ΜΕ ΜΟΧΛΟ ΜΙΑ ΜΑΖΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ

ΕΝΑ ΔΙΑΡΚΕΣ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΟΡΥΦΗΣ ΣΤΗΝ ΤΥΝΗΣΙΑ

Το κίνημα που ξέσπασε στην Τυνησία, και οδήγησε στην ανατροπή του προέδρου Μπεν Αλί ήταν μια αρκετά μαζική εξέγερση που είχε λαϊκή σύνθεση στη βάση της. Όμως από ότι φαίνεται όσο περνάνε οι μέρες αυτή δεν ήταν αυθόρμητη ούτε λαϊκή στην κορυφή της. Υπήρξε από ότι φαίνεται από την αρχή στην κορυφή της ένας σκληρός επιτελικός πυρήνας με ισλαμοφασιστικά και γενικότερα σοσιαλφασιστικά χαρακτηριστικά και ο οποίος θα γίνεται όλο και πιο ισχυρός και όλο και πιο καθοριστικός για τις επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις στην Τυνησία όσο περνάνε οι μέρες. Αυτός ο πυρήνας είχε ήδη ζυμώσει τη γραμμή της εξέγερσης πριν από μήνες ενώ πριν ένα μήνα άδραξε τη ευκαιρία από την οργή που έφερε στις πλατειές μάζες η αυτοπυρπόληση ενός κυνηγημένου από τις αρχές βιοπαλαιστή για να την μετατρέψει σε μαζική πολιτική εξέγερση. Με φόντο και μοχλό αυτήν την εξέγερση και πίσω από αυτήν εξελίχθηκε και σε ένα βαθμό εξελίσσεται ακόμα ένα αντιδραστικό πραξικόπημα κορυφής.

Αντίθεση από τα αριστερά και από τα δεξιά στο καθεστώς Μπεν Αλί

Η εξέγερση αυτή φούντωσε γιατί οι πλατειές μάζες της φτωχολογιάς στην πιο προηγμένη πολιτιστικά από τις χώρες της αραβικής βόρειας Αφρικής ήταν σε έντομη αντίθεση με το ηγετικό κομμάτι μιας συγκεντρωμένης και σε σημαντικό βαθμό διεφθαρμένης τριτοκοσμικού τύπου κρατικογραφειοκρατικής ολιγαρχίας που είχε την εξουσία. Ο κοινωνικός πυρήνας της εξέγερσης ήταν η φτωχή νεολαία, ιδιαίτερα η σπουδαγμένη, που πλήττεται ισχυρά από την ανεργία και είναι εξοργισμένη από την κοινωνική αδικία καθώς για να βρει κάποιος νέος δουλειά θα πρέπει να λαδώσει ή να έχει προσωπική πρόσβαση στον απέραντο κρατικογραφειοκρατικό μηχανισμό που ως χθες είχε στην κορυφή του την προεδρική οικογένεια. Η άνοδος της τιμής των τροφίμων σε συνδυασμό με την αύξηση της ανεργίας κατέβασε τελευταία κι άλλο τη στάθμη του βιοτικού επιπέδου των μαζών και έτσι έκανε αφόρητο το γεγονός ότι η ηγετική πολιτικοοικονομική κλίκα ζούσε μέσα στη χλιδή και προσπαθούσε να ελέγξει με αστυνομικό τρόπο κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής της χώρας. Η ενημέρωση ελεγχόταν στενά, πολλοί δημοσιογράφοι είχαν φυλακιστεί και συχνά αντίπαλοι του καθεστώτος βασανίζονταν από ένα όλο και πιο αυταρχικό καθεστώς.

Όμως εκτός από την αυθόρμητη αντίθεση που είχαν οι πλατειές μάζες της φτωχολογιάς στο καθεστώς Μπεν Αλί αυθόρμητα και από τα αριστερά είχε αντίθεση με αυτό εντελώς συνειδητά και από τα δεξιά ο σοσιαλφασισμός, ειδικά ο ισλαμοφασισμός. Το διεθνές κεντρο αυτής της αντίδρασης που είναι ο ρώσικος σοσιαλιμπεριαλισμός, είχε κάθε λόγο να θέλει την ανατροπή του καθεστώτος Μπεν Αλί. Αυτό από τότε που ήρθε στην εξουσία το 1987 ακολουθούσε στο εσωτερικό πολιτική βιομηχανικής ανάπτυξης (23% του ΑΕΠ σε σχέση με το 13% της Ελλάδας και το 21% της ΕΕ) που σημαίνει πολιτική σχετικής οικονομικής ανεξαρτησίας τριτοκοσμικού τύπου μέσα στα όρια του κρατικογραφειοκρατικού καπιταλισμού, αντιστεκόταν περισσότερο από κάθε άλλη αραβική χώρα στη θεοκρατία και στο φασισμό ισλαμικού τύπου εξασφαλίζοντας μάλιστα ένα ψηλό επίπεδο κοινωνικών ελευθεριών για τις γυναίκες ενώ, το χειρότερο για τους σοσιαλφασίστες, ακολουθούσε στα εξωτερικά ζητήματα σταθερά αντιισλαμοφασιστική και φιλοευρωπαϊκή πολιτική γραμμή.

Αυτή η σχετικά πιο προοδευτική και πιο εκσυγχρονιστική μερίδα της αστικής τάξης αντιμετώπισε στις αρχές της δεκαετίας του 80 μια μανιασμένη ισλαμοφασιστική επίθεση που πήρε ακόμα και τη μορφή νεολαιίστικου κινήματος, και τη νίκησε ασκώντας πάνω της και κρατική δικτατορική βία. Όμως μαζί τη δικτατορία στους ισλαμοφασίστες και συχνά με πρόσχημα την πάντα ισχυρή ισλαμοφασιστική απειλή η μερίδα αυτή της αστικής τάξης άρχισε σταδιακά να ασκεί και πολιτική δικτατορία στο λαό. Και την ασκούσε ακριβώς στο βαθμό που η όλο και πιο συγκεντρωμένη και όλο και πιο διεφθαρμενη κρατικοκαπιταλιστική γραφειοκρατική ολιγαρχία που αναφέραμε προηγούμενα απομονωνόταν από τις μάζες. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ισλαμοφασίστες και άλλοι εκτός νόμου σοσιαλφασίστες ψευτοκομμουνιστικού, εθνικιστικού και «σοσιαλιστικού» τύπου μετατράπηκαν από κάποια στιγμή και πέρα σε κήρυκες της κάθαρσης, της ισότητας, ακόμα και του δημοκρατισμού και έτσι άρχισαν να δένονται όχι μόνο με τα πιο καταπιεσμένα και ταυτόχρονα πολιτικά καθυστερημένα ρεύματα του λαού αλλά και με δημοκρατικά τμήματά του που σε ένα βαθμό τα έκφρασαν οι πιο πολιτικά ευέλικτοι ισλαμοφασίστες.

Η διαφορά από τις δημοκρατικές στην ηγεσία τους εξεγέρσεις και κινήματα

Το αποτέλεσμα είναι στο ρεύμα της αντι-Μπεν Αλί εξέγερσης δεν ηγήθηκε ένα κάπως μαζικό δημοκρατικό κόμμα ή ένα δημοκρατικό πολιτικό μέτωπο που να έχει συγκεντρώσει από την προηγούμενη δουλειά του ενάντια στον κυβερνητικό αυταρχισμό μια πολιτική και οργανωτική ισχύ που να το κάνει ικανό να αντικαταστήσει από την πλευρά της προόδου το προηγούμενο μπλοκ εξουσίας όταν αυτό θα κατέρρεε. Δεν υπάρχει δηλαδή στην Τυνησία μια μαζική δημοκρατική αντιπολίτευση σαν και αυτή του Ιράν ή της Ζιμπάμπουε ή της Ακτής του Ελεφαντοστού, ή σαν την πριν λίγα χρόνια ισχυρή δημοκρατική αντιπολίτευση της Ουκρανίας ή παλιότερα σαν εκείνες της Πολωνίας και της Τσεχίας για να πιστέψουμε ότι θα πάμε σε ελπιδοφόρες εξελίξεις μετά από την πρόσφατη εξέγερση. Αντίθετα από ότι φαίνεται στην πιο μαχητική, ισχυρή και παράνομη ως χθες οργανωμένη αντιπολίτευση που ηγείται της εξέγερσης κυριαρχούν εθνικιστικά αντιδυτικά, σοσιαλφασιστικά ψευτοκομμουνιστικά και κυρίως ισλαμοφασιστικά κόμματα. Tο πιο μαζικό από αυτά είναι ένα πρώην σκληρό ισλαμοφασιστικό κόμμα, το Αλ Νάντα, ή Εννάντα ( Αναγέννηση) που τα τελευταία χρόνια ντύθηκε θρησκευτικά μετριοπαθές και πλουραλιστικό σύμφωνα με την πετυχημένη συνταγή του Ερντογάν ο οποίος κατάφερε αντίθετα με τον Ερμπακάν να καθησυχάσει την κοσμική ελίτ της Τουρκίας και όλη τη Δύση ώσπου να γραπώσει γερά την εξουσία. Όχι τυχαία το Αλ Νάντα σύμφωνα με τον αρχηγό του Ραχέντ Γκανούτσι έχει τις ίδιες πολιτικές θέσεις με εκείνο του Ερντογάν. Επίσης σημαντική δύναμη στις διαδηλώσεις εμφανίζει και το δεύτερο ανοιχτά ισλαμοφασιστικό πανισλαμικό κόμμα, το Χιζμπ ουτ-Ταχρίρ. Η Αλ Νάντα πραγματοποίησε πολιτικό μέτωπο με τις άλλες σοσιαλφασιστικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης για την πλήρη ανατροπή του προηγούμενου καθεστώτος οπότε και ανατροπής της σημερινής μεταβαστικής κυβέρνησης. Τη ίδια στιγμή έναν άλλο ρόλο μέσα στην αντι-Μπεν Αλί εξέγερση παίζουν τα κόμματα της νόμιμης αντιπολίτευσης που το πιο ισχυρό είναι το ψευτοκομμουνιστικό ρωσόδουλο ΚΚΤυνησίας που μετά τα 1990 φοράει τον ανανεωτικό μανδύα του «Κινήματος Ανανέωσης» (ΕτταζντιΝτ). Το Ετταζντιντ συμμετέχει στην μεταβατική κυβέρνηση μέσα σε μια σχέση που φαίνεται κατανομή ρόλων στα πλαίσια μιας ενιαίας στρατηγικής κατά τη οποία οι ριζοσπάστες ισλαμοφασίστες ή οι σοσιαλφασίστες μένουν εκτός μεταβατικής κυβέρνησης και οι μετριοπαθείς ανανεωτικοί και σοσιαλδημοκράτες κάθε είδους μένουν εντός.

Στοιχεία μιας κρυμμένης μη δημοκρατικής καθοδήγησης και ενός παλατιανού πραξικοπήματος

Υπάρχουν άφθονα πολιτικά στοιχεία που δείχνουν ότι υπήρχε συνειδητός και πολιτικά ηγεμονικός καθοδηγητικός πόλος στην εξέγερση που δεν ήταν δημοκρατικός και γι αυτό φρόντισε, ιδιαίτερα για μια πρώτη περίοδο να μείνει κρυφός και από την ίδια την πλατειά μάζα των εξεγερμένων για να τους δώσει την αίσθηση του αυθόρμητου που δεν καπελλώνεται και έτσι να τις σύρει πίσω του. Αυτό που λένε οι ισλαμοφασίστες στις μάζες είναι ότι το κίνημα αυτό δεν έχει καμιά σχέση με κόμματα και πολιτική, ενώ μερικές φορές αφήνουν να τους ξεφεύγει η φράση ότι «είναι του θεού».

Ένα βασικό στοιχείο είναι ότι τα συντριπτικά περισσότερα συνθήματα των διαδηλώσεων ακόμα και όταν αυτές ήταν στην μάξιμουμ μαζικότητά τους δεν ήταν υπέρ της πολιτικής δημοκρατίας αλλά ούτε υπήρξαν οποιδήποτε θετικά κοινωνικά προγράμματα αλλά όλα σχεδόν τα συνθήματα ήταν ενάντια στη διαφθορά του καθεστώτος Μπεν Αλί σαν υπεύθυνης για την πείνα και την ανεργία. Δηλαδή υπερείχε πολιτικά σε αυτό το κίνημα το βασικό μοτίβο που χρησιμοποιεί σήμερα εντελώς δημαγωγικά κάθε σοσιαλφασιστικό και κάθε ισλαμοφασιστικό κίνημα στον κόσμο –και στη χώρα μας- για να συντρίψει σταδιακά και επιλεκτικά τους εχθρούς του ώσπου να πάρει την εξουσία και να μετά να ασκήσει την ωμή πολιτική του δικτατορία και στο λαό. Συνδυάζουμε αυτό το στοιχείο και με το ότι η πόλη από την οποία ξεκίνησε η εξέγερση είναι η μικρή πόλη Σιντι Βουζίντ που βρίσκεται στην αγροτική, αποβιομηχανοποιημένη και κοινωνικοπολιτικά καθυστερημένη ενδοχώρα ενώ κέντρο της έγινε η μεγαλύτερη πόλη Κασερίν που είναι το πολιτικό άντρο του ισλαμοφασιστικού ρεύματος. Στην πραγματικότητα η εξέγερση δεν θα μπορούσε ποτέ να απλωθεί τόσο γοργά σε όλη την Τυνησία αν η παγκόσμια μετωπικής φιλορώσικης γραμμής Αλ Τζαζίρα δεν ανέσυρε από την αφάνεια και δεν έκανε γνωστό σε όλο τον αραβικό κόσμο και έτσι και στη Τυνησία (όπου η Αλ Τζαζίρα ήταν ως χθες περιορισμένη) το γεγονός που προκάλεσε την ανάφλεξη, δηλαδή την αυτοπυρπόληση του νεαρού πλανόδιου έμπορα Μοχαμέντ Μπουαζίζι. Για την ακρίβεια η αυτοπυρπόληση έγινε στις 17 του Δεκέμβρη αλλά η διαμαρτυρία έγινε πολύ γνωστή και μετατράπηκε σε παλλαϊκή εξέγερση μόνο μετά το θάνατο του Μπουαζίζι στις 4 του Γενάρη. Από τις 4 του Γενάρη ως την πτώση του πανίσχυρου ως χθες Μπεν Αλί στις 14 του Γενάρη πέρασαν μόνο 10 μέρες.

Το πιο σοβαρό στοιχείο που έχουμε υπ όψι μας για το ότι υπήρχε από την αρχή ως το τέλος ένας ισχυρός πολιτικός πυρήνας που καθοδηγούσε όλο το κίνημα εν αγνοία των πλατιών μαζών που συμμετείχαν σε αυτό είναι ότι μόλις αυτό το κίνημα πήρε τη μεγαλύτερη μαζικότητά του και ο Μπεν Αλί διώχτηκε από τη χώρα αυτό συνέχισε να προβάλλει δίχως ανάσα και ανάπαυλα νέα πολιτικά αιτήματα και να εκκαθαρίζει όλόκληρα πολιτικά ρεύματα και τάσεις μέσα σε λίγα 24ωρα ενώ είχε όλο και πιο μικρή μαζικότητα και ορμή. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στα μεγάλα αυθόρμητα κινήματα και τις επαναστάσεις που προχωράνε και συντρίβουν τους εχθρούς τους κατά κύματα, χαοτικά και με διακοπές. Στη διάρκειά αυτών των διακοπών αυτά τα κινήματα αναμετρούνται κάθε τόσο με τα αποτελεσματά των πράξεών τους, τα αφομοιώνουν σε κάποιο βαθμό μέσα από θυελλώδεις εσωτερικές αντιθέσεις και μετά βάζουν νέα αιτήματα και συντρίβουν τους νέους εχθρούς που μπαίνουν στο δρόμο τους. Όμως εδώ έγινε το εξής: Η μαζική εξέγερση που κορυφώθηκε στις αρχές του δεύτερου δεκαήμερου του Γενάρη απέσπασε από τον Μπεν Αλί την καθαίρεση του υπουργού εσωτερικών υπεύθυνου για την αστυνομική δολοφονική βία ενάντια στους διαδηλωτές και εκλογές. Όλες οι ανταποκρίσεις εκείνης της στιγμής λένε ότι οι πλατιές μάζες ικανοποιήθηκαν κατ’ αρχήν με αυτήν τους τη νίκη οπότε η εξέγερση έχασε την ορμή και τη μαζικότητά της. Όμως ένα πολύ λιγότερο μαζικό κομμάτι καλά συντονισμένο κάτω από έναν ιντερνετικό και SMS καταιγισμό συνθημάτων «κάτω ο Μπεν Αλί» συνέχισε και πέτυχε το «θαύμα» της «συντομώτερης επανάστασης της ιστορίας» όπως λένε κάποιοι, δηλαδή το διώξιμο του Μπεν Αλί από την εξουσία σε δέκα μέρες μετά από 23 χρόνια σχεδόν ανέφελης εξουσίας του. Αλλά εδώ δεν έχουμε επανάσταση ακριβώς επειδή η επιτυχία της ανατροπής του Μπεν Αλί οφείλεται σε ένα κομμάτι του ίδιου του στενού ηγετικού πυρήνα του καθεστώτος και, κυρίως, στον πυρήνα του κάθε κράτους και του κάθε καθεστώτος, το στρατό που με αρχηγό του τον άγνωστο ως χθες και σήμερα λαϊκό ήρωα Ραχίντ Αμμάρ έδιωξε τον Μπεν Αλί και εγκατέστησε ως πρωθυπουργό τον συνεργάτη του Μοχάμεντ Γκανουσί (καμιά σχέση με τον Ραχίντ Γκανουσί του «Εννάντα»). Αμέσως μετά το ίδιο μειοψηφικό κίνημα συνέχισε, απαίτησε και πάλι ως εκ θαύματος πέτυχε σε 24 ώρες την πτώση του Γκανουσί από αυτήν την θέση και την αντικατάστασή του από τον πρόεδρο της Βουλής Μεμπαζάα. Αυτός όρισε αμέσως μια μεταβατική κυβέρνηση ενότητας όπου τα ισχυρότερα υπουργεία βρέθηκαν στα χέρια συνεργατών του Μπεν Αλί και ηγετικών στελεχών του ως τότε μεγαλύτερου κόμματος της χώρας, του Συνταγματικού Δημοκρατικού Συναγερμού (RCD). Αυτό επιβεβαιώνει ότι μία φράξια του καθεστώτος Μπεν Αλί παραμέρισε μια άλλη καθώς στο μεταξύ ο στρατός μέσα σε δυο μέρες είχε συλλάβει όλη την αφρόκρεμα του αστυνομικού μηχανισμού του καθεστώτος Μπεν Αλί, δηλαδή τα μισά από τα 7000 μέλη της προεδρικής φρουράς περιλαμβανομένου και του αρχηγού της (Τάιμς Ν.Υ 18 Γενάρη).

Αποδεικνύεται ότι χωρίς τους δεσμούς του πολιτικού κέντρου της εξέγερσης με το ισχυρότερο τμήμα της ηγεσίας του τυνησιακού στρατού και του κράτους γενικότερα, δηλαδή χωρίς ένα παλατιανό πραξικόπημα παράλληλα με την εξέγερση και με μοχλό την εξέγερση καμιά τέτοια αλλαγή δεν θα ήταν δυνατή.

Αυτά μας θυμίζουν την αντι-Μιλόσεβιτς σέρβικη εξέγερση-πραξικόπημα του 2000, Θυμίζουμε ότι τότε ένα μαζικό πολιτικό κίνημα που πήρε κάποια στιγμή χαρακτηριστικά λαίκής εξέγερσης με δημοκρατικές διαθέσεις της βάσης του έκρυβε από κάτω του ένα πραξικόπημα κορυφής. Με αυτό ένα τμήμα του καθεστώτος Μιλόσεβιτς, το πιο φασιστικό φιλορώσικο με αρχηγούς τους Κοστουνίτσα, Ντράσκοβιτς έριξε τον Μιλόσεβιτς και πήρε την εξουσία σε συμμαχία με την μισοδημοκρατική ευρωπαιόφιλη αντιπολίτευση υπό τον Τζίντζιτς. Στο πραξικόπημα αυτό κορυφής, που τον ρόλο του μαέστρου τον είχε η Ρωσία, έπαιξαν δευτερεύοντα αλλά σημαντικό ρόλο και οι ΗΠΑ του Κλίντον που συμμάχησαν με τον ρωσόδουλο Κοστούνιτσα ενάντια στον εθνικοσοβινιστή Μιλόσεβιτς. Σε δεύτερη φάση το φιλορώσικο μπλοκ δολοφόνησε τον Τζίντζιτς και πήρε μόνο του την εξουσία μεταμφιεζόμενο παράλληλα σε δυτικόφιλο.

Η εξέγερση και το πραξικόπημα κατά του Μπεν Αλί είχαν και αυτά την δραστήρια και ανοιχτή διπλωματική υποστήριξη της ρωσόφιλης Κλίντον. Μια τέτοια γρήγορη συντριβή της ραχοκοκκαλιάς του αστυνομικού και κυβερνητικού μηχανισμού εξουσίας του τριτοκοσμικού Μπεν Αλί θα ήταν κατά τη γνώμη μας αδύνατη δίχως τη συμμαχία Ρωσίας-ΗΠΑ την ίδια συμμαχία που πριν από τον Μιλόσεβιτς ανέτρεπε τον Τσαουσέσκου και μετά από αυτήν τη πρώτη κυβέρνηση Μπερίσα με μια καθοδηγημένη επίσης από τα πάνω (τον ρωσόφιλο Φάτος Νάνο) εντελώς αντιδραστική «εξέγερση των πυραμίδων».

Το αμερικάνικο ΥΠΕΞ κάλεσε στις 6 του Γενάρη, όταν ξεκίναγε η τελευταία και μαζικότερη φάση της τυνησιακής εξέγερσης-πραξικοπήματος τον πρεσβευτή της Τυνησίας στις ΗΠΑ για να διαμαρτυρηθεί για την καταστολή των διαδηλώσεων αλλά και για την παρέμβαση της κυβέρνησης της Τυνησίας στο Ίντερνετ! Στη δε τελική φάση της εξέγερσης στις 13 Γενάρη, μια μέρα πριν την έξωση του Μπεν Αλί η ίδια η Κλίντον μιλούσε από το Κατάρ, τη βάση της Αλ Τζαζίρα και καλούσε από εκεί τους άραβες ηγέτες να τελείωσουν με τον αυταρχισμό και πάνω απ όλα με τη διαφθορά και να δώσουν δημοκρατικά δικαιώματα στους λαούς τους. Σύμφωνα με τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες «οι τυνήσιοι στρατιωτικοί αντιμετώπιζαν την προοπτική της ανατροπής του Μπεν Αλί σε συνεργασία με τις αμερικάνικες αρχές κι όλας από τις 10 του Γενάρη δηλαδή 4 μέρες πριν από την πτώση του» (Μοντ της 23 Γενάρη).

Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η αντι-Μπεν Αλί αντι-διαφθορά πολιτική ζύμωση στον τυνησιακό πληθυσμό έφτασε σε παροξυσμό αφού είχαν τον προηγούμενο μήνα διαρρεύσει στον ιντερνετικό κόσμο και μέσο της Αλ Τζαζίρα τα στοιχεία της Wikileaks που μιλούσαν για την ευρύτητα της διαφθοράς και της χλιδής στο καθεστώς Αλί. Αυτή είναι για μας μια ακόμα ένδειξη ότι η διαρροή στο Wιkileaks δεν είναι ανεξάρτητη από την άνοδο της Κλίντον στο αμερικανικό ΥΠΕΞ. Πραγματικά αυτά τα αρχεία που τα διαρρέει με σύστημα και επιλεκτικά o τροτσκιστής και αντιδυτικός επικεφαλής του Wikileaks Ανσάνζ δεν εκθέτουν κανέναν άλλο περισσότερο και τόσο καίρια στην πολιτική του βάση όσο τα τριτοκοσμικά καθεστώτα που συνεργάζονται με την Δύση ενάντια στον ισλαμοναζισμό. Ένα ακόμα στοιχείο που δείχνει την στενή συγγένεια των εξελίξεων στην Τυνησία με εκείνες στις άλλες τριτοκοσμικές χώρες με αυταρχικά καθεστώτα στις οποίες έδρασε το μέτωπο Ρωσίας-ΗΠΑ ανατρέποντας αυτά τα καθεστώτα για να φέρει μεσα από πολλές αλλεπάλληλες εκκαθαρίσεις του παλιού κρατικού μηχανισμού άλλα πιο διεφθαρμένα και υποταγμένα στον νεοναζιστικό άξονα, είναι η λύσσα του νέου μπλοκ εξουσίας για να διαλυθεί και να συντριβεί το βασικό εθνικόαστικό κόμμα της Τυνησίας, που είναι το RDC του Μπεν Αλί. Αυτό είναι η συνέχεια του Ντεστούρ, του κόμματος που ίδρυσε ο Μπουργκίμπα και που έκφρασε την αντιαποικιακή εθνική αστική τάξη της Τυνησίας. Αυτό που διακρίνει στην ουσία το RDC από το Ντεστούρ είναι ότι το πρώτο είχε μέσα του και τη ισλαμική αντίδραση με την οποία διασπάστηκε αρχικά ο Μπουργκίμπα και τελικά ο Μπεν Αλί. Η διάλυση, και αν είναι δυνατό η απαγόρευση του εθνοαστικού RDC, είναι ο πιο βασικός στόχος σήμερα του αντιδραστικού σοσιαλφασιστικού μετώπου στην Τυνησία όπως στο μετασανταμικό Ιράκ ο κοινός στόχος των ιρανόφιλων και των ανθρώπων του Κλίντον μέσα στην κυβέρνηση των ΗΠΑ και μέσα στη ΣΙΑ ήταν η διάλυση και απαγόρευση του εθνοαστικού Μπάαθ. Κόμματα σαν το Μπααθ και το RDC δεν είναι απλά πολιτικά κόμματα μιας άρχουσας ολιγαρχικής αυταρχικής κλίκας και μιας ευρύτερης διεφθαρμένης και αυταρχικής κρατικογραφειοκρατίας αλλά και κόμματα της εθνικής αστικής τάξης, δηλαδή κόμματα ειδικών της κρατικής διοίκησης και ειδικών της κρατικής παραγωγής. Η διάλυσή αυτών των κομμάτων όταν έχει το νόημα της εκκαθάρισης του κράτους από όλα τα έμπειρα και σε όσο είναι δυνατό στην εποχή του ιμπεριαλισμού πατριωτικά στελέχη του σημαίνει τελικά την υποταγή του κράτους στον ιμπεριαλισμό και στον ξενοκίνητο φασισμό. Αυτό γίνεται σήμερα στο Ιράκ όπου ο τερατώδης εξοβελισμός από τις ΗΠΑ και τους σιίτες ισλαμοναζήδες όλων των ανώτερων στελεχών του Μπάαθ από καίριες θέσεις στρατιωτικής, διοικητικής και οικονομικής εξουσίας έστρωσε το δρόμο στην κυριαρχία των κομπραδόρων αστών και των πρακτόρων του Ιράν, της Συρίας και άλλων μεγαλύτερων χωρών του άξονα στη χώρα αυτή. Να γιατί ο υπερδραστήριος πράκτορας της Ρωσίας πολυεισοδιστής Παπανδρέου, ο ντυμένος αμερικανόφιλος, φρόντισε αμέσως σαν αρχηγός της Σοσιαλιστικής Διεθνούς να διαγράψει από αυτήν το RDC αμέσως μετά την έξωση του Μπεν Αλί και την ώρα που εναντίον του εκστράτευε με αυτό το κεντρικό σύνθημα ο ισλαμοφασισμός.

Ασφαλώς αν πραγματοποιείτο σήμερα στο Ιράκ ή στην Τυνησία μια πραγματική λαϊκή δημοκρατική επανάσταση αυτή θα μπορούσε ίσως να ξεφορτωθεί πάρα πολλά στελέχη του παλιού κρατικού μηχανισμού γιατί η επανάσταση θα είχε φτιάξει μέσα από τον πολύχρονο αγώνα της τα δικά της στελέχη και θα είχε οικοομήσει το δικό της επαναστατικό κράτος ενώ επειδή το παλίο κράτος θα είχε σαπίσει τελείως θα είχαν γίνει και τα ηγετικά στελέχη του εντελώς αντεπαναστατικά. Όμως όταν μια λαϊκή εξέγερση 10 ημερών βρίσκει μπροστά της ακέραιο τον παλιό κρατικό μηχανισμό το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να τον πάρει και να τον βάλει όσο μπορεί πιο γρήγορα κάτω από την πολιτική της εξουσία και να τον αλλάξει σταδιακά διώχνοντας κατ αρχήν τα στοιχεία του που φέρθηκαν πιο βάναυσα στο λαό καθώς και αυτά που ήταν τα πιο διεφθαρμένα. Αν πάλι η εξέγερση ήθελε, δηλαδή ο λαός ήθελε να προχωρήσει και να βαδίσει σε λαϊκή επανάσταση τότε θα έπρεπε να συντρίψει τον παλιό μηχανισμό και να στήσει τον δικό του καινούργιο με τα δικά του στελέχη παλιά και καινούργια που θα βγαίνανε από αυτήν την επανάσταση. Το μόνο που δεν θα έκανε όμως σίγουρα μια νικηφόρα λαϊκή εξέγερση που έριξε μια εχθρική της κυβέρνηση θα ήταν να ζητήσει να αναβληθούν οι εκλογές για 6 μήνες και στο μεταξύ να κυβερνάει τη χώρα μια οποιαδήποτε διορισμένη μεταβατική κυβέρνηση, δηλαδή μια κυβέρνηση έξω από οποιαδήποτε νομιμοποίηση και έλεγχο των μαζών.

Ένα απίθανο αίτημα για μια πραγματικά λαϊκή εξέγερση: «καλύτερα μεταβατική κυβέρνηση του παλιού καθεστώτος παρά εκλογές τώρα»

Νομίζουμε ότι το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο για το ότι κάτι το πολύ σάπιο υπάρχει στο επιτελείο του κινήματος είναι ότι όλη η αντιπολίτευση και η υπό την «Εννάντα» ριζοσπαστική που είναι εκτός μεταβατικής κυβέρνησης και η υπό την «Ετταζντίντ» (Ανανέωση) που είναι εντός μεταβατικής κυβέρνησης ζητάνε να μην γίνουν εκλογές τώρα δα αλλά να καθυστερήσουν ένα εξάμηνο!!! Ποια νικηφόρα δημοκρατική αντιπολίτευση θα ζητούσε καθυστέρηση των εκλογών μετά την πτώση μιας δικτατορίας ώστε να παρατείνει την εξουσία της μια μεταβατική κυβέρνηση του παλιού καθεστώτος; Αυτό κατά τη γνώμη μας μπορεί να το θέλει μόνο μία καλά οργανωμένη αλλά μικρή αριθμητικά αντιπολίτευση που περιμένει να φτιάξει πρώτα δικούς της μηχανισμούς βίας και μέσα στο κράτος και μέσα στο πλατύ αντιδικτατορικό κίνημα για να ελέγξει σταδιακά και το ένα και το άλλο και την ίδια τη μεταβατική κυβέρνηση μέσα από αλλεπάλληλες αλληλουποβοηθούμενες εκκαθαρίσεις. Ήδη ένα μέρος από τη ραχοκοκκαλιά του καθεστώτος που είναι η αστυνομία, κατέβηκε την έκτη μέρα μετά την «επανάσταση» -όπως ονομάζουν τώρα την εξέγερση οι σοσιαλφασίστες - σε διαδήλωση με κόκκινα περιβραχιόνια ζητώντας συγχώρεση από το λαό και απαιτώντας καθαίρεση από τη μεταβατική κυβέρνηση των στελεχών του Μπεν Αλί. Την προηγούμενη μέρα είχε κατεβεί σε διαδήλωση ένα άλλο κομμάτι του κράτους τα ως χθες πουλημένα στο παλιό καθεστώς (ως προς την ηγεσία τους) συνδικάτα ζητώντας και αυτά κυβέρνηση δίχως το RDC.

Γι αυτό το λόγο νομίζουμε υπάρχει σήμερα αυτή η αντίφαση: Από τη μια οι μισές «εξεγερσιακές» δυνάμεις, οι «μετριοπαθείς» Ετταζντιντ (Ανανέωση) να είναι μέσα στην μεταβατική κυβέρνηση και οι άλλες μισές «εξεγερσιακές» δυνάμεις, «οι ριζοσπαστικές» να είναι εκτός ενώ και οι δυο συμφωνάνε στην 6 μηνη αναβολή των εκλογών. Με αυτό το τέχνασμα θα αλλάζει διαρκώς η μεταβατική κυβέρνηση υπέρ αυτών που την πιέζουν απ έξω αλλά αυτή η αλλαγμένη κυβέρνηση δεν θα πέφτει εντελώς επειδή θα την στηρίζουν οι εντός της «εξεγερσιακοί». Αντίθετα αν γίνονταν τώρα δημοκρατικές εκλογές θα έβγαιναν αρκετά ισχυρές οι πιο αυθόρμητα δημοφιλείς δημοκρατικές τάσεις της εξέγερσης καθώς και οι λιγότερο αντιπαθείς και πιο προοδευτικές του ακόμα πολύ ισχυρού μέσα στο κράτος RDC. Το ότι ζητάνε αυτό το 6 μηνο της παράτασης από την μεταβαστική κυβέρνηση και οι ισλαμοφασίστες της εξέγερσης και οι ΗΠΑ (μέσο των ΝΥ Τάιμς που αποτελούν τη φωνή της Κλίντον-NYTimes 25 Γενάρη) είναι η απόδειξη της ιμπεριαλιστικής και σοσιαλιμπεριαλιστικής αντιτριτοκοσμικής σύμπλευσης που προαναφέραμε .

Με το να έχει ο σοσιαλφασισμός αυτή τη στιγμή δύο τακτικές απέναντι στη μεταβατική κυβέρνηση της Τυνησίας, οπότε αντικειμενικά και απέναντι στο RDC κερδίζει τους πάντες καθώς ο Καντάφι ή το ισλαμοφασιστικό Ιράν δείχνουν να παίρνουν θέση φαινομενικά ανεξήγητα υπέρ του ανατραπέντα Μπεν Αλί και να καταγγέλουν τις ΗΠΑ για την ανατροπή του. Στην πραγματικότητα παίζουν το ρόλο του φαρασιού, δηλαδή υποδέχονται σαν φίλοι και κερδίζουν μαζί τους ένα ισχυρό κομμάτι του καθεστώτος Μπεν Αλί αλλά και όλα τα κρατικά στελέχη του RDC που με το δίκιο τους θα είναι έξαλλα με τις ηγεμονιστικές ΗΠΑ οι οποίες κάνανε πολύ θόρυβο και ωμές εχθρικές ενέργειες επεμβαίνοντας όπως συνηθίζουν ωμά στα εσωτερικά κάθε χώρας που διαφωνεί με τις όποιες υποδείξεις της. Το ίδιο «φιλικά» είχαν φερθεί απέναντι στο Μπάαθ το Ιράν και η Συρία αφού το έριξαν από την εξουσία. Του έκαναν το φίλο κατηγορώντας τις ΗΠΑ και γενικότερα τη Δύση για την πτώση του ενώ οι άνθρωποί τους κρέμασαν τον Σαντάμ και έδιωξαν τους μπααθικούς από παντού. Με λίγα λόγια το σχέδιο του σοσιαλιμπεριαλισμού είναι να μην αφήσει τίποτα στη Δύση από το πολιτικό σώμα της Τυνησίας αφού και η φιλική του ως χθες Γαλλία αιφνιδιασμένη από τς ΗΠΑ εγκατέλειψε τον πάντα σύμμαχό της Μπεν Αλί.

Οι μόνοι που έχουν κάποια στρατηγική αντίληψη για την περιοχή και αισθάνονται ότι απειλούνται από το αντιαραβικό μέτωπο «μετριοπαθών» ισλαμοφασιστών -ΗΠΑ ήταν οι σαουδάραβες εθνικοαστοί που δεχτηκαν στο έδαφός τους τον Μπεν Αλί.

Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους ανησυχούμε ότι αυτό που το πιθανότερο θα έρθει μεσοπρόθεσμα στην Τυνησία στη θέση του ως τώρα γενικά αυταρχικού καθεστώτος δεν θα είναι ένα πιο δημοκρατικό καθεστώς αλλά ένα σοσιαλφασιστικό, κυρίως ισλαμοφασιστικό καθεστώς το οποίο θα αναδυθεί μέσα από ένα όργιο προβοκάτσιας, παραγωγικού σαμποτάζ, διαφθοράς, και φραξιονιστικής συμμορίτικης ψευτοεπαναστατικής βίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μελλοντική πορεία των ισλαμοφασιστών θα είναι ένας περίπατος στην Τυνησία. Ένας λαός που έχει βγει μαζικά στους δρόμους με δημοκρατικές διαθέσεις ακόμα και χωρίς ισχυρή δημοκρατική καθοδήγηση και χωρίς σαφή δημοκρατικά συνθήματα αλλά έχει πετύχει κάποιες αντικειμενικά δημοκρατικές νίκες δεν είναι δυνατό να παραδοθεί έτσι αύτανδρος και εντελώς αμαχητί στους παμπόνηρους επίδοξους δυνάστες του. Είδαμε άλλωστε τις δυσκολίες που ακόμα έχουν οι σοσιαλφασίστες στη Σερβία, στην Αλβανία ακόμα και στο Ιράκ, ακόμα και στο Αφγανιστάν να εγκαθιδρύσουν μια ανέφελη δικτακτορία τύπου Αχμαντινετζάντ ή Άσαντ. Ειδικά η πικρή πείρα των δημοκρατών και αριστερών που συμμάχησαν με τους μουλάδες εναντίον του Σάχη στην αντιστοιχη εξέγερση του Ιράν το 1979 θα θυμίζει στον κάθε δημοκράτη και πραγματικό αριστερό της Τυνησίας τι τον περιμένει αν εμπιστευθεί ισλαμοφασίστες, ή ψευτοκομμουνιστές και αντισημίτες και παραδοθεί στην όποια εξουσία τους.

Βεβαίως και αυτοί δεν θα αδρανήσουν αλλά θα ανανεώσουν, ήδη ανανεώνουν τις μέθοδές τους εξαπάτησης και μεταμόρφωσης. Όμως το αντι-ισλαμοφασιστικό δημοκρατικό κίνημα που έχει κέντρο του το Ιράν έχει ήδη μαζέψει τις δικές του εμπειρίες αντιμετώπισης αυτών των μεταμορφώσεων. Στην εποχή που έρχεται δημοκρατικές επαναστάσεις ενάντια στον σοσιαλφασισμό θα πηγαίνουν παράλληλα με αντεπαναστικά πραξικοπήματα που θα διεκπεραίωνονται μέσα από άσχημα ποδηγετημένες και προβοκαρισμένες λαϊκές εξεγέρσεις.