Μια σημαντική στιγμή στην ιστορία του ποδοσφαιρικού πολέμου
Πριν από οχτώ χρόνια είχαμε γράψει ένα άρθρο για το Μουντιάλ
του 1998 (φ. 308 Νέας Ανατολής) το οποίο μπορούν οι αναγνώστες μας να το διαβάσουν
στην ιστοσελίδα μας όπου το αναδημοσιεύσαμε (http://www.oakke.gr/mudial.htm).
Η γενική ιδέα του είναι ότι το επίσημο ποδόσφαιρο, είτε σε επίπεδο συλλόγων,
είτε σε επίπεδο κρατών έχει πάψει προ πολλού να είναι ένα παιχνίδι και έχει
γίνει ένα είδος πολέμου. Αντίθετα δηλαδή από όσα ισχυρίζονται οι διοργανωτές
των μουντιάλ στις διοργανώσεις αυτές δεν παρακολουθούμε έθνη και λαούς να ενώνονται
αλλά να χωρίζονται βαθύτερα. Στην πραγματικότητα παρακολουθούμε ένα υπέροχο
θέαμα και ένα ωραίο παιχνίδι να δηλητηριάζονται σταδιακά και να καταστρέφονται
από την καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική τους χρήση.
Αυτή η πολεμική πλευρά του ποδοσφαίρου αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο, χρόνο
με το χρόνο και διοργάνωση μετά τη διοργάνωση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τούτο
εδώ το Μουντιάλ αποτελεί ένα σταθμό στην πορεία του πολεμικού εκτραχηλισμού
του ποδοσφαίρου, ο οποίος σηματοδοτείται όχι τόσο από τη χειροδικία του μεγαλύτερου
παίκτη αυτής της διοργάνωσης πάνω σε έναν αντίπαλό του, όσο από το ότι αυτός
ψύχραιμα και πολύ μετά το τέλος του ματς δικαιολογεί ηθικά την πράξη του λέγοντας
: «δεν μετανιώνω που τον χτύπησα γιατί αν δεν το έκανα θα ήταν σα να παραδέχομαι
τις βρισιές του» και μαζί του τη δικαιώνει το 60% του γαλλικού λαού, αλλά
και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι στον κόσμο.
Πραγματικά χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο κυριολεκτικός πόλεμος στη Μέση Ανατολή
για να πάψει η κεφαλιά του Ζιντάν να απασχολεί τις μάζες όσο κανένα άλλο διεθνές
πολιτικό γεγονός και να αποτελεί πρώτο θέμα ζύμωσης όχι μόνο στις δύο «εχθρικές»
χώρες Γαλλία και Ιταλία, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα.
Ποδοσφαιρικός πόλεμος και πολιτική
Αυτό το τρομερό ενδιαφέρον δεν εξηγείται καθόλου από την πολιτική
αδιαφορία των μαζών αλλά ακριβώς από το ότι ο ποδοσφαιρικός πόλεμος είναι το
μόνο είδος πολιτικού πολέμου σε ενδιάμεσες περίοδες σαν την σημερινή, τον οποίο
οι μάζες είναι σε θέση να καταλάβουν, και στον οποίο μπορούν να συμμετέχουν
παίρνοντας το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς. Για να πάρει κανείς θέση σήμερα
για παράδειγμα ανάμεσα στα δύο πολεμικά στρατόπεδα στο μεσανατολικό πρέπει να
ξέρει την ιστορία της σύγκρουσης, την κατάσταση στο εσωτερικό των στρατοπέδων,
την περιφερειακή κατάσταση και πιο πολύ την παγκόσμια κατάσταση ώστε να συλλάβει
και να δει την αλήθεια πίσω από τις διακηρύξεις των δύο εμπόλεμων πλευρών. Μόνο
στην περίπτωση ενός παγκόσμιου πολέμου ή ενός εμφύλιου ταξικού πολέμου οι μάζες
αναγκαστικά και τελικά θα διαλέξουν στρατόπεδο μέσα από τις ίδιες τους τις ακραίες
και σαφείς προσωπικές εμπειρίες.
Αντίθετα στον ποδοσφαιρικό πόλεμο τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά γιατί ενώ
η ποδοσφαιρική τακτική έχει γίνει εξαιρετικά περίπλοκη ο καθ αυτό ποδοσφαιρικός
πόλεμος διεξάγεται ολόκληρος μπροστά στις μάζες και στηρίζεται πάντα σε απλούς
κανόνες που αυτές γνωρίζουν καλά. Επίσης επειδή οι συνηθισμένοι άνθρωποι λίγο
πολύ παίζουν ποδόσφαιρο καταλαβαίνουν πολλά από την ποδοσφαιρική τακτική ενώ
λίγο καταλαβαίνουν την πολιτική τακτική επειδή σε αυτήν γενικά δεν συμμετέχουν.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όλο και περισσότερο οι πολιτικοί χρησιμοποιούν
παραδείγματα του ποδοσφαιρικού πολέμου για να γίνουν κατανοητοί στις μάζες όταν
μιλάνε για τον πολιτικό πόλεμο.
Αλλά μέχρι τώρα ο κόσμος του ποδοσφαιρικού και ο κόσμος του πολιτικού πολέμου
ήταν ξεχωριστοί. Εννοούμε ξεχωριστοί με την έννοια του επίσημου και παγκόσμιου
χαρακτήρα του ποδόσφαιρου-παιχνιδιού. Γιατί τοπικά και ανεπίσημα η μερική ταύτιση
πολιτικού και ποδοσφαιρικού πολέμου είναι γεγονός εδώ και πολλά χρόνια. Παντού
στον κόσμο παίκτες και οπαδοί βρίζονται και αλληλογρονθοκοπούνται, ενώ συχνά
στις μεγάλες εξάψεις υπάρχουν και νεκροί. Ακόμα και ποδοσφαιριστές δολοφονούνται
όπου η πολιτική και ο υπόκοσμος εμπλέκονται άμεσα με το ποδόσφαιρο (πχ Κολομβία
πριν μερικά χρόνια). Σχεδόν σε όλες τις ομάδες υπάρχει και η πολεμική πτέρυγα
των οπαδών που συχνά είναι ένας καλά οργανωμένος πολιτικός και μάλιστα φασιστικός
στρατός. Μάλιστα η χώρα μας είναι μια τυπική περίπτωση χώρας στην οποία ο ποδοσφαιρικός
πόλεμος έχει γίνει μέρος του πολιτικού πολέμου και έχει μπει στην υπηρεσία του.
Εδώ υπάρχει μια ομάδα με ιδιοκτήτη έναν πράκτορα ξένης δύναμης που έχει γίνει
ομάδα του σκληρού πυρήνα του καθεστώτος, και η οποία έχει εξασφαλίσει κρατική
εύνοια στη διαιτησία και ποινική ασυλία όταν τρομοκρατεί μέσα στα γήπεδα και
τραμπουκίζει έξω από αυτά. Όμως και εδώ και αλλού και παλιά και τώρα όλες αυτές
οι συρράξεις καταδικάζονταν σαν παραβιάσεις του πνεύματος του παιχνιδιού και
σαν ωμές εξωτερικές επεμβάσεις του κράτους, της πολιτικής, του κεφάλαιου στο
παιχνίδι.
Πώς ο πόλεμος μπορεί να σκεπάσει το παιχνίδι
Η υπόθεση Ζιντάν έβαλε επίσημα και κεντρικά τον ποδοσφαιρικό
πόλεμο μέσα στο ποδοσφαιρικό παιχνίδι με τέτοιο τρόπο μάλιστα ώστε ο πόλεμος
σκέπασε το παιχνίδι. Όλες οι ζυμώσεις και διενέξεις που γίνανε στο σύνολο του
Μουντιάλ για όλα τα παιχνίδια επισκιάζονται από τις ζυμώσεις και τις διενέξεις
που συνεχίζονται για το αν δικαιολογημένα ο Ζιντάν χτύπησε το Ματεράτσι. Τα
έφερε μάλιστα έτσι η ζωή ώστε ο πόλεμος να ξετυλιχτεί μπροστά στα μάτια της
μισής ανθρωπότητας, στο τελευταίο παιχνίδι εκείνο που κορυφώνει και συμπυκνώνει
το τουρνουά, στο τελευταίο τέταρτο αυτού του παιχνιδιού, και με πρωταγωνιστή
το μεγαλύτερο παίχτη αυτής της διοργάνωσης και έναν από τους μεγαλύτερους της
παγκόσμιας ποδοσφαιρικής ιστορίας. Το αποτέλεσμα ήταν η κεφαλιά του παίχτη στο
στήθος του αντιπάλου του και οι τοποθετήσεις των δύο μονομάχων μετά από αυτή
να επισκιάσουν και τον τελικό, και το αποτέλεσμα και το ίδιο το συγκεκριμένο
μουντιάλ. Μέσα σε μια στιγμή απλά σκίστηκε όλο εκείνο το περίβλημα «αδελφοσύνης
των λαών» που τονιζόταν με την αντιρατσιστική τελετούλα στην αρχή κάθε αγώνα.
Το παγκόσμιο τηλεοπτικό κοινό θα θυμάται για πάντα την κεφαλιά που οι κάμερες
έχουν καταγράψει και τα κανάλια θα την παίζουν για πάρα πολλά χρόνια, αλλά πολύ
λίγοι θα θυμούνται σε ποια ακριβώς από τις δεκάδες μουντιαλικές διοργανώσεις
έγινε αυτό.
Η συζήτηση αν δικαιολογημένα ο Ζιντάν χτύπησε το Ματεράτσι είναι στο βάθος η
συζήτηση αν το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι ή πόλεμος. Στο ποδόσφαιρο είναι συνηθισμένο
το φαινόμενο ένας παίκτης-προβοκάτορας να προκαλεί τον άλλο φραστικά, ακόμα
και με χειρονομίες, με τρόπο που να θίγει την προσωπική του τιμή. Στόχος της
πρόκλησης είναι η απάντηση του άλλου παίκτη με μια βιαιοπραγία που θα γίνει
αντιληπτή από τους διαιτητές ώστε ο παίκτης που προκλήθηκε και βιαιοπράγησε
να αποβληθεί. Πολλές φορές η πρόκληση είναι μελετημένη και καθοδηγημένη πριν
καν αρχίσει το παιχνίδι και επαναλαμβάνεται σε όλη τη διάρκειά του. Οι οδηγίες
σε αυτές τις περιπτώσεις των επιτελών προς τους παίκτες και οι κανονισμοί είναι
σαφείς. Δεν απαντάμε στις φραστικές προκλήσεις με σωματική βία. Αυτό δε σημαίνει
ότι η φραστική πρόκληση δεν είναι βία, αλλά θεωρείται σα βία μόνο εκείνη που
εξακριβώνεται και επειδή μόνο η σωματική βία εξακριβώνεται αποβάλλεται μόνο
ο προκαλούμενος και όχι ο προβοκάτορας. Στην πραγματικότητα επειδή μόνο η σωματική
βία αποκαλύπτει ωμά τον πολεμικό χαρακτήρα του σημερινού επίσημου παιχνιδιού,
ο δράστης της πρέπει να βρεθεί εκτός παιχνιδιού γιατί αλλιώς το παιχνίδι μετατρέπεται
ωμά σε πόλεμο. Οι παίκτες που πέφτουν στην παγίδα του προβοκάτορα δηλαδή αυτοί
που ασκούν τη σωματική βία και που αποβάλλονται από το παιχνίδι συντρίβονται
ηθικά γιατί παραδέχονται ότι έδειξαν προσωπική αδυναμία, αφού εν γνώσει τους
παραβίασαν έναν κανόνα του παιχνιδιού και έκαναν κακό στην ομάδα τους με το
να της στερήσουν έναν παίκτη. Βεβαίως οι αποβλημένοι πάντα κατηγορούν τον προβοκάτορα,
αλλά οι οπαδοί τους πάνω από όλα κατηγορούν τον αποβλημένο ενώ στην ομάδα του
και στους οπαδούς του ο προβοκάτορας θεωρείται ένας επιδέξιος παίκτης. Με αυτόν
τον τρόπο συντηρείται η αυταπάτη των παικτών και του κοινού ότι η βία είναι
αυτή καθ εαυτή εκτός παιχνιδιού. Όμως η βία γεννήθηκε μέσα στο σημερινό
ανταγωνιστικό ποδόσφαιρο και οφείλεται στον εξ αρχής πολεμικό χαρακτήρα του.
Μόνο στον πόλεμο η προβοκάτσια είναι μέθοδος πάλης. Μάλιστα είναι αγαπημένη
μέθοδος πάλης στον κατ εξοχήν πόλεμο εξόντωσης που είναι ο φασιστικός. Αυτό
που ζητιέται από τον παίκτη που προβοκάρεται δεν είναι να θεωρήσει ότι βρίσκεται
σε παιχνίδι αλλά σε πραγματικό πόλεμο που όμως οι κανόνες του συντρίβουν εκείνον
που θα απαντήσει στη φραστική βία με σωματική. Αυτό συμβαίνει εν πολλοίς και
στον καθαρά πολιτικό πόλεμο σε διάκριση από τον καθαρά στρατιωτικό πόλεμο. Οι
λαοί πραγματικά δε δέχονται να απαντάει κανείς σε μια πολιτική ή σε μια ηθική
προσβολή με βία, αλλά να απαντάει όπως προκλήθηκε δηλαδή με φραστικά μέσα ή
να μην απαντάει καθόλου. Όμως όλοι ξέρουν ότι κατάλληλες φράσεις την κατάλληλη
στιγμή σημαίνουν πολιτικό πόλεμο που πολλές φορές μετασχηματίζεται σε στρατιωτικό
πόλεμο.
Η κεφαλιά του Ζιντάν στο στήθος του Ματεράτσι θα μπορούσε να επαναλαμβάνει το
γνωστό σκηνικό. Οι γάλλοι φίλαθλοι θα έπρεπε να κατηγορήσουν το Ζιντάν γιατί
«κρέμασε» την ομάδα και τη χώρα του και αυτός να κάνει συντετριμμένος την αυτοκριτική
του, ενώ η ιταλική ομάδα και ο Ματεράτσι θα πανηγύριζαν για τη νίκη τους. Τα
πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά αυτή τη φορά και εδώ βρίσκεται η καινούργια
ποιότητα. Ο Ζιντάν, δηλαδή ένας «παγκόσμιος ήρωας», σε μια εποχή που δεν παράγει
άλλους πιο αληθινούς ήρωες από τους μεγάλους αθλητές - μονομάχους, ζήτησε συγνώμη
από το κοινό, κυρίως από τα παιδιά, για τη βίαιη πράξη του αλλά δήλωσε πως δε
μετάνιωσε γιατί αν άφηνε αναπάντητη την προσβολή θα σήμαινε ότι την αποδεχόταν.
Με λίγα λόγια ο Ζιντάν αναγνώρισε τον πολεμικό χαρακτήρα της πρόκλησης και υπερασπίστηκε
σα δίκαιο τον χαρακτήρα της πολεμικής του απάντησης. Μόνο που λυπήθηκε γιατί
τα παιδιά είδαν αυτή την αναπόφευκτη σκηνή βίας. Κάτω από άλλες περιστάσεις
αυτή η δήλωση θα ήταν μια καθαρή αυτοκτονία γιατί στην καλύτερη περίπτωση θα
σήμαινε ότι ο παίκτης αυτός έβαζε την προσωπική του τιμή πάνω από την εθνική
ομάδα και πάνω από το «ύψιστο εθνικό συμφέρον» που ήταν η ποδοσφαιρική νίκη
της ομάδας του, ενώ στη χειρότερη θα έκθετε τη χώρα του στην κατηγορία ότι ανατινάζει
την ποδοσφαιρική ειρήνη και το ποδόσφαιρο το ίδιο. Οποιοσδήποτε άλλος σε οποιαδήποτε
άλλη στιγμή θα δοκίμαζε την παγκόσμια κατακραυγή για αυτή τη δήλωση. Όμως αυτό
δεν έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Γιατί αυτή η κεφαλιά απόσπασε τόσες συμπάθειες;
Γιατί ο Ζιντάν δε μίλησε εν θερμώ, ούτε κινήθηκε καθαρά προσωπικά
όταν υπεράσπισε την πράξη του. Μίλησε σαν καθαρός πολιτικός. Και μάλιστα σαν
πολιτικός της βίας. Πήρε υπ όψιν του το σφυγμό των μαζών και τις έκφρασε. Αυτή
η αντίδραση δεν οφείλεται βασικά στον ίδιο, αλλά στους γάλλους φιλάθλους που
υποστήριξαν τον Ζιντάν και πριν και μετά τις δηλώσεις του, όχι μόνο γιατί υπήρξε
θύμα μιας φραστικής προβοκάτσιας, αλλά και ακριβώς γιατί απάντησε με
φυσική βία στην προβοκάτσια αυτή. Το 61% των Γάλλων σύμφωνα με δημοσκόπηση
της Μοντ λίγες μέρες μετά το συμβάν δικαιολόγησε την πράξη του Ζιντάν και επικρότησε
τη δήλωσή του. Σε ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό υποστήριξε την πράξη του και ο λαός
της Αλγερίας που είναι η χώρα καταγωγής του. Στην πραγματικότητα ο Ζιντάν δεν
μίλησε σαν εκπρόσωπος της Γαλλίας ή της Αλγερίας, αλλά σαν εκπρόσωπος μιας μεγάλης
διεθνούς μάζας. Αυτό το μαρτυρούν οι χιλιάδες των τοποθετήσεων, μερικές φορές
πλειοψηφικές, που δικαιολόγησαν αυτήν την πράξη στις διάφορες σελίδες των συζητήσεων
στο Ίντερνετ.
Το αληθινό ερώτημα λοιπόν είναι γιατί οι μάζες που παρακολουθούν το ποδόσφαιρο
θέλησαν έστω και για μια στιγμή και σε τέτοιο ποσοστό να δικαιώσουν τη σωματική
βία και να τη θεωρήσουν σα μια ηθική απάντηση στην απρόκλητη λεκτική βία την
ώρα του παιχνιδιού; Γιατί δηλαδή να θέσουν με τη στάση τους έστω και για μια
στιγμή σε αμφισβήτηση τον κώδικα του ποδοσφαίρου και έτσι να θέσουν, χωρίς να
το καταλαβαίνουν, σε αμφισβήτηση τον ίδιο του τον χαρακτήρα σαν παιχνιδιού;
Νομίζουμε ότι η πρώτη αλλά όχι βαθύτερη αιτία βρίσκεται στη γνώση του κοινού
σχετικά με τη βία και τα δόλια τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται στον ποδοσφαιρικό
πόλεμο. Αυτά τα τεχνάσματα έχουν γίνει τόσο πλούσια και τόσο κοινά ταυτόχρονα
που οι παίκτες τιμωρούνται πλέον για «θέατρο» από τους διαιτητές όταν προσποιούνται
ότι δέχτηκαν φάουλ, ενώ όλο και αυστηρότεροι κανονισμοί, όλο και περισσότεροι
διαιτητές και όλο και περισσότερα τεχνικά μέσα χρησιμοποιούνται στη διάρκεια
ενός αγώνα για να ξεσκεπάζονται και να τιμωρούνται οι απάτες των παικτών και
η βία. Αυτή τη φορά χάρη στο τρομερό ενδιαφέρον του αγώνα υπήρχαν 25 κάμερες
που καταγράφανε τον αγώνα και έτσι μπόρεσε το κοινό και μετά οι ειδικοί να διακρίνουν
κάτι από τη λεκτική πρόκληση που έγινε πριν από το χτύπημα του Ζιντάν. Ύστερα
η βία δεν ασκήθηκε από παίκτη της ομάδας που έχανε, αλλά από παίκτη της ομάδας
που κέρδιζε και μάλιστα από τον καλύτερο παίκτη της, ενώ η λεκτική πρόκληση
έγινε από παίκτη της ομάδας που ήταν εκείνη τη στιγμή σε δυσκολότερη θέση και
συντέλεσε στη νίκη της. Έτσι η λεκτική προβοκάτσια πήρε έναν ακραίο και διαυγή
χαρακτήρα και προκάλεσε και την πιο ακραία ταύτιση με το θύμα της, που από εκείνη
τη στιγμή και πέρα έπαψε να είναι αυτός που άσκησε τη φραστική βία αλλά εκείνος
που άσκησε τη σωματική.
Πιστεύουμε ότι η κουτουλιά του Ζιντάν και πιο πολύ το «δε μετανιώνω» του είναι
η έκφραση της οργής ενός μεγάλου μέρους του παγκόσμιου κοινού για όλες τις προσωπικές,
κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις και ταπεινώσεις που δέχεται το ίδιο και
στις οποίες δεν μπορεί να απαντήσει, γιατί δεν έχει ούτε κόμμα, ούτε συνδικάτο,
ούτε χώρα δικιά του. Η πολεμική πράξη του Ζιντάν ξεπερνάει την επίφαση της ποδοσφαιρικής
ειρήνης με τον ίδιο τρόπο που η βίαιη έκφραση της οργής, η σωματική βία στην
καθ αυτό πολιτική κοινωνία ξεπερνάει την επίφαση της ταξικής ειρήνης. Για τον
απλό άνθρωπο η πράξη του Ζιντάν είναι μια πράξη αυτοδικίας που ναι μεν τιμωρείται,
αλλά είναι δίκαιη γιατί στη σημερινή κοινωνία, όπως και στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχει
στ’ αλήθεια δικαιοσύνη. Αφού η κοινωνία διαπερνιέται από ανταγωνιστικές αντιθέσεις
κάτω από την επίφαση της ταξικής ειρήνης, ακόμα περισσότερο διαπερνιέται το
ποδόσφαιρο που είναι η πιο κατανοητή εικόνα αυτών των ανταγωνισμών. Ειδικά στις
εθνικές ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις η ακατανόητη ταξική βία μεταφράζεται αμέσως
σε κατανοητή εθνική βία. Στην περίπτωση Ζιντάν-Ματεράτσι παρόλο που από ταξική
άποψη επρόκειτο για σύγκρουση δύο εκατομμυριούχων αυτή εκλήφθηκε από ένα μεγάλο
μέρος του τρίτου κόσμου, ιδιαίτερα από τις χώρες της Αφρικής, σα σύγκρουση Νότου
και Βορρά. Αφού δεν υπάρχει η οργανωμένη τάξη τη θέση της την παίρνει το έθνος.
Και η εθνική αντίδραση του κοινού όλο και εκβαρβαρίζεται σε κάθε μουντιάλ. Πρώτη
φορά είδαμε να σφυρίζονται αποδοκιμαστικά από το κοινό σε τέτοιο βαθμό και τόσο
μαζικά οι αντίπαλες ομάδες όταν περνούσαν στην επίθεση, και ποτέ δεν είδαμε
τόσο μαζικό κλάμα και τόσο λυγμό από τη μια, και τόσο τρελή χαρά, πανηγύρια
και ενθουσιασμό από την άλλη. Δεν είναι στο βάθος αυτή η φλογισμένη μάζα που
περίμενε με τόσο πάθος την εθνική νίκη εκείνη που φόρτωσε με απίστευτη ένταση
τους ποδοσφαιριστές για μέρες και για μήνες; Ποιος στρατός και ποιος στρατηγός
πήρε πάνω του τόσο βάρος ζωντανά από τη χώρα του και μπροστά σε όλη την ανθρωπότητα;
Το θαύμα είναι που δεν κυλάει αληθινό αίμα σε αυτά τα παιχνίδια.
Αυτή η πολεμική στάση του Ζιντάν και του κοινού, ειδικά του γαλλικού, θορύβησε τελικά τόσο πολύ τη φιλελεύθερη γαλλική αστική τάξη, τον τύπο της και τους αθλητικούς συντάκτες ώστε ακόμα και ο ίδιος ο Σιράκ που αρχικά είχε δηλώσει ότι στέκεται στο πλευρό του Ζιντάν αναγκάστηκε να δηλώσει τελικά ότι θεωρεί την πράξη του «απολύτως απαράδεκτη». Μια τέτοια αντίδραση είναι φυσική γιατί το ποδόσφαιρο εκτός από το ότι αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι της καπιταλιστικής οικονομίας αποτελεί, ακόμα περισσότερο, ένα βασικό εργαλείο ιδεολογικής χειραγώγησης των μαζών. Ξέρει η αστική τάξη ότι αν δικαιώσει την κεφαλιά του Ζιντάν κηρύσσει το τέλος του ποδοσφαίρου γιατί καλεί τους παίκτες και τις μάζες να φερθούν όπως ο Ζιντάν, δηλαδή να αυτοδικήσουν. Το μόνο που μπορεί να κάνει η αστική τάξη και το έκανε ήδη η FIFA είναι να αναζητήσει τις ευθύνες του προβοκάτορα Ματεράτσι και να τον τιμωρήσει και αυτόν, δηλαδή να κάνει ένα νέο, γενικά ασυνήθιστο βήμα για την τιμωρία της φραστικής βίας για να εκτονώσει το πληγωμένο αίσθημα δικαίου των μαζών. Στην πραγματικότητα βάζει ένα νέο μπελά στο κεφάλι της καθώς θα υποχρεωθεί μετά την ποινή στον υβριστή Ματεράτσι να διογκώσει παραπέρα τον μηχανισμό ελέγχου και «αποσόβησης των κρίσεων» μέσα στα γήπεδα ακριβώς όπως επιχειρεί να κάνει ο ΟΗΕ έξω από αυτά. Δηλαδή θα υποχρεωθεί γι αυτόν αλλά και για άλλους λόγους να δυναμώσει το στόλο των διαιτητών, των καταγραφικών μηχανημάτων, των ανακριτικών οργάνων κλπ που θα είναι επιφορτισμένες με το νέο καθήκον του πολύ δύσκολου εντοπισμού της κρυμμένης φραστικής βίας.
Ο σοσιαλφασισμός και η στάση του συνειδητού προλεταριάτου απέναντι στο ανταγωνιστικό ποδόσφαιρο και τη βία του
Το ερώτημα είναι ποια πρέπει να είναι η δική μας στάση, η στάση
του συνειδητού προλεταριάτου απέναντι στην ποδοσφαιρική βία και στα φαινόμενα
της αυτοδικίας τύπου Ζιντάν που απορρέουν από αυτήν;
Ούτε εμείς πρέπει να υποστηρίξουμε σήμερα την αυτοδικία, δηλαδή το τέλος του
ποδοσφαίρου επειδή είναι αστικό, ακριβώς όπως δεν μπορούμε να απαιτήσουμε το
τέλος της παραγωγής επειδή είναι ιδιοκτησία του κεφάλαιου ή το τέλος κάθε τέχνης,
κάθε διασκέδασης, κάθε θεάματος κλπ επειδή είναι αστικά. Αυτό το τέλος το ζητάει
η πιο καταστροφική, η πιο «μηδενιστική» πτέρυγα του σοσιαλφασισμού που έχει
αναλάβει να συγκρουστεί μετωπικά με τη φιλελεύθερη αστική τάξη προκειμένου να
επιβάλει τη δικιά του βρωμερή κυριαρχία και στη βάση και στο εποικοδόμημα. Είναι
ο σοσιαλφασισμός που έχει λόγους να μετατρέψει τα γήπεδα σε μια τυπική αρένα
για να διαπαιδαγωγήσει τις μάζες στη βία ώστε να τις χρησιμοποιήσει για την
βίαιη αρπαγή των παραγωγικών δυνάμεων και του πλούτου όλου του πλανήτη.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα πρέπει να διαχωριστούμε καθαρά από τους
λαϊκιστές και σοσιαλφασίστες σχολιαστές και περισσότερο τους πολιτικούς στη
χώρα μας και αλλού που σηκώθηκαν να στηρίξουν την «κεφαλιά» του Ζιντάν. Πιο
ακραίος εκφραστής αυτής της στάσης σε διεθνή κλίμακα ήταν ο επικίνδυνος σοσιαλφασίστας
Μπουτεφλίκα της Αλγερίας. Αυτός μίλησε σαν εκπρόσωπος του νέου τριτοκοσμικού
ρατσισμού που εμφανίζεται με αντι-αποικιοκρατική και αντιρατσιστική φρασεολογία.
Αυτός ο υπερασπιστής της Χεζμπολάχ πάτησε στη γραμμή του αλγερινού τύπου που
ανάμεσα στα άλλα έγραψε ότι ο Ζιντάν δεν έπρεπε να χτυπήσει το Ματεράτσι στο
στήθος, αλλά στο πρόσωπο («Καθημερινή του Οράν» σύμφωνα με τη Μοντ
της 13 Ιούλη). Έτσι αφού αποκάλεσε τον παίχτη «ημίθεο καμπυλικής καταγωγής»
έγραψε στην ανοιχτή επιστολή του σε αυτόν ότι «απέναντι σε αυτό που δεν
μπορούσε παρά να είναι μια βάναυση επίθεση αντιδράσατε κατ αρχήν σαν άνθρωπος
με τιμή πριν να υποστείτε χωρίς να διαμαρτυρηθείτε την ετυμηγορία» και
του δήλωσε την αμέριστη συμπαράστασή του. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με
τον οποίο αντιμετωπίζει την κεφαλιά του Ζιντάν ο Ριζοσπάστης. Δεν τολμάει
να την εγκρίνει, φαινομενικά μάλιστα την αποδοκιμάζει, αλλά στην ουσία τη δικαιολογεί
γιατί θεωρεί τη βία στο ποδόσφαιρο όχι μόνο ένα φαινόμενο σύμφυτο με την ανθρώπινη
φύση αλλά και ένα φαινόμενο λαϊκό στη βάση του. Γράφει ο Ριζοσπάστης
της 11 του Ιούλη: «Δεν πρόκειται να πούμε «μπράβο» στους Ζιντάν, Καντονά,
Μπεστ, Μαραντόνα για τα «φάουλ» που έκαναν ή για τις «κουτουλιές» στους αντιπάλους
τους - και τελικά στον εαυτό τους. Αλλά όποιοι πέφτουν στην παγίδα και στην
ευκολία της γλυκανάλατης κριτικής, που θέλει τα «πρότυπα» να συμπεριφέρονται
πάντα με τον «πολιτικά ορθό» τρόπο, ας λάβουν υπόψη ότι το παιχνίδι της ζωής,
όπως και το παιχνίδι του ποδοσφαίρου, παίζεται από ανθρώπους και όχι από ρομπότ,
από ανθρώπους που κάνουν λάθη, που έχουν πάθη, που θυμώνουν, που εκνευρίζονται,
που τσακώνονται, που καμιά φορά βγαίνουν από τα ρούχα τους, που βγάζουν από
μέσα τους το «αλάνι» της Μασσαλίας, του Μπουένος Αϊρες, του Περάματος. Προχτές
ο Ζιντάν, σε μια ακραία και αυτοκαταστροφική εκδοχή της αλήθειας που λέει ότι
το ποδόσφαιρο δεν είναι για καλοσιδερωμένα αγοράκια, με καλοκουρεμένα μαλάκια
και περιποιημένα νυχάκια, έβγαλε τη γλώσσα στα εκατομμύρια των χορηγών, των
τραπεζιτών και των αθλητικών πολυεθνικών, θυμίζοντας την καταγωγή του ποδοσφαίρου
από την αλάνα». (Βεβαίως το ποδόσφαιρο δεν κατάγεται από την αλάνα αλλά
από την αγγλική αριστοκρατία που είχε άφθονο χώρο και χρόνο και αναζητούσε τρόπους
για να γεμίσει την πλήξη της) Και αμέσως παρακάτω: «Αλλά το έκανε
με λάθος τρόπο. Δεν είναι η «ενοχή» του απέναντι στη ΦΙΦΑ και τη διεθνή ποδοσφαιρική
μαφία που ενοχλεί και στενοχωρεί. Είναι «ελεγκτέος» από την ίδια την αλάνα.
Γιατί η ηθική της «αλάνας» ποτέ δεν επιτρέπει το βήμα εκείνο, που, πέρα από
αυτό, ο «άθλος» μετατρέπεται σε «αθλιότητα»...
Αυτή τη φαινομενικά αντιφατική στάση την κρατάει το κόμμα του σοσιαλφασισμού
γιατί χρειάζεται την επίφαση της ποδοσφαιρικής ειρήνης όσο επιδιώκει να ελέγχει
το αστικό ποδόσφαιρο, αλλά θέλει και τη βία του για να διαπαιδαγωγεί σε αυτήν
τις μάζες και κυρίως να πετυχαίνει νίκες. Σε ότι αφορά την αστική τάξη παλιού
τύπου όπου τα καμώματά της παίρνουν στη χώρα μας και μια γελοία όψη ο ανοιχτός
πολιτικός υπερασπιστής της κεφαλιάς δεν ήταν το κόμμα της «αλάνας» αλλά ο εκλεκτός
της νέας τραμπούκικης ολιγαρχίας Γ.Λιάνης. Αυτός για να ταπεινώσει παραπέρα
τον Ορφανό μετά την ήττα του στο νομοσχέδιο για το ποδόσφαιρο σηκώθηκε στη Βουλή
και του είπε ότι η αποπομπή των ελληνικών ομάδων ήταν μια κεφαλιά που έδωσε
η ΦΙΦΑ στον Ορφανό όπως εκείνη που έδωσε ο Ζιντάν στον Ματεράτσι. Ο Ορφανός
του απάντησε με περηφάνεια ότι δέχεται πως είναι Ματεράτσι γιατί ο Ματεράτσι
και η Ιταλία νίκησαν το Ζιντάν και τη Γαλλία. Είναι πολύ χαρακτηριστική η στιχομυθία.
Ο λαϊκιστής πιάνει την κατάσταση των μαζών και ταυτίζεται με τον τιμωρό και
βίαιο Ζιντάν από την άποψη του φασισμού, ενώ ο καιροσκόπος κλασσικός αστός προτιμάει
να ταυτίζεται με τον πονηρό και δόλιο Ματεράτσι αρκεί που αποσπάει τη νίκη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις κερδίζει ο φασίστας.
Αυτό που πρέπει να πούμε εμείς, αντίθετα με αυτό που λένε η φιλελεύθερη και
η σοσιαλφασιστική αστική τάξη είναι ότι το σημερινό ποδόσφαιρο είναι σύμφυτο
με τη βία και ο μόνος τρόπος για να μην είναι βίαιο δεν είναι να γίνουν πιο
αυστηροί οι κανονισμοί αλλά να καταργηθεί σαν αστικό. Αλλά για να καταργηθεί
σαν αστικό πρέπει να πάψει να είναι κυρίαρχη η αστική τάξη, ιδιαίτερα η σοσιαλφασιστική.
Δεν είναι δυνατό να υπάρχει μη πολεμικό ποδόσφαιρο σε μια ανταγωνιστική κοινωνία.
Ειδικά σε ό,τι αφορά το εποικοδόμημα σε εποχές σαν τη σημερινή, εποχές «μη προλεταριακής
εξουσίας», οι επαναστάτες οφείλουν όπου μπορούν και όπως μπορούν να χτίζουν
δικές τους, λαϊκές μορφές πολιτικής και πολιτιστικής ανύψωσης των μαζών. Αυτό
οφείλουν να το κάνουν δίπλα στο εποικοδόμημα της αστικής τάξης και απέναντι
σε αυτό. Οφείλουν να κριτικάρουν τις αστικές μορφές του εποικοδομήματος, και
αυτό να το κάνουν ασταμάτητα για όλα και για το ποδόσφαιρο. Αλλά δεν επιτρέπεται
αυτές τις μορφές να τις καταστρέφουν με τη βία ενάντια στη θέληση των
μαζών, και μάλιστα όταν δεν υπάρχουν στη διάθεση των τελευταίων οι
εναλλακτικές λαϊκές μορφές κουλτούρας, διασκέδασης, άθλησης κλπ. Με λίγα λόγια
σε όσο βαθμό κατακτήσουμε και όπου καταχτήσουμε μορφές αυτo-οργάνωσης του λαού
ακόμα και πριν από την επαναστατική προλεταριακή εξουσία πρέπει να προωθούμε
το μη ανταγωνιστικό ποδόσφαιρο της γειτονιάς, του χώρου δουλειάς, του σχολείου
κλπ με το σύνθημα «πρώτα η φιλία, μετά ο συναγωνισμός». Στο μεταξύ όμως δεν
έχουμε το δικαίωμα να καταστρέφουμε μέσα στο χουλιγκανισμό και στην αυτοδικία
το σημερινό αστικό ποδόσφαιρο όσο οι μάζες το θέλουν και το αγαπάνε και όσο
δεν έχουν στη διάθεσή τους ούτε υλικά, ούτε καν διανοητικά την εναλλακτική του
προλεταριακή μορφή. Μόνο οι σοσιαλφασίστες θέλουν να απαγορεύσουν με την αστυνομία
τα ριάλιτυ σόου, ενώ αν μπορούσαν θα απαγόρευαν και το ελαφρό δυτικότροπο τραγούδι
με το οποίο διασκεδάζει σήμερα η τόσο αλλοτριωμένη γι αυτούς νεολαία. Με αυτή
την έννοια δεν πρέπει με κανένα τρόπο να υποστηρίζουμε την αυτοδικία όπως δεν
μπορούμε να υποστηρίζουμε το λούμπεν μικροέγκλημα σαν απάντηση στην «κακούργα
κοινωνία».
Έτσι πρέπει να διαχωριζόμαστε από τους λαϊκιστές και τους σοσιαλφασίστες που
υπερασπίζονται τον αθλητικό «τσαμπουκά». Έτσι με τους αστοφιλελεύθερους που
ρίχνουν γλυκό πάνω στο δηλητήριο. Κριτικάρουμε στη θεωρία και στην πράξη το
αστικό ποδόσφαιρο και ακόμα περισσότερο κριτικάρουμε τον κλασσικό ατομικό πρωταθλητισμό
που καταστρέφει περισσότερο από τις συλλογικές αθλοπαιδειές και το σώμα και
την ψυχή του αθλητή. Οικοδομούμε όμως δίπλα σε αυτόν τον αθλητισμό τον αθλητισμό
που φτιάχνει σώμα και κοινωνική συνείδηση, συνεργασία και όχι πόλεμο, φιλία
και όχι κυριαρχία πάνω στους άλλους , αυτοθυσία και όχι ατομικισμό. Φτιάχνουμε
έναν νέο άνθρωπο δίπλα στον παλιό άνθρωπο και ενάντιά του, παλεύοντας ασταμάτητα
με μικρά ή τεράστια βήματα, ανάλογα με τις εποχές, να αλλάξουμε τον κόσμο.