Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΑΦΟΠΛΙΣΜΟ ΦΕΡΝΕΙ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Τελικά, ό,τι δεν κατάφερε το αντιπυρηνικό κίνημα των δεκαετιών ’60-’70 το πέτυχε μέσα σε λίγους μήνες η υφεσιακή πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης Ομπάμα-Κλίντον. Με τη συνθήκη της 8ης Απρίλη για τον πυρηνικό αφοπλισμό των δύο υπερδυνάμεων, που υπόγραψαν στην Πράγα οι ηγέτες Ρωσίας-ΗΠΑ, προωθείται η μεταβολή της στρατιωτικής ισορροπίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο προς όφελος του ρώσικου σοσιαλιμπεριαλισμού. Η συνθήκη, που έρχεται να αντικαταστήσει εκείνη για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων του ’91, προβλέπει τη μείωση των στρατηγικών πυρηνικών κεφαλών της καθεμιάς από τις συμβαλλόμενες χώρες σε 1.550 (αντί για 2.200 που είναι το τωρινό όριο) και των εκτοξευτών της σε 700 μέσα σε διάστημα επτά ετών από την επικύρωσή της, καθώς και ένα νέο καθεστώς επιθεωρήσεων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η αμυντική θωράκιση των χωρών της Ευρώπης απέναντι σε μια ξαφνική στρατιωτική επίθεση της Μόσχας με συμβατικά όπλα για την κατάληψή τους έχει κατά πολύ αποδυναμωθεί.

Είχε προηγηθεί η εγκατάλειψη από τον Ομπάμα του φιλόδοξου αμερικανικού σχεδίου αντιπυραυλικής άμυνας με εκτοξευτές και ραντάρ στην Πολωνία και την Τσεχία. Αυτή η υποχώρηση είναι έκφραση της νέας στρατηγικής Ομπάμα, σύμφωνα με την οποία εγκαταλείπεται η προσφυγή σε ατομικά όπλα για την αποτροπή μίας επίθεσης με απαγορευμένα χημικά και βιολογικά όπλα ή μίας μεγάλης κλίμακας συμβατικής επίθεσης (εκτός βέβαια εάν η επίθεση εξαπολυθεί από πυρηνική δύναμη ή χώρα που δεν έχει υπογράψει ή παραβιάζει τη συνθήκη μη διάδοσης). Επιδίωξη του Λευκού Οίκου είναι η αντικατάσταση της συνθήκης του ’91 με μία άλλη, που θα απαγόρευε όλες τις πυρηνικές δοκιμές, με στόχο, πάνω απ’ όλα, την παρεμπόδιση της αμυντικής θωράκισης των χωρών του Τρίτου Κόσμου και τη διατήρηση της πυρηνικής υπεροπλίας για τις δύο υπερδυνάμεις. Τον Απρίλη ο αμερικανός πρόεδρος προανήγγειλε την «άμεση και επιθετική» προώθηση της επικύρωσης της συνθήκης.

Όμως η αμερικανίδα κυβερνητική αξιωματούχος Μισέλ Φλούαρνοϊ, δεύτερη γραμματέας του τμήματος Πολιτικής Άμυνας στην Ουάσιγκτον, διαπιστώνει την αντίφαση: «Ενώ ο κ. Ομπάμα τόνιζε ”τη σημασία της μείωσης του ρόλου των πυρηνικών όπλων…„ εάν διαβάσετε το τελευταίο ρωσικό στρατιωτικό δόγμα (σ.σ.: θα δείτε ότι) αυτοί κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση, αυξάνουν στην πραγματικότητα τη στήριξή τους από τα πυρηνικά όπλα, το ρόλο των πυρηνικών όπλων στη στρατηγική τους» (Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, 18/3).

Το νέο δόγμα, που υπογράφηκε στις 5 Φλεβάρη για να αντικαταστήσει εκείνο του 2000, διακηρύσσει ότι «Η Ρωσία διατηρεί το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει πυρηνικό οπλισμό σε αντίποινα για τη χρήση πυρηνικών και άλλων τύπων όπλων μαζικής καταστροφής εναντίον της ίδιας ή των συμμάχων της, καθώς και σε περιπτώσεις χρήσης συμβατικών όπλων που συνιστούν άμεση απειλή για το κράτος». Με άλλα λόγια, διακηρύσσει το «δικαίωμα» του Κρεμλίνου να εκτοξεύσει πρώτο ατομική βόμβα εναντίον μιας άλλης δύναμης. Η φράση αυτή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς δημιουργεί νέα δεδομένα στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων.

Μέχρι πρότινος η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη –που είναι και το κέντρο του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού– βασιζόταν στην πυραυλική αποτρεπτική ικανότητα των χωρών της Δύσης απέναντι στα άρματα μάχης των ρώσων σοσιαλιμπεριαλιστών. Για δεκαετίες η Ευρώπη είχε αποφύγει τον κίνδυνο εισβολής και κατοχής της λόγω γειτνίασης με τη Μόσχα μόνο και μόνο επειδή οι ΗΠΑ διατηρούσαν την πρωτοβουλία στην εκτόξευση πυραύλων. Εκείνη την εποχή οι σοσιαλιμπεριαλιστές είχαν οργανώσει σε όλη τη δυτική Ευρώπη ένα κίνημα που ζητούσε την κατάργηση των πυρηνικών όπλων, ιδιαίτερα εκείνων των μεσαίου βεληνεκούς, που αντιμετώπιζαν τη συμβατική, αλλά και την πυρηνική υπεροχή της ΕΣΣΔ. Όταν η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε -στην πραγματικότητα μπήκε κάτω από ρώσικη κυριαρχία-, οι Δυτικοί και βασικά οι Ευρωπαίοι αισθάνθηκαν πιο ασφαλείς και άρχισαν να χαλαρώνουν την ευρωπαϊκή αμυντική θωράκιση. Τότε υπογράφηκε η συμφωνία START-I για τον πυρηνικό αφοπλισμό, που μείωνε τις μεγάλου βεληνεκούς πυρηνικές κεφαλές σε 6.000. Όμως η Ρωσία όχι μόνο δεν πέθανε σαν υπερδύναμη, αλλά πήρε τον έλεγχο του πυρηνικού οπλοστασίου όλης της πρώην ΕΣΣΔ και, αντί να το καταστρέψει, το εκσυγχρόνιζε σιγά-σιγά. Σήμερα έρχεται πιο δυνατή από ποτέ για να διακηρύξει την πυρηνική της υπεροπλία απέναντι στη Δύση και ιδιαίτερα στην ΕΕ.

Γνωρίζοντας όλες αυτές τις κινήσεις και έχοντας δει τα πρόσφατα αποτελέσματα της ρωσικής επιθετικής πολιτικής στον Καύκασο, οι ιθύνοντες των ΗΠΑ διέπραξαν ένα μεγάλο έγκλημα κατά των ευρωπαϊκών λαών με το να υπογράψουν το σύμφωνο και να παραδώσουν με μια απλή χειραψία τις τύχες αυτών των λαών στα χέρια ενός γιγαντιαίου και αδηφάγου αρπακτικού. Αν διέθεταν ίχνος τσίπας πάνω τους, θα αντιδρούσαν σθεναρά στις αξιώσεις των Ρώσων περί απομάκρυνσης των αμερικανών επιθεωρητών από το ρωσικό εργοστάσιο κατασκευής πυραύλων Βοτκίνσκ. Όμως αυτοί δεν το έκαναν, παραμέρισαν το ζήτημα και πρότειναν η ανταλλαγή τεχνικών δεδομένων ανάμεσα στις δύο πλευρές να γίνεται σε ετήσια βάση. Στο δε ζήτημα της αντιπυραυλικής ασπίδας, που η ρωσική πλευρά έθετε ως προϋπόθεση για την επίτευξη συμφωνίας, κερδισμένες σίγουρα δε βγήκαν οι δυτικές χώρες. Συντάχθηκαν δύο χωριστές δηλώσεις: μία αμερικανική, που διαβεβαίωνε τη Ρωσία ότι δεν αποτελεί στόχο του συστήματος αυτού, και μία ρωσική, με την προειδοποίηση αποχώρησης από τη συνθήκη σε περίπτωση που η αντιπυραυλική ασπίδα των ΗΠΑ αξιολογούνταν ως απειλή για τη Ρωσία (βλ. Νιου Γιορκ Τάιμς, 26/3). Και εδώ η ρωσόφιλη Κλίντον έβαλε το δαχτυλάκι της κατευθύνοντας όπως αυτή ήθελε τις συνομιλίες με τους Ρώσους: Βοηθός γραμματέας για την πιστοποίηση, συμμόρφωση και προώθηση των συνομιλιών διορίστηκε από αμερικανικής πλευράς η Ρόουζ Γκοτμίλερ, ειδική για πυρηνικά θέματα κατά τη διακυβέρνηση Μπιλ Κλίντον και μετέπειτα διευθύντρια του Κέντρου Κάρνεγκι στη Μόσχα (στο ίδιο).

Οι αμερικανοί μονοπωλιστές πίστεψαν ότι, εξευμενίζοντας τους επιθετιστές, θα μπορούσαν ανενόχλητοι να διατηρήσουν την ιμπεριαλιστική τους κυριαρχία στον Τρίτο Κόσμο. Όμως οι Ρώσοι έχουν μάθει να εκμεταλλεύονται τέτοιου είδους αντιθέσεις προς όφελός τους. Για παράδειγμα, εκμεταλλεύονται την απέχθεια των ΗΠΑ απέναντι στο πυρηνικό πρόγραμμα των ιρανών ισλαμοφασιστών, για να επιβάλλουν τέτοιου είδους περιορισμένες και ελεγχόμενες από τους ίδιους κυρώσεις, που θα οδηγήσουν τελικά το καθεστώς του Ιράν σε πλήρη σύμπλευση μαζί τους. Με παρόμοιο τρόπο επιτυγχάνεται η ενδυνάμωση της πολιτικής επιρροής της Ρωσίας στον πλανήτη και πυκνώνουν τα σύννεφα του πολέμου πάνω από την Ευρώπη.

Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει την υπερυφεσιακή -και γι’ αυτό υπερηλίθια- αμερικανική ηγεσία να κομπάζει για το κατόρθωμά της και να ετοιμάζεται για νέες παραχωρήσεις απέναντι στους νέους χίτλερ. «Θα επιδιώξουμε δυνατότητες για περαιτέρω μειώσεις στην πυρηνική μας αποτρεπτική ικανότητα, εργαζόμενοι σε συνεννόηση με τη Ρωσία, αλλά και σε συνεννόηση με το ΝΑΤΟ σαν σύνολο», δήλωσε περιχαρής ο αμερικανός πρόεδρος κατά τις παραμονές μίας συνόδου 40 κρατικών ηγετών για τα πυρηνικά (Νιου Γιορκ Τάιμς, 5/5).

Η πολιτική του κατευνασμού απέναντι στον επιθετιστή που ακολουθεί ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός είναι η συνταγή για την παράδοση της Ευρώπης στις επεκτατικές και ηγεμονικές ορέξεις του ρωσικού νεοναζισμού. Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές δεν έχουν διδαχτεί τίποτα, απολύτως τίποτα από το Μόναχο. Για την ακρίβεια, έχουν γίνει χειρότεροι για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι όσο γερνάνε οι ιμπεριαλιστές τόσο πιο πολύ σαπίζουν και ο άλλος, ο κύριος, είναι ότι επί Χίτλερ υπήρχε το σοσιαλιστικό στρατόπεδο και η Γ΄ Διεθνής, δηλαδή ένας μεγάλος λαϊκός αντιφασισμός. Σήμερα αυτός ο αντιφασισμός όχι μόνο δεν υπάρχει σαν μεγάλο παγκόσμιο μέγεθος, αλλά έχει αντικατασταθεί από τον ίδιο το χιτλερισμό, δηλαδή το νεοχιτλερισμό του ρωσοκινεζικού άξονα, που σημαία του είναι ο αντινεοφιλελευθερισμός, δηλαδή ο πόλεμος ενάντια στις δυτικές και τις τριτοκοσμικές δημοκρατίες και μισοδημοκρατίες.