ΠΩΣ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΟΒΙΝΙΣΜΟΣ ΑΥΤΟΔΙΑΨΕΥΔΕΤΑΙ ΣΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ

Αλλά σώνεται από την ψευτοαριστερά

 

Η «πανεθνική» φασιστική ομοφωνία δεν θα υπήρχε δίχως τους προδότες και αντικομμουνιστές του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ.

Η επίσημη θέση του ελληνικού κράτους και των σοβινιστών για το ζήτημα του μακεδονικού έθνους είναι ότι δεν υπάρχει κι ούτε υπήρξε ποτέ τέτοιο έθνος, όπως κι ότι δεν υφίσταται καμία μειονότητα στην Ελλάδα που να αναφέρεται σ’ αυτό το έθνος. Τα επιχειρήματα που προβάλλουν είναι συνήθως παρμένα από προηγούμενες ιστορικές εποχές (πολύ προγενέστερες του σχηματισμού των εθνών και των εθνικών κρατών) και δείχνουν την έλλειψη σεβασμού σε πολύ βασικές δημοκρατικές αρχές, όπως είναι π.χ. η αρχή του εθνικού αυτοπροσδιορισμού για τις εθνικές μειονότητες, η αρχή του σεβασμού των συνόρων που βγήκαν μέσα από το β΄ παγκόσμιο αντιφασιστικό πόλεμο, το δικαίωμα εθνικών κρατών που συμμετέχουν σε ομοσπονδίες στον αποχωρισμό από αυτές τις ομοσπονδίες κτλ. Για να μην αναφέρουμε το τελείως άρρωστο επιχείρημα του στυλ: «Μα αν τους αναγνωρίσουμε μ’ αυτό το όνομα σε λίγα χρόνια μπορεί να προβάλουν και διεκδικήσεις σε βάρος μας»…     

 

Μια από τις απόπειρες των φασιστών και σοβινιστών να θεμελιώσουν το ψέμα περί ανυπαρξίας μακεδονικού έθνους με ανιστόρητα επιχειρήματα είναι και ο ισχυρισμός ότι «το πραγματικό όνομα» της Δημ. της Μακεδονίας είναι «Βαρντάρσκα Μπανοβίνα». Όπως όμως εξηγεί ο Ιός της Ελευθεροτυπίας («Οι δέκα μύθοι του Σκοπιανού», Ελευθεροτυπία, 23/10/2005): «η ονομασία αυτή χρησιμοποιήθηκε απ' το γιουγκοσλαβικό κράτος 12 χρόνια όλα κι όλα (1929-1941) και μάλιστα κάτω από συνθήκες που επιβεβαιώνουν πανηγυρικά τον τεχνητό χαρακτήρα της. Οταν η στρατιωτική δικτατορία του βασιλιά Αλέξανδρου επιχείρησε το 1929 να εξαλείψει τις εθνότητες της χώρας συγχωνεύοντάς τις σε ένα ενιαίο «γιουγκοσλαβικό» έθνος υπό σερβική ηγεμονία, όλες οι «ιστορικές» περιφέρειες της Γιουγκοσλαβίας αντικαταστάθηκαν από Διοικήσεις («Μπανοβίνες») με τα ονόματα των τοπικών ποταμών. Η αλλαγή παγιώθηκε με το σύνταγμα του 1931 (άρθρο 83) και αντιμετωπίστηκε ειρωνικά από το διεθνή τύπο της εποχής. Αν πάρουμε στα σοβαρά αυτή τη διοικητική διαίρεση, τότε εκτός από (γιουγκοσλαβική) Μακεδονία δεν υπάρχουν επίσης Σλοβενία (αλλά «Ντράβσκα» Μπανοβίνα), Κροατία («Σάβσκα» και «Πριμόρσκα» Μπανοβίνα), Μαυροβούνιο («Ζέτσκα» Μπανοβίνα), Βοσνία-Ερζεγοβίνη («Ντρίνσκα» και «Βρμπάσκα» Μπανοβίνα), Βοϊβοδίνα («Ντουνάβσκα» Μπανοβίνα) και -φυσικά- ούτε Σερβία («Μοράβσκα» Μπανοβίνα). Η γελοιότητα του όλου επιχειρήματος, που προπαγανδίστηκε κι από επίσημα χείλη (βλ. επιστολή Παπαθεμελή, «Ε» 17.3.01), είναι παραπάνω από προφανής».

Όμως πέρα από τη σαθρότητα τέτοιων «επιχειρημάτων», είναι τα ίδια τα λόγια των ελλήνων σοβινιστών που έχουν καταγραφεί μέχρι και τη δεκαετία του ’50 τα οποία αναιρούν την τωρινή θέση τους περί μη ύπαρξης μακεδονικού έθνους και μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα.

Πρώτη και καλύτερη η γνωστή εθνικίστρια συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα παραδέχεται στο μυθιστόρημα της  «Στα μυστικά του βάλτου» (σελ. 44) τα εξής για την τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: « Ήταν ένα κράμα όλων των βαλκανικών εθνικοτήτων τότε η Μακεδονία Έλληνες, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ζούσαν φύρδην-μίγδην κάτω από το βαρύ ζυγό ων Τούρκων. Η γλώσσα τους ήταν η ίδια, μακεδονίτικη, ένα κράμα και αυτή από σλαβικά και ελληνικά, ανακατωμένα με λέξεις τούρκικες. Όπως και στα Βυζαντινά χρόνια οι πληθυσμοί ήταν ανακατωμένοι τόσο, που δύσκολα χώριζες Έλληνα από Βούλγαρο –τις δυο φυλές που κυριαρχούσαν. Εθνική συνείδηση είχαν τη μακεδονική μονάχα».

 

Ο Παύλος Μελάς, ο ήρωας του ελληνικού επεκτατισμού των αρχών του 20ου αι., ήρθε σε επαφή με πληθυσμούς που μιλούσαν μακεδονικά και μάλιστα κάποια στιγμή χρειάστηκε και ο ίδιος να μιλήσει στη γλώσσα τους. Στις επιστολές προς τη γυναίκα του διηγείται: «Το απόγευμα (…) συνεκεντρώθηκαν εις το δωμάτιόν μας 12 προύχοντες. Εις αυτούς ζωηρότατα, ευγλωττότατα και-πειστικότατα – μετέφραζεν ο Πύρζας – ωμίλησε, μακεδονικά ο Κώτας» (Ναταλίας Μελά: Παύλος Μελάς, Αθήναι 1963, σελ. 241). Λίγο παρακάτω γράφει: «Θα σου κάμω μιαν μικράν περίληψιν του λόγου τον οποίον εξεφώνησα προ της μακεδονικής αυτής βουλής», ενώ αλλού αναφέρει: «Έμαθα και ολίγας μακεδονικάς λέξεις, που λέγω εις τας γυναίκας και μητέρας προ πάντων και ενθουσιάζονται μαζί μου» (σελ. 253).

 

Αλλά μήπως η μακεδονική γλώσσα δεν υπάρχει στ’ αλήθεια και είναι, όπως υποστηρίζουν οι σοβινιστές, ένα παρακλάδι της βουλγαρικής ή της σερβοκροατικής γλώσσας; Ο ιστορικός Διονύσιος Ζακυθηνός απαντά αρνητικά στο βιβλίο του «Οι Σλάβοι εν Ελλάδι» (1945): «Τούτο εξηγεί εν μέρει και την ύπαρξιν, εις την Δυτικήν Μακεδονίαν, των σλαβικών γλωσσικών μειονοτήτων. Διότι οι σλαβόφωνοι της Δυτικής και της Βορείου Μακεδονίας, οι περιελθόντες εις την Ελλάδα και εις την Σερβίαν, ουδεμία σχέσιν έχουν προς τους Σέρβους ή τους Βουλγάρους, αλλ’ είναι υπολείμματα των παλαιοτάτων μεταναστευτικών κινήσεων των Σλάβων, αι οποίαι συνεντελέσθησαν πολύ προ της εμφανίσεως και της προς νότον προωθήσεως και των Βουλγάρων και των Σέρβων. Καθ’ όσον τουλάχιστον δυνάμεθα να κρίνωμεν εκ των τοπωνυμίων, υφίσταται άμεσος γλωσσική συγγένεια μεταξύ των σημερινών μακεδονοσλάβων και των σλαβικών φύλων, τα οποία εγκατεστάθησαν κατά τους μέσους αιώνας εις την Ελλάδα».

Ακόμη, ο καθηγητής Pr. R. A. Reiss, που όρισε η ελληνική κυβέρνηση για να ερευνήσει την εθνογραφική σύνθεση των νέων ελληνικών επαρχιών, είχε καυτηριάσει στην έκθεση του (« Rapport sur la situation des boulgarophones et des musulmans dans les nouvelles provinces grecques », Λοζάννη, 1915) την πολιτική των ελληνικών αρχών της εποχής να βαφτίζουν «βουλγαρόφωνους» τους σλαβικούς πληθυσμούς της ελληνικής Μακεδονίας: «Αυτούς που εσείς αποκαλείτε βουλγαρόφωνους θα τους ονόμαζα καλύτερα απλώς μακεδόνες. Δίνετε σ΄ αυτούς τους ανθρώπους το όνομα των βουλγαρόφωνων εξαιτίας της γλώσσας τους που μοιάζει με τα βουλγάρικα. Είναι όμως αυτά βουλγάρικα, είναι η ίδια γλώσσα που μιλούν στη Σόφια; Όχι. Τα μακεδονικά μοιάζουν τόσο στα σέρβικα όσο και στα βουλγάρικα (…) Οι έρευνες μου στην ελληνική και τη σέρβικη Μακεδονία μου έδειξαν ότι τα πραγματικά μακεδονικά είναι προϊόν όλων των διαδοχικών κατακτήσεων που υπέστη αυτή η χώρα (…) Επαναλαμβάνω ότι η μεγάλη μάζα των κατοίκων παρέμεινε απλώς μακεδονική…» (αναφέρεται στο Δελτίο αρ.1 της Εταιρείας για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων,  σελ. 5 – Ιανουάριος 1992).

Το ίδιο αποφαίνεται και ο Β. Κολοκοτρώνης, διευθυντής του Β΄ Πολιτικού τμήματος του Υπουργείου Εξωτερικών, που είχε εκδώσει στα 1919 στο Παρίσι το βιβλίο “La Macedoine et el Hellenism”. Γράφει λοιπόν εκεί ο ανώτερος αυτός κρατικός αξιωματούχους: « Οι Σλάβοι της Μακεδονίας και οι Βούλγαροι είναι δυο διακριτές εθνότητες. Εξάλλου κανένας συγγραφέας, κανένα κείμενο δε χαρακτηρίζει Βούλγαρους τους Σλάβους της Μακεδονίας πριν από την εποχή του Σαμουήλ (…) Τι σημασία μπορεί να έχει το γεγονός ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας αποκλήθηκαν Βούλγαροι; Αυτή και μόνο η ονομασία είναι ικανή ν΄ αλλάξει τον εθνικό τους χαρακτήρα; Μπορούμε να βασιστούμε μόνο στο όνομα για να τους ταυτίσουμε, από εθνογραφική άποψη, με τους πραγματικούς Βούλγαρους; Φυσικά και όχι».

Εξάλλου υπάρχουν και επίσημα κρατικά έγγραφα που αποδεικνύουν αυτό που το σημερινό κράτος αρνείται να παραδεχτεί. Όπως διαβάζουμε στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», (τόμος ΙΕ΄, σελ. 91): «Η κυβέρνηση Βενιζέλου εκτύπωσε το καλοκαίρι του 1918 έναν εθνολογικό χάρτη που σχεδιάστηκε υπό την επιστημονική επίβλεψη του καθηγητή (του Πανεπιστημίου της Αθήνας) Γ. Σωτηριάδη και εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο χαρτών του Λονδίνου E. Stanford Ltd. Τιτλοφορείται «ο Ελληνισμός στην Πρόσω Ανατολή». Στο χάρτη αυτό επισημαίνονται οι περιοχές όπου κατοικούσαν οι εθνικά μακεδονικοί πληθυσμοί οι οποίοι αναφέρονται ως Macedonian Slavs, δηλ. Μακεδονοσλάβοι.

 

Όμως οι πιο ατράνταχτες αποδείξεις είναι οι ίδιες οι επίσημες απογραφές του πληθυσμού που φανέρωναν την εθνική ανομοιογένεια του ελληνικού κράτους. Στην απογραφή του 1928 στην κατηγορία «Σλαβομακεδόνες» καταγράφηκαν 81.984 άτομα, ενώ στην απογραφή του 1951 (την τελευταία που περιλάμβανε ερωτήματα για τη θρησκεία και τη γλώσσα του πληθυσμού) καταγράφηκαν στην ίδια κατηγορία 41.017 με μητρική γλώσσα τα σλάβικα-μακεδονικά και άλλα 10.346 με την ίδια γλώσσα ως «ομιλούμενη συνήθως». Αλλά και στην απογραφή του 1940 επί Μεταξά, είχαν καταγραφεί 94.059 άτομα.

Ήδη η ελληνική κυβέρνηση στα 1929 είχε προσπάθησε ν’ ανοίξει τα μειονοτικά σχολεία για τους Μακεδόνες, όμως αντέδρασε και η τότε Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία, που απαιτούσαν σ’ αυτά τα σχολεία να διδάσκεται η σερβοκροάτικη και η βουλγάρικη γλώσσα, αντίστοιχα. Μάλιστα, το ελληνικό υπουργείο παιδείας είχε τυπώσει κιόλας στα 1925 αλφαβητάρι- αναγνωστικό στα μακεδονικά με τίτλο ABECEDAR (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπατάβια, Θεσσαλονίκη 2006) για να το εισάγει στις σχολικές αίθουσες. Ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών, Βασίλης Δενδραμής, με επιστολή του προς το διευθυντή του τμήματος για τις μειονότητες Έρικ Κόλμπαν στις 10/11/25 είχε εμφανιστεί τότε θερμός υπερασπιστής της μακεδονικής εθνικής ταυτότητας υποστηρίζοντας με σθένος τη διαφορά ανάμεσα στη μακεδονική και τη βουλγαρική γλώσσα. Για το σκοπό αυτό επικαλέστηκε και ορισμένους από τους πιο αξιόλογους σλαβολόγους της εποχής (Βιβλιοθήκη των Ηνωμένων Εθνών, Αρχεία στη Γενεύη, R. 1975, Doc. No 41/47647/39349).

Μπορούμε τέλος να παραθέσουμε τις μαρτυρίες δύο ηγετικών μορφών του σύγχρονου νεοελληνικού αστικού κράτους. Η πρώτη είναι μία ρήση του Κων/νου Καραμανλή στις 30.11.1950 σχετικά με τους εθνικά Μακεδόνες πολιτικούς πρόσφυγες («Εφημερίς συζητήσεων της Βουλής»): «Αυτοί οι πληθυσμοί είναι αμφιβόλου συνειδήσεως. Αυτό είναι τόσον αληθές, ώστε δεν είναι γνωστόν αν είναι Βούλγαροι, Σλάβοι ή Έλληνες». Η δεύτερη είναι η αναφορά που έκανε στις 17 και 18 του Σεπτέμβρη 1959 ο τότε υπουργός της ΕΡΕ Ευάγγ. Αβέρωφ στη «Μακεδονική γλώσσα η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια κι έχει και γραμματικήν και συντακτικόν» (το αναφέρει ο Σ. Βαλντέν στο βιβλίο του «Ελλάδα-Γιουγκοσλαβία. Γέννηση και εξέλιξη μιας κρίσης», 1991).

 

Αυτά είπαν τότε οι δύο έλληνες πολιτικοί και θα ήταν γελοίο να τους κατηγορήσει κανείς σήμερα για κατασκοπία υπέρ της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Απλά, τα νέα σοσιαλιμπεριαλιστικά αφεντικά έχουν βάλει στο μάτι τη γειτονική χώρα και για να την απορροφήσουν της αρνούνται το δικαίωμα να διαλέξει συμμάχους και να συμμετέχει σε ενώσεις κρατών, δηλαδή να ανήκει στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Έτσι κινητοποιούν τον ελληνικό σοβινισμό να εμποδίζει τη συμμετοχή αυτής της χώρας σε αυτές τις ενώσεις και συμμαχίες απαιτώντας από αυτήν να κάνει κάτι που δεν μπορεί, να αρνηθεί την εθνική οντότητα του πληθυσμού της. Να γιατί ο ελληνικός σοβινισμός αναγκάζεται ασταμάτητα να έρχεται σε σύγκρουση ακόμα και με τους πατέρες του,  και έτσι κατάφορα να αυτοδιαψεύδεται.

 

Χάρη στην ψευτοαριστερά επιβιώνει ο μύθος του «ονόματος»

 

Αν δεν παθαίνει τίποτα ο σοβινισμός από αυτήν την διάψευση είναι γιατί κανείς δεν μιλάει γι αυτήν και δεν μιλάει γιατί ο σοβινισμός έχει στο πλευρό του  τους προδότες του μαρξισμού και πράκτορες της Μόσχας του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ. Δίχως αυτούς θα ήταν αδύνατο να περάσει στη χώρα και στο λαό η φασιστική αυτή «εθνική» γραμμή που αρνείται σε ένα έθνος το όνομα του και την ύπαρξη του.  Πραγματικά πουθενά δεν είναι τόσο χαρακτηριστική και τόσο απόλυτη η  άρνηση του παλιού ηρωϊκού ΚΚΕ από αυτούς και τόσο δίκαιος ο χαρακτηρισμός ψευτοΚΚΕ που δίνουμε στο πιο κάπηλο από αυτά τα δυο κόμματα, όσο είναι στο μακεδονικό.

Αν ανατρέξει κανείς στην ιστορία του εμφύλιου θα διαπιστώσει ότι η κεντρική πολιτική κατηγορία του μοναρχοφασισμού ενάντια στο ΚΚΕ και τον Δημοκρατικό Στράτο ήταν συγκεντρωμένη στο μακεδονικό και πιο συγκεκριμένα στο γεγονός ότι το ΚΚΕ αναγνώριζε την ύπαρξη μακεδονικού έθνους γενικότερα και πλήρη δημοκρατικά δικαιώματα της μακεδονικής εθνικής μειονότητας στην Ελλάδα. Να τι έλεγε για παράδειγμα το 7ο συνέδριο τον Οχτώβρη του 1945 το διεθνιστικό ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ καταγγέλλει σαν έγκλημα κατά των εθνικών συμφερόντων το διωγμό, που εφαρμόζει  η μεταδεκεμβριανή Ελλάδα κατά της σλαβομακεδονικής μειονότητας και των άλλών μειονοτήτων Τσάμηδων, Αρμένιων, Τούρκων» . Να επίσης τι έλεγε στην 5η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το Γενάρη του 1949 στο τέλος του εμφύλιου όταν οι μακεδόνες προσφέρανε το αίμα τους στον δημοκρατικό αγώνα του ΔΣΕ :

 «Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της λαϊκής επανάστασης ο μακεδόνικος λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάσταση του έτσι όπως τη θέλει ο ίδιος , προσφέροντας σήμερα το αίμα του για να την αποκτήσει. Οι μακεδόνες κομμουνιστές στέκονται πάντα επικεφαλής στην πάλη του λαού τους. Ταυτόχρονα οι μακεδόνες κομμουνιστές πρέπει να προσέξουν τις διασπαστικές και διαλυτικές ενέργειες που ξενοκίνητα σοβινιστικά και αντιδραστικά στοιχεία αναπτύσσουν, για να διασπάσουν την ενότητα ανάμεσα στο μακεδόνικο (σλαβομακεδόνικο) και τον ελληνικό λαό, διάσπαση που μόνο τον κοινό τους εχθρό, τον μοναρχοφασισμό και τον αμερικανοαγγλικό ιμπεριαλισμό θα ωφελήσει». Αυτή η απόφαση κατηγορήθηκε σαν αποσχιστική αλλά δεν ήταν. Απλά εκείνη την εποχή οι εθνικά μακεδονικοί πληθυσμοί είχαν πολύ μεγαλύτερο αριθμητικό όγκο σε σχέση με σήμερα γιατί δεν είχαν ακόμα κυνηγηθεί και εθνοκαθαριστεί και έτσι έμπαινε ζήτημα  ακόμα και εδαφικής αυτονομίας τους μέσα στα σύνορα της Ελλάδας.  Όμως και πριν από την απόφασή αυτή τα μέλη του αληθινού ΚΚΕ δικάζονταν στήνονταν στον τοίχο κατηγορούμενα πάνω απ όλα σαν εθνοπροδότες και διαμελιστές της χώρας. Αυτή η κατηγορία στόχευε το βάθος στον πυρήνα της κομμουνιστικής πολιτικής ιδεολογίας που ήταν και είναι πάντα ο διεθνισμός. Ο κομμουνιστής είναι ο πιο αγνός πατριώτης αλλά πάνω απ όλα είναι διεθνιστής. Και είναι ο πιο αγνός πατριώτης ακριβώς επειδή είναι διεθνιστής. Κανείς δεν μπορεί να αγαπάει τη χώρα του αν την υποστηρίζει σε βάρος άλλων χωρών, όπως δεν μπορεί κανείς να αγαπάει στα αλήθεια την οικογένειά του προσπαθώντας «για το καλό της» να αδικήσει και να εκμεταλλευτεί την υπόλοιπη κοινωνία. Αν λοιπόν υπάρχει ένα ζήτημα, ένα και μόνο που να αποδεικνύει με τον πιο περίτρανο τρόπο την αντιδιεθνιστική και αντικομμουνιστική φύση του κόμματος που εμφανίζεται σήμερα σαν «ΚΚΕ» είναι η στάση του στο μακεδονικό όπου λυσσαλέα υποστηρίζει τη θέση ότι η γειτονική χώρα πρέπει να  αλλάξει το όνομά της γιατί μέσα σε αυτήν δεν ζει και δεν υπάρχει κανένα μακεδονικό έθνος. Αυτή είναι μια φασιστική θέση όχι μόνο σε ότι αφορά το εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό της χώρας μας. Γιατί το ίδιο κόμμα αρνείται ότι υπάρχει μακεδονική εθνική μειονότητα στην Ελλάδα δηλαδή απαρνείται τα μισά μέλη του Δημοκρατικού Στρατού στη βόρεια Ελλάδα που ήταν εθνικά Μακεδόνες και μάλιστα αρνείται την επιστροφή όσων ζουν από αυτά σαν πρόσφυγες στην Δημοκρατία της Μακεδονίας. Έτσι έμπρακτα και καθαρά στέκεται στο πλευρό των ελλήνων αντιδραστικών και ιστορικά στο πλευρό των μοναρχοφασιστών καθώς συμφωνεί μαζί τους στον βασικό λόγο για τον οποίο στήθηκαν στον τοίχο οι έλληνες κομμουνιστές επαναστάτες. Βεβαίως σαν γνήσιο αντικομμουνιστικό και φασιστικό κόμμα δεν αρνείται μόνο ότι υπάρχει μακεδονική εθνική μειονότητα αλλά και τουρκική μειονότητα στην Ελλάδα πάλι σε απόλυτη αντίθεση με το παλιό ηρωικό ΚΚΕ.

Πραγματικά τόσο θρασείς προδότες και τέτοιοι κάπηλοι ενός επαναστατικού ονόματος είναι αμφίβολο αν έχουν ξαναϋπάρξει ποτέ. Το κακό είναι ότι αυτοί οι προδότες και κάπηλοι δεσμεύουν και δηλητηριάζουν κάθε διεθνιστική αντίληψη και κάθε επαναστατική παράδοση μέσα στις προοδευτικές μάζες, οπότε ο ελληνικός σοβινισμός και το αφεντικό του ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός κάνουν άνετα την φασιστική και αποσταθεροποιητική φιλοπόλεμη πολιτική τους στο μακεδονικό, αλλά και στα Βαλκάνια  γενικότερα. Είναι αυτοί που με την άδικη και επιθετική πολιτική τους επί 15 χρόνια βοήθησαν ώστε να δυναμώσει στην γειτονική χώρα ένα ισχυρό ρεύμα μακεδονικού εθνικισμού και σοβινισμού. Δηλαδή είναι ο ελληνικός ρωσοφασισμός που οδήγησε σε ήττα τις πιο δημοκρατικές, ειρηνόφιλες και διεθνιστικές δυνάμεις της μακεδονικής αστικής τάξης, εκείνες με τυπικό εκπρόσωπο τον Γκλιγκόρωφ, που ανατράφηκαν στο πνεύμα του γιουγκοσλαβικού   πολυεθνισμού αλλά και του μακεδονικού πολυεθνικού κράτους. Αυτών ακριβώς οι ρωσόδουλοι έλληνες προβοκάτορες ποδοπάτησαν κάθε πραγματική υποχώρησή σε επίπεδο εθνικών συμβόλων και ονομάτων προκειμένου να βρεθεί μια αμοιβαία αποδεκτή λύση και έτσι τους έκανε αφερέγγυους στο μακεδονικό λαό δίνοντας ώθηση στα πιο καθυστερημένα και πιο εθνικιστικά ρεύματα της αστικής τάξης.  Τώρα σε ένα βαθμό πετυχαίνουν αυτό που θέλουν. Βλέπουν δηλαδή ευχαριστημένοι την ηγεσία Γκρούεφσκι, αντί να τους αποκαλύπτει προτείνοντας ονόματα που αυτοί εκ προοιμίου θα αρνούνται για να μην μπει η γειτονική χώρα στο ΝΑΤΟ, να κάνει το  λάθος αρχής στα διακρατικές σχέσεις όμορων κρατών, λάθος που καμιά προηγούμενη ηγεσία της Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν έκανε: Να βάζει το υπαρκτότατο ζήτημα της καταπίεσης της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα σαν θέμα διμερούς διακρατικής διαφοράς και έτσι να δίνει το πρόσχημα στους στριμωγμένους ρωσόδουλους να ξεφεύγουν από το όνομα και να αντεπιτίθενται μιλώντας για επέμβαση στα εσωτερικά, για αλυτρωτισμό και για κλιμάκωση της αντιπαράθεσης σε νέες σφαίρες.

Αν υπήρχε μια στοιχειωδώς ισχυρή αριστερά στην Ελλάδα η μεγάλη απάτη, η εξαιρετικά αντεθνική απάτη με το «εθνικό μας όνομα»  δεν θα έστεκε και οι δύο χώρες θα μπορούσαν να βαδίσουν στο δρόμο της ειρήνης και του σχετικού ευρωπαϊκού δημοκρατισμού.