ΤΑ
ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΦΗΝΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙ-ΙΡΑΝΙΚΟ ΑΞΟΝΑ
Μόνο προβοκάτορες που μισούν τον κυπριακό λαό και την ειρήνη θα έβαζαν σήμερα
ένα τέτοιο ζήτημα
Από
τα μέσα Γενάρη μέχρι και σήμερα την πολιτική επικαιρότητα απασχολεί μια είδηση
που έσκασε σαν βόμβα και ήρθε να ταράξει ακόμη περισσότερο τα ήδη φουρτουνιασμένα
νερά ανάμεσα στην Κύπρο και την Τουρκία (και όχι μόνο). Πρόκειται για μια συμφωνία
ανάμεσα στις κυβερνήσεις Κύπρου και Λιβάνου, με την οποία οριοθετείται η μεταξύ
των δύο χωρών υφαλοκρηπίδα και χωροθετείται η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ)
στην ενδιάμεση θαλάσσια περιοχή. Σκοπός της συμφωνίας αυτής, που υπεγράφη στις
17 Γενάρη, καθώς και μιας ανάλογης που είχε συνομολογηθεί με την Αίγυπτο στις
17 Φλεβάρη 2003 (επί κυβέρνησης Κληρίδη), υποτίθεται πως είναι η εκμετάλλευση
πιθανών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στο βυθό της θάλασσας μέσα
στις καθορισμένες από τις συμφωνίες αυτές περιοχές.
Εντύπωση προκάλεσε, επίσης, το πέπλο μυστικότητας που κάλυπτε για πολύ καιρό
τις διπλωματικές κινήσεις της Λευκωσίας, μέχρι να ανακοινωθεί επίσημα η συμφωνία
με το Λίβανο. Ο ίδιος ο κύπριος πρόεδρος Τ. Παπαδόπουλος το δικαιολόγησε ως
εξής: «Σε όλες τις περιπτώσεις που αρχίζουμε διαπραγματεύσεις, είναι έντονη
η παρουσία της Τουρκίας, γι’ αυτό καμιά φορά είναι χρήσιμο να γίνονται πρώτα
και ύστερα να δημοσιεύονται. Έγινε το ίδιο πράγμα με τη Συρία, έγινε με την
Αίγυπτο, τώρα με το Λίβανο, γι’ αυτό όταν πήγε ο υπουργός Εξωτερικών εμείς δεν
είχαμε ανακοινώσει ότι θα υπογραφεί η συμφωνία, ενώ ήταν συμφωνημένη» (Ελευθεροτυπία,
22 Γενάρη).
Προηγουμένως σημειώσαμε ποιος είναι ο υποτιθέμενος σκοπός των δύο αυτών συμφωνιών.
Οι αληθινοί σκοποί όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, δεν είναι καθόλου μα καθόλου
οικονομικοί, μα εκατό τα εκατό πολιτικοί και συμβαδίζουν απόλυτα με τις επιδιώξεις
και τα συμφέροντα της ρώσικης υπερδύναμης στην περιοχή.
ΠΡΟΣΧΗΜΑ
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ
Το ότι η οικονομική εκμετάλλευση των πιθανών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού
αερίου (γενικώς υδρογονανθράκων) είναι απολύτως αβέβαιη και κρέμεται κυριολεκτικά
στον αέρα επιβεβαιώνεται από τα παρακάτω στοιχεία.
Σε άρθρο του Μακάριου Δρουσιώτη (Ελευθεροτυπία, 4 Φλεβάρη) υποστηρίζεται
ότι «οι αριθμοί που αναφέρονται στον τύπο για τα κοιτάσματα, μεταξύ 6 και
8 εκατ. βαρέλια (σσ: εννοεί δισ. βαρέλια και όχι εκατ.) πετρελαίου αξίας 400
δισ. δολαρίων, είναι εντελώς υποκειμενικοί. Η επίσημη θέση της εταιρείας που
έκανε τη σεισμολογική μελέτη αναφέρεται σε „ενδιαφέρουσες ενδείξεις για εκμεταλλεύσιμους
υδρογονάνθρακες“. Όμως πέρα απ’ τις „ενδιαφέρουσες ενδείξεις“ χρειάζεται να
πραγματοποιηθούν γεωτρήσεις στο βυθό της θάλασσας». Και σε άλλο άρθρο του:
«Μέχρι τις 15 Ιουνίου οι ενδιαφερόμενες εταιρείες πρέπει να υποβάλουν προσφορές
για να εξασφαλίσουν άδεια πραγματοποίησης ερευνών, με δοκιμαστικές γεωτρήσεις
στο βυθό της θάλασσας. Οι έρευνες αυτές θα ολοκληρωθούν μετά το 2010. Μόνο τότε,
δηλαδή, θα γίνει γνωστό εάν υπάρχουν κι αν είναι εκμεταλλεύσιμα τα οποιαδήποτε
κοιτάσματα» (Ελευθεροτυπία, 11 Φλεβάρη. Η υπογράμμιση δική μας).
Ο ίδιος ο κύπριος πρόεδρος στη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αθήνα δήλωσε
τα εξής (Ελευθεροτυπία, 25 Φλεβάρη): «Η Κύπρος είναι σε θέση, στα
πλαίσια της άσκησης των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, να εξετάσει τις αιτήσεις
που θα τεθούν και να προβεί στους περαιτέρω χειρισμούς, όσον αφορά την αξιοποίηση
των κοιτασμάτων, αν βρεθούν –και αυτό είναι ένα μεγάλο „αν“- σε εμπορεύσιμες
ποσότητες» (η υπογράμμιση δική μας).
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι πρόκειται για μια καθαρά πολιτική και διόλου εμπορικής-οικονομικής
φύσης κίνηση.
Εξάλλου, ο πρόεδρος της κυπριακής Βουλής και γ.γ. του ρωσόδουλου ΑΚΕΛ Δ. Χριστόφιας
δήλωσε σε ομιλία του σε ημερίδα με θέμα «Γεωπολιτική και Ενέργεια στην Ευρώπη
και τη Μέση Ανατολή» ότι «τα αποθέματα που φαίνονται να υπάρχουν, ακόμη και
με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, δεν είναι τόσο δραματικά, ώστε να αλλάξουν
το ισοζύγιο υπέρ της Κύπρου» (Ελευθεροτυπία, 26 Φλεβάρη).
Τέλος, αν ληφθεί υπόψη η εμπειρία της Αιγύπτου από τις μέχρι τώρα προσπάθειές
της να εκμεταλλευτεί τα δικά της πιθανά κοιτάσματα στη θάλασσα, γίνεται φανερό
ότι τα αποτελέσματα είναι από μηδαμινά ως πενιχρά, στην καλύτερη περίπτωση,
και αφορούν όχι στο πετρέλαιο, αλλά στο φυσικό αέριο (βλ. άρθρο του Μ. Δρουσιώτη
στην Ελευθεροτυπία, 25 Φλεβάρη).
ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Ποια είναι, λοιπόν, η βαθύτερη πολιτική σκοπιμότητα της κίνησης της κυπριακής
κυβέρνησης;
Στην πολιτική αυτό που μετράει πολλές φορές περισσότερο δεν είναι τόσο το τι
κάνει μια κυβέρνηση, αλλά το πότε επιλέγει να το κάνει και σε ποια πολιτική
συγκυρία. Είναι αυτό που αποδίδεται, συνήθως, με τον αγγλικό όρο timing.
Αν, επομένως, δει κανείς τα πράγματα απ’ αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να συνυπολογίσει
τις εξελίξεις τόσο παγκόσμια όσο και -κυρίως αυτό- στην ευρύτερη «γειτονιά»
της Κύπρου, τη Μέση Ανατολή.
Αυτό που βλέπουμε στον ευαίσθητο αυτό χώρο είναι η αγωνιώδης και εργώδης προσπάθεια
της Μόσχας και των συνοδοιπόρων της να αποσπάσουν τις σουνίτικες αραβικές χώρες
από την αμερικάνικη επιρροή και, κυρίως, να τις εμποδίσουν να συμπήξουν μεταξύ
τους μέτωπο κατά του ολοένα ενισχυόμενου ηγεμονισμού του Ιράν. Κράτη όπως η
Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, το Ομάν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ,
το Μπαχρέιν και η Αίγυπτος βλέπουν την Τεχεράνη να εξαπλώνει ανησυχητικά την
επιρροή της στην περιοχή. Αυτό φάνηκε από τη νίκη, ουσιαστικά, της Χεζμπολά
στο Λίβανο το καλοκαίρι που μας πέρασε και από την προσπάθειά της να ρίξει τη
νόμιμη κυβέρνηση του Λιβάνου και να αναλάβει η ίδια πραξικοπηματικά τα ηνία
της διακυβέρνησης της χώρας. Φάνηκε επίσης και από την προώθηση του πυρηνικού
προγράμματος του Ιράν με την υποστήριξη των Ρώσων, καθώς και από την εκτόξευση
από τους μουλάδες στρατιωτικού δορυφόρου στο Διάστημα. Κυρίως, όμως, φάνηκε
από τον απαγχονισμό του Σαντάμ Χουσεΐν, που, όπως αποκαλύφθηκε μπροστά στα μάτια
όλης της ανθρωπότητας, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η εκδίκηση των φιλοϊρανών σιιτών
του Ιράκ απέναντι στην αντιιρανική και αντιισλαμοφασιστική του πολιτική, και
ταυτόχρονα -κι αυτό είναι το κυριότερο- η προειδοποίηση του Ιράν στα κράτη και
τους λαούς της Μέσης Ανατολής να μην αντισταθούν στο επεκτατισμό του, γιατί
τους περιμένει το ίδιο τέλος.
Αυτός ο διαφαινόμενος τοπικός άξονας Τεχεράνης-Δαμασκού-Βαγδάτης και, πιθανόν
αύριο, Λιβάνου, άξονας που βρίσκεται -σε τελευταία ανάλυση- υπό την κυριαρχία
και την καθοδήγηση του Κρεμλίνου, συνταράσσει συνειδήσεις λαών και κρατών στην
περιοχή, ωθεί στη δημιουργία ενός αραβικού άξονα κατά της ηγεμονίας του Ιράν,
βάζει σε δεύτερη μοίρα το Παλαιστινιακό και κάνει τις χώρες αυτές ευεπίφορες
σε μια στρατιωτική λύση που θα δίνει ένα «μάθημα» στο Ιράν (π.χ. αιφνίδιο αεροπορικό
χτύπημα των πυρηνικών του εγκαταστάσεων).
Έτσι, δε μας κάνει καθόλου εντύπωση να αναφέρεται σε άρθρο (της Ελ. Κοχαϊμίδου,
Ελευθεροτυπία, 4 Μάρτη) πως «στις χώρες του Κόλπου ενισχύεται η
άποψη ότι μια επίθεση εναντίον του Ιράν αποτελεί στρατηγική επιλογή για την
αποδυνάμωση του σιιτικού-ιρανικού τόξου στην περιοχή (…) συναινούν στη στρατιωτική
λύση, παρέχοντας υποστήριξη στον αμερικανικό και ισραηλινό στρατό, με την ελπίδα
ότι θα ανακοπεί η γεωπολιτική άλωση της περιοχής από την Τεχεράνη (…) πραγματοποιούν
κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με τις αμερικανικές δυνάμεις που σταθμεύουν στην
περιοχή, ενώ προβαίνουν σε αγορές οπλικών συστημάτων, αυξάνοντας κατακόρυφα
τον αμυντικό προϋπολογισμό τους».
Στο ίδιο άρθρο τονίζονται οι θερμές σχέσεις του Ιράν με τη Συρία και την Τουρκία,
«με την οποία ύστερα από πολλά χρόνια αντιπαλότητας φαίνεται να τα βρίσκει,
τουλάχιστον στην κοινή μάχη εναντίον των Κούρδων στο τριεθνές σύνορο με το Ιράκ».
Τέλος, γίνεται λόγος για μεγάλη βελτίωση των τουρκοϊρανικών σχέσεων μετά την
εκλογή του ισλαμιστή Ερντογάν το Νοέμβρη του 2002, «και μάλιστα έχει κατ’
επανάληψη γραφτεί στον τουρκικό τύπο ότι στην ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος
του Ιράν συμβάλλουν και επιστήμονες της γείτονος».
Αυτήν, λοιπόν, την κρίσιμη και ιστορική για τις διεθνείς εξελίξεις στιγμή, όπου
κύριος εχθρός των μη επεκτατικών αραβικών χωρών παύει να γίνεται το Ισραήλ,
αλλά γίνεται όλο και περισσότερο το ισλαμοφασιστικό Ιράν, η Μόσχα κρίνει (και
ορθά, από τη δική της βέβαια πλευρά) ότι ένα αραβικό αντιιρανικό μέτωπο υπό
την «ομπρέλα» των Αμερικανών και σε συνεργασία με το Ισραήλ θα ήταν καταστροφικό
για τα στρατηγικά της συμφέροντα. Τι κάνει λοιπόν για να αποφύγει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο;
Προσπαθεί να «μαλακώσει» απέναντι στο Ιράν τις αραβικές χώρες, ιδιαίτερα αυτές
που έχουν μεγάλο ποσοστό σιίτικου πληθυσμού και δείχνουν τάσεις συμβιβασμού
με τον ισλαμοφασισμό ή έστω ανοχής ή, τουλάχιστον, όχι τόσο αποφασιστικής πάλης
εναντίον του, αυτές δηλαδή που είναι οι πιο «μεσοβέζικες» στο αντιιρανικό μέτωπο.
Έτσι, βλέπουμε τον πρόεδρο του Ιράν Αχμαντινετζάντ να επισκέπτεται πρώτα το
Χαρτούμ (το Σουδάν είναι από τις φανατικότερες χώρες στο ισλαμοφασιστικό μέτωπο)
και να εξαπολύει από κει «νέα επίθεση κατά των σιωνιστών, που είναι η πραγματική
ενσάρκωση του Σατανά (Ελευθεροτυπία, 2 Μάρτη), προκειμένου να υπενθυμίσει
στον αραβικό κόσμο το «καθήκον» να μη χάνουν από το οπτικό τους πεδίο τον κύριο
εχθρό. Έπειτα τον βλέπουμε να επισκέπτεται την «εχθρική» Σαουδική Αραβία, «μια
χώρα με την οποία το σιιτικό Ιράν συχνά έχει έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση. Το
τελευταίο διάστημα όμως οι διμερείς σχέσεις τους ενισχύονται με ανταλλαγές επισκέψεων
και θέμα, κυρίως, την περιφερειακή ασφάλεια» (στο ίδιο).
Αφορμή της επίσκεψης Αχμαντινετζάντ στο Ριάντ είναι να εξεύρουν οι δύο χώρες
λύση στο πρόβλημα του Λιβάνου, αφού ο πρώτος υποστηρίζει τη Χεζμπολά, ενώ το
δεύτερο την κυβέρνηση του Λιβάνου. Επίσης, στην Ιορδανία ο Αχμαντινετζάντ συζητούσε
με το βασιλιά Αμπντάλα επί οχτώ ώρες (!) το Παλαιστινιακό, το Ιρακινό και τις
εξελίξεις στο Λίβανο.
Έπειτα η Μόσχα, για να αμβλύνει το μέτωπο της Δύσης και της Φατάχ κατά της ισλαμοφασιστικής
Χαμάς στην Παλαιστίνη και για να άρει το οικονομικό εμπάργκο της Ευρ. Ένωσης
στην κυβέρνηση της Χαμάς, καλεί τον ανώτατο ηγέτη της Χαμάς, τον Χαλίλ Μασάαλ,
και τον βάζει στη συνάντησή του με το ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ
να δεσμευτεί (άλλωστε, μια ψεύτικη υπόσχεση ποτέ δεν ήταν πρόβλημα για τους
Ρώσους να τη δώσουν, είτε οι ίδιοι είτε τα τσιράκια τους) ότι «η Χαμάς θα
σταματήσει τις επιθέσεις με ρουκέτες κατά του Ισραήλ και άλλες μορφές βίας»
(Ελευθεροτυπία, 28 Φλεβάρη). Μετά, βέβαια, από την «ειλικρινέστατη» αυτή
δέσμευση, ο Λαβρόφ είχε το πρόσχημα στην κοινή με τον Μεσάαλ συνέντευξη να υποστηρίξει
την εκτίμηση ότι «έχει γίνει επαρκής πρόοδος» που επιτρέπει «χαλάρωση των
οικονομικών κυρώσεων» (στο ίδιο). Εννοείται πως και ο Μεσάαλ «ευχαρίστησε
τη Ρωσία για την υποστήριξή της στην παροχή βοήθειας». Το κυριότερο όμως
είναι ότι ο Πούτιν πέτυχε χάρη στην «εξημέρωση» αυτή της Χαμάς να κατευνάσει
τις σουνίτικες χώρες παριστάνοντας το δικό τους φίλο και όχι τον φίλο της Συρίας
και του Ιράν, που είναι πραγματικά. Έτσι έπεισε τη Σ. Αραβία, την Αίγυπτο και
την Ιορδανία να συμμαχήσουν με τη Χαμάς και να υποχρεώσουν τη Φατάχ στην περίφημη
συνάντηση της Μέκκας να συρθεί πίσω από τη Χαμάς σε μια κυβέρνηση εθνικής παλαιστινιακής
ενότητας, που λίγες μέρες μετά θα κλονίσει την ενότητα της Δύσης με το Ισραήλ
και θα ανοίξει το δρόμο για την κυριαρχία της Χαμάς, δηλαδή της Ρωσίας, στο
Παλαιστινιακό. Οι άραβες όχι μόνο κατάπιαν το μεγάλο δηλητηριώδες χάπι του Πούτιν
που λέγεται Χαμάς, αλλά τον γέμισαν με ευχαριστίες. Έτσι ο βασιλιάς της Σαουδικής
Αραβίας Αμπντούλ Αζίζ τον υποδέχθηκε ως «έναν άνθρωπο της ειρήνης, έναν
άνθρωπο της δικαιοσύνης» (Βήμα, 18 Φλεβάρη), ενώ ο βασιλιάς της Ιορδανίας
Αμπντάλα τον αποχαιρέτισε με την πολύ κολακευτική δήλωση ότι στο πρόσωπό του
ο αραβικός κόσμος της περιοχής «βλέπει έναν πολιτικό με προσωπικό θάρρος
(…) και αταλάντευτο φίλο της ειρήνης» (στο ίδιο). Επίσης, η αγγλόφωνη εφημερίδα
του Ντουμπάι Gulf Times έγραψε ότι η «ιδιαιτέρως θερμή» υποδοχή που επιφύλαξαν
οι άραβες ηγέτες στον Πούτιν δεν ήταν «μια απλή εκδήλωση διπλωματικής συμπεριφοράς
είτε συναισθηματικής φόρτισης (…) Ήταν η αναγνώριση της σύσφιξης των πολιτικών,
των πρακτικών και των οικονομικών σχέσεων» του αραβικού κόσμου με τη Ρωσία
(στο ίδιο).
Πραγματικά, ο Πούτιν κοίταξε να δέσει με περισσότερα δεσμά τα θύματά του προσφέροντάς
τους κι άλλα δηλητηριασμένα δώρα: Στη Σαουδική Αραβία πρόσφερε συνεργασία για
την κατασκευή ατομικών αντιδραστήρων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και
συμφώνησε να εκτοξευθούν από τη Ρωσία πέντε σαουδαραβικοί δορυφόροι μέσα στο
2007, στο Κατάρ, έδρα του καναλιού Αλ Τζαζίρα, πρότεινε τη δημιουργία καρτέλ
για το φυσικό αέριο, καθώς οι δύο χώρες μαζί ελέγχουν το 82% των παγκόσμιων
αποθεμάτων, και στην Ιορδανία έκλεισε συμφωνία για την πώληση έξι ελικοπτέρων.
ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ
Πώς παρεμβάλλονται οι συμφωνίες για τα πετρέλαια της Κύπρου σε όλα αυτά;
Είναι άλλος ένας κρίκος στην αλυσίδα που αναλύσαμε προηγουμένως. Με τις συμφωνίες
αυτές οι ρωσόδουλοι (Παπαδόπουλος, ΑΚΕΛ) της Κύπρου βά-ζουν την Αίγυπτο και
το Λίβανο να έρθουν σε σύγκρουση με την Τουρκία και να αδυνατίσει, έτσι, το
μέτωπο κατά του ηγεμονισμού του Ιράν. Από την άλλη, προκαλούν και ωθούν τους
τούρκους στρατηγούς, που θεωρούνται οι κατεξοχήν θεματοφύλακες του κεμαλισμού
και του λαϊκού κράτους στην Τουρκία, να προχωρήσουν σε «εν θερμώ» αντιδράσεις,
ώστε να τους προβοκάρουν για να συγκρουστούν με τις χώρες του σουνίτικου αντι-ιρανικού
μέτωπου. Αυτό γιατί η Τουρκία, ως σουνίτικη χώρα, είχε κάθε λόγο να μπει στο
σουνίτικο μέτωπο της Μέσης Ανατολής. Όμως ο ισλαμοφασίστας και ρωσόδουλος Ερντογάν
έχει καταναλώσει όλη του την πολιτική ύπαρξη για να αναβιώσει και να χρησιμοποιήσει
τον ισλαμισμό στην Τουρκία προκειμένου να την εντάξει στον άξονα Συρίας-Ιράν.
Πριν γίνει η σύγκρουση σουνιτών-σιιτών αυτό το είχε πετύχει. Όμως τώρα έπρεπε
κάτι να βρεθεί από την πλευρά της ρώσικης διπλωματίας, για να κρατηθούν μακριά
οι κεμαλιστές στρατηγοί από το να καβαλήσουν αυτοί το ισλαμικό άλογο για να
συντρίψουν την αντιδυτική φιλοϊρανική στρατηγική του Ερντογάν. Και αυτό το κάτι
είναι τα απροσδιόριστα πετρέλαια της Κύπρου. Ένας δεύτερος στόχος των ρωσόδουλων
της Κύπρου, αν πετύχει αυτή τους η προβοκάτσια και οι κεμαλιστές συγκρουστούν
με την Αίγυπτο και το Λίβανο, είναι να τους εκθέσουν στα μάτια της παγκόσμιας
κοινής γνώμης, των Αμερικανών και ιδίως της Ευρ. Ένωσης και να δώσουν, έτσι,
«αέρα ζωής» στον αμείλικτο αντίπαλό τους Ερντογάν. Τέλος, μ’ αυτήν τους την
κίνηση οι ρωσόδουλοι προβοκάτορες της Κύπρου, προβάλλοντας το μόνιμο επιχείρημα
ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κυρίαρχο κράτος, αναγνωρισμένο διεθνώς, μέλος
του ΟΗΕ και της ΕΕ και οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει βρίσκονται στο πλαίσιο
των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, της διεθνούς νομιμότητας και του Δικαίου της
θαλάσσης» (Ελευθεροτυπία, 27 Γενάρη), προκαλούν νομική παραζάλη και πολιτική
σύγχυση στις ΗΠΑ και τη στήριξη της ΕΕ στις κινήσεις τους, χώνοντάς την τελευταία
όλο και πιο βαθιά στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των αλυσωτών διενέξεων που προκαλεί
το για πολλές δεκαετίες άλυτο Κυπριακό, ιδιαίτερα στις ενδοδυτικές σχέσεις.
Ας τα δούμε αυτά ένα-ένα, και πρώτα πρώτα την αντίδραση Τούρκων και Τουρκοκυπρίων.
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ
Μόλις «έσκασε μύτη» η είδηση της υπογραφής της συμφωνίας Κύπρου-Λιβάνου, ο τουρκοκύπριος
φιλο-ερντογάν ηγέτης Ταλάτ, βασιλικότερος του βασιλέως και στην προσπάθειά του
να ωθήσει τους τούρκους στρατηγούς σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, προειδοποίησε
ότι ενδεχόμενη υλοποίηση των συμφωνιών με Αίγυπτο και Λίβανο θα οδηγήσει σε
«θερμό σημείο» (Ελευθεροτυπία, 27 Γενάρη). Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών,
με τον άνθρωπο του Ερντογάν Γκιουλ, καλά ρυθμισμένο, επέδωσε αμέσως στην κυβέρνηση
του Λιβάνου διακοίνωση, με την οποία την καλεί «να είναι προσεκτική, γιατί
η συμπεριφορά της παραβιάζει τα δικαιώματα χωρών που έχουν κοινές ακτές στη
Μεσόγειο» (Ελευθεροτυπία, 30 Γενάρη). Επίσης, με ανακοίνωσή του τόνισε
ότι η Τουρκία «είναι αποφασισμένη να υπερασπιστεί τα δικαιώματα και συμφέροντά
της στην ανατ. Μεσόγειο και δεν πρόκειται να επιτρέψει απόπειρες προς την κατεύθυνση
εξάλειψης των δικαιωμάτων αυτών. Καλεί ακόμη όλες τις ενδιαφερόμενες χώρες να
οριοθετήσουν από κοινού τους θαλάσσιους οικονομικούς τομείς κατά τρόπο που να
εξασφαλίζει τα συμφέροντα και τα δικαιώματα όλων των χωρών» (Ελευθεροτυπία,
31 Γενάρη).
Το υπουργείο Εξωτερικών του Λιβάνου δήλωσε στον τούρκο πρεσβευτή Ιρφάν Ατσάρ
ότι «ο Λίβανος παραμένει προσηλωμένος στις άριστες σχέσεις με την Τουρκία
και διατηρεί ίσες αποστάσεις από όλες τις φιλικές χώρες, σε μια προσπάθεια διαφύλαξης
των δικαιωμάτων όλων των μερών» (Ελευθεροτυπία, 1 Φλεβάρη).
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αντέδρασε χλιαρά με μια γενικού περιεχομένου
ανακοίνωση, που κατηγορούσε την Τουρκία για τη στάση της στο θέμα αυτό.
Οι τούρκοι στρατηγοί όμως δεν τσίμπησαν το δόλωμα. Το πρωί της Πέμπτης, 2 Φλεβάρη,
το τουρκικό κανάλι NTV μετέδωσε έκτακτα ότι είχαν αποσταλεί τουρκικά πολεμικά
πλοία στην ανατ. Μεσόγειο, δημιουργώντας ένταση. Αλλά μετά από ένα τέταρτο ο
αρχηγός του τούρκικου στρατού στρατηγός Γιασάρ Μπουγιούκανιτ δήλωσε: «Δεν
υπάρχει κάτι νέο. Ήδη έχουμε στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο πολεμικά
πλοία σε υπηρεσία. Δε χρειάζεται να στείλουμε και άλλα». Τελικά, αργότερα
αποκαλύπτεται ότι το ναυτικό της Τουρκίας έστειλε όλο κι όλο μια κορβέτα, που
έκανε το γύρο της Κύπρου… (Ελευθεροτυπία, 14 Φλεβάρη). Έτσι, ο Ταλάτ «υποχωρεί
από τις αρχικές απειλές του και διευκρινίζει ότι δεν πρόκειται να απειλήσει
κανέναν με πόλεμο» (Ελευθεροτυπία, 31 Γενάρη).
Η ΣΤΑΣΗ
ΤΩΝ ΗΠΑ
Σ’ ό,τι αφορά τις διεθνείς αντιδράσεις, έχουμε τα εξής δεδομένα.
Η στάση των ΗΠΑ ήταν αμφιλεγόμενη. Αρχικά το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δια του εκπροσώπου
του Σον Μακόρμακ συνέδεσε την υπόθεση με την επίλυση του Κυπριακού: «Το
ζήτημα αυτό για άλλη μια φορά δείχνει γιατί είναι επιτακτικό να λυθεί το κυπριακό
ζήτημα όσο το δυνατόν ταχύτερα (…) Τελική λύση (του Κυπριακού) θα επιτρέψει
σε όλους τους Κυπρίους να επωφεληθούν από κοινού από τους πλουτοπαραγωγικούς
πόρους της νήσου (…) Αναγνωρίζουμε την Κυπριακή Δημοκρατία ως κυρίαρχο κράτος
(…) Πιστεύουμε επίσης πως είναι σημαντικό οι οποιεσδήποτε εξελίξεις στη θαλάσσια
περιοχή να γίνονται κατά τρόπο που θα ενισχύουν τις προοπτικές επανένωσης» (Ελευθεροτυπία,
1 Φλεβάρη).
Στη συνέχεια, καταλαβαίνοντας πού πάνε να τους μπλέξουν με νομικά προσχήματα,
ο ίδιος δηλώνει ότι «το άμεσο ζήτημα αφορά τα δικαιώματα εξόρυξης και εκμετάλλευσης
πετρελαίου, και συνεπώς πολύ άμεσα υπεισέρχεται σε περίπλοκα νομικά ζητήματα
που αφορούν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας που είναι γύρω από την Κύπρο και
στην Ανατολική Μεσόγειο (…) Το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικά σύνθετο και δικηγόροι,
σχεδιαστές πολιτικής και πολιτικοί έχουν απορροφηθεί για πολλά πολλά χρόνια
γύρω από αυτό το ζήτημα, για το οποίο δεν υπάρχει λύση, θα συνεχίσουν να εργάζονται
πάνω σ’ αυτό» (Ελευθεροτυπία, 2 Φλεβάρη). Έτσι, προέτρεψε τις ενδιαφερόμενες
πλευρές «να αποφεύγουν τυχόν ενέργειες που μπορεί να παρερμηνευθούν από
την άλλη πλευρά (και) πως θα υπάρχει πλήρης διαφάνεια, ώστε να μην υπάρξουν
παρανοήσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε ατυχήματα (…) Τελικά, αυτό που χρειάζεται
να γίνει είναι οι δύο πλευρές να πάνε πίσω στις ρίζες που προκαλούν τη διαμάχη»
(στο ίδιο).
Ο σοσιαλφασίστας Χριστόφιας βρήκε την ευκαιρία να επικρίνει τις ΗΠΑ ότι, ενώ
αρχικά δήλωσαν πως δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση τα κυριαρχικά δικαιώματα της
Κυπριακής Δημοκρατίας, ύστερα σταμάτησαν για να καλύψουν την Τουρκία: «Ο
παγκόσμιος χωροφύλακας προσπαθεί να καλύψει τον περιφερειακό χωροφύλακα» (Ελευθεροτυπία,
3 Φλεβάρη). Πρόσθεσε μάλιστα ότι το θέμα της υφαλοκρηπίδας δημιουργήθηκε καθαρά
τεχνητά, σε συνεργασία ΗΠΑ-Τουρκίας.
Τη μεγάλη όμως σύγχυση την προκάλεσε η διαφορά απόψεων ανάμεσα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ
και στην αμερικάνικη πρεσβεία στη Λευκωσία, όταν ο πρεσβευτής Ρόναλντ Σλίκερ
εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία τονιζόταν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κυριαρχία
σε όλο το Νησί και δικαιούται να παίρνει αποφάσεις και να υπογράφει συμφωνίες.
Σε άλλη δήλωσή του, γραπτή αυτή τη φορά, ο Μακόρμακ ανέφερε ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ
δεν πρόκειται να συμβουλέψει αμερικάνικες εταιρείες κατά πόσο θα πρέπει να συμμετάσχουν
στη διαδικασία διεκδίκησης συμβολαίων ή όχι (αυτή η θέση έμμεσα είναι υπέρ της
κυπριακής κυβέρνησης). Επίσης, αμερικανός διπλωμάτης δήλωσε ανώνυμα στο ΡΙΚ
πως οι ΗΠΑ έχουν καταστήσει σαφές ότι οι όποιες αντιπαραθέσεις ή διαφωνίες επί
του θέματος των πετρελαίων πρέπει να αντιμετωπιστούν αποκλειστικά και μόνο με
ειρηνικά μέσα (Ελευθεροτυπία, 17 Φλεβάρη). Αλλά και μετά τη συνάντησή
του με το Χριστόφια στις 5 Μάρτη ο αμερικανός πρεσβευτής Σλίκερ είπε πως η Κυπριακή
Δημοκρατία έχει το κυριαρχικό δικαίωμα να προβεί σε έρευνες στη θαλάσσια περιοχή
που ελέγχει και να συνάψει οποιεσδήποτε συμφωνίες και πως, αν υπάρχουν χώρες
που τις αμφισβητούν, πρέπει ν’ ακολουθήσουν νομικές και ειρηνικές διαδικασίες.
Σε γενικές, λοιπόν, γραμμές, αυτές τις θέσεις των ΗΠΑ ο Παπαδόπουλος τις εξέλαβε
ως πράσινο φως να προχωρήσει: δήλωσε πως δε βλέπει οτιδήποτε αρνητικό στις δηλώσεις
Μακόρμακ (Ελευθεροτυπία, 8 Φλεβάρη).
Η ΣΤΑΣΗ
ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ
Αλλά και ο ύπατος αρμοστής της Βρετανίας στην Κύπρο Πίτερ Μίλετ δήλωσε πως η
χώρα του αναγνωρίζει την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας και το δικαίωμά
της να συνάπτει διεθνείς και διμερείς συμφωνίες, έκφρασε μάλιστα την ελπίδα
ότι η Τουρκία δε θα δημιουργήσει ένταση στην περιοχή (Ελευθεροτυπία,
15 Φλεβάρη).
Παρά την καθαρή αυτή στάση των Άγγλων, στην Κύπρο κυριαρχεί η προπαγάνδα (τελείως
ανεδαφική και αστήρικτη, με βάση τα πραγματικά δεδομένα -βλ. σχετικά Ελευθεροτυπία,
24 Φλεβάρη, το άρθρο με τίτλο «Συνωμοσιολογία για τα πετρέλαια») ότι
οι Άγγλοι προσπαθούν, μέσω των βάσεών τους στην Κύπρο, να έχουν λόγο στον καθορισμό
της ΑΟΖ Κύπρου-Ελλάδας και να βάλουν χέρι και στα πετρέλαια του Αιγαίου! Έτσι,
τα χωρικά ύδατα των βάσεων, πλάτους 3 ναυτικών μιλίων, παρερμηνεύτηκαν ως δικαίωμα
στην υφαλοκρηπίδα, που εκτείνεται σε πλάτος 200-350 ναυτικών μιλίων!
Εξάλλου, στις επίσημες βρετανικές θέσεις (Φλεβάρης 2006) για το δομημένο διάλογο
Αγγλίας-Κύπρου με στόχο τη βελτίωση των πολιτικών σχέσεων των δύο χωρών, για
το ζήτημα των πετρελαίων αναφέρεται ότι «οι βρετανικές βάσεις δεν ενδιαφέρονται
να απαιτήσουν ή να εκμεταλλευτούν μια αποκλειστική οικονομική ζώνη» (στο
ίδιο). Παρ’ όλ’ αυτά, «κορυφαία στελέχη της Κυπριακής Δημοκρατίας» δήλωναν στο
Βήμα το ακριβώς αντίθετο. Πού ‘σαι, Γκέμπελς, να δεις τι άξιους μαθητές έβγαλες…
ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ
Ο Μάικλ Μόλερ, ειδικός αντιπρόσωπος του γ.γ. του ΟΗΕ στη Λευκωσία, εκτίμησε
ότι το θέμα των πετρελαίων δε θα επηρεάσει την έναρξη του διαλόγου μεταξύ των
τεχνικών επιτροπών, αλλά, αντίθετα, όταν οι συζητήσεις αρχίσουν, όλα αυτά τα
προβλήματα θα παραμεριστούν. Έτσι, διαχωρίζοντας το θέμα των πετρελαίων από
το Κυπριακό, ουσιαστικά ενίσχυσε τις θέσεις της κυπριακής κυβέρνησης.
Στην Ευρ. Ένωση, εκπρόσωπος του αρμόδιου επιτρόπου Όλι Ρεν δήλωσε πως «η
Κύπρος είναι κυρίαρχο κράτος και στις διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει και αυτό
δεν αμφισβητείται» (Ελευθεροτυπία, 4 Φλεβάρη).
Παρά τη σαφή αυτή δήλωση, η εκπρόσωπος του Όλι Ρεν, η Κρ. Νατζ, αναγκάστηκε
να δηλώσει αργότερα, την Τρίτη 6 Μάρτη, πως ο επίτροπος αισθάνεται προσβεβλημένος
από την απρεπή γλώσσα που χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ στην Κύπρο για τον ίδιο και την
Ευρ. Επιτροπή. Οι κατηγορίες που προκύπτουν από τα δημοσιεύματα «είναι εσφαλμένες
και αντίθετες με τη φιλοσοφία της Ευρ. Επιτροπής» (Ελευθεροτυπία, 9 Μάρτη).
Γιατί όλη αυτή η αντιευρωπαϊκή προπαγάνδα; Γιατί η Ευρ. Επιτροπή, προκειμένου
να ξεκινήσει το απευθείας εμπόριο με τα Κατεχόμενα και στην προσπάθεια να σπάσει
η οικονομική απομόνωση των Τουρκοκυπρίων, που στο κάτω-κάτω δε φταίνε σε τίποτα,
είχε αποφασίσει να στείλει δύο αντιπροσωπείες, για να επιθεωρήσουν το λιμάνι
της Αμμοχώστου και το αεροδρόμιο της Τύμπου (στις 30 Γενάρη και 6 Φλεβάρη, αντίστοιχα).
Στις αιτιάσεις της Λευκωσίας η Ευρ. Επιτροπή είχε αποφασίσει πως η αποστολή
των δύο αντιπροσωπειών εντάσσεται στο πλαίσιο της εκπαίδευσης των Τουρκοκυπρίων
με το κοινοτικό κεκτημένο.
Τελικά, από τις δύο αποστολές εμπειρογνωμόνων πραγματοποιήθηκε μόνο αυτή στο
λιμάνι της Αμμοχώστου, και μάλιστα τηρήθηκε μυστική, για ν’ αποφευχθούν αντιδράσεις,
ενώ αυτή στο αεροδρόμιο ματαιώθηκε ακριβώς λόγω των αντιδράσεων. Για μια ακόμη
φορά οι Ευρωπαίοι υποχωρούν στις πιέσεις του σοσιαλφασισμού και τα ακούνε απ’
αυτούς. Είναι φυσικό, αφού αυτοί οι ευρωπαίοι μονοπωλιστές μπακάληδες επέτρεψαν
στους εαυτούς τους να εξαπατηθούν από τους κύπριους προβοκάτορες και να καταπιούν
το διπλωματικό πλουτώνιο που λέγεται άλυτο Κυπριακό. Έτσι θα είναι υποχρεωμένοι
από δω και μπρος να είναι σε κάθε ευκαιρία και κερατάδες και ζημιωμένοι...
ΓΑΛΛΙΑ-ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ΜΕ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΦΑΣΙΣΜΟ
Η κυπριακή λοιπόν κυβέρνηση απτόητη προσπαθεί να εμπλέξει στο διπλωματικό ιστό
που έχει εξυφάνει για λογαριασμό της η Μόσχα όλο και περισσότερους «παίχτες»,
κατά κύριο λόγο χώρες-μέλη της ΕΕ, εκμεταλλευόμενη τις αντιθέσεις τους. Έτσι,
στις 28 Φλεβάρη ο κύπριος υπουργός Εξωτερικών Γ. Λιλλήκας και η ρωσόφιλη υπουργός
Άμυνας της Γαλλίας Μ. Αλιό-Μαρί υπέγραψαν στο Παρίσι στρατιωτική συμφωνία, η
οποία είχε εκπονηθεί τον Ιούλη του 2006 με αφορμή την κρίση στο Λίβανο και αφορά
στην παροχή στρατιωτικών διευκολύνσεων στη Γαλλία. Η συμφωνία αυτή εκτιμάται
ότι δίνει στη Λευκωσία διπλωματικά και στρατιωτικά πλεονεκτήματα. Πολλοί μάλιστα
θεωρούν τη συμφωνία σαφές μήνυμα προς τους Αγγλοαμερικανούς ότι δεν είναι οι
μόνοι «παίχτες» στο Νησί (αυτό εμείς το έχουμε γράψει εδώ και πολύ καιρό). Ο
Λιλλήκας μάλιστα αποκάλυψε ότι έχουν ήδη πραγματοποιηθεί κοινές ασκήσεις Κύπρου-Γαλλίας
μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας!
Η Κύρα Αδάμ υποστηρίζει στην Ελευθεροτυπία πως υπάρχουν πληροφορίες για ανάλογες
κινήσεις ανάμεσα στην Κύπρο και τη Γερμανία και ότι κάτι «ψήνεται» για μετά
το τέλος της γερμανικής προεδρίας στην ΕΕ (τέλη Ιούνη).
Επίσης, στο ζήτημα των πετρελαίων διαβάζουμε (Ελευθεροτυπία, 8 Φλεβάρη)
ότι «στήριξη προς τη Λευκωσία εκφράζει το Βερολίνο, προβαίνοντας σε έμμεσες
αλλά σαφείς υποδείξεις με προφανή αποδέκτη την Άγκυρα».
Αυτά εμάς δε μας εκπλήσσουν διόλου, αν λάβουμε υπόψη μας ότι στο τιμόνι του
γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών βρίσκεται το δεξί χέρι του ανθρώπου του Κρεμλίνου
Σρέντερ, ο Σταϊνμάγερ, που δε χάνει ευκαιρία να εκδηλώσει τα αισθήματα αγάπης
και αφοσίωσης προς το Κρεμλίνο. Πρόσφατη υπηρεσία που του προσέφερε ήταν η ανοιχτή
και ενώπιον της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Κ. Ράις διαφωνία του στο ζήτημα
της εγκατάστασης αντιπυραυλικής ασπίδας σε Τσεχία και Πολωνία, όταν είπε πως
οι ΗΠΑ θα έπρεπε να κάνουν περισσότερες διαβουλεύσεις με τη Μόσχα προτού το
αποφασίσουν!
Είναι ακριβώς η αντίθετη περίπτωση με τη σχετική με το θέμα αυτό αρχική ανακοίνωση
της ελληνίδας υπουργού Εξωτερικών Ντ. Μπακογιάννη, η οποία δεν κατάλαβε ποτέ
σε ποια κυβέρνηση ανήκει, και η ανακοίνωσή της τασσόταν υπέρ της αντιπυραυλικής
ασπίδας. Η κατάληξη είναι γνωστή: οι πρωθυπουργικοί «κύκλοι» έκφρασαν τη δυσφορία
τους για την Μπακογιάννη και, συν τοις άλλοις, εισέπραξε κι έναν ωραιότατο αποκλεισμό
από το δείπνο Καραμανλή-Παπαδόπουλου στη Ραφήνα. Τελικά δόθηκαν καθησυχαστικές
εξηγήσεις στη Μόσχα από το ελληνικό ΥΠΕΞ και η υπουργός αναγκάστηκε πελιδνή
να διαρρεύσει ότι η ευθύνη γι’ αυτή της την ανακοίνωση ανήκε σε κάποιο στέλεχος
του υπουργείου Εξωτερικών (Βήμα, 11 Μάρτη).
Η ΣΤΑΣΗ
ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ
Η επίσημη στάση της Ρωσίας, ως γνωστόν, είναι πάντα δίγλωσση, για να μπορεί
να παίζει με όλες τις πλευρές. Διατυπώνεται δηλαδή με τρόπο προσεκτικό, ώστε
από τη μια να υποστηρίζει την προβοκατόρικη πολιτική των ανθρώπων της στην Κύπρο
και από την άλλη να μη φέρνει σε δύσκολη θέση τους τούρκους ισλαμοφασίστες και
τους τούρκους εθνικιστές. Και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Η ρώσικη
θέση εκφράστηκε με συνέντευξη του ρώσου πρεσβευτή στη Λευκωσία Αντρέι Νεστερένκο
στην εφημερίδα Χαραυγή, όργανο του ΑΚΕΛ, ο οποίος σύμφωνα με την Ελευθεροτυπία
της 27 Φλεβάρη:
«Απηύθυνε έκκληση για αυτοσυγκράτηση και για νόμιμες και προσεκτικές κινήσεις
στο θέμα των ερευνών στη θάλασσα της Κύπρου, για να μη διαβρωθούν η σταθερότητα
και η ασφάλεια σε αυτή την τόσο ευαίσθητη περιοχή (…) τονίζει ότι το θέμα πήρε
οικουμενικές διαστάσεις, με την Τουρκία ν’ αντιδρά απειλητικά στην αρχή, να
χαμηλώνει κάπως τους τόνους αργότερα και τις ΗΠΑ και τη Βρετανία να τοποθετούνται
πότε ξεκάθαρα και πότε όχι (…) η Ρωσία υποστηρίζει την αυστηρή εφαρμογή των
βασικών Αρχών και Κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, κατά την υλοποίηση των οικονομικών
σχεδίων στην αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου. Παράλληλα, επισημαίνει
ότι κανένα από τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ που αναγνωρίζουν την Κυπριακή Δημοκρατία
δεν αμφισβήτησε ποτέ την κυριαρχία του κυπριακού κράτους και το αναπόσπαστο
δικαίωμά του να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες. Είπε ότι η Ρωσία συμμερίζεται τις
προσεγγίσεις της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και πιστεύει ότι μια ενδεχόμενη
επιτυχής αξιοποίηση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων δεν θα πρέπει να αποτελέσει
πηγή πρόσθετων τριβών των δύο κοινοτήτων και κρατών της Ανατ. Μεσογείου, αλλά
υποβοηθητικό παράγοντα που θα υπηρετούσε το στόχο της συνολικής διευθέτησης
του Κυπριακού. Όσον αφορά το πιθανό ενδιαφέρον από πλευράς ρωσικών εταιρειών,
ο κ. Νεστερένκο είπε ότι μερικές αρκετά μεγάλες ρωσικές εταιρείες ενδιαφέρθηκαν
να πάρουν πληροφορίες για την προκαταρκτική έρευνα, καθώς και για τους όρους
συμμετοχής στο διαγωνισμό».
Εκτός από τη ρωσική Lukoil, ενδιαφέρον για τα κυπριακά πετρέλαια εκδήλωσαν και
οι αμερικάνικες εταιρείες Exxon-Mobil και Chevroil, η αγγλική BP, η ολλανδική
Shell, η γαλλική Total και εταιρείες από Γερμανία, Κίνα, Ινδία, Νορβηγία.
Η ρώσικη, λοιπόν, πολιτική στην περιοχή προσπαθεί, όπως πάγια κάνει, μ’ ένα
σμπάρο να ρίξει όχι δύο, αλλά πολλά τρυγόνια.
ΤΑ ΝΟΜΙΚΑ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Σ’ ό,τι αφορά την καθαρά νομική πλευρά του ζητήματος, τι προβλέπει δηλαδή το
Διεθνές Δίκαιο, και συγκεκριμένα το Δίκαιο της Θάλασσας, σε τέτοιες περιπτώσεις
(γιατί εδώ στηρίζεται το πρόσχημα της κυπριακής κυβέρνησης), δεν είμαστε αυτή
τη στιγμή σε θέση να έχουμε μια ολοκληρωμένη και τελική άποψη. Από μια πρώτη,
όμως, ματιά, μελετώντας τον ελληνικό Τύπο, παρατηρούμε τα εξής:
Πρώτον, σε άρθρο της στην Ελευθεροτυπία (3 Φλεβάρη) η Κύρα Αδάμ, που
κάθε άλλο παρά φίλη των τουρκικών απόψεων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, γράφει
τα εξής, με αφορμή πληροφορίες για ελληνοαιγυπτιακές συνομιλίες για τον καθορισμό
της μεταξύ τους υφαλοκρηπίδας: «Δεν κατέστη ακόμα δυνατόν να διευκρινιστεί
ούτε αν εξακολουθούν οι ελληνοαιγυπτιακές επαφές για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας
και, βεβαίως, πώς θα αντιμετωπίσει η Αθήνα την απαίτηση της Αγκυρας να είναι
σε πλήρη γνώση -αν όχι συμμετοχή- στις σχετικές διαπραγματεύσεις, εφ’ όσον έχει
και αυτή „ζωτικά συμφέροντα“ στην ανοιχτή θάλασσα, ως συνορεύουσα χώρα. Το πρόσθετο
μείζον πρόβλημα της ελληνικής πλευράς είναι ότι με βάση το ισχύον Δίκαιο της
Θάλασσας, σε σχετικές διακρατικές συμφωνίες καθορισμού υφαλοκρηπίδας και οικονομικής
ζώνης θα πρέπει να συνυπολογίσει και να έχει και τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας
εφ’ όσον η Αγκυρα είναι άμεσα θαλάσσια συνορεύουσα χώρα».
Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι αυτό ισχύει για τις ελληνοαιγυπτιακές επαφές, τότε
το ίδιο ακριβώς πρέπει να ισχύει και για τις κυπρολιβανικές, αφού η Τουρκία
είναι «άμεσα θαλάσσια συνορεύουσα χώρα» με την Κύπρο!
Δεύτερον, ο Νίκος Ρολάνδης, πρώην υπουργός Εξωτερικών, αφενός, και Εμπορίου
και Βιομηχανίας, αφετέρου, στην Κύπρο, σε άρθρο του στην Ελευθεροτυπία
(18 Φλεβάρη) γράφει: «Από λογικής και νομικής πλευράς Ελληνοκύπριοι και
Τουρκοκύπριοι έχουν δικαιώματα επί του ορυκτού πλούτου της Κύπρου. Οποιαδήποτε
άλλη ερμηνεία περί δικών μας κυριαρχικών δικαιωμάτων και αποκλεισμού των Τουρκοκυπρίων
από ένα τόσο κεφαλαιώδες θέμα ίσως θα οδηγήσει είτε σε ανάφλεξη είτε σε επ’
αόριστον αναβολή».
Και προτείνει μια καθόλου παράλογη λύση: «Υπό αυτές τις αρνητικές συνθήκες
η μόνη ίσως διέξοδος, αν δε θέλουμε να χαθεί, έστω εν μέρει, ένας ενδεχόμενος
μεγάλος πετρελαϊκός πλούτος, είναι να διαπραγματευθούμε μια Ειδική (ad hoc)
Συμφωνία με τους Τουρκοκυπρίους επί του θέματος της εκμετάλλευσης των πιθανών
πετρελαϊκών κοιτασμάτων και της κατανομής των καθαρών κερδών που ενδεχομένως
θα προκύψουν από την εκμετάλλευση αυτή. Συμφέρει άλλωστε και σε μας και στους
Τουρκοκύπριους να προστατεύσουμε τον πετρελαϊκό πλούτο. Μια τέτοια κατανομή
μπορεί να συμφωνηθεί μέσω του ΟΗΕ, με παράλληλη υπογραφή Συμφώνου Αποποίησης
(Disclaimer) οποιασδήποτε μελλοντικής πολιτικής ή άλλης δέσμευσης που τυχόν
θα θεωρηθεί ότι απορρέει από τη Συμφωνία περί Εκμετάλλευσης των Πετρελαϊκών
Κοιτασμάτων. Για να υπάρχει μάλιστα κίνητρο λύσης του Κυπριακού, θα μπορούσε
τα ενδεχόμενα κέρδη των Τουρκοκυπρίων να κατατίθενται σε ειδικό λογαριασμό (escrow
account) με απόσυρση των χρημάτων μετά από καθορισμένη περίοδο πολλών ετών ή
μετά τη λύση του Κυπριακού, οποιοδήποτε συμβεί ενωρίτερα».
Όπως βλέπουμε, λύσεις υπάρχουν. Αρκεί να θέλει κανείς πραγματικά να εξυπηρετήσει
τα συμφέροντα συνολικά των Κυπρίων και όλων των λαών της περιοχής και όχι να
προσθέσει και άλλο πετρέλαιο σε μια ήδη παραφορτωμένη δεξαμενή από εύφλεκτο
μίσος καχυποψία και διεθνή εκρηκτική ανάμιξη. Πραγματικά, μόνο ένας μεγάλος
προβοκάτορας θα μπορούσε να διανοηθεί πάνω στην χαίνουσα ενδοκυπριακή εθνική
διχαστική αντίθεση, πάνω στις ιστορικά δηλητηριασμένες κυπροτουρκικές και ελληνοτουρκικές
αντιθέσεις και πάνω στον υπερπερίπλοκο ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό να προσθέσει
και άλλες αντιθέσεις σπρώχνοντας άσχετες ως τώρα χώρες να μπουν και αυτές μέσα
σ’ αυτόν τον κυκεώνα. Πραγματικά, μόνο το καλό της Κύπρου και την ειρήνη στην
περιοχή και στον κόσμο δε σκέφτονται αυτοί που την κυβερνούν.