ΠΑΙΔΕΙΑ
ΕΛΗΞΕ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΑΕΙ
Όλα
δείχνουν ότι τελειώνει μετά το Πάσχα η πρώτη φάση του πολέμου που έχει εξαπολύσει
εδώ και ένα χρόνο το λεγόμενο «κίνημα παιδείας» ενάντια στη δειλή μεταρρύθμιση
των ΑΕΙ που επιχειρήθηκε με το νέο νόμο πλαίσιο, δηλαδή ενάντια στην αξιολόγηση
της κυρίαρχης τεμπέλικης και διεφθαρμένης εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας των ΑΕΙ.
Ο μέχρι στιγμής απολογισμός αυτής της μάχης είναι ο εξής:
Ο σοσιαλφασισμός πέτυχε να ανατρέψει τα πιο καίρια και καθοριστικά στοιχεία
του νόμου αυτού έτσι όπως είχαν εμφανιστεί πριν από ένα περίπου χρόνο με τις
προτάσεις του ΕΣΥΠ και στη συνέχεια με το «προσχέδιο νόμου» που είχε κατεβάσει
η Γιαννάκου. Δηλαδή το μπλοκ ΠΟΣΔΕΠ-ψευτοΚΚΕ-ΣΥΝ-ΠΑΣΟΚ-ψευτοαναρχισμός πέτυχε
χάρη στην υπονόμευση της υπουργού του από τον Καραμανλή να εξαφανιστεί η ατομική
εξωτερική αξιολόγηση των πανεπιστημιακών, να αναλάβει το ίδιο αυτό την επιλογή
και προαγωγή του εκπαιδευτικού προσωπικού και να πάρει στα χέρια του
την οικονομική διαχείριση στα ΑΕΙ. Από αυτήν την άποψη ο νόμος
που πέρασε κάνει την κατάσταση χειρότερη και από αυτήν που υπήρχε πριν από το
νόμο.
Το μόνο ουσιαστικό και ισχυρό σημείο που κράτησε η κυβέρνηση είναι το δικαίωμα
της να κάνει συνολική αξιολόγηση του έργου ολόκληρων των εκπαιδευτικών
ιδρυμάτων και να κατανέμει κονδύλια ανάλογα με τις επιδόσεις του καθενός από
αυτά. Αυτή η αξιολόγηση θα αποτιμούσε τη συνέπεια που θα είχε κάθε πανεπιστήμιο
στο να εκπληρώσει ένα τετραετές πλάνο με το οποίο θα έχει δεσμευτεί σε ένα συμβόλαιο
με το κράτος.
Ο σοσιαλφασισμός κλιμάκωσε την επίθεσή του φτάνοντας στο σημείο να κάψει το
κέντρο της πόλης και τα «εθνικά άβατα» για να ανατρέψει αυτό το τελευταίο οχυρό
της μεταρρύθμισης. Δεν μπόρεσε. Όμως μπόρεσε με την επίθεσή του να κάνει μια
καίρια τροποποίηση στο νόμο την τελευταία στιγμή, την στιγμή που καιγόταν ο
άγνωστος στρατιώτης, με μια τροποποίηση που πρότεινε ο Αλαβάνος και δέχτηκε
η Γιαννάκου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο νόμος που κατέβηκε στη Βουλή έλεγε ότι
όταν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση ενός ΑΕΙ από τον αρμόδιο από το νόμο φορέα τότε
το υπουργείο Παιδείας θα την υιοθετεί αυτόματα. Με την τροποποίηση το υπουργείο
πρέπει να ανακοινώσει την αξιολόγηση και μετά από ένα ορισμένο χρόνο αντιρρήσεων
και ενστάσεων να την υιοθετήσει σαν απόφασή του. Καταλαβαίνει κανείς πόσα σπασίματα
βιτρινών, πόσες ομηρείες πεζών, πόσες φυλακίσεις πρυτάνεων και πόσες μπούκες
στα γραφεία των τολμηρών αξιολογητών θα μεσολαβήσουν ώσπου να αποσυρθεί η αξιολόγηση
τους που ενδεχόμενα θα τολμήσει να διανοηθεί να κόψει κοντύλια από τα «πανεπιστήμια
του λαού».
Αν το αντιδραστικό αυτό κίνημα συνεχίστηκε και μετά την ψήφιση του νόμου είναι για να κάνει σαφές στην αστική τάξη και στο λαό, και πιο πολύ στους πανεπιστημιακούς που αντιστέκονται στη διάλυση, ότι δεν θα ανεχτεί οποιαδήποτε εφαρμογή στην πράξη των ουσιαστικών θετικών διατάξεων του νόμου που απομείνανε. Άλλωστε αυτό το είπανε καθαρά και το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ και το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή όλοι πλην του Καραμανλή που όπως καταλαβαίνουμε «κωλύεται εκ της θέσεώς του».
Άρα η μεγαλύτερη μάχη είναι ακόμα μπροστά μας. Στη ουσία η πολεμική ατμόσφαιρα δεν θα σταματήσει ποτέ όσο θα υπάρχει μια αναπτυξιακή και δημοκρατική διέξοδος γι αυτήν εδώ την ανώτατη παιδεία, την τσακισμένη από τις συμμορίες της λούμπεν διανόησης της πάντα τόσο ευεπίφορης στο φασισμό. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό. Γιατί μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα και μέσα από την δικιά τους πείρα θα αρχίσουν να αναπτύσσονται οι συνειδήσεις των φοιτητών που θα νοιώθουν όλο και περισσότερο στο πετσί τους την αποσύνθεση των σπουδών και τη βία των αντιδραστικών στρατών, που θα βλέπουν την όλο και πιο άθλια και συμβιβαστική στάση των καριεριστών της ΔΑΠ, και που θα αναζητούν μια πραγματική δημοκρατική και αριστερή διέξοδο. Το ίδιο θα κάνουν και οι καθηγητές τους που θέλουν την κατάρτιση των φοιτητών τους και την πρόοδο της επιστήμης και που θα έχουν το ανάστημα να αντισταθούν στον εξευτελισμό. Ήδη η πλατειά λαϊκή μάζα έχει αντιπαθήσει αυτό το «κίνημα παιδείας» αν όχι για τη γραμμή του οπωσδήποτε για τις μεθόδους του. Αυτή η γενική ατμόσφαιρα στην κοινωνία θα βοηθήσει την αντίρροπη στο σοσιαλφασισμό ατμόσφαιρα που βλέπουμε ήδη να αναπτύσσεται στις ανώτατες σχολές αλλά και πιο κάτω στη μέση και στη στοιχειώδη εκπαίδευση, όπου η διάλυση έχει επίσης φτάσει σε απίστευτα επίπεδα. Αυτό είναι που κάνει πολύ αισιόδοξους και τους συντρόφους μας στην Κίνηση -Παιδεία για Δημοκρατία και Ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επισκέψεις στην ιστοσελίδα της Κίνησης στη διεύθυνση www.kpad.gr έχoυν ξεπεράσει τις 200.000 μέσα σε λίγους μήνες, ενώ βλέπουμε σε πολλές συζητήσεις και σε πολλούς χώρους την έντονη επίδραση που ασκούν τα κείμενα που δημοσιεύονται σε αυτήν. Ταυτόχρονα αρκετοί άνθρωποι της εκπαίδευσης επικοινωνούν με τη Κίνηση και ανταλλάσσουν απόψεις για ένα προοδευτικό κίνημα παιδείας. Εκείνο που χρειάζεται είναι επιμονή στην εμβάθυνση και προπαγάνδιση αυτής της γραμμής και οργάνωση των αυθόρμητων αντιστάσεων στον σοσιαλφασισμό.
Παρακάτω δημοσιεύουμε
τρία σημαντικά κείμενα της Κίνησης που δημοσιεύτηκαν στην ιστοσελίδα της στο
τελευταίο διάστημα.
Το πρώτο έχει τίτλο «Να υπερασπίσουμε το τελευταίο οχυρό της μεταρρύθμισης
μέσα στο νομοσχέδιο: την αξιολόγηση των πανεπιστημιακών μονάδων και το τετραετές
πρόγραμμα ανάπτυξης» και αναφέρεται συνοπτικά στις απαράδεκτες υποχωρήσεις
στο σοσιαλφασισμό από το υπουργείο παιδείας αλλά και στο θετικό που απέμεινε
στο νόμο το οποίο οι προοδευτικοί άνθρωποι πρέπει να υπερασπίσουν.
Το δεύτερο άρθρο έχει τίτλο: «ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΜΑΓΕΙΡΕΜΑΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ!!!»
και υπότιτλο: «Πώς ο ΣΥΝ, το αντιμεταρρυθμιστικό ΠΑΣΟΚ και κυβερνητικοί κύκλοι
διαχειρίζονται τις υπογραφές έτσι ώστε να ανατρέψουν το μεταρρυθμιστικό κίνημα
από τα μέσα». Σε αυτό ξεσκεπάζεται η πολιτική αλλά σε ένα βαθμό και ποινικού
τύπου πλαστογραφία που έκαναν με εκατοντάδες υπογραφές μεταρρυθμιστών πανεπιστημιακών
οι άνθρωποι του ΣΥΝ και του ΠΑΣΟΚ. Αυτοί εμφανίστηκαν σαν μεταρρυθμιστές, πήραν
την εκπροσώπηση των πραγματικών μεταρρυθμιστών και αφού τους υποχρέωσαν σε σιωπή,
εμφανίστηκαν στο υπουργείο παιδείας και απαίτησαν τις καίριες υποχωρήσεις που
αναφέραμε παραπάνω προκείμενου να ανοίξουν τις σχολές και να στηρίξουν τάχα
τη μεταρρύθμιση. Έτσι απέσπασαν τις βασικές υποχωρήσεις που ήθελε ο σοσιαλφασισμός
προφανώς με τις αντίστοιχες υποδείξεις του Καραμανλή προς την αδυνατισμένη υπουργό
του.
Το τρίτο άρθρο έχει τίτλο: «Όχι άλλη υποχώρηση στους αντιμεταρρυθμιστές
ή πως η μεταρρύθμιση κινδυνεύει να καταντήσει καθαρή αντιμεταρρύθμιση» και υπότιτλο:
«Το βρώμικο πολιτικό σχέδιο πίσω από την χειραγώγηση των 1000»
Αυτό είναι ένα κείμενο διεξοδικής κριτικής της πλατφόρμας με την οποία εμφανίζονται
στα πανεπιστήμια οι αντιμεταρρυθμιστές κυρίως του ΠΑΣΟΚ, με ηγέτες τους ειδικούς
στις μεταμφιέσεις συναδέλφους τους του ΣΥΝ. Χάρη σε αυτούς τους ψευτομεταρρυθμιστές
κατάφερε η όλο και πιο απομονωμένη και μισητή στους πανεπιστημιακούς ηγεσία
της ΠΟΣΔΕΠ να κρατήσει την εξουσία και μάλιστα να διευρύνει τις θέσεις της.
Αυτοί είναι το κύριο εμπόδιο για οποιαδήποτε προοδευτική και δημοκρατική συγκρότηση
εκπαιδευτικών στα ΑΕΙ.
“Να υπερασπίσουμε το τελευταίο οχυρό της μεταρρύθμισης
μέσα στο νομοσχέδιο: την αξιολόγηση των πανεπιστημιακών μονάδων και το τετραετές
πρόγραμμα ανάπτυξης”
(Κείμενο της Κίνησης Παιδεία για Δημοκρατία και Ανάπτυξη)
Το σχέδιο νόμου
για τα ΑΕΙ καταργεί τις μεταρρυθμιστικές απόπειρες του προσχεδίου νόμου εκτός
από το τετραετές πρόγραμμα ανάπτυξης των πανεπιστημίων. Οι υποχωρήσεις της υπουργού
και γενικά των φιλομεταρρυθμιστών της ΝΔ είναι απαράδεκτες. Το αποτέλεσμα του
νομοσχέδιου που έχει κατατεθεί είναι ότι δίνει στο ΚΚΕ και στον ΣΥΝ περισσότερη
εξουσία στα πανεπιστήμια απ’ όση είχαν πριν την «μεταρρύθμιση». Αν η Γιαννάκου
διώξει και το σημείο για τα τετραετή συμβόλαια τα οποία διατηρούν κάτι από την
αξιολόγηση που υπήρχε στο προσχέδιο νόμου τότε θα μιλάμε για πρωτοφανή προδοσία.
Το σχέδιο νόμου δηλαδή ακυρώνει ακόμα και την δειλή απόπειρα του προσχεδίου
να βάλει κάποιο φραγμό στην σημερινή ασυδοσία με μια στοιχειώδη αξιολόγηση στις
προσλήψεις και στις προαγωγές του προσωπικού ΔΕΠ με ατομικές αναγνωρισμένες
διεθνώς δημοσιεύσεις καθώς και με την αξιολόγηση της ικανότητας διδασκαλίας
από τους φοιτητές. Αντίθετα με το νομοσχέδιο ο διορισμός, η εξέλιξη και η μονιμοποίηση
των μελών ΔΕΠ γίνεται με πράξη του πρύτανη χωρίς το ΥΠΕΠΘ να εξετάζει προηγουμένως
την νομιμότητα της πράξης! Επίσης το νομοσχέδιο καταργεί τον συνήγορο του πανεπιστημίου
που πρόβλεπε το προσχέδιο, εξαφανίζει δηλαδή τα διαμεσολαβητικά όργανα στις
διαφορές που προκύπτουν στα πανεπιστήμια. Επίσης μετατρέπει τον εκτελεστικό
διευθυντή διοικητικών και οικονομικών υποθέσεων, που συντονίζει το τετραετές
πρόγραμμα ανάπτυξης, από κρατικό στέλεχος της κυβέρνησης που προβλέπονταν να
είναι στο προσχέδιο, σε όργανο της συγκλήτου. Καταργεί στην ουσία την όποια
αξιολόγηση και διαφάνεια και τον διοικητικό και οικονομικό έλεγχο της γραφειοκρατίας
που προβλέπονταν από το προσχέδιο νόμου. Ο έλεγχος της σκοπιμότητας των δαπανών
από το Ελεγκτικό Συνέδριο που ίσχυε μέχρι σήμερα με τον υπάρχοντα νόμο, καταργείται,
ενώ η δημιουργία της επιτροπής ελέγχου αναβάλλεται.
Παρά τις παραχωρήσεις αυτές ο σοσιαλφασισμός και η κρατικοκομματική γραφειοκρατία
συνεχίζουν να κλιμακώνουν την βία τους καίγοντας για άλλη μια φορά την Αθήνα.
Και μάλιστα αυτή τη φορά τα τάγματα εφόδου των κουκουλοφόρων εμφανίζονται στο
MEGA με το όνομά τους για να δηλώσουν ότι είναι αναπόσπαστο τμήμα του φοιτητικού
κινήματος χωρίς ο συνομιλητής τους από τον ΣΥΝ να το αρνείται. Η διαδήλωση της
περασμένης Πέμπτης είναι αδιάψευστος μάρτυρας. Το σοσιαλφασιστικό μέτωπο ΚΚΕ-ΣΥΝ
ΠΟΣΔΕΠ- φοιτητικών ταγμάτων εφόδου μπορεί να απειλεί τη χώρα με τη βία του ακόμα
πιο ανοιχτά αφού μπορεί να καίει και αστυνομικούς. Αυτή η κλιμάκωση της βίας
έχει ένα κύριο στόχο να φύγει από τη μέση και το τελευταίο ίχνος αξιολόγησης
από το σχέδιο νόμου: η αξιολόγηση των πανεπιστημίων που απαιτούν τα τετραετή
συμβόλαια. Είναι το μόνο σημείο που δεν έχει παραχωρηθεί από το υπουργείο παιδείας
στο σοσιαλφασισμό. Ο στόχος του είναι να φύγει από το νομοσχέδιο το τετραετές
αναπτυξιακό πρόγραμμα του πανεπιστημίου και κυρίως οι προϋποθέσεις της εφαρμογής
του που είναι βασικά η αξιολόγηση των ακαδημαϊκών μονάδων (τμήμα, σχολή, ίδρυμα)
του νόμου 3347/2005. Η αξιολόγηση των πανεπιστημίων είναι μια διεθνής προδιαγραφή
γιατί χωρίς αυτή το πανεπιστήμιο μιας χώρας είναι διεθνώς ανύπαρκτο. Ειδικότερα
η αξιολόγηση είναι απαίτηση της ΕΕ αφού η προσαρμογή ενός πανεπιστημίου στα
διεθνή επιστημονικά και ερευνητικά στάνταρ και στις απαιτήσεις της σύγχρονης
παραγωγής είναι που καθορίζουν σήμερα την συγκρότηση και την ταυτότητά του.
Το τετραετές πρόγραμμα στα χέρια μιας αναπτυξιακής κυβέρνησης θα μπορούσε να
είναι το εργαλείο για να βάλει αρχικά σε μια τάξη το μπάχαλο των πανεπιστημίων,
να θέσει δηλαδή το ελληνικό πανεπιστήμιο σε μια διαδικασία ένταξης στον διεθνή
επιστημονικό και τεχνολογικό καταμερισμό και ιδιαίτερα στον ενιαίο ακαδημαϊκό
χώρο ανώτατης εκπαίδευσης της ΕΕ. Γι’ αυτό και το νεο-ακροδεξιό κίνημα δεν θέλει
καμιά αξιολόγηση και κανένα τετραετές. Η ηγεσία αυτού του κινήματος ξέρει ότι
ένα διαλυμένο πανεπιστήμιο και μια διαλυμένη συνολικά εκπαίδευση στις συνθήκες
της σημερινής παγκόσμιας επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου εμποδίζει την
ανάπτυξη της χώρας και απομονώνει το λαό από τα διεθνή πνευματικά επιστημονικά
και τεχνολογικά ρεύματα. βυθίζει την κοινωνία στην οπισθοδρόμηση και στην καθυστέρηση
και δημιουργεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την πρόσδεση της χώρας στο πολεμικό
άρμα του ρώσικου ιμπεριαλισμού.
Παρά λοιπόν αυτές τις απαράδεκτες υποχωρήσεις της κυβέρνησης της ΝΔ οι δημοκράτες
και οι πραγματικοί υπερασπιστές της σύγχρονης εκπαίδευσης πρέπει σε αυτή τη
φάση να ρίξουν το βάρος τους στην στήριξη του τελευταίου οχυρού αυτής της μεταρρυθμιστικής
απόπειρας που είναι τα τετραετή συμβόλαια και να μην επιτρέψουν στους σοσιαλφασίστες
να προσθέσουν στις διατάξεις αυτές κάποια φρασούλα που θα αναιρεί το νόημά τους.
Μια τέτοια φρασούλα θα ήταν εκείνη που θα έδινε στις πανεπιστημιακές αρχές τον
καθοριστικό λόγο στην αξιολόγηση των πανεπιστημίων στο πνεύμα της γνωστής «
αυτοδιοίκησης» που σήμερα δεν σημαίνει τίποτα άλλο από το δικαίωμα της διεφθαρμένης
γραφειοκρατίας και των ψευτοαριστερών κομμάτων που την προστατεύουν και την
καθοδηγούν να είναι κυρίαρχοι στα ΑΕΙ. Ακόμα περισσότερο σε αυτή τη φάση οι
πραγματικοί μεταρρυθμιστές θα πρέπει να προσέξουν τους ανθρώπους της αντιμεταρρύθμισης
που έχουν μεταμφιεστεί σε μεταρρυθμιστές και προτείνουν στο υπουργείο τις πιο
προδοτικές «λύσεις» και τους πιο επαίσχυντους δήθεν αναγκαίους συμβιβασμούς
για το καλό της «ενότητας των πανεπιστημιακών». Έχουμε αφιερώσει ένα μεγάλο
άρθρο για την αποκάλυψή τους στην ιστοσελίδα μας με τίτλο «ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ
ΜΑΓΕΙΡΕΜΑΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ!!! Ο ΣΥΝ, το αντιμεταρρυθμιστικό ΠΑΣΟΚ και κυβερνητικοί
κύκλοι διαχειρίζονται τις υπογραφές έτσι ώστε να ανατρέψουν το μεταρρυθμιστικό
κίνημα από τα μέσα». Πρόκειται για αυτούς της ΑΡΣΗ και της «Μεταρρύθμισης
για την Αναβάθμιση» που για λογαριασμό του ΣΥΝ και του χειρότερου κομματιού
του ΠΑΣΟΚ έχουν χειραγωγήσει, καπελώσει και πραξικοπηματικά καταλάβει την εκπροσώπηση
της λεγόμενης κίνησης των 1000. Η Κίνηση Παιδεία για την Δημοκρατία και την
Ανάπτυξη καλεί τους μεταρρυθμιστές εκπαιδευτικούς να απομακρυνθούν από τους
σφετεριστές αυτών των υπογραφών και να απαιτήσουν από διάφορους εκπροσώπους
τύπου Παπαγιαννάκη και Κάτσικα να μην μιλάνε στο όνομά τους και να τους εμποδίσουν
έτσι να χαντακώσουν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια λειτουργώντας σαν πέμπτη
φάλαγγα των εκβιαστών και τραμπούκων του «μετώπου παιδείας».
<<ΠΡΟΣΟΧΗ
ΣΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΜΑΓΕΙΡΕΜΑΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ!!!
Ο ΣΥΝ, το αντιμεταρρυθμιστικό ΠΑΣΟΚ και κυβερνητικοί κύκλοι διαχειρίζονται τις
υπογραφές έτσι ώστε να ανατρέψουν το μεταρρυθμιστικό κίνημα από τα μέσα>>
(Κείμενο της Κίνησης Παιδεία για Δημοκρατία και Ανάπτυξη)
Στην προκήρυξη
της Κίνησής μας στις 29/11/2006 με τίτλο «Το ύπουλο παιχνίδι των αντιμεταρρυθμιστών:
Μεταμφιέζονται σε μεταρρυθμιστές με όργανο την ΑΡ.ΣΗ του ΣΥΝ» αναλύαμε την προσπάθεια
υπονόμευσης από τα μέσα του δημοκρατικού κινήματος της μεταρρύθμισης και γράφαμε:
«Όλες οι ηγεσίες, πολιτικές και κοινωνικές, προσπαθούν να χωθούν στο “διάλογο”.
Θέλουν να ανασκευάσουν την εικόνα του προβοκάτορα και του σαμποταριστή, να χωθούν
ανάμεσα στους δημοκράτες καθηγητές και να αναγνωριστούν στο τέλος από αυτούς
ως φορέας διαλόγου, δηλαδή ως μια ανεκτή συνιστώσα της μεταρρύθμισης. Όταν καίνε
οι φωτιές του «αγώνα», είναι όλα καθαρά για τους δημοκράτες. Όταν όμως οι κατεδαφιστές
του πανεπιστημίου και της εκπαίδευσης μεταμφιέζονται σε μεταρρυθμιστές, τα πράγματα
δυσκολεύουν. Οι δημοκράτες πρέπει να προσέξουν σ’ αυτή τη φάση, που είναι και
η δυσκολότερη». Δυστυχώς η αντιμεταρρύθμιση πέτυχε αρκετά.
Όπως είναι γνωστό, το δημοκρατικό κίνημα των πανεπιστημιακών υπέρ της μεταρρύθμισης
εκφράστηκε αρχικά (14/10/2006) με 489 υπογραφές της Πρωτοβουλίας και είχε αφετηρία
του το προσχέδιο νόμου, το πόρισμα του ΕΣΥΠ και το πόρισμα της Συνόδου των Πρυτάνεων.
Τo ρεύμα των 489 συγκροτήθηκε, αντικειμενικά, ενάντια στις θέσεις της ηγεσίας
της ΠΟΣΔΕΠ, του ΣΥΝ, του ΚΚΕ και των πιο αντιμεταρρυθμιστικών τμημάτων του ΠΑΣΟΚ
και της ΝΔ. Το ρεύμα αυτό όχι μόνο ήταν με σαφήνεια υπέρ της μεταρρύθμισης,
αλλά πίεζε τη Γιαννάκου να καταθέσει το συντομότερο το νόμο πλαίσιο. Αυτή την
κατάθεση με δεκάδες προσχήματα εμπόδιζε ο διπρόσωπος Καραμανλής, ο πρωθυπουργός
του ΚΚΕ και του ΣΥΝ.Οι αντιμεταρρυθμιστές ανησύχησαν από την κίνηση των 489
και αποφάσισαν να επέμβουν μέσω του ΣΥΝ, που είναι ο μεγαλύτερος διδάκτωρ του
χαμαιλεοντισμού και του εισοδισμού στη πολιτική σκηνή της χώρας. Από το περασμένο
καλοκαίρι ο ΣΥΝ ήταν έτοιμος γι’ αυτή την δουλειά έχοντας φτιάξει το κατάλληλο
εργαλείο την Αριστερά Σήμερα «ΑΡ.ΣΗ». Όμως δεν μπορούσε να διεισδύσει απευθείας
στην Πρωτοβουλία των 489, γιατί αυτή είχε καθαρή φιλομεταρρυθμιστική θέση. Έτσι,
αρχικά η ΑΡΣΗ «αραίωσε» τη δική της σκληρή αντιμεταρρυθμιστική πλατφόρμα σε
ένα λιγότερο τοξικό και κάπως πιο εύπεπτο υγρό, στην κίνηση «Μεταρρύθμιση για
την Αναβάθμιση του Πανεπιστημίου με πυξίδα την κοινή λογική». Αυτή σχηματίστηκε
από μισομεταρρυθμιστές και αντιμεταρρυθμιστές πανεπιστημιακούς κυρίως του ΠΑΣΟΚ,
στην οποία χώθηκαν ορισμένα βασικά στελέχη της ΑΡΣΗ. Αυτή η κίνηση συγκροτήθηκε
αρχικά με 271 υπογραφές (12/12/2006) και με την υποστήριξη και τη συμμετοχή
του ΟΠΕΚ και μπορούσε να περάσει κάπως για προοδευτική, καθώς περιείχε μερικά
ψήγματα από τις θέσεις της μεταρρύθμισης. Ο ΟΠΕΚ υπήρξε μόρφωμα της εποχής Σημίτη
με στόχο να ενώσει το ΠΑΣΟΚ με το ΣΥΝ κόντρα στη γενική κλασική γραμμή του ΠΑΣΟΚ
υπέρ της κυβερνητικής αυτοδυναμίας.
Η συμμετοχή της ΑΡ.ΣΗ στην κίνηση «Μεταρρύθμιση για την Αναβάθμιση» έγινε ως
εξής: Από τους 30 πανεπιστημιακούς που υπέγραψαν την αντιμεταρρυθμιστική ιδρυτική
διακήρυξη της ΑΡ.ΣΗ, οι 10 υπέγραψαν και τη διακήρυξη των 271, ανάμεσα σ’ αυτούς
και τρία στελέχη της ΑΡΣΗ Παπαγιαννάκης, Κιντή και Ρεπούση. Το ότι η «Μεταρρύθμιση
για την Αναβάθμιση» των 271 είναι τελικά ένα «αραιωμένο διάλυμα» της ΑΡΣΗ μέσα
στο αντιμεταρρυθμιστικό ΠΑΣΟΚ μπορεί κανείς να το καταλάβει όχι μόνο από τα
πρόσωπα, αλλά από την αντιμεταρρυθμιστική πλατφόρμα των 271, στην οποία θα αναφερθούμε
πιο διεξοδικά παρακάτω.
Το πιο μεγάλο σκάνδαλο είναι ότι η κίνηση των 489 υπέκυψε κάποια στιγμή και
απορροφήθηκε πολιτικά από εκείνη των 271. Αυτό έγινε ως εξής: Κάποια στιγμή,
προφανώς, η όποια ηγεσία της πρωτοβουλίας των 489, (καλύτερα οι όποιοι διαχειριστές
των υπογραφών) πήραν τις υπογραφές των 489 και τις μετέφεραν αυτούσιες κάτω
από ένα άλλο κείμενο, ουσιαστικά αντίθετο από εκείνο των 489. Το νέο κείμενο
το υπέγραψαν άλλοι 272. Έτσι δημιουργήθηκε η κίνηση των 761 (489+272). Αυτό
το νέο κείμενο των 761 υπογραφών ενώ συνεχίζει να αναγνωρίζει, όπως και το πρώτο,
ως υπαρκτή βάση συζήτησης το πόρισμα του ΕΣΥΠ, το προσχέδιο νόμου του Υπουργείου
Παιδείας και το πόρισμα της συνόδου των πρυτάνεων, ταυτόχρονα αναγνωρίζει τις
θέσεις της ΑΡ.ΣΗ και της «Μεταρρύθμισης για την Αναβάθμιση» ως «αφετηρία διαβούλευσης
με την πανεπιστημιακή κοινότητα και όλους τους κοινωνικούς εταίρους»!!!
Το κείμενο των 761 αλλοιώνει βαθιά και καίρια την κατεύθυνση των 489, εισάγει
τη διαπραγμάτευση με τους όρους του αντιπάλου και αντανακλά την αντικειμενική
υποταγή των διαχειριστών των υπογραφών των 489, στο ΣΥΝ και στην αντιμεταρρυθμιστική
ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται στην ουσία για μια προδοσία που η πηγή της δεν μπορεί
-κατά τη γνώμη μας- να βρίσκεται αλλού από κάποιο τμήμα της ηγεσίας της ΝΔ και
τους ανθρώπους της στο Υπ. Παιδείας. Αυτό άλλωστε έγινε τη στιγμή, που είχε
δυναμώσει η συνδυασμένη πίεση από το ΠΑΣΟΚ, από τον ΣΥΝ, από το ΚΚΕ και από
τα φοιτητικά τους τάγματα εφόδου πάνω στο Υπ. Παιδείας και ενώ ο Καραμανλής
μαχαίρωνε πισώπλατα την υπουργό του αναβάλλοντας διαρκώς τη μάχη του άρθρου
16 και την κατάθεση του νόμου πλαισίου. Το επίμαχο τμήμα του κειμένου των 489
το δίνουμε στο τέλος του κειμένου μας (*) (Με έντονα είναι η προσθήκη στο αρχικό
κείμενο των 489).
Με το νέο αυτό κείμενο των 489+272 έγινε ουσιαστικά το εξής: Η πλατφόρμα των
489 «αραιώθηκε» και αυτή με τη σειρά της σε ένα νέο, αρκετά τοξικό διάλυμα,
ώστε να είναι σε θέση να χυθεί μέσα σ’ αυτό η πολύ πιο τοξική πλατφόρμα των
271 (δηλαδή η πλατφόρμα ΑΡΣΗ-ΟΠΕΚ) χωρίς να υπάρχει κάποια επώδυνη και εκρηκτική
αντίδραση των μεταρρυθμιστών. Πραγματικά τα δύο διαλύματα αναμίχθηκαν εντελώς
«γλυκά και αθόρυβα» και πρόκυψε η περίφημη κίνηση των 1000 (για την ακρίβεια
271+761=1032 μείον όσους υπέγραψαν και τα δύο κείμενα). Αυτή είναι στην πραγματικότητα
μια αραιωμένη αντιμεταρρύθμιση μέσα στην εξουδετερωμένη μεταρρύθμιση.
Η κίνηση των 1000
δεν έχει μια νέα επίσημη κοινή πλατφόρμα αλλά έχει μια ηγεσία-αντιπροσωπεία
που εμφανίζεται σαν κοινή για τα δύο ρεύματα και η οποία αναγνωρίζει σαν κοινή
πλατφόρμα της μια ανεπίσημη πλατφόρμα 21 σημείων που συνέταξε κάποιος από τους
271 (Δ. Σωτηρόπουλος). Το πιο σκανδαλώδες στην υπόθεση είναι ότι αυτή η αντιπροσωπεία
των 1000 αποτελείται μόνο από άτομα που έχουν υπογράψει την διακήρυξη της κίνησης
των 271! Το καπέλωμα δηλαδή της κίνησης των 1000 είναι τέτοιο, ώστε ο ΣΥΝ και
το αντιμεταρρυθμιστικό ΠΑΣΟΚ να είναι ταυτόχρονα ηγεσία και της αντιμεταρρύθμισης
και της μεταρρύθμισης.
Αν δηλαδή σε επίπεδο πλατφόρμας των 1000 τα πράγματα είναι πολύ άσχημα για τους
μεταρρυθμιστές, σε επίπεδο αντιπροσώπευσης, δηλαδή ηγεσίας της κίνησης των 1000,
τα πράγματα είναι τραγικά. Ενώ δηλαδή η πλατφόρμα των 1000 έχει απλά τη γεύση
εκείνης των 271, η αντιπροσώπευση-ηγεσία των 1000 είναι 100% από τους 271. Αυτό
έγινε ως εξής: Η κίνηση των 1000 στη συνάντηση της 13ης Δεκεμβρίου διόρισε μια
19μελή επιτροπή. Το πόσοι από τους 1000 συμμετείχαν σ’ αυτή τη συνάντηση, το
πόσοι ψήφισαν, το πού και πώς έγινε η εκλογή των 19 εκπροσώπων δεν το γνωρίζουμε.
Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι και τα 19 μέλη της επιτροπής έχουν υπογράψει το
κείμενο των 271 της «Μεταρρύθμισης για την Αναβάθμιση», (οι οποίοι 271 στη συνέχεια
αυξήθηκαν με την προσθήκη και άλλων υπογραφών). Τρεις από τους 19 έχουν υπογράψει,
εκτός από το κείμενο των 271, και το κείμενο της Πρωτοβουλίας των 489, (Κάτσικας,
Παγουλάτος και Παπάζογλου). Στους 19 συμπεριλαμβάνονται και τρεις της ηγεσίας
της ΑΡ.ΣΗ (Παπαγιαννάκης, Κιντή και Ρεπούση), η οποία ΑΡΣΗ δεν έχει κυκλοφορήσει
κανένα δικό της κείμενο υπογραφών!
Κάποια στιγμή ορίσθηκαν από τους 19 πανεπιστημιακούς οι 8 που θα συζητούσαν
με την υπουργό Παιδείας. Στη συνέντευξη Τύπου των 8 την 1η του Φλεβάρη εμφανίστηκαν
ξανά οι 3 της ΑΡ.ΣΗ (!) (Παπαγιαννάκης, Ρεπούση και Κιντή) –άγνωστο πώς- και
πέντε της «Μεταρρύθμισης για την Αναβάθμιση» (Λιάκος, Σταυρακάκης (της ΠΟΣΔΕΠ)
Σοφούλης, Παγουλάτος και Κάτσικας). Οι αρχικοί 489 αντιπροσωπεύονται μόνο από
τους δύο τελευταίους, αλλά και αυτοί όπως είπαμε έχουν υπογράψει και το κείμενο
των 271. Εδώ κάνουμε μια διευκρίνιση. (Αναφερόμαστε στα συγκεκριμένα 5 πρόσωπα
της «Μεταρρύθμισης» για να καταγράψουμε τον βαθμό συμμετοχής μέσα σε μια ηγεσία
των διαφορετικών τάσεων που λίγο - πολύ αυτά τα πρόσωπα αντιπροσωπεύουν. Δεν
εννοούμε λοιπόν ότι ο καθένας από αυτούς είναι εχθρός της μεταρρύθμισης ή ακόμα
περισσότερο ότι παίζει ένα δόλιο παιχνίδι).
Το πιο χαρακτηριστικό της πολιτικής ηγεμονίας του ΑΡΣΗ, δηλαδή του ΣΥΝ, στην
ηγεσία και στην όλη διαδικασία των 1000 είναι ότι, ενώ συμμετέχει με ελάχιστο
ποσοστό στις υπογραφές, στο πιο «απεσταγμένο» όργανο το οποίο έκανε την πιο
κρίσιμη δουλειά, στους 8, συμμετέχει με 3 μέλη. Αυτός είναι ο θρίαμβος της τακτικής
των «μετωπικών διαλυμάτων», η αποθέωση του «επιστημονικού εισοδισμού» του ΣΥΝ.
Στη συνέντευξη που έδωσαν οι 8 μετά τη συνάντησή τους με την υπουργό Παιδείας
ο Παπαγιαννάκης αποκάλυψε με σαφήνεια το σκοτεινό χαρακτήρα της παρουσίας της
ΑΡ.ΣΗ στους 1000 δηλώνοντας ότι η ΑΡ.ΣΗ δε μάζεψε υπογραφές, ούτε καν κατέθεσε
τις υπογραφές του κειμένου συγκρότησης της ΑΡ.ΣΗ, ώστε αυτές να αθροιστούν με
τις υπογραφές των 761 και των 271. Η δήλωση αυτή δείχνει ότι οι υπογραφές των
1000 δε δεσμεύουν την ΑΡΣΗ, ενώ η κίνηση των 1000 οφείλει να αναγνωρίζει τους
τρεις της ΑΡ.ΣΗ, δηλαδή το ΣΥΝ, ως σημαντικό μέρος της ηγεσίας της, και μάλιστα
κατά πλειοψηφία, αν μιλήσουμε σε επίπεδο γραμμής ως προς την μεταρρύθμιση. Ο
ΣΥΝ μπορεί να είναι έτσι ηγεσία της αντιμεταρρύθμισης, αλλά και αρχηγός των
μεταρρυθμιστών!!!
Πρέπει εδώ να παραδεχτούμε ότι τη φύση και την έκταση αυτής της πολιτικής υφαρπαγής
εξουσίας δεν την αντιληφθήκαμε ούτε και εμείς αμέσως. Είναι χαρακτηριστικό ότι
σε προηγούμενο σημείωμα της Κίνησής μας αναφερόμασταν στο ριζοσπαστικό χαρακτήρα
του κινήματος των 1000 χωρίς να έχουμε αντιληφθεί ότι, ενώ αυτό στην πλειοψηφία
της βάσης του συνεχίζει να είναι μεταρρυθμιστικό, στην πλατφόρμα του έχει καίρια
υπονομευτεί, ενώ η ηγεσία του έχει κυριολεκτικά πέσει στα χέρια των αντιμεταρρυθμιστών.
(Οι διακηρύξεις της ΑΡΣΗ, των 271, των 489 και των 761, καθώς και η πλατφόρμα
των 21 σημείων των 1000 βρίσκονται στο site της Κίνησης μας)
Τα δημοσιεύματα της Αυγής που καταδικάζουν την «αντικομματική στάση» της ΑΡ.ΣΗ
και έτσι την εμφανίζουν αντίθετη με το υπεραντιδραστικό «μέτωπο παιδείας» έχουν
ένα στόχο: Να «ξεκαρφώσουν» την ΑΡΣΗ ως όργανο του ΣΥΝ και ως αντιμεταρρυθμιστική
δύναμη, για να μπορεί αυτή να δουλεύει ανενόχλητα στο εσωτερικό του μεταρρυθμιστικού
κινήματος. Ταυτόχρονα η κριτική της Αυγής στην ΑΡΣΗ γίνεται για να μην προκληθεί
πρόβλημα στη βάση του ΣΥΝ, η οποία κάνει επίθεση στη μεταρρύθμιση απέξω ως «κίνημα
παιδείας». Πρόκειται για μέθοδες στις οποίες έχει διαπρέψει το κόμμα αυτό. Δεν
έχει κανείς παρά να διαβάσει τις θέσεις της ΑΡ.ΣΗ, για να διαπιστώσει ότι αυτή
η βαθιά αντιδημοκρατική πρακτική της είναι αποτυπωμένη και στις εσκεμμένα αντιφατικές,
αλλά τελικά αντιδραστικές θέσεις της. Μιλάει, για παράδειγμα, για αξιολόγηση,
αλλά την θέλει κρυφή τόσο, ώστε να τη γνωρίζει μόνο ο συνήγορος του φοιτητή
και ο καθηγητής! Μιλάει για Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης, αλλά
στο περιεχόμενο υποστηρίζει τον ενιαίο εθνικό χώρο εκπαίδευσης, δηλαδή τη συγκέντρωση
του ελέγχου της εκπαίδευσης και της έρευνας σε μερικά κέντρα που, όποιος τα
ελέγχει, θα μπορεί να ελέγχει σχεδόν όλη τη χώρα και όχι μόνο την εκπαίδευση.
Το πιο επικίνδυνο στην υπόθεση του καπελώματος είναι αυτή τη στιγμή η σύνθεση
της ηγεσίας των 19, και κυρίως εκείνης της στενότερης των 8. Όμως πολύ επικίνδυνη
είναι και η πλατφόρμα των 21 σημείων, που εμφανίζεται σήμερα ως ανεπίσημη πλατφόρμα
των 1000. Αυτή δεν παρουσιάζεται ως επίσημη πλατφόρμα στο site της Μεταρρύθμισης,
αλλά οι οχτώ την αποδέχονται, όπως δήλωσαν στη συνέντευξη τύπου. Αυτά τα σημεία
δεν τα έφτιαξε ούτε τα επεξεργάστηκε κάποιο σώμα μέσα από τους 1000 ή κάποια
συντονισμένη πλατιά διαβούλευση μεταξύ των 1000, αλλά, όπως δηλώνεται στο blog
της «Μεταρρύθμισης για την Αναβάθμιση», ένα μέλος της, ο Δ. Σωτηρόπουλος, που
«προσπάθησε να συνθέσει» τις θέσεις όλων των συνιστωσών της κίνησης των 1000.
Είναι δηλαδή πάλι φανερό ότι αυτή τη σύνθεση την κάνει η μια πλευρά, η «Μεταρρύθμιση»,
και όχι η άλλη, των 489, ούτε και οι δύο σε μια κοινή συνέλευση. Μάλιστα μόνο
η πρώτη πλευρά έχει επίσημη ιστοσελίδα και οργάνωση, συνεχίζει να μαζεύει υπογραφές
και να αναγγέλλει συγκεντρώσεις, ενώ η άλλη είναι σαν νεκρή. Είναι φανερό τι
συμβαίνει: Το κρυφο-αντιμεταρρυθμιστικό ρεύμα έχει οργάνωση, ενώ οι μεταρρυθμιστές
δεν έχουν καμία.
Η πλατφόρμα του κειμένου των 271 είναι αντιμεταρρυθμιστική. Τα 21 σημεία έχουν τη γεύση της
Ας δούμε λοιπόν
την πλατφόρμα της «Mεταρρύθμισης για την Αναβάθμιση», την πλατφόρμα δηλαδή των
271, για να καταλάβουμε τη φύση αυτού του ρεύματος και τη σχέση του με οποιαδήποτε
μεταρρύθμιση, δηλαδή αν αυτό το ρεύμα μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να την εκπροσωπεί.
Κατ αρχήν η συζήτηση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια χαρακτηρίζεται σ’ αυτήν «περιθωριακό
ζήτημα», «φλυαρία» και ότι «τροφοδότησε μύθους που αγνοούν τη διεθνή πραγματικότητα».
Όμως το δικαίωμα του πολίτη να σπουδάζει όπως και όπου θέλει και η ανατροπή
της κρατικής δικτατορίας πάνω στη γνώση και τις σπουδές ούτε περιθωριακό ζήτημα
είναι ούτε και φλυαρία. Το πόσο ταυτισμένες είναι αυτές οι αντιλήψεις με το
νεοδεξιό «μέτωπο παιδείας» αποδείχτηκε και με την ανοιχτή προσχώρηση του ΠΑΣΟΚ
στο μέτωπο ενάντια στη μεταρρύθμιση καταψηφίζοντας ουσιαστικά την αλλαγή στο
άρθρο 16.
Το κείμενο των 271 κατηγορεί εξαρχής στο προοίμιό του ως υπεύθυνο για τα προβλήματα
που συναντά το σχέδιο μεταρρύθμισης όχι το αντιμεταρρυθμιστικό «μέτωπο παιδείας»,
αλλά το Υπουργείο Παιδείας για τις «ανεπαρκείς ή άστοχες προτάσεις
αλλαγών που τελικά παρουσίασε ύστερα από μια παρατεταμένη προσπάθεια υπόσκαψης
του κύρους των πανεπιστημιακών και των πανεπιστημίων», που υπονομεύουν, όπως
εννοεί το κείμενο, τη «συναινετική μεταρρυθμιστική προσπάθεια». Παρακάτω το
κείμενο διαπιστώνει ως τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο που πρέπει να αντιμετωπισθεί
το «να επιδεινωθούν άμεσα και ραγδαία οι ενδοπανεπιστημιακές σχέσεις και οι
ηθικές προϋποθέσεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας»!!! (Οι υπογραμμίσεις
δικές μας). Αυτό το τελευταίο υπονοεί ότι τις ενδοπανεπιστημιακές σχέσεις τις
χαλάνε οι μεταρρυθμιστικές θέσεις του Υπουργείου Παιδείας και όχι η ωμή βία
κατά των δασκάλων, κατά των διαφωνούντων φοιτητών και κατά των συλλογικών διοικητικών
οργάνων. Ούτε τις χαλάνε οι σημερινές πραξικοπηματικές καταλήψεις, που αρχίζουν
από τον εκβιασμό φοιτητών και δασκάλων και φτάνουν ακόμα και στην ωμή προσωπική
κράτηση των δεύτερων (ΤΕΙ Θεσσ/νίκης). Ούτε, το κυριότερο, χαλάει τις «ενδοπανεπιστημιακές
σχέσεις» και η έγκριση αυτής της βίας από ένα μπλοκ πανεπιστημιακών δυνάμεων
που δε θέλουν το βασικό πυρήνα κάθε μεταρρύθμισης, δηλαδή τη διαφανή και πολύπλευρη
αξιολόγηση του διδακτικού και ερευνητικού έργου. Και δεν τη θέλουν γιατί αυτές
οι δυνάμεις αντλούν την εξουσία τους από την άγνοια, τη διαφθορά και τη λουμπενοποίηση
της ανώτατης εκπαίδευσης. Αυτές οι πασίγνωστες ιδιότητες υποσκάπτουν το κύρος
των πανεπιστημιακών και των πανεπιστημίων και όχι οι απόπειρες για μεταρρύθμιση
η οποία είναι αδύνατο να υπάρξει χωρίς την καταγγελία αυτών των φαινομένων.
Η πλατφόρμα των 271, για να θολώσει τα νερά, διαπιστώνει ότι το πανεπιστήμιο
γίνεται γενικά «θέατρο βανδαλισμών» κτλ. και στο σημείο 7 καταδικάζει συλλήβδην
και ομοιόμορφα όλες τις κομματικές παρεμβάσεις και την «εργαλειοποίηση» των
συνδικαλιστικών παρατάξεων. Αλλά αυτές είναι κούφιες κουβέντες, όταν δε διακρίνεται
ούτε καν υπαινικτικά το συγκεκριμένο στρατόπεδο που ευθύνεται γι’ αυτή τη βία
και οι συγκεκριμένοι λόγοι αυτής της βίας, αλλά αυτά με θράσος αντιστρέφονται.
Η αντιμεταρρυθμιστική, ωστόσο, φύση της πλατφόρμας της «Μεταρρύθμισης» αποκαλύπτεται
στο πιο σαφές σε όλους σημείο-κλειδί: την αξιολόγηση. Στο χτύπημά της αφιερώνουν
τα σημεία 5 και 9. Γράφουν: «Θεωρούμε την αξιολόγηση εργαλείο της
στρατηγικής αναβάθμισης καθενός ΑΕΙ χωριστά και του Δημόσιου Πανεπιστήμιου συνολικά.
Η αξιολόγηση πρέπει να γίνει εργαλείο διασφάλισης της ποιότητας των σπουδών.
Είμαστε αντίθετοι στις απόπειρες να εξελιχθεί η αξιολόγηση σε μέσο “τιμωρίας”
ΑΕΙ ή των πανεπιστημιακών. Παρακολουθούμε επίσης με ανησυχία τις παρενέργειες
που διεθνώς έχει δημιουργήσει μια αναπτυσσόμενη “βιομηχανία αξιολογήσεων” που
χάνει το στόχο και παράγει περισσότερη γραφειοκρατία παρά βελτίωση. Ζητάμε την
καθιέρωση ενός αξιόπιστου και αποδεκτού συστήματος αξιολόγησης και πιστοποίησης
που να αξιοποιεί τόσο τη θετική όσο και την αρνητική διεθνή εμπειρία, ενώ ταυτόχρονα
θα λαμβάνει υπόψη και τις επικρατούσες συνθήκες λειτουργίας των ΑΕΙ στη χώρα
μας (χρηματοδότηση, υποδομές, θεσμικό πλαίσιο κλπ). Προτείνουμε ένα ποιοτικό,
μη μηχανιστικό, σύστημα αξιολόγησης το οποίο, όχι μόνο θα καταγράφει το πανεπιστημιακό
έργο, αλλά και θα ενθαρρύνει τη “δύσκολη” γνώση έναντι της ευκολίας και της
ρουτίνας (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Με την «τιμωρία» συνδέουν την αξιολόγηση όσοι είναι αντίθετοι μ’ αυτήν. Γιατί
θέλουν μια αξιολόγηση χωρίς αρνητικές επιπτώσεις σ’ αυτούς που ούτε διδάσκουν
ούτε ερευνούν. Ούτε θέλουν μια αναγνώριση και επιβράβευση αυτών που δουλεύουν
καλά. Στην πραγματικότητα θέλουν μια αξιολόγηση χωρίς καθόλου επιπτώσεις. Η
δημοκρατική αξιολόγηση πρέπει να έχει κύριο στόχο τη διόρθωση των αδυναμιών
και των λαθών. Όμως δεν υπάρχει σύστημα εργασίας στον κόσμο, σε οποιαδήποτε
εποχή και σε οποιοδήποτε καθεστώς, όπου μια συνεχιζόμενη και διαρκώς επαναλαμβανόμενη
αρνητική επίδοση στην εργασία δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις για το φορέα της.
Ούτε υπάρχει σύστημα όπου δεν υπάρχει καμιά ανταμοιβή για όσους δουλεύουν καλύτερα
και αποδοτικότερα, έστω στο ηθικό επίπεδο. Και στη συγκεκριμένη χώρα τη συγκεκριμένη
στιγμή μιλάμε ακριβώς για το φαινόμενο όπου υπάρχει πόλεμος και υποβάθμιση για
όσους δουλεύουν καλά και αυθαίρετη ανάδειξη σε όσους δε δουλεύουν ή δουλεύουν
κακά ή, έστω, αποδίδουν χειρότερα από άλλους. Εδώ στη χώρα μας σήμερα δεν μπορεί
να γίνει λόγος για «βιομηχανία αξιολογήσεων», αφού δεν υπάρχει ούτε χειροτεχνική
ούτε καν πρωτόγονη αξιολόγηση. Εδώ υπάρχει η φεουδαρχικού τύπου δικτατορία της
παρασιτικής εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας, που μπορεί να δεχτεί μόνο ένα σύστημα
αξιολόγησης, αυτό που θα είναι αποδεκτό από την ίδια, που σημαίνει αυτό στο
οποίο η ίδια θα αξιολογεί, θα δικαιολογεί και θα προάγει τον εαυτό της. Αυτό
είναι το νόημα της λεξούλας «αποδεκτό» στη φράση «αποδεκτό σύστημα αξιολόγησης».
Αυτό είναι και το νόημα της «συναίνεσης», που εδώ και μήνες απαιτεί επίμονα
η όλο και πιο μειοψηφική αντιμεταρρύθμιση από την όλο και πιο πλειοψηφική μεταρρύθμιση.
Αυτό είναι το νόημα της ανοιχτής κατηγορίας των 271 προς τους μεταρρυθμιστές
ότι ζητώντας αληθινή αξιολόγηση «υποσκάπτουν το κύρος των πανεπιστημιακών» και
της λίγο πιο καλυμμένης κατηγορίας τους ότι οξύνουν «τις ενδοπανεπιστημιακές
αντιθέσεις».
Αλλά η ίδια άρνηση της αξιολόγησης κρύβεται και πίσω από την αθώα φρασούλα ότι
αυτή πρέπει να «λαμβάνει υπόψη και τις επικρατούσες συνθήκες λειτουργίας
των ΑΕΙ στη χώρα μας (χρηματοδότηση, υποδομές, θεσμικό πλαίσιο κλπ)».
Αυτή είναι η μόνιμη επωδός που επαναλαμβάνει η εκπαιδευτική γραφειοκρατία και
στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης (στοιχειώδη, μέση, ανώτατη), όταν αμύνεται
στην απαίτηση σύσσωμης της κοινωνίας να αξιολογηθεί. Λέει τότε: Αφού δε μας
δίνετε λεφτά, δε μας δίνετε υλικά μέσα, δε μας επιμορφώνετε, πώς θα αποδώσουμε;
Στο σημείο αυτό συμπυκνώνονται οι δύο γραμμές στη διαμάχη για την παιδεία σήμερα.
Για το αντιμεταρρυθμιστικό «μέτωπο παιδείας» το πρόβλημα είναι κυρίως υλικό-ποσοτικό,
δηλαδή οφείλεται κυρίως στο ότι δεν υπάρχουν κεφάλαια για την παιδεία. Έτσι
το κορυφαίο αίτημα των αντιμεταρρυθμιστών είναι ένα υλικό-ποσοτικό αίτημα, το
5%. Για το μέτωπο της μεταρρύθμισης, αντίθετα, το πρόβλημα είναι κυρίως κοινωνικών
σχέσεων, πρόβλημα ποιοτικό. Γι’ αυτό και το κορυφαίο αίτημα των μεταρρυθμιστών
είναι ένα αίτημα ανατροπής σχέσεων, ένα ποιοτικό αίτημα, όπως αυτό της αξιολόγησης-διαφάνειας.
Ωστόσο όσο τα πράγματα προχωράνε, οι μεταρρυθμιστές ξεκαθαρίζουν ότι το κύριο
πρόβλημα και η προϋπόθεση για κάθε αξιολόγηση και κάθε μεταρρύθμιση είναι ο
εκδημοκρατισμός του πανεπιστήμιου. Αυτό είναι ένα πολιτικό αίτημα, που σημαίνει
ένα αίτημα συμπυκνωμένα κοινωνικό, που ήδη έχει πάρει ως πρωτόλεια μορφή του
το αίτημα για την «ελεύθερη διακίνηση ιδεών» και ως πιο δειλό άμεσο αίτημά του
προβάλλει εκείνο «για το άσυλο» (λέμε «δειλό», επειδή αφορά περισσότερο την
εξωτερική βία στα ΑΕΙ παρά την εσωτερική, που είναι και η βασική). Η πλατφόρμα
της «Μεταρρύθμισης για την Αναβάθμιση» δεν κρύβει το αντιμεταρρυθμιστικό υλικο-ποσοτικό
κρέντο της. Αναφέρει λοιπόν ωμά στο 3ο σημείο της: «Δημόσια χρηματοδότηση και
μεταρρύθμιση πρέπει να προχωρήσουν συνδυασμένα. Καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί
να γίνει, ούτε καν να ξεκινήσει χωρίς τη γενναία αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης
του Πανεπιστήμιου». Κάθε συνειδητός μεταρρυθμιστής πιστεύει αντίθετα ότι κάθε
πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση πρέπει να ξεκινήσει σήμερα από τις αλλαγές στις
κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και διάδοσης της πανεπιστημιακής γνώσης, και μόνο
αν αυτές πετύχουν αξίζει να βοηθηθούν με περισσότερα λεφτά. Αν δε γίνει αυτό,
τότε τα περισσότερα από αυτά τα λεφτά είτε θα χαθούν, είτε θα πάνε να διαφθείρουν
περισσότερο τα πανεπιστήμια και να δυναμώσουν παραπέρα την παρασιτική γραφειοκρατία.
Όμως η κίνηση των 271 δεν τοποθετείται ούτε και υπέρ μιας συγκεκριμένης αναμόρφωσης
του ασύλου, που αφορά στην αντιμετώπιση της ανοιχτής φυσικής βίας, εσωτερικής
και εξωτερικής, και της παρανομίας στο πανεπιστήμιο. Ούτε καν απορρίπτει τη
σημερινή Επιτροπή Ασύλου. Υποστηρίζουν γενικά την αλλαγή της νομοθεσίας και
τη «δέσμια» υποχρέωση των πανεπιστημιακών να διαφυλάξουν και να περιφρουρήσουν
το πανεπιστήμιο.
Θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά ακόμα για την πλατφόρμα της «Μεταρρύθμισης για
την Αναβάθμιση», που σχεδόν σε κάθε πόρο της αποπνέει την αντιμεταρρύθμιση και
που γι’ αυτό το λόγο ποτέ δε θα μπορούσε να ενωθεί με την ακριβώς αντίθετή της
πλατφόρμα. Και όμως, αυτόν τον άθλο ακριβώς επιχείρησε και πέτυχε η «Μεταρρύθμιση
για την Αναβάθμιση» αφού ανακάλυψε 21 ολόκληρα κοινά σημεία με την πλατφόρμα
των 489, τα οποία σημεία επιτρέπουν στους 19 και στους 8 της πλατφόρμας των
271 να εκπροσωπούν τους 489, τους 761 και τελικά τους 1000 πανεπιστημιακούς.
Αν μελετήσει κανείς προσεχτικά τα 21 αυτά σημεία, θα διαπιστώσει ότι είναι όπως
θα περίμενε κανείς να είναι η «σύνθεση» δύο αντίθετων γραμμών: είτε μια παράθεση
και των δύο αντίθετων θέσεων ή η αποσιώπησή τους ή η επικέντρωση σε κάποια κοινά
μεν, αλλά εντελώς δευτερεύοντα σημεία (πχ. βιβλία, υποτροφίες, ακαδημαϊκοί σύμβουλοι,
αναμόρφωση προγραμμάτων σπουδών), είτε κυρίως η «πονηρή» προώθηση της μιας θέσης
ενάντια στην άλλη. Δεν υπάρχει δηλαδή ούτε μια πρακτική και σαφής πρόταση για
τα επίμαχα θέματα, που είναι η αξιολόγηση, η διαφάνεια και το άσυλο, παρά μόνο
υπονοείται ανοιχτά, ή δια της παραλείψεως αντιμεταρρυθμιστική θέση. Το μόνο
σημείο στο οποίο επιμένουν έντονα τα 21 σημεία είναι η απαίτηση για περισσότερες
ανεξάρτητες εξουσίες στα ΑΕΙ σε βάρος, εννοείται, της κεντρικής πολιτικής εξουσίας
(πχ. στον αριθμό των εισακτέων) όπως ακριβώς θέλει η πλατφόρμα της «Μεταρρύθμισης
για την Αναβάθμιση». Αυτού του είδους η ανεξαρτησία (ή αλλιώς η αυτοτέλεια,
η αυτοδιοίκηση κτλ.) είναι το αίτημα του σημερινού καθεστωτικού μπλοκ βίας στα
ΑΕΙ, που δε θέλει την κρατική παρέμβαση ακριβώς για να μη θιγεί το δικό του
παρακρατικό ανεξάρτητο από την κεντρική κυβέρνηση μονοπώλιο της εξουσίας.
Δε θα αναλύσουμε σ’ αυτό εδώ το σημείωμα πιο διεξοδικά, όπως πρέπει, τα 21 σημεία,
γιατί αυτό που προέχει είναι να έρθει αυτό το κείμενο γρήγορα στα χέρια των
εκπαιδευτικών και φοιτητών σε μια στιγμή που το υπουργείο ετοιμάζεται να κατεβάσει
το νομοσχέδιο, οπότε η συζήτηση θα ανάψει. Θα πούμε μόνο πάλι λίγα λόγια για
το πιο χαρακτηριστικό και επίμαχο σημείο, το σημείο κλειδί που λέγεται αξιολόγηση.
Εδώ υπάρχει η εξής «σύνθεση»:
Στο σημείο 11 υπάρχει η διατύπωση: «Εκλογή και εξέλιξη μελών ΔΕΠ:
συμμετοχή ενός η περισσότερων εξωτερικών κριτών, με απόφαση του Τμήματος, στην
εξέλιξη σε ανώτερες βαθμίδες, συνεκτίμηση της διδακτικής ικανότητας του υποψήφιου/φιας,
δοκιμαστικό μάθημα». Επίσης υπάρχει η εξής διατύπωση στο σημείο 21: «Τακτική
αξιολόγηση ποιότητας διδασκαλίας, έρευνας και διοικητικής λειτουργίας των ιδρυμάτων,
από τα ίδια και από τρίτους (πχ νέα ανεξάρτητη αρχή για την ανώτατη παιδεία).
Αξιολόγηση και των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας ως προς τη δική
τους αποτελεσματικότητα». (Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας).
Η διατύπωση «Συμμετοχή εξωτερικών κριτών με απόφαση του τμήματος» σημαίνει ότι
αφού το Τμήμα ελέγχει ακόμα και τους εξωτερικούς κριτές αυτοί παύουν να είναι
πραγματικά εξωτερικοί. Αυτό σημαίνει επίσης ότι συνεχίζεται η σημερινή κατάσταση
της μη αξιολόγησης και από τους φοιτητές και από τα έξω και από τα πάνω, όπως
θέλουν οι αντιμεταρρυθμιστές. Αυτή η αντιμεταρρυθμιστική πρόθεση επιβεβαιώνεται
και στο σημείο 21, όπου πιο ανοιχτά διευκρινίζεται ότι η αξιολόγηση γίνεται
είτε από «τα ίδια» τα ιδρύματα, είτε από μια «νέα ανεξάρτητη αρχή», δηλαδή τη
μόνη εξωτερική αρχή που θέλει η «Μεταρρύθμιση για την Αναβάθμιση». Η πείρα όμως
των ως τώρα «Ανεξάρτητων Αρχών» αποδείχνει ότι αυτές είναι μακρύ χέρι του ΣΥΝ
και του ΚΚΕ. Και αυτό είναι φυσικό, γιατί τα μέλη τους ορίζονται ουσιαστικά
από τις 4 κομματικές ηγεσίες, δύο εκ των οποίων, εκείνες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ,
λειτουργούν σε σκανδαλώδη πολιτική συμμαχία με τα δύο μικρά κόμματα και γι’
αυτό τοποθετούν σ’ αυτές τις Αρχές τα ανάλογα στελέχη. Δεν είναι τυχαίο ότι
τα 21 σημεία δεν προβάλλουν την απαίτηση των μεταρρυθμιστών για «Συνήγορο του
Πολίτη» και για εκτελεστικό διοικητικό και οικονομικό διευθυντή του προσχεδίου
νόμου. Η αντίθεσή τους σ’ αυτούς προέρχεται από το ότι αυτές είναι κρατικές
αρχές που διορίζονται από την κάθε κυβέρνηση με τρόπο που υποχρεωτικά θα εκφράζουν
περισσότερες τάσεις μέσα σ’ αυτήν την κυβέρνηση και όχι απλά τις επιθυμίες ενός
ή περισσοτέρων κομματικών αρχηγών ή, ακόμα χειρότερο, τις επιθυμίες μιας ΠΟΣΔΕΠ
και του αντίστοιχου διακομματικού μπλοκ που θα καταλάβουν ξανά όλα τα πανεπιστήμια
και θα αναστατώσουν για μια ακόμα φορά όλη τη χώρα αν η «ανεξάρτητη αρχή» δεν
είναι της αρεσκείας τους.
Το κίνημα των πανεπιστημιακών είναι σ’ αυτή τη φάση ένα αστοδημοκρατικό κίνημα
που δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί από τη γραμμή του και την υπερχαλαρή, σχεδόν
ανύπαρκτη οργάνωσή του, συνολικά στο σοσιαλφασισμό. Αυτό μόνο ένα παλλαϊκό και
ριζοσπαστικό κίνημα μπορεί να το κάνει. Όμως υπερασπίζεται τη γνώση και το πανεπιστήμιο
με όσα μέσα διαθέτει και ξυπνά συνειδήσεις. Γι’ αυτό πρέπει να υποστηριχθεί
αποφασιστικά απ’ όλο το λαό. Μόνο που αυτό οφείλει να καθαρίσει άμεσα τις γραμμές
του από τους σαμποταριστές, τους μεταμφιεσμένους σε μεταρρυθμιστές, και να απαιτήσει
την κατάθεση του νόμου πλαισίου στη βάση των διατυπωμένων από παλιά θέσεών του,
που είναι οι θέσεις των 489. Εκτιμάμε ότι το προσχέδιο του Νόμου Πλαισίου είναι
συντριπτικά θετικό στο περιεχόμενό του, γιατί, αν και με δειλό τρόπο, επιχειρεί
να περιορίσει τη δικτατορία των κομματικών στρατών και να αναπτύξει τις διαδικασίες
αξιολόγησης, ελέγχου και διαφάνειας, έτσι ώστε να μειώσει τα φαινόμενα διαφθοράς,
παρακμής και διάλυσης στα Πανεπιστήμια.
Καμιά μεταρρύθμιση δεν μπορεί να νικήσει χωρίς συμμαχία με τους φοιτητές. Το χρονικό όριο των σπουδών
Δεν είμαστε σε
θέση να ξέρουμε τι θα περιλαμβάνει το νομοσχέδιο που θα κατεβάσει το Υπουργείο
Παιδείας. Έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε ότι θα είναι χειρότερο από το προσχέδιο,
δηλαδή άσχημα ακρωτηριασμένο στο πνεύμα των αντιμεταρρυθμιστών, αφού όπως είπαμε
όλα δείχνουν ότι η επαίσχυντη υποχώρηση, ή καλύτερα το ξεπούλημα των 489 υπογραφών,
έχει σχέση με επεμβάσεις της κυβέρνησης και κύκλων (τουλάχιστον κύκλων) του
Υπουργείου Παιδείας. Αν αυτός ο ακρωτηριασμός υπάρξει, τότε μπορεί να μείνει
και η διάταξη του ν+ν/2 χρόνια, όπου ν ο αριθμός των κανονικών ετών φοίτησης.
Δεν είναι συμπτωματικό ότι σ’ αυτό το ζήτημα η πλατφόρμα των 271 δεν τοποθετείται,
ενώ στο κείμενο των 21 σημείων αυτό το ζήτημα χαρακτηρίζεται δευτερεύον! Κι
όμως, αυτό είναι ένα ζήτημα που μπορεί να γίνει κύριο, αφού από μόνο του είναι
σε θέση να καταστρέψει την όποια ενότητα καθηγητών-φοιτητών υπέρ της όποιας
μεταρρύθμισης. Έτσι μπορεί κάλλιστα το αντιμεταρρυθμιστικό μπλοκ να φερθεί γενναιόδωρα
απέναντι στους καθηγητές υπερασπιστές του ν+ν/2, αν τα πράγματα πάνε καλά γι’
αυτό στη διαπραγμάτευση με το υπουργείο, ή ενάντια στο ν+ν/2 να ξεσηκώσει για
μια ακόμα φορά τους φοιτητές εναντίον τους, αν τα πράγματα πάνε άσχημα. Για
τους αντιμεταρρυθμιστές το ζήτημα είναι όντως δευτερεύον, αλλά για τους μεταρρυθμιστές
πρέπει να ισχύει ακριβώς το αντίθετο.
Είναι φανερό ότι η σημερινή ανυπαρξία οποιουδήποτε ορίου τόσο στη διάρκεια των
σπουδών όσο και στην ιεράρχηση των ξεχωριστών μερών της εξεταζόμενης ύλης (προαπαιτούμενα)
στερεί το πτυχίο από την αντιστοίχισή του σε πραγματικό γνωστικό περιεχόμενο
και τις σπουδές από τη συνοχή τους. Αυτός είναι ο λόγος που κάθε μέτρο περιορισμού
αυτού του ορίου βρίσκει την αντίθεση των δυνάμεων της διάλυσης. Όμως το πέρασμα
από την ανυπαρξία ορίου σε ένα στενό όριο φέρνει το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα
σε σύγκρουση με την πλειοψηφία των φοιτητών. Γιατί οι φοιτητές δεν έχουν ακόμα,
ούτε θα έχουν σύντομα, επαρκείς εγγυήσεις ότι η μεταρρύθμιση της «αντιδιάλυσης»
θα λειτουργήσει στην πράξη και ότι δε θα τους ζητηθεί να καταβροχθίσουν πολύ
γρήγορα μια γνώση που θα συνεχίζει να διδάσκεται αξιωματικά, γραφειοκρατικά
και μακριά από την έρευνα και την εμπειρική παραγωγική και κοινωνική ζωή. Επιπλέον
η πραγματική και όχι φορμαλιστική συμπύκνωση των σπουδών σε τόσο μικρό χρόνο
σημαίνει τεράστια ξαφνική αύξηση της παραγωγικότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας
και μάξιμουμ αξιοποίηση του συνολικού έμψυχου και άψυχου εκπαιδευτικού και ερευνητικού
κεφαλαίου. Πέρα όμως από τους υλικούς περιορισμούς αυτού του είδους, η μετατροπή
αυτή θα συναντήσει εμπόδια κουλτούρας και ριζωμένων συνηθειών. Το ελληνικό πανεπιστήμιο
δεν μπορεί να γίνει δυτικοευρωπαϊκό στη διάρκεια των σπουδών, αν προηγούμενα
δεν πείσει ότι έγινε δυτικοευρωπαϊκό στην εκπαιδευτική μέθοδο και στη νοοτροπία
του. Ειδικά όμως στην ελληνική περίπτωση προστίθεται σήμερα και συγκεκριμένα
το τεράστιο εμπόδιο της δραστήριας κομματικής υπονόμευσης, που ήδη εκδηλώνεται
μπροστά στα μάτια όλης της κοινωνίας και που θα παίρνει όλο και πιο βίαιες μορφές
όσο το διεφθαρμένο καθεστώς θα αισθάνεται ότι απειλείται. Ας μην αμφιβάλλει
κανείς ότι αυτό το καθεστώς δε θα εγκαταλείψει τα προνόμιά του χωρίς πολύ σκληρή
και αδυσώπητη μάχη.
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες η καθιέρωση του ν+ν/2 από σήμερα θα κλονίσει τη μόνη
κοινωνική συμμαχία που είναι σε θέση να αλλάξει το Πανεπιστήμιο: τη συμμαχία
των έντιμων, άξιων και δημοκρατών εκπαιδευτικών με τη συντριπτική πλειοψηφία
των φοιτητών. Δίχως αυτή τη συμμαχία δε θα υπάρξει ποτέ καμιά μεταρρύθμιση,
για τον απλό λόγο ότι το παλιό καθεστώς, επειδή αντλεί το μεγαλύτερο όγκο των
κομματικών του στρατών από φοιτητές, θα είναι σε θέση να αξιοποιεί τις αντιθέσεις
της μεγάλης πλειοψηφίας των φοιτητών με τα λάθη και τις αδυναμίες των δυνάμεων
της οποιασδήποτε μεταρρύθμισης. Γι’ αυτό το λόγο πιστεύουμε ότι, ως ότου τα
βασικά στοιχεία μιας μεταρρύθμισης λειτουργήσουν, ιδιαίτερα ώσπου να λειτουργήσει
η μεταρρύθμιση ως προς την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, θα απαιτηθούν
πολύ ελαστικότερες μεταβατικές διατάξεις σχετικές με τη διάρκεια σπουδών. Πάντως
από τώρα μπορούν και πρέπει να λειτουργήσουν ορθολογικές διατάξεις για τους
νέους φοιτητές ως προς τα προαπαιτούμενα.
Ο λαός απαιτεί μια στοιχειώδη μεταρρύθμιση που θα χτυπήσει τη διάλυση και το
σαμποτάρισμα των πανεπιστημίων. Γι’ αυτό θα σταθεί στο πλευρό των μεταρρυθμιστών,
αρκεί αυτοί να οργανωθούν χωρίς τους επαγγελματίες διαχειριστές των υπογραφών
τους, να δείξουν σταθερότητα και σθένος, να τολμήσουν να μιλήσουν απευθείας
στο λαό και να ενωθούν με τους φοιτητές τους μιλώντας με επίμονο και διαφωτιστικό
τρόπο και βάζοντας θέσεις ενότητας μαζί τους και στην εκπαίδευση και στην έρευνα.
Αθήνα 18/2/2007
* «Το προσχέδιο του υπουργείου Παιδείας αποτελεί, μαζί με το πόρισμα του ΕΣΥΠ και το πόρισμα της Συνόδου των Πρυτάνεων, τις μόνες συγκεκριμένες προτάσεις που (κατά το χρόνο σύνταξης της διακήρυξης) σήμερα διαθέτουμε. (Εν τω μεταξύ έχουν κατατεθεί νέα κείμενα συλλογικών πρωτοβουλιών, που συγκλίνουν με τον προσανατολισμό των θέσεων της επιτροπής του ΕΣΥΠ και της Συνόδου των Πρυτάνεων, όπως τα κείμενα της Πρωτοβουλίας Μεταρρύθμιση για την Αναβάθμιση του Δημόσιου Πανεπιστήμιου με πυξίδα την κοινή λογική και του Ομίλου Προβληματισμού Αριστερά Σήμερα). Για το λόγο αυτό δεν πρέπει να τις αγνοήσουμε. Αντίθετα, πρέπει να αποτελέσουν αφετηρία διαβούλευσης (η υπογράμμιση δικιά μας) με την πανεπιστημιακή κοινότητα και όλους τους κοινωνικούς εταίρους, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Σε κάθε περίπτωση, η επανεκκίνηση του διαλόγου από «μηδενική» βάση θα οδηγούσε με βεβαιότητα στην επ’ αόριστον αναβολή των αλλαγών που επειγόντως χρειάζεται το ελληνικό πανεπιστήμιο και ζητεί η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας».
<<Όχι
άλλη υποχώρηση στους αντιμεταρρυθμιστές ή πως η μεταρρύθμιση κινδυνεύει να καταντήσει
καθαρή αντιμεταρρύθμιση
Το βρώμικο πολιτικό σχέδιο πίσω από την χειραγώγηση των 1000>>
(Κείμενο της Κίνησης Παιδεία για Δημοκρατία και Ανάπτυξη)
H δειλή μεταρρύθμιση
κινδυνεύει για τα καλά να μετατραπεί σε αντιμεταρρύθμιση. Αν κάποια δραστήρια
αντίσταση των πραγματικών υπερασπιστών της εκπαίδευσης δεν ανακόψει την ολέθρια
κατηφόρα του υπουργείου παιδείας κάτω από την καθοδήγηση του πρωθυπουργού, τότε
ο νόμος που θα ψηφιστεί θα φέρει την ανώτατη εκπαίδευση πολύ πιο πίσω ακόμα
και από το άθλιο σημείο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα. Αν αυτό συμβεί οι υπεύθυνοι
δεν θα είναι μόνο οι νέο-ακροδεξιοί που ηγούνται του λεγόμενου «κινήματος παιδείας»,
αλλά ακόμα περισσότερο αυτοί που εμφανίζονται σαν εκπρόσωποι της μεταρρύθμισης.
Αυτό που κάνουν οι τελευταίοι είναι να αρνούνται την ουσία της μεταρρύθμισης
που είναι μία: Η αξιολόγηση με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια του εκπαιδευτικού,
ερευνητικού και διοικητικού-οικονομικού έργου του προσωπικού των πανεπιστημίων.
Όλα τα άλλα σημεία του προσχεδίου νόμου που κατέβασε πριν μισό χρόνο το υπουργείο
είτε υποτάσσονταν σε αυτόν τον στόχο (πχ διαφάνεια), είτε ήταν δευτερεύοντα
σε σχέση με αυτόν (πχ συγγράμματα, υποτροφίες, χρόνος φοίτησης, κλπ), είτε είχαν
μια έμμεση σχέση με αυτόν (άσυλο).
Για το ότι η αντικειμενική αξιολόγηση είναι το κλειδί κάθε προοδευτικής μεταρρύθμισης
στην ελληνική εκπαίδευση και μάλιστα σε όλες τις βαθμίδες της δεν αμφισβητείται
από κανέναν καλόπιστο άνθρωπο που παρακολουθεί και ζει την προϊούσα παρακμή
και αποσύνθεσή της τα τελευταία χρόνια. Όλοι δηλαδή έχουν καταλάβει ότι υπάρχει
ένα δημοσιοϋπαλληλικό στρώμα σε όλη την κλίμακα της εκπαίδευσης, που η κοινωνική
του ηγεσία βρίσκεται στην ανώτατη εκπαίδευση και το οποίο έχει συγκροτηθεί ταξικά
σε μια τεμπέλικη, αρπακτική και διεφθαρμένη γραφειοκρατία. Αυτή ζει και αναπτύσσεται
σαν τέτοια χάρη στην ανυπαρξία κάθε εξωτερικής αξιολόγησής της, δηλαδή κάθε
αξιολόγησης έξω από τον εαυτό της. Κανείς λοιπόν δεν παραξενεύτηκε που τα συνδικαλιστικά
όργανα που είναι στα χέρια αυτής της γραφειοκρατίας, οι φοιτητικές παρατάξεις
που στηρίζουν με τη βία αυτή τη γραφειοκρατία και τα πολιτικά κόμματα που καθοδηγούν
αυτήν τη γραφειοκρατία και αντλούν εξουσία από αυτήν επιτέθηκαν με λύσσα στο
προσχέδιο νόμου.
Το αληθινά παράξενο σε όλη αυτήν την υπόθεση είναι το ότι το υπουργείο παιδείας,
ενώ είχε μαζί του την πλειοψηφία της κοινής γνώμης και την πλειοψηφία των πανεπιστημιακών,
καθυστέρησε για πολλούς μήνες να καταθέσει το νομοσχέδιο και το κυριότερο, ότι
όταν το κατέθεσε είχε εγκαταλείψει το μεγαλύτερο τμήμα από τα πιο βασικά σημεία
της αξιολόγησης, εκείνα που αφορούσαν ατομικά τα μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού.
(άρθρα 20 και 21 του προσχεδίου-Δες σχετικά το άρθρο της Κίνησης στην ιστοσελίδα
της με τίτλο «Απαράδεκτες παραχωρήσεις του υπουργείου στο σχέδιο νόμου»). Το
μόνο ουσιαστικό σημείο που έμεινε από το προσχέδιο ήταν αυτό της συνολικής αξιολόγησης
των ίδιων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων η οποία θα κρίνει την διανομή των κεφαλαίων
από το κράτος στα ΑΕΙ σύμφωνα με τα τετραετή συμβόλαια. Αυτή η αξιολόγηση σύμφωνα
με το νομοσχέδιο θα γίνει με την ενεργοποίηση του σε ύπνωση νόμου N. 3374 του
2005.
Από τη στιγμή της κατάθεσης του νομοσχεδίου ως τα τώρα το αντιμεταρρυθμιστικό
μέτωπο έχει συγκεντρώσει την προσπάθειά του στο να φύγει από τη μέση και αυτό
το τελευταίο σημείο αξιολόγησης. Εννοείται ότι οι κρυφοί αντιμεταρρυθμιστές
δεν ομολογούν ότι θέλουν να φύγει η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων (τμήμα,
σχολή, πανεπιστήμιο). Αντίθετα, εμφανίζονται σαν φανατικοί οπαδοί της. Εκείνο
που θέλουν είναι να την καταργήσουν στην πράξη χωρίς να εκτεθούν. Γι αυτό ζητάνε
να καταργηθεί κάθε αντικειμενική μορφή αξιολόγησης τους, κάθε δηλαδή αξιολόγηση
που γίνεται έξω από τους κόλπους της ίδιας της παρασιτικής εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας
και να αντικατασταθεί από μια αξιολόγηση που γίνεται από την ίδια.
Γι αυτό το λόγο η αξιολόγηση σαν μορφή δεν έχει φύγει από το νομοσχέδιο ούτε
καν και σε ότι αφορά την ατομική αξιολόγηση του κάθε εκπαιδευτικού. Αυτό που
έχει φύγει είναι η σχετικά αντικειμενική αξιολόγηση των μελών του ΔΕΠ, που σημαίνει
η αξιολόγηση από τρίτους. Αυτοί είναι αξιολογητές που δεν τους επιλέγει το κάθε
πανεπιστήμιο και δεν αξιολογούν με κριτήρια που επίσης το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο
και η κυρίαρχη σε αυτό γραφειοκρατία μπορεί να επιλέξει και να ελέγξει. Για
παράδειγμα ενώ το προσχέδιο νόμου έλεγε ότι η αξιολόγηση των μελών ΔΕΠ θα γίνεται
με βάση τις αυτοδύναμες, δηλαδή τις ατομικές δημοσιεύσεις των τελευταίων και
μάλιστα σε διεθνώς αναγνωρισμένα επιστημονικά περιοδικά. Στο νομοσχέδιο έμεινε
αυτό που ίσχυε ως τώρα, δηλαδή θα μετράνε και οι συλλογικές δημοσιεύσεις (όπου
ο άσχετος κρύβεται πίσω από έναν άλλο που ξέρει) ενώ δεν θα απαιτείται τα επιστημονικά
περιοδικά να είναι διεθνώς αναγνωρισμένα. Ακόμα και την απόφαση για το διορισμό
κατόπιν εκλογής ή εξέλιξης του εκπαιδευτικού προσωπικού, που ελέγχονταν μέχρι
τώρα από τον κεντρικό κρατικό διοικητικό μηχανισμό, θα την παίρνει μόνο του
το πανεπιστήμιο (πρύτανης) και το υπουργείο απλά θα επικυρώνει (άρθρο 25 του
νομοσχεδίου). Από αυτή την άποψη θα έχουμε οπισθοδρόμηση σε σχέση ακόμα και
με τη σημερινή κατάσταση. Επίσης εδώ δεν μιλάμε μόνο για την εξουσία της κυρίαρχης
γραφειοκρατίας στο επιστημονικό και ερευνητικό έργο, αλλά ακόμα και για την
εξουσία της στην οικονομική διαχείριση. Γιατί ενώ σύμφωνα με το προσχέδιο τον
οικονομικό διαχειριστή θα τον διόριζε το κράτος, σύμφωνα με το νομοσχέδιο θα
τον διορίζει η σύγκλητος. Αυτό θα σημαίνει πισωγύρισμα και σε σχέση με ό,τι
ίσχυε σήμερα αφού ως τώρα την οικονομική διαχείριση την κάνανε δύο πρόσωπα (πρύτανης
και αντιπρύτανης) που προκύπτανε μέσα και από τους κομματικούς ανταγωνισμούς
στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας, ενώ τώρα θα διαχειρίζεται τα πάντα ένα μόνο
στέλεχος που θα διορίζεται ουσιαστικά από την διακομματική συνεννόηση κορυφής
στην οποία καμιά σύγκλητος των 4 κομμάτων δεν θα μπορούσε σήμερα να εναντιωθεί.
Αυτό το στέλεχος δεν μπορεί παρά να είναι ένα αρνητικό πρόσωπο, όπως κάθε άλλο
που είναι διακομματικής συμφωνίας κορυφής. Επίσης ενώ ως τώρα έλεγχε τις δαπάνες
ένα όργανο της κλασσικής διοίκησης όπως είναι το ελεγκτικό συνέδριο τώρα αυτό
θα το κάνει ένα όργανο που θα δημιουργηθεί στο μέλλον. Μια τέτοια ανάλογη μορφή
εξουσίας θα ζητήσει, όπως θα δούμε παρακάτω, η παρασιτική γραφειοκρατία και
για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων που βρίσκεται στη βάση της διάταξης
για τα τετραετή συμβόλαια (μια λεγόμενη ανεξάρτητη αρχή).
Η αυτοτέλεια, η αυτοαξιολόγηση, η παρασιτική γραφειοκρατία και το νέο παρακράτος
Αυτή όλη η απαίτηση
για εγκατάλειψη της ουσιαστικής αξιολόγησης γίνεται με ένα πλάγιο σύνθημα: την
«αυτοτέλεια των ΑΕΙ» ενάντια τάχα στην «κρατική κηδεμονία και επέμβαση». Όταν
αυτοί λένε αυτοτέλεια εννοούν το να μην μπορεί το κράτος και οποιοσδήποτε άλλος
εξωτερικός παράγοντας, ως προς τα πανεπιστήμια, να αξιολογήσει ατομικά και συνολικά
το προσωπικό. Αυτού του είδους η «αυτοτέλεια» κάτω από τις σημερινές συνθήκες
σημαίνει την απόλυτη κυριαρχία της παρασιτικής εκπαιδευτικής και διοικητικής
γραφειοκρατίας πάνω στα ΑΕΙ. Αυτή η κυριαρχία ως τώρα ήταν μόνο σχετική καθώς
μετριαζόταν από την κεντρική κρατική επέμβαση και έλεγχο. Η σχετική πανεπιστημιακή
αυτοτέλεια θα μπορούσε να είναι προοδευτική μόνο πριν σχηματιστεί μια τέτοια
πανίσχυρη παρασιτική γραφειοκρατία και εφ όσον αυτή δεν θα στηριζόταν σε ένα
εκτεταμένο και αδυσώπητο δίκτυο βίας και συναλλαγής, που με τη σειρά του στηρίζεται
στους τραμπούκικους κομματικούς στρατούς και αναπαράγεται από αυτούς. Λέμε σχετική
γιατί πραγματική ακαδημαϊκή αυτοτέλεια, δηλαδή αυτοτέλεια των επιστημόνων και
των δασκάλων από κοινωνικές δυνάμεις που είναι έξω από το πανεπιστήμιο ούτε
υπήρξε, ούτε θα υπάρξει ποτέ, για τον απλό λόγο ότι αυτοί ζουν υποχρεωτικά από
πόρους που έρχονται έξω από τα ιδρύματα στα οποία δουλεύουν. Έτσι σε όλο τον
κόσμο αυτοί πληρώνονται είτε από το κυρίως κράτος, είτε από άλλους συλλογικούς
μισοκρατικούς κοινωνικούς φορείς (πχ Δήμους), είτε από τις κεφαλαιοκρατικές
επιχειρήσεις (σπόνσορες ή αγοραστές εφευρέσεων), είτε από τους φοιτητές τους,
είτε από έναν συνδυασμό από όλα αυτά. Ακόμα και στην πιο ελεύθερη μελλοντική
κοινωνία των αυτοδιοικούμενων παραγωγών οι δάσκαλοι και οι εφευρέτες θα ζουν
από την κοινωνία γενικά, όπως άλλωστε κάθε ανθρώπινο ον εφόσον θα υπάρχει σύγχρονος
τεχνικός καταμερισμός της εργασίας, οπότε και παραγωγή προϊόντων που θα προορίζονται
για ανταλλαγή. Στην πραγματικότητα η απαίτηση για «αυτοτέλεια» σημαίνει ότι
ένα μέρος του πληθυσμού θέλει να ζει από την κοινωνική παραγωγή χωρίς να λογοδοτεί
για την ποιότητα και για την ποσότητα του δικού του παραγόμενου προϊόντος. Στην
ουσία σημαίνει ότι θέλει να ζει σε βάρος της κοινωνίας σαν εκμεταλλευτής αλλά
και δυνάστης της. Αυτός είναι ο λόγος που η «αυτοτέλεια», ιδιαίτερα η οικονομική
αυτοτέλεια, είναι το πρώτο άρθρο πίστης της εκπαιδευτικής παρασιτικής γραφειοκρατίας.
Αυτή θέλει να πληρώνεται από τον σημερινό εργοδότη της που είναι το κράτος αλλά
και να διαχειρίζεται δικά του κεφάλαια χωρίς να λογοδοτεί σε αυτόν. Μια μορφή
της «αυτοτέλειας» αυτού του είδους είναι και η αυτό-αξιολόγηση η οποία θα εξασφαλίζει
ότι το προϊόν της δουλειάς της παρασιτικής εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας θα έχει
την ποσότητα και την ποιότητα που η ίδια θα δηλώνει ότι έχει και βάσει αυτής
θα εισπράττει και θα διαχειρίζεται αμοιβές αλλά και κεφάλαια από το κράτος.
Ο λόγος για τον οποίο αυτή η γραφειοκρατία απεχθάνεται την αγορά είναι ότι αυτή
αποτελεί στις καπιταλιστικές συνθήκες έναν από τους πιο αλάνθαστους μηχανισμούς
αξιολόγησης των προϊόντων της ανθρώπινης παραγωγικής δραστηριότητας.
Στην πραγματικότητα επειδή ποτέ στην ιστορία δεν υπήρξε μια κρατική γραφειοκρατία
ανεξάρτητη από την κυρίαρχη τάξη, το αίτημα για «αυτοτέλεια» της ελληνικής παρασιτικής
κρατικής γραφειοκρατίας θα ήταν εκτός από αντιδραστικό και καθαρά ουτοπικό.
Όμως η σημερινή ελληνική παρασιτική γραφειοκρατία δεν πάσχει από έλλειψη ρεαλισμού.
Ξέρει από την άμεση κοινωνική και πολιτική εμπειρία της ότι είναι δεμένη με
πανίσχυρά τμήματα της πολιτικής εξουσίας αν και τα «χαμηλότερα» στελέχη της
δεν βλέπουν πάντα ότι αυτά τα τμήματα αντιστοιχούν σε αντίστοιχα τμήματα της
μεγαλοαστικής τάξης. Αυτά τα τμήματα έχουν στην πραγματικότητα τόσο τεράστια
ισχύ ώστε να συγκροτούν ένα κράτος μέσα στο επίσημο κράτος ή δίπλα σε αυτό,
δηλαδή ένα παρακράτος. Ονομάζουμε επίσημο κράτος τη σχετικά ουδέτερη ως προς
τις πολλές διαφορετικές μερίδες της άρχουσας τάξης παλιά κρατική διοικητική
μηχανή την οποία διαχειρίζεται πολιτικά η κάθε εκλεγμένη αστική κυβέρνηση. Αντίθετα
το παρακράτος είναι ένας μηχανισμός εξουσίας που χτίζει μέσα στο επίσημο κράτος
και δίπλα στο επίσημο κράτος το πιο ισχυρό και το πιο γρήγορα ανερχόμενο τμήμα
της μεγαλοαστικής τάξης μιας χώρας και του αντίστοιχου σε αυτήν ιμπεριαλισμού.
Παρακράτος χτίζουν μόνο δυνάμεις που θέλουν απόλυτη, μονοπωλιακού, φασιστικού
τύπου κυριαρχία στο σύνολο όχι μόνο του λαού, αλλά και της αστικής τάξης. Μόνο
λοιπόν επειδή αποτελεί τμήμα αυτού του παρακράτους και μόνο επειδή έχει την
στήριξη ισχυρών κομματικών μηχανισμών έξω από την ίδια, η παρασιτική γραφειοκρατία
κυριαρχεί στα πανεπιστήμια. Μόνο εξ αιτίας αυτών των στενών ταξικών δεσμών της
η πανεπιστημιακή γραφειοκρατία έχει τόσο φανατικά στο πλευρό της διακομματικούς
φοιτητικούς στρατούς βίας, μόνο γι αυτό έχει πανίσχυρους υποστηριχτές στα ΜΜΕ,
μόνο γι αυτό καταστρέφει την παιδεία και την πρωτεύουσα της χώρας χωρίς η ίδια
να καταγγέλλεται σαν δύναμη φασιστικής βίας όχι μόνο από σύσσωμη την αντιπολίτευση
που την χειροκροτεί, αλλά ακόμα και από την ίδια την ηγεσία της κυβέρνησης που
καμώνεται την αμέτοχη στην πανεπιστημιακή διαμάχη. Το αίτημα λοιπόν για «αυτοτέλεια»
των κυρίαρχων πανεπιστημιακών δυνάμεων δεν έχει καμιά σχέση με την ουτοπική
«αυτοτέλεια» και με την αντίστοιχη «ελευθερία του πνεύματος» στην οποία θεμελιώνουν
ηθικά την πρώτη οι κρατικοί διανοούμενοι. Αυτοτέλεια σήμερα σημαίνει μόνο την
απαίτηση που έχει το νέο σοσιαλφασιστικό παρακράτος να είναι ανεξάρτητο από
το επίσημο κράτος και τελικά κυρίαρχο πάνω σε αυτό. Το σχέδιο νόμου ήδη δίνει
στη σημερινή πανεπιστημιακή εξουσία, δηλαδή σε αυτό το τμήμα του γραφειοκρατικού
παρακράτους, ένα μεγάλο τμήμα επίσημης κρατικής εξουσίας με το να το κάνει θεσμικό
ελεγκτή πολλών βασικών εκπαιδευτικών και οικονομικών διαδικασιών. Αν του παραδώσει
και την ουσιαστική αξιολόγηση της αποδοτικότητας των ξεχωριστών ΑΕΙ, δηλαδή
την εξουσία στην άντληση κεφαλαίων τότε θα του παραδώσει όλη την εξουσία στην
εκπαίδευση και στην έρευνα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο λέμε ότι ο νέος
νόμος όχι μόνο δεν κάνει μεταρρύθμιση αλλά κάνει αντιμεταρρύθμιση, ιδιαίτερα
αν αντιστρέψει και την αξιολόγηση για τα τετραετή συμβόλαια που με το σχέδιο
νόμου πρόκειται να γίνει με την ενεργοποίηση του Ν. 3374/2005.
Η χειραγώγηση των 1000 από τους κρυφούς αντιμεταρρυθμιστές, η «ανεξάρτητη αρχή» και ο ρόλος του Καραμανλή
Από πρακτική άποψη
η αυτοαξιολόγηση είναι το μάξιμουμ αίτημα της εκπαιδευτικής γραφειοκρατικής
αντίδρασης, αίτημα το οποίο ουσιαστικά έγινε δεκτό σε ότι αφορά την ατομική
αξιολόγηση των πανεπιστημιακών στο εσωτερικό κάθε ιδρύματος. Το μίνιμουμ αίτημά
της, ειδικά σε ότι αφορά τα τετραετή συμβόλαια είναι η «ανεξάρτητη αρχή για
την ανώτατη παιδεία». Σε αυτή στοχεύουν τώρα σχετικά με τη συνολική αξιολόγηση
κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος και την απόδοση σε αυτό των σχετικών κεφαλαίων.
Ήδη αυτή την «ανεξάρτητη αρχή» την περάσανε με τρόπο, σαν τάχα μία εκδοχή, στην
πλατφόρμα των 21 σημείων των 1000 οι ψευτομεταρρυθμιστές. Γι αυτούς η «ανεξάρτητη
αρχή» είναι μια τελική εγγύηση ότι η αξιολόγηση αλλά και η οικονομική διαχείριση
δεν θα φύγουν ποτέ από τα χέρια του μπλοκ ΣΥΝ-ΚΚΕ και του αντίστοιχου φιλικού
τους τμήματος μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Η εμπειρία από όλες τις ως τώρα «ανεξάρτητες αρχές»
(για τα προσωπικά δεδομένα, για τον ανταγωνισμό, για τα ραδιοτηλεοπτικά, για
τις τηλεπικοινωνίες) αποδεικνύει ότι αυτές λειτουργούν με την πολιτική γραμμή
του παραπάνω πολιτικού μπλοκ και μάλιστα βρίσκονται κάτω από την ηγεμονία του
ΣΥΝ-ΚΚΕ. Στην ουσία αυτές, ενώ είναι συνταγματικά προορισμένες να λειτουργούν
σαν τμήματα του επίσημου κράτους, λειτουργούν στην πράξη σαν προωθημένα αποσπάσματα
του νέου παρακράτους, δηλαδή έξω από κάθε πραγματικό κοινοβουλευτικό ή διοικητικό
έλεγχο καθώς ούτε εκλέγονται από τα μαζικά σώματα, ούτε αποτελούν τμήματα της
κλασσικής διοίκησης, αλλά διορίζονται μέσα στο σκοτάδι μιας διακομματικής συνεννόησης
κορυφής. Από συγκεκριμένη πολιτική άποψη η εξήγηση της ηγεμονίας του ΣΥΝ-ΚΚΕ
σε αυτά τα όργανα βρίσκεται στο ότι καμιά τέτοια αρχή δεν θεωρείται ανεξάρτητη
αν η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει την «συναίνεση» όλων των κομμάτων. Αλλά το
παραπάνω μπλοκ δεν δίνει την συναίνεσή του σε τίποτα στο οποίο δεν κυριαρχεί
και αυτή η κυριαρχία είναι εξασφαλισμένη όταν αρχηγός του κυβερνητικού κόμματος
είναι ένας άνθρωπος που τονίζει διαρκώς την ανάγκη της συναίνεσης, ιδιαίτερα
για την παιδεία, και ο οποίος έχει επιβάλει τα δυο μικρά ψευτοαριστερά κόμματα
σαν τα μόνα συμμαχικά του κυβερνητικού κόμματος ενώ είναι τα πιο εχθρικά του.
Το ερώτημα είναι το εξής: Χάρη σε ποιο μηχανισμό πέρασε ολότελα αθόρυβα ως τώρα
αυτή η γραμμή του αντιεκπαιδευτικού παρακράτους στο εσωτερικό των πραγματικών
μεταρρυθμιστών και πως είναι δυνατό αυτός ο μηχανισμός να απειλεί να ρίξει και
το τελευταίο οχυρό του κρατικού ελέγχου που είναι τα τετραετή συμβόλαια με την
σχετικά αντικειμενική αξιολόγηση; Ο μηχανισμός αυτός έχει δύο στοιχεία. Το ένα
είναι η διείσδυση των αντιμεταρρυθμιστών μέσα στο χώρο της μεταρρύθμισης και
το δεύτερο είναι η συστηματική υπονόμευση του μεταρρυθμιστικού σχεδίου και της
υπουργού παιδείας από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, υπονόμευση που επιτελείται πάντα
στο όνομα της ευρύτερης συναίνεσης και του διαλόγου. Αυτά τα δύο στοιχεία αλληλοδιαπλέκονται.
Χωρίς τον διαρκή ακρωτηριασμό του προσχέδιου νόμου από τον πρωθυπουργό, χωρίς
την άρνησή του επί μήνες να στηρίξει πολιτικά το προσχέδιο του νόμου μέσα στο
λαό ενώ αναβάλει επί μήνες την κατάθεσή του, και χωρίς την άρνησή του να καταδικάσει
τη συστηματική και πολύπλευρη βία που ασκεί το «μέτωπο παιδείας» ακόμα και στην
φοιτητική νεολαία του κόμματός του, οι κρυφοί αντιμεταρρυθμιστές δεν θα είχαν
κανένα αποτέλεσμα. Από την άλλη δίχως τους κρυφούς αντιμεταρρυθμιστές και την
χειραγώγηση από την πλευρά τους κάθε προοδευτικής φωνής ο Καραμανλής δεν θα
είχε κανένα πρόσχημα μπροστά στο κόμμα του για να πετύχει την υπονόμευση χωρίς
να εκτεθεί.
Εκτιμάμε ότι από τα δύο αυτά στοιχεία δολιότητας και ραδιουργίας το βαθύτερο
και καταλυτικότερο είναι η χειραγώγηση του ρεύματος της μεταρρύθμισης από τα
μέσα, δηλαδή από έναν πρωτοφανή μηχανισμό παραλλαγής και πραξικοπηματισμού ο
οποίος εδώ και 8 μήνες έχει στηθεί από τους αντιμεταρρυθμιστές.
Αυτός ο μηχανισμός για να πετύχει τους στόχους του χρησιμοποιεί το αυθόρμητο
ρεύμα της μεταρρύθμισης, έχει διεισδύσει σε αυτό, το έχει διαβρώσει, έχει καταλάβει
την ηγεσία του και το έχει μετατρέψει στο αντίθετό του. Αυτό το αλλοτριωμένο
και χειραγωγημένο κίνημα εμφανίζεται σαν κίνηση των 1000. Καλούμε τους αναγνώστες
να διαβάσουν πολύ προσεκτικά το άρθρο μας με τίτλο «Προσοχή στα σκοτεινά μαγειρέματα
με τις υπογραφές» για να δουν πως οι αντιμεταρρυθμιστές του ΣΥΝ και του ΠΑΣΟΚ
μαζί με τους αντίστοιχους της ΝΔ διεισδύσανε στο αρχικό μεταρρυθμιστικό ρεύμα
των 489 και πως αποσπάσανε τελικά την αντιπροσώπευση και οργάνωση όλου του πλατιού
μεταρρυθμιστικού ρεύματος των πανεπιστημιακών μέσα από ένα μετωπικό εργαλείο-παγίδα
που λέγεται «Κίνηση για την Μεταρρύθμιση και την Αναβάθμιση του Πανεπιστημίου
με πυξίδα την κοινή λογική».
Το βασικό σε αυτόν τον μηχανισμό είναι ότι προβάλει το αίτημα της «αυτοτέλειας»
που αθόρυβα το μεταφράζει στην πράξη σε αυτό-αξιολόγηση και σε οικονομική αυτο-διαχείριση,
ενώ ρίχνει και τη γραμμή της «ανεξάρτητης αρχής» όπου οι προηγούμενες μορφές
ελέγχου είναι αδύνατες. Οι συνέπειες αυτής της γραμμής δεν έχουν γίνουν ακόμα
αντιληπτές από τους πραγματικούς μεταρρυθμιστές πανεπιστημιακούς καθώς οι περισσότεροι
από αυτούς εξ αιτίας της αστικής και μικροαστικής ταξικής θέσης τους θεωρούν
εντελώς δημοκρατική την θέση της αυτοτέλειας, ιδιαίτερα επειδή την συγχέουν
με την απαίτηση για ελευθερία στις επιστημονικές απόψεις, ελευθερία που στις
θετικές επιστήμες είναι πρακτικά σχετική και στις κοινωνικές είναι πρακτικά
ανύπαρκτη. Επίσης πολλοί έντιμοι φιλο-μεταρρυθμιστές δεν έχουν προλάβει να αντιληφθούν
ότι σημειώθηκε στο νόμο του υπουργείου μια καίρια μετατόπιση από την εξωτερική
αξιολόγηση στην αυτο-αξιολόγηση. Τέλος, ακριβώς επειδή δεν έχουν καταλάβει αυτήν
την μετατόπιση, θεωρούν ότι οι συσχετισμοί μέσα στο πανεπιστημιακό προσωπικό
θα είναι πλέον καθαρά υπέρ της μεταρρύθμισης όποια μορφής αξιολόγηση και αν
περάσει. Πιστεύουν έτσι ότι ακόμα και μια οικονομική αυτό-διαχείριση και μια
επιστημονική αυτο-αξιολόγηση του κάθε πανεπιστήμιου θα δώσουν πραγματικά σύγχρονη
εκπαίδευση και σύγχρονη έρευνα. Εννοείται ότι είναι ακόμα πιο δύσκολο σε ανθρώπους
που δεν είναι εξοικειωμένοι με τις πολιτικές ραδιουργίες να καταλάβουν πόσο
επικίνδυνη είναι η τάχα ενδιάμεση μεταξύ κράτους και «αυτοτέλειας» γραμμή της
«ανεξάρτητης αρχής».
Όποιος μιλάει «για ανοιχτά πανεπιστήμια» δεν είναι οπωσδήποτε μεταρρυθμιστής.
Πέρα από αυτή την
σύγχυση γύρω από τα ζητήματα της «αυτοτέλειας», «αυτό-αξιολόγησης» και «ανεξάρτητης
αρχής» οι ψευτομεταρρυθμιστές του ΣΥΝ και του ΠΑΣΟΚ έχουν βρει έναν άλλο αλάνθαστο
τρόπο να εμφανίζονται σαν μεταρρυθμιστές: καμώνονται πως έχουν τον ίδιο αντίπαλο,
το «μέτωπο παιδείας» και δείχνουν πως διαχωρίζονται με αυτό με το διαφωνούν
με τις καταλήψεις. Το σύνθημά τους «κλειστά πανεπιστήμια σημαίνει νεκρά πανεπιστήμια»
πλασάρεται σαν το πραγματικό ενοποιητικό σύνθημα όλων των μεταρρυθμιστών. Στην
πραγματικότητα μόνο του αυτό το σύνθημα χωρίς την ουσιαστική υπεράσπιση του
νόμου- εννοούμε του προσχέδιου νόμου – και πιο ειδικά της εξωτερικής αξιολόγησης
δεν λεει απολύτως τίποτα. Γιατί αν ο νόμος της Γιαννάκου ήταν αντιδραστικός
και διέλυε την δημόσια εκπαίδευση και αν τιμωρούσε τους φτωχούς φοιτητές, όπως
ισχυρίζονται οι ακροδεξιοί του «μετώπου παιδείας», τότε μέσα στις δίκαιες μορφές
πάλης ενάντιά σε αυτό το νόμο θα ήταν και οι καταλήψεις, ακόμα και η νέκρωση
των ερευνητικών εργαστηρίων για ένα μεγάλο διάστημα όπου αυτό δεν κλόνιζε στρατηγικά
την αξιοπιστία τους. Αλλά τέτοιου είδους δίκαιες καταλήψεις, όσο οδυνηρές και
να ήταν θα είχαν την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των φοιτητών, των πανεπιστημιακών
και του λαού. Αυτές όμως εδώ οι καταλήψεις ακριβώς επειδή δεν είναι δίκαιες
στηρίζονται στην ωμή ψυχολογική και σωματική βία ενάντια στα πλειοψηφικά ρεύματα,
στηρίζονται στις διαδικαστικές απάτες και στους δόλιους χειρισμούς κάθε είδους.
Να γιατί οι σημερινοί επικεφαλής των καταλήψεων αλλοιώνουν με τη βία και με
κάθε λογής τεχνάσματα τη θέληση σωμάτων όπως είναι οι γενικές συνελεύσεις των
φοιτητών και να γιατί καταργούν τα πανεπιστημιακά σώματα διοίκησης μη διστάζοντας
να προπηλακίζουν ακόμα και να κρατούν ομήρους τους δασκάλους, μέλη αυτών των
σωμάτων, όταν δεν υποκύπτουν στις αξιώσεις τους. Κι όμως όλο αυτό το φασιστικό
όργιο δεν έχει καταγγελθεί ούτε μια φορά από τους διαχειριστές των υπογραφών
της μεταρρύθμισης, δηλαδή από την ηγεσία της «Μεταρρύθμισης για την Αναβάθμιση».
Ποτέ, ούτε μια φορά δεν υπήρξε η παραμικρή καταγγελία αυτής της βίας από τη
μεριά των υποτιθέμενων εκπροσώπων των 1000 Παπαγιαννάκη, Κάτσικα, Σταυρακάκη
κλπ.
Και πώς να υπάρξει καταγγελία του «μετώπου παιδείας» από την πλευρά των ψευτομεταρρυθμιστών;
Πως θα μπορούσαν αυτοί να πείσουν την κυβέρνηση να κάνει «κάποιες αλλαγές» στο
προσχέδιο και στο νομοσχέδιο, αν δεν υπήρχαν αυτοί οι πανεπιστημιακοί που θα
κραύγαζαν να το αποσύρει εντελώς σέρνοντας πίσω τους χιλιάδες οργισμένους φοιτητές,
θύματα της γκεμπελίστικης προπαγάνδας τους, που άλλοι είναι μικροαστοί αντιδραστικοί
«αντικαπιταλιστές» και άλλοι είναι δημοκράτες (ή καλύτερα προοδευτικοί ή αριστεροί);
Οι τελευταίοι με φρίκη κάποια στιγμή θα καταλάβουν ότι ο αγώνας τους ενάντια
στη μεταρρύθμιση ήταν μόνο ένα εργαλείο για να δυναμώσει η εξουσία της παρασιτικής
γραφειοκρατίας στα πανεπιστήμια και μάλιστα τώρα ειδικά για να εγκατασταθεί
σε αυτά μια διακομματική τάχα «ανεξάρτητη αρχή» ή όποια άλλη μέθοδος σκληρότερης
εξουσίας αυτής της γραφειοκρατίας επιλεγεί. Πως θα μόστραραν οι καθώς πρέπει
«οπαδοί του διαλόγου», σαν σωτήρες της μεταρρύθμισης αν δεν υπήρχαν οι σκληροί
αντιδραστικοί που θα καίγανε την πόλη και θα ζητούσαν το κεφάλι της υπουργού
μέσα σε έναν κάδο που θα περιείχε και το πτώμα του νόμου; Κοντολογής κανείς
δεν μπορεί να παίξει τον κυρίαρχο ρόλο του δήθεν κέντρου αν δεν υπάρχουν οι
δύο ακραίοι πόλοι, έναν εκ των οποίων αυτό το υποτιθέμενο κέντρο στην πραγματικότητα
εκπροσωπεί. Η κινητήρια δύναμη, το οξυγόνο, το καύσιμο των ψευτομεταρρυθμιστών
της κίνησης των 1000 είναι η ΠΟΣΔΕΠ, το ΚΚΕ, ο ΣΥΝ και τα φοιτητικά τάγματα
εφόδου με δύναμη κρούσης τους σιίτες μικροαστούς των ΕΑΑΚ.
Χωρίς αυτούς κανείς υπουργός και καμιά νέα δημοκρατία δεν θα άκουγε σαν βάλσαμο
τους Παπαγιαννάκη και Σία. Γι αυτό ως την τελευταία στιγμή της ψήφισης του νομοσχέδιου
θα πρέπει το μαύρο μέτωπο να ασκεί τη βία του και να την κλιμακώνει ώστε οι
«μαλακοί» να περάσουν σε αυτό εκείνες τις αλλαγές που θέλουν όλοι οι αντιμεταρρυθμιστές.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Παπανδρέου, ο ουσιαστικός αρχηγός των μεταμφιεσμένων
αντιμεταρρυθμιστών του ΠΑΣΟΚ, ο αληθινός αρχηγός, μέσο Δαμανάκη, της «Κίνησης
για την Μεταρρύθμιση και την Αναβάθμιση» διάλεξε την αποχή-καταψήφιση της αλλαγής
του άρθρου 16. Ήθελε με αυτόν τον τρόπο να δώσει μια μεγάλη πολιτική ώθηση στο
κίνημα των «σκληρών». Πραγματικά όλη η αντικαπιταλιστική μικροαστική μάζα που
ακολουθούσε το κίνημα του ΚΚΕ-ΣΥΝ, νομίζοντας ότι είναι δικό της, πίστεψε ότι
το ΠΑΣΟΚ υπέκυψε στο κίνημα αυτό και ότι γι αυτό άλλαξε τη θέση του για το άρθρο
16. Πίστεψε λοιπόν ότι επί τέλους καθόριζε τις πολιτικές εξελίξεις και ένοιωθε
μετά από πολλά χρόνια ότι δεν ήταν παραπεταμένη. Αυτό είναι το αίσθημα που κάνει
κάθε περιθωριοποιημένο άνθρωπο να πετάει. Αυτό είναι το μυστικό της συσπείρωσης
των ανοργάνωτων και δίχως ηθικό μαζών που τόσο καλά το ξέρουν οι φασίστες και
που γι αυτό πάντα μιλάνε στο στρατό τους πάρα πολύ για τη νίκη και για τη δύναμη
και πολύ λίγο για το δίκιο. Να για ποιο λόγο δεν ήταν το εντελώς απομαζικοποιημένο
«κίνημα» παιδείας που υποχρέωσε το ΠΑΣΟΚ να αλλάξει τακτική αλλά ακριβώς αντίθετα
ήταν η αλλαγή τακτικής του ΠΑΣΟΚ που μαζικοποίησε ένα εντελώς άμαζο κίνημα.
Μιλάμε βέβαια για την πολύ μέτρια μαζικοποίηση που αντιστοιχεί σε ένα αντιδραστικό
κίνημα που οι μέθοδές του είναι όλο και πιο μισητές στο λαό. Ιδίως είναι μισητή
η αγωνιώδης του προσπάθεια να προβοκάρει την αστυνομία χρησιμοποιώντας τους
κουκουλοφόρους που τη μια τους καταδικάζει σαν προβοκάτορες και τους παραδίνει
στην αστυνομία και την άλλη τους υπερασπίζεται σαν λαό που υποφέρει από την
κρατική καταστολή. (Εννοείται ότι οι κουκουλοφόροι δείχνουν τον λούμπεν ή μικροαστικό
χαρακτήρα τους καθώς δουλικά δέχονται να συνοδοιπορούν και να χρησιμοποιούνται
πολιτικά σαν θύματα ή σαν θύτες από αυτά τα αχάριστα αφεντικά τα οποία και αυτοί
με ανάλογη συνέπεια τη μια τα βρίζουν σαν φρικτούς προδότες και την άλλη τα
θεωρούν «συνιστώσα του κινήματος»).
Να λοιπόν γιατί το μαύρο μέτωπο θα συνεχίζει με δεκαπλάσια ορμή το μαζικό του «κίνημα» για όσο διάστημα οι καθώς πρέπει αντιμεταρρυθμιστές θα κάνουν διάλογο με την κυβέρνηση και θα αναζητάνε μαζί της μια υποτίθεται ενδιάμεση λύση. Πριν η εξουθενωμένη υπουργός υποκύψει σε αυτή τη «λύση» δεν θα πρέπει να σπάνε οι καταλήψεις όση βία και να χρειαστεί να ασκηθεί, όσο ξύλο και αν χρειαστεί να πέσει στους διαφωνούντες φοιτητές.
Μόνο λοιπόν κάτω
από τη σκιά ενός κινήματος βίας και προβοκάτσιας μπορεί να ζει η ψευτομεταρρύθμιση.
Το αληθινό πρόβλημα είναι ότι ειδικά στους πανεπιστημιακούς δεν υπάρχει ένα
κάπως μαζικά οργανωμένο κίνημα υπέρ της μεταρρύθμισης, υπάρχει μόνο μια διπλή
τακτική της αντιμεταρρύθμισης: η σκληρή και η μαλακή. Και η αλήθεια αυτής της
τακτικής, η ταύτιση των δύο μορφών της παλιάς αυτής ασφαλίτικης μεθόδου εκφράζεται
από την συνύπαρξη των πιο σκληρών υπερασπιστών των δύο φαινομενικά αντίθετων
γραμμών στο ίδιο κόμμα, τον ΣΥΝ. Στον ΣΥΝ βρίσκεται η ηγεσία της σκληρής αντιμεταρρυθμιστικής
γραμμής, στον ΣΥΝ βρίσκεται η ηγεσία και της μαλακής «φιλομεταρρυθμιστικής»
γραμμής. Ο ΣΥΝ είναι δηλαδή ο επίσημος αρχηγός της ΠΟΣΔΕΠ και των ψευτοαναρχικών
και ψευτοαριστερίστικων ταγμάτων εφόδου και ταυτόχρονα, σε συνεργασία με το
παπανδρεϊκό ψευτομεταρρυθμιστικό ΠΑΣΟΚ, είναι ο ανεπίσημος αρχηγός της «μεταρρύθμισης».
Εδώ λύνεται το πολιτικό μυστήριο όλης αυτής της φάσης.
Οργάνωση του δημοκρατικού και αναπτυξιακού πόλου στα πανεπιστήμια.
Σε μια τέτοια φάση
εκείνο που χρειάζεται είναι μια καθαρή δημοκρατική γραμμή τόσο στο επίπεδο της
πολιτικής κατεύθυνσης, όσο κυρίως στο επίπεδο της οργάνωσης. Αν οι πιο αποφασισμένοι,
οι πιο καταδιωγμένοι από τα τάγματα εφόδου και ταυτόχρονα οι πιο δημοκράτες
εκπαιδευτικοί δεν οργανωθούν στοιχειωδώς και δεν υπερασπίσουν τη μεταρρύθμιση
όλο το έδαφος θα βρίσκεται στο στρατόπεδο της αντιμεταρρύθμισης και το τέλος
αυτής της πολύμηνης μάχης θα είναι μια άνευ προηγουμένου οπισθοδρόμηση. Ταυτόχρονα
οι εκπαιδευτικοί πρέπει να ενωθούν με τους φοιτητές που έχουν αντιληφθεί την
καταστροφή και έχουν αντιδράσει στη βία. Δίχως ένα μεταρρυθμιστικό κίνημα που
ο κορμός του θα είναι οι φοιτητές δεν θα υπάρξει δημοκρατική διέξοδος στο μέτωπο
της παιδείας ούτε σήμερα ούτε στο μέλλον. Δυστυχώς οι δημοκράτες φοιτητές έχουν
σαν μοναδικό εκπρόσωπό τους μια ΔΑΠ, που τα περισσότερα στελέχη της είναι αστικά
στοιχεία που θέλουν να κάνουν κομματική καριέρα και έτσι ευχαρίστως δέχονται
να μαχαιρώνεται η παράταξή τους από τον αρχηγό της και πρωθυπουργό. Αυτός τους
έχει προφανώς απαγορεύσει να κάνουν οποιοδήποτε ανοιχτό πολιτικό κίνημα υπέρ
της μεταρρύθμισης και κατά των τραμπουκισμών που ο ίδιος με την μελετημένη σιωπή
του καλύπτει. Χώρια που πρόσφατα κάλυψε και την ακροδεξιού τύπου προβοκάτσια
που έγινε μέσα από τους κόλπους της ΔΑΠ νομικής, όπως η πρόσφατη τραμπούκικη
εισβολή στελεχών της ΔΑΠ στο κτίριο η οποία στη συνέχεια νομιμοποίησε τη φασιστική
βία των ταγμάτων εφόδου των ΕΑΑΚ στην κρίσιμη συνέλευση της 28 του Φλεβάρη.
Χαρακτηριστικό για το πόσο ακάλυπτη και ακυρίαρχη είναι πολιτικά η ΔΑΠ είναι
το ότι ακόμα και τα τηλεοπτικά ΜΜΕ, δηλαδή το ευρύτερο καθεστώς, της δίνουν
το λόγο στα παράθυρα πολύ λιγότερο ή και καθόλου σε σχέση με τους τάχα αντικαθεστωτικούς
κνίτες και εαακίτες.
Αυτή η κατάσταση με την απόλυτη ηγεμονία της αστοφιλελεύθερης ΔΑΠ στον αντισοσιαλφασιστικό
πόλο μέσα στα πανεπιστήμια πρέπει να τελειώσει. Πρέπει οπωσδήποτε και γρήγορα
να συγκροτηθεί ένας πραγματικά δημοκρατικός πόλος φοιτητών και εκπαιδευτικών.
Ασφαλώς αυτός στην αρχή δεν θα είναι καθόλου ισχυρός οργανωτικά. Όμως μπορεί
να είναι από τώρα αρκετά ισχυρός στο επίπεδο της πολιτικής και συνδικαλιστικής
κατεύθυνσης. Ήδη η Κίνησή μας Παιδεία για την Δημοκρατία και την Ανάπτυξη αρχίζει
να εκφράζει σε επίπεδο ιδεών την πιο αποφασιστική και πιο αριστερή αυθόρμητη
πτέρυγα της πάλης για μια προοδευτική μεταρρύθμιση και έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό
επηρεάσει τις συνειδήσεις στον πανεπιστημιακό χώρο, και στους φοιτητές και στους
εκπαιδευτικούς. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μέσα στους 12 μήνες ζωής της η
ιστοσελίδα της http://www.kpad.gr έχει δεχτεί 200.000 επισκέψεις και οι αναφορές
σε αυτήν σε πολλά φόρουμ και ιστοσελίδες είναι παρά πολλές και διαρκώς πυκνώνουν.
Με αυτήν εδώ την ευκαιρία καλούμε κάθε άνθρωπο που στην κύρια πλευρά συμφωνεί
με τις γενικές θέσεις της Κίνησης να έρθει σε επαφή μαζί μας, να μας γνωρίσει
και να ενώσει τις προσπάθειές του με τις δικές μας για να συγκροτηθεί ένα δημοκρατικό
μέτωπο που θα αλλάξει τις συνειδήσεις και τελικά την κατάσταση και στα πανεπιστήμια
και σε όλες τις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Αυτό θα ήταν ένα καθαρό
κέρδος από όλη αυτή την υπόθεση οποιαδήποτε και αν είναι η έκβαση της μάχης
που είναι σε εξέλιξη. Καμιά μεταρρύθμιση δεν είναι δυνατή χωρίς την οργάνωση
των προοδευτικών ανθρώπων που θα την στηρίξουν απέναντι στους εχθρούς της>>.