ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΦΑΣΙΣΜΟ
Η παρακάτω αφήγηση επιχειρεί να φωτίσει ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά γεγονότα του τελευταίου διμήνου που έλαβαν χώρα στη Ρωσία. Σ’ αυτά εμπλέκονται μεταξύ άλλων δημοσιογράφοι, γνωστοί ηγέτες της αντιπολίτευσης, ναζιστές-νοσταλγοί του Χίτλερ, φοιτητές της Ιατρικής, οι μανάβηδες της μοσχοβίτικης αγοράς και φυσικά, η πανταχού παρούσα μυστική αστυνομία: το FSB ή αλλιώς πρώην KGB. Τα περιστατικά που περιγράφουμε δείχνουν πόσο βαθιά είναι ήδη στη ρωσική κοινωνία η επέλαση του φαιοκόκκινου μετώπου, καθώς και το μέγεθος της βίας που ασκείται πάνω στους εχθρούς του.
Η «αυτοκτονία» του Ιβάν Σαφρόνοφ
Ο Ιβάν Σαφρόνοφ
ήταν ανταποκριτής και αρθρογράφος της εφημερίδας «Κομερσάντ», ειδικός στα στρατιωτικά
ζητήματα. Στις 2 Μαρτίου, γύρω στις 4 μ.μ., έπεσε από τον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας
του και σκοτώθηκε. Οι επίσημες δικαστικές αρχές έκαναν αμέσως λόγο για αυτοκτονία,
μια εκδοχή που όμως αντικρούεται από τους συγγενείς του νεκρού και τους γνωστούς
του, οι οποίοι έχουν να λένε για τη νοητική διαύγεια και την αγάπη για τη ζωή
που τον χαρακτήριζε.
Το μεσημέρι της Παρασκευής 2/3 ο δημοσιογράφος επέστρεφε από το νοσοκομείο που
είχε επισκεφθεί την προηγουμένη γιατί αισθανόταν αδιάθετος. Πριν φτάσει σπίτι
του, πέρασε από την αγορά να ψωνίσει μανταρίνια. Αργότερα κάποιοι φοιτητές από
την απέναντι πολυκατοικία είδαν το σώμα του πεσμένο στο έδαφος, με τα παπούτσια
βγαλμένα και το πουλόβερ σηκωμένο από την πτώση. Κουνιόταν ακόμη και φαινόταν
σα να προσπαθεί να σηκωθεί. Στη συνέχεια πρόσεξαν ότι το παράθυρο του κλιμακοστάσιου
ήταν ορθάνοιχτο. Μανταρίνια είχαν χυθεί εδώ κι εκεί. Αμέσως κάλεσαν τις πρώτες
βοήθειες. Η αρχική κλήση απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι «δεν μπορούμε
να μαζεύουμε κάθε μεθυσμένο στη Μόσχα Παρασκευή βράδυ! Ξαναπάρτε σε μισή ώρα,
αν το θύμα εξακολουθεί να βρίσκεται τριγύρω». Και πραγματικά, η νοσοκομειακή
βοήθεια έφτασε με τουλάχιστο μισή ώρα καθυστέρηση.
Η εκδοχή της αυτοκτονίας ήταν τόσο τραβηγμένη από μόνη της, που ελάχιστοι τη
δέχτηκαν. Αντίθετα, πιο λογικές δείχνουν οι φωνές εκείνες που συνδέουν την «αυτοκτονία»
του Ι. Σαφρόνοφ με τη δουλειά του ως δημοσιογράφου, και πιο συγκεκριμένα με
τη διερεύνηση τελευταία από αυτόν του ζητήματος των ρωσικών πωλήσεων όπλων στο
εξωτερικό. Ο δημοσιογράφος της «Κομερσάντ» είχε λάβει γνώση πληροφοριών που
αποκάλυπταν την ύπαρξη μυστικών συμβολαίων μεταξύ Μόσχας και Δαμασκού, για να
προμηθευτεί η τελευταία στρατιωτικά αεροπλάνα MiG-29 και πυραύλους Pantsir-S1
και Iskander-E. Άλλες πληροφορίες του έκαναν λόγο για προμήθεια της Συρίας με
αεροπλάνα και του Ιράν με πυραύλους S-300 μέσω Λευκορωσίας. Στις 27/2, δηλαδή
τρεις ημέρες πριν την εκπαραθύρωσή του, ο Ι. Σαφρόνοφ είχε ενημερώσει τους συναδέλφους
του γι’ αυτές τις πληροφορίες, αλλά τους είπε ότι δεν μπορούσε να τις γράψει,
καθώς είχε απειληθεί ότι, αν το έκανε, θα προκαλούνταν διεθνές σκάνδαλο και
το FSB θα τον κατηγορούσε αμέσως για αποκάλυψη κρατικών μυστικών. Όμως σε τηλεφωνική
συνομιλία με την εφημερίδα του την ίδια μέρα δήλωσε έτοιμος να υπαγορεύσει το
ρεπορτάζ δια τηλεφώνου (βλ. www.kommersant.com, 6/3).
Ο Ιβάν Σαφρόνοφ είναι ο εικοστός δημοσιογράφος που χάνει πρόωρα τη ζωή του στη
Ρωσία επί προεδρίας Πούτιν.
Προβοκάτσια, κατασυκοφάντηση και άγρια καταστολή
Στη Ρωσία το να
διαμαρτύρεσαι ενάντια στη βία του καθεστώτος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και
ψυχοφθόρα υπόθεση. Οι μέθοδες που εφαρμόζουν οι αρχές για να επιβάλλουν την
τάξη ποικίλλουν ανάλογα με την περίσταση. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα αποδεικνύονται
εξαιρετικά πανούργες. Σήμερα μ’ αυτές τις μεθόδους το Κρεμλίνο κινδυνεύει να
ανακόψει την ανάπτυξη του δημοκρατικού κινήματος της χώρας, που μόλις κάνει
τα πρώτα του μεγάλα βήματα.
Το κίνημα αυτό εκφράζεται κυρίως μέσα από την πολιτική συμμαχία «Η Άλλη Ρωσία»,
ένα μετωπικό σχηματισμό με ηγετικές φυσιογνωμίες τον παγκοσμίου φήμης σκακιστή
Γκάρι Κασπάροφ και τον πρώην πρωθυπουργό Μιχαήλ Κασιάνοφ. Για να την αντιμετωπίσει,
και κυρίως να την εκθέσει διεθνώς, το FSB έχει διεισδύσει μέσα στο σχήμα προσθέτοντας
στις γραμμές του επικίνδυνους αντιδραστικούς ψευτοαριστερούς σαν τον Βίκτορα
Ανπίλοφ ή τον φαιοκόκκινο Έντουαρντ Λιμόνοφ, που, εκτός από αρχηγός του εθνικο-μπολσεβίκικου
κόμματος και αποδειγμένος θιασώτης της ρωσικής επέκτασης, τυγχάνει μακροχρόνιος
φίλος του Ράντοβαν Κάρατζιτς.
Με αφετηρία τη Μόσχα, λοιπόν, η «Άλλη Ρωσία» πραγματοποιεί σειρά διαδηλώσεων
που έχουν γίνει γνωστές ως «πορείες των δυσαρεστημένων» και στόχο έχουν να καταγγείλουν
τον περιορισμό των ελευθεριών και τη διογκούμενη αυθαιρεσία της ηγεσίας του
ρωσικού κράτους. Η δεύτερη τέτοια πορεία έγινε στις 3 Μάρτη στην Αγ. Πετρούπολη,
στην οποία συμμετείχε και η τοπική οργάνωση του σοσιαλφιλελεύθερου κόμματος
«Γιάμπλοκο» (Μήλο). Το καθεστώς εφάρμοσε εδώ την ταχτική της ωμής βίας. Η διαδήλωση
απαγορεύτηκε από τις Αρχές, που κάλεσαν τις ειδικές δυνάμεις (ΟΜΟΝ) για να τη
διαλύσουν. Δεκάδες διαδηλωτές ξυλοκοπήθηκαν. Συνελήφθησαν 113 άτομα, μεταξύ
των οποίων και ο αντιπρόσωπος του τοπικού κοινοβουλίου Σ. Γκουλιάεφ. Ορισμένοι
ακτιβιστές που ερχόντουσαν από γειτονικές πόλεις εκείνη τη μέρα εντοπίστηκαν
από την αστυνομία και αναγκάστηκαν να κατέβουν από τα τραίνα στα οποία επέβαιναν.
Φυσικά, η διαδήλωση υποβαθμίστηκε από τα ρώσικα υπόδουλα μέσα ενημέρωσης. Το
«Κανάλι Ένα» μάλιστα έκανε απλά λόγο για «μία σύγκρουση με την αστυνομία, υποκινούμενη
από χούλιγκαν» (The Saint Petersburg Times, 6/3). Όμως το περίεργο της υπόθεσης
ήταν ότι, απ’ όσους συνελήφθησαν σ’ εκείνη τη διαδήλωση, μόνο οι σωματοφύλακες
του Λιμόνοφ παρέμειναν υπό κράτηση και οι άλλοι απελευθερώθηκαν. Αυτό έγινε
για να δοθεί κύρος στον Λιμόνοφ μέσα στην αντιπολίτευση. Να σημειώσουμε εδώ
ότι τον προβοκάτορα Λιμόνοφ τον είχε υποστηρίξει το ψευτοκομμουνιστικό κόμμα
της Ρωσίας, όταν δικαστήριο της Μόσχας απαγόρευσε τη λειτουργία του κόμματός
του τον Ιούνη του 2005, μία απαγόρευση που κράτησε μόλις δύο μήνες, για να αρθεί
από το ανώτατο δικαστήριο της Ρωσίας τον Αύγουστο.
Ακολούθησε η διαδήλωση του Νίζνι Νοβγκορόντ στις 24 Μάρτη, όπου κι εδώ οι διοργανωτές
έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης, με αποτέλεσμα κάποιοι να συλληφθούν και κάποιοι
άλλοι να αισθανθούν την καχυποψία του κόσμου τους επειδή τη γλίτωσαν. Στο Νίζνι
Νοβγκορόντ κάποιοι προβοκάτορες σήκωσαν πλακάτ που έγραφαν: «Μπερεζόφσκι,
είμαστε μαζί σου» ή «Μπους, βόηθα να σωθεί η δημοκρατία στη Ρωσία», ρίχνοντας
νερό στο μύλο των επιχειρημάτων του Κρεμλίνου που θέλουν το δημοκρατικό κίνημα
της Ρωσίας χωρίς εσωτερικά λαϊκά ερείσματα και υποκινούμενο από την εξόριστη
ολιγαρχία και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Το καθεστώς γύρευε μόνο ένα λάθος του αντικυβερνητικού στρατοπέδου, κι αυτό
το έδωσε ο εξόριστος στο Λονδίνο πρώην ολιγάρχης, αλλά πάντα πάμπλουτος Μπορίς
Μπερεζόφσκι. Αυτός δήλωσε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα The Guardian (14/4)
ότι το καθεστώς πρέπει να ανατραπεί ακόμα και με προσφυγή στη βία. Κάτι τέτοιο
θα μπορούσε ίσως να το ισχυριστεί χωρίς να προβοκάρει ο Κασπάροφ, που είναι
καταξιωμένος δημοκράτης, αλλά ποτέ ένας ολιγάρχης σαν τον Μπερεζόφσκι. Οι δηλώσεις
του Μπερεζόφσκι συνέπιπταν χρονικά με τη δημοσίευση μιας αναφοράς του αμερικανικού
Στέιτ Ντιπάρτμεντ σχετικά με τα επίπεδα δημοκρατίας στη Ρωσία.
Δίχως να περιμένει, η ρωσική ηγεσία ήγειρε ζήτημα εισροής χρημάτων από το εξωτερικό
για λόγους πολιτικής ανάμιξης στα εσωτερικά πράγματα της χώρας και εξήγγειλε
μέτρα για την καταπολέμησή της. Ο εκπρόσωπος της Δούμας Μπ. Γκριζλόφ ανακοίνωσε
τη σύσταση μιας κοινοβουλευτικής ομάδας εργασίας με καθήκον να ανακαλύψει «ποιος
βρίσκεται πίσω» από τις διαδηλώσεις «και με τίνος τα χρήματα διοργανώνονται»
(Radio Liberty, 24/4). Το καθεστωτικό «Κανάλι Ένα» ανέλαβε τη διεύθυνση της
Ρωσικής Ειδησεογραφικής Υπηρεσίας απαγορεύοντάς της να φιλοξενεί τους ηγέτες
της αντιπολίτευσης, που από δω και μπρος θα πρέπει να αναφέρονται ως «ριζοσπάστες
φιλελεύθεροι». Η μη κυβερνητική οργάνωση Internews δέχτηκε επιδρομή στα γραφεία
της από αστυνομικούς, οι οποίοι προέβησαν στην κατάσχεση εγγράφων, και η Δούμα
τροποποίησε τον ποινικό κώδικα επιτρέποντας την τιμωρία των αντικαθεστωτικών
διαδηλώσεων, όταν αυτές μετατρέπονται σε βίαιες. Το καθεστώς είχε βρει ένα πρόσχημα
για να πέσει με μεγαλύτερο μένος πάνω στο αναπτυσσόμενο δημοκρατικό κίνημα και
να το τελειώσει, και τα πρώτα θύματα αυτής της εκστρατείας ήταν οι θαρραλέοι
εκείνοι άνθρωποι που βγήκαν στους δρόμους για να καταγγείλουν όλα αυτά τα αίσχη.
Έτσι, στις 14 Απρίλη, ανήμερα της πορείας δυσαρεστημένων της Μόσχας, ο διευθυντής
του Ινστιτούτου Πολιτικών Σπουδών Σ. Μαρκόφ είπε από το ραδιόφωνο ότι «χρειάζεται
να παρθούν αυστηρά μέτρα» και ότι «φέραμε ισχυρές δυνάμεις των ΟΜΟΝ
για να δείξουμε τη σκληρότητα της κυβέρνησης» απέναντι σε τέτοιου είδους
διαδηλώσεις. Μάλιστα, για να τους ερεθίσουν ακόμα περισσότερο, τους είπαν ότι
η διαδήλωση αφορούσε τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων (στο ίδιο). Η διαδήλωση
της Μόσχας, στην οποία συμμετείχε μια μεγάλη γκάμα φορέων της αντιπολίτευσης
και πέραν της «Άλλης Ρωσίας», απαγορεύτηκε με τη δικαιολογία ότι το μέρος που
είχαν ζητήσει οι διοργανωτές –η κεντρική πλατεία Πούσκιν– είχε κρατηθεί για
μια άλλη συγκέντρωση της πουτινικής νεολαίας. Όμως η συγκέντρωση αυτή δεν έγινε
ποτέ και η πλατεία Πούσκιν παρέμεινε υπό τη φύλαξη πολυάριθμων αστυνομικών και
ειδικών δυνάμεων, τρεις φορές περισσότερων σε αριθμό απ’ τους διαδηλωτές. Αντ’
αυτού οι αρχές έδωσαν στην αντιπολίτευση ένα περιφερειακό πάρκο στη συνοικία
Τσίστιε Προύντι, 2 χλμ. μακριά, και μάλιστα τους απαγόρευσαν να διαδηλώσουν
ως εκεί. Εκείνοι αποφάσισαν να το κάνουν. Τότε η αστυνομία στένεψε τον κλοιό
γύρω από την πορεία εγκλωβίζοντας ακόμα και άσχετο κόσμο που έτυχε να βρίσκεται
εκεί γύρω. Στο μπλοκ των εθνικομπολσεβίκων υψώθηκαν σημαίες και άναψαν φωτιές.
Σε λίγο η αστυνομία άρχισε να χτυπά και να συλλαμβάνει αυθαίρετα. Πολλοί από
τους συλληφθέντες –250 σύμφωνα με την αστυνομία – ήταν απλοί περαστικοί, δημοσιογράφοι
και κάμεραμαν, ανάμεσα στους οποίους και τέσσερις δημοσιογράφοι του πρακτορείου
Ρόιτερς. Άλλοι ανήκαν στην καθοδήγηση.
Ο Κασπάροφ συνελήφθη
απ’ τους πρώτους. Καθώς απομακρυνόταν μέσα στο αστυνομικό όχημα κατάφερε να
φωνάξει απ’ το ανοιχτό παράθυρο: «Αυτό το καθεστώς είναι εγκληματικό. Είναι
ένα αστυνομικό κράτος. Συλλαμβάνουν ανθρώπους παντού». Την ίδια στιγμή,
μια άλλη συγκέντρωση, αυτή του ναζιστικού «Κινήματος Ενάντια στη Λαθρομετανάστευση»,
είχε πάρει την άδεια των αρχών για να διεξαχθεί στην πλατεία Μπολότναγια, δύο
βήματα απ’ τους τοίχους του Κρεμλίνου, με θέμα «Η Μόσχα είναι ρωσική πόλη»
(Μοντ, 15/4). Από τους 3000 διαδηλωτές που συμμετείχαν αρχικά στην
πορεία των δυσαρεστημένων μόνο οι μισοί κατάφεραν να φτάσουν στο πάρκο της συνοικίας
Τσίστιε Προύντι. Καθώς δεχόντουσαν την επίθεση των αστυνομικών, φώναζαν συνθήματα
όπως: «Χρειαζόμαστε μιαν άλλη Ρωσία», «Ρωσία χωρίς τον Πούτιν!», «Όχι στο
αστυνομικό κράτος», «Τέρατα! Φασίστες! Αίσχος!» Οι συλλήψεις και οι ξυλοδαρμοί
συνεχίστηκαν και μετά το πέρας της συγκέντρωσης, όταν η αστυνομία έφραξε την
είσοδο του μετρό στους διαδηλωτές που επέστρεφαν στα σπίτια τους.
Ακόμη πιο άγρια επεισόδια σημειώθηκαν στην πορεία διαμαρτυρίας της Αγ. Πετρούπολης
την επομένη, ιδίως μετά τη λήξη της, παρότι εκεί δόθηκε η απαιτούμενη άδεια
διεξαγωγής. Δεκάδες διακομίστηκαν στο νοσοκομείο. Τις προηγούμενες ημέρες η
αστυνομία είχε διενεργήσει εφόδους στα γραφεία του κόμματος «Γιάμπλοκο» κατάσχοντας
υλικό της πορείας και συλλάμβανε όσους το διακινούσαν. Παρά τη βιαιότητα των
αρχών, η επιτυχία της διαδήλωσης δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Κατάφερε να
ολοκληρωθεί σε μια στιγμή που ο Πούτιν, παρέα με τον ιταλό πρωθυπουργό Μπερλουσκόνι
και με τη συνοδεία του ηθοποιού Ζαν-Κλοντ Βαν Νταμ, προτίμησε να παρακολουθήσει
έναν αγώνα πάλης στην ίδια πόλη. Όμως από τη διαδήλωση έλειπε αυτή τη φορά ο
ηγέτης της αντιπολίτευσης Κασπάροφ, τον οποίον οι αρχές άργησαν να απελευθερώσουν,
αφού πρώτα τον ανάγκασαν να καταβάλει το αντίτιμο των 1000 ρουβλίων, που αντιστοιχεί
στο αδίκημα της «εκφώνησης αντικυβερνητικών συνθημάτων εν τη παρουσία μεγάλης
ομάδος ατόμων» (Los Angeles Times, 15/4). Συνελήφθησαν από την τοπική ηγεσία
της «Άλλης Ρωσίας» ο Σ. Γκουλιάγιεφ –που έσπασε το χέρι του στα επεισόδια–,
ο Μ. Ρέζνικ, ηγέτης του τοπικού «Γιάμπλοκο», και ο Έντουαρντ Λιμόνοφ, αρχηγός
των εθνικο-μπολσεβίκων.
Πέντε ημέρες αργότερα το μοσχοβίτικο δικαστήριο με απόφασή του κατέτασσε το εθνικο-μπολσεβίκικο κόμμα στις εξτρεμιστικές οργανώσεις, μια απόφαση που δυσκολεύει τα πράγματα για την «Άλλη Ρωσία», καθώς επιτρέπει στις αρχές να απαγορεύουν κάθε δημόσια υποστήριξη προς αυτήν. Αυτό ήταν το νόημα της προβοκατόρικης συμμετοχής του κόμματος του Λιμόνοφ στη δημοκρατική συμμαχία. Μπορούσε να βγάλει εκτός νόμου την «άλλη Ρωσία» όχι ως δημοκρατική, αλλά ως φασιστική. Βεβαίως εδώ υπάρχει μεγάλη ευθύνη των Κασπάροφ-Κασιάνοφ, που δέχτηκαν να συνεργαστούν με φασίστες στο όνομα του δήθεν αντι-πουτινισμού τους. Αυτό δείχνει πόσο ασυνεπές πολιτικά είναι ένα δημοκρατικό κίνημα την καθοδήγηση του οποίου έχει η αστική τάξη. Για πρώτη φορά η «Άλλη Ρωσία» βρίσκεται σε τόσο δύσκολη θέση.
Απαγόρευση κυκλοφορίας σε αλλοδαπούς φοιτητές λόγω γενεθλίων…
Στις 18 Απρίλη
η διεύθυνση της Ιατρικής Ακαδημίας Σέτσενοφ της Μόσχας απαγόρευσε στους ξένους
φοιτητές της την έξοδο από τους κοιτώνες τους για τις 20 του μήνα. Ο λόγος:
η αύξηση της ρατσιστικής βίας που σημειώνεται κάθε χρόνο εκείνη τη μέρα. Είναι
η επέτειος γέννησης του Αδόλφου Χίτλερ και οι πολυάριθμες ναζιστικές συμμορίες
της Ρωσίας τιμούν τη μνήμη του με τρόπο που να αντιστοιχεί στο ποιόν και στα
πεπραγμένα του τιμώμενου προσώπου: Χτενίζουν τους δρόμους και τα μαγαζιά της
πρωτεύουσας –όπως και άλλων μεγάλων πόλεων της χώρας– εντοπίζοντας πολίτες με
ξενικά χαρακτηριστικά, κυρίως μελαμψούς και καυκάσιους, τους οποίους ξυλοκοπούν,
μαχαιρώνουν και ταπεινώνουν δημόσια με την ανοχή των επίσημων αρχών. Οι λίγοι
δολοφόνοι που συλλαμβάνονται κατά καιρούς κατηγορούνται για απλό χουλιγκανισμό
και στη συνέχεια απελευθερώνονται. Πέρσι μια τέτοια ναζιστική συμμορία είχε
επιτεθεί στην Εστία του πανεπιστημίου με βόμβες, υβριστικά συνθήματα και ναζιστικούς
χαιρετισμούς.
Προκειμένου, λοιπόν, φέτος να αποφευχθούν παρόμοια έκτροπα που θα έπλητταν το
κύρος του μοσχοβίτικου πανεπιστημίου, η διεύθυνση κλείδωσε τους κοιτώνες,
ενώ συνέστησε στους αλλοδαπούς φοιτητές να προμηθευτούν τρόφιμα και να παραμείνουν
μέσα για τις επόμενες τρεις ημέρες! Μόνο στους ασκούμενους γιατρούς
επετράπη η έξοδος, για καθαρά εκπαιδευτικούς λόγους, ενώ οι υπόλοιποι ξένοι
φοιτητές έπρεπε να πάρουν την άδεια των πανεπιστημιακών αρχών για να βγουν,
αφού προηγουμένως υπόγραφαν ένα χαρτί με το οποίο θα αναλάμβαναν οι ίδιοι πλήρως
την ευθύνη για την ασφάλειά τους!!!
Έγιναν επίσης ασκήσεις
ετοιμότητας, ενώ ανάλογα μέτρα πάρθηκαν και σε άλλα πανεπιστήμια της χώρας,
ενδεικτικά του θλιβερού καθεστώτος ομηρίας στο οποίο έχει περιπέσει η ρωσική
κοινωνία από το φαιοκόκκινο ναζισμό. Την καυτή του ανάσα την αισθάνεται όχι
μόνο το πιο εξαθλιωμένο και καταπιεσμένο κομμάτι του λαού, όπως είναι οι ξένοι
εργάτες και σπουδαστές, αλλά και αρκετοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι της κρατικής
μηχανής, οι οποίοι, προκειμένου να διατηρήσουν τη θέση τους ή φοβούμενοι για
τη ζωή τους και τη ζωή των αγαπημένων τους προσώπων, υποκύπτουν στις συμμορίες.
Στη Ρωσία όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι οι κεραίες του FSB (πρώην ΚαΓκεΜπε) βρίσκονται
παντού. Σε λίγο καιρό η οργανωμένη βία των ναζιστών θα περάσει και στα υπόλοιπα
στρώματα αναγκάζοντας όλο το λαό να υποταχθεί στην απάνθρωπη λογική τους.
Είναι η λογική που λέει ότι, όταν ο φασίστας χτυπά, όλοι οι άλλοι πρέπει να
λουφάζουν. Αυτή τη λογική υπηρετεί και η σκανδαλώδης απόφαση του πανεπιστημίου
Σέτσενοφ. Η δευτεροετής φοιτήτρια Λία Γκέινλαϊν από το Ισραήλ δήλωσε χαρακτηριστικά
στο Ασσοσιέιτεντ Πρες: «Είναι ωραίο που μας προσέχει το πανεπιστήμιο, αλλά
από την άλλη είναι γελοίο να περιορίζεται η ελευθερία μας εξαιτίας ορισμένων
ακραίων ομάδων. Σε μια κανονική δημοκρατική χώρα οι αρχές δεν υποτάσσονται στα
συμφέροντα τέτοιων ομάδων, αλλά, αντίθετα, προστατεύουν τον κόσμο από αυτές»
(19/4).
Όμως στη Ρωσία του Πούτιν, αγαπητή Λία, τη χώρα όπου γεννιέται ο νέος χιτλερισμός,
οι ρόλοι προστατευόμενου-διωκόμενου έχουν αντιστραφεί…
Εθνοκάθαρση στο εμπόριο
Η έννοια της καθαρότητας
(φυλετικής, εθνικής, πολιτιστικής κτλ.) χρησιμεύει στο ναζισμό ως μέσο κυριαρχίας
απέναντι στους αντιπάλους του. Αυτό που συνήθως εμφανίζεται ως εχθρός της καθαρότητας
είναι κάτι το τόσο βρώμικο και ποταπό όσο το κεφάλαιο –φυσικά το εχθρικό κεφάλαιο–,
καθώς και αυτοί που το διαχειρίζονται. Ο Χίτλερ είχε προσδιορίσει το εβραϊκό
κεφάλαιο ως εχθρικό απέναντι στην καθαρότητα του γερμανικού έθνους και επιχείρησε
να εξολοθρεύσει όλους τους εν δυνάμει φορείς του. Σήμερα ο Πούτιν, έχοντας αρπάξει
το «εβραϊκό» κεφάλαιο της χώρας του με το να φυλακίσει και εξορίσει τους βασικούς
φορείς του (Χοντορκόφσκι, Γκουσίνσκι, Μπερεζόφσκι κ.ά.), επεκτείνει την εφαρμογή
της εθνικής καθαρότητας στη σφαίρα του εμπορίου αγροτικών προϊόντων.
Έτσι, λοιπόν, από την 1η Απρίλη μόνο οι ρώσοι πολίτες επιτρέπεται να πουλούν
λαχανικά, φρούτα και μπαχαρικά. Όλοι οι άλλοι συλλαμβάνονται, φορτώνονται στα
οχήματα της αστυνομίας και στέλνονται πίσω στις χώρες προέλευσής τους. Η απαγόρευση
δεν κάνει καν διάκριση ανάμεσα σε παλιούς και νέους μετανάστες ή ανάμεσα σε
νόμιμους και παράνομους, ενώ διακηρυγμένος στόχος της είναι -σύμφωνα με τον
Πούτιν- να «εκπολιτιστεί η αγορά εργασίας» (Νιου Γιορκ Τάιμς, 21/4), που είχε
διαφθαρεί με την είσοδο των αλλοδαπών. Στην πραγματικότητα η ρωσική κοινωνία
έγινε μάρτυρας μιας ακόμη προσπάθειας εκβαρβαρισμού της από την ολιγομελή αδίστακτη
κλίκα των νέων φαιοκόκκινων ναζί. Από την έναρξη ισχύος του νέου μέτρου μέχρι
σήμερα οι πάγκοι έχουν αδειάσει, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι των πωλητών ερχόταν
από χώρες όπως η Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν και το Ουζμπεκιστάν. Οι άνθρωποι αυτοί
έχουν επαναπροωθηθεί στις χώρες προέλευσής τους, ενώ σημειώματα έχουν αναρτηθεί
στις εισόδους των αγορών υπενθυμίζοντας ότι υπάρχει άπλετος χώρος για «αγρότες
από την πατρίδα» (στο ίδιο).
Ανίδεοι ρώσοι αγρότες σπεύδουν να καταλάβουν τις κενές θέσεις, όπως ακριβώς
στη χιτλερική Γερμανία μικροαστοί έσπευδαν να καταλάβουν ιδιοκτησίες και δουλειές
που άφηναν οι εβραίοι που μεταφέρονταν στους φούρνους.