Η
θερμή και ωμή εισβολή της νεοχιτλερικής Ρωσίας στο λεγόμενο «εγγύς εξωτερικό»
της μόλις τώρα ξεκίνησε. Όμως η εκκλησιαστική της εισβολή έχει ξεκινήσει εδώ
και χρόνια και στοχεύει στο να προετοιμάσει την ένοπλη εισβολή. Όταν μιλάμε
για εκκλησιαστική εισβολή εννοούμε την προσπάθεια του Πατριαρχείου της Μόσχας
να εμποδίσει την εκκλησιαστική αυτοκεφαλία των ορθόδοξων εκκλησιών των χωρών
της πρώην ΕΣΣΔ και να επιβάλει τους δικούς της επισκόπους στους ορθόδοξους χριστιανούς
των χωρών αυτών είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν.
Η εκκλησιαστική αυτοκεφαλία είναι ο τρόπος με τον οποίο μεταφράζεται η εθνική
ανεξαρτησία στο θρησκευτικό επίπεδο. Η εκκλησιαστική αυτοκεφαλία βέβαια δεν
σημαίνει εκκλησιαστική απομόνωση όπως και η εθνική ανεξαρτησία δεν σημαίνει
εθνική απομόνωση. Για να μην είναι απομονωμένη η εθνική εκκλησία πρέπει η αυτοκεφαλία
της, δηλαδή το εκκλησιαστικό της αυτοδιοίκητο να συνοδεύεται από την εκκλησιαστική
αναγνώριση της από μια σειρά άλλες ομόθρησκες εκκλησίες. Στην προκειμένη περίπτωση
η ρώσικη εκκλησία εμποδίζει κάθε τέτοια αναγνώριση των αυτοκέφαλων εκκλησιών
των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ. Ιδιαίτερα εμποδίζει την αναγνώρισή τους από την πιο
έγκυρη στα μάτια των πιστών ορθόδοξη εκκλησία του κόσμου, εκείνη που στην εκκλησιαστική
γλώσσα έχει «τα πρωτεία» στον κόσμο αυτό. Στα πλαίσια αυτά ο Οικουμενικός Πατριάρχης
θεωρείται υπεύθυνος για την πνευματική καθοδήγηση των ορθοδόξων εκκλησιών και
της ορθοδοξίας και διαθέτει γι’ αυτό και αυξημένες εκκλησιαστικές εξουσίες,
όπως δικαίωμα θρησκευτικής παρέμβασης (όχι διοικητικής) σε κάθε ορθόδοξη εκκλησία
ακόμα και με τη φυσική του παρουσία στη βάση των συνοδικών αρχών και των κανόνων
της ορθοδοξίας. Το πιο μεγάλο ωστόσο πλεονέκτημα για την προσχώρηση μιας εθνικής,
δηλαδή μιας εκκλησιαστικά αυτοκέφαλης ορθόδοξης εκκλησίας στον εκκλησιαστικό
χώρο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης είναι ότι αυτή δεν συνεπάγεται καμιά
εθνική υποτέλεια αφού αυτό το Πατριαρχείο δεν έχει σήμερα καμιά κοσμική, δηλαδή
καμιά κρατική εξουσία καθαρά πίσω του. Αντίθετα η εκκλησιαστική εξάρτηση μιας
εθνικής εκκλησίας από το πατριαρχείο της Μόσχας σημαίνει εξάρτηση από το φασιστικό
ρώσικο ιμπεριαλιστικό κράτος και μάλιστα από την ΚαΓκεΜπε που ελέγχει απόλυτα
το πατριαρχείο της Μόσχας.
Το πατριαρχείο Κων/λης θέλει να προχωρήσει σε αυτές τις αναγνωρίσεις και εκκλησιαστικά
έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει αφού θεωρείται μητέρα εκκλησία όλων των σλάβικων
ορθόδοξων εκκλησιών. Αλλά όποτε το κάνει πέφτει πάνω της η μεγαλύτερη, η πιο
πανούργα και η πιο αδίστακτη διπλωματική μηχανή του πλανήτη, η καγκεμπίτικη
διπλωματική μηχανή. Αυτό ήδη έγινε το 1996 όταν το Πατριαρχείο Κων/λης με επικεφαλής
το Βαρθολομαίο αναγνώρισε την ανεξάρτητη από τη Μόσχα ορθόδοξη εκκλησία της
Εσθονίας. Από τότε το Πατριαρχείο της Μόσχας σαμποτάρει κάθε διορθόδοξη και
κάθε διαθρησκευτική σύνοδο στην οποία συμμετέχει ο Βαρθολομαίος ενώ το Φλεβάρη
του 1996 έφτασε στο σημείο να μην αναφέρει καν το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη
στην ανάγνωση των παραδοσιακών «διπτύχων». Ο βαθύτερος στόχος της μεγάλης αυτής
επίθεσης δεν ήταν να ανακαλέσει το Φανάρι την αναγνώριση της εσθονικής εκκλησίας
αλλά να μην προχωρήσει στην αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της ουκρανικής
εκκλησίας που είναι το κλειδί για όλη την ορθόδοξη πολιτική του Κρεμλίνου.
Κορμός της ουκρανικής ορθόδοξης εκκλησίας είναι η πολύ μαζική ονομαζόμενη «εθνική»
εκκλησία με επικεφαλής τον πατριάρχη Φιλάρετο. Υπάρχει και μια δεύτερη μικρότερη
μη ρώσικη ορθόδοξη ουκρανική εκκλησία η λεγόμενη «αυτοκέφαλη» με επικεφαλής
τον Μεθόδιο που στήθηκε κυρίως από τους υπερεθνικιστές ουκρανούς εμιγκρέδες.
Σύμφωνα με τον έγκυρο εκκλησιολόγο Henri Tincq το Φανάρι προσπαθεί να ενοποιήσει
αυτές τις δύο εκκλησίες (Μοντ, 24/6/2001). Η Ρωσία αντίθετα έχει αποκηρύξει
αυτές τις δύο εκκλησίες σαν «σχισματικές» και αναγνωρίζει σαν «κανονική» μόνο
την πλέον πολύ μειοψηφική δικιά της που έχει επικεφαλής της τον μητροπολίτη
του Κίεβου Βλαδίμηρο. Η πουτινική εξουσία εναντιώνεται περισσότερο από κάθε
άλλη πολιτική ανεξαρτησία σε εκείνη της Ουκρανίας επειδή η Ουκρανία είναι εκείνη
η χώρα της πρώην ΕΣΣΔ που με το μεγάλο πληθυσμό, τη βιομηχανική και επιστημονική
της ανάπτυξη, και τον αρκετά ισχυρό στρατό της αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο
στα πολεμικά επεκτατικά σχέδια των νεοχιτλερικών του Κρεμλίνου στο «εγγύς εξωτερικό».
Άρα το να μην αναγνωρίσει το Φανάρι την αυτοκέφαλη ουκρανική εκκλησία και βασικά
εκείνη του Φιλάρετου είναι για τους σοσιαλιμπεριαλιστές ζήτημα ύψιστης πολιτικής
προτεραιότητας. Αυτός είναι ο λόγος που αρχίζοντας από τον Ιούνιο και κλιμακώνοντας
ως τον Ιούλιο η ρώσικη διπλωματία, εκκλησιαστική και κοσμική, προχώρησε σε μια
άνευ προηγουμένου συντονισμένη και ωμή επίθεση ενάντια στο Πατριαρχείο της Κων/λης.
Ο ανοιχτός στόχος της εκστρατείας αυτής ήταν να σαμποταριστεί η επίσκεψη του
Βαρθολομαίου στο Κίεβο με την ευκαιρία των γιορτασμών των 1020 χρόνων του εκχριστιανισμού
των Ρώς (από τους οποίους προέρχονται το ρώσικο, το λευκορωσικό και το ουκρανικό
έθνος), δηλαδή να μην τον ακολουθήσει αν ήταν δυνατό κανένας εκκλησιαστικός
ηγέτης της ορθοδοξίας στην επίσκεψή του στην Ουκρανία στην οποία τον είχε καλέσει
ο πρόεδρος Γιούσενκο.
Τονίζουμε εδώ ότι το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης είναι ένας αρκετά σημαντικός
γεωπολιτικός μπελάς για το Κρεμλίνο όχι μόνο σαν ένα εκκλησιαστικό καταφύγιο
για κάθε κυνηγημένη από το Κρεμλίνο ορθόδοξη εθνική εκκλησία της πρώην ΕΣΣΔ,
αλλά και από την άποψη της πολιτικής εξάρτησης της Ελλάδας στο ρώσικο άρμα.
Γιατί ναι μεν ο ελληνικός εθνικισμός έχει μάθει με τα πολύχρονα εντατικά προπαγανδιστικά
κρατικά μαθήματα και τις προβοκάτσιες των ρωσόδουλων να αγαπάει τη Μόσχα σαν
υποτιθέμενη φίλη της Κύπρου και σαν αντίβαρο των ΗΠΑ, αλλά δύσκολα θα βαδίσει
με τη Μόσχα ενάντια στο Φανάρι όπως θέλουν οι ρωσόδουλοι. Πραγματικά αν δεν
ήταν πατενταρισμένοι πράκτορες του Κρεμλίνου οι «πατριώτες» Παπανδρέου, Καραμανλής,
Καρατζαφέρης και Παπαρήγα θα είχαν αντιδράσει έντονα που η Ρωσία τολμάει να
αμφισβητεί τον οικουμενικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου, δηλαδή τον ηγετικό εκκλησιαστικό
του χαρακτήρα στον ορθόδοξο κόσμο. Ιδιαίτερα θα θύμωναν που ένα ξένο κράτος
απειλεί ένα θεσμό που οι ίδιοι θεωρούν πολύ βασικό στον ελληνικό πολιτισμό και
μάλιστα την ώρα που πελώρια πλήθη μαζεύονται στην πρωτεύουσα μιας μεγάλης χώρας
όπως είναι η Ουκρανία για να ζητήσουν από αυτό το θεσμό να γίνει ο θρησκευτικός
τους ηγέτης. Για μας τους κομμουνιστές οι εθνικοί πολιτισμοί υπάρχουν μόνο στη
μορφή, ενώ στο περιεχόμενο τους είναι πάνω απ όλα ταξικοί. Έτσι καμιά θρησκεία
δεν είναι για μας κομμάτι του προλεταριακού πολιτισμού για τον οποίο παλεύουμε
και καμιά εκκλησία δεν αναγνωρίζουμε σαν κατάλληλο πνευματικό ηγέτη ενός έθνους.
Όμως επειδή δεν μας αρέσει καθόλου να επιβάλλονται πολιτισμοί με τη βία στα
έθνη και στις μάζες θεωρούμε εξαιρετικά βρώμικη και ανησυχητική την τάση των
χειρότερων στοιχείων της ελληνικής αστικής τάξης να συντάσσονται με το φασιστικό
«πολιτισμό» της ρώσικης ορθόδοξης εκκλησίας ενάντια σε εκείνον του Φαναριού
που τουλάχιστον σήμερα κινείται μέσα στο αστοδημοκρατικό και γι αυτό ανεξίθρησκο
πολιτιστικό ρεύμα της σημερινής Ενωμένης Ευρώπης. Αλλά το πρόβλημα είναι μόνο
δευτερευόντως πολιτιστικό. Κυρίως είναι πολιτικό. Πρόκειται για το ότι έχουμε
εδώ μια ρώσικη εκκλησία που έχει στόχο να δημιουργήσει μια παγκόσμια φαιοκκόκινη
πολιτική ορθοδοξία με την υποταγή όλων των εκκλησιών του κόσμου
στη γνωστή, τσαρικής έμπνευσης «Τρίτη Ρώμη» που είναι η Μόσχα. Ο ελληνικός λαός
και οι λαοί της πρώην Γιουγκοσλαβίας έχουν ήδη υποστεί την πολιτική του ρώσικου
πολιτικού ορθόδοξου τόξου Μόσχας- Βελιγραδίου-Αθήνας. Η συμπαράσταση του υποστηρικτή
του «Στόχου» και ρωσόδουλου Χριστόδουλου στους «δοκιμαζόμενους Σέρβους αδελφούς
μας» την ώρα που αυτοί κατέσφαζαν τους βόσνιους αμάχους, τα πολεμικά εθνικιστικά
του κηρύγματα ενάντια στο γειτονικό κράτος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η
αποσιώπηση των σφαγών των Τσετσένων και των λαών του Καυκάσου από τους «ομόδοξους
Ρώσους αδελφούς μας» είναι δείγματα αυτής της «ορθόδοξης» πολιτικής. Μια γεύση
για τον πολιτικό ρόλο της εκκλησίας της Μόσχας παίρνουμε και από τον πόλεμο
στη Γεωργία. Στην «Ιζβέστια» μίλησε ο Πρωτοσυγκελλεύων του Πατριαρχείου Μόσχας
Μητροπολίτης Καλούγας και δήλωσε για τον πόλεμο στην Γεωργία ότι: «Η Ρωσία
υποστηρίζει πάντοτε την ειρήνη και για αιώνες τώρα ήταν ο εγγυητής της σταθερότητας
στον Καύκασο».
Όμως ο πιο άμεσος και πρακτικός στόχος της πρόσφατης μεγάλης εκστρατείας της
ρώσικης εκκλησίας ενάντια στο Φανάρι ήταν να ματαιώσει κάθε απόπειρα του να
έρθει σε επαφή και να δυναμώσει τις σχέσεις του με τις μη ρωσόδουλες εκκλησιαστικές
ηγεσίες και ρεύματα της Ουκρανίας και μάλιστα να δεσμευτεί ότι δεν προτίθεται
να τις αναγνωρίσει σε ένα κοντινό μέλλον. Για να επιτευχθεί αυτό έπρεπε
ο Βαρθολομαίος να μείνει όσο γίνεται πιο μόνος του στο Κίεβο και να παραλύσει.
Γι αυτό το λόγο η ρώσικη επίθεση ήταν μέγιστη σε ένταση και αιφνιδιαστική
στο τέμπο της και πραγματοποιήθηκε ανοιχτά και στο εκκλησιαστικό και
στο διπλωματικό επίπεδο.
Η πολιτική και εκκλησιαστική διπλωματία του Κρεμλίνου επιτίθεται
Στα τέλη του Ιούλη λοιπόν
και λίγο πριν την τελετή στο Κίεβο ο Αλέξιος της Μόσχας έστειλε μια επιστολή
σε όλους τους ορθόδοξους εκκλησιαστικούς ηγέτες με την οποία τους καλούσε να
μη συνοδεύσουν οι ίδιοι τον Βαρθολομαίο, αλλά να στείλουν κάποιον αντιπρόσωπο,
γιατί αυτός είχε τάχα σαν στόχο να προβεί «σε αντικανονικά βήματα» δηλαδή ότι
σκόπευε να έρθει σε κάποιου είδους επαφή με τις «σχισματικές» εκκλησίες της
Ουκρανίας. Στην επιστολή αυτή, που σημειωτέον δεν την έστειλε στον ίδιο τον
Βαρθολομαίο, απειλούσε ότι σε στην περίπτωση που αυτός πραγματοποιούσε αυτά
τα αντικανονικά βήματα θα ήταν «δυνατόν να επέλθει εκκλησιαστική διαίρεση
δυναμένη ως προς τα αποτελέσματά της να συγκριθεί προς τα γεγονότα του 1054».
Αντίθετα, κατέληγε η επιστολή «Εάν η έκκληση αντιμετωπισθεί με κατανόηση,
είμαστε έτοιμοι να συλλειτουργήσουμε μαζί του και να έχουμε συνομιλίες».
Ο Βαρθολομαίος έγραψε με τη σειρά του επιστολές στους προκαθήμενους των ορθόδοξων
εκκλησιών όπου απαντούσε στις αιτιάσεις του Αλέξιου λέγοντας ότι δεν σκόπευσε
να κάνει βήματα αναγνώρισης των ουκρανικών εκκλησιών. Παρά τη δήλωση αυτή που
ήδη αποτελούσε υποχώρηση κλίμακας η Μόσχα συνέχισε τις επιθέσεις της για να
οδηγήσει σε μάξιμουμ απομόνωση το Πατριαρχείο.
Έτσι λίγο αργότερα ο Ρώσος πρεσβευτής στη Αθήνα επισκεπτόταν τον υφυπουργό εξωτερικών
Θ. Κασίμη για να πιέσει την κυβέρνηση να εμποδίσει κάθε θετική κίνηση του Βαρθολομαίου
προς την ουκρανική εκκλησία, αλλά και να «πείσει» τον Ιερώνυμο να μην πάει στο
Κίεβο. Βεβαίως αυτή η κυβέρνηση δεν χρειαζόταν μεγάλες πιέσεις για να «κάνει
τη δουλειά της». Γιατί ο επικεφαλής της Καραμανλής είναι αυτός που υποστήριξε
τον Χριστόδουλο για να αποσπάσει τις «νέες χώρες» (τις βορειοελλαδίτικες μητροπόλεις)
από τη δικαιοδοσία του Φαναρίου ενώ έκανε τα πάντα για να μπουν κάτω από ρώσικο
έλεγχο τα πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας. Επίσης είναι ο ίδιος που
όχι μόνο δεν έβαλε ποτέ φρένο στις διεκδικήσεις της Ρωσίας στο Άγιο Όρος αλλά
αντίθετα προστατεύει τους αντιπατριαρχικούς καταληψίες της Μονής Εσφιγμένου
που παίζουν το ρώσικο παιχνίδι.
Από την άλλη μεριά η ρώσικη καγκεμπίτικη μηχανή είχε ήδη κινηθεί για μια ακόμα
φορά με τους φασίστες «γκρίζους λύκους» και τους πιο λεπτούς «πολιτικούς» ισλαμοφασίστες
του Ερντογάν για να θέσει και τη ζωή του Πατριάρχη και την υλική ύπαρξη του
Πατριαρχείου σε αμφισβήτηση. Ο Βαρθολομαίος εξαναγκάστηκε να επισκεφθεί τον
Τούρκο πρέσβη για να ζητήσει πολιτική προστασία.
Οι συνδυασμένες αυτές πιέσεις αποδώσανε και κάποια από τα αποτελέσματά τους
θα πρέπει να άφησαν εμβρόντητο το Οικουμενικό πατριαρχείο καθώς αποδείχτηκε
ότι ήδη πολύ πριν από την τελευταία κρίση η Μόσχα είχε υπονομεύσει δραστήρια
τη θέση του στα μεγάλα ορθόδοξα πατριαρχεία και στις αρχιεπισκοπές της Ανατολής.
Έτσι δεν πήγαν καταρχήν στο Κίεβο δύο πατριάρχες που την ανάρρησή τους στον
πατριαρχικό θρόνο ο Βαρθολομαίος είχε υποστηρίξει. Ο ένας ήταν ο πατριάρχης
Ιεροσολύμων Θεόφιλος που βρήκε το γελοίο πρόσχημα για την απουσία του ότι δεν
μπορούσε να πάει κόντρα στα 300.000 μέλή του ποιμνίου του που έχουν μεταναστεύσει
από τη Ρωσία. Εδώ δικαιώθηκε για μια ακόμα φορά η ανάλυση της ΟΑΚΚΕ που είχε
καταλήξει στην εκτίμηση ότι ο Ιεροσολύμων (πρώην Θαβωρίου) Θεόφιλος ήταν ρωσόδουλος.
Αποδείχτηκε τώρα ότι ήταν η Ρωσία που έδιωξε τον Ειρηναίο με τη βοήθεια των
Καραμανλή, Παπανδρέου, και ΣΥΝ και έφερε στην εξουσία τον Θεόφιλος και ότι ο
Βαρθολομαίος έκανε τότε για μια ακόμα φορά το λάθος από τη μια να υποστηρίξει
έναν άνθρωπο της Μόσχας που παριστάνει τον πατριαρχικό σύμφωνα με τις πάγιες
αρχές του καγκεμπίτικού τραβεστισμού και εισοδισμού και από την άλλη να συναποκεφαλίσει
ένα σύμμαχο του όπως ήταν ο Ειρηναίος. Αυτό είχε πάθει προηγούμενα ο Βαρθολομαίος
και με τον Χριστόδουλο και αυτό μπορεί να το πάθει και στο μέλλον αν θα συνεχίσει
να επιτρέπει σε διάφορους ρωσόδουλους σαν τον Ζακύνθου να παριστάνουν τον ακραιφνή
πατριαρχικό. Ο δεύτερος πατριάρχης που δεν πήγε στο Κίεβο και είχε υποστηριχθεί
στην ανάρρησή του από τον Βαρθολομαίο ήταν ο Θεόδωρος της Αλεξανδρείας για τον
οποίο επίσης αποδείχτηκαν σωστές οι υποψίες μας ότι ήταν βαλμένος από την «Τρίτη
Ρώμη». Όχι τόσο γιατί σπούδασε και διακόνησε για χρόνια στη Ρωσία αλλά γιατί
πολύ εύκολα και χωρίς διαμαρτυρίες από τον Χριστόδουλο και τη διακομματική εξουσία
στην Ελλάδα αντικατέστησε τον δολοφονημένο σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις Πέτρο
που ήταν πραγματικά πατριαρχικός. Δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε πόσο εύκολα
το πολιτικό καθεστώς στην Ελλάδα έχει δεχτεί να μείνουν στο σκοτάδι οι έρευνες
για τις αιτίες της πτώσης ενός ελικοπτέρου που προκάλεσε όχι μόνο τον θάνατο
του πατριάρχη αλλά τον αποδεκατισμό ολόκληρου του εκκλησιαστικού επιτελείου
του!
Λιγότερο παράξενο είναι που δεν πήγε στο Κίεβο ο νέος αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόσοστομος.
Ένα νησί που είναι στα χέρια εδώ και χρόνια της ρώσικης διπλωματίας και διοικείται
στο μεν νότο από ένα σοσιαλφασιστικό κόμμα στρατηγικό υποχείριο του Κρεμλίνου,
στο δε βορά από το τούρκικο αντίστοιχό του δεν είναι πλέον δυνατό να έχει έναν
ανεξάρτητο αρχιεπίσκοπο. Αυτός άλλωστε είναι και οικονομικός μάνατζερ της τεράστιας
περιουσίας της κυπριακής εκκλησίας που συνδέεται πλέον με ρώσικα κεφάλαια. Ο
Χρυσόστομος σαν πρωταθλητής της προδοσίας όχι μόνο δεν πήγε στο Κίεβο, όχι μόνο
δεν έστειλε ούτε κατώτερο κληρικό όπως είχε «επιτρέψει» ο Αλέξιος, αλλά απέσυρε
την τελευταία στιγμή και τη χορωδία της Μονής του Κύκου από τις γιορτές του
Κίεβου που είχε κανονιστεί να είναι η μοναδική στους γιορτασμούς. Αυτό το έκανε
ο Χρυσόστομος, όπως δήλωσε, γιατί η Ρωσία υποστήριξε την Κύπρο στον ΟΗΕ οπότε
αυτός δεν μπορεί να πάει κόντρα στο εθνικό συμφέρον! Αυτόν τον τύπο τον φέρανε
και στην Ελλάδα για να κάνει φιλανθρωπίες στην καμένη Ηλεία τις οποίες το καθεστώς
διαφημίζει.
Το ίδιο τέλος έγινε και με τον πατριάρχη Αντιοχείας Ιγνάτιο. Όμως αυτό δεν θα
πρέπει να ήταν έκπληξη για κανέναν. Τι άλλο από ρωσόδουλο θα ήταν ένα πατριαρχείο
που ή έδρα του βρίσκεται στη Συρία; Τέλος δεν πήγε στο Κίεβο ούτε ο πατριάρχης
Γεωργίας Ηλίας για λόγους που δεν έγινα ευρύτερα γνωστοί αλλά που το αποτέλεσμά
τους ήταν χαρακτηριστικά υπέρ της Μόσχας.
Αυτές οι απουσίες, ιδιαίτερα η απουσία κάθε άλλου πατριάρχη στο πλευρό του,
ήταν ένα μεγάλο εκκλησιαστικό, οπότε και πολιτικό, χτύπημα στο Βαρθολομαίο γιατί
του στερούσαν το πραχτικό αντίκρυσμα των εκκλησιαστικών πρωτείων του. Αυτός
τελικά μπόρεσε να κρατήσει δίπλα του στο Κίεβο δύο αρχιεπισκόπους, τον Ιερώνυμο
της Αθήνας και τον Αναστάσιο Αλβανίας. Ιδιαίτερα η παρουσία του πρώτου ήταν
το αποτέλεσμα της πρώτης ήττας της ρώσικης γραμμής μέσα στην ελληνική Ιερά Σύνοδο
μετά από την ερεβώδη περίοδο του Χριστόδουλου. Η σημασία αυτής της απόφασης
είναι πολύ μεγάλη αφού πάρθηκε παρά τις πιέσεις από την κυβέρνηση για να μην
πάει καν ο Ιερώνυμος στο Κίεβο (Ελευθεροτυπία, 27/7). Αποδεικνύεται ότι ο ρώσικος
σοσιαλιμπεριαλισμός δεν θα μπορέσει εύκολα να ελέγξει την ελληνική εκκλησία,
ιδιαίτερα όσο θα αντιστέκεται σε αυτόν και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Άλλωστε
δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μεγάλη μάχη για την αυτοκεφαλία της ελληνικής εκκλησίας
δόθηκε και κερδήθηκε στις αρχές του προπερασμένου αιώνα ενάντια στην εξάρτηση
της από τη Ρωσία. Ωστόσο αποδείχτηκε ότι δεν πρέπει να υπερτονίσουμε τη σημασία
αυτών των αντιστάσεων. Γιατί μπορεί οι Ιερώνυμος και Αναστάσιος να υπερπήδησαν
το εμπόδιο που τους έβαλαν οι νεοχιτλερικοί και να πήγαν στο Κίεβο, αλλά όλα
δείχνουν ότι καθόλου δεν ενθάρρυναν τον Βαρθολομαίο να αντισταθεί στη
βασική ρώσικη απαίτηση που ήταν να μην κάνει κανένα θετικό βήμα προς
τις εθνικές ουκρανικές εκκλησίες. Στο βασικό και καίριο αυτό σημείο η επίσκεψη
στο Κίεβο κατέληξε σε μια ήττα για το Φανάρι και σε μια νίκη της Μόσχας που
δεν μπορεί παρά να ήταν το αποτέλεσμα του πολιτικού και εκκλησιαστικού πολέμου
κατά του Βαρθολομαίου και της σχετικής του απομόνωσης στις τελετές αυτές. Μόνο
έτσι μπορεί να εξηγηθεί ότι στην προκλητική τοποθέτηση του τοποτηρητή της Μόσχας
στην Ουκρανία Βλαδίμηρου ότι «Τα προβλήματα της Εκκλησίας της Ουκρανίας
(πρέπει) να επιλυθούν επί τω κανονικώ δικαίω», ο Βαρθολομαίος
απάντησε: «Χαίρομαι που αναφερθήκατε σε αυτό και ευχόμαστε να επιλυθούν εν
τω πλαισίω της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας μας. Παρακαλούμε να βλέπουμε
ημάς ως αγγέλους ειρήνης και ειλικρινείς αδελφούς» (Ελευθεροτυπία, 27/7).
Μια κρίσιμη μάχη χάθηκε αλλά ο πόλεμος δεν έχει κριθεί
Οι περί κανονικότητας διατυπώσεις
είναι εκείνες που χρησιμοποιεί το πατριαρχείο της Μόσχας και σημαίνουν ότι η
εκκλησία της Ουκρανίας υπάγεται στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου της Μόσχας
και ότι χωρίς τη δικιά της έγκριση δεν μπορεί να υπάρχει καμιά αλλαγή στο διοικητικό
καθεστώς αυτής της εκκλησίας. Όμως πέρα από αυτή τη δήλωση του Βαρθολομαίου
που χαιρέτισαν με ικανοποίηση οι ρώσικες εφημερίδες ήταν και η ικανοποίηση του
ίδιου του Αλέξιου και το συλλείτουργο και οι συνομιλίες που είχε υποσχεθεί ότι
θα πραγματοποιήσει με τον Βαρθολομαίο μόνο αν αυτός παραιτηθεί από τα «αντικανονικά
του» βήματα. Και όχι μόνο. Ο μητροπολίτης Σμολένσκ Κύριλλος,
ο επεικεφαλής της Διεύθυνσης των Εξωτερικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας,
ανακοίνωσε ότι ο Αλέξιος θα συμμετάσχει στη σύναξη των προκαθημένων που οργανώνει
το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη Κωνσταντινούπολη τον ερχόμενο Οκτώβριο, ενώ τη
σύναξη αυτή τη σαμπόταρε η Μόσχα γιατί είχε προσκληθεί σε αυτήν και η αυτοκέφαλη
εσθονική εκκλησία. Τον τελευταίο χρόνο εκπρόσωποι του Πατριαρχείου Μόσχας είχαν
αποχωρήσει από τις διορθόδοξες συναντήσεις στη Ραβέννα και στη Ρόδο που προετοίμαζαν
το διάλογο με την Καθολική Εκκλησία και τη σύναξη της Πόλης αντίστοιχα, προβάλλοντας
ακριβώς το εκκλησιαστικό ζήτημα της Εσθονίας. Η στάση αυτή είχε χαρακτηριστεί
«προληπτική επίθεση» στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για να αποφευχθούν
εξελίξεις στην Ουκρανία. Την ικανοποίηση της Μόσχας για την υποχώρηση του Βαρθολομαίου
την ανέδειξε γλαφυρά η σκηνή κατά την οποία στη διάρκεια του συλλείτουργου οι
Βαρθολομαίος και Αλέξιος μόλις εκφώνησαν το «Αγαπήσωμεν αλλήλους...»
και άρχισαν να απομακρύνονται από την Αγία Τράπεζα, έπιασαν ο ένας το χέρι του
άλλου σε μια έντονα συμβολική κίνηση, πράγμα που θα πρέπει να πάγωσε τους ουκρανούς
πατριώτες. Όμως το χειρότερο απ’ όλα ήταν το πρακτικό γεγονός ότι ο Βαρθολομαίος
ούτε για μια στιγμή δεν ήρθε σε επαφή και έτσι δεν αναγνώρισε κατά οποιονδήποτε
τρόπο την ύπαρξη των ουκρανικών εθνικών εκκλησιών την ώρα που ένας ολόκληρος
ουκρανικός λαός τον επευφημούσε περιμένοντας αυτό ακριβώς. Αντίθετα ο Οικουμενικός
Πατριάρχης δέχτηκε την ταπείνωση να έχει διαρκώς δίπλα του σαν σκιά του τον
ουκρανό τοποτηρητή του Αλέξιου αρχιεπίσκοπο Βλαδίμηρο να τον παρακολουθεί έτοιμος
να εμποδίσει κάθε κακή συναναστροφή του με τους «σχισματικούς».
Βέβαια αυτή ήταν μόνο μια μάχη, κρίσιμη μάχη αλλά όχι όλος ο πόλεμος. Το ότι
στην ουσία στο Κίεβο υπήρξε μόνο μια ανακωχή (συμφερτική βέβαια για τη Ρωσία)
και όχι ειρήνη αποδεικνύεται από την εξής φράση κλειδί του Βαρθολομαίου στο
Κίεβο: «Ερχόμεθα από την έδρα της μητέρας Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης,
η οποία υπήρξε προ δέκα και πλέον αιώνων η μητέρα σας και παραμένει
και σήμερον και πάντοτε η μητέρα σας». Αυτή τη φράση την ξεκαθάρισε
για όποιον δεν την κατάλαβε λίγες μέρες μετά και ο πατριαρχικός μητροπολίτης
Ναυπάκτου Ιερόθεος σε άρθρο του στο Βήμα: «Και επειδή γίνεται λόγος για
την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας, πρέπει να υπογραμμισθή ότι αυτό
είναι έργο του Οικουμενικού Πατριάρχου και της Πανορθοδόξου Συνόδου, που δίδεται
με σοφία, διάκριση και με εκκλησιαστικές προϋποθέσεις. Αλλωστε, δεν πρέπει να
παροραθή ότι η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου έδωσε την Αυτοκεφαλία στις
Ορθόδοξες Σλαυικές Εκκλησίες με την προοπτική να επικυρωθή αυτή η απόφαση από
την μέλλουσα να συγκληθή Πανορθόδοξη και Οικουμενική Σύνοδο. Οταν μια
Ορθόδοξη Εκκλησία αρνείται αυτήν την αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
τότε υπονομεύει την ίδια την ταυτότητά της. (Η υπογράμμιση δική μας).
Ακόμη επειδή το κρίσιμο θέμα είναι ότι η Αυτοκεφαλία δίδεται από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο με τη συγκατάθεση της Μητρός Εκκλησίας από την οποία αποσπάται αυτή
η Τοπική Εκκλησία, γι’ αυτό δεν πρέπει να παραθεωρηθή ότι μητέρα της
Εκκλησίας της Ουκρανίας είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο». Αυτό
το κείμενο λέει ότι όχι μόνο μπορεί να δοθεί η αυτοκεφαλία από το Οικουμενικό
πατριαρχείο στην ουκρανική εκκλησία αλλά έμμεσα αμφισβητεί την εκκλησιαστικά
νόμιμη αυτοκεφαλία και της ίδιας της ρώσικης εκκλησίας αν αυτή τολμήσει να συγκρουστεί
με το πατριαρχείο «μητέρα» της Κων/λης.
Παρ όλες ωστόσο αυτές τις προθέσεις του Βαρθολομαίου να επαναφέρει το ζήτημα
είναι σίγουρο ότι όσο αργεί να κάνει την κίνηση της αναγνώρισης της ουκρανικής
εκκλησίας σε τόσο δυσκολότερη θέση θα έρχεται γιατί και οι Ουκρανοί θα απογοητεύονται
ενώ θα απειλούνται όλο και περισσότερο από την μπότα της Ρωσίας και η Ρωσία
θα ενθαρρύνεται να επιτίθεται στο Φανάρι όλο και περισσότερο με τους πράκτορές
της στην Τουρκία και στην Ελλάδα και το Φανάρι θα παραμένει εκκλησιαστικά απομονωμένο
και με λίγους υλικούς πόρους. Γι αυτούς ακριβώς τους λόγους εκείνο που
πάνω απ όλα ήθελε να αποσπάσει και απέσπασε ο Αλέξιος από τον Βαρθολομαίο στο
Κίεβο ήταν χρόνο, δηλαδή το χρόνο που χρειάζεται για να συζητήσουν
οι δύο πατριάρχες τις διαφωνίες τους στο Ουκρανικό και στη διάρκεια του οποίου
ο Βαρθολομαίος δεσμεύτηκε να μην κάνει κανένα βήμα αναγνώρισης. Αυτό το χρόνο
ο Βαρθολομαίος τον προσδιόρισε έμμεσα στα 5 χρόνια αναφερόμενος στη νέα επέτειο
του εκχριστιανισμού των Ρως το 1025 που ευχήθηκε να βρει τις ουκρανικές εκκλησίες
ενωμένες.
Η άθλια στάση της ελληνικής αστικής τάξης στην εκκλησιαστική επίθεση του Κρεμλίνου
Η πραγματική διάθεση αντίστασης
του Φαναριού στη Μόσχα προδίδεται ασταμάτητα από την ελληνική αστική τάξη, που
στην πλειοψηφία της δεν είναι ρωσόφιλη. Αυτή για να κατευνάσει τον Βαρθολομαίο
για την πισώπλατη μαχαιριά που του έδωσε στο Κίεβο αφήνοντάς τον αβοήθητο στα
νύχια της Μόσχας, προσπαθεί να τον εμφανίσει σαν νικητή του Αλέξιου. Όμως από
την άλλη τον προειδοποιεί να μην τα βάλει με τη Μόσχα αναγνωρίζοντας την εθνική
ουκρανική εκκλησία. Κάποιοι από αυτούς τους υπό όρους πατριαρχικούς γράφουν:
«Στο Φανάρι όπου δείχνουν πάντα ιδιαίτερη ευαισθησία στις επιπτώσεις
του «εθνοφυλετισμού» στην Εκκλησία θα αντιμετωπίσουν με μεγάλη προσοχή τις διαστρεβλώσεις
που προκαλεί η «εθνική» αντίληψη των εκκλησιαστικών πραγμάτων»
(Το Βήμα. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας). Εδώ απευθύνεται η κατηγορία για
εθνικισμό στην εθνική ουκρανική εκκλησία. Αυτή η φράση κρύβει ωστόσο ακόμα περισσότερα.
Ως γνωστό το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης λειτουργώντας για αιώνες σαν κρατικός
θεσμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας επιφορτισμένος με μια σειρά κυριαρχικές
διοικητικές-ιδεολογικές λειτουργίες απέναντι στους ορθόδοξους υπηκόους του Σουλτάνου
βρέθηκε σε σύγκρουση με τα εθνικά κινήματα και στη συνέχεια με τις αυτοκέφαλες,
δηλαδή τις ορθόδοξες εκκλησίες των βαλκανικών κρατών που σχηματίστηκαν στη διάρκεια
του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Αυτή η σύγκρουση πήρε τελευταία την προοδευτική
φορεσιά της σύγκρουσης με τον εθνικισμό και μάλιστα τον «εθνοφυλετισμό». Τώρα
που τα εθνικά κράτη έχουν σχηματιστεί η κρατική εκκλησία του ρώσικου ιμπεριαλισμού
βρίσκεται εκείνη στη θέση που είχε τότε το Φανάρι, δηλαδή εμποδίζει το σχηματισμό
των αυτοκέφαλών εθνικών εκκλησιών. Γι αυτό τώρα είναι οι νέοι Χίτλερ που έχουν
γίνει τάχα «αντιεθνικιστές» και «αντιρατσιστές». (Ο μόνος ρατσισμός που επιτρέπουν
στον εαυτό τους είναι ο χειρότερος απ όλους, ο κανιβαλικός αντισημιτισμός).
Είναι η Ρωσία λοιπόν που τώρα θυμίζει στο Φανάρι τη δικιά του προηγούμενη ιστορική
πάλη κατά της εθνικής αυτοκεφαλίας των εκκλησιών. Όμως η καταδίκη του εθνοφυλετισμού
δεν είναι μια απλή επίκληση στην ιστορία, αλλά αποτελεί και μια απειλή για το
Φανάρι καθώς η ιστορία έχει αφήσει σε αυτό ένα μεγάλης πρακτικής σημασίας κατάλοιπο:
Το ότι η οικονομική του αυτάρκεια στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μητροπόλεις
μέσα στην ελληνική επικράτεια, στις λεγόμενες «νέες χώρες» και στην Κρήτη αλλά
και στις εκκλησίες της ελληνικής ομογένειας που επίσης επηρεάζονται καίρια από
την ελληνική κρατική πολιτική. Από την άλλη η διοικητική υπόσταση του Φαναριού
στην Τουρκία στηρίζεται σε καίριο βαθμό πάνω στην πολιτική προστασία του από
το ελληνικό κράτος. Αν με λίγα λόγια το Φανάρι αποτολμήσει να αντισταθεί μέχρι
ρήξης στη Μόσχα για την αυτοκεφαλία της Ουκρανίας τότε η Αθήνα θα του θυμίσει
ότι κινδυνεύει να χάσει και την οικονομική του αυτάρκεια και την ίδια τη βάση
του στο Βόσπορο αν εφαρμόσει πλήρως την ελληνική αυτοκεφαλία. Στην πραγματικότητα
η Μόσχα κάνει στο Φανάρι τον εξής εκβιασμό μέσω των 5 κομματικών ηγετών-πρακτόρων
της στην Ελλάδα, εκβιασμό που τον ξεκίνησε επί Χριστόδουλου: «Η ελληνική
εθνική εκκλησία πρέπει να είναι με τη Ρωσία γιατί αυτό επιτάσσει το ελληνικό
(εννοούν το ρώσικο) εθνικό συμφέρον (αυτό δηλαδή που είπε ωμά τελευταία η κυπριακή
εκκλησία). Αν εσύ Βαρθολομαίε κοντράρεις τη Ρωσία εμείς θα κηρύξουμε την ελληνική
εκκλησιαστική αυτοκεφαλία σε όλη την επικράτεια και τον πόλεμο μαζί σου στην
ομογένεια». Γι αυτό κύρια το λόγο πιστεύουμε ότι η Ρωσία κέρδισε την παρτίδα
στο Κίεβο, παρόλο που η ελληνική Ιερά Σύνοδος (βασικά η Διαρκής Ιερά Σύνοδος)
στάθηκε πίσω από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο ως προς το ταξίδι. Αποδείχτηκε δηλαδή
ότι η Ιερά Σύνοδος παραχώρησε στον Βαρθολομαίο το δευτερεύον, δηλαδή την παρουσία
του Ιερώνυμου στο Κίεβο για να πάρει από αυτόν το κύριο δηλαδή την έστω και
τακτική εγκατάλειψη από τη μεριά του των ουκρανικών ορθόδοξων εκκλησιών. Αν
ο Ιερώνυμος και ο Βαρθολομαίος δεν είχαν κάνει αυτήν την παραχώρηση είναι σίγουρο
ότι θα οργίαζαν οι ρωσόφιλοι μέσα και έξω από την εκκλησία ενάντια στο ταξίδι
του Ιερώνυμου και του Αναστάσιου στο Κίεβο και ίσως το ματαίωναν. Γιατί οι γλοιώδεις
έλληνες αστοί δεν μπορούν να είναι ούτε καν συνεπείς εθνικιστές μπροστά στην
απειλή του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού καθώς το μόνο που κάνουν είναι να προσπαθούν
να κλέψουν μερικά ακόμα χρόνια σχετικής ησυχίας για τις δουλίτσες τους, για
τις κομπινούλες τους και για να χαρούν τις οικοπεδικές και αγροτικές γεωπροσόδους
τους.
Όλα αυτά που γράψαμε παραπάνω σημαίνουν ότι σε τελική ανάλυση ο εκκλησιαστικός
πόλεμος που άνοιξε η Μόσχα ενάντια στην ουκρανική εκκλησία και στο Φανάρι θα
έχει μια έκβαση που δεν θα εξαρτηθεί όχι τόσο από τις εξελίξεις στο ίδιο το
εκκλησιαστικό επίπεδο-που κι αυτές επηρεάζουν τις πολιτικές- αλλά στο κυρίως
πολιτικό. Υπενθυμίζουμε το ρόλο του Βατικανού στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο υπέρ
του φασισμού στο πλευρό του Μουσολίνι και αντίστροφα τον αντικειμενικά θετικό
ρόλο της ρώσικης ορθόδοξης εκκλησίας που υποστήριξε στις κρίσιμες στιγμές τον
αντιφασιστικό πόλεμο της ΕΣΣΔ. Βασικά όλα θα κριθούν από το αν η Ενωμένη Ευρώπη
θα αφήσει ακάλυπτη πολιτικά την Ουκρανία και τις άλλες ανεξάρτητες χώρες της
πρώην ΕΣΣΔ στα νύχια των νεοχιτλερικών. Από τις συνολικές ευρωπαϊκές αντιστάσεις
θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό και οι αντιστάσεις της ελληνικής αστικής τάξης
στο σοσιαλιμπεραιλισμό και όλες αυτές μαζί θα καθορίσουν τελικά σε αποφασιστικό
βαθμό και τη στάση του Οικουμενικού πατριαρχείου. Στο βάθος πίσω απ όλα αυτά
βρίσκεται ο βαθμός πολιτικής ωριμότητας που θα δείξουν οι ευρωπαϊκοί λαοί και
ο ελληνικός ανάμεσά τους, και το κατά πόσο βαθμό θα διαλέξουν άλλο δρόμο από
τις αστικές τους τάξεις που τόσο πολύ αισχρά έχουν αποδείξει ότι μπορούν να
συμφιλιώνονται με τους κάθε φορά χιτλερικούς τραμπούκους.