Ας κάνουμε μόνο τις πιο βασικές παρατηρήσεις:
Κατ’ αρχήν το ζήτημα είναι χοντρικά μια νέαλευρά της συνεχιζόμενης επίθεσης τωνρωσόδουλων ενάντια στους σοβινιστές σε συμμαχίαμε τους δημοκράτες.
Αυτό έγινε με την “ειρήνη” στο Αιγαίο, αυτό καιμε τις ταυτότητες. Η διαδικασία έχει αρχίσει πιοέντονα από τη στιγμή που ήρθε ολοκληρωτικά στηνεξουσία ο Σημίτης, δηλαδή από την ώρα που έναςάνθρωπος της Ρωσίας, ο Γ. Παπανδρέου κατέλαβε καιτο υπουργείο εξωτερικών, ενώ λίγο πριν είχεκαταλάβει ένας αντίστοιχος (ο Χρυσοχοίδης) τουπουργείο Δημόσιας Τάξης και ένας φίλος τηςωσίας από αρκετό καιρό το υπουργείο Άμυνας.
Αυτές οι περιπτώσεις που προαναφέραμε είναι οιιο ακραίες, δηλαδή αυτές που έχουν προκαλέσειτις πιο βαθιές ζυμώσεις στο λαό. Όμως και στα πιομικρά και σκόρπια ζητήματα εμφανίζεται η ίδιασύγκρουση: Ρωσόδουλοι σοσιαλφασίστες καιδημοκράτες από τη μια μεριά, σοβινιστές καικλασσικοί ακροδεξιοί από την άλλη.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το φαινόμενοείναι το ίδιο και η αντίφαση η ίδια. Η πολιτικήκορυφή στην οποία συμπεριλαμβάνονται χθεσινοίσοβινιστές, τουρκοφάγοι, ξενόφοβοι, φιλοσέρβοι,αρέα με κλασσικούς “εθνοπροδότες” καιφοβισμένους κοσμοπολίτες, ξαφνικά γεμίζουν τιςτηλεοράσεις με διεθνιστικά, δημοκρατικά,αντιθεοκρατικά και αντιρατσιστικά κηρύγματα.
Ξαφνικά νομίζει κανείς ότι βρίσκεται σε μιαάλλη χώρα. Καταλαβαίνει ότι βρίσκεται στηνλλάδα μόνο επειδή χιλιάδες, εκατοντάδεςιλιάδες άλλοι άνθρωποι, οι συνηθισμένοιάνθρωποι, η απέραντη μάζα της τηλεόρασης, τουκαφενείου, της δουλειάς και των γραφείων,διαμαρτύρεται και εξοργίζεται με τιςαλλεπάλληλες και αιφνιδιαστικές “ιεροσυλίες”.μαίες, Σταυροί, Μακεδονίες, Τουρκία, όλαξαφνικά πετιούνται κατά γης.
Η βάση της κοινωνίας αδυνατεί να κατανοήσει τιςξαφνικές και σχεδόν ομόφωνες δημοκρατικέςεπαναστάσεις της κορυφής.
Έχει δίκιο ο κόσμος που δεν καταλαβαίνει γιατίι ίδιοι ακριβώς που για 25 χρόνια αρχίζοντας απότον Α. Παπανδρέου τον έθρεψαν και τον εξάρτησαναπό τα χειρότερα σοβινιστικά και ξενοφοβικάστερεότυπα, οι ίδιοι αποφασίζουν ξαφνικά και τονκαλούν να υιοθετήσει τα ακριβώς αντίθετα.
Το πιο χαρακτηριστικό ήταν στην περίπτωση τουδυσσέα με τον Στεφανόπουλο.
Αυτός ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, που αποτελείτην ζωντανή σύνοψη όλων των καθωσπρέπειεθνικιστικών στερεοτύπων και το τελευταίοαποκούμπι της ζαλισμένης από τις απότομεςστροφές μάζας, βγήκε ξαφνικά υπέρ του Οδυσσέα.ειδή κατάλαβε ότι θα αποσταθεροποιούσε τοκοινό του, ο πονηρός αυτός ανθρωπάκος, που πιάνειστον αέρα την κάθε φορά κεντρική καθεστωτικήγραμμή, τάβαλε με τον Πανούση. Για να σηκώσειδηλαδή ο Αλβανός τη Σημαία, έπρεπε να μεγαλώσει ηινή του ήδη καταδικασμένου αναρχικού πουτόλμησε λίγο πριν να περιγελάσει αυτή τη Σημαία.
Βέβαια ο ανθρωπάκος δεν χτύπησε τυχαία τονΠανούση. Τον Πανούση τον χτύπησε επειδή τονάφησαν ακάλυπτο και οι τέσσερις κομματικέςγεσίες του καθεστώτος και τον υποστήριξε μόνοένα μικρό κομμάτι δημοκρατών. Ο Πανούσης κάνειγια έγκλειστος όχι επειδή περιγέλασε τη Σημαία,αλλά επειδή περιγέλασε τον Περισσό. Την άλλη φοράτιμωρήθηκε επειδή τα έβαλε με τον πλατύ κνίτηταλάρα. Τώρα τιμωρήθηκε επειδή έξυπνα καιεύστοχα ανέδειξε την ιδεολογική σύμπτωσησταυρού και σφυροδρέπανου και μάλιστα τηνγεμονία του δεύτερου μέσα στη νέα ελληνικήεθνική ακροδεξιά.
Αυτό το παράδειγμα δείχνει πόσο το μέτωποδημοκρατών και κνιτών υπέρ του Οδυσσέα είναι τοδιο ύποπτο και αντιφατικό με το μέτωποδημοκρατών και κνιτών υπέρ των νέων ταυτοτήτων.
Στην πραγματικότητα και στις δύο περιπτώσειςδεν χτυπιέται στο βάθος ο σοβινισμός, αλλάτυπιέται εκείνος ο ελληνικός σοβινισμός πουαρνείται το διπλό παιχνίδι, δηλαδή το να είναικαι ελληνικός και ρώσικος ταυτόχρονα.
Αυτό στην περίπτωση των ταυτοτήτων φαίνεται μετο ότι η ορθοδοξία δεν φεύγει από τις ταυτότητεςγιατί δεν έχει καμιά δουλειά με μια δημοκρατικήσυγκρότηση της εθνικής και κρατικής ζωής, αλλάφεύγει για να αναδειχθεί ο “οικουμενικός”αρακτήρας της, δηλαδή να γίνει ορθοδοξία όχιμόνο των Ελλήνων και των Ρώσων και τελικά να μπεικάτω από την ηγεμονία των δεύτερων. Δεν είναι ηρθοδοξία ουσιαστικά που φεύγει από τιςταυτότητες, αλλά για μια ενδιάμεση περίοδο φεύγειεθνική ορθοδοξία ώσπου να εγκατασταθεί ηικουμενική ορθοδοξία (σε συμμαχία με το Φανάρι)και τελικά η ρώσικη ορθοδοξία.
Στην περίπτωση του Οδυσσέα γίνεται το εξής:
Ο Οδυσσέας κερδίζει τη Σημαία (μιλάμε στοεπίπεδο της κορυφής γιατί το εξαρτημένο πλήθοςαπό κάτω αρνείται ακόμα να του τη δώσει όπωςαρνείται ακόμα να διώξει το σταυρό από τιςταυτότητες) αλλά αυτή δεν είναι η Σημαία τουδημοκρατικού έθνους, είναι μια βαθύταταρατσιστική Σημαία γιατί είναι η Σημαία τουΠρώτου, δηλαδή του πρώτου μαθητή. Όπως είναιμαία του Πρώτου και Σημαία των Ολυμπιονικών.Πρόκειται για τη Σημαία των Ανωτέρων, για τησημαία του έθνους που συγκροτούν οι Πρώτοι.
Η μεγάλη μάζα των Αλβανών, αλλά και η μεγάλημάζα των Ελλήνων μαθητών δεν μπορέσουν ποτέ νακρατήσουν αυτή τη Σημαία σύμβολο και έπαθλο τωνρώτων μαθητών. Η σύγκρουση του Οδυσσέα με τηνρώτη Ελληνίδα μαθήτρια ήταν για το ποιος μπορείνα ανήκει αληθινά στην ελίτ, δηλαδή να είναι τοαγαπημένο παιδί της αστικής τάξης. Στην υπόθεσηδυσσέα η ελληνική αστική τάξη δηλώνει ότιμοιράζεται τα σύμβολά της με κάθε ισχυρό, με κάθερώτο και κάθε δυνατό. Αυτός είναι ο ελιτίστικοςικουμενισμός της Σημαίας του Οδυσσέα. Δεν είναικαθόλου τυχαίο ότι αυτός ο ελιτισμός δείχνει πιοκαθαρά τον πολιτικό του χαρακτήρα στα ολυμπιακάμετάλλια και τη Σημαία που τους αντιστοιχούν.Αυτά τα μετάλλια δεν τα σήκωσαν απλά πρώηνυπήκοοι ξένων κρατών, αλλά πρώην υπήκοοιρθόδοξων κρατών ή κρατών με ορθόδοξες καιελληνικές μειονότητες. Οι κυνηγοί μεταλλίων τουυφυπουργείου αθλητισμού περιπλανήθηκαναποκλειστικά στα Βαλκάνια και στην πρώην ΕΣΣΔ,δηλαδή στη ρώσικη αυλή, για να βρουν και νααγοράσουν Πρώτους.
Αυτά τα μετάλλια και αυτή η Σημαία μυρίζουνσοσιαλφασισμό επειδή έχουν πίσω τους τον ίδιοβρώμικο οικουμενισμό του ανώτερου έθνους πουζητάει να ηγεμονεύσει ή καλύτερα νασυνηγεμονεύσει με τη Ρωσία στα βασανισμέναΒαλκάνια και στο χώρο της πρώην ΕΣΣΔ.
Ασφαλώς οι διεθνιστές πρέπει από θέση αρχής ναυπερασπίσουν το δικαίωμα του Οδυσσέα να σηκώσειτην ελληνική σημαία, όπως και το δικαίωμα τωνξένων αθλητών να παίρνουν ελληνικά μετάλλια.Όμως και στις δύο περιπτώσεις πρέπει νακαυτηριάζουν την κατάσταση εκείνη που έκανεανθρώπους φτωχών χωρών αρχικά φτωχούς και παρίεςμέσα στη χώρα μας να θέλουν να σηκώσουν μιασημαία που συμβολίζει είτε μια αγοραπωλησία τηςεθνικής τους συνείδησης, είτε το έθνος και τηνεθνική ιδεολογία που τους καταπιέζει. Ο Οδυσσέαςμπορεί να έκανε από μια πλευρά περήφανους τουςταπεινωμένους αλβανούς εργάτες γιατί απέδειξεότι ένας Αλβανός μπορεί να είναι πιο έξυπνος απόόλους τους έλληνες συμμαθητές του, αλλά, από τηνάλλη, παλεύοντας να σηκώσει σαν προσωπικό τίτλοτιμής την ελληνική σημαία προσχώρησε ιδεολογικάστο στρατόπεδο των καταπιεστών όλης της τάξηςυ κατά κάποιο τρόπο εκπροσωπεί. Η αντίφαση τωνκαθεστωτικών χειροκροτητών του από τον Ευθυμίουως τον Στεφανόπουλο και τον Έβερτ βρίσκεται στοεξής ζήτημα: ότι δεν έχουν κάνει τίποτα για τιςλιτικές ελευθερίες και την οικονομικήελευθερία των Αλβανών πριν τους προσφέρουν τησημαία. Ακόμα περισσότερο δεν έχουν κάνει τίποταγια να μειώσουν το πρακτικό και αυθόρμητο ταξικόμίσος που όλο και μεγαλώνει ανάμεσα στουςντόπιους και ξένους εργάτες επειδή οι ρωσόδουλοιευτοδιεθνιστές άνοιξαν και συνεχίζουν ναανοίγουν τα σύνορα στη φτηνή παράνομη εργατικήδύναμη και να προσφέρουν αυτή τη φτηνή δύναμηστους αστούς διαλύοντας και διασπώντας παντού τασυνδικάτα. Δίνουν λοιπόν τη σημαία με έναν τρόπου να προβοκάρει τη μεγάλη μάζα “εκεί κάτω” καιτη διασπάνε παραπέρα προετοιμάζοντας το έδαφοςγια ένα μαζικό ναζιστικό κόμμα που ακόμα δενέχουν ανάγκη να συγκροτηθεί και δεν τοσυγκροτούν. Κάνουν το ίδιο που κάνουν και με τιςταυτότητες όπου προβόκαραν την ορθόδοξηκαθυστέρηση και την έστρεψαν με τρόπο ενάντιαστη Δύση.
Θα ήταν πραγματικά μια αναμφισβήτητη πρόοδοςαν ο Οδυσσέας σήκωνε μια ελληνική σημαία την ώραυ αυτή ήταν σύμβολο δημοκρατίας. Όμως τώρα πουαυτή ταυτίζεται σε όλα με την πιο επιθετικήλιτική στα Βαλκάνια, τη ρώσικη και την υπηρετείσαν υποϊμπεριαλισμός, όπως ταυτιζόταν με ότι πιοαντιδραστικό στα 1922. Ήταν αλλιώς μόνο τότε που τησήκωνε το αντιφασιστικό έθνος του 1940 ή έστω τότευ τη σήκωνε μια δημοκρατική αυθόρμητη τάση στοΠολυτεχνείο το ’73. Αυτή η ύψωση τώρα το μόνοετικό που έχει είναι να δώσει στους δημοκράτεςτην ευκαιρία να μιλήσουν και να ζυμώσουν ταζητήματα τα σχετικά με την αληθινή εθνική –ταξική καταπίεση στην Ελλάδα που πιο μεγάληείναι εκείνη των εθνικών μειονοτήτων.
Το πιο δύσκολο ωστόσο είναι κανείς να κάνει τοδημοκρατικό αγώνα μέσα στις συνθήκες τηςροβοκάτσιας και του ψεύτικου διεθνισμού και ναξεμπερδέψει το απόλυτα γνήσιο από το απόλυτασάπιο.