ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ «ΤΑ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΑ ΤΟΥ ‘73» ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
Κάθε 17η Νοέμβρη όλα τα φώτα της ιστορικής αναδρομής συγκεντρώνονται στο Πολυτεχνείο της Αθήνας. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν το κέντρο μιας γενικότερης φοιτητικής εξέγερσης από το οποίο εκείνη πήρε το όνομά της. Λίγος λόγος δηλαδή γίνεται για το ότι την κατάληψη του Πολυτεχνείου της Αθήνας ακολούθησε αμέσως μετά η κατάληψη του Πολυτεχνείου της Θεσσαλονίκης, η κατάληψη του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων και η κατάληψη του Πανεπιστήμιου της Πάτρας. Για να πάρουν οι αναγνώστες μας μια εικόνα γι’ αυτές τις καταλήψεις, οι δύο από τις οποίες (στα Γιάννενα και στη Θεσσαλονίκη) έγιναν σε πόλεις πολύ πιο φασιστοκρατούμενες από την Αθήνα, αλλά και μια εικόνα της πάλης των γραμμών μέσα σ’ αυτές, αναδημοσιεύουμε μεγάλα αποσπάσματα από τις σχετικές παρεμβάσεις που έκαναν στην ιστοσελίδα της «Κίνησης Παιδεία για Δημοκρατία και Ανάπτυξη» δύο από τους τότε φοιτητές που έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτές τις καταλήψεις. Πρόκειται για τους συντρόφους μας Χρήστο Λασκαρίδη (για την κατάληψη του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης) και Θανάση Κοφίνα (για την κατάληψη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων).
Παρέμβαση μέλους της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης και αντιπροσώπου της Φυσικομαθηματικής Σχολής (Φ.Μ.Σ.)
.Για την κατάληψη
του Πολυτεχνείου της Θεσσαλονίκης έχουν γραφεί ελάχιστα. Η πιο ολοκληρωμένη
και πολύ καλή περιγραφή της κατάληψης βρίσκεται στην μπροσούρα του Επαναστατικού
Κομμουνιστικού Κινήματος Ελλάδας (ΕΚΚΕ) και της σπουδαστικής του παράταξης ΑΑΣΠΕ
με τίτλο «Να σηκώσουμε ψηλα τη σημαία του Νοέμβρη», που εκδόθηκε αμέσως μετά
τη δικτατορία. Το ΕΚΚΕ που αναφέρουμε δεν είναι η σημερινή σοσιαλφασιστική οργάνωση
που διατηρεί αυτόν τον τίτλο και η οποία είναι ένα θλιβερό υπόλειμμα.
Η οργάνωση με την καθαρή γραμμή των μαζικών πολιτικών εκδηλώσεων και της συνολικής
σύγκρουσης με τη δικτατορία και στη Θεσσαλονίκη ήταν η οργάνωση ΑΑΣΠΕ (Αντιφασιστική
Αντιιμπεριαλιστική Σπουδαστική Παράταξη Ελλάδας). Μπορούμε να πούμε ότι ο ρόλος
της ήταν καθοριστικός. Όχι στον αριθμό των οργανωμένων μελών που διέθετε στην
πόλη, αλλά στο ότι το ΕΚΚΕ και η ΑΑΣΠΕ έριξαν το σπόρο της κατάληψης στην ουσία
από την Τετάρτη 14/11/1973 υποστηρίζοντας στο Πολυτεχνείο μια μαζική εκδήλωση
στο πανεπιστήμιο. Για να δώσουμε το μέτρο της σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο γραμμές
και το ιδεολογικό περιεχόμενό της από την πλευρά του σοσιαλφασισμού, αναφέρουμε
ότι τους 1000 περίπου φοιτητές στην Αθήνα που την ίδια Τετάρτη συντόμευσαν τη
συνέλευση της Νομικής και μπήκαν -όσοι το κατόρθωσαν- στο Πολυτεχνείο με επικεφαλής
την ΑΑΣΠΕ, η Πανσπουδαστική Νο 8,
το όργανο της αντι-ΕΦΕΕ του «Κ»ΚΕ, τους χαρακτήρισε 350 προβοκάτορες του Ρουφογάλη,
του διοικητή της ΕΣΑ! Αυτή είναι η σύναξη που μεγάλωσε αυθόρμητα και έγινε το
Πολυτεχνείο.
Η Πέμπτη 15/11/1973 στη Θεσσαλονίκη πέρασε με την παρακολούθηση των εξελίξεων
στην Αθήνα, και την Παρασκευή το πρωί μαζεύτηκαν στο Πολυτεχνείο οι πρώτοι αντιρεφορμιστές
φοιτητές πεισμένοι ότι έπρεπε να ακολουθήσουν την Αθήνα. Ο κόσμος άρχισε να
πυκνώνει. Η αντι-ΕΦΕΕ του ψευτοΚΚΕ και το Γραφείο Εσωτερικού δεν είχαν πάρει
χαμπάρι! Με τη συνεχή αύξηση του αριθμού των φοιτητών η μάζα εκφράστηκε με συνθήματα
και ο ενθουσιασμός κορυφώθηκε. Κάθε ένας που έμπαινε στο Πολυτεχνείο γινόταν
δεκτός με συνθήματα και χειροκροτήματα. Η κατάληψη ήταν γεγονός. Καμιά συνέλευση
και εδώ δεν αποφάσισε την κατάληψη.
Η κατάληψη κράτησε από το μεσημέρι περίπου της Παρασκευής μέχρι τα ξημερώματα
του Σαββάτου, όταν ήρθαν τα δύο τάνκς και το Πολυτεχνείο περικυκλώθηκε από λοκατζήδες
και αστυνομία.
Η Συντονιστική Επιτροπή που εκλέχτηκε στη Θεσσαλονίκη είχε τις αδυναμίες κάθε
επιτροπής ενός αυθόρμητου κινήματος που συγκροτείται το ίδιο αυθόρμητα από ανθρώπους
σχετικά άπειρους ή περισσότερο έμπειρους, που πρέπει όμως να διαχειριστούν τόσο
σημαντικές πολιτικές καταστάσεις μέσα σε ελάχιστο χρόνο και -το σημαντικότερο-
χωρίς την ενιαία καθοδήγηση ενός επαναστατικού κόμματος. Τα έμπειρα κόμματα,
το «Κ»ΚΕ και το «Κ»ΚΕ-εσ., είχαν συμφωνήσει στην επιβολή του συνταγματικού κοινοβουλευτικού
φασισμού μέσα από τη γραμμή της «οικουμενικής κυβέρνησης», και γι’ αυτό δεν
προωθούσαν, αλλά, αντίθετα, υπονόμευαν τη γενική σύγκρουση ενάντια στη χούντα.
Η μεγαλύτερη απειρία της Συντονιστικής Επιτροπής της Θεσσαλονίκης και της κατάληψης
φάνηκε στο γεγονός ότι άφησαν χωρίς έλεγχο την «επιτροπή επικοινωνιών» στα χέρια
των ρεφορμιστών, στη συνέχεια σοσιαλφασιστών, που, όπως και στην Αθήνα, ενώ
διαφωνούσαν με την κατάληψη, έτρεξαν μετά να πάρουν θέσεις στις επιτροπές καταλήψεων,
για να περάσουν την πολιτική τους και να νοθεύσουν το επαναστατικό πνεύμα και
τις εξελίξεις.
Αυτή η «επιτροπή επικοινωνιών» έκανε κάτι το ασύλληπτο. Κρατούσε μυστικό
από τους φοιτητές, ακόμα και από την Επιτροπή της κατάληψης, ότι στην Αθήνα
είχαμε αρχικά δύο νεκρούς και ότι στη συνέχεια είχαν μπει τα τανκς στο Πολυτεχνείο,
ότι στην Αθήνα γινόταν μακελειό!!! Έτσι ο ρεφορμισμός, ελέγχοντας τα τηλέφωνα,
κρατούσε το Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη μισοκοιμοισμένο, βουτηγμένο στην πλήρη
άγνοια, με τον κόσμο να σχεδιάζει την εξέγερση το πρωί με διαδήλωση στην πόλη!!!
Η υπόλοιπη Επιτροπή της κατάληψης και ο κόσμος έμαθαν για τις εξελίξεις στην
Αθήνα όταν ήλθαν τα δύο τανκς στην είσοδο του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης και
περικυκλώθηκε το κτίριο από λοκατζήδες και αστυνομία. Αφού δεν μπορούσε να κάνει
αλλιώς, η «επιτροπή επικοινωνιών» ενημέρωσε για τις εξελίξεις! Η Επιτροπή της
κατάληψης, με όλες τις αδυναμίες της συγκρότησής της, που δεν πρόλαβε καν να
ενοποιήσει τη δράση, έπρεπε σε ένα λεπτό να ενημερωθεί και να αποφασίσει τι
θα γίνει παραπέρα. Εκφράστηκε η άποψη ότι το ζήτημα έπρεπε να συζητηθεί στη
συνέλευση. Η «επιτροπή επικοινωνιών» είχε πάθει κρίση. Έλεγε ότι «δεν μπορούμε
να πάρουμε στο λαιμό μας ανθρώπους»… Είχαμε πιαστεί στη φάκα. Η κατάσταση
στην Αθήνα, στην οποία είχε ήδη αρχίσει το μακελειό με δεδομένη την απομόνωση
του Πολυτεχνείου από την πόλη, εξανάγκασε την επιτροπή σε «διαπραγμάτευση» με
τους απέξω. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν περιθώρια καμιάς διαπραγμάτευσης,
παρά δύο ενδεχόμενα: της παράδοσης ή της αιματοχυσίας, χωρίς λαϊκή κινητοποίηση,
γιατί το Πολυτεχνείο ήταν απομονωμένο από την πόλη. Αν οι ρεφορμιστές και οι
σοσιαλφασίστες δεν κρατούσαν τις πληροφορίες για τον εαυτό τους, θα είχε γίνει
προφανώς τις προηγούμενες ώρες Γενική Συνέλευση και θα παίρνονταν αποφάσεις
για την παραπέρα πορεία. Το σωστό σ’ αυτή την περίπτωση θα ήταν -σύμφωνα και
με την άποψη πολλών αγωνιστών- ότι έπρεπε η σύγκρουση να μεταφερθεί στους δρόμους
της πόλης.
Η Επιτροπή βγήκε από το Πολυτεχνείο και πήγε ανάμεσα στα δύο τανκς που είχαν
σταματήσει στην είσοδο, όπου περίμεναν στρατός και αστυνομία και δίπλα τους
ο πρύτανης. Η ώρα ήταν περίπου 5 το πρωί. Είπαμε στον επικεφαλής της επιχείρησης,
που δεν ήταν τυχαίο ότι ήταν ο αξιωματικός των τανκς (οι ασφαλίτες δίπλα δε
μιλούσαν), ότι θα φύγουμε το πρωί με το φως της ημέρας. Αυτό σήμαινε βέβαια
ότι ο ραδιοφωνικός σταθμός θα καλούσε να έλθει κόσμος για συμπαράσταση ή να
κινηθεί στην πόλη. Ο αξιωματικός ήταν σε μια απίστευτη κρίση και απαίτησε να
φύγουμε σε δύο λεπτά. Τα τανκς είχαν αναμμένες τις μηχανές. Όλοι κατάλαβαν -και
ήταν αυτονόητο ύστερα από τη σφαγή που μάθαμε ότι γινόταν στην Αθήνα- πως είχε
διαταγή να μπει στο Πολυτεχνείο. Δε θα ρίσκαρε μια πιθανή συμπαράσταση σε μερικές
ώρες έξω από το Πολυτεχνείο ή ακόμα και πιθανές εκδηλώσεις στην πόλη.
Το γεγονός ότι άφησαν την Επιτροπή να μπει ξανά μέσα στο Πολυτεχνείο δείχνει
και τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης που είχαν οι φασίστες απ’ έξω.
Ακολούθησε η έξοδος μιας ομάδας, που την ακολούθησε ο κόσμος. Οι συλλήψεις εκατοντάδων
φοιτητών μέσα από τους διαδρόμους και τα μπλόκα που είχαν σχηματίσει οι φασίστες,
η παράδοση στην κυριολεξία των αγωνιστών, ήταν ό,τι χειρότερο.
Η κατάληψη του Πολυτεχνείου της Θεσσαλονίκης ήταν σημαντική συνεισφορά στον
αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό αγώνα του Πολυτεχνείου…
Η κατάληψη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων το 1973. Παρέμβαση μέλους της τότε παράνομης οργάνωσης Κίνηση Ελλήνων Μαρξιστών Λενινιστών (ΚΕΜΛ) που συντόνισε την κατάληψη.
Σε μια επαρχιακή
πόλη όπως τα Γιάννενα αναπτύχθηκε το αντιφασιστικό κίνημα σε τέτοιες συνθήκες
τρομοκρατίας, που θα έλεγε κανείς αρχικά ότι αυτό θα ήταν αδύνατο να γίνει.
Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων βρισκόταν στα όρια της πόλης και με σχετικά μικρό
αριθμό φοιτητών. Η απομόνωση αυτή και το μικρό μέγεθος της πόλης έδινε το πλεονέκτημα
στη χούντα να έχει σε κλοιό τους φοιτητές και να «ελέγχει» με τους κατασταλτικούς
μηχανισμούς της την αντίσταση στο πανεπιστήμιο. Η Ασφάλεια ήταν παντού, τρομοκρατούσε
τους φοιτητές με εφόδους στα σπίτια, με προσαγωγές, συλλήψεις και βασανιστήρια.
Η παρακολούθηση ήταν τόσο στενή, που οι ασφαλίτες συνόδευαν τους αγωνιστές φοιτητές
πολλές φορές από τα σπίτια τους στο πανεπιστήμιο και αντίστροφα. Μέσα σ’ αυτές
τις συνθήκες καταπίεσης, με υποχρεωτικές παρουσίες στα μαθήματα και στενή παρακολούθηση
από την Ασφάλεια, οι φοιτητές κατόρθωσαν τελικά να δημιουργήσουν εστίες αντίστασης
σε κάθε σχολή στο πανεπιστήμιο.
Το 1972 συνελήφθησαν δύο εξέχουσες μορφές του φοιτητικού κινήματος, ο Νίκος
Ράπτης και η Πόπη Βουτσινά, που βασανίστηκαν στα μπουντρούμια της ΕΣΑ για έξι
μήνες.
Το 1972 η χούντα είχε προσπαθήσει να «φιλελευθεροποιήσει» το φασιστικό καθεστώς
στα πανεπιστήμια μέσω των φοιτητικών ψευτοεκλογών. Όπως είναι γνωστό, οι λίστες
των υποψηφίων στα ΔΣ καταρτίστηκαν από το στρατιωτικό επίτροπο.
Στη φάση αυτή συγκρούστηκαν δύο ρεύματα μέσα στο φοιτητικό κίνημα. Είναι γνωστό
σε όλους που έζησαν από κοντά εκείνα τα γεγονότα ότι το ψευτοΚΚΕ υπεράσπιζε
με πάθος τη συμμετοχή των φοιτητών στις ψευτοεκλογές που νομιμοποιούσαν το καθεστώς.
Η γραμμή όμως της ρήξης με το φασιστικό καθεστώς μέχρι και την ανατροπή του
ήταν εκείνη που κυριαρχούσε στη συνείδηση των φοιτητών, που απείχαν μαζικά από
τις ψευτοεκλογές απομονώνοντας τη γραμμή του ψευτοΚΚΕ.
Όπως είναι γνωστό, αυτό το κόμμα αντιτάχτηκε λυσσαλέα σε όλες τις καταλήψεις,
και ιδιαίτερα στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, που ήταν το κέντρο των εξελίξεων,
και δε δίστασε να χαρακτηρίσει τους πρώτους φοιτητές που μαζεύτηκαν εκεί πράχτορες
της Ασφάλειας.
Στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων όμως, όπως και στην πόλη των Ιωαννίνων, η δράση του
ψευτοΚΚΕ ήταν ανύπαρκτη. Αυτό βοηθούσε το κίνημα.
Οι δυσκολίες στην ανάπτυξη του αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού αγώνα είχαν
να κάνουν στο εσωτερικό του κινήματος με την πάλη γραμμών ανάμεσα στο μαρξιστικό
λενινιστικό πυρήνα της Κίνησης Ελλήνων Μαρξιστών Λενινιστών (ΚΕΜΛ), επικεφαλής
της οποίας ήταν ο Νίκος Ράπτης, και σε ένα ρεύμα τροτσκιστών, αναρχικών και
δημοκρατών φοιτητών που δεν είχε σαφή οργανωτική συγκρότηση. Από το ρεύμα αυτό
συμμετείχαν φοιτητές ακόμα και στις εκλογές-παρωδία.
Στις 15 και 16 του Νοέμβρη 1973, όταν έγινε πλέον συνείδηση ότι οι καταλήψεις
έπρεπε να επεκταθούν σε όλα τα πανεπιστήμια και να δοθεί πανελλαδική διάσταση
στον αντιφασιστικό αγώνα, συναντήσαμε και τότε την άρνηση αυτού του ρεύματος
να προχωρήσουμε σε κατάληψη. Την Πέμπτη το βράδυ 15 Νοεμβρίου, που η ΚΕΜΛ και
ανεξάρτητοι φοιτητές γύριζαν στα σπίτια για να οργανώσουν την κατάληψη του πανεπιστημίου,
το ίδιο βράδυ εκπρόσωποι του άλλου ρεύματος έκαναν το ίδιο, με τη θέση όμως
να μη γίνει καμιά τέτοιου είδους μαζική εκδήλωση.
Την επομένη 16 Νοεμβρίου στην πιο μαζική συνέλευση, περίπου700 άτομα, οι φοιτητές
κατέλαβαν το πανεπιστήμιο, τη ΦΜΣ και τη Φιλοσοφική Σχολή, με την καθοδήγηση
της ΚΕΜΛ και με την υποστήριξη των συνεπών ανεξάρτητων αγωνιστών. Ανοιχτή Συντονιστική
Επιτροπή κατάληψης δεν εκλέχτηκε. Ο συντονισμός γινόταν από τον οργανωμένο πυρήνα
της ΚΕΜΛ. Το οπορτουνιστικό ρεύμα των αστικών κομμάτων και του ψευτοΚΚΕ, που
προωθούσε τη «φιλελευθεροποίηση», ηττήθηκε και στα Γιάννενα, όπως και πανελλαδικά.
Εκτιμώντας στη συνέχεια τις δυσκολίες που θα είχε η παραμονή μέσα στο απομονωμένο
από την πόλη πανεπιστήμιο, αποφασίστηκε και έγινε πορεία στην πόλη ελπίζοντας
ότι την επομένη στις 17 θα είχαμε στη νέα διαδήλωση και τη συμπαράσταση του
λαού. Στις 17 όμως του Νοέμβρη το πανεπιστήμιο καταλήφθηκε από τους ασφαλίτες
και τους τραμπούκους της χούντας.
Αξίζει να τονίσουμε ότι από τους Γιαννιώτες βρέθηκαν δίπλα στους φοιτητές, αψηφώντας
κάθε κίνδυνο, μόνο τρεις άνθρωποι: οι εργάτες οικοδόμοι Κώστας Καμτσίκας, Βασίλης
Σιακαβίτσης και Συμεών Κριθαράς.
Το Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων έδωσε ένα θαυμάσιο και δύσκολο αγώνα μαζί με τους
άλλους φοιτητές και τον εξεγερμένο λαό στην Αθήνα.
Η συνέχεια όμως αυτού του αγώνα ήταν τραγική. Στελέχη του οπορτουνιστικού ρεύματος,
που γύριζαν το βράδυ της Πέμπτης για να αποτρέψουν την κατάληψη που είχαμε αποφασίσει
στην ΚΕΜΛ μαζί και με ανεξάρτητους αγωνιστές, κάποιοι λοιπόν από τους ηγέτες
αυτούς, που αρνήθηκαν την κατάληψη και στη συνέχεια βρέθηκαν μέσα σ’ αυτήν για
να την υπονομεύσουν, έσπασαν στην Ασφάλεια μέσα σε μισή ώρα και χωρίς καμιά
πίεση. Έδωσαν τα ονόματα του παράνομου πυρήνα της ΚΕΜΛ και άλλων αγωνιστών,
που δημιούργησαν αυτό το σημαντικό για μια μικρή πόλη κίνημα. Δεκάδες φοιτητές
και στελέχη βγήκαν στην παρανομία. Ένας από αυτούς καταγγέλθηκε στη μεταπολίτευση
στις συνελεύσεις.
Το οπορτουνιστικό αυτό ρεύμα μετά τη μεταπολίτευση συμπεριφέρθηκε όπως το ψευτοΚΚΕ
και οι αστοί. Ενώ ήταν οι μεγαλύτεροι εχθροί της λαϊκής εξέγερσης του Πολυτεχνείου
και κάθε κατάληψης, επειδή συμφωνούσαν με την επιβολή του συνταγματικού κοινοβουλευτικού
φασισμού, τη νομιμοποίηση δηλαδή της χούντας, έγιναν μετά οι μεγαλύτεροι υποστηριχτές
του Πολυτεχνείου. Αλλά υποστήριζαν και υποστηρίζουν μια εξέγερση με ένα πλαστό
περιεχόμενο που κατασκευάζεται στα χαλκεία του ψευτοΚΚΕ.
Με την πτώση της χούντας οι φοιτητές στα Γιάννενα έδειξαν ότι έχουν και μνήμη
και θέληση. Δυνάμωσαν με τη θαρραλέα στάση τους για μια πενταετία μετά τη μεταπολίτευση
εκείνες τις δυνάμεις που με συνέπεια έδωσαν την αντιφασιστική πάλη και στη συνέχεια
αποκάλυψαν το νέο βρώμικο ρόλο του ψευτοΚΚΕ, που ήθελε να αλώσει τα πανεπιστήμια
μέσω της συνδιοίκησης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι αντιφασιστικές
αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις που αντιτέθηκαν σε βάθος στη δικτατορία, που διαφώνησαν
με τη «φιλελευθεροποίηση», ήταν αντίθετες με τη συνδιοίκηση και στη συνέχεια
με το νόμο-πλαίσιο του 1982, δηλαδή με τον έλεγχο των πανεπιστημίων από την
ψευτοαριστερά, που οδήγησε στη σημερινή διάλυση των πανεπιστημίων. Αν θέλει
κανείς να συλλάβει τη σημερινή διάλυση της εκπαίδευσης, αυτό δεν μπορεί να γίνει
παρά μόνο αν ξεκινήσει από το πραγματικό νόημα του Πολυτεχνείο, που είναι παρόν
στη σημερινή ζωή.
Όμως το νόημα του Πολυτεχνείου απλώνεται και αγκαλιάζει όλη τη ζωή. Η λαϊκή
εξέγερση ζει στη μαζική συνείδηση και απαιτεί εκεί βαθιά χωμένη τη δικαίωσή
της. Η λαϊκή εξέγερση ήταν μια αυθόρμητη μεγαλειώδης αντιφασιστική αντιιμπεριαλιστική
πάλη, πλατύτερη από το σωστό αίτημα της αποκατάστασης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας,
γι’ αυτό ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός και ο σοσιαλφασιμός δεν μπορεί να προχωρήσει
στη χώρα αυτή χωρίς να συγκρούεται με το αγαπημένο Πολυτεχνείο του λαού, χωρίς
να προσπαθεί να αλλοιώνει το νόημά του, χωρίς να βεβηλώνει και να προσεταιρίζεται
το Πολυτεχνείο.