Το χρονικό ενός προαναγγελθέντοςραξικοπήματος
Θα αναφερθούμε εδώ σε μια πλευρά τηςκατάργησης του θρησκεύματος της ταυτότητας στηνα όλοι σχεδόν έχουν αποφασίσει να μηναναφέρονται.
Πρόκειται για την ανάμειξη τουυπουργού Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου στο θέμα αυτό,ένα θέμα που βρίσκεται τελείως έξω από τηναρμοδιότητά του και αφορά τη δημοκρατία στοεσωτερικό της χώρας.
Στα μέσα περίπου του 1999 με πρωτοβουλίατου ο Γ. Παπανδρέου προχώρησε στη σύσταση μίαςεπιτροπής για τις θρησκευτικές ελευθερίες (!!!) μεαντικείμενο διάφορα θέματα που αφορούσαν τιςσχέσεις εκκλησίας-κράτους, όπως η αναγραφή τουρησκεύματος στις ταυτότητες, ο θρησκευτικόςόρκος, ζητήματα θρησκευτικού προσηλυτισμού, οιαντιρρησίες συνείδησης κ.λπ. Πρόεδρος τηςεπιτροπής ορίστηκε ο Μιχ. Σταθόπουλος, και μέλη οαντιρπόεδρος του Αρείου Πάγου ΕυάγγελοςΚρουσταλλάκης και οι καθηγητές τουΠανεπιστημίου Αθηνών Νίκος Αλιβιζάτος, Ι.Κονιδάρης και Φιλ. Σπυρόπουλος. Στην επιστολήεπίσης συμμετείχαν οι προσκείμενοι στηνκκλησία, Αναστάσιος Μαρίνος, αντιπρόεδρος τουυμβουλίου Επικρατείας (γνωστός για τον άκρατορθοδοξο-φασισμό του), Νικόλαος Ρόζοας, σύμβουλοςικρατείας και Σπυρίδωνας Τρωιανός, κοσμήτοραςτης σχολής Νομικών-Οικονομικών. Ο Μαρίνοςσυμμετείχε ύστερα από παρέμβαση τουριστόδουλου.
Το Σεπτέμβρη του 1999 ο Χριστόδουλοςέστειλε επιστολή στον Γ. Παπανδρέουδιαμαρτυρόμενος για τη συμμετοχή του Αλιβιζάτου.Τον Ιανουάριο του 1999, οι τρεις που εκπροσωπούσαντις απόψεις της Εκκλησίας, έστειλαν επιστολήδιαμαρτυρίας στον Γ. Παπανδρέου πουκοινοποιήθηκε στα Υπουργεία Παιδείας, Άμυνας,ικονομικών και Εσωτερικών. Η βασική τουςένσταση ήταν ότι το υπουργείο Εξωτερικών δενέχει καμία αρμοδιότητα για θέματα θρησκευτικήςελευθερίας (Ελευθεροτυπία, 9/2/2000). Την ένστασηαυτή όπως αναφέρουν στην επιστολή την είχανροβάλλει και παλιότερα, γι’ αυτό βγήκε μίαβελτιωμένη υπουργική απόφαση για να στηρίξει τηναρμοδιότητα του ΥΠΕΞ η οποία αναφερόταν στημελέτη των προβλημάτων της θρησκευτικήςελευθερίας σε “διεθνές επίπεδο”, μεεπίκληση μάλιστα του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκήςύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δηλαδή τοΠΕΞ θεμελίωνε την αρμοδιότητα του στο ότι θαμελετούσε την εφαρμογή της προστασίας τωνρησκευτικών ελευθεριών με βάση μια ευρωπαϊκήσύμβαση. Η ουσία αυτής της τοποθέτησης όπως έγινεαντιληπτή από τη θρησκευόμενη μάζα ήταν ότι τοζήτημα των θρησκευτικών ελευθεριών είναι έναζήτημα που χρησιμοποιεί η Ευρώπη για να επιτεθείστην Ελλάδα και γι’ αυτό η αντιμετώπιση τουείναι θέμα εξωτερικής πολιτικής! Σ’ αυτό οιτρεις απάντησαν ότι αντικείμενο της σύμβασηςείναι η εφαρμογή των διατάξεων στο εσωτερικόκάθε χώρας και όχι οι διακρατικές σχέσεις. Αλλάύτε ο Γ. Παπανδρέου, ούτε οι υπόλοιποι καθ’ ύληναρμόδιοι υπουργοί πείστηκαν, με αποτέλεσμα οιτρεις να αποχωρήσουν.
Ο Σταθόπουλος, που τώρα είναι υπουργόςικαιοσύνης προβάλλει αυτή την επιτροπή σανεπιχείρημα ότι η εκκλησία είχε κληθεί νασυμμετέχει σε διάλογο, και η ίδια αποχώρησε απόαυτόν. Ο ίδιος στην Ελευθεροτυπία, 26/5/2000,εξηγεί τους λόγους που επέβαλλαν τη συγκρότησητης επιτροπής: “Το Υπουργείο Εξωτερικώνγνωρίζοντας τα προβλήματα που δημιουργούνταιαπό τις καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος τηςώρας μας για παραβιάσεις της Ευρωπαϊκήςύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά μεζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας, συγκρότησεεπιτροπή προκειμένου να συζητήσει ποιανομοθετικά μέτρα μπορούμε να πάρουμε και πως θααντιμετωπίσουμε την κατάσταση”. Και οταθόπουλος ομολογεί ότι το κίνητρο της σύστασηςτης επιτροπής ήταν εξωτερικός και όχι εσωτερικόςαράγοντας, ήταν ο παράγοντας της θεώρησηςζητημάτων εσωτερικής πολιτικής δημοκρατίας ωςεμάτων διακρατικών σχέσεων, με τον ίδιο τρόπου αντιμετωπίζονται τα δικαιώματα των εθνικώνμειονοτήτων.
Η συγκρότηση αυτής της επιτροπής ήτανένα σχέδιο πολιτικής ανωμαλίας από τον Υπουργόξωτερικών. Η δημοκρατική διανόηση, δέχθηκε αυτήτην πρόταση να παίξει σ’ ένα βρώμικο παιχνίδιγια να κερδίσει κάποιες δημοκρατικέςμεταρρυθμίσεις. Έχει μεγάλη ευθύνη τόσο γι’ αυτήτην περιφρονητική συμπεριφορά της όχι απέναντιστην Εκκλησία, αλλά απέναντι στο λαό, όσο και γιατη διαμόρφωση του σημερινού πολωτικού κλίματοςστη βάση, όπου για πρώτη φορά συγκροτείται έναφανατικό ορθόδοξο πλήθος.
Ποια αρμοδιότητα μπορεί να έχει ουπουργός Εξωτερικών σε ζητήματα θρησκευτικήςελευθερίας σε μια δημοκρατική χώρα; Γιατί δενκαλέστηκαν εκπρόσωποι των άλλων θρησκειών; Πωςσυζητήθηκαν οι θρησκευτικές ελευθερίες χωρίςτους άμεσα ενδιαφερόμενους; Γιατί οι εκπρόσωποιτων άλλων θρησκειών δεν εμφανίζονται σε κανένατοκ σόου; Γιατί έγινε δεκτή η βάση της εξωτερικήςευρωπαϊκής επέμβασης, ώστε οποιαδήποτεμεταρρύθμιση να δώσει τη λαβή γιααντιευρωπαϊκούς λίβελους; Γιατί αυτό το βρώμικοαιχνίδι σ’ ένα τόσο καθαρό θέμα;
Σύμφωνα με την επίσημη θέση τηςκυβέρνησης, κατάργηση της αναγραφής έγινευποχρεωτική για το κράτος επειδή μία Επιτροπήυ έχει συσταθεί για την εφαρμογή του ΝόμουΠροστασίας Προσωπικών Δεδομένων, αποφάσισε ότιαυτό επιβάλλεται από αυτόν το Νόμο. Θυμίζουμε ότιόμος 2472/1997 για την Προστασία Προσωπικώνεδομένων έγινε για να προστατευτούν ταροσωπικά δεδομένα, δηλαδή τα στοιχεία πουαφορούν τις πεποιθήσεις και την προσωπική ζωήτου ατόμου, ενόψει της εφαρμογής της Συνθήκηςένγκεν για να αποτραπεί το λεγόμενο ηλεκτρονικόφακέλωμα. Η κυβέρνηση δηλαδή, αντιπαράθεσε μίαγνωμοδότηση μίας Επιτροπής που προέκυψε από τησυνθήκη Σένγκεν με το Νόμο του 1991 που πρόβλεπετην υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος. Γιατίόλη αυτή η νομική ακροβασία; Γιατί να μην κάνειαπλά η κυβέρνηση ένα νόμο, όπως έκανε ηροηγούμενη;
Για το ίδιο θέμα συνεδρίασε στις 31/5 ηνομική επιτροπή της Εκκλησίας στην οποίασυμμετέχουν νομικοί επιστήμονες και εκτίμησεότι ο τρόπος με τον οποίο αποφάσισε να καταργήσεικυβέρνηση την αναγραφή είναι παράνομος. Παρά τογεγονός ότι αυτή η επιτροπή εκφράζει σ’ έναβαθμό τις αντιδραστικές απόψεις της Εκκλησίας,το νομικό σκεπτικό στο οποίο έχει βασιστεί είναισωστό. Δεν αρκεί η γνωμοδότηση μίας επιτροπής γιανα ανατρέψει ένα νόμο, ούτε ένας γενικός νόμοςόπως ο 2472/1997 υπερισχύει ενός ειδικού νόμου όπωςαυτός του 1991. Ο νόμος του 1991 πρέπει να καταργηθείμε νόμο. Αυτό σημαίνει ψηφοφορία στη Βουλή,ρόκληση πολιτικών ζυμώσεων, αβεβαιότητα για τηστάση της σοβινιστικής τάσης του ΠΑΣΟΚ, καιγενικότερα μία πολιτική πάλη για την ορθότητατης κατάργησης που η κυβέρνηση δεν θέλει ναδώσει. Για την ακρίβεια δεν θέλει σε κανένασημείο αυτή η κυβέρνηση να δείξει ότι είναι δικήτης πρωτοβουλία η κατάργηση. Πρόκειταιαποκλειστικά για ένα έργο της Ευρώπης… Άσχετα ανι κοινές ευρωπαϊκές ταυτότητες θακυκλοφορήσουν το 2003, και στη συγκεκριμένηυπόθεση δεν έχει καμία απολύτως ανάμειξη ηυρώπη.
Όλο το υπόβαθρο αυτής της υπόθεσηςδείχνει ότι αυτή ήταν μία στημένη προβοκάτσιατου Γ. Παπανδρέου ενάντια στους σοβινιστές τηςεκκλησίας όχι για να τους αποδεκατίσει, αλλά γιανα τους υποτάξει, στην οποία συνέργησε ηδημοκρατική διανόηση για να εισπράττει τώρα τα“εύσημα”. Τώρα ο Λαλιώτης, βλέποντας ότι ηκκλησία “συμμορφώνεται”, επιτίθεται στοταθόπουλο, και τοποθετεί τα όρια των“μεταρρυθμίσεων”, χαρακτηρίζοντας “ακραίοφωταδιστή” τον Σταθόπουλο γιατί θέλει ναεπιβάλλει στους ορθόδοξους την υποχρέωση τουλιτικού γάμου!
Η δημοκρατική πλευρά έμεινε τυφλήμπροστά στο γεγονός ότι δεν αναζητήθηκε η ρίζατου προβλήματος που όπως πολύ σωστά διαπιστώνειάββας Αγουρίδης σε συνέντευξη του στην Ελευθεροτυπία,(31/5) είναι οι “αλύτρωτες πατρίδες” και τογεγονός ότι η “Μεγάλη Ιδέα” ήταν “το κύριορόβλημα όλων των κυβερνήσεων.
Σε ό,τι αφορά το θέμα του διαλόγου γιατον οποίο πολλά έχουν ειπωθεί είναι αλήθεια ότιδιάλογος με την εκκλησία δεν χρειάζεται για ναληφθούν κυβερνητικές αποφάσεις. Η εκκλησία δενέχει αποφασιστική αρμοδιότητα στις κρατικέςυποθέσεις που δεν την αφορούν. Χρειάζεται όμωςδιάλογος με την εκκλησία για να διαγνωστούν οιδιαθέσεις της, να αντιμετωπιστούν ταεπιχειρήματά της, να γίνει γνωστή αυτή ηιδεολογική και πολιτική πάλη στο λαό, ναδιαφωτιστεί το θέμα, να βοηθηθεί η δημοκρατία.ι’ αυτό ναι, χρειάζεται διάλογος και πλατύςδιάλογος, ώστε να μη δοθεί η ευκαιρία στηνεκκλησία να καλλιεργήσει το μισαλλόδοξο κλίμαυ έχει δημιουργηθεί σήμερα. Το όλο θέμα μάλισταγίνεται φανερά σκανδαλώδες όταν υπάρχειδιάλογος για όλα τα άλλα θέματα με την εκκλησία(παιδεία, εξωτερική πολιτική), για τα οποία δεν θαέπρεπε να υπάρχει κανένας διάλογος!