Η
πτώση του δικτάτορα Αριστίντ στην Αϊτή δε διαφέρει σε πολλά από
τις τελευταίες αποκαθηλώσεις φασιστών ηγετών του Τρίτου κόσμου που
ενορχηστρώθηκαν από το μέτωπο Ρωσίας-Κίνας-Γαλλίας με εργαλείο τη
διπλωματία του ΟΗΕ. Πρόκειται για αποκαθηλώσεις κατά τις οποίες
ένας εθνικιστής φασίστας αντικαθίσταται από έναν πράκτορα του σοσιαλιμπεριαλισμού
ενώ σε τελευταία ανάλυση οι φασιστικοί μηχανισμοί μένουν αλώβητοι
και το συνολικό καθεστώς χειροτερεύει. Τέτοιες αλλαγές φρουράς έχουν
γίνει στο Ιράκ και στη Σερβία.
Στην περίπτωση της Αϊτής, η διαδικασία της πτώσης του δικτάτορα
ξεκίνησε από μια ανταρσία μέσα στο στρατόπεδό του. Ο Αριστίντ είναι
ένας μαύρος ρατσιστής που το κήρυγμά του πυροδοτεί το γενοκτονικό
μίσος κατά των λευκών, που ευθύνεται για σοβαρές παραβιάσεις των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για δολοφονίες αντιφρονούντων και για βιασμούς
και που πρωταγωνιστεί στο ρωσοκίνητο υπεραντιδραστικό κίνημα της
Αφρικής που ζητά αστρονομικές αποζημιώσεις από τις ανεπτυγμένες
δυτικές χώρες για τα δεινά που προξένησε το δουλεμπόριο στον τρίτο
κόσμο εδώ και μερικούς αιώνε. Σαν τέτοιος ο Αριστίντ διατηρεί προνομιακούς
πολιτικούς δεσμούς με διάφορους τριτοκοσμικούς φασισμούς ειδικά
με τον νοτιοαφρικάνικο σοσιαλφασισμό των Μπέκι-Μαντέλα. Δεν είναι
τυχαίο ότι στην επέτειο για τα 200 χρόνια από την απελευθέρωση της
χώρας παραβρισκόταν από ξένους ηγέτες μόνο ο Μπέκι ενώ είχε επίσης
προσκληθεί το δίδυμο Κάστρο και Λούλα. Πρόκειται για ένα άκρως διεφθαρμένο
καθεστώς που μπόρεσε να επιβιώσει μέσα από την αρπαγή, τη βία και
το εμπόριο ναρκωτικών. Η δικτατορία Αριστίντ, βασισμένη στην έγκριση
του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ (που με τη σειρά του ηγεμονεύεται
από το ρωσο-κινεζικό άξονα) καθώς και την ένοπλη επέμβαση Κλίντον
το ’94, στηριζόταν εσωτερικά σε ένοπλες συμμορίες λούμπεν οπαδών,
τις λεγόμενες “Χίμαιρες”, οι οποίες λειτουργούσαν ως τάγματα εφόδου
του καθεστώτος.
Την τελευταία αναταραχή που οδήγησε στην πτώση του Αριστίντ πυροδότησε
η δολοφονία του αρχηγού μιας παρόμοιας συμμορίας, του “Στρατού των
Κανιβάλων”, που ο δικτάτορας χρηματοδοτούσε κι εξόπλιζε για να χτυπά
την αντιπολίτευση, αλλά που στη συνέχεια για άγνωστους λόγους συγκρούστηκε
μαζί του (βλέπε Μοντ, 9-1). Τότε αυτοί οι πρώην σωματοφύλακες και
συνεργάτες του δικτάτορα, συνοδευόμενοι από φασίστες στρατιωτικούς
που είχαν επιβάλει την προ Αριστίντ δικτατορία, οργάνωσαν ένα στρατιωτικό
κίνημα ενάντια στον Αριστίντ και φυσικά ένα τμήμα του λαού το ακολούθησε
ελπίζοντας σε ένα μέλλον κάπως καλύτερο. Όμως η πραγματικά δημοκρατική
αντιπολίτευση που λειτουργούσε με όρους μαζικών δημοκρατικών κινητοποιήσεων
κράτησε ουδέτερη στάση, αρνούμενη τόσο να υποστηρίξει την εξέγερση
όσο και να δεχτεί την παραμονή του Αριστίντ στην εξουσία. Στο παιχνίδι
μπήκε γρήγορα η γαλλική διπλωματία που ενώ στήριζε φανατικά τον
Αριστίντ μόλις ξέσπασε η στρατιωτική εξέγερση του άλλου φασιστικού
πόλου πέρασε ενάντια στον Αριστίντ και έπεισε και τις ΗΠΑ να αλλάξουν
γραμμή. Οι ΗΠΑ στήριζαν επίσης τον Αριστίντ αλλά είχαν επαφή και
με τη δημοκρατική αντιπολίτευση από την οποία ζητούσαν να συμβιβαστεί
μαζί του. Στην πραγματικότητα στις ΗΠΑ κυριαρχούσε η γραμμή Κλίντον-Τένετ-
Πάουελ. Με την ανάδειξη του νέου διάδοχου φασιστικού σχήματος ο
δικτάτορας εκδιώχτηκε και ΗΠΑ-Γαλλία-Καναδάς άρχισαν να αποστέλλουν
δυνάμεις στο νησί. Λίγες ώρες αργότερα το Συμβούλιο ασφαλείας του
ΟΗΕ αποφάσιζε ομόφωνα την αποστολή συμπληρωματικής δύναμης με σκοπό
την “τήρηση της τάξης” και την “προώθηση της ειρηνευτικής διαδικασίας”
παρακάμπτοντας εντελώς την πολιτική δημοκρατική αντιπολίτευση και
δίνοντας όλη την εξουσία στους πραξικοπηματίες. Τρεις μήνες μετά,
τη θέση των ξένων αυτών δυνάμεων θα έπαιρναν 8000 περίπου κυανόκρανοι
του ΟΗΕ υπό την καθοδήγηση της Βραζιλίας του σοσιαλφασίστα Λούλα.
Μέριμνα της ΟΗέδικης διπλωματίας ήταν η τήρηση των εξαιρετικά λεπτών
ισορροπιών μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών, ισορροπιών που θα της
δίνουν τη δυνατότητα να επιχειρεί λεπτές εγχειρήσεις μέσα στους
μηχανισμούς του κράτους και της κυβέρνησης. Έτσι, η νέα ηγεσία της
χώρας, η οποία προήλθε μέσα από το κλίμα της υποτιθέμενης συμφιλίωσης
που επέβαλαν τα Ηνωμένα Έθνη, ενώ έθεσε ως προτεραιότητα την έκδοση
και καταδίκη του Αριστίντ όπως ζητούσαν οι ΗΠΑ, δεν έπληξε τη νομιμότητα
του κόμματός του, ούτε θέλησε να αφοπλίσει τις συμμορίες του προηγούμενου
καθεστώτος, τις “Χίμαιρες” ή τον πανίσχυρο πλέον στρατό των κινηματιών.
Η πρόθεσή της αυτή φάνηκε έντονα στην προσπάθεια στελέχωσης του
νέου, ολιγομελούς και κακοεξοπλισμένου, αστυνομικού σώματος. Ο πρόεδρος
της χώρας Λατορτύ δήλωσε ότι θα ‘’μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε
ταχύτατα τους παλιούς αποστρατευμένους αξιωματικούς που δε συμμετείχαν
σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν εμπλέκονται στη
διακίνηση ναρκωτικών’’ (Μοντ, 12-5). Τον αφοπλισμό των συμμοριών
καλούνται τώρα να προωθήσουν οι βραζιλιάνοι κυανόκρανοι και το Συμβούλιο
ασφαλείας.
Βεβαίως για το μόνο που ενδιαφέρονται αυτές οι δυνάμεις είναι να
ενισχύσουν τη θέση τους μέσα στην πολιτική σκηνή της Αϊτής και να
τραβήξουν τη χώρα βαθύτερα στην αγκαλιά του χιτλερικού ρωσο-κινέζικου
άξονα. Νέες δύσκολες μέρες και νέοι αιματηροί αγώνες περιμένουν
την ηρωική δημοκρατική αντιπολίτευση αυτής της τόσο βασανισμένης
αλλά και τόσο επαναστατικής χώρας.
|