Με την ευκαιρία της συζήτησης για το άρθρο 16 και για την πιο διεξοδική απάντηση στην «αντιεμπορευματική» δημαγωγία του σοσιαλφασισμού δημοσιεύουμε σήμερα το πρώτο κομμάτι ενός κειμένου που γράφτηκε από τους συντρόφους μας της Κίνησης «Παιδεία για Δημοκρατία και Ανάπτυξη» το περυσινό καλοκαίρι και το οποίο είναι δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα της Κίνησης «www.kpad.gr». Εκεί μπορεί κανείς να βρει όλο το κείμενο που πάντως παρουσιάζεται από την Κίνηση σαν ένα ανολοκλήρωτο σχέδιο κυρίως γιατί δεν περιλαμβάνει μέσα του ένα γενικό σκαρίφημα με τη δικιά της γενική πρόταση παιδείας. Πάντως μέχρι στιγμής αυτό το κείμενο έχει αναφερθεί αρκετές φορές στη διάρκεια ζυμώσεων γύρω από το άρθρο 16 και πολλοί δημοκράτες, άνθρωποι της εκπαίδευσης, έχουν παραπέμψει σε αυτό σε διάφορα φόρα όταν τους επιτίθενται οι σοσιαλφασίστες που υπερασπίζουν τις αντιδραστικές τους θέσεις με αριστερή φρασεολογία.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ ΣΥΝΘΗΜΑΤΟΣ: «ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ»
Όλοι συμφωνούν ότι η σημερινή εκπαίδευση
είναι άθλια. Αυτή η άθλια εκπαίδευση είναι κυρίως κρατική σε όλες τις βαθμίδες,
ιδιαίτερα στην ανώτατη βαθμίδα της. Και εδώ συμβαίνει κάτι παράδοξο: το μόνο
ουσιαστικό κίνημα που υπάρχει ενάντια σε αυτή την κατάσταση είναι το κίνημα
για να μην υπάρχει ιδιωτική εκπαίδευση. Σύμφωνα με τη λογική αυτού του κινήματος
το μεγαλύτερο πρόβλημα για την κρατική εκπαίδευση, η μεγαλύτερη απειλή βρίσκεται
σε κάτι έξω από αυτήν και όχι μέσα της. Η κρατική εκπαίδευση δηλαδή για να αλλάξει
δεν θα πρέπει να απαλλαχθεί από κάτι σάπιο που υπάρχει μέσα της και που όλοι
διαπιστώνουν, αλλά πρέπει να προφυλαχτεί από κάτι που είναι κυρίως έξω της.
Το κίνημα λοιπόν ενάντια στην ιδιωτικοποίηση είναι καταρχήν ένα κίνημα συντηρητικό.
Έτσι εξηγείται πως καταφέρνει να έχει σήμερα τη σχεδόν καθολική πολιτική αποδοχή.
Αυτή η πανεθνική, παλλαϊκή συμφωνία μέσα στο σημερινό αντιδραστικό πολιτικό
καθεστώς οφείλεται στον αντιδραστικό χαρακτήρα αυτού του συνθήματος. Από θεωρητική
άποψη το σύνθημα αυτό είναι στον αντίποδα του μαρξισμού, αλλά και στον αντίποδα
της πιο προοδευτικής αστικής σκέψης, ενώ στο πρακτικό επίπεδο βάζει την ταφόπλακα
πάνω από το ήδη ετοιμοθάνατο κορμί της ελληνικής εκπαίδευσης.
Το βασικό αίτημα δηλαδή που μπαίνει στη χώρα μας από το κυρίαρχο πολιτικό και
ιδεολογικό μπλοκ δεν είναι αν θα είναι καλή ή κακή η κρατική παιδεία, αλλά το
να απαγορευτεί η ιδιωτική. Δεν παλεύουν δηλαδή οι φίλοι του δωρεάν κρατικού
Πανεπιστημίου για να μορφώνει αυτό τη νεολαία, για να αναπτύσσει τη χώρα, για
να απορροφά όσο γίνεται πιο λίγους κρατικούς πόρους και να προσφέρει όσο γίνεται
πιο πολλή γνώση, ούτε καν για να είναι πιο φτηνό για τα παιδιά των φτωχών και
πιο ακριβό για τα παιδιά των πλούσιων, όπως θα απαιτούσαν οι πραγματικά προοδευτικοί
άνθρωποι. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να απαγορευτεί στους πολίτες αυτής
της χώρας να αγοράζουν πανεπιστημιακού επιπέδου γνώση. Αυτό το έχουν επιβάλλει
με το να μην επιτρέπουν στους κάτοχους αυτής της γνώσης να αναγνωρίζονται σαν
τέτοιοι από το κράτος. Δηλαδή πρακτικά έχουν επιβάλει να μην προσλαμβάνονται
σαν κρατικοί υπάλληλοι και σαν υπάλληλοι των κρατικών επιχειρήσεων καθώς και
να μην έχουν δικαίωμα να ασκήσουν επαγγέλματα που απαιτούν άδεια από το κράτος
όσοι έχουν αγοράσει και κατέχουν τέτοια γνώση. Με λίγα λόγια απαγορεύουν σε
τέτοιους πολίτες να ζήσουν από τις γνώσεις τους. Αυτή τη φασιστικού τύπου απαγόρευση
την έχουν θεσμοθετήσει και συνταγματικά.
Με λίγα λόγια υπάρχει στην Ελλάδα ένα εμπόρευμα που απαγορεύεται να αγοραστεί
από τους πολίτες και που κατά συνέπεια απαγορεύεται να παραχθεί από αυτούς έξω
από το κράτος και το οποίο λέγεται πανεπιστημιακή γνώση.
Η επίσημη δικαιολογία που προβάλλεται από το βαθύ καθεστώς, που στην Ελλάδα
μιλάει εδώ και δεκαετίες τη μαρξιστική γλώσσα, είναι ότι η παιδεία δεν είναι
εμπόρευμα αλλά κοινωνικό δικαίωμα και κοινωνική ανάγκη, όπως άλλωστε είναι και
η υγεία, και αφού δεν είναι εμπόρευμα δεν μπορεί να επιτραπεί στον γενικό παραγωγό
εμπορευμάτων, που είναι το κεφάλαιο, να την παράγει, να την πουλάει και γενικά
να την πάρει στα χέρια του. Δεν μπορεί δηλαδή, σύμφωνα με αυτή τη λογική, αυτή
η στενή ωφελιμιστική χυδαιότητα που λέγεται κεφάλαιο να αναλάβει τόσο ψηλά και
ζωτικά συλλογικά κοινωνικά καθήκοντα όπως είναι η πνευματική διαμόρφωση και
η σωματική υγεία των πολιτών. Σύμφωνα με αυτούς τέτοια καθήκοντα πρέπει να τα
αναλαμβάνει μόνο το κράτος.
Αυτός ο ισχυρισμός σκοντάφτει και στο μαρξισμό και στην πραγματικότητα.
Θεωρητικά κατ αρχήν. Δεν υπάρχει καμιά ανθρώπινη ανάγκη που να μην μπορεί να
πάρει και τελικά να μην παίρνει εμπορευματική μορφή, κι αυτό γιατί οτιδήποτε
υπάρξει σαν εμπόρευμα, δηλαδή σαν ανταλλακτική αξία, έχει υπάρξει προηγούμενα
σαν αξία χρήσης, δηλαδή σα μέσο για την ικανοποίηση μιας ανθρώπινης ανάγκης.
Αυτή είναι η θέση της κλασσικής αστικής οικονομίας και του μαρξισμού. Ωστόσο
κάποιοι που εμφανίζονται σαν μαρξιστές σκέφτονται σαν παπάδες. Κατηγορούν τις
αξίες χρήσης ότι ουσιαστικά διαφθείρονται, δηλαδή ότι καπιταλιστικοποιούνται
οι ίδιες, ότι γίνονται αστικές επειδή παίρνουν εμπορευματική μορφή, ακριβώς
όπως οι παπάδες κατηγορούν κάθε ανάγκη της σάρκας σαν προδοσία του πνεύματος.
Μα το λέει η απλή λογική, αφού ή πιο ζωτική ανάγκη για την ύπαρξη του πολίτη,
η τροφή, παίρνει τη μορφή του εμπορεύματος, πως είναι δυνατόν να μην την παίρνει
η εκπαίδευσή που για κάθε συνεπή υλιστή είναι μια οπωσδήποτε λιγότερο «ιερή»
ανάγκη, αφού έχει σαν προϋπόθεση της τη διατροφή του εκπαιδευόμενου, αλλά και
του εκπαιδευτή;
Αυτή η θεωρία περί «διαφθοράς» της αξίας χρήσης που λέγεται εκπαίδευση από την
εμπορευματική μορφή που παίρνει αυτή η αξία στην ιδιωτική εκπαίδευση δεν είναι
ωστόσο στην ελληνική περίπτωση μια από τις καλοπροαίρετες όσο και αντιδραστικές
ουτοπίες των μικροαστών που αρνούνται κάθε παραγωγική πλευρά στον καπιταλισμό
και που τον δαιμονοποιούν ανίκανες να κατανοήσουν ότι ο ανεπτυγμένος καπιταλισμός
είναι ο προθάλαμος του σοσιαλισμού. Γιατί στη χώρα μας οι ίδιοι αυτοί «αντικαπιταλιστές»
που θέλουν την απαγόρευση της ιδιωτικοκαπιταλιστικής εκπαίδευσης κόπτονται και
πασχίζουν να βάλουν την όποια εκπαίδευση αποκλειστικά κάτω από κρατικό έλεγχο.
Και αυτοί δεν είναι απονήρευτοι μικροαστοί του 19ου αιώνα που νομίζουν ότι το
κράτος είναι έξω και πάνω από τάξεις. Όχι. Έχουν διαβάσει μαρξισμό, και μάλιστα
συχνά έχουν πάρει έδρες πουλώντας μαρξισμό στο κράτος εργοδότη τους. Ξέρουν
λοιπόν καλά ότι το κράτος σήμερα είναι καπιταλιστικό και μάλιστα ξέρουν ότι
για όλους τους μαρξιστές και πιο πολύ για το Μαρξ και τον Έγκελς αυτό το κράτος
είναι ο «περιληπτικός», ο «συνοπτικός», δηλαδή ο συμπυκνωμένος καπιταλιστής.
Συνειδητά λοιπόν διαπράττουν απάτη όταν ισχυρίζονται ότι αυτό που παράγει το
κράτος όταν αναλαμβάνει την εκπαίδευση δεν είναι μια ανταλλακτική αξία, αλλά
μόνο μια αξία χρήσης επειδή τάχα αυτή παρέχεται δωρεάν και σαν τέτοια είναι
έξω από τον ανταγωνισμό και έξω από την εμπορευματική σφαίρα ή έστω ότι αυτό
που παράγουν σήμερα τα σχολεία μπορεί και πρέπει να είναι έξω από την εμπορευματική
σφαίρα.
ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια δεν είναι έξω από την εμπορευματική
σφαίρα ακόμα και όταν είναι κρατικά και όταν προσφέρουν δωρεάν το προϊόν τους.
Δεν μπορούν να μην είναι όσο υπάρχει εμπορευματική παραγωγή και όσο αυτή είναι
κυρίαρχη και παγκόσμια και στη δοσμένη χώρα.
Κατ αρχήν το πτυχίο που προσφέρουν τα πανεπιστήμια είναι σε πρακτικό επίπεδο
η πιστοποίηση από ένα κρατικό ίδρυμα της ποιότητας ενός εμπορεύματος, που λέγεται
εξειδικευμένη γνώση, το οποίο ενσωματώνεται, σαν διακριτό μέρος στη συνολική
εργατική δύναμη, δηλαδή στις υπόλοιπες πνευματικές ικανότητες, γνώσεις, δεξιότητες
και ταλέντα του «φέροντος». Η ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος «πτυχίο» προσδιορίζεται
με αρκετή ακρίβεια από το επίπεδο του κρατικού ιδρύματος που το απονέμει, δηλαδή
από την αξιολόγησή του ιδρύματος μέσα στην τοπική αλλά και παγκόσμια αγορά ειδικευμένης
γνώσης και από το ύψος του βαθμού με το οποίο είναι ανεξίτηλα σφραγισμένες από
το κράτος οι γνώσεις και οι δεξιότητες του συγκεκριμένου πτυχιούχου. Το εμπόρευμα
αυτό πραγματοποιείται, οπότε και επαληθεύεται διαρκώς στην πράξη, όπως και κάθε
άλλο, επίσης μέσα στην παγκόσμια αγορά. Αλλά από την πράξη επίσης ασταμάτητα
θα τροποποιείται και η ίδια η αξία αυτής της ειδικευμένης εργασίας του «φέροντος»
τον τίτλο σπουδών. Έτσι αυτή ασταμάτητα θα αυξομειώνεται ανάλογα με τις αλλαγές,
ήπιες ή κατακλυσμιαίες, της παγκόσμιας παραγωγικής και εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Η εποχή που ζούμε ασταμάτητα αξιολογεί οπότε εξυψώνει ή συντρίβει πτυχία, καριέρες
και ειδικεύσεις, ακριβώς όπως κάνει με κάθε άλλο προϊόν και κάθε άλλο εμπόρευμα.
Κατά δεύτερο λόγο μέσα στο πτυχίο είναι ενσωματωμένη η συσσωρευμένη εργασία
όλων των εκπαιδευτών που έχουν επιδράσει πάνω στη μαθησιακή δραστηριότητα του
εκπαιδευόμενου. Και αυτή η εργασία είναι σε γενικές γραμμές μια μισθωτή εργασία,
δηλαδή μια εργασία που έχει ήδη πάρει εμπορευματικό χαρακτήρα. Και δεν αναφερόμαστε
εδώ μόνο, ούτε καν αναφερόμαστε κυρίως, στην εκπαιδευτική δραστηριότητα των
κρατικών υπαλλήλων δασκάλων και καθηγητών της μέσης και της ανώτατης εκπαίδευσης
που εκπαίδευσαν τον πτυχιούχο. Αναφερόμαστε ακόμα περισσότερο στους ιδιώτες
εκπαιδευτές που πούλησαν σαν ανοιχτές καπιταλιστικές φροντιστηριακές εταιρείες
ή σαν προσωπικοί δάσκαλοι του μαθητή την εργατική τους δύναμη στους εκπαιδευόμενους
μελλοντικούς πτυχιούχους. Θα μπορούσαμε εννοείται να προσθέσουμε σε αυτήν την
εργασία και την απλήρωτη εργασία των εκατοντάδων και χιλιάδων ωρών από τα φροντιστηριακά
μαθήματα που δέχτηκε δωρεάν ο εκπαιδευόμενος από τους γονείς του η οποία δεν
πήρε εμπορευματική μορφή, αλλά όσο και αν είναι αυτοθυσιακή δεν είναι καθόλου
μια πιο προοδευτική ιστορικά μορφή εργασίας. Είναι απλά μια πιο χειροτεχνική
διαδικασία μεταφοράς γνώσης που αντιστοιχεί περισσότερο στη φυσική οικονομία
και από ευρύτερη ιδεολογική κοινωνική άποψη έχει πολύ συγκεκριμένο ταξικό κληρονομικό
χαρακτήρα.
Βεβαίως οι «αντικαπιταλιστές» αντιεμπορευματιστές, που αναφέραμε
παραπάνω οι οποίοι θέλουν να απαγορεύσουν την ιδιωτική εκπαίδευση, παραδέχονται
και αυτοί ότι η κρατική εκπαίδευση έχει αυτές τις εμπορευματικές πλευρές, αλλά
κάτι τέτοιο δεν το θεωρούν αναγκαίο, δηλαδή σύμφυτο με την κρατική παιδεία στον
καπιταλισμό. Ίσα-ίσα δηλώνουν ότι ο στόχος τους είναι να ανατρέψουν αυτές τις
εμπορευματικές πλευρές, για την ακρίβεια να τις συντρίψουν, να τις εξαφανίσουν.
Το μεγάλο πρόβλημα με αυτούς είναι ότι θέλουν να καταργήσουν την εμπορευματική
παραγωγή και βέβαια την εργασία που έχει γίνει εμπόρευμα με όργανο πάλης το
αστικό κράτος, υποστηρίζοντας με νύχια και με δόντια την υπαγωγή των πάντων
στο κράτος αυτό και μετά υποστηρίζοντας την αποεμπορευματοποίηση της κάθε κρατικής
λειτουργίας. Και δεν μιλάμε εδώ μόνο για την αποεμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης,
αλλά της οποιασδήποτε παραγωγικής λειτουργίας του αστικού κράτους. Αυτή είναι
η διαφορά με τους πραγματικούς μαρξιστές που θεωρούν αδύνατη οποιαδήποτε αλλαγή
στον εμπορευματικό χαρακτήρα της εργασίας γενικά αν δεν προηγηθεί μια πολιτική
επανάσταση που η βασική της δουλειά είναι μία: να συντρίψει και να καταστρέψει
το αστικό κράτος σαν την πρώτη προϋπόθεση για την κοινωνικοποίηση οπότε και
την αποεμπορευματοποίηση των μέσων παραγωγής. Και όχι μόνο αυτό. Οι κλασσικοί
του μαρξισμού αναφέρθηκαν ρητά στον αντικαπιταλιστικό κρατικισμό αυτού του είδους
και ποτέ δεν τον θεώρησαν προοδευτικό. Για τους μαρξιστές η ιδιοκτησία από έναν
ιδιώτη μιας επιχείρησης δεν είναι καθόλου πιο καλή από την ιδιοκτησία μιας επιχείρησης
από το κράτος, όταν το κράτος αυτό είναι αστικό. Αντίθετα μάλιστα. Ο Ένγκελς
γράφει χαρακτηριστικά στο “Αντι-Ντύρινγκ”: «Αλλά και το σύγχρονο κράτος δεν
είναι επίσης τίποτα άλλο παρά η οργάνωση με την οποία εφοδιάζει τον εαυτό της
η αστική κοινωνία για να διαιωνίσει τις βασικές συνθήκες του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής (...). Το σύγχρονο κράτος είναι βασικά μια μηχανή καπιταλιστική,
είναι το κράτος των καπιταλιστών, ο ιδανικός κατά κάποιο τρόπο περιληπτικός
καπιταλιστής. Όσο μεγαλύτερες παραγωγικές δυνάμεις παίρνει κάτω από την ιδιοκτησία
του, τόσο περισσότερο γίνεται συνοπτικός καπιταλιστής και τόσο περισσότερο εκμεταλλεύεται
τους πολίτες» (Η υπογράμμιση δική μας).
Αλλά και ο Μαρξ ακόμα πιο συγκεκριμένα ξεκαθάρισε στην «Κριτική του προγράμματος
της Γκότα» την άποψή του ακόμα και για την ίδια κρατική εκπαίδευση. «Ίση λαϊκή
εκπαίδευση; τι να φαντάζονται με αυτά τα λόγια; Πιστεύουν ότι μπορεί στη σημερινή
κοινωνία (και μονάχα με δαύτη έχουν να κάνουν), να είναι η εκπαίδευση ίση για
όλες τις τάξεις; Ή ζητάνε να περιοριστούν υποχρεωτικά και οι ανώτερες τάξεις
στη λιγοστή εκπαίδευση του δημοτικού σχολείου, μια που μονάχα αυτό συνδυάζεται
με τις οικονομικές συνθήκες όχι μόνο των μισθωτών εργατών μα και των αγροτών;
(…) Αν σε μερικές Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής είναι “δωρεάν” και η φοίτηση
σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αυτό σημαίνει πραγματικά ότι χορηγούνται στις
ανώτερες τάξεις τα εκπαιδευτικά τους έξοδα από το γενικό φορολογικό κορβανά(…)
Μάλλον θα έπρεπε να αποκλειστούν τόσο το κράτος όσο και η Εκκλησία από κάθε
επιρροή στο σχολείο…».
Οι αντιδραστικοί κρατικιστές σε πείσμα κάθε μαρξισμού, αλλά
σηκώνοντας παντού τη σημαία του μαρξισμού και του σοσιαλισμού ή των «βημάτων
προς τον σοσιαλισμό», θέλουν σε συνθήκες καπιταλισμού να βγάλουν τη δοσμένη
χώρα έξω από την παγκόσμια αγορά, να κρατικοποιήσουν την ιδιωτική της οικονομία,
να καταργήσουν την ιδιωτική παιδεία και τους ιδιώτες φροντιστές, αν είναι δυνατό
να καταργήσουν τους βαθμούς, τις εξετάσεις, τον ανταγωνισμό στο σχολείο και
γενικά κάθε μορφή ανταγωνισμού στην κοινωνία με έναν τρόπο: αρχίζοντας από την
κρατικοποίηση των πάντων. Η γραμμή τους είναι : Εμπρός με το κράτος να τσακίσουμε
τους αστικούς ανταγωνισμούς και γενικά τους ανταγωνισμούς που γεννάει η εμπορευματική
παραγωγή, ο καπιταλισμός και η κερδοσκοπία του.
Είναι αλήθεια ότι όλοι αυτοί οι λάτρεις της κρατικής ιδιοκτησίας αποφεύγουν
να χρησιμοποιούν τη λέξη κράτος όταν μιλάνε στις μάζες επειδή αυτές αντιπαθούν
πολύ το κράτος που τις καταπιέζει. Έτσι μιλάνε για δημόσιο, για δημόσια περιουσία,
για δημόσιο πλούτο και για δημόσιο συμφέρον. Όταν θέλουν να μιλήσουν με λιγότερο
πολιτικά φορτισμένη γλώσσα χρησιμοποιούν μια λέξη που χαϊδεύει το κράτος και
το ταυτίζει με την κοινωνία την αρχαιοπρεπή λέξη «πολιτεία». Από το «δημόσιο»
και την «πολιτεία» ως το «λαϊκό συμφέρον» και από κει ως το «κράτος του λαού»
από φραστική άποψη μένουν μόνο δυο βήματα που αυτού του είδους οι «μαρξιστές»
πάντα τα διανύουν. Τι τους νοιάζει που ο Ένγκελς έχει απαντήσει στους ομοίους
τους «κρατικούς σοσιαλιστές» από τον προπερασμένο κιόλας αιώνα; «Αν ο Βίσμαρκ,
χωρίς κανένα φαινομενικό λόγο, κρατικοποίησε τις κύριες σιδηροδρομικές γραμμές
της Πρωσίας, το έκανε απλώς και μόνο για να μπορεί σε ώρα πολέμου να τις οργανώνει
και να τις εκμεταλλεύεται προς το συμφέρον του ή για να μεταβάλλει τους σιδηροδρομικούς
υπαλλήλους σε αγέλη ψηφοφόρων της κυβέρνησής του και, κυρίως, για να έχει μια
καινούργια και ανεξάρτητη από τις αποφάσεις του Κοινοβουλίου πηγή εισοδημάτων.
Όλα αυτά λοιπόν δεν αποτελούν καθόλου, ούτε άμεσα, ούτε έμμεσα, είτε συνειδητά
είτε μη, βήματα προς το σοσιαλισμό» (Αντιντύριγκ).
Τα παραπάνω αποσπάσματα δεν σημαίνουν ότι κάθε κρατική ιδιοκτησία σε συνθήκες
καπιταλισμού είναι πολιτικά αντιδραστική. Σε συνθήκες όλο και πιο ανελέητου
ανταγωνισμού των ξεχωριστών κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων «ο συνοπτικός καπιταλιστής»
επεμβαίνει είτε για να διαιτητεύσει σε αυτούς τους ανταγωνισμούς ώστε να μην
καταστρέψουν την συνολική κυριαρχία της αστικής τάξης αλλά καμιά φορά και την
ίδια την κοινωνία, είτε για να αμβλύνει τις ταξικές αντιθέσεις που θα όξυνε
η εμπορευματική παραγωγή και η κερδοσκοπία πάνω σε μερικές ζωτικές για τις μάζες
υλικές και κοινωνικές λειτουργίες. Για παράδειγμα. Στην περίπτωση της κρατικής
υγείας, του κρατικού συστήματος ασφάλισης κλπ ο κύριος στόχος του «συνοπτικού
κεφαλαιοκράτη» ήταν να αμβλύνει την ταξική σύγκρουση εξασφαλίζοντας για στους
προλετάριους ένα επίπεδο αναπαραγωγής αλλά σε ένα βαθμό και ένα επίπεδο συντήρησης
της υλικής τους ζωής που από μόνος του και αυθόρμητα ο κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός
και το κυνήγι του κέρδους καταστρέφει. Ασφαλώς υπήρχε και υπάρχει στην κρατική
υγεία η λειτουργία της επιδιόρθωσης της φθαρμένης εργατικής δύναμης αλλά αυτή
είναι όλο και πιο δευτερεύουσα όταν συγκρίνεται με τα κόστη της όλο και πιο
ακριβής κρατικής περίθαλψης των όλο και πιο μακρόζωων προλετάριων του ανεπτυγμένου
κόσμου. Αν η αστική τάξη άφηνε αυτούς τους τομείς της κοινωνικής ζωής στην αυθόρμητη
οικονομική εξέλιξη θα ήταν πιο βαθιές οι συνολικές ταξικές αντιθέσεις οι οποίες
είτε θα οδηγούσαν στην κοινωνική επανάσταση, είτε στην φασιστική δικτατορία
μιας ομάδας δημαγωγών μιλιταριστών μονοπωλιστών πάνω στο σύνολο της αστικής
τάξης.
Άλλες φορές πάλι ο «συνοπτικός καπιταλιστής» αναλαμβάνει τη διεύθυνση ζωτικών
τομέων για την ανάπτυξη των συνολικών παραγωγικών δυνάμεων που κανένα ξεχωριστό
κεφάλαιο δεν είναι ακόμα τόσο δυνατό για να μπορεί να τις αναλάβει (πχ σιδηροδρομικές
μεταφορές ή παραγωγή ενέργειας σε κάποια φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού). Σε
κάποιες περιπτώσεις για να προστατευθεί το σύστημα αναλαμβάνει το κράτος την
διεύθυνση ζωτικών τομέων ανεξάρτητα από το αν έχει την δυνατότητα ένα μονοπωλιακό
κεφάλαιο να τους αναλάβει. Η κρατικοποίηση του πιστωτικού συστήματος που μπορεί
να είναι και αστικοδημοκρατικό αίτημα, η κρατικοποίηση επίσης στις στιγμές της
πολιτικής έκτακτης ανάγκης, ή σε στιγμές μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης είναι
ένα παράδειγμα.
Σε ότι αφορά την κρατική εκπαίδευση πίσω από αυτή βρίσκονται και ιδεολογικές
και άμεσα οικονομικές σκοπιμότητες. Ο βασικός ιδεολογικός σκοπός της κρατικής
παιδείας είναι να εξασφαλίσει την ταξική κυριαρχία της αστικής τάξης στο επίπεδο
της ιδεολογίας και να προφυλάξει το σύνολο της τάξης αυτής από τους κινδύνους
μιας διδασκαλίας των ιδεολογικών μαθημάτων που θα μπορούσε να τα διδάξει όπως
θα ήθελε η πιο φιλελεύθερη, ή η σχετικά πιο δημοκρατική μερίδα της αστικής τάξης,
ή ακόμα και κάποιοι κρατικοί θεσμοί - παράγοντες που θα μπορούσαν κάτω από ορισμένες
περιστάσεις και για κάποιες στιγμές να πέσουν στα χέρια λαϊκών ή φιλολαϊκών
δυνάμεων πχ αριστεροί δήμοι, αριστερά κόμματα κλπ.
Από καθαρά οικονομική άποψη ο βασικός στόχος της κρατικής εκπαίδευσης
είναι να την μαζικοποιήσει ώστε να μπορεί να προσφέρει στο σύνολο του κεφάλαιου
ένα όλο και πιο πολυάριθμο ειδικευμένο και μισοειδικευμένο προσωπικό, τεχνικό,
επιστημονικό κλπ, που θα ρίχνει διαρκώς την τιμή της σύνθετης μισθωτής εργασίας.
Στους στόχους της κρατικής παιδείας είναι να ανακαλύψει και να προσφέρει στην
αστική τάξη τα ταλέντα από τη φτωχολογιά και τις μεσαίες τάξεις που θα προσφέρουν
νέο αίμα στην αστική τάξη σε όλα τα επίπεδα: παραγωγικό, διοικητικό, πολιτικό,
ιδεολογικό κλπ. και τα οποία δίχως την κρατική παιδεία δεν θα είχαν τα μέσα
να σπουδάσουν. Ασφαλώς αυτή η ανάδειξη ορισμένων εξαιρετικά προικισμένων παιδιών
της φτωχολογιάς σε αστούς ειδικούς δεν έχει μέσα της τίποτα το ταξικά επαναστατικό,
δημοκρατικό κλπ. Η καθολική εκκλησία, ο μεγαλύτερος και πιο διορατικός φεουδάρχης
του μεσαίωνα, δίδαξε πρώτη το συμφέρον που είχαν οι κυρίαρχες τάξεις να ανεβάζουν
στην εξουσία τα πιο προικισμένα μέλη των καταπιεσμένων τάξεων. Αυτή (η καθολική
εκκλησία) διάλεγε ακόμα και τα ανώτατα στελέχη της από όλες ανεξαίρετα τις τάξεις
και όχι μόνο από τους ευγενείς και την αριστοκρατία του κλήρου.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο αυτή η κρατική, δηλαδή η συλλογική λειτουργία του κεφάλαιου
σε όλους τους τομείς δεν αφαιρεί αυτούς τους τομείς από το ξεχωριστό ιδιωτικό
κεφάλαιο, ούτε τους εξαιρεί από την εμπορευματική σφαίρα. Σε κάθε τέτοια χώρα
υπάρχει η κρατική υγεία αλλά δίπλα σε αυτήν υπάρχει και η ιδιωτική επιχείρηση
της υγείας. Υπάρχει η κρατική ασφάλιση αλλά δίπλα σε αυτήν υπάρχει και η ιδιωτική.
Ακόμα και στην παιδεία δίπλα στην κρατική υπάρχει η ιδιωτική σε όλες τις βαθμίδες.
Κι όμως στην Ελλάδα, ειδικά στην Ελλάδα, ανάμεσα σε όλες τις ανεπτυγμένες και
μη φασιστικές χώρες απαγορεύεται δίπλα στην ανώτατη κρατική να υπάρχει και η
ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση.
Πως το καταφέρανε αυτό εδώ στην Ελλάδα οι «κρατικοί σοσιαλιστές» και οι «κρατικοί
κομμουνιστές» του σήμερα; Πως στάθηκε δυνατόν μέσα από το αστικό κράτος να καταργήσουν
την εμπορευματική παραγωγή που ακριβώς πάνω της στηρίζεται αυτό το κράτος, έστω
και σε έναν μόνο τομέα, στην ανώτατη εκπαίδευση; Ο κρατικίστικος αντικαπιταλισμός
είναι μια ουτοπία χαρακτηριστική των ριζοσπαστών μικροαστών που λατρεύουν το
αστικό κράτος και μισούν το κεφάλαιο. Πως κέρδισαν την ουτοπία τους οι έλληνες
μικροαστοί;
Δεν την κέρδισαν αυτοί. Εκείνοι που την κέρδισαν δεν έχουν ούτε το απελπισμένο
μεγαλείο των αδύναμων που επί πλέον πάνε κόντρα στο ποτάμι της ιστορίας. Σε
μια μη επαναστατική εποχή σαν την σημερινή ποτέ οι ριζοσπάστες μικροαστοί δεν
θα μπορούσαν να επιβάλλουν το κρατικίστικο πρόγραμμά τους. Μόνο τμήματα της
αστικής τάξης που επιπλέον είναι πανίσχυρα μέσα στο κράτος έχουν τη δύναμη να
απαγορεύουν σε άλλα τμήματα της αστικής τάξης να έχουν επιχειρήσεις ανώτατης
παιδείας και να απαγορεύουν σε όλη την αστική τάξη και σε όλο το λαό να αγοράζει
νόμιμη γνώση από τις επιχειρήσεις αυτές. Μάλιστα χρειάζεται και κάποιο είδος
διεθνούς πολιτικής στήριξης για να επιβάλλουν εδώ και δεκαετίες μια συνταγματική
διάταξη που απαγορεύει ρητά αυτήν την παιδεία σε ανοιχτή σύγκρουση με όλη την
ενωμένη Ευρώπη.
Αυτοί που θέλουν στην Ελλάδα την κατάργηση της ιδιωτικής παιδείας είναι τμήματα
της αστικής τάξης που όχι μόνο είναι πολύ ισχυρά μέσα στο κράτος αλλά είναι
τμήματα ηγεμονικά που θέλουν να εκτοπίσουν και έχουν σε μεγάλο βαθμό καταφέρει
να εκτοπίσουν όλες τις άλλες μερίδες του κεφάλαιου από την κρατική εξουσία και
έτσι να γίνουν κυρίαρχα τα ίδια, αρχικά μέσα στο κράτος και στη συνέχεια στην
οικονομία. Στην πραγματικότητα είναι τμήματα ενός ιμπεριαλιστικού μπλοκ που
θέλει την απόλυτη ηγεμονία πάνω στα άλλα. Πρόκειται για ένα φασιστικό μπλοκ
εξουσίας. Στην ιστορία του ανεπτυγμένου καπιταλισμού δεν ήταν ποτέ οι μικροαστοί
αλλά οι φασίστες μονοπωλιστές που όχι μόνο εξύμνησαν το κράτος αλλά και το χρησιμοποίησαν
αρχικά για να εξοντώσουν μέσα από την πολιτική τους κυριαρχία σε αυτό όλες τις
αντίπαλες μερίδες της αστικής τάξης, ενώ τελικά σαν φασιστικό κόμμα το κατάπιαν
για να το χρησιμοποιήσουν σαν όργανο παγκόσμιας ηγεμονίας.
Δεν θα προσδιορίσουμε τώρα αυτό το μπλοκ εξουσίας στην κορυφή του γιατί αυτό
είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει δίχως μια σφαιρικότερη πολιτική ανάλυση με
την οποία θα κλείσουμε αυτό το κείμενο. Θα πούμε μόνο ότι η δύναμή του φασιστικού
μπλοκ βρίσκεται στη βάση του, στον πολιτικό του στρατό που δεν μπορεί να κρυφτεί
από τη μια γιατί είναι μαζικός και από την άλλη γιατί αυτός δίνει τα ανοιχτά
χτυπήματα και πραγματοποιεί τις λεηλασίες στο συλλογικό κράτος της αστικής τάξης.
Αυτός ο στρατός είναι η μεγάλη και η μικρή αστική τάξη του κράτους ή καλύτερα
το τμήμα της αστικής και μικρής αστικής τάξης που ζει από την κρατική φορολογία
και την θεσμοθετημένη ληστεία των πολιτών και των κρατικών εσόδων.
Αυτή η κρατική αστική και μικρή αστική τάξη αποτελείται από δυο κομμάτια: το
ένα είναι το κυρίως κρατικό. Πρόκειται για το πιο παρασιτικό, το πιο τεμπέλικο,
και το πιο διεφθαρμένο τμήμα της κρατικής υπαλληλίας. Το άλλο είναι το ιδιωτικό
κεφάλαιο που συναλλάσσεται με το κράτος με μη εμπορευματικούς, αλλά μονοπωλιακούς
και ληστρικούς όρους. Τη συναλλαγή αυτού του δεύτερου κομματιού με το κράτος
την διεκπεραιώνει το πρώτο κομμάτι, ειδικά η πιο διεφθαρμένη κρατική υπαλληλία,
κάτω από την προστασία και την καθοδήγηση του φασιστικού πολιτικού μπλοκ. Και
τα δύο αυτά κομμάτια της κρατικής αστικής και μικροαστικής τάξης ζουν και αναπτύσσονται
σαν νομείς της κρατικής γαιοπροσόδου ή και σαν απ’ ευθείας ληστές των πολιτών.
Γιατί η κρατική γαιοπρόσοδος αποτελείται από τη μια από τα επίσημα φορολογικά
έσοδα, που είναι ένα πελώριο τμήμα από την παραγωγική προσπάθεια όλου του έθνους,
και από την άλλη από την ανεπίσημη άμεση ληστεία των πολιτών. Τέτοια είναι για
παράδειγμα η εκβιαστική μίζα που αποσπά η διεφθαρμένη κρατική υπαλληλία από
τους πολίτες για να διεκπεραιώσει τις νόμιμες υποθέσεις τους. Τέτοια είναι και
τα ψηλά διόδια ενός αυτοκινητοδρόμου για λογαριασμό ενός κρατικού μεγαλοεργολάβου
ή τα ψηλά τηλεπικοινωνιακά τέλη που έμμεσα πηγαίνουν στην τσέπη ενός κρατικού
μεγαλοπρομηθευτή. Τέτοια είναι τα κρατικά και κοινοτικά χρήματα που πηγαίνουν
με ψεύτικες πιστοποιήσεις από κρατικούς υπαλλήλους στους αστούς της πόλης και
της υπαίθρου. Τέτοια είναι τα χρήματα που έχασαν οι εργαζόμενοι από αφεντικά
που έζησαν διαφθείροντας τους επιθεωρητές εργασίας κλπ.
Τον μεγάλο όγκο του φασιστικού στρατού τον προσφέρει πάντως το πρώτο κομμάτι
της κρατικής αστικής τάξης: η παρασιτική υπαλληλική γραφειοκρατία, είτε σαν
μόνιμη μισθωτή, είτε σαν πιο περιστασιακή κομματική-πολιτική γραφειοκρατία.
Αυτή αντιμετωπίζει τη θέση της στο κράτος σαν ένα είδος εδαφικής ιδιοκτησίας
από το οποίο αποσπάει την κρατική γαιοπρόσοδο όπως ακριβώς ένας γαιοκτήμονας
αποσπάει τη γαιoπρόσοδο από την ιδιοκτησία του της γης. Άλλωστε έτσι νιώθει
αφού η θέση της σε αυτό το κράτος είναι σήμερα ισόβια (αν και όχι κληρονομική
στις κατώτερες βαθμίδες) και αφού δεν ελέγχεται. Αυτές οι δύο ιδιότητες εκφράζονται
στις δυο βασικές πολιτικές αρχές των πολιτικών κινημάτων αυτού του στρατού:
τη μονιμότητα και τη μη αξιολόγηση.
Τέτοιας, φεουδαρχικής φύσης είναι και ο αντικαπιταλισμός της κρατικής μικροαστικής
τάξης που διαφέρει σε τούτο από την μικροαστική αντικαπιταλιστική της παραγωγής.
Ο μικροαστός της παραγωγής παράγει και πασχίζει να παράγει όλο και περισσότερο
και λιώνει και συντρίβεται απέναντι σε ένα όλο και πιο συγκεντρωμένο και γι
αυτό πιο παραγωγικό μεγάλο κεφάλαιο που ασταμάτητα το γεννάει ο ελεύθερος εμπορευματικός
ανταγωνισμός. Αντίθετα η παρασιτική γραφειοκρατία του σύγχρονου κράτους, όπως
και η παρασιτική κρατική μεγαλοαστική τάξη αναπτύσσονται μέσα σε αυτόν τον ανταγωνισμό
χάρη σ’ αυτόν αλλά όντας σε διαρκή σύγκρουση με αυτόν. Αναπτύσσονται σαν παράσιτα
του μονοπώλιου που ζει μέσα στον οικονομικό ανταγωνισμό και που θα μπορούσαμε
να ονομάσουμε μονοπώλιο δυτικού τύπου. Αυτοί ζουν σαν βδέλλες πάνω στον καπιταλιστικό
ανταγωνισμό και δίπλα σε αυτόν περίπου όπως οι ευγενείς στην εποχή της απολυταρχίας.
Οι σύγχρονοι όμως κρατικοφεουδάρχες, μικροί ή μεγάλοι, αντίθετα με τους παλιούς
δεν ζουν δίχως αυτόν τον ανταγωνισμό. Απλά δεν αποδέχονται την υπεροχή του πάνω
στο μονοπώλιο που έχουν οι ίδιοι πάνω στο κράτος, δηλαδή στο μονοπώλιο της πολιτικής
εξουσίας που τους έχει παραχωρηθεί, ούτε μπορούν να αποδεχτούν τους βασικούς
οικονομικούς όρους της ελεύθερης εμπορευματικής παραγωγής και του ελεύθερου
ανταγωνισμού γιατί ο πιο βασικός από αυτούς απαιτεί να μην υπάρχει απάτη ούτε
στην ποιότητα, ούτε στην ποσότητα του εμπορεύματος. Αλλά αυτοί ζουν προσφέροντας
ένα προϊόν, όταν το προσφέρουν, που είναι απάτη και στην ποιότητα και στην ποσότητα.
Γι αυτό εξαπολύουν μύδρους ενάντια στην εμπορευματική παραγωγή και σε κάθε εμπόρευμα.
Στην πραγματικότητα λειτουργούν σαν εργαλεία της οικονομικής και πολιτικής δικτατορίας
του κρατικοφασιστικού μονοπώλιου. Είναι φεουδάρχες στην μορφή, αλλά είναι εντελώς
σύγχρονοι μονοπωλιστές φασίστες στο περιεχόμενο της ιδεολογίας τους.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο πολιτικός και ιδεολογικός σκληρός πυρήνας
αυτής της γραφειοκρατίας εμφανίζεται σήμερα σαν ακραία μαρξιστικός, τόσο ώστε
να είναι ασυμβίβαστος με κάθε εμπορευματικό ανταγωνισμό, ακόμα και με τον σχετικά
ελεύθερο του πιο σύγχρονου μονοπώλιου. Μόνο σαν τέτοιος θα μπορεί όποτε χρειαστεί
να απαλλοτριώσει το κάθε ιδιωτικό κεφάλαιο. Οι επικεφαλής αυτής της εξαιρετικά
ιδιοτελούς αρπακτικής ομάδας της αστικής τάξης ξέρουν ότι μόνο σαν εκπρόσωποι
των πιο καταπιεσμένων τάξεων θα μπορούσαν να πετύχουν αυτήν την απαλλοτρίωση
και έτσι να νομιμοποιηθούν ιδεολογικά απέναντι στην κλασσική αστική τάξη και
κυρίως απέναντι στις μάζες που τους απεχθάνονται. Και μόνο σαν οπαδοί όχι του
σημερινού αστικού αλλά ενός πάντα μελλοντικού «λαϊκού κράτους» θα μπορούσαν
να δεχτούν στήριξη από τις μάζες ενάντια στο κλασσικό κεφάλαιο. Γι αυτό στην
πιο «συνεπή» παρασιτική τους έκφραση δεν στέκονται σαν απλοί μαρξιστές, ας πούμε
σαν συμβιβασμένοι σοσιαλδημοκράτες, αλλά σαν ασυμβίβαστοι με κάθε ταξική ανισότητα,
με κάθε μισθωτή εργασία, με κάθε αστική αξιολόγηση και κυρίως με κάθε εμπορευματοποίηση
του προϊόντος της κοινωνικής εργασίας. Εμφανίζονται λοιπόν υποχρεωτικά σαν «αριστεροί
κομμουνιστές». Στην μορφή ωστόσο η θεωρία τους μοιάζει με τον «φεουδαρχικό κομμουνισμό»
που τόσο καθαρά ξεσκεπάζουν στο κομμουνιστικό μανιφέστο οι Μαρξ και Έγκελς.
Λέμε στην μορφή, γιατί στην ουσία ο κομμουνισμός τους είναι ένας «ιμπεριαλιστικός
κομμουνισμός» ένας κομμουνισμός του φασιστικού μονοπώλιου όπως θα δούμε παρακάτω
ανεξάρτητα από τη συνείδηση που έχουν για τον εαυτό τους πολλά λαϊκά στοιχεία
που συμμετέχουν σε αυτό το στρατό . Εκεί που ξεσκεπάζονται, όπως και οι φεουδάρχες
πρόγονοί τους, μπροστά στους ταξικούς μαρξιστές είναι όταν υποχρεώνονται να
υπερασπίσουν την κρατική περιουσία σαν πιο αριστερή από την ιδιωτική, το κρατικό
κεφάλαιο σαν πιο αριστερό από το ιδιωτικό και κυρίως όταν απαιτούν το κράτος
να είναι λαϊκό.
Το ότι ο στενός πυρήνας τους και ο πυρήνας της ιδεολογίας τους είναι «κομμουνιστικός»
στη μορφή δεν σημαίνει ότι αυτοί κινούνται μόνο με αυτήν την μορφή. Είναι πολύ
πολιτικοί για να επιδείξουν έναν σεχταρισμό που θα τους απομόνωνε από κάθε σύμμαχο
στρώμα και τάξη. Έτσι με πυρήνα τον «κομμουνισμό» τους και τον αντίστοιχο στενό
«κομμουνιστικό» τους στρατό με τον οποίο αποχτούν ερείσματα ακόμα και μέσα σε
καθυστερημένα πολιτικά τμήματα της εργατικής τάξης, συγκροτούν ευρύτερα ιδεολογικά
μέτωπα μέσα από τα οποία συσπειρώνουν τις αντίστοιχες συμμαχικές ή ταλαντευόμενες
ταξικές δυνάμεις. Γίνονται λοιπόν «αντιιμπεριαλιστές και αντιμονοπωλιστές»,
ή «πατριώτες» και «δημοκράτες» όταν χρειάζεται να συσπειρώσουν την παραγωγική
μικροαστική τάξη και την μεσαία αστική τάξη που ζει από την ντόπια περιορισμένη
αγορά. Γίνονται ακόμα και «ανθρωπιστές» και «ρομαντικοί ιδεαλιστές» όταν θέλουν
να συσπειρώσουν στο φασιστικό τους πρόγραμμα και ορισμένους φιλελεύθερους αστούς,
ιδιαίτερα την πνευματική αστική ελίτ που απεχθάνεται την χυδαιότητα της εμπορευματικής
παραγωγής ειδικά στον τομέα της τέχνης και της κουλτούρας.
Αυτά τα φαινόμενα τα συναντούμε στην πιο αντιπροσωπευτική και
συμπυκνωμένη μορφή τους στην κρατική παιδεία, ιδιαίτερα την πανεπιστημιακή.
Σε αυτήν την τελευταία βρίσκεται η ναυαρχίδα όχι μόνο όλης της παρασιτικής εκπαιδευτικής
γραφειοκρατίας αλλά όλης της παρασιτικής κρατικής γραφειοκρατίας γενικά. Επίσης
εδώ βρίσκεται η ιδεολογική ηγεσία αυτής της γραφειοκρατίας. Αυτή η γραφειοκρατία
δεν είναι η πιο διεφθαρμένη αφού υπάρχει η φορολογική και η πολεοδομική πριν
από αυτήν, ούτε είναι η πιο τεμπέλικη αφού υπάρχει η γραφειοκρατία των δήμων.
Είναι όμως η πιο καταστροφική από όλες και η πιο ιδεολογικά και πολιτικά διεφθαρμένη
γιατί έχει αναλάβει να καταστρέψει την έρευνα και το επιστημονικό πνεύμα της
χώρας.
Ο ηγεμονικός της ρόλος προέρχεται από την διπλή της ιδιομορφία να είναι η πιο
μορφωμένη και ιδεολογικά πιο κοντά στο κρατικό πνεύμα, όπως όλη η πανεπιστημιακή
ελίτ, και από την άλλη να είναι η μόνη που έχει θεσμοθετημένο μονοπώλιο, δηλαδή
η μόνη για την οποία υπάρχει απαγόρευση ύπαρξης κάθε εμπορευματικής μορφής που
θα μπορούσε να παράγει το προϊόν που παράγει η ίδια, δηλαδή την εκπαίδευση και
την έρευνα. Με λίγα λόγια δεν επιτρέπεται να υπάρχει καπιταλιστής ανταγωνιστής
της που θα λειτουργούσε σαν έμμεσος ελεγκτής και σαν μέτρο σύγκρισης αυτής της
δουλειάς. Η θεσμοθέτηση αυτού του μονοπώλιου δεν ήταν έργο της ίδιας της παρασιτικής
γραφειοκρατίας των ΑΕΙ, αλλά της πολιτικής εξουσίας, που σε μεγάλο βαθμό γέννησε,
προστάτεψε και δυνάμωσε και κοινωνικά-οικονομικά και πολιτικά αυτήν την γραφειοκρατία.
Η γραφειοκρατία αυτή συγκροτήθηκε αρχικά μέσα από τη ντεφάκτο μονιμότητα του
βοηθητικού πανεπιστημιακού προσωπικού την οποία κατέκτησε ύστερα από τη διοικητική
ισχύ που της παραχωρήθηκε για συμμετοχή στην εκλογή των οργάνων, τη λεγόμενη
συνδιοίκηση. Στη συνέχεια αυτή η γραφειοκρατία ανδρώθηκε οικονομικά μέσα από
τη διαχείριση ενός μεγάλου μέρους των πανεπιστημιακών υποδομών, και πιο τελευταία
από την υφαρπαγή του ευρωπαϊκού χρήματος των δύο πρώτων κοινοτικών πακέτων για
την έρευνα.
Εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι αυτήν την οικονομική και διοικητική
εξουσία αυτή η γραφειοκρατία την απέκτησε από τα πάνω, από την κεντρική πολιτική
εξουσία από τα 1975 με τη συμμετοχή του κατώτερου ΔΕΠ και των φοιτητών στις
εκλογές των πανεπιστημιακών αρχών. Ύστερα την διεύρυνε στην πράξη σε στενή συνεργασία
με τα πιο μαζικά, δηλαδή τα πιο βασικά διοικητικά εργαλεία του ηγεμονικού πολιτικού
συστήματος μέσα στα Πανεπιστήμια που λέγονται φοιτητικές παρατάξεις, ιδιαίτερα
τις «αριστερές». Στην ουσία παρασιτική εκπαιδευτική γραφειοκρατία και φοιτητικές
παρατάξεις λειτουργούν σαν θεσμικό μπλοκ εξουσίας, σαν καθεστωτικό ηγεμονικό
μπλοκ στα Πανεπιστήμια εδώ και τρεις δεκαετίες.
Σε κοινωνικό επίπεδο πρόκειται για ένα μπλοκ εξουσίας στη βάση του παρασιτισμού
τον οποίο το μπλοκ έχει αναλάβει να αναπαράγει σε ευρύτερο επίπεδο. Στην βασική
λογική του συμμαχικού αυτού μπλοκ βρίσκεται μια ανταλλαγή. Η παρασιτική γραφειοκρατία
του διδακτικού προσωπικού, δηλαδή το πιο επιστημονικά μέτριο, και το πιο διδακτικά
αδιάφορο τμήμα των διδασκόντων παίρνει την διοικητική εξουσία και από κει την
οικονομική εξουσία στα Πανεπιστήμια μέσα και από την στήριξη και την ψήφο των
πιο μορφωτικά αδιάφορων ή εχθρικών προς τη μελέτη και την έρευνα φοιτητών. Αυτήν
την ψήφο την διαχειρίζεται το ηγετικό οργανωμένο στρώμα των φοιτητικών παρατάξεων.
Η πιο μαχητική βαθμίδα αυτού του στρώματος είναι το φοιτητικό μικροαστικό λούμπεν
που δεν βλέπει μέλλον ούτε από τον εισοδισμό στα αστικά κόμματα, ούτε από ένα
ψηλό επίπεδο μόρφωσης από την οποία ήδη έχει αποξενωθεί. Γι αυτό είναι το πιο
ριζοσπαστικό «αντικαπιταλιστικό» και γι αυτό το πιο μαρξιστικό στη μορφή του.
Αυτό το τελευταίο είναι απαραίτητο σαν μηχανισμός βίας για να κάνει μπούκες
στις πρυτανείες, να διαλύει εκλογικές διαδικασίες και αποφάσεις που δεν ευνοούν
την καθεαυτό παρασιτική γραφειοκρατία, να καταλαμβάνει εργαστήρια και όποτε
χρειαστεί στο βαθύ καθεστώς να σπάει και να τραμπουκίζει ανοιχτά. Οι πιο «επίσημες»
παρατάξεις, ιδιαίτερα οι «αριστερές» αφήνουν στην παράταξη του μικροαστικού
λούμπεν το καθήκον της βίας ενάντια στους εκπαιδευτικούς-εχθρούς του καθεστωτικού
μπλοκ προκειμένου να μην εκτίθενται οι ίδιες και κυρίως τα κόμματα πολιτικοί
τους προστάτες τους ώστε να μπορούν να συμμετέχουν πραγματικά στο «καθώς πρέπει»
παιχνίδι της εξουσίας με τους πραγματικούς ή πλασματικούς «ανθρώπους του πνεύματος».
Σε αντάλλαγμα της εξουσίας τους η εκπαιδευτική παρασιτική υπαλληλία
ή οι συμβιβασμένοι πρώην επιστήμονες εκπαιδευτικοί παραδίδουν σε όλο αυτό το
φοιτητικό στρατό βίας ένα γενικά «εύκολο» πτυχίο χωρίς χρήσιμη αξία, οπότε και
ανταλλακτική αξία, που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στην αγορά της γνώσης
ή αλλιώς της ειδικευμένης μισθωτής εργασίας. Όμως ενώ αυτού του είδους το πτυχίο
στα χέρια του οποιουδήποτε άλλου φοιτητή θα ήταν ένα διαβατήριο για την ανεργία,
στα χέρια των στελεχών των φοιτητικών πολιτικών στρατών μπορεί να είναι εξαιρετικά
χρήσιμο. Γιατί αυτοί προορίζονται για μέλη της παρασιτικής κρατικής γραφειοκρατίας
με την ευρύτερη έννοια. Ασκώντας για αρκετά χρόνια ένα κομμάτι εξουσίας μέσα
στα Πανεπιστήμια, συχνά το πιο βασικό, έχουν γίνει πολιτικά ειδικοί στην σύσταση
πολιτικών συμμοριών, στη διάλυση της έρευνας, και στην καταπίεση και διαφθορά
των συμφοιτητών τους. Πάνω από όλα έχουν αποκτήσει τεράστια πείρα στα παρασκήνια
της πανεπιστημιακής εξουσίας σαν μεσολαβητές ανάμεσα στην καθηγητική ελίτ, το
μεσαίο διδακτικό προσωπικό και τους φοιτητές. Η πιο μεγάλη τους ειδίκευση είναι
στο να ασκούν φασισμό διαστρεβλώνοντας κατάλληλα τις δημοκρατικές συνδικαλιστικές
μορφές. Πρόκειται για τα νεώτερα στελέχη του κεντρικού κομματικού κράτους. Οι
πολιτικοί τους προϊστάμενοι τους πιο ταλαντούχους από αυτούς τους κρατάνε αρκετά
χρόνια «στη δουλειά» για να οργανώνουν χάρη στη μεγάλη πείρα τους κομματικούς
φοιτητικούς στρατούς και να στρατολογούν σε αυτούς διαρκώς καινούργιο αίμα.
Έτσι το πτυχίο τους, όποτε το πάρουν, έχει αληθινή αξία στη δοσμένη κοινωνία.
Οι φορείς ενός τέτοιου πλασματικού πτυχίου μπορούν να ελπίζουν σε μια καλύτερη
θέση στους κεντρικούς τους κομματικούς στρατούς και από κει, όταν οι στρατοί
αυτοί παίρνουν την εξουσία, να βρίσκουν στελεχική θέση σε τμήματα του ευρύτερου
κρατικού μηχανισμού ΔΕΚΟ, συνδικάτα, δήμους, μη κυβερνητικές οργανώσεις (που
στην Ελλάδα είναι πάντα πληρωμένες κρατικές ή παρακρατικές οργανώσεις). Ακόμα
μπορούν να γίνονται στελέχη της κρατικοδίαιτης ιδιωτικής αστικής τάξης ή και
τέτοια αστική τάξη και οι ίδιοι. Τέλος είναι δυνατό οι πιο διαβαστεροί και φιλόδοξοι
από αυτούς να αναπαράγουν άμεσα στην παρασιτική γραφειοκρατία, ανεβαίνοντας
ακαδημαϊκά με την κατάλληλη στήριξη δηλαδή με τόσο πλασματικά «αυθεντικά» ντοκτορά
όσο αυθεντικό ήταν το πνεύμα και τα ντοκτορά των εκπαιδευτών τους. Προορίζονται
δηλαδή στη χειρότερη περίπτωση για μέλη της κατώτερης γραφειοκρατίας του ευρύτερου
κράτους και στην καλύτερη για μέλη της συνδικαλιστικής, πολιτικής, οικονομικής
ακόμα και ακαδημαϊκής κρατικής παρασιτικής αστικής τάξης.
Η συμμαχία του παρασιτικού εκπαιδευτικού στρώματος με τους φοιτητές είναι καθοριστική
για τους συσχετισμούς εξουσίας μέσα στα Πανεπιστήμια, αλλά είναι αδύνατο να
γίνει κυριαρχική γιατί από μόνη της είναι μειοψηφική και μέσα στο διδακτικό
προσωπικό και μέσα στους φοιτητές. Οι εκπαιδευτικοί θέλουν να κάνουν έρευνα
και οι φοιτητές θέλουν πτυχία με αξία. Όλοι τους θέλουν τη γνώση και κανείς
δεν γεννήθηκε τεμπέλης. Η διαφθορά δεν μπορεί να γίνει πλειοψηφική αν δεν οργανωθεί
και αν δεν οργανώσει όλη την άγνοια και όλα τα ελαττώματα των ανθρώπων. Χωρίς
να συσπειρώσει πίσω του την πλειοψηφία των καθηγητών και κυρίως των φοιτητών
το παρασιτικό μπλοκ είναι καταδικασμένο σε απομόνωση και συντριβή.
Αυτό το συσπειρωτικό ρόλο παίζει το σύνθημα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση
της εκπαίδευσης, που βασικά σημαίνει απαγόρευση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων.
Με αυτό το σύνθημα το μπλοκ απευθύνεται στους φοιτητές σαν σε μελλοντικούς κατόχους
πτυχίου και τους καλεί να συντρίψουν τους υποψήφιους ανταγωνιστές τους που θα
θελήσουν να εμφανιστούν με πτυχία ντόπιων ιδιωτικών πανεπιστημίων στην αγορά
εργασίας. Στο βαθμό μάλιστα που αυτές οι ιδιωτικές σχολές ήδη βγάζουν χιλιάδες
αποφοίτους πτυχιούχους κάθε χρόνο τους δείχνουν τι σημαίνει η αναγνώριση αυτών
των πτυχίων από το κράτος σε μια εποχή και σε μια χώρα πρωταθλητή της ανεργίας
των πτυχιούχων. Πρόκειται για ένα κάλεσμα σε κανιβαλισμό αντίστοιχο με το κάλεσμα
που κάνουν οι ρατσιστές στους ντόπιους εργάτες, ιδιαίτερα στους άνεργους να
διώξουν από την αγορά εργασίας τους μετανάστες προκειμένου να βρουν οι ίδιοι
πιο εύκολα δουλειά. Η επίσημη, η «θεωρητική» δικαιολόγηση αυτού του κανιβαλισμού
γίνεται με δυο επιχειρήματα.
Το ένα, το πιο βαθύ και το πιο δημοφιλές είναι ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια
ευνοούν τους πλούσιους και σαν τέτοια δυναμώνουν την κοινωνική ανισότητα. Άρα,
ισχυρίζονται, δεν πρόκειται για κανιβαλισμό μεταξύ φτωχών αλλά για ταξική πάλη
ανάμεσα στα παιδιά των πλούσιων και τα παιδιά των φτωχών. Εννοείται ότι κανένα
προοδευτικό κίνημα στην ιστορία, πόσο μάλλον οι μαρξιστές, δεν κάλεσε ποτέ σε
κίνημα νεολαίων ενάντια σε νεολαίους μόνο και μόνο στη βάση της όποιας κοινωνικής
θέσης τους, πόσο μάλλον στη βάση της ταξικής θέσης των γονιών τους.
Αυτό είναι το πιο βασικό επιχείρημα και απευθύνεται όχι μόνο στους φοιτητές
σαν διαταξικό κοινωνικό στρώμα, αλλά απευθύνεται και στους μαθητές και στα μικροαστικά
στρώματα και στην εργατική τάξη. Δηλαδή επιζητεί και σε ένα βαθμό πετυχαίνει
την παλλαϊκή κάλυψη ενός αντιδραστικού κινήματος. Το επιχείρημα είναι το εξής:
«Το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο θα δώσει τη δυνατότητα στους πλούσιους να αποκτήσουν
ένα πτυχίο και θα μετατρέψει έτσι τη μόρφωση σε εμπόρευμα. Όταν το Πανεπιστήμιο
είναι κρατικό, το πτυχίο και η μόρφωση είναι κοινωνικά αγαθά και οι άνθρωποι
τα απολαμβάνουν ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση. Αφού δηλαδή οι σπουδές
είναι δωρεάν, δωρεάν είναι για τους φτωχούς και το πτυχίο. Άρα οι φτωχοί και
οι πλούσιοι είναι ίσοι απέναντι στο πτυχίο, ίσοι και απέναντι στο επάγγελμα
και ίσοι απέναντι στη δουλειά. Όμως με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια οι πλούσιοι
θα παίρνουν τα πτυχία και τις δουλειές, ή τουλάχιστον θα τις παίρνουν περισσότερο
από όσο σήμερα οπότε η ανισότητα θα γίνει πιο μεγάλη στις σπουδές και στη ζωή.
Συμπέρασμα «όχι η παιδεία εμπόρευμα. Όχι στην ιδιωτική εκπαίδευση. Δωρεάν παιδεία.
Ίση παιδεία για όλους».
Ο πυρήνας αυτού του συλλογισμού βρίσκεται στη θέση ότι η ανώτατη παιδεία είναι
τώρα δωρεάν κοινωνικό αγαθό που δίνει χοντρικά τη δυνατότητα των ίσων ευκαιριών,
ενώ τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα την κάνουν εμπόρευμα προσιτό περισσότερο στους
πλούσιους.
Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΧΕΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ
Όμως η κρατική ανώτατη παιδεία, και γενικότερα η κρατική παιδεία
δεν είναι σήμερα δωρεάν αγαθό. Πληρώνεται από όλους τους πολίτες, πλούσιους
και φτωχούς, και περισσότερο από τους φτωχούς, από τους οποίους το σημερινό
κράτος εισπράττει τους περισσότερους φόρους. Στην ανώτατη κρατική παιδεία φοιτητές
από πλούσιες, μεσαίες και φτωχές οικογένειες -στην κοινωνική τους προέλευση-
πληρώνονται από όλη την κοινωνία για να σπουδάσουν. Όμως στις σπουδές αυτές
δεν φτάνουν στον ίδιο βαθμό όλες οι τάξεις. Οι φτωχοί φτάνουν λιγότερο από τους
μεσαίους και οι πλούσιοι αντιπροσωπεύονται περισσότερο στα Πανεπιστήμια από
όσο στην κοινωνία γενικά. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι για τα Πανεπιστήμια επελέγησαν
τελικά όσοι πλήρωσαν για τη γνώση ή εκείνοι που είχαν “κληρονομικό δικαίωμα”
πάνω στη γνώση. Η επιλογή δηλαδή στηρίχτηκε στο ότι κάποιοι είτε μπόρεσαν κι
αγόρασαν το εμπόρευμα που λέγεται φροντιστηριακή κατάρτιση ή ενισχύθηκαν δωρεάν
από τους σχετικά πιο μορφωμένους και συνήθως πιο εύπορους γονείς τους. Με λίγα
λόγια μπροστά στις εισαγωγικές εξετάσεις οι άνθρωποι δεν βρέθηκαν σαν ίσοι,
αλλά σαν άνισοι, και οι γνώσεις τους είχαν προϋπάρξει σαν εμπόρευμα πριν ενσωματωθούν
στην δήθεν δωρεάν πανεπιστημιακή παιδεία για τους πιο πετυχημένους ανάμεσά τους.
Μέσα λοιπόν στη δωρεάν κρατική παιδεία υπάρχει, όπως είπαμε και στην αρχή αν
και κρυμμένη η ιδιωτική παιδεία και η ταξική επιλογή.
Αλλά η κρατική παιδεία αποκαλύπτεται σαν εμπορευματική και ταξική όχι μόνο στις
προϋποθέσεις της αλλά και στις συνέπειές της όταν το ίδιο το πτυχίο γίνεται
επίσης ένας εμπορευματικός τίτλος. Με το κατάλληλο πτυχίο μπορεί κανείς να κερδίσει
μια θέση ή στην ιδιωτική επιχείρηση ή στην κρατική γραφειοκρατία ή, ενδιάμεσα,
στην μεταπτυχιακή παιδεία από την οποία θα εξασφαλίσει έναν ανώτερο εμπορευματικό
τίτλο-πτυχίο. Αυτό είναι ανεξάρτητο από το ότι τα πτυχία ξεπέφτουν με τον ίδιο
τρόπο που ξεπέφτουν όλα τα εμπορεύματα που η προσφορά τους είναι μεγαλύτερη
από τη ζήτηση. Αυτό ισχύει για πτυχία με χαμηλή ζήτηση εξ αιτίας του χαμηλού
επιπέδου της σχολής από την οποία δόθηκαν (δηλαδή χαμηλής αξίας χρήσης) ή για
πτυχία που δεν αντιστοιχούν σε καμία ζήτηση στη δοσμένη αγορά (όπως πχ. τα πτυχία
της πυρηνικής φυσικής και αεροναυπηγικής σε μια χώρα σαν τη δικιά μας που δεν
παράγει πυρηνική ενέργεια και δεν κατασκευάζει αεροπλάνα. Σε τέτοιες περιπτώσει
με ένα πτυχίο γενικά ψηλής ανταλλακτικής αξίας στην παγκόσμια αγορά εξασφαλίζει
κανείς μια θέση στον εφεδρικό στρατό των ανέργων στην ελληνική αγορά). Εννοείται
ότι η ταξική χρήση του πτυχίου είναι ανεξάρτητή από το ότι πολλοί φτωχοί άνθρωποι
πέθαναν στις στερήσεις και στη δουλειά για να θρέψουν, να προετοιμάσουν για
τις σπουδές και να σπουδάσουν ένα ταλαντούχο παιδί που ύστερα άλλαξε κοινωνική
τάξη. Όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν λοιπόν αλλά επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι
ο κάτοχος πτυχίου είναι κάτοχος εμπορευματικού τίτλου και επιχειρεί να πουλήσει
αυτόν τον τίτλο όσο γίνεται πιο ακριβά. Κανείς δεν παρέχει σήμερα το πτυχίο
του δωρεάν στην κοινωνία, πράγμα που θα έκανε συνεπείς στην ταξικίστικη δημαγωγία
τους κήρυκες της δήθεν «ίσης και δωρεάν» παιδείας. Αντίθετα, ο κάτοχος του πιο
καλού πτυχίου, του πιο έγκυρου Πανεπιστήμιου, της πιο αποδοτικής ειδικότητας,
εξελίσσεται συνήθως σε έναν καλό αστό που, αφού σπούδασε δωρεάν με χρήματα κύρια
της φτωχολογιάς, κάθεται αν μπορέσει, στο σβέρκο της. Εννοείται ότι αυτό γίνεται
περισσότερο με τους γόνους της αστικής τάξης που συνήθως μαζί με το καλό πτυχίο
κουβαλάνε κληρονομικά και καλές οικονομικές και κομματικές διασυνδέσεις.
Να λοιπόν πως στην κοινωνία της ταξικής ανισότητας που ζούμε
η κρατική παιδεία είναι παιδεία της ανισότητας και της εκμετάλλευσης, είναι
δηλαδή παιδεία του ιδιωτικού συμφέροντος και παιδεία για λίγους.
Αυτά συμβαίνουν επειδή το κράτος είναι το αστικό κράτος, δηλαδή κράτος των εκμεταλλευτών
που φροντίζει για να αναπαράγει και να οργανώνει την ανισότητα μέσα στην κοινωνία.
Το “όχι στα ιδιωτικά πανεπιστήμια” που προφέρεται στο όνομα του λαού είναι λοιπόν
κατ’ αρχήν ένα σύνθημα γεμάτο υποκρισία, αφού υπάρχουν δύο ιδιωτικές συνθήκες
μέσα στη δημόσια παιδεία: το ιδιωτικό φροντιστήριο και το ιδιωτικό πτυχίο.
Για να έχει κάποιο αριστερό νόημα αυτό το σύνθημα πρέπει να έχουμε μια κοινωνία
χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ώστε να μην είναι εμπόρευμα η εργατική
δύναμη, να μην είναι εμπόρευμα το πτυχίο και να μην είναι εμπόρευμα η διδασκαλία.
Σε μια τέτοια κοινωνία το κράτος είτε θα είναι επαναστατικό κράτος των φτωχών
ή δε θα υπάρχει καθόλου κράτος. Στην πρώτη περίπτωση θα μπορεί να είναι θετικό
το σύνθημα «η παιδεία στο κράτος». Λέμε «θα μπορεί» να είναι θετικό γιατί και
τότε ακόμα κανείς δεν πρέπει να στερεί από τους άμεσους παραγωγούς και από τις
λαϊκές οργανώσεις εξουσίας στα διάφορα επίπεδά της (πχ εργοστασιακές μονάδες,
αγροτικές παραγωγικές μονάδες, γειτονιές και πόλεις) να έχουν και να διαχειρίζονται
με τον τρόπο που αυτοί θέλουν τα δικά τους σχολεία για τα δικά τους παιδιά.
Και μάλιστα για ορισμένα μαθήματα και για ορισμένα σχολεία μπορεί να υπάρχει
ακόμα και κάποια πληρωμή στον λαϊκό εκπαιδευτικό οργανισμό εφόσον θα υπάρχει
ακόμα εμπορευματική παραγωγή στη δοσμένη κοινωνία.
Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση για μια άλλη στιγμή. Εδώ δεν μιλάμε για την
πορεία προς την ανθρώπινη απελευθέρωση. Εδώ μιλάμε για άμυνα απέναντι στον προελαύνοντα
φασιστικό μεσαίωνα. Γιατί το «υποχρεωτικά κρατική παιδεία» ή καλύτερα το «απαγόρευση
στην ιδιωτική εκπαίδευση» που τώρα εξειδικεύεται στο «όχι στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια»
δεν είναι απλά μια συντηρητική πρόταση, είναι ένα συγκεκριμένο φασιστικό σύνθημα
που υψώνεται σαν πολεμική σημαία ενός ακόμα πιο συγκεκριμένου φασιστικού κινήματος.
Το δεύτερο επιχείρημα, το πιο πραγματιστικό και πιο οικονομίστικο προσφέρεται
περισσότερο σαν επίσημο πρόσχημα αλλά είναι πολύ πιο αδύναμο. Πρόκειται για
το επιχείρημα ότι το ιδιωτικό κεφάλαιο θα μοίραζε πανεπιστημιακά πτυχία χωρίς
αξία στους πλούσιους μόνο και μόνο για να παίρνει λεφτά από αυτούς.
Κατ αρχήν το αγαπημένο κράτος των μικροαστών μπορεί πολύ άνετα να εξετάσει όλους
τους πτυχιούχους προκειμένου να εξακριβώσει αν έχουν τις μίνιμουμ γνώσεις που
αντιστοιχούν στο πτυχίο τους ώστε να τους επιτρέψει να ασκήσουν το επάγγελμά
τους. Άλλωστε το ιδιωτικό κεφάλαιο που θα δώσει πτυχία χωρίς αξία θα εξαπατήσει
λίγους ανθρώπους για λίγο χρόνο και μετά θα συντριβεί. Αλλά ο στόχος κάθε κεφάλαιου
είναι το κέρδος και η αναπαραγωγή του κέρδους σε πιο διευρυμένη κλίμακα και
όχι η συντριβή του. Άλλωστε ο κίνδυνος του υποβαθμισμένου πτυχίου έχει ήδη γίνει
πραγματικότητα από μια σειρά κρατικές σχολές που δίνουν σήμερα χιλιάδες πτυχία
χωρίς καμιά αξία. Παραπέρα το κάθε ξεχωριστό πτυχίο και σήμερα αξιολογείται
διαρκώς στην αγορά εργασίας για την πραγματική του αξία με εξετάσεις ανταγωνισμού
είτε από το ίδιο το κράτος σαν εργοδότη (ΑΣΕΠ), είτε με εξονυχιστικούς ελέγχους
και συνεντεύξεις από το ιδιωτικό κεφάλαιο. Ανεξάρτητα και από αυτές τις διαδικασίες
η ίδια η αγορά και γενικότερα η παραγωγική πρακτική αργά ή γρήγορα απονέμει
με τρομακτική ακρίβεια την πραγματική ανταλλακτική του αξία σε κάθε πανεπιστημιακό
πτυχίο, κρατικό ή ιδιωτικό παντού στον κόσμο. Στην πραγματικότητα σήμερα στη
χώρα μας, χώρα προσφοράς υπερπληθώρας πτυχιούχων, ένα ελάχιστο ποσοστό πτυχίων
μπαίνουν στ’ αλήθεια στον ανταγωνισμό για μια θέση. Πρόκειται κατά τεκμήριο
για τα πτυχία με τους μεγαλύτερους βαθμούς των γνωστών σε όλους καλύτερων σχολών.
Τον τίτλο του καλύτερου τον απονέμει πάλι με έναν αρκετά μετρήσιμο τρόπο ο κατώτερος
βαθμός με τον οποίον εισάγεται ένας υποψήφιος στις πανελλαδικές εξετάσεις σε
κάθε ξεχωριστή σχολή. Βλέπουμε δηλαδή ότι πάντα μέσα στο κρατικό μονοπώλιο της
ανώτατης παιδείας δουλεύει με τον δικό του αδυσώπητο τρόπο ο ανταγωνισμός των
υποψήφιων φοιτητών, ο ανταγωνισμός των φοιτητών και ο ανταγωνισμός των πτυχιούχων.
Τέλος και το πιο βασικό από όλα. Υπάρχει ήδη μπροστά μας ένα ζωντανό δείγμα
ιδιωτικής παιδείας που είναι σήμερα πιο αποδοτική από την κρατική. Είναι η φροντιστηριακή
παιδεία και η ιδιωτική παιδεία στη μέση και στη στοιχειώδη εκπαίδευση που λες
και υπάρχουν επίτηδες για να θυμίζουν διαρκώς την καταστροφή που έχει σκορπίσει
η παρασιτική γραφειοκρατία πάνω στις αντίστοιχες βαθμίδες της κρατικής εκπαίδευσης.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος που το αντίστοιχο της ΠΟΣΔΕΠ όργανο της παρασιτικής
γραφειοκρατίας για τη μέση εκπαίδευση, η ΟΛΜΕ, έχει κηρύξει έναν ασταμάτητο
πολιτικό ιδεολογικό πόλεμο στην ιδιωτική παιδεία. Είναι φυσικό να είναι αυτή
ο κύριος εχθρός της, γιατί αυτός ακριβώς κάνει ζωντανή, παραστατική για τις
μάζες την κριτική εναντίον της κρατικής παιδείας και πιο πολύ της καθηγητικής
διάλυσης την οποία καθοδηγεί και οργανώνει σε όλα τα επίπεδα η ΟΛΜΕ.