Ο πρώτος
γύρος του πολέμου του Ισραήλ με τους ισλαμοφασίστες του Λιβάνου τέλειωσε με
μερική στρατιωτική και σαφή πολιτική νίκη των δεύτερων. Πρόκειται για μια νίκη
που θα σημάνει τη γενική ενδυνάμωση του ισλαμοφασισμού στις μουσουλμανικές χώρες
και την ενδυνάμωση του παγκόσμιου νεοχιτλερικού άξονα Ρωσίας-Κίνας-Ιράν. Bέβαια
όπως κάθε άλλη νίκη έτσι και αυτή έχει μέσα της τη δυνατότητα μιας ήττας καθώς
η συνείδηση των λαών θα ξυπνάει όσο θα δυναμώνει η νεοναζιστική αλαζονεία.
Αντίθετα από όσα ισχυρίζονται οι Χεζμπολάχ και οι φίλοι της αυτή η νίκη δεν
οφείλεται σε κάποια ηθική υπεροχή κάποιου άραβα Δαβίδ απέναντι σε κάποιο εβραίο
Γολιάθ η οποία τελικά μετατράπηκε σε στρατιωτική υπεροχή. Στην πραγματικότητα
υπήρξε κυρίως πολιτική ήττα για το Ισραήλ που είχε σαν αποτέλεσμα την μερική
στρατιωτική του ήττα. Αυτή η πολιτική ήττα οφείλεται αποκλειστικά στους πολύ
αρνητικούς για το Ισραήλ παγκόσμιους πολιτικούς συσχετισμούς μέσα στους οποίους
αυτό διεξήγαγε αυτόν τον πόλεμο από την πρώτη του στιγμή ως την τελευταία. Από
πολιτική άποψη στην αναμέτρηση αυτή ο Δαβίδ ήταν το Ισραήλ και ο Γολιάθ ήταν
η Χεζμπολάχ και οι διεθνείς προστάτες της.
Είχαμε γράψει στο
προηγούμενο φύλλο της Νέας Ανατολής ότι ο πόλεμος αυτός θα ήταν πρώτα απ’ όλα
ένας πόλεμος τηλεοπτικής εικόνας και τηλεοπτικού σχολίου, δηλαδή θα ήταν ένας
πόλεμος πρώτα απ όλα πολιτικός. Όποιος έχανε τον πολιτικό πόλεμο θα έχανε στην
συγκεκριμένη περίπτωση και τον στρατιωτικό πόλεμο ή τουλάχιστον δεν θα τον κέρδιζε.
Και αφού το Ισραήλ έχασε κατά κράτος τον πόλεμο της εικόνας ήταν αδύνατο να
κερδίσει τον στρατιωτικό πόλεμο.
Το Ισραήλ θα μπορούσε να νικήσει τον συγκεκριμένο εχθρό μόνο αν θα είχε στη
διάθεσή του πολύ μεγάλο χρόνο και πολύ μεγάλο όγκο στρατιωτικών δυνάμεων. Μόνο
κάτω αυτές τις δύο προϋποθέσεις θα μπορούσε να πετύχει τον μίνιμουμ στρατιωτικό
στόχο που από την αρχή είχε εξαγγείλει, δηλαδή να διώξει το στρατό της Χεζμπολάχ
πέρα από τον ποταμό Λιτάνι, να καταστρέψει τα οχυρωματικά του έργα σε όλη αυτήν
την έκταση, να αχρηστέψει τον οπλισμό του, κυρίως τις ρουκέτες, και μετά να
εμποδίσει την αναδιοργάνωση και τον επανεξοπλισμό του μέσω Συρίας.
Το ισραηλινό στρατιωτικό επιτελείο πίστεψε αρχικά ότι θα μπορούσε να πετύχει
αυτό το στόχο με έναν σύντομο πόλεμο που θα στηριζόταν κύρια στους βομβαρδισμούς
και δευτερευόντως στην εισβολή περιορισμένων χερσαίων δυνάμεων στο νότο. Στα
πλαίσια αυτά ανέλαβε να κάνει δύο πράγματα. Το ένα ήταν να δώσει ένα ισχυρό
και αιφνιδιαστικό αεροπορικό χτύπημα στα σημεία από όπου εκτόξευε ή αποθήκευε
πυραύλους η Χεζμπολάχ για να μην την αφήσει να χτυπήσει τις μεγάλες πόλεις του
Ισραήλ, να αποκόψει παντού στο Λίβανο κάθε δρόμο ανεφοδιασμού γι αυτά τα όπλα
και ταυτόχρονα να διαλύσει τα στρατιωτικά και πολιτικά επιτελεία των ισλαμοφασιστών.
Το δεύτερο ήταν να στείλει επίλεκτες δυνάμεις πεζικού και τεθωρακισμένων να
εκκαθαρίσουν όλη την περιοχή του νότιου Λιβάνου από το στρατό της Χεζμπολάχ.
Όμως ούτε οι βομβαρδισμοί, ούτε η περιορισμένη επίγεια επιχείρηση πέτυχαν γρήγορα
τους στόχους τους όπως υπολόγιζε το ισραηλινό επιτελείο. Οι πύραυλοι συνέχισαν
να εκτοξεύονται αν και προξενούσαν σχετικά μικρότερες ζημιές ως την τελευταία
μέρα, ενώ ο στρατός της Χεζμπολάχ συνέχισε να σφυροκοπεί τα ισραηλινά στρατεύματα
στο νότο σε έναν πόλεμο κινήσεων αν και οι απώλειές του ήταν όλο και πιο σημαντικές.
Το βασικό λάθος του ισραηλινού γενικού επιτελείου, ήταν ότι είχε υποτιμήσει
την μεγάλη ετοιμότητα των ισλαμοφασιστών για έναν πόλεμο που οι ίδιοι προκάλεσαν
και στον οποίο προφανώς είχαν την πρωτοβουλία κινήσεων .
Στην πραγματικότητα το Ισραήλ βρισκόταν μπροστά σε έναν εντελώς νέο εχθρό από
εκείνον που είχε μάθει να πολεμάει ως τώρα. Ως τώρα πολεμούσε με στρατούς χωρών
με χαμηλότερη υλικοτεχνική υποδομή ή με χαμηλό επίπεδο ιδεολογικής προετοιμασίας
ή και με τα δύο. Τώρα είχε μπροστά του έναν υλικοτεχνικά εντελώς σύγχρονο τακτικό
στρατό που ήταν ιδεολογικά συγκροτημένος για να πολεμάει, έναν στρατό ναζιστικού
τύπου.
Και τις δυο αυτές ιδιότητες ο στρατός τις αντλούσε από την ίδια πηγή. Από το
παγκόσμιο νεοναζιστικό στρατόπεδο που έχει επικεφαλής του την πουτινική Ρωσία.
Από τη Ρωσία μέσω Συρίας ο στρατός της Χεζμπολάχ έχει τα όπλα της. Από το Ιράν
έχει τους στρατιωτικούς εκπαιδευτές της και τους ιδεολογικούς αρχηγούς της.
Επρόκειτο για έναν στρατό ίδιον με εκείνον των ισλαμοφασιστικών μεραρχιών που
χρησιμοποίησε πριν 60 χρόνια ο Χίτλερ στις στρατιές του της Ανατολής (Ιαν
Κέρσοου «Ο Χίτλερ. Η Νέμεσις»). Η γενναιότητα αυτών των στρατών δεν είναι
της ίδιας ποιότητας με εκείνη των στρατών που πολεμάνε για μια δίκαιη υπόθεση.
Οι φασιστικοί στρατοί πολεμάνε με την γεμάτη αυταπάρνηση έξαψη μιας μάζας που
αισθάνεται ουσιαστικά ανίκητη καθώς αντλεί τη δύναμή της από την δουλική πίστη
της στην παντοδυναμία ενός προστάτη Θεού ή ενός Φύρερ. Τέτοιοι στρατοί όταν
αρχίζουν να νικιούνται καταρρέουν γρήγορα. Οι δημοκρατικοί στρατοί, στρατοί
συνειδητών και ατομικά ελεύθερων ανθρώπων, πολεμούν σαν εκπρόσωποι και σαν τμήμα
λαών που δεν θα σταματήσουν να πολεμάνε ώσπου να συντρίψουν το δυνάστη τους.
Τέτοιοι στρατοί δυναμώνουν μέσα από τα λάθη και τις ήττες τους. Σε μια πρώτη
φάση ωστόσο, στην φάση της αρχικής προέλασης είναι δυνατό η φασιστική «γενναιότητα»
να είναι εξ ίσου αποτελεσματική, ίσως και πιο αποτελεσματική από την πραγματική
γενναιότητα των δημοκρατών.
Μπορεί λοιπόν να φανταστεί κανείς την έκπληξη του ισραηλινού στρατού όταν βρέθηκε
μπροστά σε καλογυμνασμένους αυτόχειρες, οργανωμένους σε μικρές ευκίνητες ομάδες
να βγαίνουν από καταφύγια από μπετόν χτισμένα σε βάθος μέχρι και 30 μέτρων,
ή από συστήματα μακριών σηράγγων σκαμμένα από χρόνια, να εξαπολύουν αντιαρματικές
οβίδες και να εξαφανίζονται αφού είχαν σταματήσει ολόκληρες ίλες τεθωρακισμένων.
Ακόμα ευκολότερα μπορούσαν αυτοί να κάνουν πόλεμο σπίτι-σπίτι στα χωριά και
να χρησιμοποιούν τα ίδια αντιαρματικά για να εξουδετερώνουν τους ισραηλινούς
στρατιώτες που ήταν οχυρωμένοι μέσα στα κτίρια. Αυτή ήταν η πρώτη έκπληξη του
ισραηλινού στρατού. Η δεύτερη ήταν τα όπλα που είχε στα χέρια της η Χεζμπολάχ.
Οι αντιαρματικές της ρουκέτες, κατευθυνόμενες με λέιζερ, βεληνεκούς μέχρι 2
χλμ, και με γόμωση διπλής έκρηξης μπορούσαν να διατρήσουν εύκολα τη θωράκιση
των υπερσύγχρονων ισραηλινών τανκς τύπου Μερκάβα και να τα πετύχουν σε ποσοστό
20%. Πρόκειται για τα ρώσικα αντιαρματικά Μέτις και RPG-29. Το RPG-29 διαθέτει
δύο κύκλους έκρηξης, έναν για να διαπεράσει τον θώρακα του τάνκς και άλλον ένα
για να σκοτώσει το προσωπικό. Το Μέτις είναι ακόμα πιο σύγχρονο με μεγαλύτερη
ταχύτητα και μεγαλύτερο βεληνεκές. Μεγάλης επίσης αποτελεσματικότητας είναι
η πολύ σύγχρονη εκρηκτική ύλη Semtex που χρησιμοποιεί η Χεζμπολάχ για τις νάρκες
της κατά τεθωρακισμένων. Ακόμα πιο αποτελεσματικές, σύγχρονες και άφθονες είναι
οι συσκευές τηλεπικοινωνίας που διαθέτει η Χεζμπολάχ (Τάιμς Ν. Υόρκης,
7 Αυγούστου).
Η Χεζμπολάχ και
οι φίλοι της ισχυρίζονται ότι η έκπληξη των ισραηλινών ήταν αυτή που δοκιμάζουν
οι εισβολείς όταν αντιμετωπίζουν λαϊκά αντάρτικα μπροστά στα οποία είναι καταδικασμένοι.
Είναι αλήθεια ότι σύγχρονα ελαφριά όπλα μπορεί να τα χρησιμοποιήσει και ένας
αντάρτικος στρατός που θα τα προμηθευτεί από μια φιλική του κυβέρνηση, ιμπεριαλιστική
ή σοσιαλιστική, όπως έκανε το αντάρτικο του Βιετνάμ που έπαιρνε όπλα και από
την ΕΣΣΔ και από την Κίνα. Το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κανείς, αν και δυσκολότερα,
για την εξαιρετικά συστηματική και ψηλού επιπέδου εκπαίδευση που έχει ο στρατός
της Χεζμπολάχ. Όμως ένα αντάρτικο δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να διαθέτει
μεγάλες υποδομές όπως κινητές βάσεις για εκτόξευση βαριών όπλων όπως είναι οι
πάνω από 4 μέτρα ιρανικοί πύραυλοι μεσαίου βεληνεκούς Farj -3 και Farj-5 με
γόμωση από 200 ως 400 κιλά. Κυρίως όμως είναι αδύνατο να διαθέτει τεράστιες
σταθερές υποδομές όπως είναι τα εξαιρετικά πολύπλοκα, πανάκριβα και βαριά συστήματα
καταφυγίων από μπετόν και σηράγγων σε όλη την έκταση του νοτίου Λιβάνου. Όπως
λέει ένας ισραηλινός διοικητής ταξιαρχίας στους Τάιμς της Ν. Υόρκης στις 7 Αυγούστου,
μια αποθήκη πυρομαχικών της Χεζμπολάχ «δεν είναι απλά μια φυσική σπηλιά,
αλλά ένα όρυγμα από μπετόν με σκάλες, ανοίγματα εκτάκτου ανάγκης και διόδους
διαφυγής. Δεν ξέραμε ότι ήταν τόσο καλά οργανωμένοι». Η έκταση αυτών των
συστημάτων επιβεβαιώνεται και από ανταπόκριση της Μοντ της 8 Αυγούστου.
Αυτές οι σταθερές οχυρωματικές υποδομές δεν χαρακτηρίζουν αντάρτικο στρατό,
αλλά στρατό κυρίαρχου κράτους, γιατί μόνο ένας στρατός που ελέγχει με απόλυτη
άνεση και κυρίως με αποκλειστικότητα έναν εδαφικό χώρο μπορεί να χτίζει και
να οργανώνει μέσα σε απόλυτη μυστικότητα τέτοια οχυρωματικά δίκτυα. Στην περίπτωση
της Χεζμπολάχ έχουμε έναν στρατό που ελέγχει απόλυτα ένα τμήμα μιας χώρας, το
νότιο Λίβανο αλλά σε έναν βαθμό και τον ανατολικό Λίβανο και ένα τμήμα της πρωτεύουσας
Βηρυτού. Αυτός είναι στρατός μιας περιοχής που έχει ουσιαστικά αποσχιστεί από
ένα κράτος για λογαριασμό ισχυρότερων γειτόνων με την εκμετάλλευση εθνοτικών
και θρησκευτικών αντιθέσεων, με τις μεθόδους της βίας ή της υλικής εξαγοράς,
και ο οποίος στρατός υπερεξοπλίζεται και εκπαιδεύεται από αυτά τα γειτονικά
κράτη και με το χρήμα τους εξαγοράζει με τη σειρά του τον τοπικό πληθυσμό. Στην
πραγματικότητα αυτός ο στρατός είναι ένα ιμπεριαλιστικό απόσπασμα γιατί αυτός
και το «κρατίδιο» του δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν ούτε λεπτό χωρίς την πανίσχυρη
προστασία του ρωσοκινεζικού άξονα. Η πολιτική των ιμπεριαλιστικών μικροκρατιδίων
είναι μια διαδεδομένη πλέον σοσιαλφασιστική πολιτική. Είναι η διαμελιστική πολιτική
που ασκούν σήμερα οι Ρώσοι στην Γεωργία και τη Μολδαβία έχοντας ουσιαστικά αποσπάσει
την Αμπχαζία και τη Νότια Οσσετία από την πρώτη και την Υπερδνειστερία από τη
δεύτερη, αλλά και οι Σέρβοι που έχουν αποσπάσει από την Βοσνία την «Σέρβικη
Δημοκρατία» του Πάλε. Από ιστορική άποψη το αντίστοιχο του Νότιου Λιβάνου είναι
οι σουδήτικες περιοχές της προπολεμικής Τσεχοσλοβακίας που σύσσωμες επεδίωκαν
την απόσπασή τους από αυτήν και την προσάρτησή τους στο Τρίτο Ράιχ. Οι σιίτες
του Λιβάνου δεν μπορούν να φτάσουν για γεωγραφικούς λόγους σε αυτό το σημείο,
αλλά η πολιτική του πολιτικού φορέα που τους καθοδηγεί είναι πολιτική απόσχισης,
πολιτική διαμελισμού του λιβανικού κράτους. Ο σιίτικος στρατός λοιπόν του Νοτίου
Λιβάνου σαν ιμπεριαλιστικός στρατός μπορεί να νικηθεί μόνο μέσα από έναν παρατεταμένο
πόλεμο στρατιωτικό, πολιτικό και διπλωματικό, πόλεμο τοπικό αλλά κυρίως πόλεμο
με διεθνή στήριξη. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να νικηθούν μόνο από ένα μικρό
κράτος σαν το Ισραήλ.
Αυτό ακριβώς αποδείχτηκε τώρα. Από καθαρά στρατιωτική άποψη ο ισραηλινός στρατός
δεν νικήθηκε. Απλά δεν νίκησε γρήγορα. Και αφού δεν νίκησε γρήγορα δεν μπορούσε
να νικήσει αργότερα, απλούστατα γιατί δεν του επετράπη να το κάνει. Και ήταν
καθαρά η παγκόσμια πολιτική πίεση που του στέρησε αυτό το χρόνο. Από την πρώτη
στιγμή της δίκαιης αντεπίθεσης του Ισραήλ η σοσιαλιμπεριαλιστική διπλωματική
μηχανή έριξε σε όλα τα τσιράκια και τους φίλους της τη γραμμή της «άμεσης κατάπαυσης
του πυρός», γραμμή που υπηρετούσε τη Χεζμπολάχ και μόνον αυτή, γραμμή που οι
σοσιαλφασίστες, ισλαμοφασίστες, φαιοκόκκινοι κλπ δεν είχαν βέβαια ρίξει ποτέ
στην Τσετσενία, στη Βοσνία και στο Σουδάν όπου οι άμαχοι μπορούσαν να σφάζονται
στοχευμένα, κατά δεκάδες, κατά εκατοντάδες χιλιάδες και, κυρίως, για χρόνια.
Η «άμεση κατάπαυση του πυρός» σε λίγες ώρες είχε γίνει η γραμμή του ΟΗΕ και
σύντομα έγινε ένα παγκόσμιο σύνθημα όταν τα τηλεοπτικά προγράμματα άρχισαν να
συσσωρεύουν τους νεκρούς αμάχους, τα γκρεμισμένα σπίτια και τις κατεστραμμένες
γέφυρες στο Λίβανο. Έχουμε αναλύσει στο προηγούμενο φύλλο πως ο πόλεμος της
Χεζμπολάχ στήθηκε συστηματικά σαν πολιτική προβοκάτσια χρησιμοποιώντας τους
αμάχους, τις πόλεις και τις υποδομές. Πάνω στα πτώματα και πάνω στα ερείπια
οι ισλαμοφασίστες και ο άνθρωπός τους Σινιόρα έχουν εγκαταστήσει από την πρώτη
στιγμή ένα τουρισμό της φρίκης. Οι αμερικάνοι στους δίδυμους πύργους, οι Ισπανοί
στη Μαδρίτη και οι Άγγλοι στο Λονδίνο δεν έκαναν ποτέ προπαγάνδα με τα πτώματα.
Δεν τα έδειξαν καν. Αυτό το κάνει συστηματικά ο φασισμός που ξέρει να χειρίζεται
και θέλει να χειρίζεται αποκλειστικά το συναίσθημα των μαζών για να πνίξει μέσα
σε αυτό τη λογική τους. Αν πραγματικά δεν υπάρχει πολιτικό σχόλιο για τις αιτίες
αυτού του πολέμου, για τη φύση της Χεζμπολάχ, για τη φύση της τακτικής της και
για την στρατηγική της να εξαφανίσει το κράτος του Ισραήλ, για την πολιτική
ζωή του Λιβάνου και για το ρόλο του άξονα Συρίας και Ιράν σε αυτήν, για την
στρατιωτική τακτική του Ισραήλ κλπ , πως μπορούν αυτές οι εικόνες να μην ξεσηκώσουν
την μεγαλύτερη οργή ενάντια στον άμεσο δράστη τους;
Βέβαια αυτή η προπαγάνδα δεν έγινε ποτέ κυρίαρχη στις τηλεοράσεις των δημοκρατικών
χωρών, όπου τουλάχιστον η κοινή γνώμη έμεινε μοιρασμένη ως το τέλος, αλλά οργίασε
ανενόχλητη στις χώρες του νεοναζιστικού άξονα σαν την Ελλάδα. Κυρίως όμως οργίασε,
και από πολιτική άποψη αυτό ήταν το πιο καθοριστικό, στις μουσουλμανικές χώρες.
Εκεί αρκετές κυβερνήσεις θέλανε την ήττα της Χεζμπολάχ, γιατί τρέμουν τον ηγεμονισμό
του περιφερειακού άξονα Ιράν-Συρίας και αρχικά πήραν θέση ενάντιά της. Αλλά
ούτε αυτές οι κυβερνήσεις ελέγχουν πολιτικά το τηλεοπτικό σχόλιο και το μοντάζ
της εικόνας ,αφού υπάρχει ένα τηλεοπτικό δίκτυο που ο νεοναζιστικός άξονας έχει
καταστήσει εδώ και χρόνια κέντρο της πολιτικής διαπαιδαγώγησης των μουσουλμανικών
μαζών, το δίκτυο της Αλ Τζαζίρα. Μόλις τώρα αποκαλύφθηκε, μέσα σε αυτόν τον
πόλεμο, πως η βάση αυτού του σταθμού, το Κατάρ, είναι ο πιο δραστήριος διπλωματικός
απεσταλμένος του μετώπου Ιράν-Συρίας, αλλά και ο ταχυδρόμος όλης της νεοναζιστικής
πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Ασφαλώς μόνη της η Αλ Τζαζίρα δεν είναι σε θέση
να αλλάξει τη γραμμή των κυβερνήσεων, αλλά μπορεί να το κάνει όταν αυτές οι
κυβερνήσεις κολυμπάνε ήδη μέσα σε μια θάλασσα δουλεμένου για δεκαετίες αντισημιτισμού
ακόμα και από τις ίδιες.
Η πολιτική απομόνωση
και τελικά η ήττα του Ισραήλ άρχισε από τον αραβικό κόσμο. Βέβαια ο αντισημιτισμός
είναι ένα πράγμα και οι πολιτικές ευθύνες του ίδιου του Ισραήλ για την απομόνωσή
του είναι ένα άλλο. Ο φασισμός δεν επιτίθεται μόνο σε εντελώς αθώους. Η χιτλερική
Γερμανία πάτησε πάνω στην αποικιακή συνθήκη των Βερσαλλιών για να σύρει το γερμανικό
λαό ενάντια στην Αγγλία και τη Γαλλία. Οι νεοχιτλερικοί του Ισλάμ έχουν πατήσει
πάνω στην πολιτική των ισραηλινών επεκτατιστών ενάντια στην Παλαιστίνη για να
προσφέρουν στρατιές από νέο αίμα στον αντισημιτισμό. Το Ισραήλ πλήρωσε σε αυτόν
τον πόλεμο τις παλιές και πρόσφατες αμαρτίες του, αλλά οι αραβικές ηγεσίες που
δεν ανήκουν στον νεοχιτλερικό άξονα: η Αίγυπτος, η Σ. Αραβία και η Ιορδανία
ξέρανε πολύ καλά ότι αυτή τη φορά το Ισραήλ είχε δίκιο και αρχικά ψέλλισαν έμμεσα
αυτήν την αλήθεια, αλλά όσο ανέβαιναν οι νεκροί άρχισαν και αυτές να κατηγορούν
το Ισραήλ. Τελικά προτίμησαν καιροσκοπικά να υποκύψουν στον αντισημιτισμό της
βάσης τους και άφησαν τα κανάλια τους να αναμασάνε τα δελτία της Αλ Τζαζίρα
παρά να δώσουν κάποια σοβαρή πολιτική απάντηση στους ισλαμοφασίστες.
Την πιο μεγάλη ζημιά την έκανε στο βάθος η αστική τάξη του Λιβάνου, ιδιαίτερα
η δημοκρατική αντιπολίτευση. Αυτοί φέρθηκαν ακόμα πιο καιροσκοπικά από τους
σουνίτες άραβες γιατί ενώ μισούν τη Χεζμπολάχ σύρθηκαν πίσω της και πίσω από
τον προβοκάτορα Σινιόρα περιμένοντας τον πόλεμο να τελειώσει. Αλλά άπαξ και
δέχτηκαν τη γραμμή Σινιόρα ότι ο εχθρός είναι ένας και αυτός είναι το Ισραήλ,
έγιναν από τότε πολιτικά σκλάβοι της Χεζμπολάχ. Χάρη στα ομόφωνα κυβερνητικά
ανακοινωθέντα ο Λίβανος εμφανίστηκε ολόκληρος στα μάτια του πλανήτη σαν το θύμα
ενός τερατώδους Ισραήλ που σύμφωνα με το Σινιόρα είχε έναν διεστραμμένο στόχο:
να καταστρέψει το Λίβανο. Από αυτό το γνωστό εβραϊκό «τέρας» έσωσε το Λίβανο
η Χεζμπολάχ, παρά τους περίεργους και αμφίβολους στόχους της. Αυτή τη γραμμή
την υπερασπίζει ακόμα χωρίς να την πιστεύει όλο το δημοκρατικό ρεύμα του Λιβάνου.
Είναι λοιπόν η κυβέρνηση του Λιβάνου που έκανε εξαιρετικά δύσκολες τις αραβικές
αντιστάσεις στη Χεζμπολάχ. Έτσι η κραυγή «άμεση κατάπαυση του πυρός» έγινε κυρίαρχη
και τελικά υστερική μέσα στους Άραβες.
Από το σημείο αυτό και πέρα, ειδικά μετά τους νεκρούς της Κανά, η Αμερική και
η Γαλλία μείνανε μόνοι τους δίπλα στο Ισραήλ και ενάντια στη Χεζμπολάχ. Αυτοί
οι δυο είχαν καταλήξει σε μια πρόταση-απόφασης προς τον ΟΗΕ, σύμφωνα με την
οποία η κατάπαυση του πυρός δεν θα συνοδευόταν και από αποχώρηση των ισραηλινών
στρατευμάτων από το Λίβανο μέχρις ότου εξασφαλιζόταν ο αφοπλισμός της Χεζμπολάχ
από τη FINUL. Η κυβέρνηση Σινιόρα διαμαρτυρήθηκε έντονα γι αυτή την πρόταση
επειδή δεν περιείχε αποχώρηση του Ισραήλ. Στο πλευρό της στάθηκε αμέσως η Ρωσία.
Έτσι πρώτη η Γαλλία εγκατέλειψε την κοινή γραμμή με τις ΗΠΑ και ζήτησε αποχώρηση
των ισραηλινών δυνάμεων δίχως να επιμείνει με σαφήνεια σε παράλληλο αφοπλισμό
της Χεζμπολάχ. Αρχικά οι ΗΠΑ επέμειναν αλλά η Ράις γύρισε πελιδνή από τη Μέση
Ανατολή διαπιστώνοντας ότι καμιά αραβική κυβέρνηση δεν μπορούσε να αντέξει την
ισραηλινή και αμερικάνικη θέση. Έτσι εγκατέλειψε και η Αμερική το Ισραήλ και
κατέβασε μαζί με τη Γαλλία μια τόσο διφορούμενη πρόταση που μπορούσε να ερμηνευτεί
όπως ήθελε ο καθένας και ειδικά η κυβέρνηση του Λιβάνου. Σύμφωνα με αυτή την
πρόταση που πέρασε τελικά ομόφωνα από το Συμβούλιο Ασφαλείας, το Ισραήλ έπρεπε
να εγκαταλείψει το Λίβανο αλλά δεν αναφερόταν πουθενά με σαφήνεια ότι η Χεζμπολάχ
έπρεπε να αφοπλιστεί και ακόμα λιγότερο ποιος θα την αφόπλιζε. Είναι γεγονός
ότι αυτό το ξεπούλημα του Ισραήλ από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία το διευκόλυνε ο ελιγμός
της κυβέρνησης Σινιόρα – Χεζμπολάχ να εμφανίσει ξαφνικά, μετά από έξι χρόνια
που αρνιόταν να το κάνει, το στρατό του Λιβάνου σαν εγγυητή της ασφάλειας του
Ισραήλ από τις επιθέσεις της Χεζμπολάχ. Βεβαίως αυτή την εγγύηση κανείς δεν
μπορούσε να την πιστέψει από την ώρα που αυτός ο στρατός δεν έχει την παραμικρή
πολεμική αξιοπιστία, ούτε καν αξιοπρεπή εξοπλισμό, ενώ διοικείται από φιλοσύριους
στρατηγούς και περιλαμβάνει κυρίως σιίτες. Έτσι η απόφαση του ΟΗΕ ορίζει ότι
στο έργο του ελέγχου των όπλων στο νότιο Λίβανο ο στρατός του Λιβάνου θα βοηθιέται
από μια δύναμη του ΟΗΕ που θα είναι η σημερινή FINUL μόνο που θα είναι ενισχυμένη
με περισσότερο στρατό. Το αν η FINUL θα έχει δικαίωμα να αφοπλίσει τη Χεζμπολάχ
ή πως θα αντιδράσει αν δεχτεί επίθεση και γενικά ποιοι θα είναι οι όροι εμπλοκής
και η πολιτικοστρατιωτική γραμμή του επιτελείου της , όλα αυτά, αφέθηκαν στις
ερμηνείες. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις τις ερμηνείες τις δίνει το δυνατότερο
πολιτικά μέτωπο. Και αυτό είναι το αντιϊσραηλινό μέτωπο. Ήδη η Ευρωπαϊκή Ένωση
αποφάσισε ότι η FINUL δεν θα αφοπλίσει τη Χεζμπολάχ, ενώ η Γαλλία είχε ήδη «ομολογήσει»
ότι αυτή είναι εσωτερική υπόθεση του Λιβάνου και της κυβέρνησής του. Καταλαβαίνει
ο καθένας τι σημαίνει αυτό όταν η κυβέρνηση του Λιβάνου και ο στρατός που έχει
ήδη ξεδιπλωθεί στο νότο, δηλώνουν σε κάθε ευκαιρία ότι δεν τίθεται θέμα βίαιου
αφοπλισμού της ηρωικής Χεζμπολάχ όσο ο κύριος και μοναδικός μεγάλος εχθρός της
χώρας είναι το Ισραήλ.
Μέχρι στιγμής το
Ισραήλ, αν και εγκαταλελειμμένο από όλους και με την κυβέρνησή του σε βαθιά
πολιτική κρίση, επιμένει ότι δεν θα αποχωρήσει εντελώς από το Λίβανο όσο δεν
είναι εξασφαλισμένο ότι δεν θα περνάνε μέσω Συρίας όπλα στη Χεζμπολάχ και ότι
θα συνεχίσει να μπλοκάρει τις εισόδους της χώρας γι αυτό το σκοπό. Στην πραγματικότητα
αυτό ήταν το πνεύμα της απόφασης 1701 του ΟΗΕ που έδινε στο Ισραήλ έναν μόνο
πολιτικό πόντο αλλά με βάρος: ότι ο υπεύθυνος της σύρραξης ήταν η Χεζμπολάχ
και ότι το σταμάτημα των εχθροπραξιών από το Ισραήλ είχε σαν λογικό αντάλλαγμα
τον αφοπλισμό της Χεζμπολάχ. Από την ώρα που το Ισραήλ έκανε σαφή την πρόθεση
του να μπλοκάρει την είσοδο όπλων στο Λίβανο, η κυβέρνηση Σινιόρα- Χεζμπολάχ
ξεκίνησε μια νέα διπλωματική εκστρατεία με την κάλυψη όπως πάντα του νεοναζιστικού
άξονα Ρωσίας – Κίνας – Ιράν για να σταματήσει το Ισραήλ αυτό το μπλόκο του και
να αποχωρήσει από όλο το έδαφος του Λιβάνου. Δηλαδή απαιτεί η κυβέρνηση Σινιόρα-
Χεζμπολάχ να αρκεστεί το Ισραήλ στη δήλωσή της ότι δεν θα επιτρέψει καμία παράνομη
είσοδο όπλων στη χώρα. Άρα θα πρέπει να περιμένουμε ένα νέο κύκλο πιέσεων στο
Ισραήλ να γυρίσει στην κατάσταση που υπήρχε πριν τις 12 του Ιούλη, δηλαδή να
συνεχίσει ο Λίβανος να είναι η βάση ενός ταχύτατα υπερξοπλιζόμενου στρατού ο
οποίος έχει σαν ομολογημένο στόχο του την κατάργηση του κράτους και τον οποίο
έχει αποχαλινώσει η Δύση επειδή του έδωσε μια νίκη που δεν κατάχτησε πραγματικά.
Το αν το Ισραήλ θα υποκύψει και σε αυτές τις πολιτικές πιέσεις ή όχι δεν είναι
ένα ζήτημα που εξαρτάται κυρίως από το ίδιο. Πιθανώς μάλιστα το ίδιο, αν επικρατήσει
η υπεραντιδραστική γραμμή Νετανιάχου, να επιχειρήσει ακόμα και τυχοδιωκτικά
να κρατήσει τις θέσεις του στο Λίβανο, σε σύγκρουση με τους πάντες και ίσως
έτσι οδηγηθεί σε ακόμα μεγαλύτερη απομόνωση. Η άμυνα και η επιβίωση του Ισραήλ
αποδείχτηκε με τον τελευταίο αυτό μικρό πόλεμο ότι είναι μια παγκόσμια υπόθεση.
Αν οι ευρωπαϊκές χώρες, οι ΗΠΑ και οι χώρες του τρίτου κόσμου αφήσουν μόνο του
το Ισραήλ στα χέρια του άξονα δεν θα έχουμε παρά μια επανάληψη της Τσεχοσλοβακίας
του ‘40. Μια επανάληψη του Μονάχου, στο οποίο η τότε Δύση παρέδωσε στο Χίτλερ
μια ανεξάρτητη χώρα για να τον κατευνάσει. Αυτό ακριβώς είναι το πνεύμα που
σήμερα κινεί την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Αυτές τρέμουν μήπως και χάσουν τις εύκολες
πηγές τους σε ενέργεια, μήπως χρειαστούν για λίγο να διακόψουν τις μπίζνες τους,
να πληρώσουν περισσότερα για στρατιωτικές δαπάνες και να σκεφτούν για τα έθνη
τους και όχι για τα ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα. Αν πραγματικά αντλούσαν
έστω και λίγη πείρα από τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο και δεν ήταν βυθισμένες στην
κερδοσκοπική παρακμή τους θα οργάνωναν την οικονομική τους ζωή έτσι ώστε να
στηριχτούν μεταβατικά στο κάρβουνο και μακροπρόθεσμα στην πυρηνική ενέργεια,
ενώ θα αντιμετώπιζαν με μεγάλους εξοπλισμούς και με μια βήμα-βήμα διπλωματική,
ακόμα και στρατιωτική ανάσχεση όχι απλά τους μεσαίους τραμπούκους του Ιράν αλλά
τους μεγάλους της στρατοκρατικής Ρωσίας και της άπληστης για γεωπολιτική ισχύ
φασιστικής Κίνας. Η άρνησή τους να εφαρμόσουν μια στοιχειωδώς εθνική και αντιφασιστική
πολιτική είναι η βαθύτερη αιτία της ελεεινής τους στάσης να εγκαταλείψουν το
Ισραήλ στα νύχια του ισλαμοφασισμού.
Πολύ περισσότερα μπορεί να περιμένει κανείς από τους τριτοκοσμικούς λαούς και
τις χώρες του τρίτου κόσμου που αρχίζουν να νιώθουν στο πετσί τους τη δικτατορική
ανάσα και τα τρελά σχέδια επέκτασης του νεοναζιστικού άξονα και στις πέντε ηπείρους
και σταδιακά να του αντιστέκονται.