ΜΕ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΠΟΛΙΤΚΟΦΣΚΑΓΙΑ Η ΡΩΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ ΠΕΡΝΑΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΟΙΧΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ

«ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ οι άνθρωποι πληρώνουν με τη ζωή τους την εκφορά της γνώμης τους δημόσια», είχε πει η Άννα Πολιτκόφσκαγια σε ένα συνέδριο για την ελευθερία του Τύπου τον περασμένο Δεκέμβριο. Και εκείνη δεν δίσταζε να εκφέρει τη γνώμη της. Ερευνήτρια δημοσιογράφος, σφοδρή επικρίτρια της πολιτικής του Πούτιν, επέμεινε να αποκαλύπτει τη βαρβαρότητα του ρώσικου στρατού στην Τσετσενία. Μόνο οι σφαίρες από ένα πιστόλι Μακάροφ το Σάββατο στις 7 Οκτώβρη στο ασανσέρ έξω από το διαμέρισμα της στο κέντρο της Μόσχας μπορούσαν να σταματήσουν αυτή τη γενναία γυναίκα με την αδάμαστη θέληση στην αναζήτηση της αλήθειας. Και αυτό ακριβώς έκανε το καθεστώς Πούτιν. Τόσο επιδειχτικά και τόσο απλά.

Η σκύλευση του θύματος ή η «έξοδος» των δολοφόνων

«Προδότρια των συμφερόντων του ρωσικού κράτους» είχε χαρακτηρίσει την Πολιτκόφσκαγια ο Πούτιν (Ελευθεροτυπία, 20/10/06). Αυτός ο εκπρόσωπος της «δικτατορίας του νόμου» δίχως νόμο, ο εχθρός της ελευθερίας και της δημοκρατίας, όπως τον αποκαλούσε η Άννα Π., έκανε δύο μέρες για να αναγκαστεί να πει λίγα λόγια για τη στυγερή δολοφονία της. Από τη Γερμανία όπου έκανε επίσκεψη δήλωσε ότι διέταξε «αντικειμενική έρευνα για τα αίτια και τους υπεύθυνους του τραγικού αυτού θανάτου». Όμως δεν παρέλειψε να συμπληρώσει ότι η επιρροή της ήταν πολύ μικρή στην πολιτική ζωή της Ρωσίας και ότι πιθανόν η δολοφονία της ήταν προβοκάτσια. Να πως μεταφέρει ο ανταποκριτής της Ελευθεροτυπίας στη Μόσχα Θ. Αυγερινός τις θεωρίες του Κρεμλίνου και πως τις υιοθετεί και ο ίδιος. Σύμφωνα με αυτές την Πολιτόφσκαγια δεν την σκότωσε το καθεστώς Πούτιν αλλά οι αντίπαλοι αυτού του καθεστώτος και βασικά η σατανική Δύση :
«Η πιστή στα μελανά στερεότυπα άποψη ότι, αφού η Πολιτκόφσκαγια ασκούσε κριτική στον Β. Πούτιν, στο Κρεμλίνο και τις μυστικές υπηρεσίες, εκεί πρέπει να αναζητηθούν οι φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος, υιοθετήθηκε ή υπονοήθηκε εμφατικά από διεθνή ΜΜΕ και λίγους ρώσους πολιτικούς του «φιλελεύθερου» περιθωρίου, αλλά δεν «περπάτησε» στην άλλοτε έτοιμη για «εθνικό χαρακίρι» ρωσική κοινή γνώμη.
Ενδεικτική των αλλαγών δεν είναι μόνο η δημόσια συμπάθεια προς τη «σκληρή πολιτική» Πούτιν και η μετάνοια για τη δική του αναποφασιστικότητα, που εξέφρασε πρόσφατα ο Μ. Γκορμπατσόφ, εκ των συνεκδοτών της μικρής εβδομαδιαίας «Νόβαγια Γκαζιέτα», όπου έγραφε η Πολιτκόφσκαγια. Είναι και το κλασικό λενινιστικό ερώτημα «ποιος θα είχε συμφέρον;», που ανακαλείται από αναλυτές ανεξαρτήτως ιδεολογικής απόχρωσης.
Σχετικώς αργοπορημένα ο Πούτιν χαρακτήρισε μέσω Γερμανίας «ειδεχθές έγκλημα ενώπιον ανθρώπων και Θεού» τη δολοφονία, σχολιάζοντας με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι η εικόνα της Ρωσίας βλάπτεται τώρα πολύ περισσότερο απ’ όσο κατάφερναν τα επικριτικά κείμενα της Πολιτκόφσκαγια. Επισφραγίστηκε έτσι η πύρρειος νίκη του Κρεμλίνου στο δημόσιο διάλογο, εφόσον η κοινή λογική αναγνωρίζει ότι η επίσημη Ρωσία δεν είχε κανένα λόγο να προκαλέσει τέτοιο πλήγμα, τη στιγμή που το Κρεμλίνο ανακάμπτει διεθνώς και το προσωπικό κύρος του ρώσου προέδρου ενισχύεται. Εξάλλου οι μυστικές υπηρεσίες θα φρόντιζαν ώστε όλα να μοιάζουν με ατύχημα, παρά με επιδεικτική δολοφονία στο κέντρο της Μόσχας. Αντιθέτως θα είχαν κάθε συμφέρον να προκαλέσουν παρόμοια πλήγματα οι ανταγωνιστές της Ρωσίας διεθνώς, όπως και διωκόμενοι ρώσοι ολιγάρχες, που κατηγορούνται ότι στο παρελθόν χρηματοδότησαν θεαματικές τρομοκρατικές ενέργειες των τσετσένων ανταρτών.
Μόνο η εικόνα των γερμανών διαδηλωτών, που χαρακτήριζαν τον Πούτιν δολοφόνο, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή για την ενίσχυση των ενεργειακών συμφωνιών Ρωσίας-Γερμανίας, θα αρκούσε για να εισπράττουν συγχαρητήρια σε κάποια αντίπαλη μυστική υπηρεσία οι εμπνευστές της «προβοκάτσιας». Η εκδοχή μιας προβοκάτσιας, σχεδιασμένης μάλιστα στο εξωτερικό, αναβαθμίστηκε για προφανείς λόγους από τη ρωσική Εισαγγελία, ενώ ο Β. Πούτιν έσπευσε να στηρίξει τον πρωθυπουργό της Τσετσενίας και μετανοημένο αντάρτη Αχμάντ Καντίροφ, στον οποίο συγκέντρωνε τα βέλη της κριτικής της η Πολιτκόφσκαγια.…Για πολλούς αναλυτές των πολιτικών παρενεργειών της δολοφονίας, περισσότερες ανησυχίες προκαλεί η συμπληρωματική εκδοχή μιας προβοκάτσιας, που είτε σχεδίασαν, είτε διεκπεραίωσαν οι διαρκώς ανερχόμενοι ρώσοι εθνικιστές. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να αποφάσισαν ή να πείστηκαν με κάποιον τρόπο να αναβαθμίσουν τις εξτρεμιστικές ξενοφοβικές τους δηλώσεις σε πράξεις»
(15/10/06)

Το καθεστώς Πούτιν και οι μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν πολύ καλά τις διεθνείς αντιδράσεις και τις διαμαρτυρίες που θα ξεσπούσαν από τη δολοφονία της Άννας Πολιτκόφσκαγια.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης, οι ΗΠΑ, ο ΟΑΣΕ, η Διεθνής Ομοσπονδία Δημοσιογράφων, η Διεθνής Αμνηστία, οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα και πολλοί άλλοι εκδώσανε ανακοινώσεις και διαμαρτυρήθηκαν. Εκδηλώσεις μνήμης επίσης πραγματοποιήθηκαν στην ίδια τη Μόσχα, την Τσετσενία (Γκρόζνυ), στη γειτονική Ινγκουσετία όπου διαλύθηκαν με τη βία, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και στην Ουάσιγκτον. Ακόμα και τα ανδρείκελα της Ρωσίας στην Τσετσενία ο «πρόεδρος» Αλχάνοφ και ο «πρωθυπουργός» Καντίροφ έκαναν το ίδιο. Την ίδια στιγμή ο Πούτιν σιωπούσε. Αν ήταν προβοκάτσια εναντίον του γιατί δεν βγήκε πρώτος να καταδικάσει την δολοφονία, να καταγγείλλει την «προβοκάτσια» και να κάνει σταυροφορία του την εξιχνίαση του εγκλήματος; Γιατί κανένας ανώτερος ρώσος αξιωματούχος δεν παραβρέθηκε στην κηδεία της Πολιτκόφσκαγια όταν χιλιάδες κόσμος και ανάμεσα τους δυτικοί διπλωμάτες ήταν εκεί; Κι αν ήταν ρώσοι εθνικιστές γιατί δεν έγιναν έρευνες και προσαγωγές των αρχηγών τους όταν η FSB (διάδοχος της Κα Γκε Μπε) γνωρίζει άριστα τις οργανώσεις, τις δραστηριότητες και τις πρακτικές τους; Ποιος ευθύνεται για τη δολοφονία αν όχι το καθεστώς Πούτιν που ισχυροποιεί και βοηθάει τους ρώσους «εθνικιστές» (ρατσιστές και ναζιστές πιο σωστά) όταν πρόσφατα εξαπόλυσε πογκρόμ ενάντια στους Γεωργιανούς που ζουν στη Ρωσία και πιο πριν στους Τσετσένους και τους Καυκάσιους; Ένα τεράστιο κύμα ρατσισμού έχει αδράξει ολόκληρη τη Ρωσία με ξυλοδαρμούς, πογκρόμ, ατιμώρητες δολοφονίες πολιτών διαφορετικής εθνικότητας και χρώματος και το καθεστώς Πούτιν δεν κάνει τίποτα για να το αναχαιτίσει.
Το Κρεμλίνο είχε υπολογίσει ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις αλλά γνωρίζει πολύ καλά την αχρειότητα των μεγαλοαστών μονοπωλιστών αντιπάλων του. Πάνω απ΄ όλα η ηγεσία της Ευρώπης και γενικά της Δύσης ενδιαφέρεται για καλές σχέσεις και δουλειές με τη Ρωσία, φυσικό αέριο, πετρέλαιο, «στρατηγικές συνεργασίες» κλπ.
Όλα τα άλλα όπως η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ελευθερία του τύπου μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Έτσι έγινε με την επίσκεψη του Πούτιν στη Γερμανία όπου η Μέρκελ κάτι ψέλισε για την Πολιτκόφσκαγια και μετά φρόντισε τις δουλειές με τον καλεσμένο της.
Τώρα ο Πούτιν διασχίζει τα σαλόνια των διεθνών οργανισμών παρέα με τους φίλους του και δεν διστάζει να τους «χαστουκίζει» όταν τον επικρίνουν. Και αυτοί γλοιωδώς αρκούνται στο να χαμογελάνε. Μήπως δεν πρόκειται για τους ίδιους ηγέτες που εγκατέλειψαν τον ηρωϊκό τσετσένικο λαό στα χέρια των γενοκτόνων του Κρεμλίνου; Απόδειξη μερικές μέρες μετά τη δολοφονία ο Πούτιν συνέχισε το «πεφωτισμένο» έργο του. Απαγόρεψε τη λειτουργία μιας σειράς Μη κυβερνητικών οργανώσεων όπως η Διεθνής Αμνηστία, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο Σύλλογος Ρωσο-Τσετσένικης Φιλίας (Νέα, 25/10/06)
Ο έλεγχος των τριών μεγαλύτερων καναλιών (1ο Κανάλι, Ρωσίγια και NTV) της Ρωσίας και γενικά του τύπου απ΄ το Κρεμλίνο δίνει τη δυνατότητα του ελέγχου της κοινής γνώμης που είναι χαρακτηριστικό κάθε φασισμού. Η Πολιτκόφσκαγια ήταν πολύ ενοχλητική γιατί το διεθνές της κύρος, η ακεραιότητα και η εγκυρότητα των άρθρων της είχε εξαιρετικά μεγάλη επιρροή στη ρώσικη δημοκρατική διανόηση και πιο πολύ στο εξωτερικό, πράγμα που ενδιαφέρει πιο πολύ το Κρεμλίνο και πράγμα που αποσιωπά ο φίλος του δημοσιογράφος Αυγερινός. Είναι επίσης αλήθεια ότι τα άρθρα της και τα βιβλία της έκαναν μεγαλύτερη ζημιά για το καθεστώς Πούτιν και μέσα στη Ρωσία όσο ήταν ζωντανή. Γιατί απόδειχναν ότι μπορείς να αντιστέκεσαι στον αυταρχισμό και να ζεις. Ήταν ένα σύμβολο και ένα παράδειγμα για τη μειοψηφία των ρώσων δημοκρατών αλλά και η επιβίωσή της ήταν μια πολύτιμη ενθάρρυνση. Τώρα ποιος θα ακολουθήσει το παράδειγμα της, ποιος θα αποκαλύπτει στη διεθνή κοινή γνώμη, αλλά και τη ρώσικη τις λεηλασίες, τα βασανιστήρια μέχρι θανάτου, τους βιασμούς στην Τσετσενία όταν το καθεστώς Πούτιν δεν δίστασε να δολοφονήσει εκείνη, μια διεθνή και αναγνωρισμένη προσωπικότητα;
Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι με τη δολοφονία της η Άννα Π. έκανε μια τελευταία αλλά σημαντική παγκόσμια προσφορά που σε βάθος χρόνου νομίζουμε θα κάνει τους ρώσους ναζί να μετανιώσουν σκληρά για το έγκλημά τους αυτό: Διέλυσε και τις τελευταίες αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρχει δημοκρατία στη σημερινή Ρωσία. Για εκείνους που θέλουν να τη δουν κατάματα η Ρωσία του Πούτιν είναι στην ίδια κατάσταση που βρισκόταν η Δημοκρατία της Βαϊμάρης την μεταβατική εποχή της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Το ζήτημα είναι οι λαοί και οι δημοκράτες να μπορέσουν να συγκροτήσουν την αντίσταση τους στον ανερχόμενο νεοναζιστικό άξονα Ρωσίας-Κίνας-Ιράν. Μόνο μ΄ αυτό τον τρόπο θα μπορέσουν να βοηθήσουν και τους ηρωικούς ρώσους δημοκράτες που πραγματικά υπάρχουν και αντιστέκονται. Η Πολιτκόφσκαγια μπορεί να γίνει το σύμβολο αυτών των αγώνων που αναμφισβήτητα θα ξεσπάσουν. Η προσφορά της ευγενικής και γενναίας αυτής γυναίκας στο να κατανοήσει κανείς τη σημερινή πραγματικότητα της Ρωσίας είναι τεράστια και δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Τα βιβλία της για την Τσετσενία και την Ρωσία τα υπέγραψε με το ίδιο της το αίμα και αξίζει να διαβαστούν από κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο από κάθε δημοκράτη. Ήδη στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει το εξαιρετικό βιβλίο της «Η Ρωσία του Πούτιν» εκδόσεις Οξύ, Αθήνα 2005 και το συστήνουμε ανεπιφύλακτα.
Διαβάστε επίσης στα αγγλικά τα βιβλία «The Dirty War» εκδόσεις Harvill Press, 2004 και «A Small Corner of Hell: Dispatches from Chechnya» εκδόσειςUniversity Of Chicago Press, 2003.

Δικαιοσύνη για την Άννα Πολιτκόφσκαγια

Η διεθνής οργάνωση «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» ζητά να συσταθεί διεθνής επιτροπή έρευνας -υπό την αιγίδα του ΟΗΕ ή του Συμβουλίου της Ευρώπης- για τη διαλεύκανση της δολοφονίας. Δηλαδή ζητά να μην αφεθεί μόνη της η ρωσική δικαιοσύνη στη διαχείριση αυτής της υπόθεσης. Πόσο μάλλον όταν η εξουσία του Πούτιν επιβαρύνεται με τις δολοφονίες 21 δημοσιογράφων καμία από τις οποίες δεν έχει εξιχνιασθεί. Καλούμε λοιπόν τους αναγνώστες μας να μπουν στη σελίδα της οργάνωσης στη διεύθυνση “www. rsf.orgarticle.php3?id/article=19163” και να προσθέσουν το όνομα τους για να υποστηρίξουν αυτό το αίτημα. Να προσεχτεί ιδιαίτερα το e-mail (χρειάζεται) που θα βάλετε γιατί αυτόματα θα σας σταλεί μήνυμα για να επιβεβαιώσετε την υπογραφή σας στο αίτημα και μόνο τότε θα θεωρηθεί έγκυρη.
Είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής που μπορούμε να αποδώσουμε στην Άννα Πολιτκόφσκαγια

«Τα βασανιστήρια που έκανε η Αμερικανίδα στρατιωτίνα στους Ιρακινούς κρατουμένους δεν είναι τίποτε σε σχέση με τα μαρτύρια που γίνονται στην Τσετσενία». Άννα Πολιτκόφσκαγια

Η Άννα Πολιτκόφσκαγια ήταν η μόνη ρωσίδα δημοσιογράφος που μετέδιδε την πραγματικότητα και τις βαναυσότητες των Ρώσων στην δεύτερη ρωσική εισβολή στην Τσετσενία το 1999. Μπήκε στην Τσετσενία περισσότερες από 40 φορές με κίνδυνο της ζωής της για να μεταδώσει την αλήθεια Το 2001 συνελήφθηκε και αφέθηκε ελεύθερη μετά από διεθνή εκστρατεία. Δημοσιεύουμε παρακάτω ένα κείμενο από την προσωπική της εμπειρία που δημοσιεύτηκε στα Νέα, 28/4/2001:
«Όλα άρχισαν, όταν 90 οικογένειες που ζουν σε χωριά της περιοχής Βέντενο, στη Νότια Τσετσενία, εξέφρασαν από κοινού τη διαμαρτυρία τους στην εφημερίδα μας. Το κείμενο που διαβάσαμε δεν είχε προηγούμενο. Εκατοντάδες άνθρωποι ζητούσαν βοήθεια για να φύγουν από την Τσετσενία και να μεταφερθούν οπουδήποτε στη Ρωσία, το συντομότερο δυνατόν. Αιτίες: πείνα, αφόρητο κρύο, απόλυτη απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο, ελλιπής ιατρική περίθαλψη και μια ειδική αναφορά για επιδρομές των ομοσπονδιακών δυνάμεων (που στάθμευαν στα περίχωρα του χωριού Χοτούνι) στις περιοχές τους. Τα γεγονότα που περιγράφονταν θεωρήθηκαν απίστευτα όσο και προκλητικά. Έτσι έπρεπε να διασταυρωθούν. Η επίσκεψη ξεκίνησε στις 18 Φεβρουαρίου. Είχα ακούσει δεκάδες τρομακτικές ιστορίες από ανθρώπους που είχαν εκτεθεί σε βασανιστήρια και κακομεταχείριση από Ρώσους στρατιώτες. Ιστορίες τόσο φοβερές που το χέρι αρνιόταν να καταγράψει... Ύστερα, έγινα μάρτυρας γεγονότων, κατά τα οποία θύμα ήμουν εγώ η ίδια. Ήταν λες και ζωντάνεψαν εικόνες για να επιβεβαιώσουν ό,τι είχα ακούσει μέχρι τότε. Τώρα το άτομο στο οποίο φώναζαν: «Στοπ! Μην κουνηθείς», ήμουν εγώ. Και ένας αξιωματικός της FSB διαδόχου της KGB ένας νεαρός υπολοχαγός, ψιθύριζε βρώμικα λόγια στο αυτί μου: «Είσαι μία από αυτούς... θα ‘πρεπε να σε πυροβολήσουμε...».
Από τους πρώτους που μου περιέγραψαν σκηνές βασανισμού ήταν η Ροζίτα, από το χωριό Τοβζενί. Με δυσκολία κινεί τα χείλη της και τα πόδια της, ενώ τα μάτια της είναι ανέκφραστα. Πονά στα πόδια και τους πνεύμονες. Πριν από ένα μήνα την μετέφεραν σε ένα πραγματικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, στα περίχωρα του Χοτούνι, στην περιοχή Βέντενο, εκεί όπου σταθμεύουν η 45η βάση αεροπορίας και το 145ο σύνταγμα αλεξιπτωτιστών.
Η Ροζίτα δεν είναι πια νέα. Έχει πολλά παιδιά και πολλά εγγόνια. Το πιο μικρό από αυτά είναι τριών ετών και αν και δεν μιλούσε καθόλου ρωσικά, από τότε που είδε τη σύλληψη της γιαγιάς του φωνάζει: «Πέσε κάτω στο έδαφος». Η Ροζίτα συνελήφθη στο σπίτι της ξημερώματα, όταν όλοι βρίσκονταν στα κρεβάτια τους. Την αιφνιδίασαν. Την πέταξαν σε μια λακκούβα, στο στρατόπεδο έξω από το Χοτούνι. «Σε έσπρωξαν; Σε κλώτσησαν;». «Ναι, αυτό είναι σύνηθες». Δώδεκα ημέρες έμεινε έτσι, εκεί. Μια νύχτα ο φρουρός την λυπήθηκε και της πέταξε ένα χαλάκι. «Κουλουριάστηκα γύρω του. Πάνω απ’ όλα, τελικά, ο στρατιώτης είναι άνθρωπος», λέει. Καμία κατηγορία δεν της απαγγέλθηκε, αν και την ανέκριναν τρεις φορές. Οι αξιωματικοί, τόσο νέοι που θα μπορούσαν να είναι παιδιά της, της συστήθηκαν ως μέλη της FSB. Πήραν ένα καλώδιο, έβαλαν τη μια άκρη του στα δάχτυλα του ενός χεριού της, και την άλλη στα δάχτυλα του άλλου, με το κεφάλι της ανάμεσα, έτσι ώστε το καλώδιο να εφάπτεται στο πίσω μέρος το λαιμού της.
«Ναι, είπα κάτι τρομερό, ούρλιαξα», θυμάται. «Πόνεσα πολύ όταν άνοιξαν το ρεύμα. Όμως φοβήθηκα ότι θα τους προκαλούσα. Γι’ αυτό και δεν ξαναφώναξα. Ύστερα είπαν: “Δεν χορεύεις αρκετά καλά. Ας ενισχύσουμε το ρεύμα”. Και το έκαναν». Και η Ροζίτα φώναζε όλο και πιο δυνατά.
«Γιατί σας βασάνισαν; Ξέρατε;». «Όχι, δεν ρώτησαν τίποτα συγκεκριμένο». Στο μεταξύ, οι αξιωματικοί διεμήνυσαν σε συγγενείς της να συγκεντρώσουν χρήματα, προκειμένου να την απελευθερώσουν. Τους είπαν να βιαστούν, γιατί η Ροζίτα δεν θα άντεχε πολύ. Τα χρήματα δεν άργησαν να φτάσουν και η Ροζίτα, βρώμικη και αξιολύπητη, έφτασε σερνάμενη στο φυλάκιο και βγήκε έξω. Ποια είναι λοιπόν η Ροζίτα από το Τοβζενί; Μια αντάρτισσα; Αν όχι, γιατί την συνέλαβαν; Αν ναι, γιατί την άφησαν;
Ο διοικητής του 45ου συντάγματος είναι ελκυστικός στην εμφάνιση και με ξεναγεί εκεί ακριβώς όπου κρατήθηκε η Ροζίτα. Μου δείχνει τους λάκκους λέγοντας: «Μόνο τους αντάρτες βάζουμε εκεί. Όχι απλούς ανθρώπους». Ύστερα, η αφήγηση του Ίσα, που ζει στο Σελμεντάουζεν, επίσης στο Βέντενο. Τον έφεραν στο στρατόπεδο τον Φεβρουάριο. Έσβηναν τσιγάρα πάνω του, του έβγαλαν τα νύχια, τον χτύπησαν στους πνεύμονες με μπουκάλια Πέπσι Κόλα που περιείχαν νερό. Μετά τον πέταξαν στον λάκκο που ονόμαζαν «μπανιέρα». Ήταν γεμάτος νερό. Εκεί πετούσαν καυτά ραβδιά. Ο Ίσα επιβίωσε. Άλλοι όχι. Στον ίδιο λάκκο βρίσκονταν άλλοι πέντε. Οι νεαροί αξιωματικοί που τους ανέκριναν, τους είπαν ότι είχαν ωραία οπίσθια και τους βίασαν. Προσθέτοντας ως δικαιολογία: «Οι γυναίκες σας δεν θα μας άφηναν...».
Οι εμπειρίες σαν κι αυτές της Ροζίτα και του Ίσα δείχνουν ότι στον πόλεμο στην Τσετσενία οι ρόλοι βασανιστών και θυμάτων έχουν αντιστραφεί. Δύο λεπτά αφότου αποχαιρέτησα τον διοικητή με συνέλαβαν. «Είσαι μία από αυτούς. Τα έγγραφά σου είναι ψευδή», μου είπαν. Με ανέκριναν σε μία σκηνή επί ώρες. Νεαροί αξιωματικοί μου θύμισαν επιτιμητικά ότι ενεργούσαν μόνο κατ’ εντολήν του προέδρου Πούτιν. Παραλείπω τις πιο αηδιαστικές λεπτομέρειες των ανακρίσεων, γιατί είναι απόλυτα αισχρές. Ήταν όμως αυτές οι λεπτομέρειες που οι βασανιστές μου δεν μπορούσαν να φανταστούν που παρείχαν τη βασική απόδειξη ότι όλα όσα μου είχαν πει νωρίτερα οι Τσετσένοι ήταν αληθινά...».
«Αν δούλευες για μας, θα ‘χες τα πάντα. Αλλά ήρθες για να δεις τους λάκκους»
«...Κάποιες φορές έμπαινε μέσα ένας ανώτερος αξιωματικός, ένας αντισυνταγματάρχης με σκούρα, βλακώδη μάτια, που μου έλεγε ότι αν φερόμουν καλά θα είχα “ευνοϊκή μεταχείριση”. Στο μεταξύ, οι “νεώτεροι” ασχολούνταν με το να αγγίζουν τα πιο ευαίσθητα σημεία: κοιτούσαν τις φωτογραφίες των παιδιών μου και δεν παρέλειπαν να μου λένε τι θα τους συνέβαινε. Τελικά, ο αντισυνταγματάρχης που προσπάθησε να με συγκινήσει, λέγοντας ότι ξοδεύει αδίκως τον χρόνο του, κοίταξε το ρολόι του και είπε: “Πάμε. Θα σε πυροβολήσω”. Με έβγαλε έξω, στο σκοτάδι. “Έτοιμη ή όχι, έρχομαι”, μου είπε. Ξαφνικά, ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, στριγγλιές, και είδα φλόγες. Φάνηκε να του αρέσει που με είδε να τρέμω από φόβο. Με είχε οδηγήσει σε κοντινή απόσταση από τη ζώνη πυρός. “Έλα”, μου είπε. “Εδώ είναι το μπάνιο. Βγάλε τα ρούχα σου”. Όταν αντιλήφθηκε ότι δεν θα το έκανα, θύμωσε πολύ. “Ένας αντισυνταγματάρχης σε θέλει με όλη του την καρδιά, πανάθλια σκύλα”, επαναλάμβανε... Ένας άλλος αξιωματικός, που μου είπε ότι ανήκε στην FSB, μπήκε στο μπάνιο. “Δεν θέλει να κάνει μπάνιο”, του είπε ο αντισυνταγματάρχης. Ο άλλος, της FSB, ακούμπησε κάποια μπουκάλια στο τραπέζι και είπε: “Τότε θα την πάρω”. Κάναμε βόλτες στο σκοτάδι. Τελικά, με διέταξε να κατεβώ τις σκάλες. Ήταν η αποθήκη όπου θα έμενα μέχρι να με απελευθερώσουν, στις 22 Φεβρουαρίου. Στον τοίχο ένα πόστερ έγραφε “119ο Παραστρατιωτικό Σύνταγμα”. Ζήτησα να μου απαγγελθούν κατηγορίες. Ή να με στείλουν φυλακή, όπου θα με επισκέπτονταν συγγενείς μου. “Αποκλείεται. Είσαι μία από τους ληστοσυμμορίτες. Αν δούλευες για μας, θα ‘χες τα πάντα. Αλλά ήρθες για να δεις τους λάκκους. Είσαι μια σκύλα...”.

Ο εφιάλτης τελείωσε με μια πτήση στο Μοζντόκ και από εκεί στη Μόσχα. Όλα αυτά συμβαίνουν στη χώρα μας, εδώ, τώρα. Υπό το υπάρχον Σύνταγμα. Υπό έναν “θεληματικό” πρόεδρο, εγγυητή. Ενώ το γραφείο του γενικού εισαγγελέα λειτουργεί ακόμη. Ενώ υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυβερνητικών και ανεξάρτητων οργανώσεων, εργάζονται για να διασφαλίζουν τα δικαιώματα των πολιτών.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν λάκκοι, ηλεκτροφόρα καλώδια, “χοροί”, “έτοιμη ή όχι, έρχομαι”. Και κανείς δεν θα τολμήσει να πει ότι δεν τα είδα, δεν τα άκουσα, δεν τα άγγιξα. Τα έζησα η ίδια...».
Ένας μαζικός τάφος με περισσότερα από 30 πτώματα ανακαλύφθηκε έξω από το Γκρόζνι και ήδη έχει ξεκινήσει έρευνα...

Στα Νέα 10/10/06 ο Γκαζμέντ Καπλάνι έγραψε ένα πολύ καλό άρθρο με τίτλο «Υπάρχουμε... Συνυπάρχουμε; Στη μνήμη της Άννας Πολιτκόφσκαγια». Δημοσιεύουμε παρακάτω ένα απόσπασμα απ’ αυτό το άρθρο που ενώνει με διεισδυτικό, πυκνό και γλαφυρό τρόπο τον νέο ρώσικο καγκεμπίτικο καπιταλισμό με τον πρόγονό του «υπαρκτό σοσιαλισμό» ή αλλιώς κρατικό σοσιαλφασισμό.

<<Τα χρόνια πέρασαν. Οι «σοσιαλιστικοί παράδεισοι» κατέρρευσαν. Τη θέση τους πήρε το «καπιταλιστικό όνειρο». Και αυτό που συνέβη, από τη Ρωσία μέχρι την Αλβανία, μοιάζει με ένα απίστευτο κωμικοτραγικό σενάριο. Εν μια νυχτί, κυριολεκτικά, οι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών έγιναν μάνατζερ. Οι γραμματείς του κόμματος μεταμορφώθηκαν σε μπίζνεσμαν. Εκείνοι που μας ζάλιζαν τραγουδώντας τη Διεθνή, ξαφνικά άρχισαν να τραγουδούν με λύσσα τον εθνικό ύμνο. Εκείνοι που μας διάβαζαν όλη την ώρα το «Κεφάλαιο» έγιναν ξαφνικά θεούσοι. Το «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!» έγινε «Εθνικιστές όλων των χωρών ενωθείτε!». Το «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού» έγινε «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Το «καπιταλιστικό όνειρο» ανέλαβαν να τον κτίσουν οι ίδιοι άνθρωποι που έκτιζαν και τον «σοσιαλιστικό παράδεισο». Λίγο ώς πολύ, με τις ίδιες πρακτικές και μεθόδους. Γι’ αυτό το «καπιταλιστικό όνειρο» που φτιάχνουν σήμερα μοιάζει πάρα πολύ με την περιγραφή του καπιταλισμού που δίδασκαν οι ίδιοι χθες στον «σοσιαλιστικό παράδεισο»... Καμία χώρα όμως δεν ενσαρκώνει καλύτερα αυτή την μετάβαση όπως η σημερινή Ρωσία: εκεί όπου το «καπιταλιστικό όνειρο» έχουν αναλάβει να το κτίσουν αποκλειστικά οι πρώην πράκτορες της KGB. Σε ένα τέτοιο «σύμπαν» λοιπόν η Άννα Πολιτκόφσκαγια αποτελούσε μια ανυπόφορη παραφωνία. Δεν συμβιβαζόταν. Μιλούσε πολύ. Ήξερε πολλά για τους πρώην πράκτορες της KGB που επανήλθαν στην εξουσία. Ήξερε πολλά για το έγκλημα που συντελείται μακριά από τις κάμερες στην Τσετσενία. Διαβάζω αποσπάσματα από το ημερολόγιό της, που δημοσίευσε χθες η «Novaya Gazeta»: «Η Ρωσία βρίσκεται σε αδιέξοδο... Αυτό που συνέβη οφείλεται στο γεγονός ότι στις θέσεις κλειδιά της κυβέρνησης της χώρας βρίσκονται τώρα όλοι οι άνθρωποι που ήταν κάποτε στην KGB... Η πλειοψηφία του πληθυσμού συμφωνεί. Τι θα γίνει όμως με την μειοψηφία; Εγώ γράφω βιβλία και δημοσιεύω άρθρα. Πρέπει να εξηγήσω πού πάνε τα πράγματα, πρέπει να εξηγήσω ότι εάν το σύστημα νιώθει την ανάγκη να εξουδετερώσει κάποιον που τον ενοχλεί, θα το κάνει χωρίς κανένα δισταγμό»...
Η Άννα Πολιτκόφσκαγια είχε προβλέψει, κατά κάποιον τρόπο, το ίδιο της το τέλος. Ας ευχηθούμε μόνο ότι η δολοφονία της δεν θα ξεχαστεί στο άψε σβήσε. Όπως έχουν ξεχαστεί τόσα χρόνια, από ιμπεριαλιστές και αντιιμπεριαλιστές, οι Τσετσένοι, για τους οποίους επέμενε να γράφει η Άννα...

Το Τελευταίο Άρθρο της Άννας Πολιτκόφσκαγια
(αναδημοσίευση από την Ελευθεροτυπία, 20/10)

Ο τίτλος του τελευταίου άρθρου της Άννας Πολιτκόφσκαγια: «Σε βαφτίζουμε τρομοκράτη». Άρχισε να το γράφει μόλις ολοκλήρωσε τη νέα της έρευνα για τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονται οι κρατούμενοι στην Τσετσενία -από τους εκεί εγκαθέτους του Κρεμλίνου- μέχρι να ομολογήσουν ότι είναι «τρομοκράτες». Ακόμη μία έρευνα της Ρωσίδας δημοσιογράφου για τη φρίκη στην Τσετσενία. Ακόμη ένα άρθρο καταπέλτης. Όμως δεν πρόλαβε να το τελειώσει. Σε αυτό το τελευταίο κείμενο, εκτός από τον δικό της σχολιασμό, η Άννα Πολιτκόφσκαγια αναπαράγει τη συγκλονιστική γραπτή μαρτυρία ενός νέου Τσετσένου που υπέστη -όπως και αμέτρητοι άλλοι- στυγνά βασανιστήρια για να ομολογήσει εγκλήματα που δεν διέπραξε. Η «Novaϊa Gazeta» δημοσίευσε (12.10.2006) το τελευταίο κείμενο της Άννας Πολιτκόφσκαγια, από το οποίο παραθέτω αμέσως ένα απόσπασμα: «Δεκάδες φάκελλοι φθάνουν στο γραφείο μου κάθε μέρα. Είναι τα αντίγραφα ποινικών υποθέσεων ατόμων που έχουν φυλακιστεί ως “τρομοκράτες” ή αφορούν ανθρώπους για τους οποίους διεξάγονται ακόμη έρευνες. Γιατί βάζω τη λέξη “τρομοκράτης” εντός εισαγωγικών; Διότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι “κατασκευασμένοι” τρομοκράτες από τις Αρχές. Το 2006, η πρακτική της “κατασκευής” τρομοκρατών έχει πλέον υποκαταστήσει κάθε γνήσια αντιτρομοκρατική πολιτική. (...) Οι εισαγγελείς και οι δικαστές δεν ενεργούν εν ονόματι του νόμου ούτε ενδιαφέρονται να τιμωρήσουν τους ενόχους. Αντιθέτως. Οι εισαγγελείς και οι δικαστές εκτελούν πολιτικές εντολές, με μοναδικό σκοπό να δίνουν στο Κρεμλίνο καλές ειδήσεις. Μια επίσημη μηχανή παράγει “ειλικρινείς και αυθόρμητες” ομολογίες. Ομολογίες που παρέχουν τα σωστά στατιστικά στοιχεία για τη “μάχη κατά της τρομοκρατίας” στο βόρειο Καύκασο, όπου βρίσκεται η Τσετσενία».