Αναδημοσιεύουμε εδώ κείμενο της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας για τον ξαφνικό θάνατο του μαχητή του αντιφασισμού Α. Χριστινίδη, και τον επικήδειο του φίλου του Δ. Αρμάου, όπως δημοσιεύτηκαν στην ιστοσελίδα της ΑΠ (www.antinazi.gr)

ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ Ο ΜΑΧΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΜΟΥ ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΙΝΙΔΗΣ

Πέθανε την Τρίτη στις 2 του Ιούνη σε ηλικία 78 χρονών ο καλός φίλος και θερμός συμπαραστάτης της Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας Ανδρέας Χριστινίδης, ένας σπουδαίος άνθρωπος, ένας λαμπρός και μαχητικός διανοούμενος και πάνω απ όλα ένας ασυμβίβαστος εχθρός κάθε φασισμού.
Εμείς της Αντιναζιστικής δυστυχώς γνωρίσαμε τον Ανδρέα Χριστινίδη στα τελευταία χρόνια της ζωής του όταν μας πλησίασε το 2005 στην διάρκεια της καμπάνιας που κάναμε για να απαγορευτεί το Διεθνές Φεστιβάλ των ναζιστών που είχε διοργανωθεί από την Χρυσή Αυγή. Από τότε παρόλο που περισσότερο ζούσε στη Γερμανία παρά στην Ελλάδα είμαστε σε διαρκή επαφή και σε συνεργασία στον κοινό αγώνα ενάντια στο νεοναζισμό και στον αντισημιτισμό που κορυφώθηκε τελευταία στη ιστορική και αποκαλυπτική δίκη του ναζιστή Πλεύρη. Η βασική γενική συνεισφορά του σε αυτήν την περίοδο ήταν τα σημειώματα και τα σχόλιά του που αρκετά είναι δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα μας, όμως για μας τους ίδιους ακόμα πιο σημαντική ήταν η ηθική και πολιτική ενθάρρυνση που μας έδινε σε μια μάχη πολύ μοναχική σε σχέση με τον όγκο και την κτηνωδία του εχθρού που είχαμε να αντιμετωπίσουμε.
Κατά κάποιο τρόπο ο Ανδρέας Χριστινίδης ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έσπασε τον αποκλεισμό που έχει επιβληθεί στη Αντιναζιστική από αυτό που αποκαλούμε επίσημη αριστερή και δημοκρατική διανόηση. Αργότερα διαπιστώσαμε ότι τον ίδιο αποκλεισμό είχε υποστεί και ο ίδιος. Και τον είχε υποστεί για τον ίδιο λόγο: Είχε συγκρουστεί με αυτό που δηλητηριάζει και σταδιακά αποχαυνώνει την ελληνική επίσημη αριστερή και δημοκρατική διανόηση: την ερωτοτροπία της, και σε αρκετές περιπτώσεις τον έρωτά της με το μοντέρνο αντισημιτισμό που εδώ και μισό αιώνα εμφανίζεται σαν αντισιονισμός. Βέβαια ο αντισημιτισμός δεν είναι μόνος του, είναι απλά το μυστικό σημάδι του κάθε μεγάλου φασισμού, είναι το νήμα που ενώνει τη ναζιστική δικτατορία της ρατσιστικής δεξιάς με την «αριστερή» δικτατορία των κρατικιστών «αντικαπιταλιστών» ληστών, είναι η βίβλος της θρησκείας του φαιοκόκκινου μετώπου που προορίζεται για τις μάζες.
Αν δεν είχε αποτολμήσει με ορμή αυτή τη σύγκρουση, που σηματοδοτούσε στο βάθος μια ευρύτερη ιδεολογική σύγκρουση του με το μεταπολιτευτικό ηγεμονικό μπλοκ εξουσίας ο Ανδρέας θα ήταν ένας επίλεκτος του καθεστώτος. Λαμπρός καθηγητής στα γερμανικά πανεπιστήμια, πλατειά αναγνωρισμένος και με μεγάλο κύρος στη γερμανική προοδευτική διανόηση, κυνηγημένος από τη δικτατορία, ανήσυχος και δημιουργικός θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το είδος αυτό του διανοούμενου που αφού τον αναγνώρισε η Εσπερία η ντόπια επαρχιώτικη κρατική διανόηση θα τον περιέφερε σαν ένα πετυχημένο δείγμα του δικού της κρυφού και πάντα μη αναγνωρισμένου ταλέντου. Όμως στον Χριστινίδη ήταν ξένη κάθε προσποίηση και ματαιοδοξία. Προτίμησε ως την τελευταία στιγμή του να βαδίσει με τους λίγους αληθινούς φίλους, τους μαθητές του και τους καταραμένους αντιναζιστές παρά να συμβιβαστεί έστω και ένα πόντο, έστω και για μια στιγμή με αυτό το αίσχος που σε λίγο θα κάνει τη χώρα μας αρνητικά διάσημη σε όλη την Ευρώπη, τη διακομματική στήριξη στο ναζισμό και στον κανιβαλικό αντισημιτισμό. Πραγματικά πολέμησε τα τέρατα άρρωστος και ως την τελευταία του πνοή.
Τον Ανδρέα αποχαιρέτισαν στο νεκροταφείο του Παλαιού Ηράκλειου οι στενοί συγγενείς και αγαπημένοι φίλοι του κι εμείς ανάμεσά τους. Ήταν ακριβώς η κηδεία που του αντιστοιχούσε. Ήταν εκεί μόνο οι φίλοι που τον αγαπούσαν βαθιά και τον πίστευαν. Ειπώθηκαν από αυτούς λίγα αληθινά λόγια, χαμηλόφωνα και γεμάτα συγκίνηση. Καμιά φανφάρα. Κανένα κράτος παρόν.
Όμως τέτοιοι άνθρωποι κρίνουν τελικά τα πράγματα.
Και αυτοί δεν πεθαίνουν ποτέ.
Ανδρέα θάσαι πάντα για μας μια πηγή έμπνευσης στον αγώνα μας

O επικήδειος που εκφώνησε στην κηδεία του Ανδρέα εκ μέρους των φίλων του, ο Δημήτρης Αρμάος
Ανδρέας Χριστινίδης
Οι Φίλοι Ενώπιον της Σορού του, Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

Ο Ανδρέας δεν είναι ένα μικρό κομματάκι της ζωής μας• είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο, που δεν έχει κλείσει, και (το ξέρουμε καλά όλοι μας) δεν θα κλείσει.

1. Ο άνθρωπος αυτός ως σύμπαν (όχι ό,τι δηλαδή απ’ αυτόν εμπιστευόμαστε στα πάτρια χώματα) είναι ο μόνος που γνώρισα μέχρι σήμερα χωρίς μειονεκτήματα. Υπήρξε, αλήθεια, υπόδειγμα αρτιότητας, καθώς συνδύαζε κιόλας με τρόπο εντελώς προσωπικό τα άκρα (και περιττεύει κάθε παραπέρα λόγος για φιλαλήθεια, εντιμότητα, συνέπεια και τα λοιπά εξυπακουόμενα):
- Παρότι άκαμπτα μαχητικός, ήξερε να δίνει μιαν όλο σεβασμό προσοχή στην αντίθετη άποψη• ερευνούσε για τα δίκια της ή για τα κίνητρά της (και τα κίνητρα συχνά αρκούσαν για να δει με συμπάθεια και ορκισμένους αντιπάλους του): δεν γινόταν ευκολόπιστος (ποτέ!), αλλά έμπαινε στη «συνθήκη του άλλου».
- Παρότι εξωστρεφής και διαχυτικός, διέθετε μια εσωτερικότητα που οι εκδηλώσεις της αιφνιδίαζαν, πάντοτε ευχάριστα – δέσποζε η απέραντή του τρυφερότητα.
- Παρότι είχε θέσει τον ορθολογισμό ως αδιαπραγμάτευτο αίτημα βίου του, παρέμενε ωστόσο ανοιχτός σε κάθε ανατροπή του, αφού και το φαινόμενο της ζωής δεχόταν ως χαοτικό και τα σκοτάδια της ψυχής δεν παραγνώριζε.
Αυτό που προέκυπτε ήταν πάντα μέτρο – ένα μέτρο αβίαστο: δεν ήξερες αν αυτό γεννούσε την απέραντή του ευγένεια ή αν ατόφια αυτή η ευγένεια καθοδηγούσε προς το μέτρο τις ενέργειές του.

2. Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο τρόπος που αναμίχθηκε στα δημόσια πράγματα: με το ήθος άνδρα μυθικού («μυθικού» κυριολεκτικά για την τάξη των ημερών μας).
- Απόλυτη προσήλωση στους ξεκάθαρους σκοπούς και αλύγιστη αγωνιστικότητα σε κάθε φάση ριψοκινδύνευσης – και αθόρυβη αποστασιοποίηση από κάθε λαϊκιστική εκμετάλλευση.
- Τόνοι υψηλοί για τα διακυβεύματα – αιδήμων σιωπή και απομάκρυνση στη ρεμούλα της «συγκομιδής».
- Τολμηρή έκθεση στο χώρο της δημοσιότητας όσο μαίνεται η αδικία – και μαζί ο αναχωρητισμός εκείνου που ξέρει ότι δεν υπηρετεί γι’ ανταμοιβές τη δικαιοσύνη.
Από μια τέτοια πλούσια φλέβα όλοι, φαντάζομαι, περιμένουμε να μας θρέφει διαπαντός – και με τους όρους των συναλλαγών που κυριάρχησαν στις τελευταίες δεκαετίες: δραστηριότητα εμφανής, του δρόμου, για ταχεία ρευστοποίηση. Δεν της παραχωρούμε, μ’ άλλα λόγια, τις δομολειτουργικές αρμοδιότητες που θα της ταίριαζαν (τις κρατάμε αυτές προς εξαργύρωση υπηρεσιών για τους κηφήνες που τις πολιορκούν). Από μια τέτοια πλούσια φλέβα πόσο κέρδισε άραγε η πατρίδα; (Και γιατί μόνο τόσο; – Ας μένει, όμως, γι’ άλλην ώρα ο απολογισμός…)
Ο ίδιος ο Ανδρέας Χριστινίδης όρισε με αυστηρότητα το «μαρμαρένιο αλώνι» του μετά τη Μεταπολίτευση:
- Δράση διανοητή εν όπλοις!
- Στο πανεπιστήμιο, στον τύπο, σε κάθε συναναστροφή, απηνής δίωξη στον παραλογισμό των αθεμελίωτων ψευδαισθήσεων για το Έτερο.
- Ανάλυση – αποκάλυψη – καταδίκη!
Κι από μια τέτοια μακρά στράτευση σε ιδεώδη που δεν έπαυαν να δέχονται ήττες διαρκώς (δαιμόνια συμπαιγνία μεριμνά γι’ αυτό) –παράξενο!– κατάφερε να μην κουραστεί. Ούτε πρόσκαιρα!

3. Δεν ήταν έτσι στη δημόσια παρουσία του μονάχα• έτσι τον ζούσαμε και ιδιωτικά. Η αιτία: ίσως κι η ανεξάντλητη νιότη του, αλλά κυρίως η αμιγώς πνευματική του φύση – και το ευτύχημα: να τον περιβάλλει μια οικογένεια που αναγνώριζε τη φύση αυτή, και την τιμούσε. (Τι φύση ακριβώς; Ανθρώπου της Αναγέννησης – όχι όπως λέμε ότι είμαστε όλοι «τέκνα της Αναγέννησης»• σ’ αυτόν η Αναγέννηση έλαβε χώρα επίσημα και τελετουργικά, μέσα του. Θυμίζω –δε θα πω άλλα– πως ο Ανδρέας θεωρούσε τον Διαφωτισμό Δεύτερη Αναγέννηση, ή προέκτασή της. Πράγματι, και διά ζώσης καταργούσε κάθε κοσμολογικό περισπασμό• όλα μαζί του ήταν Άνθρωπος – «άνθρωπος χαρά του ανθρώπου»). Ως εκτούτου, ο Ανδρέας πολύ λίγο μπορούσε να σταθεί στα προβλήματα της καθημερινότητας – όσα και να τον έζωναν και οσοδήποτε πιεστικά. Με βία περνούσε ο νους κι ο λόγος του στη μεγάλη του αγάπη: τη θέα του συλλογικού. Κι εκεί τίποτα δεν εξαντλούσε την αφοσίωση, την ευρηματικότητα και τη φαντασία του.
Δεν ξέρουμε τι έμαθε από μας• εμείς όλοι όμως μαθητεύσαμε δίπλα του, «μάθαμε γράμματα» κοντά του, τα πιο «καλά» – αυτά που δεν ξεχωρίζουν θεωρία και πράξη. Α, όσοι τον γνωρίσαμε, τι θησαυρό ψυχής αποκομίσαμε! Τι θεμέλιο εμπιστοσύνης στον άνθρωπο! Τι υπόδειγμα αρετής σε ιδιωτική και δημόσια σφαίρα – αξεδιάλυτα!
Ένας αδαπάνητος θησαυρός – κι απέναντί του πια: αυτή η στέρηση.
Θα μας λείπει πάντα, ενώ η παρακαταθήκη του δεν θα εξαντλείται… Θα τον νοσταλγούμε, ενώ θα είναι μονίμως παρών…
Τυχεροί-άτυχοι εμείς – τώρα – πίσω του.

Δημήτρης Αρμάος

Βιοεργογραφικό Υστερόγραφο (από άρθρο του Ηρακλή Δ. Λογοθέτη στην Αυγή της Παρασκευής 5 Ιουνίου 2009): «Ο Ανδρέας γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα όπου και αποπεράτωσε τις νομικές του σπουδές. Έλαβε μέρος στο σοσιαλιστικό κίνημα από τα φοιτητικά του χρόνια και υπέστη σειρά διώξεων από το μετεμφυλιοπολεμικό κράτος. Το 1958 εγκαθίσταται στη Γερμανία, αρχικά στο Βερολίνο κατόπιν στη Βόννη και εντέλει στο Γκίσεν της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Έσης. Αναγορεύεται διδάκτωρ της κοινωνιολογίας με διατριβή που είχε ως θέμα την ελληνική μοναρχία του μεσοπολέμου. Στα χρόνια της δικτατορίας αναπτύσσει έντονη αντιστασιακή δράση που είχε ως αποτέλεσμα να του αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια. Εργάζεται για ένα διάστημα στον ραδιοσταθμό της Ντόιτσε Βέλε, ενώ συνεχίζει την ακαδημαϊκή του δραστηριότητα στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του πανεπιστημίου του Γκίσεν, όπου και παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Στο επιστημονικό του έργο συνέδεσε στενά την πολιτική επιστήμη με τις ανθρωπιστικές σπουδές και τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα, την κοινωνιολογία, την ιστορία και την ψυχανάλυση. Ο Ανδρέας όμως υπήρξε παράλληλα μαχητής της επικαιρότητας. Η πλούσια αρθρογραφία του αποτελείται από παρεμβάσεις για θέματα πολιτικών δικαιωμάτων και συνιστά μια μεστή κριτική στο αυταρχικό κράτος και στην περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολιτών. Βαρύνουσα σημασία απέδιδε ο Ανδρέας στην τότε μόλις διαφαινόμενη (και σήμερα ήδη ορατή σε όλους) κατολίσθηση των δυτικών δημοκρατιών σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Με ιδιαίτερη έμφαση στάθηκε τα τελευταία χρόνια σε φαινόμενα αναθέρμανσης του αντισημιτισμού, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Τα θέματα αυτά συγκροτούν και τον πυρήνα του μοναδικού του αυτοτελούς δημοσιεύματος στα ελληνικά που φέρει τον τίτλο Εχθρότητα και Προκατάληψη (Ίνδικτος 2003)». Νυμφευμένος με τη Γκίζελα, απόχτησε μαζί της μια μοναχοκόρη, τη Γεωργία-Δάφνη, καθηγήτρια πανεπιστημίου επίσης σήμερα στο Βερολίνο. Οι διαρκείς μετά τη Δικτατορία επαφές του με την Ελλάδα πύκνωσαν και παρατάθηκαν την τελευταία εικοσαετία, αφότου συνταξιοδοτήθηκε παραμένοντας ισόβιος ανώτερος δημόσιος λειτουργός του Ομόσπονδου Γερμανικού Κράτους της Έσης. Απεβίωσε στην Αθήνα την Τρίτη 2 Ιουνίου 2009.