H
κλιμάκωση της πολιτικής κρίσης στην Παλαιστίνη αναδεικνύει ως κύρια
μια μέχρι
πρόσφατα υποβαθμισμένη αντίθεση στα πλαίσια του σύνθετου ισραηλο-παλαιστινιακού
προβλήματος: την αντίθεση μεταξύ του εθνικιστικού ρεύματος, που
εκφράζει ο Αραφάτ, και του ρωσόδουλου που εκφράζει η λεγόμενη "νέα
φρουρά" μέσα στην ίδια τη Φατάχ. Αυτή την αντίθεση την έχει
εντοπίσει και την έχει βάλει στο κέντρο της πολιτικής της ανάλυσης
για το παλαιστινιακό η ΟΑΚΚΕ. Από την έκβασή της θα κριθεί όχι μόνο
η μελλοντική πορεία του μικρού έθνους αλλά και το μέλλον της ειρήνης
και της δημοκρατίας στην ευρύτερη περιοχή.
Μέσα στη Φατάχ η "παλαιά φρουρά" είναι χοντρικά τα ιστορικά
στελέχη του παλαιστινιακού εθνο-ανεξαρτησιακού κινήματος συσπειρωμένα
γύρω από τον Αραφάτ. "Νέα φρουρά" ονομάζονται ή μάλλον
ονόμασαν κολακευτικά τον εαυτό τους τα στελέχη εκείνα της Φατάχ
που κατάφεραν ύστερα από τη συμφωνία του Όσλο ν' αναρριχηθούν σταδιακά
στον μισοκρατικό μηχανισμό της Παλαιστινιακής Αρχής και να αντλήσουν
από κει την όποια ακτινοβολία τους. Η πολιτική φυσιογνωμία των τελευταίων
διέπεται από μια φανερή αντίφαση: ενώ κατηγορούν τους πρώτους για
γενικευμένη διαφθορά ή ακόμη και για έλλειψη δημοκρατισμού, οι ίδιοι
έχουν υιοθετήσει τις πιο απεχθείς μορφές πολιτικής πάλης, όπως είναι
η πρακτική των δολοφονικών επιθέσεων κατά αμάχων, κατά προτίμηση
ισραηλινών στόχων, προκειμένου να πλήξουν το κύρος των πρώτων και
να τους εκθέσουν στα μάτια του ισραηλινού λαού και της παγκόσμιας
κοινής γνώμης. Για το σκοπό αυτό έχουν συστήσει ειδικές συμμορίες
που φέρουν το όνομα "Ταξιαρχίες των μαρτύρων του Αλ-Άκσα"
κι είναι αυτές οι συμμορίες που φέρουν την κύρια ευθύνη για την
αναζωπύρωση της έντασης με το Ισραήλ απ' το Σεπτέμβρη του 2000 και
δώθε, αναγκάζοντας το Ισραήλ να οικοδομήσει ένα αδιαπέραστο τείχος
κατά μήκος των συνόρων προκειμένου να προστατέψει τους πολίτες του,
αλλά και επιτρέποντας στον Σαρόν να κτίσει έτσι αυτό το τείχος ώστε
να υφαρπάζει την παλαιστινιακή γη και να οξύνει βαθύτερα τον ισραηλο-παλαιστινιακό
ανταγωνισμό. Δεν είναι τυχαία η συμπάθεια που τρέφουν οι ''νεοφρουρίτες''
της Φατάχ προς τον ισλαμο-φασισμό, καθώς και η προσπάθεια που καταβάλουν
οι εκπρόσωποί τους μέσα στην κυβέρνηση για να συνδιαλλαγούν επίσημα
μ' αυτούς τους γενοκτόνους πράκτορες της Δαμασκού και της Τεχεράνης.
Η πτώση του Αραφάτ, κοινός στόχος των παραπάνω δυνάμεων και προϋπόθεση
για την αναρρίχησή τους στην εξουσία, προϋποθέτει με τη σειρά της
την πολιτική του απομόνωση. Κι ενώ στο εσωτερικό η απομόνωση του
Αραφάτ επιχειρείται μέσα από το κίνημα "ενάντια στη διαφθορά",
το οποίο είναι στην πραγματικότητα ένα σχέδιο από τα πάνω και από
τα κάτω εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού από τους πολιτικούς
συμμάχους του Αραφάτ, στο διεθνές επίπεδο η απομόνωση γίνεται με
όχημα την εξαπόλυση προβοκατόρικων επιθέσεων αυτοκτονίας στις οποίες
ο Σαρόν απαντά με επιλεκτικές στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια
στην "παλαιά φρουρά" αφού μόνο αυτή έχοντας γενικά δημοκρατικό
εθνικό πρόγραμμα, μπορεί να απομυθοποιήσει το μεγαλοϊδεατισμό των
ισραηλινών σοβινιστών. Σημειώνουμε πως μοναχά μέσα σ' αυτό το ρεύμα
έγινε αποδεχτός ο όρος του Ισραήλ για μη επιστροφή όλων των αράβων
προσφύγων στο ισραηλινό έδαφος, ένας όρος ιδιαίτερα κρίσιμος για
την επιβίωση του ισραηλινού έθνους και μαζί μ' αυτού και της ειρήνης
στην περιοχή. Η απρόσκοπτη διεξαγωγή των επιθέσεων αυτοκτονίας απαιτεί
τον άμεσο έλεγχο από τη "νέα φρουρά" των παλαιστινιακών
υπηρεσιών ασφαλείας. Κάτι τέτοιο είχε εν μέρει επιτευχθεί με την
υπαγωγή της αστυνομίας, της πολιτοφυλακής και της προληπτικής δύναμης
ασφαλείας στην εποπτεία του πρώην πρωθυπουργού Μαχμούντ Αμπάς. Ο
Τζιμπρίλ Ραγιούμπ, ο πιο συνεπής διώκτης των αραβικών ταγμάτων εφόδου
και σύμμαχος του Αραφάτ, παύτηκε νωρίς από το αξίωμα του διοικητή
της προληπτικής ασφάλειας της Δ. Όχθης εξαιτίας των συντονισμένων
πυρών αυτού του άτυπου μετώπου.
Στο πλευρό του Αμπάς, ο πρώην υπουργός ασφάλειας Μουχαμάντ Νταχλάν,
ο οποίος κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ΗΠΑ προσποιούμενος
το διώκτη της αραβικής τρομοκρατίας, είχε αναλάβει ρόλο μεσολαβητή
με το Ισραήλ, πιέζοντάς το να αποχωρήσει μονομερώς από τα παλαιστινιακά
εδάφη, αρχίζοντας από τη λωρίδα της Γάζας και να τηρήσει την ειρηνευτική
διαδικασία που είχε επιβάλει το κουαρτέτο (Ρωσία-ΗΠΑ-ΟΗΕ-ΕΕ) και
έχει επικυρώσει το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ. Ο ρόλος του ήταν
δηλαδή να διοχετεύει τον ισραηλινό σοβινισμό σε μια φιλορώσικη κατεύθυνση
καθώς ήταν σε θέση να εκβιάζει την κυβέρνηση του Ισραήλ με απελευθέρωση
των κρατουμένων υποψήφιων καμικάζι της δικαιοδοσίας του σε περίπτωση
μη αποδοχής των παραπάνω αιτημάτων. Μια μονομερής αποχώρηση των
ισραηλινών δυνάμεων από τη Λωρίδα της Γάζας στην οποία έχει την
πολιτικοστρατιωτική βάση της εξουσίας του ο Νταχλάν θα έφερνε στο
πολιτικό προσκήνιο τις δυνάμεις εκείνες που αντιτίθονταν σε κάθε
είδους διαπραγμάτευση με το Ισραήλ και αυτές είναι βασικά οι ισλαμοφασίστες
της Χαμάς. Έτσι ύστερα από την ανακοίνωση του σχεδίου του Σαρόν
για αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τη λωρίδα της Γάζας, ο
αρχηγός της συρο-κίνητης οργάνωσης Χαμάς, σεΐχης Αχμέντ Γιασίν,
εκδήλωσε ανοιχτά την ετοιμότητα της να καταλάβει την εξουσία. Η
εκτέλεσή του Γιασίν από τον ισραηλινό στρατό πυροδότησε ένα τόσο
μεγάλο κύμα αντιδράσεων που ανάγκασε τον ήδη αδυνατισμένο Αραφάτ
να αποδεχτεί δημόσια την ένταξη της Χαμάς στους παλαιστινιακούς
θεσμούς (βλ. Μοντ, 11-4). Την ίδια περίπου πολιτική ακολούθησε ο
διάδοχος του Αμπάς, Αχμέντ Κορέι, καταδικάζοντας μεν την τρομοκρατία
για να γίνει αρεστός στη Δύση μα ακολουθώντας στην πραγματικότητα
την οδό του διαλόγου μαζί τους και υποστηρίζοντας την επίλυση του
μεσανατολικού προβλήματος μέσα από μια διεθνή συνδιάσκεψη (δηλαδή
με τη συμμετοχή και της Ρωσίας).
Όμως ο Αραφάτ διατηρούσε ακόμη τον έλεγχο πάνω στη δύναμη Εθνικής
Ασφάλειας (που αριθμεί γύρω στα 35.000-40.000 μέλη), το ναυτικό,
τις πληροφορίες, την αστυνομία συνόρων και σε διάφορα άλλα σώματα.
Τον Αύγουστο μάλιστα του 2003 επαναπροσλαμβάνει το Ραγιούμπ, αυτή
τη φορά στη θέση του συμβούλου του για τις υποθέσεις ασφαλείας (στο
ίδιο, 27-8-03), ενώ δημιούργησε κι ένα συμβούλιο εθνικής ασφάλειας
με τη συμμετοχή, εκτός του πρωθυπουργού, του υπουργού εσωτερικών
και των επικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας. Ο πρόεδρος της Φατάχ
ήταν ακόμα αρκετά ισχυρός για να αφήσει αδιαμαρτύρητα την εξουσία
του στους ισλαμο-φασίστες. Οι "νεοφρουρίτες" έπρεπε, λοιπόν,
να επιχειρήσουν ένα πραξικόπημα που θα του αφαιρούσε την πρόσβαση
στις υπηρεσίες ασφάλειας. Και το έναυσμα για την επίθεση το πρόσφερε
η διπλωματία του ΟΗΕ που, όπως έχουμε πει αρκετές φορές, καθοδηγείται
από το ηγεμονικό μέσα στο συμβούλιο ασφαλείας μέτωπο Ρωσίας-Κίνας-Γαλλίας
και τον άνθρωπο αυτού του μετώπου Κόφυ Ανάν.
Στις 13-7, ο επιτετραμμένος του ΟΗΕ για τη Μέση Ανατολή, Τέριε Ρόεντ-Λάρσεν,
επισήμανε την ύπαρξη ''αυξανόμενου χάους'' στην Παλαιστίνη καθώς
και την έλλειψη πολιτικής θέλησης εκ μέρους της παλαιστινιακής αρχής.
Τρεις μέρες αργότερα απήχθηκε στη Γάζα ο αρχηγός της αστυνομίας,
Γκαζί Γιαμπαλί, μαζί με έναν αξιωματικό κατηγορούμενο για διασυνδέσεις
με το Ισραήλ, και τέσσερις γάλλους μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Την ευθύνη ανέλαβαν οι "Ταξιαρχίες του Αμπού Αλ-Ρις",
μια συμμορία στο εσωτερικό της Φατάχ με δηλωμένο στόχο τον "αγώνα
ενάντια στη διαφθορά". Ως απάντηση ο Αραφάτ κήρυξε στη Γάζα
κατάσταση εκτάκτου ανάγκης ενώ υπέβαλαν την παραίτησή τους οι υπεύθυνοι
για την προληπτική ασφάλεια και τις πληροφορίες, Ρασίντ Αμπού Σμπάκ
και Αμιν Αλ-Χιντί αντίστοιχα. Υπό την πίεση των "Ταξιαρχιών
των μαρτύρων της Τζενίν" ο παλαιστίνιος πρόεδρος καθαίρεσε
τον Γιαμπαλί και τελικά υπέκυψε, μπρος στα συντονισμένα πυρά των
"νεοφρουριτών" ενόπλων και του ΟΗΕ, στη μακρόχρονη πίεση
της διεθνούς κοινότητας για μεταρρύθμιση των υπηρεσιών ασφαλείας
μειώνοντάς τις σε τρεις: αστυνομία, ασφάλεια και πληροφορίες. Η
τοποθέτηση όμως του ξαδέρφου του Μουσά Αραφάτ στην κορυφή του τμήματος
εσωτερικής ασφάλειας προκάλεσε τη βίαιη αντίδραση των φασιστών.
Με πρόσχημα την πάλη ενάντια στη διαφθορά οι "νεοφρουρίτες"
διοργάνωσαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, έκαψαν τα γραφεία πληροφοριών
στη Χαν Γιουνές (όπου έγιναν και οι απαγωγές), ενώ σε ανταλλαγή
πυροβολισμών μεταξύ των "Ταξιαρχιών μαρτύρων του Αλ-Άκσα"
και της παλαιστινιακής ασφάλειας τραυματίστηκαν τουλάχιστον 18 άτομα.
Στο παρασκήνιο των εξελίξεων φέρεται να κινείται ο σκοτεινός Νταχλάν
ο οποίος ελέγχει ακόμα μέρος των υπηρεσιών ασφαλείας και, σημειωτέον,
είχε θητεύσει παλιότερα ως αρχηγός της προληπτικής ασφάλειας της
Γάζας προερχόμενος από το Χαν Γιουνές. Ο δε πρωθυπουργός Κορέι υπέβαλε
την παραίτησή του για να εκβιάσει τον Αραφάτ προκειμένου να επιταχύνει
τις εξελίξεις και θέλοντας να προκαλέσει πολιτική κρίση. Τη Δευτέρα
(19-7) ο Αραφάτ υποβάθμισε τον ξάδερφό του στην αρχηγία της ασφάλειας
μόνο για τη Γάζα ενώ προήγαγε τον Αμπντελραζάκ Αλ-Ματζάιντα, τον
οποίο είχε μόλις απολύσει, στην ηγεσία της παλαιστινιακής ασφάλειας.
Παράλληλα, έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να μεταπείσει τον πρωθυπουργό,
κι από εδώ φαίνεται το μέγεθος της απομόνωσης που τον αναγκάζει
να κάνει όλο και πιο μεγάλες υποχωρήσεις και να τηρεί εξαιρετικά
λεπτές ισορροπίες.
Όμως οι ρωσόφιλοι δεν είναι ακόμα ικανοποιημένοι και ζητούν να δοθεί
στην κυβέρνηση περισσότερη εξουσία πάνω στους ευαίσθητους αυτούς
τομείς. Στο πλευρό τους έχουν ένα πολύτιμο χαρτί που ακούει στο
όνομα Πάουελ. Η γραμμή Πάουελ της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής,
που έχει την τάση από αδυναμία να συμβιβάζεται με το ρωσο-κινέζικο
άξονα (όπως κάνει και η Ευρώπη) και να λύνει τα διεθνή ζητήματα
σε συνεργασία με τον ΟΗΕ, δεν μπορεί παρά να υποστηρίζει το ρεύμα
που θεωρεί ως ικανότερο προωθητή του οδικού χάρτη και άρα πιστότερο
εκφραστή του αντι-Αραφάτ ρωσο-αμερικάνικου μετώπου. Επιδίωξη του
αμερικανού υπουργού εξωτερικών είναι η γρήγορη διασφάλιση της ηρεμίας
στην περιοχή, αδιαφορώντας για το ποιες πολιτικές δυνάμεις θα επωφεληθούν
από αυτή. Συνεπώς προτιμότερη γι' αυτόν είναι μια πρόσκαιρη εκεχειρία
από την οποία θα επωφελούνταν αναπόφευκτα οι ισλαμοφασίστες, παρά
η αντιπαράθεση μαζί τους που σίγουρα θα οδηγούσε σε έναν εμφύλιο.
Γι' αυτό και κάλεσε ανοιχτά τον Αραφάτ να παραδώσει την εκτελεστική
εξουσία στον πρωθυπουργό (21-7), ενώ ανάλογες δηλώσεις έκαναν οι
Χ. Σολάνα και Μπλερ. Το παλαιστινιακό κοινοβούλιο, αν και κατηγόρησε
την κυβέρνηση ως υπεύθυνη για το χάος, αποδέχτηκε την παραίτηση
Κορέι, ζήτησε απ' τον Αραφάτ να κάνει το ίδιο και ζήτησε τη σύσταση
νέου κυβερνητικού σώματος καθώς και τη συμμετοχή της Βουλής στην
αναμόρφωση των υπηρεσιών. Στην απόφαση του σώματος τονίζεται ότι:
''είναι προφανές ότι ο βασικός λόγος του χάους στον τομέα ασφάλειας-η
αδράνεια των υπηρεσιών ασφαλείας και οι παραβάσεις- είναι η έλλειψη
ξεκάθαρων οδηγιών'' (Ελευθεροτυπία, 22-7). Την ίδια μέρα απήχθηκε
από ένοπλους μασκοφόρους των "Ταξιαρχιών μαρτύρων Αλ-Άκσα"
ο αξιωματούχος Φαντέλ Ατσούλι, υπεύθυνος για τα χωριά της περιοχής
της Ναμπλούς. Ταυτόχρονα οι ρωσόφιλοι κατέβασαν χιλιάδες κόσμο στους
δρόμους για να διαδηλώσουν ενάντια στη διαφθορά και να ζητήσουν
πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες
ο Κορέι προτίθεται να ανακαλέσει την παραίτησή του αφότου πήρε τη
διαβεβαίωση Αραφάτ ότι θα του παραχωρήσει διευρυμένες εξουσίες στο
θέμα της ασφάλειας.
Τα παραπάνω αιτήματα για μεταρρυθμίσεις συνδέονται και με μια άλλη,
βαθύτερη, επιδίωξη της "νέας φρουράς", που είναι η αλλαγή
της σύνθεσης της Κεντρικής Επιτροπής του κινήματος μέσα από τη διενέργεια
εκλογών. Αν περάσει αυτή η απαίτηση θα έχει επιτευχθεί η αναρρίχηση
των πραξικοπηματιών στα ανώτερα κλιμάκια του κόμματος που θα σημαίνει
ίσως την αρχή του τέλους για τον πολιτικό βίο του Αραφάτ. Οι ναζιστές
πράκτορες της Δαμασκού του Ιράν και πάνω απ' όλα της Μόσχας καραδοκούν
για να γίνουν οι ρυθμιστές της πολιτικής σκηνής. Μετά τον τραυματισμό
του πρώην υπουργού πληροφοριών Ναμπίλ Αμρ, αντιπάλου του Αραφάτ,
ο υπεύθυνος εξωτερικών υποθέσεων της Χαμάς επικοινώνησε με τον Αραφάτ
και τον Αμπάς για να εκφράσει την ανησυχία του για την κατάσταση
και να καλέσει "σε διάλογο για τη λύση των διαφορών στους κόλπους
του παλαιστινιακού λαού" συμπληρώνοντας ότι "η καταφυγή
στα όπλα δεν πρέπει παρά να γίνεται πρώτιστα ενάντια στο μοναδικό
σιωνιστικό εχθρό" (Μοντ, 23-7). Άλλωστε οι δημοσκοπήσεις φέρνουν
την αποδοχή της Φατάχ από τις μάζες για πρώτη φορά στο ίδιο επίπεδο
με τη Χαμάς, δηλαδή γύρω στο 23%.
Το δυστύχημα για το εθνικιστικό ρεύμα του Αραφάτ είναι ότι η υποχωρητικότητα
που τον διακρίνει και τον διέκρινε πάντα απέναντι στον ισλαμοφασισμό
ενισχύει ολοένα την απομόνωσή του και τον εκθέτει στα μάτια της
δημοκρατικής κοινής γνώμης, εμφανίζοντάς τον ως δήθεν ακραίο απέναντι
στους "μετριοπαθείς" νεοφρουρίτες.
|