλλά με πολλές επιφυλάξεις.
Οι καταλήψεις ξεκίνησαν αρχικά μετά από δοκιμαστικές απεργιακές κινητοποιήσεις της ΠΟΣΔΕΠ (Ομοσπονδία του εκπαιδευτικού προσωπικού των ΑΕΙ) και σε συντονισμό με αυτές. Πρόκειται για ένα κίνημα στο οποίο οι φοιτητές είναι απλοί νεροκουβαλητές των δασκάλων τους και μάλιστα των χειρότερων από αυτούς. Επειδή οι δάσκαλοι αυτοί έχουν αντίθετα κοινωνικά συμφέροντα από τους φοιτητές τους και επειδή δεν θα μπορούσαν να βρουν καμιά κοινωνική αποδοχή αν βγάζανε στην πρώτη γραμμή τα δικά τους αντιδραστικά αιτήματα κρύβονται πίσω από τους φοιτητές τους και προβάλουν με το στόμα τους ένα αρνητικό αίτημα. Αυτό είναι η απόσυρση του νέου Νόμου Πλαίσιου που θέλει λίγο πολύ να βάλει ένα τέλος ή έστω να διορθώσει κάπως τη σημερινή άθλια κατάσταση στην ανώτατη εκπαίδευση. Πρόκειται για ένα νέο Νόμο Πλαίσιο που θέλει να διορθώσει τις καταστροφικές πλευρές του προηγούμενου Νόμου Πλαίσιου που ισχύει σήμερα. Αυτόν τον σκάρωσε ο Α. Παπανδρέου με τη στήριξη του ψευτοΚΚΕ για να συγκροτήσουν μέσο αυτού ένα κοινωνικό μπλοκ διαφθοράς και αποσύνθεσης μέσα στα ΑΕΙ και τελικά μέσα σε όλη την εκπαίδευση. Αυτός ο νέος Νόμος Πλαίσιο δεν υπάρχει ακόμα ούτε σαν νομοσχέδιο, αλλά οι γενικές του γραμμές βρίσκονται ήδη σε ένα κείμενο που έχει δώσει στη δημοσιότητα από τον Απρίλη ένα συμβουλευτικό όργανο του Υπ. Παιδείας που λέγεται Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (ΕΣΥΠ). Αυτό το όργανο διόρισε μια Επιτροπή ειδικών πανεπιστημιακών από την Ελλάδα και το εξωτερικό , μια επιτροπή «σοφών» όπως λέγονται σε αυτές τις περιπτώσεις, για να συντάξει μια εισήγηση για μια μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση. Αυτή η Επιτροπή έχει επικεφαλής της τον Βερέμη που τώρα τον λιθοβολεί και τον απειλεί με βία ο σοσιαλφασισμός, ενώ ανάμεσα στα μέλη του είναι και ο Μ. Σταθόπουλος..

Οι προτάσεις της Επιτροπής θανάσιμος κίνδυνος για την παρασιτική καθηγητική γραφειοκρατία

Τα βασικά σημεία των προτάσεων της Επιτροπής μπορούν να συμπυκνωθούν σε ένα ζήτημα: Δεν επιτρέπουν στην σημερινή διεφθαρμένη καθηγητική γραφειοκρατία να συνεχίσει την καταστροφική εξουσία της στα Πανεπιστήμια σε συνεργασία με τις φοιτητικές κομματικές παρατάξεις και τις τραμπούκικες ψευτοαριστερές συμμορίες. Όλες οι προτάσεις του ΕΣΥΠ είναι σε αυτήν την κατεύθυνση. Όλες κάνουν έξαλλους τους σοσιαλφασίστες μέσα και έξω από τα Πανεπιστήμια:

Καταγράφουμε επιγραμματικά τις πιο βασικές προτάσεις αρχίζοντας από την πιο εξοργιστική γι αυτούς:
Πρόκειται για την πρόταση που οδηγεί σε μείωση των ψήφων των φοιτητικών παρατάξεων στα εκλεκτορικά σώματα. Αυτά τα σώματα εκλέγουν σήμερα την διοίκηση των ΑΕΙ, δηλαδή τους Κοσμήτορες των Σχολών, τους Προέδρους των τμημάτων, και τις Πρυτανικές Αρχές. Μέχρι τώρα με μια παγκόσμια πρωτοτυπία οι φοιτητικές παρατάξεις ορίζουν το 80% των ψήφων που δίνουν τα μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού (ΔΕΠ). Επειδή όμως οι εκλέκτορες των ΔΕΠ δεν συμμετέχουν όλοι στις εκλογές λόγω του φυσιολογικού ποσοστού αποχής σε κάθε μαζικό σώμα, το μεγαλύτερο βάρος στο εκλεκτορικό σώμα το αποκτάνε οι φοιτητικές παρατάξεις που οι εκλέκτορές τους σαν πιο συνειδητοί και κομματικά εντεταλμένοι είναι όλοι παρόντες στις εκλογές. Έτσι τα δύο ψευτοαριστερά κόμματα και η μικροαστική ουρά τους αντιπροσωπέυονται στα ΑΕΙ δυσανάλογα ισχυρά σε σχέση με τη δύναμη που έχουν στο λαό, και γίνονται ο αποφασιστικός παράγοντας εξουσίας και πολιτικής επιρροής στη διοίκηση των Πανεπιστημίων. Η Επιτροπή του ΕΣΥΠ με την πρότασή του δεν τους μειώνει αυθαίρετα τη δύναμη αλλά καθιερώνει μια πιο δημοκρατική διαδικασία: Λέει ότι πρέπει να ψηφίζουν όλοι οι φοιτητές για να ισχύσει το 80%, δηλαδή ότι δεν μπορεί με μια αποχή 60% στις φοιτητικές εκλογές να παίρνουν οι φοιτητικές παρατάξεις ένα τεράστιο κομμάτι εκλεκτόρων. Οι φοιτητικές λοιπόν παρατάξεις θα πάρουν από το 80% όσο ποσοστό αντιστοιχεί στην συμμετοχή των φοιτητών στις εκλογές, αλλά πάντως μεγαλύτερο από το 40%.
Η δεύτερη θανατερή πρόταση του ΕΣΥΠ είναι εκείνη που χτυπάει τα τάγματα εφόδου και τους κουκουλοφόρους μέσα και έξω από τις σχολές και τα εμποδίζει να παίρνουν με την καθαρή βία όση εξουσία δεν μπόρεσαν να πάρουν μέσα από τα εκλεκτορικά σώματα, δηλαδή να κάνουν μπούκες στα κτίρια και να καταλαμβάνουν και να καταστρέφουν εργαστήρια. Έτσι προτείνει αντικατάσταση από το Πρυτανικό Συμβούλιο της υφιστάμενης Επιτροπής Ασύλου στην οποία οι φοιτητικές παρατάξεις και το ΔΕΠ (Διδακτικό Επιστημονικό Προσωπικό) συμμετέχουν σε αναλογία 2/3. Στην Επιτροπή Ασύλου είναι παντοδύναμες οι φοιτητικές σοσιαλφασιστικές παρατάξεις που έχουν και στα χέρια τους την μαζική απειλή βίας ενάντια σε αυτό το όργανο όποτε χρειαστεί. Χωρίς τη βία ο σοσιαλφασισμός δεν μπορεί να ελέγχει τις σχολές. Γι αυτό κραυγάζουν για την υπεράσπιση τάχα του πανεπιστημιακού ασύλυ που έχει καταντήσει να είναι απλά ασυλία για τη δικιά του παρακρατική βία αντί να είναι άμυνα των φοιτητών και των προοδευτικών δασκάλων στη βία του κράτους, όπως ήταν ο βασικός αρχικός σκοπός του.
Η τρίτη πρόταση της Επιτροπής είναι στην ουσία μια δέσμη μέτρων που χτυπάνε τις ηγετικές συμμορίες της ΠΟΣΔΕΠ σε άλλα καίρια σημεία: Έτσι απαιτούν πλήρη διαφάνεια στην οικονομική και γενικότερα διοικητική διαχείριση των σχολών. Γράφουν: «Κάθε Πανεπιστήμιο οφείλει να ανταποκρίνεται στην υποχρέωση δημοσιότητας και διαφάνειας παρέχοντας, στο δικτυακό του τόπο, την πληρέστερη δυνατή πληροφόρηση σχετικά με τα διοικητικά του όργανα και τις αποφάσεις τους, τις πηγές και τη διαχείριση των πόρων, την οργάνωση σπουδών, τον αριθμό εγγεγραμμένων φοιτητών, την υλικοτεχνική υποδομή και το σύνολο των παρεχόμενων υπηρεσιών». Ενάντια στην καθηγητική αυθαιρεσία και κάθε αυθαιρεσία της Διοίκησης προτείνουν τριμελές ανεξάρτητο όργανο που ονομάζεται Συνήγορος της Πανεπιστημιακής Κοινότητας και στο οποίο μπορεί να καταφεύγει πχ κάθε φοιτητής που αισθάνεται πως αδικείται στη βαθμολογία ή κάθε φοιτητής και μέλος ΔΕΠ απέναντι σε πράξεις της Διοίκησης. Επίσης τα γραπτά των εξετάσεων θα είναι στη διάθεση του φοιτητή προκειμένου να αποφασίσει για τις προσφυγές του.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά η Επιτροπή κάνει το «έγκλημα» να βάλει στα Πανεπιστήμα ξένους πανεπιστημιακούς ή έλληνες από άλλα πανεπιστήμια κι έτσι να κόψει το επιστημονικό απαραβίαστο και ανέλεγκτο που έχει η γραφειοκρατία της ΠΟΣΔΕΠ στο κάθε πανεπιστημιακό της φρούριο. Η Επιτροπή επιμένει να δοθεί « ιδιαίτερη μέριμνα στο άνοιγμα των Πανεπιστημίων προς το εξωτερικό μέσω, για παράδειγμα, της διάθεσης μόνιμων πιστώσεων σε κάθε Πανεπιστήμιο για επισκέπτες καθηγητές και ερευνητές, καθώς και της διαμόρφωσης συνθηκών προσέλκυσης διακεκριμένων επιστημόνων από το εξωτερικό με κάποιες διευκολύνσεις (π.χ. διπλή θέση με ένα εξάμηνο σε ελληνικό Πανεπιστήμιο και ένα εξάμηνο σε Πανεπιστήμιο του εξωτερικού)». Επίσης ζητάει για τις μεταπτυχιακές σπουδές: «Σύμπραξη μεταξύ τμημάτων, μεταξύ Πανεπιστημίων, και μεταξύ Πανεπιστημίων εσωτερικού και εξωτερικού (διατμηματικά και διαπανεπιστημιακά ΠΜΣ)»- «Φοίτηση Ελλήνων και αλλοδαπών σπουδαστών»- «Επιλογή γλώσσας μαθημάτων και διατριβής (ελληνική ή/και άλλη ευρωπαϊκή)»-«Διδάσκοντες που δεν είναι αναγκαστικά μέλη ΔΕΠ Πανεπιστημίων του εσωτερικού (καθηγητές Πανεπιστημίων εξωτερικού, διακεκριμένοι ερευνητές με διδακτορικό, άλλοι σε ειδικές περιπτώσεις – π.χ. καλλιτέχνες – βάσει του Π.Δ. 407)». Αλλά δεν σταματάει εκεί. Η Επιτροπή προχωράει και διαπράττει το έγκλημα καθοσιώσεως να προσθέσει και «εξωτερικούς κριτές (εκτός Τμήματος, Πανεπιστημίου ή ακόμα και εκτός Ελλάδος), ιδίως μάλιστα όταν πρόκειται για εκλογή σε θέση Καθηγητή πρώτης βαθμίδας, για να συμμετέχουν στη συγκρότηση των Εκλεκτορικών Σωμάτων και των Τριμελών Εισηγητικών Επιτροπών που θα εξετάσουν την επιστημονική αξία και τις προαγωγές των μελών ΔΕΠ». Έφτασε μάλιστα στο σημείο να συζητήσει «τη συμβουλευτική για το Εκλεκτορικό Σώμα τεκμηρίωση της αναγνώρισης του επιστημονικού έργου των υποψηφίων και μέσω συστατικών επιστολών, όπου αυτό είναι δυνατόν, από έγκριτους διεθνείς ερευνητές στο αντικείμενο των υποψηφίων (μία πρακτική που ακολουθείται ήδη σε ορισμένα Τμήματα ελληνικών Πανεπιστημίων και παγίως σε καλά Πανεπιστήμια του εξωτερικού). Οι επιστολές αυτές, εφόσον υποβληθούν, θα πρέπει υποχρεωτικά να αναφέρονται στην εισήγηση και να συνεκτιμώνται κατά την κρίση».
Μπορεί λοιπόν να καταλάβει κανείς σε τι επίπεδα θα έφτασε η ιερή αγανάκτηση της διεφθαρμένης και τεμπέλικης καθηγητικής γραφειοκρατίας όταν η Επιτροπή έφτασε να φέρει στο φως «το πρόβλημα που παρουσιάζεται σε περιπτώσεις συχνής απουσίας ορισμένων μελών ΔΕΠ από τα διδακτικά τους καθήκοντα…. Η διευκόλυνση που τους παρέχει η επαγγελματική αλληλεγγύη των συναδέλφων και η σιγή των φοιτητών έχουν καταστήσει το φαινόμενο των «απόντων» ενδημικό σε ορισμένες σχολές των μεγάλων Πανεπιστημίων Αθήνας και Θεσσαλονίκης, και όχι μόνον, όπου η ανωνυμία στηρίζει τις απουσίες». Για τη διόρθωση αυτής της κατάστασης η Επιτροπή προτείνει προς το τέλος της εισήγησής της διάφορα μέτρα για να τιμωρηθούν οι κοπανατζήδες, όπως ότι ο «(1) ο διδάσκων θα πρέπει να δηλώνει στο τέλος του ακαδημαϊκού εξαμήνου την ύλη που δίδαξε και τις ώρες διδασκαλίας που πραγματοποίησε.(2) Με την αξιολόγηση που θα κάνουν οι φοιτητές για το διδακτικό έργο των μελών ΔΕΠ, θα διευκρινίζεται ως απάντηση στις σχετικές ερωτήσεις, αν ο διδάσκων παρέδιδε τα μαθήματα ανελλιπώς, ήταν καλά προετοιμασμένος και κατανοητός».

Η απάντηση της παρασιτικής γραφειοκρατίας και του διακομματικού συντονιστικού ήταν εύκολη χάρη στο ν + 2

Τι ομοβροντία αποκαθηλώσεων και ταπεινώσεων γι αυτά τα «ανώτερα και ανεξάρτητα πνεύματα». Δεν μπορούσαν να μην αρχίσουν αμέσως την απεργία τους ενάντια στο Νέο Νόμο Πλαίσιο. Επρόκειται για έναν αγώνα του βαθιού καθεστώτος να διατηρήσει τα προνόμια του, ιδιαίτερα τα προνόμια της διεφθαρμένης σοσιαλφασιστικής γραφειοκρατίας που ελέγχει, εκμεταλλεύεται και διαλύει τα πανεπιστήμια . Πρόκειται μάλιστα ακόμα περισσότερο για έναν αγώνα για να διατηρήσει την πολιτική εξουσία του το τετρακομματικό συντονιστικό, ιδιαίτερα το σοσιαλφασιστικό δίπολο ψευτοΚΚΕ - ΣΥΝ που σε συνεργασία με τις μικροαστικές συμμορίες ελέγχει πολιτικά την γραφειοκρατία των ΑΕΙ και όλη τη γραφειοκρατία της εκπαίδευσης.
Το βασικό πρόβλημα με τις απεργίες της ΠΟΣΔΕΠ είναι ότι σε αυτές δεν δίνει κανείς σημασία γιατί ανάμεσα στα άλλα είναι ανυπόληπτες κοινωνικά καθώς το ΔΕΠ έχει βρει ένα τρόπο να απεργεί και να πληρώνεται ταυτόχρονα τις μέρες της απεργίας. Αυτό είναι βασικό δείγμα της μοναδικής υψηλής πολιτικής προστασίας και εξουσίας που χαίρει ανάμεσα σε όλους τους άλλους κλάδους της δημόσιας υπαλληλίας. Το ζήτημα είναι πως θα ξεσηκώνονταν οι φοιτητές που είναι ο μαζικός παράγοντας του Πανεπιστήμιου.
Αυτό το κατάφεραν τα σοσιαλφασιστικά κόμματα ανακαλύπτοντας την αχίλλεια φτέρνα των προτάσεων της Επιτροπής. Επρόκειτο για ένα δευτερεύον στοιχείο των μεταρρυθμιστικών προτάσεων και αφορούσε τους περιορισμούς στη διάρκεια των σπουδών για τους λεγόμενους αιώνιους φοιτητές. Η Επιτροπή πρότεινε μέτρα που συντόμευαν το όριο πέρα από το οποίο δεν μπορούσε να είναι κανείς φοιτητής αν δεν έπαιρνε πτυχίο. Από ένα όριο ίσο με το όριο ζωής των φοιτητών, που ισχύει σήμερα σύμφωνα με τον παλιό Νόμο Πλαίσιο, όριο που μάλλον αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ, η Επιτροπή πέρασε στο όριο των 6 χρόνων για τετραετείς σπουδές, το λεγόμενο ν + 2 ( όπου ν τα ελάχιστα χρόνια σπουδών). Αυτό δεν ήταν ένα απόλυτο όριο για όλους. Για παράδειγμα θα μπορούσε ο χρόνος να παραταθεί για εργαζόμενους, οικογενειάρχες κλπ ενώ ο νόμος θα εφαρμοζόταν για τις νέες φουρνιές φοιτητών και θα υπήρχε ανάλογη προσαρμογή για τις παλιότερες. Ωστόσο επρόκειτο για ένα ξαφνικό πέρασμα από τη μια άκρη στην άλλη. Για μια ασφυξία. Οι φοιτητές που παρατείνουν τις σπουδές τους δεν αποτελούν μια ενιαία κατηγορία. Άλλοι είναι εργαζόμενοι, άλλοι καθυστερούν τις σπουδές τους γιατί δυσκολεύονται να καταπιούν μονομιάς το πραγματικά πληκτικό περιεχόμενο των σπουδών τους, άλλοι γιατί έχουν πέσει σε καθηγητές βασανιστές που τους απογοήτευσαν γιατί τους έκοψαν σε επανειλημμένες εξετάσεις και άλλοι είναι αυτό που ονομάζουμε φοιτητικό λούμπεν, δηλαδή φοιτητές που ζουν χωρίς πρόγραμμα και υποχρεώσεις μια τεμπέλικη, είτε άνετη είτε και τρωγλοδυτική ζωή. Ένα μικρό μέρος των αιώνιων φοιτητών είναι απλά κομματικοί επαγγελματίες συνδικαλιστές.
Αυτό που έκανε η Επιτροπή με την πρότασή της και το υπουργείο που την έγκρινε είναι ότι ένωσαν όλες αυτές τις κατηγορίες όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και με τη μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών που ακόμα και όταν δεν παρατείνουν τις σπουδές τους θέλουν να έχουν μια ασφάλεια ότι δεν κινδυνεύουν να χάσουν το πτυχίο τους από μια αναποδιά στη ζωή τους ή αντίθετα από μια ευκαιρία για δουλειά. Αυτό δεν ήταν ένα απλό λάθος της Επιτροπής και του υπουργείου παιδείας. Απλά έτσι λειτουργεί η φιλελεύθερη αστική τάξη. Δίνει μια μάχη με τον σοσιαλφασισμό (χωρίς γενικά να έχει συνείδηση) δηλαδή με το πιο βάναυσο κομμάτι της αστικής τάξης, αλλά φοβάται και το λαό, φοβάται τους φοιτητές, δεν φροντίζει να εξασφαλίσει μια συμμαχία μαζί τους, δεν φροντίζει να καθησυχάσει τη μεγάλη πλειοψηφία τους. Ασφαλώς δεν πρέπει σήμερα να υπάρχουν 500.000 φοιτητές εκ των οποίων οι 200.000 με πολύ παρατεταμένη φοίτηση σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Δεν μπορεί η κοινωνία και το προλεταριάτο να πληρώνουν τους φοιτητές για επανειλημμένες εξετάσεις, επανειλημμένα εργαστήρια, επιπλέον μισθούς δασκάλων και επιπλέον κτιριακές εγκαταστάσεις πέρα από ένα αναγκαίο μινιμουμ. Ούτε ένα πτυχίο αποτελεί κρατική βεβαίωση γνώσης όταν κάποιος πέρασε το τελευταίο του μάθημα στα 40 του δίχως τουλάχιστον να επανεξεταστεί στο πρώτο του που πέρασε στα 18 του. Όμως αυτές οι αλλαγές δεν γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι άνθρωποι έχουν μάθει να οργανώνουν τη ζωή τους με έναν ορισμένο τρόπο και δεν θέλουν να αλλάξουν αυτόν τον τρόπο με το ζόρι, απότομα, από τα πάνω και δίχως κάποιες εγγυήσεις. Πρώτα πρέπει να λειτουργήσουν τα στοιχεία της μεταρρύθμισης που θα δώσουν στους φοιτητές εγγυήσεις ότι ο καθηγητής δεν θα αυθαιρετεί στη βαθμολογία και μετά σταδιακά θα μπει ένας λογικός συγκεντρωτισμός και κάποια πειθαρχία και συνεκτικότητα στις σπουδές, αλλά και πάλι δεν πρέπει ποτέ τα χρόνια να είναι ν + 2. Γενικά καμιά αλλαγή δεν πρέπει να επιβάλλεται χωρίς την αποδοχή της από την πλατειά πλειοψηφία των εμπλεκόμενων σε αυτήν λαϊκών μαζών. Και οι φοιτητές είναι κομμάτι του λαού. Δεν επιτρέπεται να τους παίρνει ο φασισμός και να τους χρησιμοποιεί σαν δύναμη κρούσης ενάντια στον υπόλοιπο λαό και ενάντια στον εαυτό τους.
Από την ώρα που ανακάλυψαν αυτό το ρήγμα οι σοσιαλφασίστες κινήθηκαν γρήγορα και κέρδισαν τις πρώτες συνελεύσεις. Με αυτόν τον αέρα πέρασαν και πιο εύκολα σαν σημαία του κινήματος τη φασιστική θέση ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια που την υιοθετεί σχετικά εύκολα μια κυρίως μικροαστική μάζα όπως είναι η φοιτητική. Το ζήτημα αυτό δεν έχει σχέση με το νέο νόμο αλλά με τη συνταγματική αναθεώρηση. Με τη θέση κατά των ιδιωτικών πανεπιστημίων η μικροαστική μάζα μετατρέπεται σε πολιτική αντίδραση γιατί κανιβαλίζει σε βάρος των αποφοίτων των ιδιωτικών ΑΕΙ που εμφανίζονται μπροστά της σαν ανταγωνιστές στην αγορά εργασίας. Απέναντί στους απόφοιτους των ιδιωτικών ΑΕΙ ο πτυχιούχος του δημόσιου πανεπιστήμιου χρησιμοποιεί το ιδεολόγημα ότι δεν έχουν ίδιο δικαίωμα στη δουλεία με εκείνον γιατί εκείνοι στηρίχθηκαν στα λεφτά τους ενώ ο ίδιος στο διάβασμα. (Σχετικά με αυτό το επιχείρημα υπάρχει άρθρο με τίτλο: «το αντιδραστικό αίτημα ενάντια στα ιδιωτικά πενεπιστήμια» στην πολύ διαφωτιστική ιστοσελίδα της «Κίνησης» www.kpad.gr ).
Για να σταθεροποιήσουν τη συσπείρωσή τους οι σοσιαλφασίστες πρόβαλαν δημαγωγικά σαν γενικό αίτημα-πλαίσιο του κινήματος άλλο ένα σύνθημα άσχετο με το νέο νόμο, το σύνθημα «δουλειά για τους αποφοίτους», δηλαδή να εξασφαλιστεί πρακτικό αντίκρισμα για τα πτυχία. Πραγματικά αυτό το τελευταίο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα των φοιτητών, αλλά οι τελευταίοι που έχουν το δικαίωμα να το προβάλουν είναι οι σοσιαλφασίστες. Γιατί αυτοί εξουδετερώνουν από δυο πλευρές το πρακτικό αντίκρισμα των πτυχίων. Από τη μια υποβαθμίζουν τις πανεπιστημιακές σπουδές από την άλλη καταστρέφουν τις παραγωγικές δυνάμεις, δηλαδή καταργούν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης υπάρχει ψηλή ανεργία νέων αλλά μόνο στην Ελλάδα είναι ψηλότερη η ανεργία των πτυχιούχων ΑΕΙ από εκείνη των μη πτυχιούχων.
Με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισαν οι ρωσόδουλοι την κρίσιμη μάζα ενός κινήματος φοιτητών που θα πάλευε δίχως να το ξέρει για να ικανοποιήσει τα βασικά αιτήματα των χειρότερων καθηγητών του και βασικά το αίτημα της μη αξιολόγησης της δουλειάς τους. Πρόκειται στην ουσία για μια πιο αντιδραστική έκδοση του κινήματος των μαθητών του 1998. Τότε οι σοσιαλφασίστες καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης που αποτελούν τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΟΛΜΕ, ανίκανοι από καιρό να σύρουν τον κλάδο τους σε απεργία είχαν καταφέρει να ξεσηκώσουν τους εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές ενάντια στη μεταρρύθμιση Αρσένη. Και τότε είχαν αξιοποιήσει την αρνητική πλευρά εκείνου το νόμου, που πρόβλεπε ότι στις εξετάσεις για κάθε σχολή έμπαιναν σαν εξεταστική ύλη όλα τα μαθήματα του λυκείου. Αυτό το έκαναν για να μπορέσουν να συντρίψουν την βασική πλευρά του νόμου Αρσένη που ήταν, ακόμα πιο καθαρά από όσο στο νόμο Κουτσίκου, η ουσιαστική αξιολόγηση των καθηγητών. Οι μαθητές λοιπόν, ενώ είχαν δίκιο σε μια πλευρά του νόμου, κάνανε και τότε σημαία τους την απόσυρση όλου του νόμου, που στην τελική συνισταμένη του ήταν θετικός. Με τη βοήθεια του Σημίτη που υπονόμευσε τότε τον Αρσένη όπως τώρα υπονομεύει ο Καραμανλής την Κουτσίκου, οι μαθητές νίκησαν όχι για το εαυτό τους αλλά και πάλι για τα συμφέροντα των χειρότερων δασκάλων τους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η τεμπέλικη καθηγητική γραφειοκρατία νικήτρια της μέσης εκπαίδευσης συνέχισε για τα καλά την πλήρη αποσύνθεση του σχολείου. Τώρα μετά την «αυτοκτονία» των μαθητών ήρθε η ώρα της «αυτοκτονίας των φοιτητών», ή μάλλον ήρθε ή ώρα οι μαθητές του 98 να χρησιμοποιηθούν από τα ίδια κόμματα σαν καμικάζι για δεύτερη φορά σαν φοιτητές. Το αν θα λειτουργήσουν έτσι ως το τέλος είναι ένα ζήτημα που θα κριθεί στην πορεία.

Το καθεστώς στηρίζει αποφασιστικά το κίνημα του

Αυτοί ήταν οι γενικοί πολιτικοί όροι και οι μέθοδοι της συσπείρωσης των αναγκαίων δυνάμεων για το νέο αυτό πολιτικό κίνημα του σοσιαλφασισμού. Αλλά τίποτα δεν θα γινόταν χωρίς συνενόχους από το ευρύτερο πολιτικό καθεστώς.
Οι σοσιαλφασίστες άρχισαν προσεκτικά. Οι φοιτητικές καταλήψεις στις σχολές ξεκίνησαν δοκιμαστικά με τα δύο αποσπάσματα-εμπροσθοφυλακές του σοσιαλφασιστικού καθεστωτικού μπλοκ ψευτοΚΚΕ-ΣΥΝ, βασικά με το Δίκτυο του Συνασπισμού, και με τα τάγματα εφόδου των ΕΑΑΚ στα οποία ηγεμονεύει το ΝΑΡ. Οι καταλήψεις άρχισαν συντονισμένα αμέσως μετά τον «αγώνα» των καθηγητών. Όπως εκτιμά το ίδιο το πολιτικό όργανο του ΣΥΝ η Αυγή στις 7-6: «Μετά το Πάσχα φαίνεται ότι ήταν οι κινητοποιήσεις της ΠΟΣΔΕΠ που έστρωσαν το υπόβαθρο για να αναπτυχθούν οι πρώτες διστακτικές καταλήψεις σχολών. Στην αρχή διήμερες (10-11 Μαΐου) ακριβώς τις ίδιες μέρες που είχαν κηρύξει απεργία οι καθηγητές… Από εκεί κι έπειτα, κάποιοι δεκάδες φοιτητικοί σύλλογοι από όλη την Ελλάδα αποφασίζουν (κυρίως με πλαίσια ΕΑΑΚ-Δικτύου κι άλλων αριστερών δυνάμεων) καταλήψεις διαρκείας και η ΠΟΣΔΕΠ κάνει ξεκάθαρες τις διαθέσεις της για απεργία διαρκείας μέσα στον Ιούνη, για να φτάσουμε στο τριήμερο κινητοποιήσεων από 23 ως 25 Μαρτίου και στην μεγάλη πανελλαδική διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας, η οποία αποτελεί το σημείο μετάβασης από τις «ρουτινιάρικες» και χωρίς ιδιαίτερη δυναμική κινητοποιήσεις, στο δυναμικότερο φοιτητικό κίνημα των τελευταίων χρόνων…».

Οι αποφάσεις για τις καταλήψεις πάρθηκαν στην αρχή με πολύ μικρή συμμετοχή. Από αυτές έλειπαν προφανώς με άνωθεν εντολές οι ΔΑΠ και ΠΑΣΠ που αποτελούν την πλειοψηφία στους φοιτητές ώστε να ανοίξει χωρίς δυσκολία ο δρόμος για την κυριαρχία της γραμμής των ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Νομικής όπου κυριαρχεί συντριπτικά η ΔΑΠ, η οποία εμφανίστηκε στις συνελεύσεις μετά την πορεία της 8 του Ιούνη όταν τα πράγματα είχαν κριθεί και αφού ήταν πια στο τιμόνι ο σοσιαλφασισμός. Τότε όμως ήταν αργά. Η ΔΑΠ παρ όλο που ήταν αντίθετη με το ν + 2 γιουχαίστικε σύμφωνα με τις γνωστές «δημοκρατικές διαδικασίες» που επιβάλουν οι σοσιαλφασίστες μόλις αποκτήσουν δύναμη στις μάζες. Από κει και πέρα κάθε ουσιαστική αντιπολίτευση στις καταλήψεις μέσα στις Συνελεύσεις των βασικών σχολών απαγορεύτηκε. Η ΠΑΣΠ φέρθηκε ακόμα πιο άθλια από την ΔΑΠ γιατί όταν εμφανίστηκε στις καταλήψεις είχε ήδη ανανήψει, οπότε «διαφώνησε» ακόμα και με τον αρχηγό της Γ. Παπανδρέου που υποτίθεται ότι συμφωνεί με τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, και μπήκε και αυτή, και μάλιστα δυναμικά, στο κίνημα των καταλήψεων «… μάλιστα έφθασε στο σημείο να κάνει κατάληψη στα γραφεία του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας καταγγέλλοντας το πόρισμά του για την ανώτατη εκπαίδευση... Να σημειωθεί εδώ ότι, μεταξύ των άλλων, η ΠΑΣΠ κατήγγειλε και τις προτάσεις του ΕΣΥΠ για καθολική ψηφοφορία των φοιτητών στις πρυτανικές εκλογές…» (Βήμα, 28-5). Στη συνέχεια στις καταλήψεις σε μερικές σχολές συμμετείχε και η ΔΑΠ οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις συγκροτήθηκε ένα οικουμενικό αντιδραστικό πολιτικό μέτωπο που το κοινό χαρακτηριστικό του είναι η βία και η δημαγωγία.
Το ζήτημα από δω και μπρος ήταν το μπλοκ αυτό, μπλοκ άρνησης δηλαδή χωρίς αληθινή γραμμή, να κρατήσει τη συνοχή του. Και μια βασική μέθοδος συνοχής των πρόσκαιρων και ιδεολογικά ασύνδετων στρατών που κάθε τόσο συγκροτεί ο σοσιαλφασισμός είναι η προβοκάτσια.

Η προβοκατόρικη βία στις πορείες και τις μπούκες

Η βία που χρησιμοποιούν συχνά οι πορείες του σοσιαλφασισμού είναι βασικό μέρος της πολιτικής του. Ο στόχος αυτής της βίας είναι διπλός. Από τη μια θέλει να προκαλέσει σύγκρουση με την αστυνομία, ώστε αυτή να απαντήσει με βία και μετά οι σοσιαλφασίστες να φωνάξουν «κάτω η αστυνομική βία ενάντια στο κίνημα». Από την άλλη θέλει να δείξει στην αστική τάξη ότι το κίνημα είναι σε θέση να παραλύσει τη ζωή στην πόλη και να εκθέσει σαν αποσταθεροποιητική ή σαν αδύναμη κάθε κυβέρνηση που θα του αντισταθεί.
Ο πρώτος στόχος είναι βασικός για μια πρώτη φάση ενός σοσιαλφασιστικού κινήματος στην οποία είναι απαραίτητη η συσπείρωση της πλειοψηφίας γύρω από την ηγεσία και όσο είναι δυνατό η συσπείρωση του λαού γύρω από το κίνημα. Αυτό συμβαίνει επειδή τα σοσιαλφασιστικά κινήματα δεν μπορούν εύκολα να συσπειρώσουν ούτε τους άμεσα ενδιαφερόμενους, ούτε την ευρύτερη μάζα του λαού, γιατί δεν μπορούν να στηριχθούν στο δίκιο ή τη δημοφιλία του κεντρικού τους αιτήματος. Έτσι πρέπει να αποκτήσουν αίγλη σαν θύματα ενός γνωστού εχθρού και ακόμα καλύτερα του καθεστώτος του ίδιου. Η πιο παραστατική έκφραση ενός καθεστώτος είναι η καθεστωτική βία και φορέας αυτής της βίας η αστυνομία. Αρκεί η αστυνομία να χτυπήσει ένα κίνημα για να είναι αυτό δίκαιο τουλάχιστον για τον εαυτό του. Και αν η αστυνομία δεν χτυπήσει από μόνη της, όπως συνήθως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, πρέπει να προκληθεί να χτυπήσει. Αυτή είναι η λογική της προβοκάτσιας της 8 Ιούνη που γενικά πέτυχε. Οι σοσιαλφασίστες αφήσανε τα αναρχοφασιστικό λούμπεν των κουκουλοφόρων να μπει μαζικά στην πορεία και να επιτεθεί στην αστυνομία και μετά η αστυνομία να το χτυπήσει, να γεμίσει δακρυγόνα το κέντρο της Αθήνας και μαζί με τους κουκουλοφόρους «μαχητές» να χτυπήσει και μερικούς «αμάχους». Η συνενοχή του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ στη βία των κουκουλοφόρων αποδείχτηκε από το ότι αυτή τη φορά δεν κατήγγειλαν τους κουκουλοφόρους όπως συνηθίζουν , αλλά αποκλειστικά την αστυνομική βία.

Άλλωστε σε αυτήν την κινητοποίηση και οι πιο «πολιτικοί» τους στρατοί βίας, τα ειδικά μικροαστικά τάγματα εφόδου, επιτέθηκαν με σχέδιο και οργανωμένα εναντίον της αστυνομίας που φρουρούσε το υπουργείο Παιδείας. Το ίδιο δοκίμασαν και στο κτίριο της περιφέρειας Κρήτης χωρίς επιτυχία, αλλά το κατάφεραν αργότερα στο κτίριο της περιφέρειας Θράκης και τελευταία στην Κοζάνη την ώρα που ήταν στο κτίριο ο υπουργός εσωτερικών Παυλόπουλος.

Έτσι ο διπλός στόχος επιτεύχθηκε

Η προβοκάτσια είναι μια δουλειά που το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ την ξέρουν πολύ καλά. Όταν δεν θέλουν να προκαλέσουν σύρραξη στο δρόμο χρησιμοποιώντας τους μισητούς πια στο λαό κουκουλοφόρους βάζουν τον «καθώς πρέπει» στρατό των διαδηλωτών τους να κάνουν μια εισβολή στο αρμόδιο υπουργείο για να διαπεράσουν το αστυνομικό κορδόνι που φυλάει τον υπουργό. Το κορδόνι τους εμποδίζει και μετά αυτοί κατηγορούν τον υπουργό για «χρήση βίας ενάντια στο λαό». Στην περίπτωση που χρησιμοποιήσουν τους κουκουλοφόρους για να προκαλέσουν μεγαλύτερης κλίμακας επεισόδια κατηγορούν εκ των υστέρων κάποιους από αυτούς σαν προβοκάτορες και εγκάθετους της αστυνομίας, αλλά δεν εξηγούν πως έγινε και δεν συλλάβανε οι ίδιοι, αν και χιλιάδες ,ούτε έναν τέτοιο εγκάθετο της αστυνομίας και ούτε έναν δεν χτυπήσανε. Όσο για τους ίδιους τους κουκουλοφόρους αυτοί δεν νοιάζονται καθόλου που όποτε χρειαστεί τους λένε προβοκάτορες και χαφιέδες της αστυνομίας οι προστάτες τους, καθώς και η μάζα των μπλοκ στα οποία συμμετέχουν σαν δύναμη κρούσης. Τι τους νοιάζει αυτούς τους ακροδεξιούς που περνάνε τον εαυτό τους για επαναστάτη το πολιτικό ξεφτιλίκι μπροστά στο λαό. Αρκεί που το «καθώς πρέπει» μπλοκ των προστατών τους τους κλείνει καμιά φορά το μάτι με ευγνωμοσύνη για την πολιτική εκδούλευσή που του προσφέρουν. Για όλους μετράει το αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα ήταν ότι Α) μετά τις συγκρούσεις της 8 Ιούνη οι σοσιαλφασίστες μιλάνε για το «αίμα που έχυσε το κίνημα» και πολλοί φοιτητές τους πιστεύουν. Βέβαια δεν μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν πως έγινε και σύμφωνα με ανακοινώσεις των νοσοκομείων, τις οποίες ούτε αμφισβήτησε, ούτε και διέψευσε κανείς, μετακομίστηκαν σε αυτά δέκα τραυματίες αστυνομικοί και μόνον πέντε από τους υποτίθεται άοπλους φοιτητές. Πως δηλαδή τα θύματα της επίθεσης ήταν λιγότερα από τους επιτιθέμενους και πως ήταν περισσότεροι οι τραυματίες αστυνομικοί παρόλο που ήταν ειδικά εξοπλισμένοι. και Β) όλα σχεδόν τα κανάλια, τα τρία αντιπολιτευτικά κόμματα και η μεγάλη πλειοψηφία του τύπου κατηγορούν ακόμα την αστυνομία σαν υπεύθυνη της βίας και όχι τους προβοκάτορες και τα δυο ψευτοαριστερά κόμματα που τους κάλυψαν πολιτικά και καλούν την κυβέρνηση να μην καταθέσει το νομοσχέδιο γιατί θα υπάρξουν τάχα μεγαλύτερες συρράξεις αφού οι φοιτητές είναι αποφασισμένοι να κλιμακώσουν τον αγώνα τους.

Οι αντιστάσεις θα δυναμώσουν. Μόνο ο Καραμανλής μπορεί να σώσει τους σοσιαλφασίστες

Αυτή η στάση των καναλιών δεν είναι η στάση του λαού. Η κοινή γνώμη έχει μάθει εδώ και χρόνια να ξεχωρίζει τι είναι κίνημα του λαού και τι είναι βία του σοσιαλφασισμού πάνω στο λαό. Ο πληθυσμός της Αθήνας μισεί τον σπασιματία αναρχοφασισμό και απεχθάνεται τον ΣΥΝ που έχει αρχίζει να τον μυρίζεται σαν προστάτη του προηγούμενου, και τελευταία σαν καθοδηγητή του. Λιγότερο έχει καταλάβει ο κόσμος το ψευτοΚΚΕ που παλιότερα συγκρουόταν με τον αναρχοφασισμό όταν του χάλαγε τις γιορτές του, επειδή τότε δεν τον έλεγχε. Ο λαός ξέρει πάντως ότι αυτοί οι σπασιματίες είναι ασύλληπτοι επειδή είναι καθεστώς. Εκείνο που δεν ξέρει είναι γιατί γίνεται αυτό.
Πάντως όσοι ξέρουν λίγο από πολιτική καταλαβαίνουν ότι σήμερα αληθινή εξουσία είναι αυτή που ελέγχει τα ΜΜΕ. Και είναι τα τέσσερα κόμματα που σε γενικές γραμμές ελέγχουν τα ΜΜΕ. Το αληθινό καθεστώς δεν είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση μια αστυνομία που τρώει τις πέτρες της και όλη τη βρίζουν, αλλά το μπλοκ του «αγώνα» ΠΟΣΔΕΠ-φοιτητών που ήδη το στηρίζουν ανοιχτά τα 3 κόμματα της αντιπολίτευσης ενώ ήδη το καλύπτει πολιτικά ο πρωθυπουργός.

Μέχρι στιγμής οι σοσιαλφασίστες έχουν κερδίσει μια πρώτη μάχη υποχρεώνοντας τη Γιαννάκου να αναβάλει την κατάθεση του νομοσχεδίου για τον Οκτώβρη. Παρ όλες ωστόσο τις αρχικές επιτυχίες τους και τους εξαιρετικά ευνοϊκούς συσχετισμούς που έχουν εξ αρχής στο ηγετικό πολιτικό επίπεδο η νίκη τους δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη. Ήδη με την αναβολή της κατάθεσης του νομοσχεδίου εκείνο που κάνανε άθελά τους είναι ότι εμποδίσανε την ΝΔ να λύσει ένα πελώριο πολιτικό ζήτημα με την κουτοπόνηρη λογική του κοινοβουλευτικού μικροπραξικοπήματος. Η κατάθεση του νομοσχέδιου το καλοκαίρι είχε σα στόχο να βρει τους φοιτητές στα μπάνια τους. Με την αναβολή της συζήτησης για το φθινόπωρο οι κνίτες υποχρεώνουν τη Γιαννάκου να φερθεί πολιτικά, αλλά αναλαμβάνουν οι ίδιοι το ασήκωτο βάρος να αποδείξουν στους φοιτητές και στο λαό την ορθότητα της άρνησής όλου του νόμου. Είναι αδύνατο αυτοί να συσπειρώσουν οποιονδήποτε άμα αρχίσει οποιαδήποτε διεξοδική συζήτηση στα κανάλια και στον τύπο σχετικά με αυτό το νέο νόμο και την κατάσταση στα πανεπιστήμια . Ιδιαίτερα αν η Γιαννάκου αποσύρει τις επαχθείς διατάξεις για το ν +2, οι σοσιαλφασίστες θα βρεθούν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση ακόμα και μέσα στους φοιτητές. Πιστεύουμε ότι θα απομονωθούν. Γι αυτό από τώρα δεν θέλουν κανένα διάλογο με το υπουργείο. Στην ουσία δεν θέλουν πολιτική αντιπαράθεση μπροστά στο λαό αφού ήδη οι πρώτες δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι πριν καν ο κόσμος μάθει τη αλήθεια για το περιεχόμενο του νέου νόμου είναι προδιατεθειμένος υπέρ του. Όλοι διαισθάνονται, ή ξέρουν, ότι κάτι πολύ σάπιο υπάρχει με την ανώτατη παιδεία και την παιδεία γενικότερα. Επιπλέον οι σοσιαλφασίστες αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα που δεν αντιμετώπισαν με τους μαθητές το 98. Τότε υπήρχε ένα καθηγητικό και μαθητικό ΠΑΣΟΚ που πέρασε σύσσωμο μαζί τους. Τώρα υπάρχει μια ΔΑΠ που παρόλη την υπονόμευση της από τον Καραμανλή και παρόλο το δικό της αστικό και οππορτουνιστικό χαρακτήρα μπόρεσε να διαχωρίσει τη θέση της και σε ένα βαθμό να σταθεί απέναντι στους σοσιαλφασίστες στις συνελεύσεις. Αυτό πολιτικά σημαίνει ότι υπάρχει μια ισχυρή πολιτική τάση της ΝΔ που συμπαραστέκεται στην Κουτσίκου. Εκείνο που θα φροντίσει ο Καραμανλής για να εξουδετερώσει αυτήν την τάση θα είναι να παραμορφώσει το νομοσχέδιο με καίριες τροποποιήσεις. Ήδη μίλησε για πρώτη φορά από τις Βρυξέλλες μόνο και μόνο για να δώσει έμφαση στο διάλογο και όχι για να υπερασπίσει τις θέσεις του νέου νόμου. Από ότι φαίνεται η τακτική του διακομματικού συντονιστικού κορυφής είναι να χτυπάει την Κουτσίκου απ έξω ο ΣΥΝ με τα τάγματα εφόδου, τους σπασιματίες και την ΠΑΣΠ και ημιεπίσημα ο ίδιος να συζητάει με το «μετριπαθές» ψευτοΚΚΕ για μια λύση πίσω από την πλάτη της.

Όμως αυτή η μέθοδος έχει όρια, γι αυτό το βασικό καθήκον του διακομματικού συντονιστικού θα είναι να χτυπήσει την ήρεμη πολιτική ατιπαράθεση μπροστά στο λαό όσο μπορεί και με όποιον δόλιο τρόπο μπορεί. Ιδιαίτερα θα χρησιμοποιήσει τη βία και την προβοκάτσια.
Το μεγάλο του τρωτό είναι ότι αυτά τα βρώμικά εργαλεία είναι εξαιρετικά φθαρμένα. Ιδιαίτερα η προβοκατόρικη βία έχει γίνει πολύ μισητή και πολύ ύποπτη. Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πολλές φορές. Μπορεί κάποιοι πολιτικά άπειροι φοιτητές να αισθάνονται ήρωες καθώς τους κολακεύουν τα κανάλια σαν θύματα αστυνομικής βίας, αλλά ο κόσμος μισεί το σπασιματζίδικο λούμπεν και τα τάγματα εφόδου που μπουκάρουν στα υπουργεία, και ξέρει ότι αυτοί δεν είναι θύμα απρόκλητης πολιτικής βίας. Ακόμα και το κλείσιμο των δρόμων έχει γίνει ένα μόνιμο βασανιστήριο για τον πληθυσμό της πόλης, που το αντιλαμβάνεται πια σαν εκβιασμό από ομάδες που ζητάνε κρατικά ρουσφέτια ή σαν πολιτική επίδειξη δύναμης από την όλο και πιο καθεστωτική «αριστερά».

Η μάχη που έρχεται είναι πραγματικά κρίσιμη και αμφίρροπη. Ακόμα πάντως και αν οι σοσιαλφασίστες ματαιώσουν την ψήφιση του νόμου ή με την βοήθεια του Καραμανλή τον κάνουν αγνώριστο από τις τροποποιήσεις οι δημοκρατικοί άνθρωποι θα κατανοήσουν πολλά και νέες δυνάμεις αντίστασης θα προκύψουν. Ήδη σε ένα πρώτο επίπεδο, αυτό του ΔΕΠ, εκδηλώθηκε η πρώτη αντίσταση με ένα κείμενο υπογραφών από 70 και πάνω καθηγητές του Πολυτεχνείου Κρήτης που σε σύνολο περίπου 100 διαχωρίζουν τη θέση τους από την πολιτική της ΠΟΣΔΕΠ. Τέτοια φαινόμενα θα εμφανιστούν πολλά ως το τέλος. Και αυτά είναι που θα μετρήσουν. Το ζήτημα είναι οι δημοκρατικές αντιστάσεις να οργανωθούν και να αποκτήσουν πολιτική συνείδηση του εαυτού τους. Η Κίνηση «Παιδεία για Ανάπτυξη και Δημοκρατία»θα δώσει τις δυνάμεις της γι αυτό. Ήδη η ιστοσελίδα της κατακλύζεται από αναγνώστες, οι θέσεις της έχουν μεγάλη απήχηση και πολλοί εκπαιδευτικοί αναζητούν τρόπους απάντησης στο αντιδραστικό αντιεκπαιδευτικό μπλοκ. Όλα θα κριθούν από το εύρος και την ποιότητα αυτής της απάντησης.