Πρώτες εκτιμήσεις για το σοσιαλφασιστικό χτύπημα στην αμερικάνικη πρεσβεία
Η ρουκέτα στην αμερικανική πρεσβεία αποτελεί μια νέα
ποιότητα στη στρατηγική της όξυνσης των σχέσεων της χώρας μας με τις ΗΠΑ και
ένα παραπέρα βήμα για την πρόσδεση της αλλά και την πρόσδεση των Βαλκανίων στο
ρώσικο άρμα.
Σε ένα άλλο άρθρο αυτού εδώ του φύλλου της εφημερίδας αναλύουμε διεξοδικά τη
χρησιμότητα αυτής της επίθεσης στο εσωτερικό της χώρας, δηλαδή με ποιον τρόπο
αυτό εξυπηρετεί τη λυσσαλέα προσπάθεια στην οποία έχουν αποδυθεί οι ρωσόδουλες
δυνάμεις μέσα στην αστική τάξη για να ελέγξουν την αστυνομία. Και μόνο από την
ταχύτητα της αντίδρασης του Καραμανλή να αξιοποιήσει αυτό το χτύπημα για να
προωθήσει στην ηγεσία της αστυνομίας τον διαχειριστή της πολιτικής στεγανοποίησης
της «17Ν» Σύρρο, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η εσωτερική διάσταση ήταν ένα
βασικό στοιχείο στο σχεδιασμό του χτυπήματος. Όμως δεν μπορούμε να θεωρήσουμε
ότι αυτό ήταν το κύριο στοιχείο του σχεδιασμού καθώς μια στρατιωτική επίθεση
στην αμερικάνικη πρεσβεία σήμερα έχει αντικειμενικά μεγάλο περιφερειακό και
διεθνές βάρος.
Αυτό το βάρος δεν το είχε η επίθεση που έκανε με ρουκέτα η “17Ν” πάλι στην αμερικανική
πριν μια δεκαετία περίπου. Κι αυτό όχι τόσο επειδή εκείνη τη φορά το χτύπημα
έγινε στον περίβολο της πρεσβείας και όχι στο ίδιο το κτίριο και μάλιστα δίπλα
στο γραφείο του πρεσβευτή, όσο γιατί από τότε έχει μεσολαβήσει η σφαγή των δίδυμων
πύργων. Μέχρι το 2001 μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι ένα χτύπημα στην αμερικανική
πρεσβεία ήταν χτύπημα στην αμερικάνικη κυριαρχία στην Ελλάδα, κυριαρχία που
στην πραγματικότητα από το 1974, δηλαδή από την απώλεια της Κύπρου και μετά
είναι ένας μύθος. Ειδικά σήμερα πολλοί λίγοι έξυπνοι άνθρωποι μπορούν να πιστεύουν
ότι οι ΗΠΑ είναι πολιτικά κυρίαρχες στην Ελλάδα όταν είναι τόσο ακυρίαρχες ιδεολογικά,
δηλαδή όταν η ίδια η επίσημη κρατική προπαγάνδα τις αποδοκιμάζει ακατάπαυστα
για τη δράση της σε όλα τα εσωτερικά, εθνικά και διεθνή ζητήματα και ο πληθυσμός
στην τεράστια πλειοψηφία του πιστεύει ότι οι ΗΠΑ φταίνε για τα περισσότερα κακά
στον κόσμο.
Αλλά όποιο και να πιστεύει κανείς ότι είναι το βάρος της αμερικανικής πολιτικής
στην Ελλάδα το χτύπημα στην πρεσβεία της στο βαθμό που κάθε πρεσβεία είναι έδαφος
της δοσμένης ξένης χώρας μετράει αντικειμενικά μετά τις 11 του Σεπτέμβρη σαν
χτύπημα στην ίδια τη χώρα και στο έδαφός της και όχι στην εξωτερική της πολιτική.
Μετράει δηλαδή σαν επιθετικό φασιστικό χτύπημα τύπου Αλ Κάιντα και όχι σαν αντιφασιστικό
αντι-ιμπεριαλιστικό. Αυτό το ξέρανε πολύ καλά οι καθοδηγητές του λεγόμενου «Επαναστατικού
Αγώνα» που φρόντισαν να χτυπήσουν σε μια ώρα που δεν θα υπήρχαν θύματα και με
τέτοιο τρόπο που ούτε καν το βλήμα θα εκρηγνυόταν. Γιατί αν αυτό συνέβαινε τότε
το αποτέλεσμα θα ήταν μια ανεξέλεγκτη κατάσταση όξυνσης με τις ΗΠΑ, κατάσταση
που προφανώς δεν τη θέλανε γιατί ακόμα και τώρα η βασική δουλειά της ελληνικής
διπλωματίας είναι να δουλεύει σα δούρειος ίππος του Κρεμλίνου μέσα στην ΕΕ με
εξειδικευμένη αποστολή να στρέφει τα Βαλκάνια ενάντια στην ΕΕ και στη Δύση γενικότερα.
Όμως αυτό το ρόλο δεν μπορεί να τον παίξει παρά μόνο αν δεν αντιπαρατίθεται
ανοιχτά στις ΗΠΑ που είναι η μόνη δυτική δύναμη με δικιά της αυτόνομη πολιτική
όσο και βλακώδης αν είναι αυτή.
Άρα το χτύπημα έπρεπε να είναι τόσο μικρό ώστε να μη φέρνει μια πρόωρη ελληνοαμερικανική
όξυνση, αλλά ταυτόχρονα τόσο μεγάλο ώστε να σηματοδοτεί αντικειμενικά μια αμφισβήτηση
της αμερικάνικης ισχύος και στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια.
Αν αυτός πραγματικά ήταν ο στόχος των κεντρικών σχεδιαστών του χτυπήματος δείχνει
προς το παρόν να έχει πετύχει. Γιατί ενώ το χτύπημα πήρε το βάρος που του άξιζε
στα διεθνή πρωτοσέλιδα η αμερικανική αντίδραση ήταν στο ύψος ακριβώς της τραγικής
διεθνούς θέσης στην οποία έχει βρεθεί η αμερικάνικη ηγεσία μετά την αδιέξοδη
παγίδευσή της στο Ιράκ και τον συνακόλουθο εμφύλιο πόλεμο από τον οποίο σπαράσσεται
η άρχουσα τάξη της. Θα ήταν εντελώς αδιανόητο στο καθημαγμένο επιτελείο του
Μπους να ανοίξει ένα νέο μέτωπο ενάντια σε έναν αναξιόπιστό σύμμαχο της στην
Ευρώπη σαν την Ελλάδα, που ωστόσο της εξασφαλίζει τις μόνες ζωτικές επιχειρησιακές
βάσεις της στη Ν.Α Μεσόγειο, την ώρα που γελοιοποιείται καθημερινά από την κυβέρνηση
Μαλίκι και από τόσους άλλους ανοιχτούς εχθρούς της στις πέντε ηπείρους με πιο
χλευαστικούς εκείνους στη νοτιοαμερικάνικη ως χθες θεωρούμενη αυλή της. Τίποτα
λοιπόν πιο φυσικό από εκείνο που πολλοί φοβισμένοι αντιαμερικάνοι είδαν με ανακούφιση
σαν «χαμηλών τόνων» και «ευγενική» αντίδραση του αμερικανού πρεσβευτή και του
αμερικανικού υπουργείου εξωτερικών.
Αυτή η αντίδραση δεν σημαίνει ότι η σε κατάπτωση υπερδύναμη δεν θύμωσε, αλλά
ότι δεν μπορούσε να εκδηλώσει τώρα το θυμό της. Και αυτό στην πολιτική είναι
τόσο σημαντικό όσο και το ότι συσσωρεύει θυμό και ότι οπωσδήποτε θα τον εκδηλώσει
κάποια άλλη στιγμή. Και το κακό είναι ότι δεν θα τον εκδηλώσει με τον τρόπο
που θα το έκανε ένα δημοκρατικό κράτος αλλά με τον τρόπο που αντιδρά ένας ιμπεριαλισμός.
Η διαφορά είναι η εξής: Αν μια δημοκρατική χώρα αντιμετώπιζε το καθολικό μίσος
του πληθυσμού μιας άλλης, μίσος που το είχαν υποδαυλίσει οι κυβερνήσεις και
τα κόμματά της άλλης αυτής χώρας και το οποίο άρχιζε να μεταφράζεται και σε
επιθέσεις στην πρεσβεία της, τότε θα δήλωνε ότι δεν μπορεί να κρατάει με το
ζόρι μια διπλωματική αποστολή στη δοσμένη χώρα, θα διαμαρτυρόταν έντονα και
θα έφευγε. Όμως μια ιμπεριαλιστική χώρα, που μάλιστα πιστεύει ότι είναι η μοναδική
υπερδύναμη, δεν παραιτείται από καμιά θέση της χωρίς να απειλήσει και να ασκήσει
μια σειρά πολιτικοστρατιωτικές και οικονομικές πιέσεις στη χώρα στην οποία κινδυνεύει
να χάσει τις θέσεις της. Οι ΗΠΑ έχουν ένα μόνιμο τρόπο να απαντούν σε τέτοιου
είδους αμφισβητήσεις της ισχύος τους : επεμβαίνουν στα εσωτερικά της δοσμένης
χώρας, στέλνουν σε αυτήν πράκτορές της, και κάνουν αστυνομικές και πολιτικές
υποδείξεις στην κυβέρνησή της, δηλαδή αρχίζουν να προσδιορίζουν εχθρούς και
φίλους στο εσωτερικό της χώρας και να υπαγορεύουν πολιτικές . Αυτό έκαναν για
δεκαετίες με τη «17Ν» και αυτό θα συνεχίσουν να κάνουν και τώρα με τον «ΕΑ».
Με λίγα λόγια θα διευκολύνουν τον προβοκάτορα που έδωσε το χτύπημα γιατί εν
μέρει θα τον επαληθεύσουν. Που σημαίνει ότι από την αμερικάνικη οργή θα βγουν
ενισχυμένες οι ρωσόδουλες δυνάμεις όπως βγήκαν ενισχυμένες στο Αφγανιστάν και
στο Ιράκ με αντίστοιχες, αν και πολύ μεγαλύτερης κλίμακας προβοκάτσιες, ενώ
η χώρα θα καταστρέφεται σε κάθε επίπεδο από αυτόν τον πόλεμο των υπερδυνάμεων
στο έδαφός της. Αυτό είναι που πρέπει να εμποδίσουν οι δημοκρατικές και εθνοανεξαρτησιακές
δυνάμεις της χώρας υποδεικνύοντας πάντα σαν κύριο εχθρό τον προβοκάτορα, εν
προκειμένω τον «ΕΑ» και το ρωσόδουλο διακομματικό κορυφής που τον στηρίζει,
αλλά καταδικάζοντας και αντιπαλεύοντας την ανταπόδοση και την ανάμειξη στα εσωτερικά
της χώρας από την προκαλούμενη υπερδύναμη.
Όμως ο προβοκάτορας δεν νοιάζεται για την ανταπόδοση, νοιάζεται
να μη γίνει με τρόπο που να τον ενοχλεί και στην προκειμένη περίπτωση να μη
γίνει με ένταση τώρα, αλλά σε μια άλλη στιγμή όπου ο προβοκάτορας θα έχει προχωρήσει
τα πιόνια του στην περιοχή και παγκόσμια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κ. Παπούλιας ο πρύτανης των ρωσόδουλων που δεν χάνει
ευκαιρία να καταφερθεί ενάντια στις ΗΠΑ στο κάθε τι και να υποστηρίξει τη ρώσικη
πολιτική επίσης στο κάθε τι, φρόντισε αυτή τη φορά σφίγγοντας γλοιωδώς το χέρι
το αμερικανού πρεσβευτή να εκφράσει την πιο έντονη καταδίκη της επίθεσης.
Ακριβώς αυτό ήταν και το νόημα της θέσης και των δύο ρωσόδουλων κομμάτων, του
ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ, για την ρουκέτα. Ο ΣΥΝ καταδίκασε την επίθεση στα πεταχτά,
αλλά όλο του το βάρος το έριξε στο ότι δεν πρέπει αυτή η επίθεση «να χρησιμοποιηθεί
για να δημιουργηθεί κλίμα τρομοϋστερίας» και να χτυπηθούν οι «δημοκρατικές
ελευθερίες». Την ίδια δήλωση έκανε και το ψευτοΚΚΕ που δεν καταδίκασε την
επίθεση, αλλά διαπίστωσε ότι «απ όπου και να προέρχεται (αυτό το χτύπημα)
δίνει τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να το χρησιμοποιήσουν στο πλαίσιο της γενικότερης
επίθεσής τους». Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο έγκλειστος αρχηγός του
κόμματος της «17Ν», ο Κουφοντίνας, καλά δασκαλεμένος από τα αφεντικά του δεν
κοίταξε να εμψυχώσει τον πολιτικό στρατό του χαιρετίζοντας με έμφαση την ενέργεια
του «ΕΑ» αλλά περισσότερο πρόσεξε σε αυτές τις πρώτες κρίσιμες στιγμές να βοηθήσει
τα αφεντικά του συνεισφέροντας στον καθησυχασμό των ΗΠΑ και στην εκτόνωση των
αντιθέσεων. Έτσι δήλωσε μόνο ότι «η ενέργεια δεν χρειάζεται δήλωση, δεν
χρειάζεται σχολιασμό, μιλάει από μόνη της» (Ημερήσια, 13 Γενάρη).
Το συνολικό νόημα αυτής της στάσης του αντιαμερικάνικου μπλοκ είναι: «Αν και
ο κόσμος έχει δίκιο να σας βομβαρδίζει αυτή ήταν μόνο μια μικρή εκτόνωση στην
οποία καλό είναι να μην απαντήσετε». Όταν μιλάνε εδώ για απάντηση δεν εννοούν
κυρίως το κυνήγι του ψευτοαναρχισμού αλλά την απάντηση στο διπλωματικό και στο
περιφερειακό πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο.
Αυτά όλα είναι κατανοητά και εύκολα εξηγούνται από τον εσωτερικό και διεθνή
συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στο φιλορώσικο μπλοκ και τις ΗΠΑ. Εκείνο στο οποίο
δεν είμαστε σε θέση να απαντήσουμε αυτή τη στιγμή είναι ποια συγκεκριμένη αναγκαιότητα
στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής ικανοποιεί αυτό το χτύπημα. Πολλοί σχολιαστές
δίνουν έμφαση στο Κόσσοβο και σε αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε και ο πάντα βαθιά
χωμένος στο διπλωματικό παιχνίδι της Μόσχας υπεύθυνος εξωτερικών σχέσεων του
ΣΥΝ Τριγάζης. Πραγματικά η γενικότερη όξυνση στο Κόσσοβο είναι στην ημερήσια
διάταξη γιατί τώρα τελειώνουν τα περιθώρια που έχει η Δύση να αποφασίσει αν
θα προχωρήσει στη λαθεμένη γραμμή της ανεξαρτητοποίησης του Κόσσοβου ή αν θα
υποκύψει στην εγκληματική ρωσο-σέρβικη γραμμή του διαμελισμού του αλά Βοσνία.
Είναι επίσης γεγονός ότι όσο πιο αδύναμες πάνε οι ΗΠΑ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων
τόσο πιο καλά θα είναι για το ρώσικο μπλοκ. Η ελληνική διπλωματία, που είναι
επίσημα χωμένη στις διαπραγματεύσεις στο Κόσσοβο όπου παριστάνει μόνιμα τον
δυτικόφιλο μεσολαβητή με τη Σερβία, μπορεί να ισχυριστεί ότι πρέπει να δείξει
κάποια συγκράτηση επειδή οι αντιαμερικάνοι έχουν θυμώσει με τη γενική της ενδοτικότητα
απέναντι στις ΗΠΑ, και έχουν αρχίσει να ρίχνουν ρουκέτες στην Αθήνα. Αυτόν τον
ισχυρισμό μπορεί ακόμα πιο αποτελεσματικά να προβάλει μια υπουργός εξωτερικών
σαν τη δυτικόφιλη Μπακογιάννη, που όντας αδύναμη και καιροσκόπα, εφαρμόζει με
μεγάλη συνέπεια τη ρώσικη πολιτική χρησιμεύοντας σε αυτή σαν ασπίδα χάρη στην
εμπιστοσύνη που της έχουν οι ΗΠΑ. Ο καλύτερος καιρός για ρώσικες ρουκέτες στην
αμερικάνικη πρεσβεία και διπλωματικές διεισδύσεις στα Βαλκάνια είναι όταν ΥΠΕΞ
είναι η Μπακογιάννη.
Αλλά μια ανάλογη χρήση της ρουκέτας και της Μπακογιάννη μπορεί να ισχύει για
όλα τα άλλα βαλκανικά μέτωπα της ελληνικής διπλωματίας και πρώτα και κύρια για
τα ελληνοτουρκικά στα οποία παίζεται και το κεντρικό παιχνίδι της Ρωσίας στα
Βαλκάνια και ίσως σήμερα το κεντρικό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το σε ποιο ζήτημα
λοιπόν ακριβώς θα χρησιμοποιήσουν τη ρουκέτα οι προβοκάτορες θα το δούμε στους
επόμενους μήνες, ίσως και στις εβδομάδες που έρχονται.
Ασφαλώς αυτά δε θα περιμένουμε να τα μάθουμε από την προκήρυξη που θα βγάλουν οι προβοκάτορες. Τέτοια αγωνία να μάθουν την αλήθεια από τις ανακοινώσεις του εχθρού τους έχουν μόνο οι έλληνες αστοί και ο υπό διωγμό υπουργός της αστυνομίας Πολύδωρας που βρίσκονται σε απόλυτη πολιτική και από όσο φαίνεται και σε αστυνομική τύφλα. Αυτά θα τα μάθουμε από την εσωτερική και διεθνή πρακτική της κυβέρνησης Καραμανλή, από τις κραυγές της συμπολίτευσης Παπανδρέου και από τις διακηρύξεις των δύο πολιτικών αποσπασμάτων της πουτινικής Ρωσίας, του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ. Οι ένοπλες σοσιαλφασιστικές συμμορίες δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να τυλίγουν με αυτές τις ανακοινώσεις τις σφαίρες και τους πυραύλους τους και να τους κατευθύνουν εκεί που αυτές οι ανακοινώσεις υποδεικνύουν. Και αυτό ανενόχλητα ως ότου ένα νέο ισχυρό και πολύπλευρο αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα προκύψει μέσα από τις λασπωμένες στάχτες του παλιού και τους ξεσκεπάσει πλατειά στο λαό και τους συντρίψει.