ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΗ Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΜΠΡΗΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Ισχυρό χαρτί του καθεστώτος στη διαπραγμάτευση με την Ευρωζώνη

Είναι για δεύτερη φορά μέσα σε τέσσερα χρόνια που η διακομματική συμμορία κορυφής που κυβερνάει τη χώρα παραδίδει το κέντρο της πρωτεύουσας στον εμπρησμό και στη λεηλασία σε βαθμό πρωτοφανή στα παγκόσμια χρονικά σε περίοδο ειρήνης. Ανάμεσα στις καταστροφές και τη λεηλασία 200 περίπου μαγαζιών αυτή τη φορά είναι και ο εμπρησμός και η μερική ή η ολική καταστροφή 9 διατηρητέων κτιρίων σημαντικής αισθητικής και πολιτιστικής αξίας.

Η διαφορά του 2008 σε σχέση με το 2012 είναι ότι το 2008 ο πολιτικός στόχος του εμπρησμού ήταν κύρια εσωτερικός και μόνο έμμεσα εξωτερικός, συγκεκριμένα ήταν το αδυνάτισμα και η πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή στην οποία έπαιζαν όλο και μεγαλύτερο ρόλο οι φιλοευρωπαϊκές της δυνάμεις που εκφράζονταν τότε από τη συμμαχία Μπακογιάννη-Σουφλιά. Το 2012 ο πολιτικός στόχος των εμπρησμών είναι σχεδόν απόλυτα εξωτερικός, είναι δηλαδή το να φανεί στην Ευρώπη και σε όλη την υδρόγειο ότι ο ελληνικός λαός έχει εξεγερθεί ενάντια στις καθεστωτικές τάχα φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις και κυρίως ενάντια στην ίδια στην ΕΕ σαν υπεύθυνη της πείνας του και της χρεωκοπίας της χώρας και ότι ζητάει περισσότερα δανεικά από αυτήν για να μην πεθάνει. Για το σύνολο του πολιτικού συστήματος της χώρας, η απαίτηση για δανεικά μεταφράζεται σε απαίτηση για έκδοση ευρωομολόγων, πράγμα που σημαίνει βαθύ ρήγμα οικονομικό και πολιτικό μέσα στη Ευρωζώνη κύρια σε βάρος της Γερμανίας και άλλων χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά και υπέρ της Ρωσίας. Ο στρατηγικός στόχος της έκδοσης ευρωομολόγων -στον οποίο χρωστάμε όλες τις καταστροφές της πρωτεύουσας από τους καθεστωτικούς προβοκάτορες από την αρχή της ελληνικής ακήρυχτης χρεωκοπίας ως τα σήμερα- μεταφράζεται σήμερα ταχτικά στη διεθνή ισχυροποίηση της διακομματικής συμμορίας στους σύνθετους εκβιασμούς-διαπραγματεύσεις που θα κάνει ως τις 20 του Μάρτη, κυρίως με το PSI, απέναντι σε μια ΕΕ που είναι όλο και περισσότερο ανίκανη να αντιμετωπίσει πολιτικά τους ρωσόδουλους, ξεσπάει πάνω στη φτωχολογιά και τελικά τη σπρώχνει σε αυτούς.

Αυτή η ισχυροποίηση επετεύχθη κατά κράτος με τις καταστροφές της Κυριακής. Ως την ώρα που γράφουμε αυτές τις γραμμές δεν γνωρίζουμε κάποια από τις πιο έγκυρες εφημερίδες της Ευρώπης και των ΗΠΑ που να μην θεωρούν αυτές τις φωτιές και αυτές τις λεηλασίες σαν μέρος της εξέγερσης του πεινασμένου ελληνικού λαού ή και του όχλου ενάντια στα μέτρα λιτότητας της Τρόικας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την επόμενη μέρα αυτής της «εξέγερσης» εκδηλώθηκε για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά η αντίθεση του Ολάντ, υποψήφιου προέδρου της Γαλλίας και αρχηγού του σοσιαλιστικού κόμματος στην ως τώρα πολιτική της Γερμανίας και της Γαλλίας απέναντι στην Ελλάδα. Επειδή ο Ολάντ προηγείται σαφώς του Σαρκοζύ πριν από τις εκλογές που θα γίνουν τον Απρίλη, αυτές οι δηλώσεις σηματοδοτούν μια προαναγγελία σύγκρουσης στο εσωτερικό του γαλλογερμανικού πυρήνα της ΕΕ πάνω στο ζήτημα των ευρωομολόγων. Μάλιστα με δεδομένη την ανοιχτή υποστήριξη του Ολάντ στον Ομπάμα, που πιέζει εδώ και καιρό τη Γερμανία για τα ευρωομόλογα είναι σαφές ότι η ελληνική «εξέγερση» δυναμώνει τις συνθήκες για μια γενικότερη αποσταθεροποίηση της ΕΕ. Μόνο έτσι μπορούν να εξηγηθούν τόσες πολλές και τόσο καταστροφικές πυραγιές και τόσες λεηλασίες πριν από διαπραγματεύσεις με την ΕΖ.

Βέβαια σύσσωμο το ελληνικό πολιτικό σύστημα για να φυλαχτεί από το λαό δεν παραδέχεται ότι οι πραγματικοί διεθνείς πολιτικοί του στόχοι εξυπηρετούνται από τους καταστροφείς γι αυτό σύσσωμο τους κατήγγειλε από την πρώτη στιγμή, ενώ το 2008 το τμήμα ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ του καθεστώτος τους αποδεχόταν σαν τμήμα της εξέγερσης της νεολαίας. Βεβαίως θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι οπαδοί του «ναι» στη Βουλή, δηλαδή οι θεωρούμενοι ως ευρωπαιόφιλοι, δεν ευνοούνται από μια εικόνα εξέγερσης που στρέφεται εναντίον τους και που τους αποσταθεροποιεί πολιτικά καθώς τους εκθέτει επιπλέον και σαν ανίκανους να διατηρήσουν την τάξη στη χώρα. Αλλά αυτό δεν ισχύει γιατί αυτό το «ναι» που ψήφισαν, το «ναι» του Παπανδρέου και του Σαμαρά δεν είναι καθόλου φιλοευρωπαϊκό. Αυτό ίσχυε σε ένα μικρό βαθμό ως πέρυσι όταν υπεράσπιζαν για τα μάτια της ΕΕ τουλάχιστον κάποιες θετικές μεταρυθμιστικές πλευρές του μνημόνιου. Όμως αυτό το «ναι» τώρα ήταν ακόμα πιο αντιευρωπαϊκό από το «όχι», γι αυτό προσχώρησε σε αυτό και ο Σαμαράς. Αυτό το «ναι» ήταν το «υποκύπτω στον αισχρό εκβιασμό της Γερμανίας για να σωθεί η χώρα από την χρεωκοπία» ενώ το «όχι» σήμαινε ότι «δεν υποκύπτω στον εκβιασμό είτε γιατί δεν θα γίνει χρεωκοπία ή αν θα γίνει θα είναι καλύτερη από τα μέτρα». Στην ουσία αυτό το «ναι» ήταν το «πολεμάω καλύτερα την ΕΕ από τα μέσα γιατί τη διασπάω παρά από τα έξω με το οποίο την ενώνω εναντίον μου». Για αυτό το «ναι» οι φωτιές και οι λεηλασίες ήταν ακόμα πιο ιδανικές από ότι για το «όχι».

Να λοιπόν γιατί η καταγγελία των εμπρηστών ήταν μόνο στα λόγια και μάλιστα μόνο στην άκρη των χειλιών όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων και όχι στην πράξη, και εκείνων του «ναι» και εκείνων του «όχι». Και αυτήν την υποτονική καταγγελία τα κόμματα την έκαναν μόνο για το εσωτερικό της χώρας, δηλαδή μόνο για τον ελληνικό λαό. Και τούτο γιατί ο λαός μας εδώ και δεκαετίες μισεί τους ψευτοαναρχικούς σοσιαλφασίστες εμπρηστές που ξέρει ότι η ποινική και πολιτική τους ασυλία οφείλεται στο καθεστωτικό παρακράτος και όχι στη δύναμη οποιασδήποτε λαϊκής αντίστασης. Όταν λέμε «με την άκρη των χειλιών της» εννοούμε ότι ούτε η Βουλή του «ναι» δεν το έκανε κεντρικό της θέμα, ούτε το έκανε η διαδήλωση του «όχι» ακόμα και όταν μαίνονταν οι πυρκαγιές και οι λεηλασίες.

Η Βουλή του «ναι» αποκαλύπτεται σαν ο ένας βασικός υπεύθυνος των πελώριων καταστροφών επειδή δεν σταμάτησε ούτε για λίγο τη συζήτηση του νομοσχέδιου ώστε να αναλάβει ο πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί να καθοδηγήσουν τα πολιτικά και αστυνομικά μέτρα εναντίον των σοσιαλφασιστικών και λούμπεν συμμοριών, όπως για να σβήσουν όσο πιο γρήγορα τις φωτιές, για να σταματήσουν τις λεηλασίες και για να συλλάβουν τους εγκληματίες. Γι αυτό δεν στέκει το επιχείρημα της μεγάλης διασποράς των πυρκαγιών που δεν επέτρεπε τάχα την απασχολημένη σε πολλά μέτωπα των «εξεγερμένων» αστυνομία να ασχοληθεί με τις συμμορίες. Μια κυβέρνηση σε συναγερμό και μια δημοκρατική Βουλή που θα είχε διακόψει τις εργασίες της έστω για λίγο γι αυτό το λόγο θα καλούσαν την όποια αντιπολίτευση, τους διαδηλωτές και όλο το λαό λαό της Αθήνας –και άλλων πόλεων που βάλονταν από τις συμμορίες των εμπρηστών και πλιατσκολόγων- να κατεβούν μαζικά και να περιφρουρήσουν την πόλη από τους εμπρηστές και πλιατσικολόγους και όσο ήταν δυνατό να τους συλάβουν και να τους παραδώσουν στην αστυνομία που «ήταν απασχολημένη σε άλλα μέτωπα».

Αυτό έπρεπε να κάνουν ιδιαίτερα οι ηγέτες των διαδηλωτών και της Βουλής του «όχι» αν ήταν δημοκράτες και λαϊκοί επαναστάτες όπως ισχυρίζονται. Έτσι θα έκανε ένα μαζικό κίνημα που θα έκανε απλά το βαρύ λάθος από πολιτική καθυστέρηση και μικροαστική άγνοια να μην βλέπει το εσωτερικό παραγωγικό σαμποτάζ και τους σαμποτέρ σαν το κύριο αίτιο της πείνας του λαού αλλά τους εξωτερικούς δανειστές. Αν ήταν τέτοιοι οι ψευτοΚΚΕ –ΣΥΝ και θεωρούσαν ειλικρινά ότι οι εμπρηστές προβοκάρουν τον αγώνα τους στρέφοντας το λαό εναντίον τους θα έπρεπε αυτοί πρώτοι και πριν από την κυβέρνηση να προβάλουν σαν κεντρικό σύνθημα της διαδήλωσης τους το «κάτω οι εμπηστές και οι πλιατσικολόγοι» χωρίς να εγκαταλείψουν τα υπόλοιπα, και να καλέσουν την αστυνομία να στρέψει ενάντια σε αυτούς τα πυρά της και να τους συλλάβει. Μάλιστα θα καλούσαν και όσους διαδηλωτές δεν είχαν διαλυθεί από μια προβοκάτσια της οποίας αυτοί τάχα ήταν τα θύματα, να κυνηγήσουν και αυτοί τους προβοκάτορες και να περιφρουρήσουν την περιουσία του λαού και τον ιστορικό και πολιτιστικό πλούτο της χώρας. Και αυτό τόσο εύκολα θα μπορούσαν να το κάνουν με τη δική τους κομματική αστυνομική περιφρούρηση που τόσο καλά ξέρουν να την αξιοποιούν όταν είναι να επιβάλουν το νόμο τους στις πλατείες. Τότε και μόνο τότε, θα είχαν δικαίωμα να κατηγορήσουν κάποιες δυνάμεις μέσα στην κυβέρνηση του «ναι» για προβοκάτσια και να κερδίσουν το λαό στον όποιο αγώνα τους.

Αλλά αυτοί όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα από αυτά τα αυτονόητα για δημοκράτες και λαϊκούς επαναστάτες αλλά έκαναν ότι μπορούσαν για να διασώσουν πολιτικά τους εμπρηστές και πλιατσικολόγους ακριβώς όπως έκαναν το Δεκέμβρη του 2008. Θεώρησαν δηλαδή ότι οι πελώριες καταστροφές ήταν κάτι το ολότελα δευτερεύον σε σχέση με τη ματαίωση της διαδήλωσής τους και μάλιστα έβαλαν σε αντιπαράθεση την έμφαση στις καταστροφές με την έμφαση στη διαδήλωσή τους. Όποιον μάλιστα στη χώρα και στο εξωτερικό έδωσε την κύρια έμφαση στις καταστροφές τον κατηγόρησαν σαν αντικειμενικό συμπαραστάτη των φιλομνημονιακών και των προβοκατόρων. Αυτό το έκανε ιδιαίτερα ο Ριζοσπάστης. Ταυτόχρονα πιο ανεπίσημα διέδιδαν με τους ανθρώπους τους τη θέση των εμπρηστών ψευτοαναρχικών φασιστών και πλιατσικολόγων ότι μόνο αντιδραστικοί ασχολούνται με τα ντουβάρια και την ατομική ιδιοκτησία μερικών μαγαζατόρων την ώρα που υποφέρουν τα εκατομμύρια των φτωχών και ανέργων. Όμως σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους ότι οι εμπρησμοί χάλασαν τη διαδήλωση του λαού εναντίον των ντόπιων και κυρίως των ξένων δυνάμεων που επιβάλουν πείνα στο λαό, και μάλιστα ότι αυτές οι δυνάμεις σχεδίασαν τους εμπρησμούς, τότε θα έπρεπε να καταγγείλουν αυτοί πρώτοι τις καταστροφές σαν την πιο ακραία εκδήλωση της πολιτικής της πείνας ενάντια στο λαό και μάλιστα σαν την πιο ακραία εκδήλωση της πολιτικής της καταστροφής της χώρας που επιδιώκουν οι όποιοι εχθροί της για να την αγοράσουν τζάμπα. Δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που να μην ξέρει ότι οι καταστροφές και μάλιστα οι θεαματικές καταστροφές του κέντρου της πρωτεύουσας είναι από μόνες τους, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν ματαίωναν και την πιο σοβαρή και μαζική διαδήλωση, ένα ασύλληπτα βαθύ οικονομικό χτύπημα, χτύπημα εμπορικό και χτύπημα τουριστικό ιδιαίτερα την ώρα που η χώρα πεινάει γιατί ανάμεσα στ’ αλλα λόγω της κρίσης καταστρέφονται και τα μέσα παραγωγής της, δηλαδή στα εκατομμύρια των νεόπτωχων της προσθέτονται ακόμα μερικές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τα νεοκλασσικά κτίρια που οι φασίστες νεοβάνδαλοι τα βλέπουν και αυτά σαν περιουσίες αστών οπότε έχουν σύμφωνα με την αντιδραστική μικροαστική και λούμπεν λογική τους το δικαίωμα να την καταστρέφουν. Τα νεοκλασσικά όμως είναι περιουσίες αστών σε ότι αφορά τη γαιοπρόσοδό τους αλλά σε ότι αφορά τη μορφή τους, κύρια την εξωτερική φυσική τους παρουσία μέσα στην πόλη, δεν ανήκουν σε κανέναν ξεχωριστό ιδιοκτήτη αλλά είναι μια πρωτόλειας μορφής συλλογική ιδιοκτησία ενός πολιτισμένου λαού, μιας πολιτισμένης κοινωνίας, την οποία ακόμα και το βάρβαρο νεοελληνικό κράτος των εργολάβων εδώ και πολλές δεκαετίες έχει αναγκαστεί να αναγνωρίσει. Αλλά οι φασίστες νεοβάνδαλοι δεν νοιάζοναι για τέτοια γιατί είναι ορκισμένοι εχθροί του λαού και μισούν όποια πνευματική κατάκτησή του, όποιο λεπτό του γούστο. Αν μπορούσαν αυτοί, με το ίδιο αυτό σιχαμερό τους επιχείρημα ότι ο άνθρωπος και μάλιστα ο φτωχός άνθρωπος είναι πάνω από τα μάρμαρα, θα έκαιγαν και τον Παρθενώνα για να γίνουν ένα παγκόσμιο κάτι σε έναν κόσμο που δεν «αναγνωρίζει» τίποτα από την αυτής μεγαλειότητα, την κακομαθημένη και αρπακτική αφεντιά τους. Στο βάθος οι άνθρωποι είναι ρατσιστές γιατί δεν αναγνωρίζουν στους φτωχούς οποιοδήποτε άλλο ενδιαφέρον και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα από το να γεμίζουν την κοιλιά τους, δηλαδή δεν τους αναγνωρίζουν το δικαίωμα σήμερα μέσα στην καπιταλιστική δουλεία τους να χαίρονται την ομορφιά, που ένα μέρος της ήταν και συνεχίζει να είναι έργο δούλων της μιας ή της άλλης μορφής.

Αλλά αυτή δεν είναι μόνο η νοοτροπία του νεοφασιστικού βανδαλισμού, δηλαδή καμιάς 500ριάς αντιδραστικών ή σε λίγο και μερικών απελπισμένων, είναι και η νοοτροπία όλου του καθεστωτικού φασισμού με όποιο χρώμα και να παρουσιάζεται και με οποιαδήποτε στάση απέναντι στις ψηφοφορίες της Βουλής. Γιατί αυτοί θέλουν την καταστροφή της χώρας αφού τη σαμποτάρουν επί τόσα χρόνια για λογαριασμό του ρώσικου νεοχιτλερισμού που θα αποδειχτεί σε λίγο ο πιο κτηνώδης της ανθρώπινης ιστορίας. Για αυτό ολόκληρο αυτό το καθεστώς των 6 κομμάτων δεν καταδικάζει με έμφαση και προπαντός πρακτικά τον δεύτερο εμπρησμό και καταστροφή της Αθήνας.

Μα είναι δυνατό αυτοί που καταστρέψαν επί χρόνια τη χώρα σε όλα τα επίπεδα με πρώτους-πρώτους τους ιδεολογικούς και πολιτικούς δασκάλους των εμπρηστών, τους καθοδηγητές του ψευτοΚΚΕ και του ΣΥΝ, να κατηγορήσουν και να συλλάβουν τους εμπρηστές «μερικών ντουβαριών» της Αθήνας; Δηλαδή ζητάμε από αυτούς να συλλάβουν τους αριστοτέχνες της καταστροφής; Δηλαδή να διδάξουν στο λαό μια άλλη γραμμή και μια άλλη ιδεολογία από εκείνη που διδάσκουν εδώ και χρόνια; Αν ξεκινήσουν αυτήν την κακή συνήθεια πως θα συνεχίσουν μετά να γκρεμίζουν τα εργοστάσια, πως θα κλείνουν τα λιμάνια, πως θα ματαιώνουν τους αυτοκινητοδρόμους, πως θα μαθαίνουν το λαό μας να αγαπάει σαν ανθρώπινη μόνο την άγρια φύση και τη φύση που ζει δίπλα στον άνθρωπο και για τον άνθρωπο να την απεχθάνονται; Πως θα σπάσουν τα επιστημονικά εργαστήρια και θα εντοιχίσουν τους λίγους έντιμους δασκάλους της σύγχρονης επιστήμης που απέμειναν εδώ να την υπηρετούν; Πως θα απλώσουν τα στομφώδη και αλαζονικά κουρελόπανά τους για να κρύψουν τα τείχη της Ακρόπολης; Πως θα αφήσουν τα άπαρτα βενετσιάνικα κάστρα να ρημάζουν επειδή δεν είναι όσο πρέπει ελληνικά ενώ συνεχίζουν να μετατρέπουν τη μελέτη και την ομορφιά της αρχαιοελληνικής τέχνης και λογοτεχνίας στην πιο φριχτή διανοητική τιμωρία και σπατάλη του πνεύματος ενός ολόκληρου λαού;

Επειδή κάτι τέτοιο θα ήταν ιεροσυλία γι αυτούς τους καθώς πρέπει καθεστωτικούς νεοβάνδαλους, γι αυτό πάνε όλοι μαζί να πνίξουν όπως-όπως την οργή του λαού για το δεύτερο μαζικό εμπρησμό της πόλης τους. Θέλουν να τον κρύψουν πίσω από το γενικό διακομματικό καθεστωτικό σύνθημα της Δευτέρας και της Τρίτης μετά τους εμπρησμούς που συνοψιζόταν στο «όχι στον εμπρησμό της πόλης που χάλασε τη διαδήλωση». Κάτω από αυτές τις περιστάσεις αυτή η στάση μοιάζει με το κλάμα του Τοτού του ανέκδοτου, που κλαίει γιατί δεν τον άφησαν τελικά να πάει στον χορό των ορφανών παρόλο που αυτός σκότωσε τη μάνα του και τον πατέρα του για να το καταφέρει.

Αν θέλει να αναζητήσει κανείς το πιο χαρακτηριστικό σημείο στο οποίο όλοι αυτοί ενώνονται σαν εμπρηστές αλλά και σαν ασύλληπτοι υποκριτές είναι ότι όλοι τους κατηγόρησαν τον υπουργό «προστασίας» του πολίτη σαν υπεύθυνο γιατί δεν εμπόδισε τους εμπρησμούς ή γιατί δεν έπιασε τους εμπρηστές –που κάποιους από δαύτους ίσως να να έπιασε ανάμεσα σε άλλους- αλλά πάντως έσπευσε ο ΣΥΝ με τους δικηγόρους του όλους αμέσως να τους απελευθερώσει. Όμως κανείς τους δεν αμφισβήτησε και δεν κριτίκαρε τη βασική πολιτική ιεράρχηση στόχων της αστυνομίας, την οποία παρουσίασε ο ίδιος ο Παπουτσής. Σε αυτήν την ιεράρχηση βρίσκεται τελευταίος ο εμπρησμός. Γιατί αυτή η ιεράρχηση φέρνει την προστασία της πόλης σαν τελευταίο και 4ο σημείο ανάμεσα σε άλλα τρία. Τα άλλα τρία σημεία είναι: 1. η προστασία των θεσμικών κεντρικών κτιρίων της χώρας (Βουλή, Πρωθυπουργική κατοικία, προεδρικό μέγαρο), 2. να μην κινδυνέψει καμιά ζωή και 3. το δικαίωμα των διαδηλωτών να διαδηλώνουν. Αν ζητάει κανείς να μην υπάρξει σίγουρα κανένα θύμα ανάμεσα στους εμπρηστές και ανάμεσα στους πολίτες που μπορούν να αντισταθούν σε αυτούς, και ταυτόχρονα να δοθεί το δικαίωμα στους εμπρηστές να μπαινοβγαίνουν στα μπλοκ μιας πορείας που δεν κινείται ενάντια στους εμπρηστές, που δεν βάζει δηλαδή σαν πρώτο λαϊκό δικαίωμα που θα υπερασπίσει το διακίωμα του λαού να υπερασπίσει τους άμεσους υλικούς όρους της υπαρξής του που θίγονται, τότε δεν υπάρχει κτίριο, πολιτιστικός θησαυρός, παραγωγικός, εμπορικός και χρηματικός πλούτος της πρωτεύουσας που να μην μπορεί να καταστραφεί. Ευτυχώς που ο ελληνικός λαός δεν σκέφτηκε έτσι όταν έδινε τη ζωή των καλύτερων παλληκαριών του για να σώσει το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής στον Πειραιά το 1944. Το βασικό φασιστικό και αντιλαϊκό σε αυτήν την ιεράρχηση είναι ότι το δικαίωμα στην άμεση υπεράσπιση των υλικών όρων της φυσικής ύπαρξης ενός λαού καταργείται στο όνομα του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης ανθρώπων που δεν δίνουν καμιά σημασία ούτε στα δημοκρατικά δικαιώματα ούτε στην υλική ύπαρξη του λαού.

Αυτή είναι ιεράρχηση υπέρ του φασισμού και υπέρ των πραγματικών κατοχικών δυνάμεων. Αυτή η ιεράρχηση θα καταστρέψει τη χώρα πράγμα που δεν πρέπει ο λαός μας να επιτρέψει. Για να αντισταθούμε σε αυτήν την ιεράρχηση θα πρέπει να χτυπήσουμε και την προβοκάτσια του καθεστώτος. Αν δηλαδή κάποια στιγμή βγει αίτημα ή κίνημα υπεράσπισης της πόλης τότε το καθεστώς θα στείλει τους επίσημους ναζιστές της Χρυσής Αυγής να υπερασπίσουν την πόλη. Γι’ αυτό η περιφρούρηση της πρέπει να είναι δημοκρατική. Οι ναζιστές είναι η χειρότερη κατοχική δύναμη και αυτούς πρέπει πρώτα-πρώτα να τσακίσουμε αν θέλουμε να έχουμε ελεύθερη την πόλη μας, τη ζωή μας τη χώρα μας.