ΙΡΑΝ

Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΑΪΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΙΡΑΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
ΘΑ ΞΕΠΕΡΑΣΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΠΙΚΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΜΟΥΣΑΒΙ-ΧΑΤΑΜΙ

Η λαϊκή εξέγερση ενάντια στο στυγνό ισλαμοφασιστικό καθεστώς της Τεχεράνης που συμπαρέσυρε όλο το Ιράν φαίνεται να βαδίζει προς μια νέα φάση: Η φλόγα της αντίστασης καίει ισχυρή όσο ποτέ μέσα στην κοινωνία, αλλά οι εξεγερμένοι χωρίς να σταματάνε τις διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες περνάνε από μια φάση πολιτικής ανα-ζήτησης και νέας οργανωτικής προετοιμασίας.
Γιατί η σημερινή πολιτική ηγεσία των εξεγερμένων δημοκρατών του Ιράν δεν θέλει μια λαϊκή εξέγερση αλλά απλά μια λαϊκή πίεση μέσα στα καθεστωτικά μέτρα για να τη βάλει στην υπηρεσία της, στην υπηρεσία δηλαδή μιας άλλης σκοτεινής μερίδας της εξουσίας που ξεπήδησε μέσα από τη λεγόμενη «ισλαμική επανάσταση» του 1979. Αναφερόμαστε εδώ κύρια στην πολιτική τάση που εκφράζει το πιο προβεβλημένο στέλεχος του μετώπου ενάντια στην προεδρία Αχμαντινετζάντ, ο κύριος υποψήφιος αντίπαλός του Μιρ Χοσεΐν Μουσαβί. Αυτός την ώρα που οι αστυνομικές δυνάμεις εμπόδιζαν την κηδεία των ηρωϊκών διαδηλωτών, δήλωνε ότι «το κίνημά μας είναι νόμιμο, δεν είναι παράνομο, και εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο της ισλαμικής επανάστασης» που «βρίσκεται σε κίνδυνο, στηριζόμενη μοναχά στις δυνάμεις ασφαλείας» (Μοντ, 3/7).

Ο ισλαμοφασιστικός ρεφορμισμός δεν έχει μέλλον

Το καθεστώς της Τεχεράνης χρειάζεται έτσι κι αλλιώς μια μεταρρύθμιση για να σωθεί από την απομόνωση εσωτερική και διεθνή. Γιατί το μίσος του λαού απέναντί του, ιδιαίτερα της νεολαίας και των γυναικών έχει δυναμώσει εξαιρετικά. Δεν μπορεί άλλο αυτός ο κόσμος να ζει με τις θρησκευτικές απαγορεύσεις, τους περιορισμούς στην έκφραση ιδεών και στην ενημέρωση, τις διακρίσεις ενάντια στις γυναίκες, το φόβο της θρησκευτικής αστυνομίας, των βασανιστηρίων και της εκτέλεσης. Αυτό φάνηκε από τις επανειλημμένες μαζικές κι οργισμένες διαδηλώσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα, που ξεκίνησαν αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των νοθευμένων εκλογών της 12ης Ιούνη, αφήνοντας εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες. Από την άλλη, η φασιστική κυβέρνηση του Αχμαντινετζάντ δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Η παροχολογία της αποδείχθηκε μη ρεαλιστική, ο πληθωρισμός έχει ήδη ανέλθει στα 23%, τα περιοριστικά μέτρα δεν μπορούν να ανακόψουν τις λαϊκές κινητοποιήσεις ενώ το τελευταίο μεγάλο της χαρτί, εκείνο της «εθνικής ενότητας», δεν κάνει άλλο απ’ το να ενισχύει τη διεθνή πολιτική απομόνωση της χώρας. Σε γενικές γραμμές η τάση Αχμαντινετζάντ εκφράζει την πιο σοσιαλφασιστική πλευρά του καθεστώτος. Χαρακτηρίζεται από μία αντικαπιταλιστική ρητορική ναζιστικού τύπου, έναν έντονο αντισημιτισμό, εθνικιστική δημαγωγία και ρατσιστικού τύπου αντιαμερικανισμό. Ο Αχμαντινετζάντ ανήλθε στην εξουσία υποσχόμενος μία δίκαιη μοιρασιά των πετρελαϊκών εσόδων. Στηρίζεται περισσότερο στην Επαναστατική Φρουρά – κάτι σαν τα Ες-Ες – την οποία έχει εξαγοράσει με εργολαβίες κατασκευαστικών έργων. Είναι ο πρώτος κρατικός ηγέτης που απείλησε επίσημα το ισραηλινό κράτος με εξαφάνιση ενώ οι δεσμοί του με τα σοσιαλφασιστικά καθεστώτα τύπου Τσάβες και με τη Ρωσία είναι αδύνατο να κρυφτούν. Η τάση αυτή απέτυχε να λύσει τα βασικά προβλήματα που απασχολούν τις μάζες, όπως πριν απ’ αυτήν απέτυχε η μεταρρυθμιστική τάση Χαταμί, που είχε αποκαλυφθεί σα δεκανίκι του καθεστώτος με τη στάση που κράτησε απέναντι σε μια προηγούμενη πιο περιορισμένη αλλά πιο αριστερή στην πλατφόρμας της εξέγερση της φοιτητικής νεολαίας.

Ο Μουσαβί έρχεται με μία γενική πολιτική πλατφόρμα που θέλει να ενώσει διαφορές αντιπολιτευτικές τάσεις και πολιτικές γραμμές της κυρίαρχης ελίτ. Η πλατφόρμα του μιλάει για κοινωνική πολιτική, οικονομικό εκσυγχρονισμό και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Μιλάει ακόμα για ελευθερία της έκφρασης, για ξερίζωμα της διαφθοράς κι επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων. Ο ευρύτερος στόχος του Μουσαβί, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, είναι η σωτηρία του καθεστώτος το οποίο τον ανέδειξε. Όμως τα περισσότερα στοιχεία κυρίως εξωτερικής πολιτικής που έχουμε στη διάθεσή μας, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Μουσαβί, όπως και ο Χαταμί ανήκουν στην ίδια φιλορώσικη φράξια του ισλαμικού καθεστώτος, που αντιπαρατίθεται στη σοβινιστική φασιστική του Καμενέι και του Αχμαντινετζάντ από τα δεξιά. Αλλά αυτό δεν φαίνεται εύκολα γιατί η φιλορώσικη τάση για να πάρει την εξουσία είναι υποχρεωμένη να συμμαχεί τακτικά με τις δυτικόφιλες αστικές δυνάμεις και με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές. Με λίγα λόγια το δίδυμο Μουσαβί-Χαταμί δουλεύει στο Ιράν όπως περίπου το ρωσόφιλο δίδυμο Κοστουνίτσα-Ντράσκοβιτς δούλεψε στη Σερβία ενάντια στο σοβινοφασίστα Μιλόσεβιτς. Το δίδυμο συμμάχησε με την αρκετά καθεστωτική και δυτικόφιλη μεταρρυθμιστική αντιπολίτευση με επικεφαλής τον Ντζίντζιτς. Όταν αυτή η συμμαχία ρωσόφιλων και μεταρρυθμιστών μισοδημοκρατών έδιωξε το Μιλόσεβιτς βγήκε τελικά ισχυροποιημένη η ρωσόφιλη ομάδα που σκότωσε τον Τζίντζιτς και τελικά πήρε μόνη της την εξουσία. Στην περίπτωση του Ιράν το ρόλο των δυτικόφιλων μεταρρυθμιστών, δηλαδή του Τζίντζιτς παίζει ο Ραφσατζανί τηρουμένων πάντα των αναλογιών. Ο Τζίντιτς δηλαδή είχε μια ισχυρή δημοκρατική πλευρά ενώ ο Ραφσαντζανί έχει υπάρξει στήριγμα του Χομεϊνισμού μέσα στην παλιά αστική τάξη του Ιράν, συμμέτοχος στα μεγάλα του εγκλήματα και τις εκκαθαρίσεις της πρώτης περιόδου και τελικά τόσο ωφελημένος από αυτά ώστε να είναι εκτός από πολιτικός ηγέτης και ένας μεγάλος οικονομικός ολιγάρχης
Η διαφορά της Σερβίας με το Ιράν βρίσκεται στο βάθος στο εξής: Το Ιράν είναι πολύ ισχυρότερο σα χώρα από τη Σερβία και η σοβινιστική μιλιταριστική αστική τάξη των ραντιέρηδων του πετρελαίου με επικεφαλής τον Καμενέι που κυβερνά δεν είναι διατεθειμένη να παραδώσει την εξουσία σε καμιά αντιπολίτευση επειδή αυτή απλά έχει τη στήριξη των δυτικών και ανατολικών ιμπεριαλιστών. Έτσι η όποια αντιπολίτευση για να πετύχει το στόχο της θα πρέπει να γίνει στο Ιράν μοιραία πολύ ριζοσπαστική. Αν όμως γίνει ριζοσπαστική τότε η μάζα θα γίνει ακόμα πιο ριζοσπαστική και θα ζητήσει πτώση του ισλαμοφασιστικού καθεστώτος συνολικά. Αλλά οι ρωσόφιλοι θέλουν να ανεβούν στην εξουσία μόνο σα μέρος του υπαρκτού φασιστικού κρατικού μηχανισμού και να τον βάλουν κάτω από την κυριαρχία τους. Για να το πετύχουν αυτό πρέπει να χρησιμοποιούν τις δημοκρατικές μάζες, να τις σπρώχνουν σε μαζικές διαμαρτυρίες αλλά αυτές οι διαμαρτυρίες να μην μετατρέπονται ποτέ σε γνήσια λαϊκή εξέγερση που θα απειλεί ολόκληρο το ισλαμοφασιστικό καθεστώς. Γιατί αν αυτό απειληθεί και καταρρεύσει, η Ρωσία θα χάσει όλη της τη δύναμη στη Μέση Ανατολή και στον Κόλπο. Για τους ρωσόφιλους λοιπόν οι διαμαρτυρίες της δημοκρατικής μάζας πρέπει να είναι τόσο μετρημένες σε συνθήματα και μαζικότητα ώστε να μην απειλούν το καθεστώς αλλά αρκετά μαζικές και με αρκετό πάθος ώστε να απειλούν και να φθείρουν το ηγετικό σοβινοφασιστικό μπλοκ εξουσίας.
Αλλά οι μάζες δεν θυμώνουν και δεν εξεγείρονται στα μέτρα που θέλουν οι αληθινοί και οι ψεύτικοι ρεφορμιστές, και ειδικά στο Ιράν από ιστορική παράδοση και από συγκεκριμένο θυμό επαναστατούν. Στο Ιράν λοιπόν, εφόσον επίσης και η πολιτική φασιστική αντίδραση δεν συναλλάσεται με τους ρεφορμιστές αν πρώτα δεν τσακίσει το κίνημα με τη βία και δεν βασανίσει όσους από τους ρεφορμιστές εννοούν αυτά που λένε, προκύπτει ένα εκρηκτικό δίπολο λαού-φασισμού δηλαδή μια τρομερή όξυνση της ταξικής πάλης οπότε οι διάφοροι ρεφορμιστές κηρύσουν αναδίπλωση, γρήγορα απογοητεύουν τις δημοκρατικές μάζες και πιο βαθιά αυτές ριζοσπαστικοποιούνται μετά από κάθε τέτοια σύγκρουση. Αυτό έγινε με τον Χαταμί πριν από μια δεκαετία όταν αυτός πούλησε το δημοκρατικό κίνημα των φοιτητών, αυτό είναι πολύ πιθανό να πάθει και ο Μουσαβί με το νέο πολύ ευρύτερο, παλλαϊκό δημοκρατικό κίνημα.

Το βρώμικο πολιτικό παρελθόν του Μουσαβί

Ο Μουσαβί εμπόδισε τη ριζοσπαστικοποίηση του δημοκρατικού, αντικαθεστωτικού κινήματος επιβάλλοντας στη δημοκρατική αντιπολίτευση, δηλαδή σε ένα κόσμο που είναι όλο και περισότερο αντικληρικαλιστής το πράσινο χρώμα της «ισλαμικής επανάστασης» σα σύμβολο διαμαρτυρίας καθώς και το σύνθημα «ο Αλλάχ είναι Μεγάλος!» Ήταν αυτός που ανέκοψε το κύμα των δυναμικών κινητοποιήσεων ζητώντας την άδεια της αδιάλλακτης κυβέρνησης προκειμένου να πραγματοποιηθούν νέες διαδηλώσεις (βλ. Νιου Γιορκ Τάιμς, 26/6). Το χειρότερο απ’ όλα είναι η σκανδαλώδης πολιτική υποστήριξη που πρόσφερε στους Μπασίτζ, σ’ αυτά τα μισητά τάγματα εφόδου που τις τελευταίες μέρες ξεσάλωσαν εισβάλλοντας σε σπίτια τη νύχτα, καταστρέφοντας και κατάσχοντας προσωπικά αντικείμενα, ξυλοκοπώντας και δολοφονώντας πολίτες στο δρόμο. Στη σημαντικότερη πολιτική του διακήρυξη που δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο στην κορύφωση της εξέγερσης αυτός είπε τα εξής ανατριχιαστικά που πολλούς δημοκράτες εξόργισαν: «Έχοντας εμπιστοσύνη στο θεό, ελπίδα για το μέλλον και στηριζόμενοι στη δύναμη των κοινωνικών κινημάτων, να διεκδικήσετε τα δικαιώματά σας μέσα στα πλαίσια του υπάρχοντος συντάγματος, βασισμένου στην αρχή της μη βίας. Επομένως, δεν ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με τους Μπασίτζ. Οι Μπασίτζ είναι αδέρφια μας. Επομένως δεν ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με την Επαναστατική Φρουρά. Η Φρουρά είναι ο θεματοφύλακας της επανάστασης. Δεν ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με το στρατό, ο στρατός είναι ο φύλακας των συνόρων μας». Η Επαναστατική Φρουρά είναι χειρότερη ακόμα και από τους Μπασίτζ. Είναι τα SS του ισλαμοναζισμού. Μιλάμε για βαθύ δημοκράτη…!

Το να καλείς τον κόσμο που δολοφονείται να συναδελφωθεί με εκείνους που τον δολοφονούν ισοδυναμεί με προδοσία του αγώνα, μια προδοσία που δεν αντιστοιχεί καν στο ύψος ενός ρεφορμιστή ή ενός καιροσκόπου μισοδημοκράτη αλλά στο ύψος ενός εκπροσώπου του βαθιού καθεστώτος. Το πολιτικό παρελθόν του Μουσαβί φωτίζει ακόμα περισσότερο τον πραγματικό πολιτικό του χαρακτήρα. Αυτός ο τύπος έχοντας σαν αρχικό του πρότυπο τον Τσε Γκεβάρα, δηλαδή το πρότυπο του κάθε έξω από τις μάζες επαναστατικού πραξικοπηματισμού, συμμετείχε ενεργά στο κίνημα για την ανατροπή της αντιδραστικής δικτατορίας του Σάχη. Όμως μετά την ανατροπή αυτή εργάστηκε για την επιβολή του ακόμα χειρότερου ισλαμοφασιστικού καθεστώτος. Στη συνέχεια βοήθησε στη δημιουργία του ισλαμοφασιστικού κόμματος και αναρριχήθηκε σε διάφορα αξιώματα μέχρι την πρωθυπουργία της χώρας στα ’81-’89. Πρόκειται για την πιο σκληρή περίοδο της αδίστακτης δικτατορίας των μουλάδων με τον ίδιο εκφραστή της πιο δεξιάς χομεϊνικής γραμμής: Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, προωθητής ενός μεγαλύτερου κρατικού ισλμοφασιστικού ελέγχου πάνω στην οικονομία, και μετά τον πόλεμο με το Ιράκ αντιτάχθηκε στην προσφορά της Δύσης για την ανοικοδόμηση της χώρας. Εκείνη την εποχή ο Μουσαβί εμφανιζόταν πολύ πιο σκληροπυρηνικός κρατικοφασίστας σε ορισμένα ζητήματα (π.χ. οικονομικά) από τον τότε πρόεδρο Καμενέι, που συχνά συγκρουόταν μαζί του και δεχόταν γι’ αυτό (ο Καμενέι) τις επιπλήξεις του ανώτατου ηγέτη Χομεϊνί (βλ. ΝΥΤ, 18/6). Ο θάνατος του Χομεϊνί και η ταυτόχρονη ανάδυση του σχετικά πιο φιλελεύθερου, εθνικιστή Ραφσαντζανί στην προεδρία σήμανε και το προσωρινό τέλος της ενεργού εμπλοκής του Μουσαβί στα πολιτικά πράγματα του Ιράν. Είκοσι χρόνια αργότερα ο ίδιος άνθρωπος, επανέρχεται στο προσκήνιο φορώντας το κάλυμμα του «μεταρρυθμιστή» και περιστοιχιζόμενος από εκπροσώπους διαφόρων πολιτικών τάσεων.

Σαν μέρος ενός ευρύτερου καθεστωτικού μετώπου η τάση Μουσαβί έχει δύναμη στη Συνέλευση των Ειδικών, την επιφορτισμένη με τον έλεγχο του ανώτατου ηγέτη, και του συμβουλευτικού Συμβουλίου Αρμοδιοτήτων που επικεφαλής τους έχουν τον Ραφσανταζανί. Επίσης σαν βαθύς καθεστωτικός παράγοντας έχει στο πλευρό του την πολύ ισχυρή ιδεολογικά Ένωση Κληρικών της Κομ που χαρακτήρισε προσφάτως παράνομες τις εκλογές καθώς και την κυβέρνηση που βγήκε μέσα από αυτές (στο ίδιο, 5/7). Το βασικό όμως είναι ότι η μεταρρυθμιστική μεταμφίεση αυτού του φασίστα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ρωσικού σοσιαλιμπεριαλισμού και κατ’ επέκταση του νεοναζιστικού άξονα Μόσχας-Πεκίνου-Τεχεράνης.
«Μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του καθεστώτος» είναι η φράση που συμπυκνώνει σ’ αυτή τη φάση την ταχτική του Κρεμλίνου για το Ιράν. Γιατί χωρίς τη συντήρηση του ναζιστικού καθεστώτος των μουλάδων, η Ρωσία χάνει έναν πολύτιμο σύμμαχο στον αγώνα της για παγκόσμια κυριαρχία και μάλιστα στην εξαιρετική συγκυρία κατά την οποία έχει ανέλθει στην ηγεσία των ΗΠΑ η ιδιαίτερα συμβιβαστική απέναντι στον άξονα ηγεσία Ομπάμα-Κλίντον.

Το κλειδί της ρώσικης διείσδυσης στο Ιράν: τα πυρηνικά

Για τη Μόσχα – που συνήθως παίζει στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης – είναι βασικό να αποδεχθούν οι ιρανοί μουλάδες το χέρι φιλίας που τείνει προς αυτούς η νέα ηγεσία της Ουάσιγκτον. Όχι μόνο για λόγους εξασφάλισης στρατηγικών συμμαχιών με τις αραβικές και μουσουλμανικές χώρες που εμφανίζονται τώρα ουδέτερες έως εχθρικές απέναντι στην Τεχεράνη, αλλά και για να μπορέσει η ίδια να γίνει ηγεμονική δύναμη μέσα στο Ιράν. Ο βασικός μοχλός άσκησης εξωτερικής πίεσης και εσωτερικής πολιτικής επέμβασης της Ρωσίας στο Ιράν είναι τα πυρηνικά. Αν το δίδυμο Μουσαβί-Χαταμί καταφέρει να έρθει στην εξουσία τσακίζοντας της αντιστάσεις του Καμενέι είναι χάρη στα πυρηνικά.
Σε αντίθεση με τη Δύση που φοβάται ότι η Τεχεράνη θα μπορούσε να θέσει το πυρηνικό της πρόγραμμα στην υπηρεσία του πολέμου, η Μόσχα δεν έχει τέτοιο πρόβλημα, γιατί ο πόλεμος των μουλάδων με τη Δύση εναρμονίζεται με τα στρατηγικά της συμφέροντα. Για να μπορεί να ελέγχει όμως τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας από τους Ιρανούς, βάζει σαν όρο να παρέχει η ίδια την καύσιμη ύλη για την παραγωγή της. Κι επειδή η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας γίνεται συνήθως με τη διαδικασία εμπλουτισμού του ουρανίου, οι Ρώσοι προτείνουν στο Ιράν η διαδικασία αυτή να γίνεται στη Ρωσία. Το πρόβλημα για τους Ρώσους είναι ότι μέχρι στιγμής οι Ιρανοί δεν έχουν συμφωνήσει με αυτό τον όρο. Είναι δηλαδή κυρίως στα πυρηνικά που η πολιτική του Καμενέι και του Αχμαντινετζάντ δεν συμφωνούν με τους σχεδιασμούς των σοσιαλιμπεριαλιστών του Κρεμλίνου. Οι πρώτοι σαν σοβινιφασίστες και μικρότερου βεληνεκούς επεκτατιστές με ιμπεριαλιστικά όνειρα θέλουν να ελέγχουν εντελώς τα πυρηνικά τους όπλα. Δηλαδή θέλουν να παράγει το ίδιο το Ιράν την πυρηνική γόμωση των πυραύλων που θα κατασκευάσει. Η Ρωσία προτείνει επίμονα στο Ιράν τη γόμωση να την παίρνει το Ιράν από την ίδια. Την πρόταση αυτή της Ρωσίας υποστηρίζουν με πάθος και οι δυτικοί κιόλας επί προεδρίας Μπους γιατί θεωρούν τη Ρωσία λιγότερο επικίνδυνη από το Ιράν! Αν αυτό γίνει θα είναι τελικά η Ρωσία που θα ελέγχει την περιφερειακή και διεθνή πολιτική του Ιράν. Να γιατί ο ανεξάρτητος Καμενέι, ακόμα και ο σχετικά πιο φιλορώσος Αχμαντινετζάντ αρνούνται αυτή τη ρώσικη πρόταση και επιμένουν στην παραγωγή της πυρηνικής γόμωσης στο Ιράν. Αλλά η Ρωσία δεν θέλει να εμφανίζεται στο Ιράν σαν ένας εκβιαστής εχθρός. Για να το δελεάζει και να το εντάσσει στην παγκόσμια στρατηγική της το βοηθάει μέχρι ενός σημείου στην πυρηνική τεχνολογία. Ο μεγάλος πυρηνικός σταθμός της Μπουσέρ έχει κατασκευαστεί από την ίδια. Επίσης του δίνει και σύγχρονα όπλα
Σημειώνουμε βέβαια εδώ ότι το Ιράν αρνείται ότι θέλει να χρησιμοποιήσει τον εμπλουτισμό του ουρανίου για να φτιάξει πυρηνικά όπλα αλλά κανείς δεν το πιστεύει και σωστά.
Καθώς οι σοβινοφασίστες μουλάδες αρνούνται τη ρώσικη πρόταση η Ρωσία τους κάνει τον εκβιασμό: Αφού δεν δεχόσαστε την πρότασή μου να σας δίνω εγώ το εμπλουτισμένο ουράνιο τότε δεν μπορώ να σας απαλλάξω από τις δυτικές πιέσεις γιατί αλλιώς θα με κατηγορεί η Δύση ότι χτυπάω την Συνθήκη ενάντια στη διάδοση των πυρηνικών όπλων και γενικότερα θα απομονωθώ. Έτσι η Ρωσία αφήνει τη Δύση να ασκεί τις διπλωματικές και οικονομικές πιέσεις στο Ιράν ενώ η ίδια το προστατεύει μαζί με την Κίνα τάχα όσο μπορεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Όμως όταν οι δυτικές πιέσεις μεγαλώνουν λέει στους μουλάδες: κύριοι δεν μπορώ άλλο να σας καλύπτω, επιτέλους δεχτείτε την πρότασή μου. Βεβαίως η Δύση αυξάνει τις πιέσεις της ανάλογα με το τι διαπιστώνει η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (IAEA) σχετικά με την πρόοδο των πυρηνικών εργασιών του Ιράν. Αλλά σε αυτή την αρχή τον πιο καθοριστικό ρόλο παίζει ο Ελ Μπαραντέι που απέδειξε ότι είναι εντελώς άνθρωπος της Ρωσίας στην προβοκάτσια που έστησε κατά του Σαντάμ για τα πυρηνικά το 2003.
Ενώ ο Καμενέι δεν δέχεται τη ρώσικη πρόταση, την έχει δεχτεί ένα ισχυρό τμήμα της ιρανικής ελίτ στο πρόσωπο του Λαριτζανί, ισχυρότατου ηγετικού στελέχους στο καθεστώς της Τεχεράνης, ανώτατος διαπραγματευτής για χρόνια στα πυρηνικά, και γραμματέας του Συμβούλιου Εθνικής Ασφαλείας του Ιράν ο οποίος κρατάει μια διακριτική μεν αλλά φιλική σχέση προς τους διαδηλωτές και προς τους Μουσαβί και Χαταμί.
Πιο συγκεκριμένα: Η πρώτη άρνηση του Ιράν στη Ρωσία σημειώθηκε στα τέλη 2005, αρχές της θητείας Αχμαντινετζάντ. Λίγο αργότερα το Ιράν άρχισε να ανοίγει πυρηνικές εγκαταστάσεις που η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (IAEA) είχε σφραγίσει, με σκοπό την έναρξη της διαδικασίας εμπλουτισμού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, η Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας να βγάλει απόφαση το Φλεβάρη του 2006, με την οποία καθιστούσε το Ιράν υπόλογο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για πιθανές παραβάσεις της Συνθήκης μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων, δίνοντάς του διορία ενός μήνα για να παγώσει την έρευνα και την ανάπτυξη του προγράμματος. Σαν απάντηση οι Ιρανοί ανέβαλαν τις συνομιλίες τους με τους Ρώσους. Τον Απρίλη ο Αχμαντινετζάντ δήλωνε περήφανος ότι η χώρα του διεξάγει έρευνα πάνω σε μια μέθοδο παραγωγής πυρηνικού καυσίμου που προηγούμενα ισχυριζόταν ότι είχε εγκαταλείψει (βλ. Ταιμς ΝΥ, 29/4/06). Την ίδια ώρα οι Ρώσοι καθυστερούσαν την παράδοση καυσίμου προς το σταθμό της Μπουσέρ. Το Δεκέμβρη το Συμβούλιο Ασφαλείας (δηλαδή με τη συμφωνία της Ρωσίας και της Κίνας) επέβαλε κυρώσεις στο Ιράν, απαγορεύοντας την εμπορία αγαθών και τεχνολογίας που σχετίζονται με το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η απόφαση προκάλεσε μία αντίθεση ανάμεσα στον άκαμπτο Αζμαντινετζάντ και τον πιο προσεκτικό Καμενέι, που τον απομάκρυνε από την υπόθεση. Το Μάρτη του 2008 το Συμβούλιο Ασφαλείας, δηλαδή και η Ρωσία, επέκτεινε τις κυρώσεις πλήττοντας οικονομικούς θεσμούς, επιβάλλοντας περιορισμούς στη μετακίνηση συγκεκριμένων προσώπων και στις εξαγωγές προς τη χώρα. Τότε ο ανώτατος διαπραγματευτής του πυρηνικού ζητήματος και γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, Αλί Λαριτζανί, παραιτήθηκε και στη θέση του ανέλαβε ο εθνικιστής Σαΐντ Τζαλίλι. «Τα νέα της αποχώρησης του κ. Λαριτζανί», μας πληροφορούν οι Νιου Γιορκ Τάιμς της 21/10/07, «έφτασαν αφότου ο κ. Αχμαντινετζάντ διέψευσε τον ισχυρισμό του διαπραγματευτή ότι ο κ. Πούτιν είχε μεταφέρει κάποιο πυρηνικό μήνυμα στον Αγιατολάχ Καμενέι κατά την επίσκεψή του στην Τεχεράνη». Το Μάη του 2008 ο Λαριτζανί εκλέχτηκε με μεγάλη πλειοψηφία εισηγητής του Κοινοβουλίου, ένα σημαντικό αξίωμα που του δίνει τη δυνατότητα ελέγχου του προϋπολογισμού, επιρροής πάνω στους βουλευτές και επαφών με τον πρόεδρο του κράτους και τους δικαστές. Η εκλογή του αποκάλυψε τη μεγάλη δυσαρέσκεια που είχε ήδη προκαλέσει μέσα στα πολιτικά επιτελεία του Ιράν η εξτρεμιστική απέναντι στη Δύση αλλά και η ανυπάκουη προς τη Ρωσία πολιτική του Αχμαντινετζάντ.

Η αληθινή κίνηση της Μόσχας φαίνεται από τους G8 και τους πράκτορες της

Σε αντίθεση μ’ αυτήν, η πλατφόρμα του Μουσαβί στα διεθνή ζητήματα προτάσσει την «ύφεση» και το «διάλογο με τη Δύση». Σε ό,τι αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα ο Μουσαβί λέει: «Θέλω να τελειώνουμε με τους εξτρεμισμούς» και με «τους ερασιτεχνισμούς» (Μοντ, 11/6). Δηλώνει έτοιμος να διαπραγματευτεί το ζήτημα με «διαφάνεια» χωρίς να ζημιώνει τα «εθνικά συμφέροντα». Αυτό σημαίνει στην πραγματικότητα διευκόλυνση των απαράδεκτων ελέγχων της IAEA και υποταγή στις «μαλακές» απαιτήσεις των ρώσων μονοπωλιστών που είναι και ο πιο εύκολος τρόπος για να αποφευχθούν περαιτέρω κυρώσεις και εκβιασμοί.
Το ότι η Μόσχα θα προτιμούσε ένα Μουσαβί για πρόεδρο από έναν Αχμαντινετζάντ, δεν το συνάγει κανείς τόσο από τις δικές της δηλώσεις που έχουν κυρίως σαν στόχο να κανακέψουν το καθεστώς Καμενέι που ελέγχει τους Φρουρούς, τους Μπασίντζ και σε μεγάλο βαθμό το στρατό. Πάντως το Κρεμλίνο ενώ αναγνώρισε επίσημα την εκλογή του Αχμαντινετζάντ κάλεσε τις δύο πλευρές «να λύσουν τις αντιθέσεις που εμφανίστηκαν μετά τις εκλογές με αυστηρή συμμόρφωση με το σύνταγμα και το νόμο». Αυτή η εσκεμμένα αμφίπλευρη δήλωση του ρώσικου υπουργείου εξωτερικών στις 12 του Ιούλη απαντούσε σε μια προηγούμενη ανακοίνωση των Φρουρών της Επανάστασης ότι «αν δεν σταματήσουν οι εξεγερμένοι τις πράξεις σαμποτάζ και την εξέγερσή τους θα πρέπει να ετοιμαστούν για μια αποφασιστική και επαναστατική αναμέτρηση με τους Φρουρούς, και άλλες δυνάμεις ασφάλειας και τάξης». Για μας αυτή η δήλωση σήμαινε ούτε ανοιχτή πολιτική δικτατορία στην αντιπολίτευση ούτε μαζική εξέγερση και ευθεία σύγκρουση με το καθεστώς. Ύστερα από αυτή την τοποθέτηση ο Μουσαβί δήλωνε ότι η αντιπολίτευση θα σεβαστεί τις νόμιμες διαδικασίες διεκδίκησης ενώ και το καθεστώς Καμενέι- Αχμαντινεντζάντ άφηνε κάποια όρια ελεύθερης δράσης στην ηγεσία της αντιπολίτευσης, την ώρα που πολλοί από το σκληρό καθεστώς ζητούσαν το κεφάλι της.
Όμως πιο αποκαλυπτική ήταν η στάση της Μόσχας όταν υπέγραψε τελικά το κοινό ανακοινωθέν των G8 στις 26 του Ιούνη το οποίο καλούσε το Ιράν «να σεβαστεί τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα όπως προκύπτουν από τις διεθνείς συνθήκες που έχει υπογράψει …να εγγυηθεί ότι η θέληση του ιρανικού λαού αντανακλάται στην εκλογική διαδικασία και ότι ….η κρίση θα πρέπει αντιμετωπιστεί με δημοκρατικό διάλογο και ειρηνικά μέσα» . Εδώ η Μόσχα προχώρησε πιο πολύ χωρίς να εκτεθεί πολύ στο Ιράν λέγοντας ότι αν δεν επενέβαινε αυτή η απόφαση θα ήταν, και όντως θα ήταν, πιο σκληρή κατά του Ιράν. Όμως ξέρουμε ότι αν η Ρωσία και η Κίνα δεν ήθελαν μια απόφαση αυτή δεν θα περνούσε σε ένα όργανο που δουλεύει με ομοφωνία. Άλλωστε ο πυρήνας της σύγκρουσης υπήρχε ωμά μέσα στο ίδιο το ανακοινωθέν που απαιτούσε «άμεσα και ισχυρά από το Ιράν να συνεργαστεί πλήρως με την ΙΑΕΑ και να συμμορφωθεί με τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».
Πιστεύουμε ότι η Μόσχα δεν θα υποστηρίξει ποτέ ανοιχτά τον Μουσαβί χωρίς αυτός να έχει εξασφαλίσει την άνοδό του στην εξουσία και μάλιστα αν δεν υποτάξει τις όποιες δημοκρατικές τάσεις έχει συσπειρώσει και τον υποστηρίζουν σήμερα, γιατί τότε η Μόσχα θα κινδύνευε να καταστρέψει στρατηγικές κατακτήσεις δεκαετιών. Από την άλλη μόνο μια ψηλή, πολύ ψηλή προστασία μπορεί να επιτρέπει σήμερα στον ίδιο το Μουσαβί και στον Χαταμί να είναι ελεύθεροι και να διαθέτουν ακόμα και ιστοσελίδα την ώρα που μια σειρά κοντινά τους στελέχη, δημοσιογράφοι κλπ φυλακίζονται, περνάνε από βασανιστήρια και αναγκάζονται να ομολογήσουν ότι καταδικάζουν την εχθρική στο Ιράν δράση τους (Τάιμς ΝΥ 7/Ιούλη).
Η αληθινή κλίση της Ρωσίας διακρίνεται και από τα ρώσικα κόμματα στην Ελλάδα, και κυρίως από τον ΣΥΝ και το ψευτοΚΚΕ, που πήραν θέση στη σύγκρουση, με καθυστέρηση ημερών και διακριτικά, εκφράζοντας την «αλληλεγγύη τους στο δημοκρατικό λαό του Ιράν». Όμως απαιτούσαν ταυτόχρονα από τη Δύση να μην επεμβαίνει στα εσωτερικά του Ιράν, δηλαδή να μην υποστηρίζει το βάθαιμα της εξέγερσης και ακόμα πιο πολύ να μην υποστηρίζει το όποιο δυτικόφιλο κομμάτι της ηγεσίας της. Μάλιστα ο Αλαβάνος είχε συνάντηση με τον ιρανό πρέσβη στις 29/6 ασκώντας του, όπως είπε, «φιλική κριτική». Φυσικά, τα κόμματα αυτά άφησαν μόνους τους Ιρανούς που διαμένουν στην Ελλάδα και θέλησαν να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους στο δολοφονικό καθεστώς μπροστά από την ιρανική πρεσβεία στις 16/6. Όμως αν η ηγεσία της ιρανικής αντιπολίτευσης τους ήταν εχθρική, θα έκαναν ότι κάνουν για τις δημοκρατικές αντιπολιτεύσεις σε όλα τα φασιστικά και σοσιαλφασιστικά καθεστώτα, θα καταδίκαζαν καθαρά και ξάστερα τα μαζικά κινήματα σαν αντιδραστικά και υποκινούμενα από τη Δύση. Το τι λένε οι πράκτορες είναι για μας πιο καθοριστικό από το τι λένε τα ίδια τα αφεντικά τους.
Αλλά οι λαοί δεν περιμένουν ούτε τους πράκτορες ούτε τα αφεντικά τους να τους πούνε τι πρέπει να κάνουν. Ξέρουν να αναγνωρίζουν τους πραγματικούς από τους ψεύτικους φίλους και να ξεβράζουν τους τελευταίους αν και γι αυτό χρειάζεται περισσότερος χρόνος. Ο ιρανικός λαός με το οξύ πολιτικό του αισθητήριο, όπως κατάλαβε τον Αχμαντινετζάντ και εν μέρει τον Χαταμί δε θα αργήσει να αντιληφθεί τον πραγματικό ρόλο των Μουσαβί κλπ. Μέσα από τον αγώνα του - που οπωσδήποτε θα συνεχιστεί και θα πάρει και οξύτερες μορφές - θα προετοιμαστεί καλύτερα για την επόμενη μεγάλη εξέγερση που θα σαρώσει όλο το Ιράν για να σημάνει το οριστικό τέλος της απάνθρωπης εξουσίας του ισλαμοφασισμού.