Οι εκλογές στις 11 του Νοέμβρη σταθμός στην πορεία εκφασισμού στο ΠΑΣΟΚ
Η ΝΔ, ο ΣΥΝ και
το ψευτοΚΚΕ είπαν ότι δεν είναι σωστό να επεμβαίνει ένα κόμμα στα εσωτερικά
ενός άλλου, και έτσι δεν πήραν ουσιαστική θέση στην εσωκομματική πάλη του ΠΑΣΟΚ.
Αυτή ήταν μια υποκριτική και βρώμικη στάση.
Ασφαλώς για τους μαρξιστές δεν υπάρχει ζήτημα να μην πάρουν θέση για οποιαδήποτε
εσωτερική πάλη σε ένα άλλο κόμμα, γιατί κανένα κόμμα δεν είναι εξωτερικό ως
προς την ταξική πάλη. Οι μαρξιστές πρέπει να μελετάνε όχι απλά τις διχογνωμίες
και τις διασπάσεις, αλλά και τις πιο ελαφριές αποχρώσεις και τάσεις που εκδηλώνονται
μέσα σε όλα τα κόμματα. Αυτό πρέπει να το κάνουν πάντα, αλλά πιο πολύ σε εποχές
σαν τη σημερινή, όπου το εργατικό κόμμα είναι στα σπάργανα και το εργατικό κίνημα
σε εξαιρετικά αδύναμη θέση. Σε τέτοιες εποχές οι αντιθέσεις μέσα στην αστική
τάξη έχουν τεράστια σημασία, καθώς για το προλεταριάτο αποτελούν ακόμα πιο χρήσιμες
εφεδρείες από όσο στις εποχές της επαναστατικής ανόδου του. Όμως ειδικά στην
περίπτωση του ΠΑΣΟΚ ένα οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, ακόμα και αστικό, στοιχειωδώς
έντιμο και δημοκρατικό όχι μόνο επιτρεπόταν να πάρει θέση στην εσωτερική διαμάχη
του, αλλά ήταν υποχρεωμένο να το κάνει, από την ώρα που το κόμμα αυτό
έκανε την εσωκομματική του πάλη εξωτερική υπόθεση, και μάλιστα κεντρική πολιτική
υπόθεση όλης της χώρας.
Για μας η μόνη δυσκολία, όπως θα διαπίστωσαν οι προσεκτικοί αναγνώστες, ήταν
το ποια θέση να πάρουμε, δηλαδή το πώς να ιεραρχήσουμε τις δύο βασικές υποψηφιότητες
στο ΠΑΣΟΚ κατά σειρά κινδύνου για την πρόοδο και την πολιτική δημοκρατία. Οι
προσεκτικοί αναγνώστες της Νέας Ανατολής και όσοι πήραν σημειώματα και προκηρύξεις
στα χέρια τους θα διαπίστωσαν ότι υπήρξε μια ταλάντευση στην ανάλυση και στην
πολιτική μας στο ζήτημα αυτό. Αρχικά, σε ένα μετεκλογικό τετρασέλιδο-ανακοίνωση
που αναφερόταν στο αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών εκφραστήκαμε με δυο λέξεις
ευνοϊκά για το Βενιζέλο. Αυτό το σημείο της ανακοίνωσης το αλλάξαμε μετά από
λίγες μέρες και δημοσιεύσαμε την ανακοίνωση στη Νέα Ανατολή χωρίς να υπάρχει
στο σημείο αυτό κάποια θετικότερη ή αρνητικότερη στάση απέναντι σε έναν από
τους δύο υποψήφιους. Το ίδιο κάναμε σε ένα πολύ αναλυτικότερο άρθρο στη Νέα
Ανατολή για τις εκλογές στο ΠΑΣΟΚ. Σ’ αυτό το άρθρο μας κάναμε μια αρκετά διεξοδική
μελέτη και ανάλυση των δύο στρατοπέδων, στην οποία προσδιορίζαμε σωστά ως ηγεμονικό
το ρόλο του Λαλιώτη και των ανθρώπων του και στα δύο στρατόπεδα. Όμως η ανάλυσή
μας δεν ήταν ακόμα αρκετά πατημένη, για να πάρουμε θέση σχετικά με το αν έπρεπε
να επηρεάσουμε το αποτέλεσμα προς κάποια πλευρά έστω στα πλαίσια της μικρής
μας επιρροής, και αν ναι προς ποια πλευρά. Έτσι κρατήσαμε για μεγάλο διάστημα
ουδέτερη στάση, ώσπου να μπορέσουμε να δούμε καθαρότερα, δηλώνοντας ότι αυτή
ήταν μια ουδετερότητα από άγνοια που εκτιμούσαμε ότι δε θα κρατούσαμε για πολύ.
Τελικά, λίγες μέρες πριν τις εκλογές της 11ης του Νοέμβρη πήραμε θέση με μια
εφημερίδα τοίχου. Από μια άποψη σ’ αυτήν συνεχιζόταν η ουδετερότητά μας, αλλά
αυτή ήταν ουδετερότητα από γνώση και όχι από άγνοια. Ήταν μια ουδετερότητα ενεργητική
και αρνητική και για τα δύο ηγετικά επιτελεία. Καταδικάσαμε και τα δύο επιτελεία
ως αλλοτριωμένα και καθοδηγημένα από τους ανθρώπους του Λαλιώτ-ΣΥΝ. Επρόκειτο
-σύμφωνα με την ανάλυσή μας- για δύο υπεραντιδραστικά επιτελεία που κανείς δεν
έπρεπε να υποστηρίξει.
Το βασικό πρόβλημα που μας απασχολούσε και τελικά το λύσαμε ήταν η πραγματική
πολιτική φυσιογνωμία του Βενιζέλου, γιατί τον Γ. Παπανδρέου, αυτόν τον πράκτορα,
γιο πράκτορα, τον ξέραμε από χρόνια. Μελετώντας πιο μεθοδικά την ιστορία του
πρώτου και τις θέσεις που έχει πάρει κατά καιρούς, παρακολουθώντας την πολιτική
του συμπεριφορά στην τελευταία πάλη για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και διαπιστώνοντας
την άλλοτε ανοιχτή και άλλοτε έμμεση υποστήριξη που του έδωσε το λαλιωτικό ρεύμα,
καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι είναι και αυτός άνθρωπος αυτού του ρεύματος, και
μάλιστα ο κατεξοχήν επίσημος αρχηγός του νέου «αποκαθαρμένου ΠΑΣΟΚ», δηλαδή
του ΠΑΣΟΚ του ΣΥΝ και του ψευτοΚΚΕ. Καταλήξαμε ότι πρόκειται για έναν διπρόσωπο
που είναι ικανός, όπως και το αφεντικό του ο Λαλιώτης, να παραπλανά τους πάντες
και να συσπειρώνει τους πάντες πηγαίνοντας με τα νερά τους ώσπου να τους βυθίσει,
να εμφανίζεται ως φίλος στα θύματά του, να μιλάει με χρησμούς και κούφιες γενικολογίες
και γενικά να κάνει ό,τι χρειάζεται για να προωθήσει σε πρακτικό επίπεδο την
πολιτική των ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ.
Ο Βενιζέλος είναι σε όλα τα βασικά στοιχεία της γραμμής του πιο πολύ κνίτης
απ’ όσο είναι συνασπισμικός. Δηλαδή στην τακτική βρίσκεται πιο δεξιά ακόμα και
από τον Γ. Παπανδρέου. Είναι αυτός ο σοσιαλφασίστας «συνταγματολόγος» που επεξεργάστηκε
τον τερατώδη για δημοκρατική χώρα νόμο του ασυμβίβαστου της βουλευτικής ιδιότητας
με την άσκηση του επαγγέλματος. Αυτός ο νόμος εξαρτά το βουλευτή από το κόμμα
και από το κράτος, και έτσι καταργεί την κλασική δημοκρατική αρχή της αντιπροσώπευσης
των παραγωγών αστών στο κοινοβούλιο. Είναι αυτός που εισηγήθηκε να μην μπορούν
γενικά τα τμήματα της αστικής τάξης που είναι δεμένα με την αγορά να χρηματοδοτούν
κόμματα, δηλαδή να υπάρχουν μόνο κρατικοφασιστικά κόμματα. Επιπλέον αυτός πρότεινε
τα οικονομικά των κομμάτων να μην ελέγχονται από αμιγώς δικαστικές αρχές, που
-ως γνωστό- δεν τις ελέγχουν οι ρωσόφιλοι, αλλά από τα σημερινά φιλικά τους
μικτά όργανα (ΣτΕ, Βουλή, Άρειος Πάγος). Είναι ,ακόμη, αυτός που εμπόδισε την
αναθεώρηση του χουντοφασιστικού άρθρου 16.
Ως γνήσιος σοσιαλφασίστας ο Βενιζέλος προβάλλει πιο έντονα από κάθε άλλον το
οικο-σαμποτάζ στην πρώτη και κυριαρχική θέση της ατζέντας του, ενώ είναι εναντίον
της αυτοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ στους Δήμους και θέλει -όπως και ο ΣΥΝ- την αύξηση
της εξουσίας των «συγκυβερνούμενων» δήμων σε σχέση με εκείνη της κεντρικής κυβέρνησης
στην οποία ο σοσιαλφασισμός δεν έχει τόση δύναμη. Χαρακτηριστικά θέλει τη συναινετική
ανάδειξη προέδρου της Δημοκρατίας, που σημαίνει οπωσδήποτε άνθρωπο που έχει
την έγκριση και της Ρωσίας, και βάζει ως πρότυπο τέτοιας προεδρίας τον Παπούλια.
Θυμόμαστε επίσης πως ο Βενιζέλος υπερασπίστηκε το Χριστόδουλο στις ταυτότητες
όχι από την άποψη της απροετοίμαστης και προβοκατόρικης κατάργησης του θρησκεύματος
από το Σημίτη, αλλά από άποψη αρχής. Τέλος, μόλις πρόσφατα διαπιστώσαμε ότι
είχε ξεσπαθώσει υπέρ του Λαλιώτη και κατά των δικαστών στο μεγάλο σκάνδαλο-σαμποτάζ
του εθνικού κτηματολογίου το 2001. Πραγματικά, αυτά τα στοιχεία μπορούν να εξηγήσουν
γιατί αυτός ο άγνωστος ρητορίσκος των αμφιθεάτρων της ΕΣΔΗΝ απέσπασε την εμπιστοσύνη
του Λαλιώτη το 1989 και εκσφενδονίστηκε από τον ίδιο σε χρόνο μηδέν στα ανώτατα
κλιμάκια της κυβερνητικής και κομματικής ιεραρχίας. Και μόνο το ότι αυτός ο
τύπος δε φανέρωσε ποτέ μια σαφή πολιτική φυσιογνωμία (όσο σαφές στη φυσιογνωμία
του μπορεί να είναι κάτι στο ΠΑΣΟΚ) είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό του αντιδραστικού
του πολιτικού χαρακτήρα. Τέτοιος ακριβώς ήταν και ο Σημίτης, που μας είχε πάρει
ακόμα περισσότερο καιρό να καταλάβουμε ότι ήταν ένας σκληρός ρωσόδουλος που
παρίστανε τον ευρωπαίο. Ο Βενιζέλος είναι ο Σημίτης της επόμενης φάσης. Είναι
ο κνίτης όχι πια της ΕΕ και του Λαμπράκη, αλλά ο «σοσιαλδημοκράτης» της νέας
ολιγαρχίας των Μπόμπολα, Κόκκαλη, Μυτιληναίου κτλ., είναι ο κνίτης της αντιδυτικής
ορθοδοξίας, ο κνίτης της Θεσσαλονίκης που ενώνει το σοβινισμό του ΛΑΟΣ με τον
ψευτοδιεθνισμό του ΣΥΝ, με δυο λόγια ο κνίτης της πουτινικής εποχής.
Έτσι εξηγείται γιατί επετράπη από το βαθύ ΠΑΣΟΚ σ’ αυτόν το νεόκοπο «πληβείο»
και όχι μόνο στον «πρίγκιπα» Παπανδρέου να διασπάσει το κόμμα ήδη με την ίδια
τη φύση της προεκλογικής εκστρατείας. Γιατί ένα κόμμα είναι πρακτικά διασπασμένο,
από την ώρα που τα στελέχη του μπορούν να καλούν μέλη και οπαδούς σε ξεχωριστές
ανταγωνιστικές συγκεντρώσεις. Έτσι εξηγείται επίσης το ότι του επετράπη να διασπάσει
και γεωγραφικά το κόμμα του και να γίνει ο αρχηγός του βόρειου τμήματός του.
Μια τέτοια διάσπαση θα καταγγελλόταν λίγο πολύ ως διάσπαση της χώρας από τους
«ξένους δαίμονες», αν ο Βενιζέλος δεν ήταν επιλογή του βαθιού καθεστώτος.
Αυτό το ξεκαθάρισμα της πραγματικής πολιτικής φυσιογνωμίας του Βενιζέλου μας
επέτρεψε δύο βδομάδες πριν τις εσωκομματικές εκλογές να ξεκαθαρίσουμε την ανάλυση
και τη γραμμή μας σε μια εφημερίδα τοίχου που κολλήθηκε την τελευταία εβδομάδα.
Σύμφωνα μ’ αυτήν, δεν έμπαινε ζήτημα να πάρουμε θέση υπέρ του ενός από τα δύο
υπο-ΠΑΣΟΚ. Αφού στην ηγεσία και των δύο βρίσκονταν ηγεμόνες οι λαλιωτικοί και
αφού και τα δύο ανταγωνίζονταν για το ποιο θα έκανε τις περισσότερες εκκαθαρίσεις
του λιγότερο βρώμικου ΠΑΣΟΚ και ποιο θα γινόταν πιο κνίτικο από το άλλο, κάθε
τέτοια επιλογή θα σήμαινε αυταπάτες για το λαό, αλλά και για τα μέλη και τους
ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Ήταν αδύνατο να προτείνουμε νικητή σε καλλιστεία τεράτων.
Το ΠΑΣΟΚ που θα έβγαινε από τις 11 του Νοέμβρη θα ήταν η χειρότερη δυνατή μετάλλαξη
και των δύο μερών του. Θα είχαμε, και τελικά έχουμε, δύο σοσιαλφασιστικά κόμματα,
που το καθένα τους φυλακίζει μέσα του τα αυθόρμητα μη σοσιαλφασιστικά αστικά
ρεύματα που αλληλοσυγκρούονται εδώ και χρόνια μέχρι εξόντωσης στο «όλον ΠΑΣΟΚ»:
Το βενιζελικό φυλακίζει εντός του τους σοσιαλδημοκράτες και το παπανδρεϊκό τους
κρατικοκαπιταλιστές γραφειοκράτες. Κανένα από αυτά τα δύο αυθόρμητα ρεύματα
δεν μπόρεσε να αυτονομηθεί σ’ αυτές τις εσωκομματικές εκλογές. Το μόνο στέλεχος
που το επιχείρησε για λογαριασμό των πρώτων ήταν η Διαμαντοπούλου, που τελικά
δέχτηκε τα συνδυασμένα πυρά και των δύο αρχηγών, ενώ η υποψηφιότητά της εξουδετερώθηκε
από τον επίσης φιλο-λαλιωτικό και δίχως ξεχωριστή πολιτική προσωπικότητα Σκανδαλίδη.
Αυτό δε σημαίνει ότι τα δύο ρεύματα είναι εξίσου επικίνδυνα. Το πιο ενεργητικό,
κατά τη γνώμη μας, αυτό που θα αναλάβει κυρίως τις εκκαθαρίσεις μέσα στο ΠΑΣΟΚ
αλλά και θα προωθήσει πιο γοργά τη σοσιαλφασιστική γραμμή θα είναι το βενιζελικό,
που θα είναι και το πιο απελευθερωμένο από τυπικούς κομματικούς περιορισμούς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γ. Παπανδρέου δεν συμπεριέλαβε στο νέο κομματικό
του επιτελείο κανένα από τα στελέχη του Βενιζέλου που δεν αντέδρασε καθόλου
έντονα. Προφανώς αυτό έγινε κοινή συναινέσει, ώστε να μπορεί να συνεχιστεί ο
διαχωρισμός των πόλων, η σύγκρουση και οι αμοιβαίες εκκαθαρίσεις. Αλλά και ο
πόλος Γ. Παπανδρέου θα πηγαίνει προς το φασισμό με γρηγορότερα βήματα. Μάλιστα
σε επίπεδο βάσης το ρεύμα που τον ακολουθεί ως κρατικο-γραφειοκρατικό και εθνικιστικό
είναι πιο επιρρεπές στο σοσιαλφασισμό από εκείνο που ακολουθεί σήμερα το Βενιζέλο
και περιλαμβάνει τους ευρωπαϊστές σοσιαλδημοκράτες και όσους έχουν απηυδήσει
από τον αυταρχισμό και τη δολιότητα της παπανδρεϊκής καμαρίλας. Αυτό που τονίσαμε
είναι ότι και οι δύο υποψήφιοι είναι σοσιαλφασίστες που έχουν δώσει τα χέρια
πίσω από τις πλάτες των οπαδών τους. Γι’ αυτό έπρεπε να τους καταγγείλουμε και
τους δύο.
Η εκλογή προέδρου από το λαό, ή αλλιώς ο αρχηγός πάνω από κάθε συλλογικό κομματικό όργανο
Στην πραγματικότητα
στις 11 του Νοέμβρη δεν κρινόταν το ποιο ρεύμα θα κυριαρχήσει πάνω στο
άλλο, αλλά η επιτυχία μιας διαδικασίας εκφασισμού και των δύο ρευμάτων και τελικά
όλου του ΠΑΣΟΚ. Αυτή η διαδικασία εκφασισμού φανερώνεται μέσα στην
ίδια την εκλογική διαδικασία, και σ’ αυτό το σημείο πρέπει να δώσουμε τη μεγαλύτερη
προσοχή. Ο μεγάλος κίνδυνος από δω και μπρος είναι αυτή η ίδια η «δημοψηφισματική»
και «συμμετοχική» «δημοκρατία». Από δω και μπρος όποιος καταφέρνει να ελέγχει
τα βασικά ΜΜΕ και ορισμένες «λαϊκές» οργανώσεις σφραγίδες τύπου «κινήματα πολιτών»
μπορεί να περικυκλώνει και να υποδουλώνει τα πολιτικά κόμματα που του διαφεύγουν.
Με τη «δημοψηφισματική του δημοκρατία» το ΠΑΣΟΚ δεν έβαλε τα μέλη του να ψηφίσουν
για την ηγεσία τους, αλλά όλους όσους δηλώνουν φίλοι του. Και μ’ αυτούς ήρθε
σε επαφή μέσω της τηλεόρασης, δηλαδή απευθύνθηκε σε αυτούς, απευθυνόμενο ταυτόχρονα
σε όλο το λαό. Στην πραγματικότητα δεν ήταν μόνο το ΠΑΣΟΚ που απευθύνθηκε στο
λαό, αλλά όλα τα ΜΜΕ. Kαι όταν λέμε ΜΜΕ εννοούμε τις πολιτικές και οικονομικές
φράξιες που ελέγχουν πολιτικά αυτά τα ΜΜΕ μέσω των ιδιοκτητών και των δημοσιογράφων
τους. Ήταν στην ουσία όλος ο πυρήνας της πολιτικής εξουσίας που μιλούσε για
τη διαμάχη αυτή και έκρινε την εξέλιξή της. Ήταν αυτός που σφυγμομετρούσε καθημερινά
με τα αλλεπάλληλα γκάλοπ τις διαθέσεις και τις συμπάθειες όλου του κοινού, με
αποτέλεσμα να επηρεάζει αυτές τις διαθέσεις. Ήταν αυτός που κριτίκαρε θέσεις
και συμπεριφορές και έκανε αποκαλύψεις για κάθε διαθέσιμη εσωτερική αντίθεση,
διένεξη και σύρραξη μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Τις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ
τις διεξήγαγε στην πραγματικότητα αυτό που ονομάζουμε κυρίαρχο πολιτικό μπλοκ
ή, πιο συγκεκριμένα, διακομματικό συντονιστικό κορυφής. Και το σώμα
που ψήφισε ήταν ένα σώμα που σε πολύ μεγάλο βαθμό είχε διαμορφωθεί από αυτό
το πολιτικό μπλοκ, ενώ οργανωτικά ήταν διαλυμένο μέσα σ’ αυτό. Στην ουσία δεν
επρόκειτο για εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ. Από πολιτική άποψη επρόκειτο
για πολιτική διάλυση του ΠΑΣΟΚ μέσα στο κυρίαρχο πολιτικό μπλοκ, ενώ από οργανωτική
για ντεφάκτο διάσπαση του ΠΑΣΟΚ σε δύο υπο-κόμματα, που ούτε το ένα ούτε το
άλλο δεν μπορούν να είναι πια δημοκρατικά ούτε κατ’ επίφαση.
Το ΠΑΣΟΚ που βγαίνει από την 11 του Νοέμβρη είναι ομοσπονδία κομμάτων που και
τα δύο είναι πια αρχηγικά φασιστικού τύπου.
Αρχηγικό ονομαζόταν το ΠΑΣΟΚ και επί Ανδρέα Παπανδρέου και η ΝΔ επί Καραμανλή
του πρεσβύτερου. Όμως εκεί ο αρχηγός ήταν κυρίως ο αρχηγός όλων των τάσεων που
εκδηλώνονταν ανοιχτά και συχνά βίαια κάτω από την επιφανειακή ενότητα που εκπροσωπούσε
και εγγυόταν ο αρχηγός. Αυτός ήταν στην ουσία ένας επιδιαιτητής, όπως συχνά
συμβαίνει με τους πιο έξυπνους και πονηρούς αστούς πολιτικούς στα μεγάλα, τα
λεγόμενα πολυσυλλεκτικά κόμματα. Αυτό το ρόλο παίζει τώρα και ο νεότερος Καραμανλής
στη ΝΔ, αν και η δική του ισχύς είναι δοτή από το υπόλοιπο πεντακομματικό σύστημα
και όχι από τις δικές του επιδόσεις στη δολοπλοκία, όπως συνέβαινε με τον Α.
Παπανδρέου ή από το ξεχωριστό κύρος του μέσα στην αστική τάξη, όπως συνέβαινε
με το θείο του. Ο Σημίτης, ο Γ. Παπανδρέου, ο Έβερτ δεν παίξανε ποτέ ούτε καν
αυτό το ρόλο του ηγέτη-επιδιαιτητή φραξιών. Ήταν απλά διαχειριστές του κόμματος.
Μόνο ο Μητσοτάκης επιχείρησε να ηγηθεί, αλλά γρήγορα συνετρίβη. Αλλά και ο ίδιος
ο Α. Παπανδρέου, που ήταν σοσιαλφασίστας και μάλιστα «χαρισματικός»ι όπως τον
ονόμαζαν τα τσιράκια του, δεν μπορούσε να είναι αρχηγός φασιστικού τύπου. Κι
αυτό γιατί ήταν υποχρεωμένος να αποσπάει κάθε φορά την έγκριση εκλεγμένων συλλογικών
κομματικών οργάνων, προκειμένου να φέρει σε πέρας τα πολιτικά του πραξικοπήματα
και τις εσωτερικές εκκαθαρίσεις στο κόμμα του. Μέχρι τώρα λοιπόν ο
κάθε αρχηγός στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ήταν ένας ταλαντούχος ή ατάλαντος κεντρικός
διαχειριστής των φραξιών, ή το πολύ ένας δημιουργός της στρατηγικής του κόμματος.
Όμως ποτέ ως τώρα δεν είχαμε αρχηγό φασιστικού τύπου με την έννοια του να είναι
ο ίδιος το κυριαρχικό ηγετικό όργανο του κόμματος.
Αυτό επιχειρείται τώρα και στα δύο κομματικά μορφώματα που ξεπροβάλλουν μέσα
από το ΠΑΣΟΚ. Είναι γεγονός ότι κανένα από αυτά δεν είναι ακόμα ένας αυτόνομος
πολιτικός οργανισμός, αφού είναι ακόμα υποχρεωμένα και τα δύο να συνυπάρχουν
μέσα στον ίδιο πολιτικό σχηματισμό. Μιλάμε προς το παρόν για έναν ιδιότυπο κομματικό
σχηματισμό, για μια ομοσπονδία δύο κομμάτων με επίσημο αρχηγό τον αρχηγό του
ενός από τα δύο κόμματα. Αυτή η ιεραρχημένη συνύπαρξη είναι δυνατή επειδή αυτά
τα δύο κόμματα δεν είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους σε επίπεδο κορυφής, καθώς
οι στενές ηγετικές τους ομάδες είναι στρατηγικά ταυτισμένες, αφού κυριαρχούνται
από την ίδια φράξια, τη λαλιωτική. Βέβαια, σε όλα τα άλλα επίπεδα οι αντιθέσεις
είναι πελώριες και όλο και πιο ανταγωνιστικές.
Ωστόσο αυτή η ομοσπονδιακή μορφή, αυτή η συνύπαρξη δύο κομμάτων μέσα σε ένα
άλλο κοινό κόμμα δίνει την ψευδαίσθηση ότι αυτό το κοινό κόμμα, δηλαδή το «όλο
ΠΑΣΟΚ», είναι δημοκρατικό και μάλιστα περισσότερο από πριν, αφού αντέχει μέσα
του διαφορετικές τάσεις.
Όμως εδώ δεν πρόκειται για δύο δημοκρατικές τάσεις, αλλά για δύο αρχηγικές φασιστικού
τύπου φράξιες. Γιατί αυτό που έκαναν αυτές οι τάχα δημοκρατικές εσωκομματικές
εκλογές αρχηγού ήταν να καταργήσουν όλα τα εσωτερικά κομματικά όργανα τόσο στο
επίσημο «όλο ΠΑΣΟΚ» όσο και στα δύο άλλα ανεπίσημα υπο-κόμματα. Αυτό
είναι το νόημα της εκλογής της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ όχι από τα μέλη του, αλλά από
όσους δηλώνουν φίλοι του, δηλαδή δυνητικά από όλον τον ενήλικο πληθυσμό της
χώρας. Τέτοιου είδους εκλογές κάνουν τον αρχηγό αυτόματα ανώτερο από όλα τα
κομματικά όργανα, ακόμα και από το μεγαλύτερο όργανο, που σε όλα τα δημοκρατικά
κόμματα είναι το κομματικό Συνέδριο. Το Συνέδριο είναι τεράστιου πολιτικού κύρους
όργανο, γιατί το εκλέγουν όλα τα μέλη του κόμματος. Γι’ αυτό κανείς αρχηγός
ενός κατ’ επίφαση δημοκρατικού κόμματος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι ανώτερος
από το Συνέδριο. Όμως μετά τις 11 του Νοέμβρη ο αρχηγός και του «όλου
ΠΑΣΟΚ» και των δύο υπο-ΠΑΣΟΚ είναι ανώτερος από το όποιο συλλογικό σώμα και
από το όποιο Συνέδριο. Αυτό είχε συμβεί από τις προηγούμενες κιόλας
εκλογές, από τις οποίες ο Γ. Παπανδρέου είχε βγει αρχηγός. Τότε είχαμε επισημάνει
ότι η βαθύτερη σημασία αυτού του νέου θεσμού ήταν ο υποβιβασμός του Συνέδριου
και του Πολιτικού Συμβουλίου (που όχι τυχαία άλλαξε το όνομά του από Εκτελεστικό
Γραφείο που ήταν πριν, δηλαδή πήρε ένα όνομα με λιγότερο αποφασιστικά και περισσότερο
συμβουλευτικά χαρακτηριστικά) και η υποταγή τους στον Αρχηγό. Όμως τότε η φύση
της αλλαγής δεν έγινε κατανοητή, γιατί η εκλογή του Γ. Παπανδρέου εμφανίστηκε
ως συμβολική πράξη, αφού δεν υπήρχε άλλος υποψήφιος. Φάνηκε δηλαδή περισσότερο
ως μια τελετουργία εμβαπτισμού του αρχηγού που το κόμμα υπέδειξε (αν και τον
είχε υποδείξει ο προηγούμενος αρχηγός) στη γενική έγκριση της οπαδικής
μάζας και όχι ως μια επιβολή στο κόμμα του αρχηγού που θέλει αυτή η μάζα.
Τώρα όμως που οι δύο υποψήφιοι ηγέτες ήρθαν και παρουσιάστηκαν μπροστά στη μάζα,
για να αποφασίσει αυτή ποιον στέφει αρχηγό της, η τελετή γίνεται ουσιαστική.
Αυτό το εμφανίζουν οι Παπανδρέου και Βενιζέλος ως το απαύγασμα της δημοκρατίας.
Αλλά αυτό δεν έχει μέσα του τίποτα το δημοκρατικό. Όχι τόσο γιατί η μάζα έξω
από το κόμμα δεν μπορεί να ξέρει καλά τι γίνεται μέσα σε αυτό, ούτε γιατί την
όποια αλήθεια την έμαθε από τις εξωτερικές προς το κόμμα πολιτικές και οικονομικές
φράξιες που ελέγχουν τα ΜΜΕ. Η βασική αντιδημοκρατία, ο φασισμός βρίσκεται στο
ότι μετά τη στέψη του όποιου αρχηγού η μάζα θα διαλυθεί και θα χαθεί στην αφόρητη
μοναξιά και την αδυναμία του κάθε ατόμου που την αποτελεί. Τότε θα υπάρχει
μόνο ο αρχηγός να είναι το παν, μόνος του και μοναδικός νομιμοποιημένος δήθεν
εκπρόσωπος του «κομματικού λαού». Θα είναι μόνος αυτός νομιμοποιημένος και όχι
καν το επιτελείο του, το οποίο όποια δύναμη και να έχει θα την έχει πια ελέω
εκείνου. Γιατί στο μεταξύ αυτή η μάζα δεν αποκρυσταλλώνει τη θέλησή
της μέχρι τη νέα εκλογή αρχηγού σε ένα έστω και λειψά αντιπροσωπευτικό συλλογικό
όργανο, όπως είναι το Συνέδριο, το Πολιτικό Συμβούλιο κτλ. Αυτή η μάζα κυριολεκτικά
πεθαίνει μόλις γεννηθεί, πεθαίνει τη στιγμή της ολιγόωρης δήθεν εξουσίας της,
την ίδια εκείνη στιγμή που βυθίζει το ατροφικό χέρι της στην κάλπη. Αυτό δε
συμβαίνει στις εθνικές εκλογές, όπου ναι μεν η ανοργάνωτη μάζα επίσης ψηφίζει
και μετά διαλύεται, αλλά τουλάχιστον ψηφίζει, εκτός από έναν πρωθυπουργό, και
ένα συλλογικό σώμα που λέγεται Βουλή. Για να κρύψουν το φασισμό των εκλογών
της 11 του Νοέμβρη, οι επιτελείς του ΠΑΣΟΚ διαφημίσανε τη συμμετοχή των μεταναστών
σε αυτές. Όμως ποια σχέση έχει με τις βυζαντινές ίντριγκες των κομματικών γραφείων
αυτός ο βασανισμένος κοινωνικός και πολιτικός παρίας, ο δίχως ασφαλή παραμονή
πακιστανός εργάτης, που αυτοί οι απατεώνες και οι υποκριτές, αυτοί οι εκτροφείς
του χειρότερου εθνορατσισμού τον κάλεσαν να εκλέξει «δημοκρατικά» τον αρχηγό
«του ΠΑΣΟΚ του» στις εκλογές της 11 Νοεμβρίου;
Η δικέφαλη κομματική εξουσία που έχει προκύψει στις 11 του Νοέμβρη θα είναι
η πιο αντιδραστική από κάθε άλλη προηγούμενη και για τους δυο αρχηγούς και για
«όλα» τα ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή και για τον Γ. Παπανδρέου ως αρχηγό του «όλου ΠΑΣΟΚ»
και αρχηγό του παπανδρεϊκού «ρεύματος», και για το Βενιζέλο ως αρχηγό του «ρεύματος»
του 40%.
Ο Γ. Παπανδρέου δεν έκρυψε από την πρώτη στιγμή της εκλογής του, αλλά και πριν
από αυτήν, την απόφασή του να πραγματοποιήσει φασιστικά στοιχεία προγράμματος:
μείωση του ρόλου των κομματικών οργάνων, στενά δικά του συμβουλευτικά όργανα,
εκκαθαρίσεις μέσα στο κόμμα του, ακόμα και στο δικό του στρατόπεδο. Σύμφωνα
με την Ελευθεροτυπία της 18/11, «Το Εθνικό Συμβούλιο μετασχηματίζεται σε Κεντρική
Επιτροπή Οργάνωσης Συνεδρίου, στη γραμματεία της οποίας (περίπου 20 άτομα) δεν
θα μετάσχει κανένα στέλεχος που είτε είναι βουλευτής, είτε διετέλεσε υφυπουργός
ή υπουργός του ΠΑΣΟΚ! Θέση έχουν μόνο συνδικαλιστές, δήμαρχοι, νεολαίοι και
εκπρόσωποι κοινωνικών οργανώσεων. Ο Γιώργος άφησε έξω τους «βαρόνους», απαντώντας
έτσι στις βολές Βενιζέλου ότι θα είναι “όμηρός” τους». Να πώς ο Γ. Παπανδρέου
ήδη αξιοποιεί το Βενιζέλο σε ρόλο κριού της εσωκομματικής εκκαθάρισης. Επίσης
ο Γ. Π. προανήγγειλε πριν από την εκλογή του ένα μέτρο γενικότερου εκφασισμού
της κοινωνίας, που είναι ο «κοινωνικός έλεγχος στα ΜΜΕ» (Ελευθεροτυπία, 18/10).
Σε ό,τι αφορά το χαραχτήρα της αρχηγίας του Βενιζέλου, αυτή θα είναι ακόμα χειρότερη.
Γιατί τουλάχιστον ο Γ. Παπανδρέου θα πρέπει στην πράξη να απολογείται και σε
μια σειρά στελέχη με ξεχωριστή κομματική ισχύ και με ξεχωριστά φέουδα μέσα στο
υπο-κόμμα του 55%, ιδιαίτερα στα συνδικαλιστικά κρατικο-γραφειοκρατικά φέουδα
που συνασπίστηκαν για να τον αναδείξουν αρχηγό του κόμματος (όταν μιλάμε εδώ
για στελέχη, αναφερόμαστε σε εκείνα που δεν ανήκουν στη λαλιωτική ομάδα, γιατί
ανάμεσα σ’ αυτά τα τελευταία τόσο στο κόμμα του Παπανδρέου όσο και σε εκείνο
του Βενιζέλου μοιραία θα κυριαρχεί η ένοχη σχετική ισότητα των πρακτόρων και
συνωμοτών). Επίσης η εξουσία του Παπανδρέου θα περιορίζεται σε ένα βαθμό και
από τα αδυνατισμένα συλλογικά όργανα που θα εξακολουθούν να υπάρχουν στο επίσημο
ΠΑΣΟΚ. Όμως ο Βενιζέλος δε θα περιορίζεται ουσιαστικά από κανένα συλλογικό όργανο,
αφού το «ρεύμα του» θα είναι άτυπο για μεγάλο διάστημα. Το ότι σ’ αυτή τη φάση
απαγορεύονται οι επίσημες φράξιες μέσα στο ΠΑΣΟΚ αυτό είναι κάτι που τον διευκολύνει,
γιατί έτσι θα έχει στη διάθεσή του ένα υποτακτικό τσούρμο παρατρεχάμενων αντί
για ένα επίσημα δομημένο ρεύμα. Δηλαδή αυτός θα αντλεί το κύρος του αποκλειστικά
από την ανοργάνωτη και φευγαλέα μάζα που του έδωσε το 40% και επίσης θα στηρίζεται
πρακτικά στα πολυάριθμα μικρομεσαία στελέχη που χρωστάνε στον ίδιο την ύπαρξή
τους ως κομματικοί παράγοντες. Γιατί στην περίπτωση του Βενιζέλου είναι ελάχιστα
τα κάπως ισχυρά στελέχη που τον στηρίζουν και δεν ανήκουν στην ηγεμονική λαλιωτική
φράξια (Λοβέρδος, Κουκουλόπουλος, Μπίστης, Φλωρίδης), στην οποία ανήκει και
ο ίδιος. Σε ό,τι αφορά τα μη λαλιωτικά στελέχη (π.χ. Βερελής, Παπαδόπουλος),
αυτά με τίποτα δε διαθέτουν ισχυρούς ανεξάρτητους μηχανισμούς αντίστοιχους με
εκείνους που διαθέτουν οι συνδικαλιστές του Γ. Παπανδρέου. Γι’ αυτό ο Βενιζέλος
είναι ο πιο «αρχηγός» από τους δύο αρχηγούς, ο πιο Φύρερ, όπως σωστά υπονόησε
ο έμπειρος σε αυτά Πάγκαλος. Δεν είναι μόνο το ψώνιο του, η ασυγκράτητη αρχομανία
και η έπαρσή του που δίνουν αυτή τη φυσιογνωμία, αλλά είναι η ίδια η αυταρχική
λειτουργία, ο ίδιος ο ρόλος που έρχεται αντικειμενικά να παίξει η αρχηγία του
εκείνη που απαιτεί από αυτόν να είναι Φύρερ. Γιατί μόνο ένας τέτοιος έχει το
δικαίωμα να υποτάσσεται στις ανάγκες του παλιού κομματικού μηχανισμού, ώστε
να μπορεί να πραγματοποιεί τις αναγκαίες εκκαθαρίσεις και να παίρνει τις πραξικοπηματικές
πολιτικές πρωτοβουλίες της νέας εποχής. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η πρωτοφανής
στα μεταπολιτευτικά χρονικά απαίτηση ενός πολιτικού να εκλεγεί αρχηγός όχι στη
βάση αρχών, θέσεων και προγράμματος, αλλά στη βάση της ικανότητάς του να νικάει,
δηλαδή να αποσπά την εξουσία από το αντίπαλο κόμμα. Όταν του επισημάνθηκε επίμονα
και από πολλούς αυτή του η λατρεία για την εξουσία, εκείνος απάντησε με απίστευτο
θράσος ότι είναι οι μάζες που διψάνε για εξουσία! Πραγματικά, ο άνθρωπος σηματοδοτεί
την απόλυτη παραγραφή της μεταπολιτευτικής μισοδημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας.
Με αυτόν το διπρόσωπο νάρκισσο και με το επίσης παλαιοκομματικό του είδωλο στην
άλλη όχθη του ΠΑΣΟΚ, τον Γ. Παπανδρέου, ξαναγυρνάμε με ορμή στο πιο καθυστερημένο
παρελθόν.
Το καλό στην υπόθεση αυτή είναι ότι, όπως κάθε επιστροφή, έτσι και αυτή είναι
καταδικασμένη να έρθει σε σύγκρουση με τις προοδευτικές διαθέσεις των ανθρώπων
και τη βαθιά προοδευτική πορεία των ίδιων των πραγμάτων, και έτσι να γίνει η
αρχή μιας γενικότερης αφύπνισης του ναρκωμένου πολιτικού δημοκρατισμού στην
Ελλάδα. Γιατί το δικέφαλο αυτό έκτρωμα, το χειρότερο αυτό ΠΑΣΟΚ όλων των εποχών,
έρχεται ταυτόχρονα με την υποτιθέμενη «στροφή του προς τα αριστερά». Δηλαδή
χρειάστηκε να προκύψουν δύο μικροί Φύρερ για να εγκαινιάζουν τις καλύτερες σχέσεις
με την άλλη «αριστερά». Αυτή είναι η καλύτερη απόδειξη για το πόσο δεν είναι
αριστερά αυτή η «αριστερά» ή, αλλιώς, για το πόσο βαθύτερη, απόλυτη είναι η
δική της εξαχρείωση, ώστε χρειαζόταν το ΠΑΣΟΚ να εξαχρειωθεί εντελώς, για να
μπορέσει να την πλησιάσει. Προς το παρόν αυτή η αλήθεια κρύβεται από το γεγονός
ότι το ψευτοΚΚΕ και ο ΣΥΝ εμφανίζονται στο λαό με συλλογικά ηγετικά όργανα,
δηλαδή με Κεντρικές Επιτροπές, με Πολιτικά Γραφεία, με Πολιτικές Επιτροπές και
όχι με Αρχηγούς. Όμως αυτό δεν έχει να κάνει με μεγαλύτερο δημοκρατισμό μέσα
τους, αλλά με την παντελή απουσία του. Στα κόμματα αυτά το όποιο ηγετικό συλλογικό
όργανο είναι απλά ένα συμβουλευτικό όργανο που έχει διορίσει ο εργοδότης ιμπεριαλισμός.
Εκεί δεν μπορεί και δε χρειάζεται να υπάρχει κανένας αρχηγός και κανένας γραμματέας
που να είναι ανώτερος από την υπερδύναμη που το κόμμα οφείλει σε όλο του το
βάθος και πλάτος να υπηρετεί. Αν το ΠΑΣΟΚ έπρεπε να έχει έναν τυπικό αρχηγό,
έστω έναν περιορισμένης ισχύος σαν τον Α. Παπανδρέου, και τώρα έναν-δύο Φύρερ
με ακόμα πιο αδύναμα τα συλλογικά όργανα, ήταν γιατί σε αυτό ο αρχηγός ήταν
ο βασικός φορέας και ο εγγυητής της πρακτόρευσης. Γιατί στο ΠΑΣΟΚ από πάντα
και στην καραμανλική-πουτινική ΝΔ τελευταία η επιβολή της πρακτόρικης γραμμής
δεν είναι καθόλου δεδομένη. Πρέπει να καταχτιέται καθημερινά από τον αρχηγό-πράκτορα
σε βάρος των συλλογικών οργάνων. Η αντιδημοκρατική αρχηγίστικη φασιστικού τύπου
μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ είναι παράλληλη με την ανάλογη αρχηγοποίηση του Καραμανλή
μέσα στη ΝΔ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αν ο Καραμανλής χάσει κάποτε τις βουλευτικές
εκλογές, θα καταφύγει στο ίδιο μέτρο της «δημοκρατικής» του εκλογής από τον
όχλο. Ο Πούτιν έχει ανάγκη από πράκτορες ηγέτες για όσο διάστημα δε θα έχει
στη διάθεσή του ολόκληρα κόμματα εξουσίας που να είναι πρακτόρικα.
Να γιατί φτάνουμε στο σημείο αυτό ακριβώς τη στιγμή που ποτέ όσο τώρα η ρώσικη
υπερδύναμη δεν έχει τόσο αποθρασυνθεί, δεν έχει γίνει τόσο επιθετική και δεν
είναι τόσο έτοιμη να ποδοπατήσει τη σιχαμερά καιροσκόπα, ενεργειακά εξαρτημένη
και πολιτικά δίχως ισχύ και χαρακτήρα ευρωπαϊκή μονοπωλιακή αστική τάξη. Ξέρουν
τώρα οι Βενιζέλοι και οι Παπανδρέου, ξέρει ο Καραμανλής, ξέρουν οι επικεφαλής
του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ ότι πρέπει να κάνουν γρήγορα και να φτιάξουν ένα άλλο
σοσιαλφασιστικό πολιτικό σκηνικό, την ώρα που η Δύση είναι παραλυμένη και ο
λαός και η δημοκρατία δεν έχουν ακόμα ένα κάπως μαζικό πολιτικό κόμμα που να
μπορεί να απαντήσει στους συνωμότες. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει και εμείς να βιαστούμε
και να βρούμε τρόπους να απαντήσουμε σε αυτούς. Θα έχουμε ευκαιρίες. Ας μην
ξεχνάμε. Όσο πιο γρήγορα κινούνται και όσο πιο ανεμπόδιστα, τόσο πιο ευάλωτοι
γίνονται.