Η ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΒΙΑ ΑΝΑΒΙΩΝΕΙ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Η αστυνομική ψυχιατρική είναι μια παλιά τυπική μέθοδος που χρησιμοποιούσε από την μπρεζνιεφική εποχή ο σοσιαλφασισμός για να ασκεί την εξουσία του και να εξουδετερώνει τους εχθρούς του. Όποιος τον απειλούσε χαρακτηριζόταν «σχιζοφρενής» και κλεινόταν σε ειδικό ίδρυμα για «θεραπεία». Η μέθοδος αυτή αναβιώνει και σήμερα στην πουτινική Ρωσία. Τελευταίο κρούσμα είναι ο εγκλεισμός της 48χρονης δημοκράτισσας ρωσίδας δημοσιογράφου Λαρίσας Αράπ, που είναι και μέλος του Ενωμένου Πολιτικού Μετώπου (ΟGF) που καθοδηγεί ο γνωστός αντισοσιαλφασίστας Γκ. Κασπάροφ.
Η Λαρίσα επισκέφτηκε το
γιατρό στις 5 Ιούλη για ορισμένες τυπικές εξετάσεις απαραίτητες για την ανανέωση
της άδειας οδήγησής της. Όμως πριν καλά-καλά το καταλάβει, συνελήφθη και οδηγήθηκε
με ασθενοφόρο στο ψυχιατρείο του Μουρμάνσκ (6/7) όπου και παρέμεινε έγκλειστη
για αρκετό διάστημα ως «επικίνδυνη για την ίδια και για τους άλλους».
Ο γιατρός που τηλεφώνησε στην αστυνομία είχε ζητήσει πρώτα να εξακριβώσει εάν
η πελάτισσά του ήταν η συντάκτρια ενός άρθρου που καυτηρίαζε το ψυχιατρικό σύστημα
της περιοχής.
«Όταν με έφεραν (σ.σ. στο φρενοκομείο) η αστυνομία, το ιατρικό
προσωπικό με χτύπησε πολύ άγρια στην αίθουσα υποδοχής. Ύστερα με έδεσαν, αφού
με ανάγκασαν να γδυθώ μπροστά σε άνδρες ασθενείς», δήλωσε η Λαρίσα σε δημοσιογράφους
του Radio Liberty (RFE/RL, 21/8) μετά την απελευθέρωσή της. Η Λ. Αράπ δέχτηκε
ενέσεις ψυχοφαρμάκων που είχαν σαν αποτέλεσμα την εξασθένηση του οργανισμού
της, προκαλώντας αλλοίωση της όρασης και απώλεια ισορροπίας. Όμως οι νοσηλευτές
δεν αρκέστηκαν στη «θεραπεία» της ασθενούς αλλά προχώρησαν σε ριζικότερες λύσεις:
«Έγινε απόπειρα δολοφονίας μου», αποκαλύπτει. «Μου έδωσαν ένα ισχυρό
ναρκωτικό και ξύπνησα επειδή κάποιος τραβούσε από πάνω μου μια γυναίκα που προσπαθούσε
να με πνίξει με ένα μαξιλάρι. Έβαζαν χάπια στο στόμα μου, με ανάγκαζαν να τα
καταπιώ, και στη συνέχεια έλεγχαν το στόμα» (στο ίδιο). Ο εγκλεισμός της
στο Μουρμάνσκ – και στη συνέχεια στη μικρή απομακρυσμένη πόλη Απατίτυ, στο ίδρυμα
που είχε η ίδια κάνει γνωστό με το άρθρο της – κράτησε 46 ημέρες και χρειάστηκε
η παρέμβαση του επιτρόπου ανθρωπίνων δικαιωμάτων της χώρας Β. Λουκίν – ύστερα
από επίμονες προσπάθειες του OGF, οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της
οικογένειάς της – για να αφεθεί επιτέλους ελεύθερη. Προτού αφεθεί ελεύθερη όμως
αναγκάστηκε να υπογράψει μία δήλωση με την οποία παραδεχόταν ότι είχε νοσηλευτεί
οικειοθελώς. «Αρνήθηκα, και μετά μου ζήτησαν να υπογράψω άλλη δήλωση με
την οποία να ζητώ εξιτήριο με την υπόσχεση ότι θα λάβω εξωτερική ψυχιατρική
θεραπεία. Δεν είχα άλλη λύση απ’ το να γράψω αυτή τη δήλωση. Δε θα με είχαν
αφήσει διαφορετικά» (RFE/RL, 17/8). Η νοσηλεία της στερούνταν κάθε ιατρικής
βάσης, όπως διαπίστωσε αργότερα ο πρόεδρος της Ανεξάρτητης Ψυχιατρικής Ένωσης
της Ρωσίας, Γ. Σαβένκο, που την εξέτασε. Φυσικά το περιστατικό θάφτηκε πλήρως
από τον τοπικό τύπο. Όπως εξηγεί μία δημοσιογράφος της Βετσέρνι Μουρμάνσκ: «Ο
αρχισυντάκτης δέχτηκε πιέσεις, καλύτερα να μη μιλάμε γι’ αυτό το θέμα αν δε
θέλουμε να έχουμε πρόβλημα» (Le Monde, 1/8).
Πριν τρία χρόνια, η Λαρίσα είχε τύχει ξανά ψυχιατρικής περίθαλψης εξαιτίας του
κλονισμένου της νευρικού συστήματος, που είχαν προκαλέσει οι επανειλημμένες
απόπειρες τρομοκράτησής της από τους υπαλλήλους του καθεστώτος (απειλητικά τηλεφωνήματα,
παραβίαση της εξώπορτας, φασαρίες σε κοντινή απόσταση). Κατάφερε να βγει από
κει μέσα με τη βοήθεια ενός δικαστή που κήρυξε παράνομο τον εγκλεισμό της. Στη
συνέχεια δημοσίευσε στην τοπική εφημερίδα Πορεία Διαμαρτυρίας (8/6) το περίφημο
άρθρο σχετικό με τα χάλια του εκεί ψυχιατρικού συστήματος, όπου μεταξύ άλλων
κατήγγειλε τη χρήση ηλεκτροσόκ και τη σεξουαλική κακοποίηση των ασθενών από
τους νοσηλευτές. Σήμερα οι αρχές την τιμωρούν γι’ αυτή της την «αδιακρισία»
αλλά και για τη συνολική αντικαθεστωτική της στάση.
Εκτός από τη Λαρίσα Αράπ, ο κατάλογος των εγκλείστων σε ρωσικά ψυχιατρεία δημοκρατών
περιλαμβάνει κι άλλα ονόματα. Χαρακτηριστική παρόμοια περίπτωση είναι εκείνη
του Αντρέι Νοβικόφ, συντάκτη της τσετσένικης ιστοσελίδας Chechenpress, που «νοσηλεύτηκε»
ένα χρόνο πριν. Η ιδιαίτερη φύση της ποινής δείχνει πόσο αδίστακτο και βάρβαρο
είναι το νεοναζιστικό καθεστώς του Κρεμλίνου. Γιατί αυτό που υπονοεί η ψυχιατρική
βία είναι ότι οι ιδέες του αντιφρονούντα δεν παράγονται από την κοινωνική ζωή,
δεν είναι προϊόν της ταξικής πάλης οπότε δεν μπαίνουν στη διαδικασία της λογικής
κριτικής, γιατί ποτέ ένας πολίτης μιας τόσο «σωστής» κοινωνίας δεν μπορεί να
σκέφτεται τόσο αντικοινωνικά, τόσο αντικαθεστωτικά και τελικά τόσο αντεθνικά.
Μόνο μια εγκεφαλική και ψυχική βλάβη μπορεί να τον έχει φέρει σε μια τέτοια
κατάσταση που η λογική του να έρχεται σε τόσο μεγάλη σύγκρουση με τη γενική,
κοινωνική και εθνική λογική. Το ψυχιατρείο σημαίνει την απόλυτη άρνηση και την
απόλυτη τιμωρία κάθε αντικαθεστωτικής σκέψης. Ο ψυχιατρικά άρρωστος δεν έχει
καν το δικαίωμα να είναι πράκτορας μιας ξένης δύναμης γιατί αυτό θα σήμαινε
ότι κάποια ξένη δύναμη θα είχε τέτοια ιδεολογική ελκτικότητα ώστε θα μπορούσε
να δελεάσει και να αποσπάσει έστω και έναν υπήκοο του ανώτερου καθεστώτος και
του ανώτερου έθνους από την αφοσίωσή του στο καθεστωτικό και εθνικό μεγαλείο.
Αυτή η απόλυτη άρνηση κάθε δικιάς του σκέψης στον εχθρό είναι χαρακτηριστική
για κάθε σοσιαλφασισμό που εμφανίζεται από τη φύση του εκπρόσωπος της καθολικής
λαϊκής και εθνικής σκέψης.
Κι ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα! Σημειώνουμε, πως η αναβίωση της ψυχιατρικής
βίας συμπίπτει με την υιοθέτηση από τη ρωσική βουλή του λεγόμενου νόμου «ενάντια
στον πολιτικό εξτρεμισμό», ο οποίος επιτρέπει στην ουσία την περαιτέρω περιστολή
των πολιτικών δικαιωμάτων του ρωσικού λαού από την FSB (KGB) του προέδρου Πούτιν.