Η ΑΝΤΙΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΗΣ 2/2 ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΝΑΖΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΜΑΣ
Στις 2/2 πραγματοποιήθηκε αντισυγκέντρωση στην συγκέντρωση
των ναζιστών της «Χρυσής Αυγής» για την «επέτειο» των Ιμίων. Η Αντιναζιστική
Πρωτοβουλία δε συμμετείχε σε αυτή όπως δε συμμετέχει σε παρόμοιες συγκεντρώσεις
από το 2002 αφενός γιατί σε αυτές ακολουθούνται μορφές δράσης που απομονώνουν
και προβοκάρουν το αντιφασιστικό στρατόπεδο μέσα στο λαό, και αφετέρου γιατί
οι διοργανωτές τους δεν βάζουν ποτέ σαν κεντρικό τους αίτημα την απαγόρευση
των ναζιστικών συμμοριών που δίχως αυτό η ματαίωση των συγκεντρώσεών τους γίνεται
μια φάρσα.
Η ΑΠ έκδωσε μία μεγάλη ανακοίνωση που δημοσιεύουμε παρακάτω για τους λόγους
της μη συμμετοχής της στην οποία κατάγγειλε τη σκανδαλώδη συνεργασία ναζιστών
και αστυνομίας που αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων όταν οι ναζιστές
κρύβονταν στο μπλοκ των ΜΑΤ και επιτίθονταν με μαχαίρια στους συγκεντρωμένους
αντιφασίστες. Το αποτέλεσμα ήταν σε ένα χώρο που ήταν γεμάτος από αστυνομία
οι τραμπούκοι της «Χρ. Αυγής» να μαχαιρώνουν ανενόχλητοι χωρίς καμία σύλληψη
τουλάχιστον τέσσερα άτομα. Τα δύο μαχαιρώθηκαν τα άλλα δύο τραυματίστηκαν στο
κεφάλι από πέτρες που πετούσαν οι ναζιστές.
Η αντισυγκέντρωση διοργανώθηκε ύστερα από μία σύσκεψη που έγινε στα γραφεία
του Δικτύου (μετωπικό σχήμα του Συνασπισμού) στα τέλη Γενάρη όπου συμμετείχαν
εκτός από το Δίκτυο, αντιρατσιστικές οργανώσεις, το YRE, το ΞΕΚΙΝΗΜΑ, η ΟΚΔΕ/Σπάρτακος,
η Εργατική Εξουσία, η Νεολαία του ΣΥΝ, η ΔΕΑ και το ΚΟΚΚΙΝΟ, και συνιστώσες
του ΣΥΡΙΖΑ. Αφορμή της κινητοποίησης όπως προκύπτει από την πλατφόρμα της αντισυγκέντρωσης
ήταν οι αυξανόμενες ρατσιστικές επιθέσεις της τελευταίας περιόδου. Στόχος της
ήταν η ματαίωση της συγκέντρωσης των ναζιστών για τα Ίμια, μία συγκέντρωση που
πραγματοποιούν σε ετήσια βάση, χωρίς να αντιμετωπίζουν καμία απαγόρευση γεγονός
που απορρέει από την αναγνώριση της νόμιμης ύπαρξης του από το πολιτικό καθεστώς.
Αυτή η «λεπτομέρεια» παραλείπεται στη σχετική ανακοίνωση, όχι τυχαία, ακριβώς
γιατί οι διοργανωτές της αντισυγκέντρωσης θέλησαν να αποφύγουν να προβάλουν
το αίτημα της απαγόρευσης από το κράτος των ναζιστικών συμμοριών, το μόνο αίτημα
που θα έδινε δημοκρατική νομιμοποίηση για μία τέτοια εκδήλωση αντιναζιστικής
βίας. Είναι χαρακτηριστικό πως δεν διακρίνουν σαν πρώτο και κύριο λόγο της ναζιστικής
αποθράσυνσης το καθεστώς της νομιμότητας που τους αναγνωρίζεται από όλα τα κόμματα
για χρόνια και που καταγγέλει διαρκώς η ΑΠ. Αναφέρουν ότι τα αίτια του δυναμώματος
των ναζιστών είναι οι πολιτικές της κυβέρνησης, οι οποίες πολιτικές «διαμόρφωσαν
το κατάλληλο έδαφος για την ενίσχυση της εγκληματικής τους δράσης». Σε αυτές
τις πολιτικές δε συμπεριλαμβάνεται ούτε η καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων,
ούτε ο εθνορατσισμός, ούτε ο αντισημιτισμός, ούτε η διάσπαση ελλήνων και ξένων
εργατών στη βάση των σπασμένων μεροκάματων, ούτε η μη απόδοση σε αυτούς πολιτικών
δικαιωμάτων, δηλαδή οι πολιτικές ενός διακομματικού καθεστώτος πολλών χρόνων.
Είναι αυτές οι πολιτικές που βάλανε στη Βουλή τον πιο ανοιχτό και απροκάλυπτο
εκφραστή τους, το ΛΑΟΣ. Αυτά όλα τα θέματα δεν απασχόλησαν καθόλου τους διοργανωτές.
Ο «μακρύς κατάλογος» των κυβερνητικών πολιτικών έχει ως εξής: «μηδενική παροχή
πολιτικού ασύλου σε πρόσφυγες από το Ιράκ, το Αφγανιστάν, Κούρδους κ.λ.π., *
συνεχιζόμενη ομηρία εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών, * υπερεκμετάλλευση με την
μάσκα της «φιλοξενίας», * συνειδητή ατιμωρησία κρατικών ή άλλων αξιωματούχων
υπευθύνων για βασανιστήρια, δολοφονικές «εκπυρσοκροτήσεις» ή άλλες παραβιάσεις
βασικών δικαιωμάτων * το αίσχος της «επιχείρησης-σκούπα» στην Πάτρα». Δηλαδή
η θέση των διοργανωτών, θέση όλων των ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ από πάντα, είναι ότι
ο ελληνικός φασισμός είναι απλά και μόνο ο αντιμεταναστευτικός και όχι ένας
διάχυτος, και αφόρητος εθνοφασισμός και αντισημιτισμός σε όλη την εσωτερική
και εξωτερική πολιτική.
Στην ανακοίνωση εννοείται δεν αποτελεί καν θέμα πως έγινε και μπήκε στη Βουλή
το ΛΑΟΣ. Πως έγινε και μπήκε στη Βουλή ο αρχηγός ενός κόμματος που ήθελε να
δώσει υπουργεία στους ναζιστές της «Χρ. Αυγής». Πως ο επικεφαλής της κυβέρνησης
με τις πιο πάνω πολιτικές είναι ο ίδιος ο Καραμανλής που είχε δηλώσει ότι είναι
δικαίωμα του Καρατζαφέρη να κάνει αυτή την πρόταση μιας και «για γεγονότα του
παρελθόντος ο καθένας δικαιούται να έχει διαφορετική άποψη». Πως τίποτα από
όλα αυτά δεν έμαθε ο λαός κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου από τον
ΣΥΝ και το «Κ»ΚΕ. Πως δεν έγινε θέμα ότι δύο βουλευτές αυτού του κόμματος (που
τότε δεν είχαν μπει ακόμα στη Βουλή) ήταν ανοιχτά φιλοναζιστές και έβγαζαν όλο
τους το δηλητήριο σε μία δικαστική αίθουσα και σε ένα τηλεοπτικό κανάλι για
να υπεραπιστούν το ναζιστή Κ. Πλεύρη. Αλλά σε αυτή τη δίκη οι διοργανωτές δεν
έβγαλαν κιχ, ούτε εμφανίστηκαν. Δεν είναι τυχαίο ότι η καταδίκη του Κ. Πλεύρη
αποσιωπάται σε αυτή την ανακοίνωση, όπως και το ότι δεν υπάρχει καν η λέξη αντισημιτισμός
σε αυτή. Έτσι έγινε δυνατό σε πρωταγωνιστές της αντισημιτικής υστερίας του καλοκαιριού
του 2006 όπως το ΕΕΚ να συμμετέχουν και να απευθύνουν κάλεσμα για την αντισυγκέντρωση.
Θυμίζουμε ότι το ΕΕΚ είναι φανατικός προπαγανδιστής της καταστροφής του κράτους
του Ισραήλ και από τους πιο θερμούς υποστηρικτές της Χεζμπολάχ.
Αφού λοιπόν θάψανε το σκάνδαλο της νομιμότητας των ναζιστών
και κρύψανε ότι οι ναζιστικές θέσεις κερδίζουν έδαφος ακριβώς γιατί στηρίζονται
σε ένα ευρύ ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο που διατρέχει όλο το σύγχρονο πολιτικό
φάσμα, απευθύνουν κάλεσμα για τη ματαίωση της ναζιστικής συγκέντρωσης επειδή
είναι ενάντια στην ειρήνη!!!! Η ανακοίνωση γράφει: «Οι νεοφασίστες της Χρυσής
Αυγής θέλουν να αξιοποιήσουν την επέτειο των γεγονότων στα Ίμια, έχοντας ουσιαστικά
την αντίληψη ότι ο μόνος τρόπος επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών είναι
ο πόλεμο»…Για μας οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν λύνονται με πόλεμο, αλλά με
την πάλη των λαών των 2 χωρών για τα κοινά τους προβλήματα, ενάντια στις ιμπεριαλιστικές
παρεμβάσεις και για την απομόνωση των εκατέρωθεν φασιστών και εθνικιστών».
Δεν παραλείπουν οι διοργανωτές να περηφανευτούν για το πώς «Πριν από 2 χρόνια
με μια πανελλαδική κινητοποίηση φορέων, κομμάτων, οργανώσεων, καταφέραμε να
ματαιώσουμε την πανευρωπαϊκή κατασκήνωση που ετοίμαζαν στην Ελλάδα καθώς και
την συγκέντρωσή τους». Η αλήθεια είναι ότι η απαγόρευση αυτή έγινε κυρίως χάρη
στη διεθνή κατακραυγή μετά την καμπάνια που πρώτη και μόνη της ξεκίνησε η Αντιναζιστική
Πρωτοβουλία και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ενάντια στο ναζιστικό φεστιβάλ.
Πριν αντιδράσουν εκατοντάδες οργανώσεις από το εξωτερικό και γίνει διεθνής σάλος
επικρατούσε η γνωστή ηχηρή σιωπή που για χρόνια τώρα κυριαρχεί στο πολιτικό
στερέωμα για τη δράση των ναζιστών.
Είναι φανερό ότι σε αυτή την πλατφόρμα την πολιτική κυριαρχία την είχε ο ΣΥΝ,
που έχει με συνέπεια αντιταχθεί στο αίτημα για το «εκτός νόμου». Μάλιστα, ο
τωρινός ηγέτης του Τσίπρας είχε δηλώσει απερίφραστα στην Αντιναζιστική Πρωτοβουλία
αυτή την αντίθεση εγγράφως, απαντώντας στο κάλεσμα της για καταγγελία του ναζιστή
Ζαφειρόπουλου όταν αυτός κατέβαινε υποψήφιος δήμαρχος στην Αθήνα. Είναι χαρακτηριστικό
πως λείπει αυτό το αίτημα από τα καλέσματα του ΣΥΝ στη συγκέντρωση ενώ μία μέρα
μετά τη συγκέντρωση με ανακοίνωση της 3/2, σε δήλωση του Α. Καρίτζη, υπεύθυνου
γραφείου τύπου του ΣΥΝ, διατυπώνεται η θέση ότι : «Με δεδομένο ότι Κυβέρνηση
και Αστυνομία μπορούσαν να αποτρέψουν τα χθεσινά επεισόδια με την απαγόρευση
της πορείας της «Χρυσής Αυγής» με βάση τον νόμο περί αποφυγής ρατσιστικών εντάσεων,
θεωρούμε ότι τα χθεσινά επεισόδια δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός». Ξανά μία θολή
τοποθέτηση σε μία ανακοίνωση που όχι τυχαία επίσης μιλάει για «φασίστες» της
Χρ. Αυγής. Δεν υπάρχει κανένας νόμος περί «αποφυγής ρατσιστικών εντάσεων». Ο
ρατσισμός δεν προκαλεί «εντάσεις», προκαλεί βία. Ο νόμος αφορά την απαγόρευση
της προπαγάνδισης της ρατσιστικής βίας και του ρατσιστικού μίσους. Κάθε ναζιστική
συγκέντρωση είναι προτροπή σε τέτοια βία και μίσος, και γι’ αυτό κάθε ναζιστική
συγκέντρωση πρέπει να απαγορεύεται, όπως πρέπει πάνω απ όλα να απαγορεύεται
και η λειτουργία των οργανώσεων που διοργανώνουν μία τέτοια συγκέντρωση. Αυτός
ο νόμος εφαρμόστηκε για πρώτη φορά με την καταδίκη Πλεύρη. Ο ΣΥΝ με την πολιτική
του έχει αποτρέψει την εφαρμογή αυτού ακριβώς του νόμου.
Την πλατφόρμα αυτή τη συνυπέγραψαν η ΟΛΜΕ και η ΑΔΕΔΥ προφανώς μόνο για τον
τύπο αφού δεν έστειλαν κάποιο κάπως ελάχιστο μπλοκ στην αντισυγκέντρωση.
Πάντως ο λόγος για τον οποίο η Αντιναζιστική δεν συμμετείχε στην αντισυγκέντρωση
αυτή δεν ήταν η άθλια πλατφόρμα της, γιατί θα μπορούσε να προβάλει τη δικιά
της πλατφόρμα και εν πάση περιπτώσει απέναντι ήταν ναζιστές και θα ήταν έτσι
κι αλλιώς εξαιρετικό να ματαιωθεί η συγκέντρωσή τους μετά από μια μαζική πολιτική
πίεση. Η Αντιναζιστική όμως δεν συμμετείχε γιατί δεν γινόταν κανένας διαχωρισμός
της εκδήλωσης από τη βία των κουκουλοφόρων που κυριαρχεί σε αυτές τις συγκεντρώσεις
τα τελευταία χρόνια, και που τελικά αντί να εξοντώνει τους ναζιστές που βγαίνουν
κάθε φορά πολιτικά αλώβητοι, εξοντώνει κάθε δυνατότητα της αντιναζιστικής πάλης
να γίνει μαζική και να βρει απήχηση στο λαό. Μάλιστα η ανακοίνωση έκλεινε το
μάτι σε αυτή τη βία όταν εξήρε την αντίστοιχη αντισυγκέντρωση στη συγκέντρωση
των ναζιστών το καλοκαίρι του 2005 έξω από τα γραφεία τους, την οποία επέτρεψε
η κυβέρνηση Καραμανλή μετά την απαγόρευση του «πανευρωπαϊκού» φεστιβάλ τους.
Εκείνη η αντισυγκέντρωση δεν ήταν τελικά στα μάτια του λαού τίποτα άλλο από
μία προβοκατόρικη σύγκρουση με τα ΜΑΤ που συνοδεύτηκε από κάψιμο, αυτοκινήτων,
σπάσιμο βιτρινών κλπ. Και τότε η Αντιναζιστική δεν είχε συμμετάσχει για τους
ίδιους λόγους.
Πράγματι αυτή η προβοκατόρικη βία έγινε και τώρα αντικειμενικά για τις πλατειές
μάζες ο πρωταγωνιστής της αντισυγκέντρωσης. Ήταν απύθμενη η υποκρισία των διοργανωτών
που έβγαλαν ανακοίνωση καλώντας όλο τον κόσμο στο δρόμο όταν ξεκίνησαν τα επεισόδια
σε μία φλεγόμενη Αθήνα κι ενώ ο κόσμος έφευγε τρέχοντας από το χώρο της σύγκρουσης.
Έτσι σε ένα κέντρο άδειο από λαό, γεμάτο από αστυνομία και κουκουλοφόρους, οι
ναζιστές μπόρεσαν να βγάλουν τα μαχαίρια τους και να χτυπήσουν με τη σκανδαλώδη
προστασία της αστυνομίας, γεγονός που ευτυχώς κατέγραψαν οι κάμερες, αυτές που
τόσο μισεί ο ψευτοαναρχισμός, και έτσι μπόρεσε να βγει στο φως.
Τη βασική πολιτική ευθύνη για αυτή την εξέλιξη της αντισυγκέντρωσης την έχει
ο βασικός διοργανωτής, ο Συνασπισμός που από τη μια επέβαλε να μην προβληθεί
το αίτημα για την απαγόρευση στην πλατφόρμα και από την άλλη έπαιξε το κρυφτούλι
σε σχέση με τη βία των κουκουλοφόρων αφού ούτε ανέλαβε την ευθύνη για αυτή ούτε
την καταδίκασε. Την ίδια τακτική ακολούθησε και στα παράθυρα όπου στελέχη του
άκουγαν ευχαρίστως τα επιχειρήματα των ναζιστών που βγήκαν σε όλα τα κανάλια
για να υπερασπίσουν το «δικαίωμα» τους να συγκεντρώνονται (με εξαίρεση το Δρίτσα
που αποχώρησε). Έτσι αποτελείωσαν την προβοκάτσια νομιμοποιώντας τη φωνή της
ναζιστικής συμμορίας.
Τόσο το καλοκαίρι του 2005 όσο και με τη συγκέντρωση της 2/2, μετά την αντιναζιστική
νίκη της καταδίκης του Κ. Πλεύρη, είδαμε να επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία:
Όποτε δικαιώνεται η πάλη της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας και όσων δημοκρατών
τη στηρίζουν έχοντας σα βασικό αίτημα την απαγόρευση των ναζιστών και σαν κύρια
αιχμή της προπαγάνδας την καταγγελία του σκανδάλου της διακομματικής αναγνώρισης
της νομιμότητας της «Χρ. Αυγής», όποτε η Αντιναζιστική έχει αποκαλύψει την ένοχη
σιωπή των κομμάτων απέναντι στους ναζιστές, βλέπουμε πάντα να πνίγεται στην
ίδια σιωπή αυτή η δικαίωση και να εκδηλώνεται με τον πιο θορυβώδη τρόπο η λογική
της προβοκατόρικης απομονωμένης από το λαό δήθεν αντιναζιστικής βίας, και το
θόρυβο να τον ξεσηκώνει πάντα ο ΣΥΝ. Είναι τυχαίο; Πιστεύουμε ότι δεν είναι
καθόλου τυχαίο.
Ακολουθεί η ανακοίνωση της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας που βγήκε δυο μέρες μετά
την αντισυγκέντρωση και η οποία εκφράζει και την ΟΑΚΚΕ σε όλα τα σημεία της.
<<ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
ΤΗΣ ΑΝΤΙΝΑΖΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ
Για τους ναζιστές και
τις συγκρούσεις
στο κέντρο της Αθήνας
Η Αντιναζιστική Πρωτοβουλία καταγγέλλει για μια ακόμα φορά την
εγκληματική στάση του διακομματικού καθεστωτικού μπλοκ κορυφής που επιτρέπει
τη νόμιμη λειτουργία των ναζιστών της «Χρυσής Αυγής» και προστατεύει πολιτικά
και αστυνομικά τις πολιτικές εκδηλώσεις τους στο κέντρο της πόλης. Είναι αυτό
το διακομματικό μπλοκ που έχει την ευθύνη τόσο για τους χθεσινούς τραυματισμούς
αντιφασιστών από τους μαχαιροβγάλτες όσο και για την πρωτοφανή ανοιχτή συνεργασία
ΜΑΤ-ναζιστών.
Η Αντιναζιστική Πρωτοβουλία εκφράζει τη βαθιά συμπάθειά και τη συμπαράσταση
της στα θύματα των επιθέσεων.
Οφείλουμε ωστόσο να εκφράσουμε για μια ακόμα φορά τη έντονη διαφωνία μας με
τη μέθοδο και τις μορφές πάλης που επιλέχθηκαν από τους διοργανωτές για να αντιμετωπισθεί
η συγκέντρωση των ναζιστών. Αυτή η διαφωνία υποχρέωσε την ΑΠ να μην συμμετέχει
στην αντισυγκέντρωση του Σαββάτου, όπως δεν συμμετέχει σε όλες όσες γίνονται
κάτω από τις ίδιες συνθήκες και χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους τα τελευταία
χρόνια.
Από άποψη αρχής οι δημοκράτες όχι μόνο έχουν το δικαίωμα αλλά και οφείλουν να
ματαιώνουν την πολιτική δραστηριότητα των ναζιστών. Γιατί η λογική αυτής της
δραστηριότητας είναι η οργανωμένη ρατσιστική βία. Αυτό έχει αποδειχτεί στην
πράξη πάμπολλες φορές και με τους τραμπούκους μαχαιροβγάλτες της Χρυσής Αυγής.
Όμως κάθε βίαιη σύγκρουση των δημοκρατών με μια ναζιστική συμμορία, για να αδυνατίζει
πολιτικά και να μην ενισχύει τη θέση της τελευταίας, πρέπει να έχει την υποστήριξη
της πλατειάς δημοκρατικής μάζας. Για να εξασφαλίσουν αυτήν την υποστήριξη οι
αντιφασίστες θα πρέπει: πρώτον να έχουν διαφωτίσει αποτελεσματικά το λαό για
το ναζιστικό και δολοφονικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης συμμορίας, δεύτερον
να έχουν αποδείξει ότι το κράτος παρανομεί και παραβιάζει κάθε συνταγματική
αρχή όταν δεν θέτει εκτός νόμου αυτή τη συμμορία, και τρίτον, και το σημαντικότερο,
να έχουν αποκαλύψει στο λαό ότι η κρατική αυτή συμπεριφορά οφείλεται στο γεγονός
ότι όλα ανεξαίρετα τα κοινοβουλευτικά κόμματα υποστηρίζουν την νομιμότητα των
ναζιστών και επιβάλουν την πολιτική και γι αυτό την ποινική ασυλία τους. Με
λίγα λόγια μια βίαιη σύγκρουση με τους ναζιστές προϋποθέτει μια πολιτική καταγγελία
όλων των πολιτικών κομμάτων που αποδέχονται αυτή τη νομιμότητα. Αυτό σημαίνει
ότι ένα δημοκρατικό κίνημα για να φτάσει στην πλατεία Κολοκοτρώνη και να ματαιώσει
μια συγκέντρωση ναζιστών πρέπει να έχει προηγούμενα περάσει από την Ρηγίλλης,
την Χαριλαόυ Τρικούπη, τον Περισσό και να έχει καταλήξει στην πλατεία Κουμουνδούρου
ώστε να έχει υποχρεώσει όλα αυτά τα κόμματα να πάψουν να κρύβονται και είτε
να παραδεχτούν ότι περιθάλπουν και συμπαραστέκονται σε ναζιστές είτε να τους
θέσουν εκτός νόμου.
Μόνο αν αυτή η πολιτική προετοιμασία έχει γίνει θα μπορεί η δημοκρατική βία
να φανερωθεί στα μάτια του λαού σαν αυτό που είναι, δηλαδή σαν μια έσχατη αμυντική
και δίκαιη πράξη μπροστά στην παρανομία και στην απάνθρωπη αντιδημοκρατία ενός
ολόκληρου πολιτικού καθεστώτος.
Αλλά για να φανερωθεί σαν δίκαιη, αμυντική και δημοκρατική η λαϊκή βία θα πρέπει
να κάνει μια τελευταία μεγάλη πολιτική πράξη: Θα πρέπει να ξεκόψει τον εαυτό
της από κάθε εικόνα βίας που οι πλατειές λαϊκές μάζες έχουν αντιπαθήσει ή ακόμα
μισήσει μέσα από την ίδια τους την πείρα. Δεν είναι δηλαδή δυνατό μια αντιφασιστική
μειοψηφία να απαγορεύει ξαφνικά μια συγκέντρωση ναζιστών στην οποία αυτοί οι
τελευταίοι αν και κληρονόμοι του δοσιλογισμού και φονιάδες εμφανίζονται σαν
πατριώτες και υπερασπιστές της νομιμότητας, ούτε να αποσπάσει λαϊκή συμπάθεια
όταν η ίδια φοράει κουκούλες, ή συνεργάζεται με κουκουλοφόρους. Γιατί οι τελευταίοι
ανεξάρτητα από τις όποιες πολιτικές και κοινωνικές προθέσεις τους έχουν συνδέσει
τον εαυτό τους με όσους για δεκαετίες καίνε σημαίες, σπάνε βιτρίνες, καίνε αυτοκίνητα
και γενικά έχουν γίνει μισητοί στις πλατειές μικροαστικές ή και εργατικές μάζες
που τις περιφρόνησαν σαν αλλοτριωμένες και τις προβόκαραν συστηματικά νομίζοντας
συχνά ότι δρουν επαναστατικά.
Όσο αίμα και αν χύθηκε το Σάββατο και όσο να χυθεί ακόμα θα πάει χαμένο αν ο
αντιφασισμός δεν διαχωριστεί αποφασιστικά με τις κουκούλες και δεν συγκρουστεί
με όσους επιμένουν στις μορφές σύγκρουσης που έχουν ταυτιστεί με αυτές. Μόνο
έτσι θα μπορεί να κοιτάξει κατάματα το λαό και να τον κερδίσει ενάντια στους
ναζιστές. Τα ΜΑΤ θα αποκτηνώνονται και θα φασιστικοποιούνται ασταμάτητα και
θα έχουν έγκριση για μεγαλύτερη βία από ένα όλο και πιο φοβισμένο και πιο μπερδεμένο
κοινό όσο απέναντί τους δεν θα βρίσκεται ένα ανοιχτό, μαζικό και στη σύνθεσή
του και στη νοοτροπία του δημοκρατικό κίνημα. Μόνο ένα τέτοιο κίνημα που θα
έχει εξαντλήσει κάθε ειρηνική μορφή πάλης για την απαγόρευση των ναζιστών θα
έχει το ηθικό έρεισμα να συγκρουστεί τελικά με μια αστυνομία και ένα πολιτικό
καθεστώς που προστατεύουν τους ναζιστές. Τότε και μόνο τότε το κάθε μέλος αυτού
του κινήματος θα μπορεί να βγει μπροστά σε όλο το λαό και να πει σε αυτό το
πολιτικό καθεστώς και για όσο χρόνο αυτό θα καμώνεται ακόμα ότι είναι δημοκρατικό:
«Ναι ήμουνα κι εγώ στη αντιναζιστική μάχη στο κέντρο της πόλης. Αν εσείς θέλετε
τους φονιάδες ναζιστές να δρούν ελεύθερα τότε η δική μου θέση είναι στη φυλακή».
Δυστυχώς για μια ακόμα φορά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν αυτή η στάση και η νοοτροπία
όσων διοργάνωσαν την αντισυγκέντρωση του Σαββάτου. Αυτοί από τη μια συσκότισαν
όλα τα ουσιαστικά ζητήματα της πολιτικής δημοκρατίας και από την άλλη στην πράξη
έβαλαν μπροστά στο τηλεοπτικό ανενημέρωτο κοινό το δίλημμα: είτε είστε με τους
ναζιστές και τα ΜΑΤ είτε είστε με τους κουκουλοφόρους. Με λίγα λόγια έβαλαν
μπροστά στο λαό ένα δίλημμα που ευνοεί αφάνταστα τους ναζιστές. Αν θέλουμε να
βλέπουμε κατάματα την πραγματικότητα, δηλαδή το πώς κινείται η μεγάλη πλειοψηφία
του πληθυσμού είναι ο φασισμός και όχι η δημοκρατία που βγαίνει πολιτικά κερδισμένη
από τα επεισόδια του Σαββάτου. Όσο εμετικά και αν είναι τα ναζιστικά αποβράσματα
εξ αιτίας της ιστορικής πείρας του πληθυσμού, η μεγάλη πλειοψηφία του όλο και
πιο αποκομμένη από την πολιτική όλο και πιο ανασφαλής και γι αυτό όλο και πιο
επιρρεπής στο εθνοσοβινιστικό κήρυγμα των φασιστών, συνεχίζει να ζητάει από
τα ΜΑΤ τη σύλληψη των κουκουλοφόρων γιατί αυτοί πιο άμεσα συγκρούονται με τις
διαθέσεις της και την άμεση της εμπειρία.
Την βασική πολιτική ευθύνη για αυτήν την ουσιαστική πολιτική ήττα του Σαββάτου
την έχει ο βασικός διοργανωτής, ο Συνασπισμός που κρύφθηκε πίσω από τις μετωπικές
του οργανώσεις για να παίξει για μια ακόμα φορά το διπρόσωπο καταστροφικό του
παιχνίδι. Ο ίδιος ο Συνασπισμός είναι αντίθετος στην θέση να τεθεί εκτός νόμου
η «Χρυσή Αυγή», ενώ κάποιες άλλες φιλικές του δυνάμεις της διοργάνωσης είναι
υπέρ αυτής της θέσης. Έτσι το κάλεσμά της αντισυγκέντρωσης δεν περιείχε τη θέση
της απαγόρευσης της «Χρυσής Αυγής» την ώρα που μόνη αυτή η θέση θα μπορούσε
να θεμελιώσει πολιτικά την παρεμπόδιση της ναζιστικής συγκέντρωσης και την αναπόφευκτη
σύγκρουση με την αστυνομία που προστάτευε αυτή τη συγκέντρωση. Αντίθετα η κατάργηση
της ναζιστικής συγκέντρωσης αναζήτησε τη θεμελίωση της στο δευτερεύον ζήτημα
ότι η ΧΑ θέλει να λυθεί με πόλεμο και όχι …ειρηνικά η ελληνοτουρκική αντίθεση!!!
Λες και η ελληνική εξωτερική πολιτική επί 40 χρόνια δεν στηριζόταν στο ότι οι
ελληνοτουρκικές διαφορές ήταν τάχα ζωτικής εθνικής σημασίας δηλαδή άξιζε να
λυθούν με πόλεμο και λες και η μέθοδος λύσης των «διακρατικών εθνικών αντιθέσεων»
είναι αυτή που προσδιορίζει τη διαφορά ανάμεσα στους ναζιστές και όλους τους
άλλους αντιδραστικούς. Όμως δεν είναι αυτό το χειρότερο με τους διοργανωτές,
ούτε το ότι αποφάσισαν την πλατφόρμα και τους στόχους της κινητοποίησής τους
χωρίς να καλέσουν ανοιχτά σε διαβούλευση όλες τις αντιναζιστικές δυνάμεις, ανάμεσά
τους και την Α.Π, ούτε ότι πάγια και σταθερά αρνούνται να καταδικάσουν στην
πλατφόρμα τους τον αντισημιτισμό παρ όλο που αυτή η απόλυτη έκφραση θηριωδίας
του ναζισμού κατατρώει κυριολεκτικά τη συνείδηση του ελληνικού λαού. Η πιο βαριά
τους ευθύνη βρίσκεται στο ότι από τη μια δέχτηκαν να γίνουν οι αντιεξουσιαστές
και αναρχικοί κουκουλοφόροι η αιχμή του δόρατος της αντιαστυνομικής και αντιναζιστικής
βίας, από την άλλη αρνήθηκαν να τους στηρίξουν όταν έφτασε η στιγμή ή έκαναν
πως δεν τους ξέρουν. Με την πολιτική, ούτε καταδικάζω- ούτε επικροτώ την αντιαστυνομική
βία και με το τέχνασμα: είμαι εγώ που δέχτηκα έτσι απρόκλητα και ανεξήγητα την
αστυνομική επίθεση, δηλαδή με το ότι αρνήθηκαν να κάνουν καθαρούς στο λαό τους
στόχους τους στις 2 του Φλεβάρη οι διοργανωτές εξέθεσαν τον αντιναζισμό στην
χειρότερη κατηγορία, εκείνη του πολιτικού καιροσκοπισμού και τον βύθισαν παραπέρα
στην ανυποληψία. Αυτά όλα γιατί ο Συνασπισμός θέλησε να παραμείνει πάτρωνας
του όποιου αντιναζισμού και ταυτόχρονα προστάτης «από τα μέσα» για λογαριασμό
όλου του διακομματικού καθεστώτος της ναζιστικής νομιμότητας.
Η Αντιναζιστική Πρωτοβουλία θεωρεί ότι αυτού του είδους η λογική και η πρακτική
αντιμετώπισης των ναζιστών πρέπει να τελειώνει. Δεν βρισκόμαστε πια στα 1990
όταν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ο επιθετικός εθνοσοβινισμός όρμησε
στην ελληνική πολιτική σκηνή και μόλις άρχισε να μετατρέπει το ελληνικό κράτος
σε έναν μεγάλο τοπικό τραμπούκο. Σήμερα ο ναζισμός δεν είναι όπως τότε στο περιθώριο
παρά μόνο οργανωτικά και μόνο στην ανοιχτή του εκδοχή. Από πολιτική άποψη οι
βασικές του πολιτικές και ιδεολογικές αναφορές, δηλαδή ο αντισημιτισμός, ο εθνορατσισμός,
ο αντικαπιταλισμός κρατικοφασιστικού τύπου και ο μονόπλευρα αντιδυτικός αντιιμπεριαλισμός
ήδη είναι ισχυρές μέσα σε όλα τα κόμματα ενώ εκφράζονται και με συμπαγή τρόπο
με ένα νέο μαζικό κόμμα το ΛΑΟΣ που είναι μετωπική έκφραση και ομπρέλλα του
νεοναζισμού, και ταυτόχρονα είναι αποδεκτό από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα
σαν ισότιμος και έγκυρος συνομιλητής. Μετά το ΛΑΟΣ στη Βουλή ο αντιναζισμός
δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται σαν περιθωριακό φαινόμενο. Ήδη από προχθές
οι μαχαιροβγάλτες έχουν φανερωθεί σαν παρακράτος, τμήμα του κράτους. Αυτή η
αποκάλυψη είναι η θετική συνεισφορά της σύρραξης 2 του Φλεβάρη. Από δω και μπρος
το ζήτημα του ανοιχτού και του καλυμμένου ναζισμού πρέπει να γίνει κεντρικό
ζήτημα πολιτικής δημοκρατίας. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται όλοι οι πραγματικοί
δημοκράτες αντιφασίστες να συσπειρωθούμε σε ένα μαζικό κίνημα που θα αντιμετωπίσει
με κύρια πολιτικές μέθοδες το ανοιχτό και το καλυμμένο νεοναζιστικό κίνημα αποκαλύπτοντας
και καταπολεμώντας πρώτα απ όλα την διακομματική βάση στήριξής του.
Αθήνα, 4 Φλεβάρη 2008>>