Ο κανιβαλικός απαγχονισμός του Σαντάμ αποκαλύπτει στον αραβικό κόσμο την κτηνωδία των ιρανών μουλάδων και τον συσπειρώνει εναντίον τους
O κανιβαλικού τύπου απαγχονισμός του Σαντάμ Χουσεΐν από την κυβέρνηση Μαλίκι είναι ένα νέο μεγάλο βήμα προς τη φασιστική τρομοκρατική κυριαρχία του Ιράν πάνω στο Ιράκ. Αυτή η κυριαρχία εντάσσεται στην ευρύτερη στρατηγική του νεοναζιστικού άξονα Ρωσίας-Κίνας-Ιράν, μια στρατηγική που έχει οδηγήσει το Ιράκ σε ένα θρησκευτικο-ρατσιστικό εμφύλιο πόλεμο και στα πρόθυρα του διαμελισμού. Σε όλη αυτήν την εξέλιξη ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έχει παίξει και συνεχίζει ακόμα να παίζει έναν καταλυτικό ρόλο, όντας ταυτόχρονα θύτης του Ιράκ, αλλά και θύμα του νεοναζιστικού άξονα.
Η διελκυστίνδα ΗΠΑ-κυβέρνησης Μαλίκι σχετικά με την εκτέλεση του Σαντάμ
Ο διεθνής προπαγανδιστικός μηχανισμός του νεοναζιστικού άξονα
αποδίδει την κύρια ευθύνη του απαγχονισμού στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό με
τη συνηθισμένη ευκολία με την οποία από τη μια μεριά καλύπτει τα δικά του εγκλήματα
και από την άλλη τα φορτώνει στον ανταγωνιστή του. Είναι γεγονός ότι οι ΗΠΑ
είναι συνυπεύθυνες με το Ιράν για τη βίαιη ανατροπή του Σαντάμ και για την καταδίκη
του σε θάνατο μέσα από μια από τα έξω επιβεβλημένη παρωδία δικαστικής διαδικασίας.
Είναι επίσης γεγονός ότι η αμερικανική προεδρία κάλυψε πολιτικά τον απαγχονισμό.
Όμως δεν είναι οι ΗΠΑ που πραγματοποίησαν τον απαγχονισμό τη δοσμένη στιγμή,
ούτε είναι υπεύθυνες για τον κανιβαλικό τρόπο με τον οποίο έγινε. Ίσα-ίσα, και
στα δύο αυτά επίπεδα διεξήχθη πριν την εκτέλεση του Σαντάμ μια πολιτική σύγκρουση*
ανάμεσα στην ιρακινή κυβέρνηση και στις αμερικανικές επεμβατικές δυνάμεις, η
οποία έληξε με μια ήττα για τις δεύτερες. Αυτή η ήττα είχε σαν αποτέλεσμα την
άνευ όρων παράδοση του Σαντάμ από τους αμερικανούς δεσμοφύλακες στους ιρανούς
δήμιους.
Συγκεκριμένα, μόλις η κυβέρνηση Μαλίκι ζήτησε από τους αμερικανούς να της παραδώσουν
τον κρατούμενο στις φυλακές τους Σαντάμ, αυτοί έψαχναν να βρουν τρόπους να αναβάλουν
την εκτέλεση. Αυτό δεν το έκαναν γιατί είχαν κάποια αντίθεση αρχής μ’ αυτήν
την εκτέλεση, όπως για παράδειγμα εκείνη που έχουν με τη θανατική ποινή οι ευρωπαίοι
φιλελεύθεροι, αφού η θανατική ποινή είναι τόσο συνηθισμένη στις ΗΠΑ. Ούτε είχαν
κάποια αντίθεση στρατηγικής φύσης, αφού η εξόντωση του Σαντάμ ήταν ένας από
τους ομολογημένους στόχους της στρατιωτικής τους επίθεσης στο Ιράκ. Η αντίθεσή
τους είχε να κάνει με την ανησυχία τους ότι αυτή η εκτέλεση τη δοσμένη περίοδο
θα όξυνε τον ακήρυχτο εθνοθρησκευτικό εμφύλιο στη χώρα, αφού την εκτέλεση θα
την πραγματοποιούσε μια κυβέρνηση σιιτών σε βάρος του πιο τυπικού εκπροσώπου
της ιστορικής σουνίτικης κυριαρχίας στο Ιράκ. Μέσα σε έναν τέτοιο εμφύλιο οι
Αμερικανοί θα είναι αδύνατο να επέμβουν χωρίς να γίνουν η μια του πλευρά, δηλαδή
χωρίς να καταρρεύσει το σχέδιο τους για μια ομαλή, πολιτικού τύπου κυριαρχία
τους πάνω σε ένα δυτικόφιλο Ιράκ.
Αλλά αυτό ακριβώς που δε συνέφερε τις ΗΠΑ ήταν εκείνο που συνέφερε το Ιράν και
την υποχείρια σ’ αυτό κυβέρνηση Μαλίκι. Το βίαιο τέλος του τελευταίου ηγέτη
που εκπροσωπούσε ένα ανεξάρτητο και ενιαίο Ιράκ ασκώντας μια καθολική τρομοκρατία
που ένωνε εναντίον του σχεδόν όλο τον πληθυσμό θα ήταν η συμβολική πράξη γέννησης
ενός νέου καθεστώτος που θα ασκούσε μια ακόμα πιο αποκρουστική τρομοκρατική
βία σπρώχνοντας το μισό πληθυσμό σε έναν μακρύ κανιβαλικό πόλεμο ενάντια στον
άλλο μισό. Αυτός είναι ο λόγος που άρχισε η διελκυστίνδα ΗΠΑ-κυβέρνησης Μαλίκι
πριν την εκτέλεση του Σαντάμ.
Για να αναβάλουν, και αν ήταν δυνατό να ματαιώσουν, την εκτέλεση αυτή την περίοδο
οι ΗΠΑ ζήτησαν να τηρηθεί ο ιρακινός νόμος. Αυτό σήμαινε δύο πράγματα: Πρώτον,
ότι η εκτέλεση δεν μπορούσε να γίνει σε μια ημερομηνία στην οποία άρχιζε η τετραήμερη
θρησκευτική γιορτή των Σουνιτών Ιντ-Αλ-Αντά, και δεύτερο, και σημαντικότερο,
ότι δεν επιτρεπόταν να υπάρξει εκτέλεση θανατικής ποινής χωρίς αυτή να έχει
υπογραφεί από το τριμελές Προεδρικό Συμβούλιο του Ιράκ. Αυτό αποτελείται από
τους ηγέτες των τριών εθνοτικο-θρησκευτικών ομάδων στο ιρακινό κοινοβούλιο και
στην κυβέρνηση, που σήμερα είναι, αντίστοιχα, ο σιίτης πρωθυπουργός Μαλίκι,
ο σουνίτης Ταρίκ αλ Χασεμί και ο κούρδος Ταλαμπανί. Όμως μόνο ο σιίτης πρωθυπουργός
Μαλίκι, ο άνθρωπος του Ιράν, υπέγραφε την εκτέλεση, και μάλιστα ήταν αυτός που
βιαζόταν γι’ αυτήν και πίεζε και τους Αμερικανούς. Ο φιλορώσος Ταλαμπανί δεν
υπέγραφε το διάταγμα λέγοντας ότι ήταν αντίθετος με τη θανατική ποινή από θέση
αρχής. Όμως με το γνωστό, βρώμικο, κεντρίστικο τρόπο του έγραψε μια επιστολή
στον Μαλίκι, στην οποία έλεγε ότι, αν η κυβέρνηση επέμενε, αυτός δε θα είχε
αντίρρηση. Ωστόσο ο τρίτος του Προεδρικού Συμβουλίου, ο σουνίτης Χασεμί, αν
και δηλωμένος εχθρός του Σαντάμ, δεν υπέγραφε με τίποτα μια θανατική καταδίκη
που σε μια τέτοια στιγμή θα τον έφερνε σε μετωπική σύγκρουση με το σουνίτικο
πληθυσμό. Έτσι αυτή η απαίτηση του νόμου δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί. Αλλά
ούτε μπορούσε να ικανοποιηθεί και η απαίτηση να μη γίνει η εκτέλεση τη μέρα
που άρχιζε η σουνίτικη γιορτή.
Στα νομικά αυτά επιχειρήματα των ΗΠΑ ο Μαλίκι και οι άνθρωποί του απαντούσαν
με άλλα δικά τους, όπως ότι οι Αμερικανοί είχαν καταργήσει τον παλιό νόμο της
περιόδου Σαντάμ περί μη εκτελέσεων στις εποχές των γιορτών και ότι οι αποφάσεις
του Ειδικού Δικαστηρίου που συστήθηκε για να τιμωρήσει τα εγκλήματα του καθεστώτος
Σαντάμ δεν έχουν ανάγκη να επικυρωθούν από την πολιτική ηγεσία. Τότε οι Αμερικανοί
ζήτησαν από τον πρόεδρο του Ειδικού Δικαστηρίου που καταδίκασε τον Σαντάμ, τον
Μιντχάντ αλ-Μαχμούντ, να υπογράψει ένα χαρτί ότι εγκρίνει την εκτέλεση της απόφασης,
δηλαδή ότι η απόφαση του δικαστηρίου είναι από μόνη της επαρκής για την εκτέλεση.
Όμως και αυτός αρνήθηκε να υπογράψει ένα τέτοιο χαρτί. Έτσι οι Αμερικανοί δε
δέχονταν να παραδώσουν τον Σαντάμ.
Στο σημείο αυτό κλιμακώθηκε η αντιπαράθεση της κυβέρνησης Μαλίκι με τους Αμερικανούς,
ενώ οι διαβουλεύσεις γίνονταν σε κεντρικό διπλωματικό επίπεδο. Δηλαδή στην υπόθεση
είχε μπει η Ράις, που συνομιλούσε με τον Μαλίκι μέσω του υπό απομάκρυνση αμερικανού
πρεσβευτή στο Ιράκ Χαλιλσάντ. Τα επιχειρήματα έγιναν τώρα πολιτικά, ή μάλλον
μίλησαν οι πραγματικοί πολιτικοί συσχετισμοί. Ο Μαλίκι και το δεξί του χέρι,
ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Μοαφάκ αλ-Ρουμπάιε, έβαλαν ζήτημα εθνικής κυριαρχίας
του Ιράκ προκαλώντας τους Αμερικανούς ουσιαστικά να αναγνωρίσουν ποιος έχει
το πάνω χέρι στη διαχείριση της εσωτερικής πολιτικής στη χώρα. Στο σημείο αυτό
φάνηκε η εσωτερική πολιτική αποσύνθεση στις ίδιες τις ΗΠΑ και το στρατιωτικό
τέλμα στο οποίο βουλιάζει η παραπαίουσα υπερδύναμη. Το αμερικάνικο επιτελείο
διχάστηκε. Από τη μια οι Αμερικανοί στρατιωτικοί διοικητές στο Ιράκ και ο Χαλιλσάντ
επέμεναν ότι δεν έπρεπε να παραδώσουν τον Σαντάμ, για να μη βυθιστούν παραπέρα
οι στρατιωτικές τους δυνάμεις στον ιρακινό εμφύλιο και να μη χάσουν την ανοχή
του σουνίτικου στοιχείου στο Ιράκ. Από την άλλη ήταν η Ράις η οποία είχε σταθερά
στο πλευρό της τον προβοκάτορα νέο Τένετ, τον Στέφεν Χάντλεϊ, που ακολουθεί
από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την ηγεσία της ΣΙΑ πολιτική υπέρ του νεοναζιστικού
άξονα. Η πολιτική που αυτός έχει εισηγηθεί τελευταία είναι η πλήρης πολιτική
στήριξη στον Μαλίκι, γύρω από τον οποίο καλεί και τους σουνίτες να συσπειρωθούν,
για να μπορεί τάχα αυτός να απαλλαγεί από τον σιίτικο εναγκαλισμό. Βεβαίως,
για να μπορεί να καλυφθεί όταν η πολιτική που εισηγήθηκε αποτύχει, δήλωσε ταυτόχρονα
ότι θεωρεί τον Μαλίκι όμηρο των σιιτών και αφερέγγυο.
Στη διελκυστίνδα υπερίσχυσε, όπως ήταν φυσικό, η γραμμή της συμμαχίας Ράις-Χάντλεϊ.
Μια ενδεχόμενη άρνηση της κυβέρνησης Μπους να παραδώσει τον Σαντάμ στην κυβέρνηση
που η ίδια αναγνώριζε ως νόμιμη θα οδηγούσε την πρώτη σε αδιέξοδο στο Ιράκ και
σε όξυνση του πολιτικού εμφυλίου στο αμερικανικό Κογκρέσο ανάμεσα στους Δημοκρατικούς,
από τη μια, και στους σε αποσάθρωση Ρεπουμπλικάνους, από την άλλη.
Ο σουνίτικος μουσουλμανικός κόσμος καταλαβαίνει και αντισυσπειρώνεται
Έτσι οι ΗΠΑ παρέδωσαν το Σαντάμ στους δήμιούς του, που τον εκτέλεσαν
σε χρόνο μηδέν.
Ενώ όμως αυτή ήταν μια στιγμή που οι ραδιούργοι νεοναζί της Τεχεράνης περίμεναν
ολόκληρες δεκαετίες, αυτή έχει ήδη αρχίσει να μετατρέπεται σε εφιάλτη τους.
Αυτοί είχαν υπολογίσει ότι ο απαγχονισμός θα ήταν μια διακήρυξη στρατηγικής
ισχύος του Ιράν που θα απευθυνόταν κυρίως στο εσωτερικό του Ιράκ, αλλά και προς
τα σουνίτικα καθεστώτα της περιοχής. Αυτός είναι ο λόγος που κινηματογράφησαν
τον απαγχονισμό, ώστε να υπάρχει το τρομοκρατικό αποτέλεσμα μιας δημόσιας εκτέλεσης.
Το σχέδιο χάλασε σε δύο σημεία: Το ένα και πιο βασικό από αυτά ήταν ότι ο Σαντάμ
έδειξε θάρρος και ψηλό πολιτικό επίπεδο την ώρα του θανάτου του και η εικόνα
αυτή δυνάμωσε στο έπακρο από την κανιβαλική συμπεριφορά των σιιτών δημίων του,
που, ενώ τον σκότωναν, κραύγαζαν το όνομα του αρχηγού τους ιρακινού οπλαρχηγού,
βασανιστή και ακρωτηριαστή της Βαγδάτης Σαντρ**. Το δεύτερο σημείο ήταν ότι
διέρρευσε ένα βίντεο που φανέρωσε αυτό τον κανιβαλισμό στο διεθνές κοινό.
Ενώ στη Δύση, που δεν ξέρει καλά τη φύση της πολιτικής εσωτερικής διαμάχης στο
Ιράκ, αυτή η εικόνα καταλογίστηκε στις ΗΠΑ, στο μουσουλμανικό κόσμο, ειδικά
στις απειλούμενες από το Ιράν αραβικές σουνίτικες χώρες, καταλογίστηκε βασικά
στο Ιράν. Η σκηνή της εκτέλεσης ήταν αρκετή για να ξεσπάσει ένα μεγάλο ρεύμα
λαϊκής αποδοκιμασίας ενάντια στο σιίτικο ισλαμοφασισμό και το Ιράν. Αυτό το
απροσδόκητο για πολλούς ρεύμα υποχρέωσε το Ιράν, που στην αρχή βγήκε με τον
Ραφσαντζανί να χαιρετίσει τον απαγχονισμό του Σαντάμ, να εμφανιστεί αργότερα
με τον Αχμαντινετζάντ για να τον αποδοκιμάζει ρίχνοντας την ευθύνη του στους
Αμερικανούς. Αλλά η ζημιά γι’ αυτούς τους μεγάλους διπρόσωπους και προβοκάτορες
είχε γίνει. Γιατί η εκτέλεση δεν ήταν μια μεμονωμένη πράξη, αλλά ο συμβολισμός
της τερατώδους εθνοεκκαθαριστικής επίθεσης την οποία υφίσταται ο σουνίτικος
πληθυσμός από τις φιλο-ιρανικές παρακρατικές στρατιωτικές δυνάμεις. ***
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια σειρά χώρες, και πιο πολύ στην εξαιρετικά αντιισραηλινή
στη βάση του πληθυσμού της Αίγυπτο, άρχισαν να κατεβαίνουν από τα σπίτια τα
πορτρέτα του ως τα χθες μεγαλύτερου «ήρωα» του αραβικού κόσμου, του αρχηγού
της Χεζμπολλάχ Νασράλα, ο οποίος δε βρήκε ούτε μια κουβέντα να πει ενάντια στην
εκτέλεση του Σαντάμ, και έτσι για πρώτη φορά απέδειξε στα μάτια του απλού κόσμου
ότι δεν είναι κύρια αντιαμερικανός και αντιισραηλινός, αλλά φιλοϊρανός (Τ.Ν.Υ,
17 Γενάρη). Αυτή η αρνητική εικόνα του ήρθε να προστεθεί στο διαμελιστικό πολιτικό
πόλεμο που έχει ξεσηκώσει στο Λίβανο ενάντια στο πατριωτικό αντισυριακό μέτωπο
του Λιβάνου, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι σουνίτες Λιβανέζοι. Σε βάθος χρόνου
είναι σίγουρο ότι μέσα από ανάλογες συγκρούσεις και οι άλλοι μεγάλοι πράκτορες
του Ιράν και της Ρωσίας, οι νεοναζί της Αλ Κάιντα, θα ξεσκεπαστούν ως εχθροί
του μουσουλμανικού κόσμου, και μάλιστα του σουνίτικου, τον οποίο όχι τυχαία
καμώνονται πως εκπροσωπούν. Ήδη και οι άνθρωποι της Αλ Κάιντα στο Ιράκ έχουν
βγει τραυματισμένοι από τη βάρβαρη εκτέλεση του Σαντάμ, καθώς στην αρχή τουλάχιστον
δε φρόντισαν καν να την αναφέρουν ή αναδημοσίευσαν απλά την είδηση (για τις
ιστοσελίδες των τζιχαντιστών του Ιράκ γίνεται αναφορά σε σχετικό άρθρο στους
Τάιμς Ν.Υ. της 1 Γενάρη). Προφανώς αυτοί στηρίχθηκαν στο ότι ο Σαντάμ ήταν περισσότερο
μισητός παρά αγαπητός στο σουνίτικο πληθυσμό του Ιράκ, με εξαίρεση ορισμένες
περιοχές που είχαν ευνοηθεί από το καθεστώς του. Άλλωστε και το εθνικό σουνίτικο
αντιαμερικανικό αντάρτικο, δηλαδή αυτό που δεν είναι τμήμα της Αλ Κάιντα και
μάλιστα συγκρούεται μ’ αυτήν, δεν είναι φιλοσανταμικό στη μεγάλη του πλειοψηφία.
Ο απαγχονισμός ωστόσο του Σαντάμ άλλαξε αυτές τις διαθέσεις μέσα στο σουνίτικο
πληθυσμό του Ιράκ όχι γιατί έπαψαν να θυμούνται ως αφόρητη τη δικτατορική του
εξουσία, αλλά γιατί κατάλαβαν ότι δε δολοφονήθηκε γι’ αυτή του την ιδιότητα,
αλλά για την ακριβώς αντίθετη, δηλαδή ότι ο ίδιος αποτελούσε ανάχωμα σε μια
χειρότερη δικτατορική και ξενική κατοχή στο Ιράκ.
Αυτή η νέα κατάσταση των πνευμάτων στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο προχώρησε
τόσο, ώστε οι έξι σουνιτικές χώρες του Κόλπου μαζί με την Αίγυπτο και την Ιορδανία
να έχουν άτυπα αλλά με σαφήνεια συμπήξει ήδη ένα αντιιρανικό μέτωπο. Η δραματικότητα
αυτής της στροφής φαίνεται στην πρόσφατη θέση ενός θρησκευτικού ηγέτη της Σαουδικής
Αραβίας, του Αμπντούλ Ραχμάν Αλ Μπαράκ, ότι οι Σιίτες απορριπτικοί (αγγλικά
rejectionists: πρόκειται για το χαρακτηρισμό που δίνεται στο σιίτικο ιερατείο
από τους σουνίτες, επειδή αυτό απορρίπτει το κατά πολύ πιο πλειοψηφικό μέσα
στους μουσουλμάνους δόγμα τους) είναι χειρότεροι από τους Εβραίους! (Τάιμς Ν.
Υ., 17 Γενάρη). Αυτή είναι μια εκπληκτική δήλωση που θα ήταν εντελώς αδύνατη
για όλο τον τελευταίο μισό αιώνα, ιδίως από το ιερατείο μιας χώρας που διακρίθηκε
στον πρωτόγονο αντισημιτισμό με αφορμή το παλαιστινιακό. Βέβαια, το ότι οι πολιτικές
αντιθέσεις παίρνουν στο μουσουλμανικό κόσμο στο έτος 2007 θρησκευτική μορφή
δεν είναι καθόλου δείγμα προόδου, γιατί σημαίνει στο βάθος διάσπαση των πληθυσμών.
Όμως μέσα στα πλαίσια αυτής της οπισθοδρόμησης είναι εξαιρετικά θετικό το γεγονός
ότι το ισλαμικό αντισημιτικό και αντιδυτικό μέτωπο ρηγματώνεται και ο νεοναζιστικός
άξονας Μόσχας-Πεκίνου-Τεχεράνης συναντάει μέσα στο ίδιο το Ισλάμ έναν αντίπαλο
πόλο, που εξ αντικειμένου παίζει προοδευτικό ρόλο, όπως έπαιξε θετικό ρόλο ο
αντιρώσικος «ιερός πόλεμος» στο Αφγανιστάν.
Οι δύο γραμμές στη Δύση για το Ιράκ και ποια θα ήταν μια αντιιμπεριαλιστική απάντηση
Το βασικό λοιπόν ζήτημα είναι αν αυτή η τάση της συσπείρωσης
ενάντια στον ιρανικό περιφερειακό ηγεμονισμό θα παγιωθεί ή θα ανατραπεί. Και
ο κίνδυνος να συμβεί αυτό δεν προέρχεται τόσο από τους αναπόφευκτους διορθωτικούς
ελιγμούς του Ιράν και της ρώσικης διπλωματίας γενικότερα, όσο από την ίδια την
όλο και πιο συμβιβαστική στο φασισμό ιμπεριαλιστική Δύση. Ήδη η Γαλλία του Σιράκ
προσπάθησε πρόσφατα να στείλει τον υπουργό των Εξωτερικών της στην Τεχεράνη,
για να την παρακαλέσει να μεσολαβήσει στη λιβανική κρίση ζητώντας από τη Χεζμπολλάχ
να είναι πιο διαλλακτική με την κυβέρνηση Σινιόρα. Το προφανές αντάλλαγμα θα
ήταν να σπάσει το δυτικό αντιιρανικό μέτωπο για τα πυρηνικά. Τελικά η Γαλλία
αναγκάστηκε να ματαιώσει το ταξίδι όχι γιατί υπέκυψε στην πίεση των ΗΠΑ ή των
ευρωπαίων δημοκρατών, που έβλεπαν ότι αυτό το ταξίδι θα δυνάμωνε το ρόλο των
ιρανών νεοναζί στην περιοχή και παγκόσμια, αλλά γιατί η Σαουδική Αραβία έδειξε
την οργή της και ότι ήταν αποφασισμένη να έρθει σε πετρελαϊκή ρήξη με τη Γαλλία
σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο (Τάιμς Ν.Υ., 16 Γενάρη).
Ακόμα μεγαλύτερος ωστόσο είναι ο κίνδυνος που προέρχεται από την πλευρά των
ΗΠΑ. Σ’ αυτές γιγαντώνεται το ρεύμα που σήμερα ζητάει αποχώρηση του αμερικανικού
στρατού από το Ιράκ όχι από τη σωστή θέση αρχής ότι δε υπάρχει κανένας λόγος
μια ξένη χώρα να επεμβαίνει στρατιωτικά στα εσωτερικά μιας άλλης, αλλά από την
ενδοτική στο Ιράν θέση ότι, αφού άρχισε ο ιρακινός εμφύλιος, οι ΗΠΑ πρέπει να
φύγουν, αφού πρώτα παραδώσουν όλη την εξουσία στην κυβέρνηση της χώρας, δηλαδή
στην κυβέρνηση Μαλίκι, δηλαδή στις γενοκτονικές συμμορίες του Σαντρ, δηλαδή
στο Ιράν. Αυτή είναι η γραμμή του Κλίντον και της γυναίκας του, που τώρα έχει
γίνει κυρίαρχη στο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ και εκδήλωσε ήδη την πρόθεσή της
να διεκδικήσει το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος για την υποψηφιότητα στις
ερχόμενες προεδρικές εκλογές, ενώ το ίδιο το πρακτόρικο ζεύγος παριστάνει το
ενδιάμεσο για να μην τα χαλάσει με τον αμερικανικό στρατό. Με λίγα λόγια, οι
ίδιοι που έσπρωξαν τις ΗΠΑ στο έγκλημα της εισβολής το 2003 τώρα τη σπρώχνουν
στο έγκλημα να παραδώσει τη χώρα στο μαχαίρι του Ιράν, αφού πρώτα αυτό πέτυχε
να αποδυναμώσει τη σουνίτικη ένοπλη αντίσταση και να δυναμώσει τους διπρόσωπους
μουλάδες της Τεχεράνης και της Νατζάφ. Αυτοί οι τελευταίοι, αφού επαίσχυντα
συμμάχησαν για 3 ολόκληρα χρόνια με τους εισβολείς, ζητάνε απ’ αυτούς να φύγουν,
αφού οι ίδιοι πλέον πήραν από τα χέρια τους ολόκληρη την εξουσία στο νότο της
χώρας και αφού δυνάμωσαν από τη λεηλασία της δημόσιας περιουσίας και από την
εθνοκάθαρση στο κέντρο και αφού οι σπουδαιότεροι πολιτικοί τους αντίπαλοι δεν
είναι πια στο Ιράκ, είτε γιατί εξοντώθηκαν φυσικά, είτε γιατί φύγανε και εγκαταστάθηκαν
στην Αίγυπτο ή στην Ιορδανία. Αυτό έχει γίνει κυρίως με τη βασική οργάνωση των
σουνιτών, την Ένωση των Μουσουλμάνων Ιεροδιδασκάλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι
στο Δημοτικό Συμβούλιο της Βαγδάτης, που μέχρι χθες ήταν στην πλειοψηφία της
σουνίτικη πόλη, έχει μείνει μόνο ένας σουνίτης δημοτικός σύμβουλος σε σύνολο
50 (Τάιμς Ν.Υ., 1 Γενάρη)! Μπροστά ακριβώς σ’ αυτόν τον κίνδυνο της εξαφάνισης
του σουνίτικου στοιχείου στο Ιράκ οι αραβικές χώρες έχουν συμπήξει το αντιιρανικό
μέτωπο με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία. Αυτή η τελευταία, που μετά την άλωση
του Ιράκ έχει γίνει το πρώτο αραβικό ανάχωμα στην ιρανική προέλαση, ειδοποίησε
πρόσφατα τις ΗΠΑ ότι στην περίπτωση που αποχωρήσει τώρα από το Ιράκ θα αναγκαστεί
να στείλει η ίδια στρατό για να αντιμετωπίσει τους φιλοϊρανούς εθνοεκκαθαριστές
(Τάιμς Ν.Υ., 13 Γενάρη). Αλλά αν οι Αμερικανοί φύγουν από το Ιράκ και η Σαουδική
Αραβία επέμβει στρατιωτικά στο Ιράκ, η Δύση δε θα δει σ’ αυτήν την επέμβαση
μια αντίσταση στο Ιράν, αλλά μια πρόκληση ενάντια σ’ αυτό και δε θα διστάσει
να την ονομάσει εισβολή της βαχαμπίτικης μοναρχίας σε μια ουδέτερη χώρα. Σ’
αυτήν την περίπτωση θα επικρατήσει η γραμμή των ρωσόφιλων στο Δημοκρατικό Κόμμα
των ΗΠΑ, που από χρόνια επιμένουν ότι δύο είναι οι κύριοι εχθροί των ΗΠΑ, όχι
το τρομοκρατικό Ιράν, αλλά η βαχαμπίτικη γενέτειρα του Μπιν Λάντεν, η Σαουδική
Αραβία, και το Πακιστάν, στο οποίο υποτίθεται ότι έχει καταφύγει ο προβοκάτορας.
Στην πραγματικότητα ούτε η συνέχιση της αμερικάνικης στρατιωτικής επέμβασης
στο Ιράκ εναντίον των φιλοϊρανικών δυνάμεων ούτε μια ανοιχτή αραβική επέμβαση
θα αποτελούσαν προοδευτική εξέλιξη για τον ιρακινό εθνοανεξαρτησιακό αγώνα.
Αυτές οι επεμβάσεις είναι απλά θετικότερες από όσο η παράδοση του σουνίτικου,
αλλά και του σιίτικου πληθυσμού στους επεμβασίες δήμιους της Τεχεράνης. Τέτοιας
φύσης είναι και το στρατιωτικό σχέδιο που αποφάσισαν να βάλουν τώρα τελευταία
σε εφαρμογή οι ΗΠΑ και που έχει τη θετική πλευρά να προβλέπει ουσιαστικά ανοιχτή
σύγκρουση στη Βαγδάτη με τις συμμορίες του Σαντρ, και γι’ αυτό άλλωστε το απορρίπτει
και η κυβέρνηση Μαλίκι και το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ. Παρόλα αυτά για τους
αντιιμπεριαλιστές και δημοκράτες καμιά επέμβαση από τις ΗΠΑ δεν μπορεί να λύσει
το πρόβλημα που εκείνες δημιούργησαν, στο βαθμό μάλιστα που η επέμβαση της Τεχεράνης
δε γίνεται ωμά, αλλά ακόμη μέσω πρακτόρων. Κάθε ανάμιξη των ΗΠΑ σήμερα σε έναν
εμφύλιο θα ήταν πολιτικά καταστροφική και για τη δίκαιη πλευρά του εμφυλίου.
Κατά τη γνώμη μας η μόνη προοδευτική, αλλά και ρεαλιστική λύση, όπως έχουν έρθει
τα πράγματα στο Ιράκ, είναι οι ΗΠΑ να αποχωρήσουν, αλλά αφού προηγουμένως παραδώσουν,
και μάλιστα σε μαζική κλίμακα, σύγχρονα όπλα στους ιρακινούς που εξαιτίας τους
τώρα κινδυνεύουν και που αντιστέκονται στους κάθε λογής γενοκτόνους. Αν οι ΗΠΑ
έφευγαν πριν από λίγους μήνες, δηλαδή πριν φτιαχτεί ένας κύρια σιίτικος στη
σύνθεσή του στρατός και μια διαβρωμένη από τις συμμορίες του Σαντρ αστυνομία,
η σουνίτικη αντίσταση θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της. Γι’ αυτό ως τώρα
λέγαμε “άμεση και δίχως όρους αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων”. Όμως
σήμερα η φράση «δίχως όρους» σημαίνει δίχως όρους παράδοση της εξουσίας στους
δήμιους Μαλίκι, Σαντρ και Χακίμ. Δεν είναι τυχαίο που ο πρώτος και ο τρίτος
από αυτούς, ενώ ως πριν λίγους μήνες ζητούσαν παραμονή των αμερικανικών στρατευμάτων,
τώρα που νιώθουν ισχυροί ζητούν αποχώρηση. Την ίδια βοήθεια πρέπει να δώσει
στον ιρακινό λαό που αντιστέκεται στη «δι’ αντιπροσώπων» ιρανική κατοχή κάθε
χώρα που θέλει την ειρήνη και αντιπαλεύει το φασισμό. Αυτό πρέπει να κάνουν
πρώτα απ’ όλους οι αραβικές χώρες του Κόλπου, που επίσης πρέπει να βοηθήσουν
και οικονομικά και διπλωματικά το ιρακινό αντάρτικο και να γίνουν τα μετόπισθέν
του. Εννοείται ότι σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αποκλειστεί κάθε εξωτερική
βοήθεια σε δυνάμεις που διατηρούν δεσμούς με το γενοκτονικό ρεύμα της Αλ Κάιντα
των σουνιτών. Πέρα από το ότι μια τέτοια σουνίτικη αντίσταση θα εμπόδιζε την
ισλαμοναζιστική προέλαση, είναι πολύ αμφίβολο αν σ’ αυτήν την περίπτωση το Ιράν
θα τολμούσε από πολιτική άποψη να προχωρήσει σε εισβολή και σφαγή των σουνιτών
του Ιράκ, γιατί τότε θα έχανε το 1 δις του μουσουλμανικού κόσμου. Να γιατί αυτή
πραγματικά θα ήταν η καλύτερη λύση για να εμποδιστεί η σιίτικη εθνοκάθαρση στο
Ιράκ.
Δεν έχουμε την αυταπάτη ότι μια τέτοια προοδευτική πολιτική θα ακολουθήσουν
οι ηγεμονιστές των ΗΠΑ και, ακόμα λιγότερο, οι τρομαγμένες και συμβιβαστικές
απέναντι στο άξονα ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές χώρες. Αυτοί όλοι απέδειξαν στη
Βοσνία, στο Κόσοβο και στη Μακεδονία ότι δεν εμπιστεύονται τους λαούς σε κάθε
χώρα ως την κύρια δύναμη απελευθέρωσης από κατοχικές και εθνοεκκαθαριστικές
δυνάμεις, αλλά επεμβαίνουν οι ίδιοι ως μοναδικοί, τάχα, απελευθερωτές και εγγυητές
οποιασδήποτε κρατικής ύπαρξης, για να οδηγήσουν τελικά τους αμυνόμενους λαούς
σε συμβιβασμό με τους επιθετιστές, ειδικά με τη Ρωσία, και τις χώρες τους σε
διαμελισμό. Αυτό θα είναι τραγωδία αν επαναληφθεί και στο Ιράκ.
Πραγματικά η ελπίδα μας πρέπει να είναι σήμερα στραμμένη στους ίδιους τους λαούς
και τις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Εκεί βρίσκεται προς το παρόν το κύριο θέατρο
των επιθέσεων του σοσιαλιμπεριαλισμού, απευθείας ή μέσω των δυτικών, κυρίως
των αμερικανικών, ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Εκεί, στη μαρτυρική Τσετσενία,
στο Σουδάν που αντιστέκεται, στο Ιράκ που ματώνει, στη Ζιμπάμπουε που ζει κάτω
από βάρβαρη δικτατορία, στη διαμελισμένη Ακτή του Ελεφαντοστού, στην εφιαλτική
Αϊτή των δολοφονικών συμμοριών, αλλά και εκεί, στις ίδιες τις μητροπόλεις του
σοσιαλφασισμού, στη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν, όπου ξεπροβάλλει ασταμάτητα
ένα ηρωικό αντιφασιστικό κίνημα, εκεί είναι σήμερα το κέντρο της παγκόσμιας
αντίστασης στον ιμπεριαλισμό, οπότε και της παγκόσμιας επανάστασης. Από την
έκβαση της πάλης εκεί θα κριθεί και η ύπαρξη των ευρωπαϊκών κρατών και η ταξική
θέση και η υλική κατάσταση του προλεταριάτου τους. Όσο το τριτοκοσμικό, και
βασικά το κινέζικο, προλεταριάτο θα είναι σε αλυσίδες, όλο και θα εξαθλιώνεται
ο εργάτης της Φολκσβάγκεν και ο πωλητής των Καρφούρ. Ο δικός τους αντιμονοπωλιακός
αγώνας, οικονομικός και πολιτικός, που για να γίνει οικονομικά αποτελεσματικός
θα πρέπει να ενοποιηθεί σε ηπειρωτικό επίπεδο, είναι ακόμα ένας αγώνας των μετόπισθεν
του τριτοκοσμικού ταξικού πολεμικού θεάτρου. Αν, ωστόσο, αυτός ο αγώνας μείνει
ξεκομμένος από τον τριτοκοσμικό και δεν τον στηρίξει ολόθερμα εξαιτίας της προδοσίας
των πουλημένων στα μονοπώλια συνδικαλιστών ηγετών του, δε θα υπάρχει μέλλον
ούτε για τις κατεξοχήν οικονομικές του διεκδικήσεις ούτε -ακόμα περισσότερο-
θα εμποδίσει το χιτλερικού τύπου πόλεμο υποδούλωσης και εξόντωσης που ετοιμάζουν
στην ευρωπαϊκή ήπειρο τα κτήνη του ρώσικου αστυνομοστρατιωτικού ιμπεριαλισμού.
* Τα στοιχεία γι’ αυτή τη σύγκρουση που παρατίθενται στη συνέχεια του άρθρου είναι από τους Τάιμς της Νέας Υόρκης της 1, 4 και 7 Γενάρη. Ο ίδιος ο Μαλίκι επιβεβαίωσε ότι υπήρχε άρνηση από τις ΗΠΑ να παραδώσουν τον Σαντάμ εμφανίζοντας ως δικό του πατριωτικό άθλο την παράδοση (Τάιμς Ν.Υ. της 4 Γενάρη).
** Τα θύματα των συμμοριών του Σαντρ βρίσκονται κάθε μέρα στους κάδους σκουπιδιών και στους οχετούς της Βαγδάτης, είναι συχνά αποκεφαλισμένα, με βγαλμένα μάτια και ακρωτηριασμένα. Ακόμα πιο συχνά φέρνουν σε πολλά σημεία τρύπες από τρυπάνια που έγιναν όσο τα θύματα ήταν ζωντανά.
*** Οι σιίτες καλύπτουν την εθνοκάθαρση που πραγματοποιούν πίσω από τις μαζικές εκτελέσεις σιιτών αθώων από τους καμικάζι ισλαμοναζήδες σουνίτες της Αλ Κάιντα του Ιράκ. Δηλαδή εμφανίζουν τη δικιά τους αντι-σουνίτικη εθνοκάθαρση ως μέτρο προστασίας της ασφάλειας του σιίτικου πληθυσμού. Αλλά η διαφορά είναι ότι, ενώ καμιά επίσημη πολιτική δύναμη στο Ιράκ δεν αναλαμβάνει την πολιτική στήριξη των σφαγών σε βάρος των σιιτών, ο Σαντρ με τη μεγαλύτερη δύναμη στο ιρακινό κοινοβούλιο καλύπτει τα «αντίποινα» των συμμοριών του, του λεγόμενου στρατού του Μαχντί, που πραγματοποιούν ανοιχτά την εκκένωση ολόκληρων συνοικιών από τους σουνίτες κατοίκους τους στη Βαγδάτη για να παραδώσουν τα σπίτια τους σε σιίτες. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι οι σουνίτικες γειτονιές που πέφτουν η μια μετά την άλλη στα χέρια των σιιτών και όχι το αντίστροφο.